Language of document : ECLI:EU:T:2004:202

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 2ας Ιουλίου 2004 (*)

«Ασφαλιστικά μέτρα – Οδηγίες 67/548/ΕΟΚ και 2004/73/ΕΚ – Προϋποθέσεις παραδεκτού»

Στην υπόθεση T-422/03 R II,

Enviro Tech Europe Ltd, με έδρα το Surrey (Ηνωμένο Βασίλειο),

Enviro Tech International Inc., με έδρα το Σικάγο (Ηνωμένες Πολιτείες),

εκπροσωπούμενες από τους C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόρους,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους X. Lewis και F. Simonetti, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση περί, πρώτον, «της μη καταχωρίσεως του nPB» στην εικοστή ένατη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (EE ειδ. έκδ. 13/001, σ. 34), δεύτερον, της αναστολής εκτελέσεως της μνείας του nPB στην οδηγία 2004/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, για εικοστή ένατη φορά, της οδηγίας 67/548 (ΕΕ L 152, σ. 1), και, τρίτον, διατάξεως λήψεως άλλων προσωρινών μέτρων,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑÏΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Νομικό πλαίσιο

 Γενικό νομικό πλαίσιο

1       Η οδηγία 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (EE ειδ. έκδ. 13/001, σ. 34), όπως τροποποιήθηκε για έβδομη φορά με την οδηγία 92/32/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992 (EE L 154, σ. 1), καθορίζει κανόνες σχετικά με την εμπορία ορισμένων «ουσιών», που ορίζονται ως «τα χημικά στοιχεία και οι ενώσεις τους σε φυσική κατάσταση ή όπως παράγονται από οποιαδήποτε παραγωγική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων όλων των προσθέτων που απαιτούνται για τη σταθερότητα του προϊόντος και όλων των προσμίξεων που δημιουργούνται κατά τη διαδικασία αυτή, εκτός από οποιονδήποτε διαλύτη που μπορεί να διαχωριστεί χωρίς να θίξει τη σταθερότητα της ουσίας ούτε να τροποποιήσει τη σύνθεσή της».

2       Από της εκδόσεώς της, η οδηγία 67/548 τροποποιήθηκε επανειλημμένα και τελευταία με την οδηγία 2004/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, για εικοστή ένατη φορά, της οδηγίας 67/548 (ΕΕ L 152, σ. 1).

3       Το άρθρο 4 της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει ότι οι ουσίες ταξινομούνται ανάλογα με τις εγγενείς ιδιότητές τους στις προβλεπόμενες από το άρθρο 2, παράγραφος 2, κατηγορίες. Η ταξινόμηση μιας χημικής ουσίας ως «επικίνδυνης» επιβάλλει να επικολλάται στη συσκευασία της κατάλληλη ετικέτα περιλαμβάνουσα μεταξύ άλλων τα σύμβολα κινδύνου, τις τυποποιημένες φράσεις με τις οποίες υποδηλώνονται οι ιδιαίτεροι κίνδυνοι τους οποίους συνεπάγεται η χρήση της ουσίας («φράσεις R»), καθώς και τις τυποποιημένες φράσεις για τις οδηγίες ασφαλούς χρήσεως της ουσίας («φράσεις S»).

4       Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε, οι «εξαιρετικά εύφλεκτες», «πολύ εύφλεκτες», «εύφλεκτες» ή «τοξικές για την αναπαραγωγή» ουσίες και παρασκευάσματα, μεταξύ άλλων, είναι, κατά την έννοια της ανωτέρω οδηγίας, «επικίνδυνες». 

5       Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει ότι οι γενικές αρχές ταξινομήσεως και επισημάνσεως των ουσιών και παρασκευασμάτων εφαρμόζονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο παράρτημα VI κριτήρια, πλην περί του αντιθέτου επιταγών αφορωσών τα προβλεπόμενα σε ειδικές οδηγίες επικίνδυνα παρασκευάσματα.

6       Το παράρτημα VI, σημείο 4.2.3, της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε, μνημονεύει τα εφαρμοζόμενα επί των τοξικών αποτελεσμάτων για την αναπαραγωγή κριτήρια και κατανέμει τις ουσίες που έχουν παρόμοια αποτελέσματα σε τρεις κατηγορίες:

–       κατηγορία 1: «ουσίες οι οποίες είναι γνωστό ότι εξασθενούν τη γονιμότητα του ανθρώπου» και «ουσίες γνωστές ως τοξικές για την ανάπτυξη του ανθρώπου»·

–       κατηγορία 2: «ουσίες οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι εξασθενούν τη γονιμότητα του ανθρώπου» και «ουσίες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν τοξικές για την ανάπτυξη του ανθρώπου»·

–       κατηγορία 3: «ουσίες που προκαλούν ανησυχία για τη γονιμότητα του ανθρώπου» και «ουσίες που προκαλούν ανησυχία για τον άνθρωπο λόγω πιθανής τοξικής επίδρασης στην ανάπτυξη».

 Προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνολογική πρόοδο

7       Το άρθρο 28 της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει τα εξής:

«Οι απαραίτητες τροποποιήσεις για την προσαρμογή των παραρτημάτων στην τεχνολογική πρόοδο θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 29.»

8       Στις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή ανέφερε ότι, στην πράξη, οσάκις επεξεργάζεται ένα πρώτο σχέδιο μέτρων προσαρμογής της οδηγίας 67/548 στην τεχνολογική πρόοδο, συμβουλεύεται την ομάδα εργασίας για την ταξινόμηση και την επισήμανση (στο εξής: ομάδα εργασίας). Η ομάδα αυτή αποτελείται από ειδικούς στην τοξικολογία και την ταξινόμηση, ορισθέντες ως αντιπρόσωποι από τα κράτη μέλη, από εκπροσώπους της χημικής βιομηχανίας καθώς και από εκπροσώπους του βιομηχανικού κλάδου που ενδιαφέρεται ειδικότερα για τα οικεία προϊόντα. Μετά από διαβούλευση της ομάδας εργασίας, η Επιτροπή υποβάλλει το σχέδιο μέτρων στη συσταθείσα από το άρθρο 29 της οδηγίας 67/548 επιτροπή (στο εξής: κανονιστική επιτροπή).

9       Το άρθρο 29 της οδηγίας 67/548, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 807/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2003, περί προσαρμογής προς την απόφαση 1999/468/ΕΚ των διατάξεων των σχετικών με τις επιτροπές που επικουρούν την Επιτροπή στην άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της, οι οποίες προβλέπονται από πράξεις του Συμβουλίου που εκδόθηκαν σύμφωνα με τη διαδικασία διαβουλεύσεως (ομοφωνία) (EE L 122, σ. 36), ορίζει:

«1.      Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.      Όταν γίνεται αναφορά στο παρόν άρθρο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ορίζεται σε τρεις μήνες.»

10     Το άρθρο 5 της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, σ. 23), προβλέπει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή επικουρείται από κανονιστική επιτροπή την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.

2.      Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην εν λόγω επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της επί του σχεδίου αυτού εντός προθεσμίας που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος ανάλογα με το επείγον του θέματος. Η γνώμη δίδεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 205, παράγραφος 2, της Συνθήκης, στην περίπτωση αποφάσεων τις οποίες καλείται να εγκρίνει το Συμβούλιο μετά από πρόταση της Επιτροπής. Οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών στην επιτροπή σταθμίζονται με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο εκείνο. Ο πρόεδρος δεν λαμβάνει μέρος στην ψηφοφορία.

3.      Η Επιτροπή, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 8, εγκρίνει τα σχεδιαζόμενα μέτρα εφόσον αυτά είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

[…]»

 Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

11     Το n-προπυλοβρωμίδιο (στο εξής: nPB) είναι ένα πτητικό οργανικό διαλυτικό που χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, για τον βιομηχανικό καθαρισμό.

12     Η Enviro Tech Europe Ltd και η Enviro Tech International Inc. (στο εξής: αιτούσες) έχουν ως μοναδική δραστηριότητα την παραγωγή και την πώληση ενός προϊόντος που παρασκευάζεται με βάση το nPB και ονομάζεται «Ensolv». Η πρώτη από τις εταιρίες αυτές είναι η ευρωπαϊκή θυγατρική εταιρία της δεύτερης και έχει αποκλειστική άδεια για την πώληση του Ensolv στην Ευρώπη.

13     Μετά την έκδοση της οδηγίας 91/325/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 1991, για δωδέκατη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548 (ΕΕ L 180, σ. 1), το nPB ταξινομήθηκε στο παράρτημα Ι της οδηγίας 67/548 ως ουσία που ερεθίζει και είναι εύφλεκτη.

14     Κατά τη συνάντηση της ομάδας εργασίας που πραγματοποιήθηκε από τις 16 έως τις 18 Ιανουαρίου 2002, ο διευθυντής του Health & Safety Executive (Γραφείο για την υγεία και την ασφάλεια του Ηνωμένου Βασιλείου, στο εξής: HSE) πρότεινε το nPB να ταξινομηθεί ως αναπαραγωγικώς τοξική ουσία της κατηγορίας 2.

15     Μεταγενεστέρως, κατά τη διάρκεια του Απριλίου 2002, το HSE πρότεινε να ταξινομηθεί το nPB ως λίαν εύφλεκτη ουσία, βασιζόμενο στα αποτελέσματα μιας νέας επιστημονικής δοκιμής.

16     Έκτοτε, οι αιτούσες διαμαρτυρήθηκαν κατ’ επανάληψη για το εν λόγω σχέδιο ταξινομήσεως προς το HSE, το Ευρωπαϊκό Γραφείο Χημικών Ουσιών, καθώς και προς την ομάδα εργασίας και τους υπέβαλαν για τον σκοπό αυτό στοιχεία και επιστημονικά επιχειρήματα προς στήριξη της θέσεώς τους.

17     Κατά τη συνάντησή της του Ιανουαρίου 2003, η ομάδα εργασίας αποφάσισε να συστήσει την ταξινόμηση του nPB ως λίαν εύφλεκτης και αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας της κατηγορίας 2. Μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, οι αιτούσες προσπάθησαν μάταια να πείσουν την ομάδα εργασίας να επαναλάβει τις συζητήσεις της επί του nPB.

18     Στις 29 Αυγούστου και στις 29 Σεπτεμβρίου 2003, αντιστοίχως, οι αιτούσες απέστειλαν δύο επιστολές στην Επιτροπή, με τις οποίες ζήτησαν από την τελευταία, μεταξύ άλλων, να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να διορθωθούν τα υπολανθάνοντα σφάλματα των συστάσεων της ομάδας εργασίας σχετικά με το nPB.

19     Με δύο επιστολές της 3ης Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή επισήμανε στις αιτούσες ότι τα επιχειρήματα που παρουσίασαν με τις επιστολές τους της 29ης Αυγούστου και της 29ης Σεπτεμβρίου 2003 δεν δικαιολογούσαν τροποποίηση της ταξινομήσεως του nPB που συνέστησε η ομάδα εργασίας (στο εξής: προσβαλλόμενες πράξεις).

20     Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Δεκεμβρίου 2003, οι αιτούσες άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά των προσβαλλομένων πράξεων, καθώς και αγωγή αποζημιώσεως.

21     Λίγο καιρό μετά την άσκηση της κύριας προσφυγής/αγωγής, οι αιτούσες ενημερώθηκαν για την πραγματοποίηση συναντήσεως της κανονιστικής επιτροπής στις 15 Ιανουαρίου 2004 προκειμένου να εγκριθεί η προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο.

22     Με χωριστό δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2003 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, οι αιτούσες ζήτησαν, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να διατάξει, πρώτον, τη λήψη προσωρινών μέτρων με σκοπό την αναστολή εκτελέσεως των προσβαλλομένων πράξεων και να υποχρεώσει την Επιτροπή να μην προτείνει την επαναταξινόμηση του nPB στο πλαίσιο της εικοστής ένατης προσαρμογής της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο κατά την επόμενη συνάντηση της κανονιστικής επιτροπής, η οποία προβλεπόταν για τις 15 Ιανουαρίου 2004, και τούτο μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής/αγωγής.

23     Με τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ουδέποτε είχε προβλεφθεί για τις 15 Ιανουαρίου 2004 η σύσκεψη της κανονιστικής επιτροπής η οποία και είχε αναβληθεί sine die.

24     Στις 3 Φεβρουαρίου 2004 εκδόθηκε διάταξη απορριπτική του πρώτου αιτήματος περί λήψεως προσωρινών μέτρων (Envirotech κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-422/03 R, Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-469, στο εξής: διάταξη της 3ης Φεβρουαρίου 2004»). Με την ανωτέρω διάταξη, ο δικάσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, χωρίς να συντρέχει λόγος να αποφανθεί επί του παραδεκτού της κύριας προσφυγής/αγωγής, η αναστολή εκτελέσεως των προσβαλλομένων πράξεων δεν είχε πρακτική χρησιμότητα για τις αιτούσες, εφόσον δεν μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της Επιτροπής να προτείνει την επαναταξινόμηση του nPB. Όσον αφορά τα λοιπά αιτήματα των αιτουσών, ο δικάσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής έκρινε ότι παρείλκε η εξέταση των φερομένων ως σοβαρών και ανεπανορθώτων ζημιών που επικαλέσθηκαν οι αιτούσες δοθέντος ότι οι μείζονες προτάσεις επί των οποίων στηρίζονταν ήσαν εν πάση περιπτώσει άκρως υποθετικές ώστε να δικαιολογούν τη χορήγηση των προσωρινών μέτρων.

25     Με χωριστή πράξη που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Φεβρουαρίου 2004, η καθής προέβαλε, στα πλαίσια της κύριας δίκης, ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

26     Με δικόγραφο της 5ης Απριλίου 2004, το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυθημερόν, οι αιτούσες υπέβαλαν δεύτερο αίτημα λήψεως ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, αιτούμενες μεταξύ άλλων από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή την αναστολή της «καταχωρίσεως εκ μέρους της Επιτροπής, κατά την εικοστή ένατη προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο, του nPB». Με το αίτημά τους, οι αιτούσες διευκρίνισαν ότι η προβλεφθείσα για την έγκριση της προτάσεως περί της εικοστής ένατης προσαρμογής της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο σύσκεψη της κανονιστικής επιτροπής επρόκειτο να λάβει χώρα στις 14 Απριλίου 2004. Κάλεσαν επίσης τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να αποφανθεί, με βάση το άρθρο 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, προτού η Επιτροπή υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

27     Κατόπιν αιτήσεως του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, η Επιτροπή επιβεβαίωσε στις 7 Απριλίου 2004 ότι η προβλεφθείσα σύσκεψη της κανονιστικής επιτροπής με αντικείμενο την έγκριση του σχεδίου περί εικοστής ένατης προσαρμογής της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 14 Απριλίου 2004.

28     Στις 13 Απριλίου 2004 οι αιτούσες κατέθεσαν αυτεπαγγέλτως στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου ορισμένα έγγραφα σχετικά με τα οποία διευκρίνισαν ότι είχαν περιέλθει σε γνώση τους μόλις μετά την κατάθεση του αιτήματός τους περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Ο δικάζων στα πλαίσια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής αποφάσισε να περιλάβει τα έγγραφα αυτά στη δικογραφία.

29     Η Επιτροπή κατέθεσε στις 23 Απριλίου 2004 τις παρατηρήσεις της επί των εγγράφων αυτών. Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσης τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή ότι η κανονιστική επιτροπή είχε εγκρίνει στις 14 Απριλίου 2004 το σχέδιο επαναταξινομήσεως του nPB, αφενός, ως πολύ εύφλεκτης ουσίας (R 11) και, αφετέρου, ως τοξικής για την αναπαραγωγή ουσίας των κατηγοριών 2 (R 60) και 3 (R 63).

30     Στις 14 Μαΐου 2004, οι αιτούσες κατέθεσαν ενώπιον του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή νέα δικόγραφα και τον ενημέρωσαν ως προς το ότι στις 29 Απριλίου 2004 η Επιτροπή είχε εγκρίνει επισήμως την οδηγία 2004/73 σχετικά με την εικοστή ένατη προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο και περί ταξινομήσεως του nPB υπό τις κατηγορίες R 11 και R 60. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, οι αιτούσες υπέβαλαν νέα αιτήματα στοχεύοντας στην αναστολή εκτελέσεως της εντάξεως του nPB στην οδηγία 2004/73. Στις 17 Μαΐου 2004, ο δικάζων στα πλαίσια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής αποφάσισε να περιλάβει τα νέα αυτά δικόγραφα στη δικογραφία. Η Επιτροπή κατέθεσε στις 26 Μαΐου 2004 τις παρατηρήσεις της επί των νέων αυτών δικογράφων και αιτημάτων.

 Αιτήματα

31     Με την παρούσα αίτησή τους, οι αιτούσες ζητούν από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή:

–       «να κηρύξει την αίτησή τους παραδεκτή και βάσιμη» (στο εξής: πρώτο αίτημα)·

–       «να αναγνωρίσει ότι υφίσταται ανάγκη να διαταχθούν προσωρινά μέτρα προκειμένου να αποφευχθεί η επέλευση ανεπανόρθωτης ζημίας των αιτουσών» (στο εξής: δεύτερο αίτημα)·

–       «να αναστείλει την εκ μέρους της Επιτροπής ένταξη του nPB στην εικοστή ένατη προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο μέχρι την επίλυση της κύριας διαφοράς» (στο εξής: τρίτο αίτημα»)·

–       «να διατάξει οποιοδήποτε άλλο προσωρινό μέτρο που εκτιμά πρόσφορο προκειμένου να αποφευχθεί η επαναταξινόμηση του nPB στις κατηγορίες R 11 και R 60» (στο εξής: τέταρτο αίτημα)·

–       να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

32     Με ταχυδρομείο της 14ης Μαΐου 2004, οι αιτούσες ζητούν περαιτέρω από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή:

–       «να αναστείλει την ένταξη του nPB στην εικοστή ένατη προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο» (στο εξής: πέμπτο αίτημα)·

–       «να υποχρεώσει την Επιτροπή να γνωστοποιήσει πάραυτα στα κράτη μέλη ότι αναστέλλεται η οικεία ένταξη μέχρι την επίλυση της κύριας διαφοράς » (στο εξής: έκτο αίτημα)·

–       «να διατάξει τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου αναγκαίου για την κατοχύρωση της προσωρινής ένδικης προστασίας των αιτουσών» (στο εξής: έβδομο αίτημα»).

33     Εξάλλου, η Επιτροπή ζητεί από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή:

–       να απορρίψει την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων·

–       να καταδικάσει τις αιτούσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

34     Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι οι αιτήσεις για τη λήψη προσωρινών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris), τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, ώστε τα προσωρινά μέτρα πρέπει να απορριφθούν εφόσον μία από αυτές δεν συντρέχει [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-4971, σκέψη 30]. Ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής προβαίνει, επίσης, ενδεχομένως, στη στάθμιση των υφισταμένων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C-445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. Ι-1461, σκέψη 73).

35     Εξάλλου, στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εξετάσεως, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων, καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I-2165, σκέψη 23].

 Επιχειρήματα των διαδίκων

 Επί του παραδεκτού

36     Με τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή διευκρινίζει, επισημαίνοντας παράλληλα ότι οι αιτούσες σκοπούν στην αναστολή μέτρου διαφορετικού από εκείνο που αποτέλεσε το αντικείμενο της κύριας προσφυγής τους ακυρώσεως, ότι παρέλκει η εξέταση του εν λόγω ζητήματος στον βαθμό που η κύρια προσφυγή και, συνακόλουθα, η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων είναι προδήλως απαράδεκτες. Ειδικότερα, όσον αφορά το παραδεκτό της κύριας προσφυγής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η κατατεθείσα από τις αιτούσες προσφυγή ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη στο μέτρο που πρόθεση των αιτουσών είναι η αμφισβήτηση πράξεων που δεν επηρεάζουν τη νομική κατάστασή τους.

37     Αντιθέτως, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν προσφυγή κατά των προσβαλλομένων πράξεων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, στο μέτρο που οι εν λόγω πράξεις είναι αποφάσεις της Επιτροπής υπογραφείσες από διευθυντή με άμεσο αποδέκτη τις ίδιες. Οι αιτούσες, συνεπώς, δεν υποχρεούνται να αποδείξουν ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις τις αφορούν άμεσα και ατομικά, δεδομένου ότι το κριτήριο αυτό εφαρμόζεται μόνον επί αποφάσεων που απευθύνονται σε τρίτους. Οι αιτούσες υποστηρίζουν επίσης ότι μπορούν να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή αποκλειστικά και μόνο βάσει της συλλογιστικής που ακολούθησε το Πρωτοδικείο με την απόφασή του της 30ής Ιανουαρίου 2002, T-54/99, max. Mobil κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II‑313, σκέψη 71).

 Επί του fumus boni juris

38     Οι αιτούσες εκτιμούν ότι η στρεφόμενη κατά των προσβαλλομένων πράξεων προσφυγή δεν είναι προδήλως αβάσιμη. Για λεπτομερέστερη παράθεση της αφορώσας το fumus boni juris επιχειρηματολογίας τους, οι αιτούσες παραπέμπουν κατά τα ουσιώδη στις σκέψεις 36 έως 40 της διατάξεως της 3ης Φεβρουαρίου 2004.

 Επί του επείγοντος

39     Με την από 5 Απριλίου 2004 αίτησή τους, οι αιτούσες εκτιμούν ότι επιβάλλεται η λήψη προσωρινών μέτρων λόγω του επείγοντος της ανάγκης να παρεμποδιστεί η προβλεπόμενη κατά τη χρονική εκείνη στιγμή για τις 14 Απριλίου 2004 έγκριση της εικοστής ενάτης προσαρμογής της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο. Ειδικότερα, οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι η έγκριση και εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής περί επαναταξινομήσεως του nPB, η οποία καθιστά βεβαία την επανακατάταξή του κατά την εικοστή ένατη προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο επάγονται τρεις αρνητικές συνέπειες δυνάμενες να τους προκαλέσουν σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, η οποία μπορεί επί πλέον να αποδειχθεί με επαρκή βεβαιότητα.

40     Οι αιτούσες υποστηρίζουν, καταρχάς, ότι η νέα ταξινόμηση του nPB ως πολύ εύφλεκτης και αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας της κατηγορίας 2 καθιστά άκυρο το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τους για το Ensolv στο μέτρο που το τελευταίο βασίζεται στις μη εύφλεκτες και ακίνδυνες ιδιότητες του nPB.

41     Οι αιτούσες ισχυρίζονται ακολούθως ότι η νέα ταξινόμηση του nPB ως πολύ εύφλεκτης ουσίας τις υποχρεώνει, πρώτον, να αναγνωρίσουν το οικείο προϊόν ως τέτοια ουσία και να τροποποιήσουν το δελτίο τους δεδομένων ασφαλείας, δεύτερον, να τροποποιήσουν τις πρακτικές τους από απόψεως μεταφοράς, χειρισμού και αποθηκεύσεως και, τρίτον, να συμβουλεύσουν την πελατεία τους να πράξει το αυτό, και τούτο λόγω των συνδυασμένων διατάξεων της οδηγίας 67/548 και της οδηγίας 1999/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 1999, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων παρασκευασμάτων (ΕΕ L 200, σ. 1). Λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων αυτών επιταγών, οι πελάτες των αιτουσών δεν θα διέκριναν πλέον τον Ensolv από τα λοιπά προϊόντα. Στον βαθμό που οι δραστηριότητες των αιτουσών εδράζονται αποκλειστικά στο οικείο προϊόν, απειλείται η επιβίωσή τους.

42     Τέλος, οι αιτούσες υπογραμμίζουν ότι η νέα ταξινόμηση του nPB ως αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας της κατηγορίας 2 τους επιβάλλει την υποχρέωση να προτείνουν και να προσφέρουν το συντομότερο δυνατόν υποκατάστατα του nPB «ασφαλέστερα» από την εν λόγω ουσία, κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 1999/13/ΕΚ του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1999, για τον περιορισμό των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών σε ορισμένες δραστηριότητες και εγκαταστάσεις (EE L 85, σ. 1). Η νέα αυτή ταξινόμηση συνεπάγεται επίσης αλλαγή του καθεστώτος εγκρίσεως του nPB στο πλαίσιο του μελλοντικού κανονισμού «REACH».

43     Οι αιτούσες προσθέτουν ότι, αν το nPB αποσυρόταν προοδευτικώς ή δεν αγοραζόταν πλέον λόγω ορισμένων κανονιστικών και οικονομικών επιταγών, θα διέκοπταν τις δραστηριότητές τους, οπότε οι εν λόγω μελλοντικές απώλειες και η ζημία που θα υφίσταντο δεν θα ήσαν ούτε ποσοτικώς υπολογίσιμες ούτε επανορθώσιμες.

 Επί της σταθμίσεως των συμφερόντων

44     Ως προς τη στάθμιση των συμφερόντων, οι αιτούσες παρατηρούν με την αίτησή τους ότι τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα θα διατηρήσουν απλώς την παρούσα κατάσταση έως ότου εκδοθεί απόφαση στο πλαίσιο της κύριας υποθέσεως.

45     Απορρίπτοντας τη μείζονα πρόταση ότι το nPB μπορεί να ταξινομηθεί ως εύφλεκτη ουσία χωρίς η θέση αυτή να στηρίζεται σε ενδεδειγμένες δοκιμασίες, οι αιτούσες φρονούν ότι η παρούσα ταξινόμηση προειδοποιεί επαρκώς τους χρήστες του nPB ως προς τις φερόμενες εύφλεκτες ιδιότητές του. Τυχόν ταξινόμησή του ως πολύ εύφλεκτης ουσίας δεν θα εξυπηρετούσε άλλους σκοπούς και θα εξωθούσε αντιθέτως τις αιτούσες να παύσουν τις δραστηριότητές τους πριν από την έκδοση αποφάσεως στο πλαίσιο της κύριας υποθέσεως. Επί πλέον, οι αιτούσες παρατηρούν ότι, αφότου εισήχθη στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο το nPB, ουδέποτε αναφέρθηκε οποιοδήποτε συμβάν οφειλόμενο στις φερόμενες εύφλεκτες ιδιότητες της ουσίας αυτής.

46     Οι αιτούσες υποστηρίζουν ότι η ίδια συλλογιστική μπορεί να εφαρμοστεί στην πρόταση επαναταξινομήσεως του nPB ως αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας της κατηγορίας 2, διότι, ελλείψει προσωρινών μέτρων, οι αιτούσες οφείλουν πάραυτα να υποβάλουν και εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα προοδευτικής αποσύρσεως του nPB κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 1999/13. Επικουρικώς, οι αιτούσες είναι διατεθειμένες να συναινέσουν σε προσωρινή ταξινόμηση ως αναπαραγωγικώς τοξικής ουσίας της κατηγορίας 3 έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της κύριας υποθέσεως.

47     Τέλος, οι αιτούσες σημειώνουν ότι η χορήγηση των αιτουμένων προσωρινών μέτρων επιβάλλεται τοσούτο μάλλον καθόσον στην παρούσα υπόθεση είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί, καταρχάς, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είναι εξουσιοδοτημένη να ταξινομεί ουσίες χωρίς να προσφεύγει στις μεθόδους δοκιμών και στα κριτήρια ταξινομήσεως που προβλέπονται ειδικώς προς τον σκοπό αυτό από την οδηγία 67/548, ακολούθως, το γεγονός ότι η αρχή της προλήψεως δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε θέματα ταξινομήσεως βάσει της επικινδυνότητας και, τέλος, ο ρόλος και οι αρμοδιότητες της ομάδας εργασίας στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεων πολιτικής φύσεως.

 Εκτίμηση του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή

48     Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η τήρηση των διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας και ειδικότερα οι προϋποθέσεις παραδεκτού των αιτήσεων λήψεως ασφαλιστικών μέτρων είναι δημοσίας τάξεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 7ης Μαΐου 2002, T‑306/01 R, Aden κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2387, σκέψεις 43 έως 46).

49     Κατά την κρίση του, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί, από τη δικογραφία ως αυτή έχει, επί της παρούσας αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων, χωρίς να είναι λυσιτελές να ακούσει τις προφορικές εξηγήσεις των διαδίκων.

50     Συναφώς, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η κύρια προσφυγή είναι εκ πρώτης όψεως προδήλως απαράδεκτη, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής εκτιμά ότι επιβάλλεται εν προκειμένω η διαδοχική ανάλυση των υποβληθέντων από τις αιτούσες αιτημάτων, όπως αυτά παρατίθενται στις σκέψεις 31 και 32 ανωτέρω.

51     Καταρχάς, όσον αφορά το πρώτο και δεύτερο αίτημα, χωρίς να απαιτείται η εκτίμηση του αν μπορούν να έχουν αφ’ εαυτών οποιαδήποτε χρησιμότητα για τις αιτούσες, είναι πασίδηλο ότι η απάντηση στο αν πρέπει να γίνουν δεκτά εξαρτάται από το παραδεκτό και το βάσιμο των λοιπών αιτημάτων.

52     Ακολούθως, όσον αφορά το τρίτο αίτημα, αντικείμενο του οποίου είναι η αναστολή «της υπαγωγής εκ μέρους της Επιτροπής του nPB στην εικοστή ένατη προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο», επιβάλλεται ευθύς εξαρχής η διαπίστωση ότι η διατύπωσή του είναι ιδιαίτερα αμφισήμαντη. Πράγματι, εφόσον η «υπαγωγή […] του nPB στην εικοστή ένατη προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο» μπορεί να είναι κυριολεκτικώς απόρροια μόνον την οριστικής εγκρίσεως του εν λόγω κειμένου, το τρίτο αίτημα πρέπει προφανώς να ερμηνευθεί ως διώκον την αναστολή εκτελέσεως του τελικού κειμένου, όπως αυτό εγκρίθηκε από την Επιτροπή. Εντούτοις, ορισμένα χωρία του αιτήματος περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων αφήνουν επίσης να εννοηθεί ότι, με το ίδιο αυτό αίτημα, οι αιτούσες ζητούν στην πραγματικότητα από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να εμποδίσει την Επιτροπή και/ή την κανονιστική επιτροπή να ασκήσουν τις νομοθετικές αρμοδιότητές τους σε σχέση με την εικοστή ένατη προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο. Αυτό συμβαίνει, ειδικότερα, με τα χωρία εκείνα διά των οποίων οι αιτούσες διευκρινίζουν ότι πρόθεσή τους είναι να προλάβουν την έγκριση του σχεδίου που υπέβαλε η Επιτροπή στην κανονιστική επιτροπή.

53     Χωρίς να απαιτείται η απόφανση επί του ερωτήματος αν η έλλειψη σαφηνείας καθιστά αφ’ εαυτής απαράδεκτο το τρίτο αίτημα, αυτό πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί προφανώς.

54     Πράγματι, πρώτον, στον βαθμό που το τρίτο αίτημα πρέπει να ερμηνευθεί ως σκοπούν στο να παρεμποδίσει την Επιτροπή και/ή την κανονιστική επιτροπή να ασκήσουν τις νομοθετικές αρμοδιότητές τους σε σχέση με την υπαγωγή του nPB στην εικοστή ένατη προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο, θα έπρεπε να εξεταστεί από κοινού με το τέταρτο αίτημα, με το οποίο ζητείται από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να λάβει «οποιοδήποτε άλλο […] ενδεδειγμένο μέτρο για να εμποδίσει την επαναταξινόμηση του nPB στις κατηγορίες R 11 και R 60».

55     Συναφώς, χωρίς να απαιτείται η εξέταση αν τα δύο αυτά αιτήματα είναι παραδεκτά και, ειδικότερον, χωρίς να απαιτείται η εξέταση του αν αντίκειται στις αρχές της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων κοινοτικών οργάνων η διάταξη προσωρινών μέτρων συνεπαγομένων την παρεμπόδιση, έστω και προσωρινώς, της Επιτροπής και της κανονιστικής επιτροπής να ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους σε νομοθετικά θέματα (βλ., κατ’ αναλογία, διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 1996, T-52/96 R, Sogecable κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-797, σκέψεις 39 έως 41, και της 5ης Δεκεμβρίου 2001, T-216/01 R, Reisebank κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3481, σκέψη 52), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα εν λόγω αιτήματα κατέστησαν ήδη άνευ αντικειμένου στον βαθμό που η Επιτροπή εξέδωσε στις 9 Απριλίου 2004 την οδηγία 2004/73.

56     Δεύτερον, αν το τρίτο αίτημα έπρεπε να ερμηνευθεί ως σκοπούν στο να ανασταλεί η ένταξη του nPB στην εικοστή ένατη προσαρμογή της οδηγίας 67/548 στην τεχνική πρόοδο, θα έπρεπε να εκτιμηθεί από κοινού με το πέμπτο αίτημα, το οποίο σκοπεί στην αναστολή εκτελέσεως της εντάξεως του nPB στην οδηγία 2004/73. Επιβάλλεται η διαπίστωση συναφώς ότι τα δύο αυτά αιτήματα σκοπούν στην αναστολή εκτελέσεως πράξεως που οι αιτούσες δεν προσέβαλαν στο πλαίσιο της κύριας προσφυγής τους, σε αντίθεση προς ό,τι επιτάσσει το άρθρο 104, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

57     Κατόπιν αυτού, το τρίτο, τέταρτο και πέμπτο αίτημα είναι απορριπτέα.

58     Κατά συνέπεια, πρέπει επίσης να απορριφθεί και το έκτο αίτημα, αντικείμενο του οποίου είναι ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής να υποχρεώσει την Επιτροπή να γνωστοποιήσει πάραυτα στα κράτη μέλη ότι αναστέλλεται η εκτέλεση της εν λόγω εντάξεως μέχρι την επίλυση της κύριας διαφοράς.

59     Τέλος, όσον αφορά το έβδομο αίτημα, αντικείμενο του οποίου είναι ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής να «διατάξει οποιοδήποτε άλλο μέτρο που είναι αναγκαίο για την κατοχύρωση της προσωρινής ένδικης προστασίας των αιτουσών», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αιτούσες δεν παρέχουν εξήγηση ικανή να αποσαφηνίσει επαρκώς το τμήμα αυτό του αιτήματός τους, το οποίο ενέχει αόριστο και ανακριβή χαρακτήρα. Ελλείψει περαιτέρω διευκρινίσεων ως προς το αντικείμενό του, παρόμοιο αίτημα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 104, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού, οπότε είναι απαράδεκτο (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 12ης Φεβρουαρίου 1996, T-228/95 R, Lehrfreund κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑111, σκέψη 58).

60     Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων, τα αιτήματα που υπέβαλαν οι αιτούσες είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέα. Κατόπιν αυτού, η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 2 Ιουλίου 2004.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

       B. Vesterdorf


* Γλώσσα διαδικασίας:  η αγγλική.