Language of document : ECLI:EU:T:2011:71

Υπόθεση T-387/07

Πορτογαλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«ΕΤΠΑ – Μείωση χρηματοδοτικής συνδρομής – Συνολική επιδότηση προς στήριξη της τοπικής επενδύσεως στην Πορτογαλία – Προσφυγή ακυρώσεως – Πραγματοποιηθείσες δαπάνες – Ρήτρα διαιτησίας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ)

2.      Οικονομική και κοινωνική συνοχή – Διαρθρωτικές παρεμβάσεις – Συνολική επιδότηση προς στήριξη τοπικής επενδύσεως

(Κανονισμός 4253/88 του Συμβουλίου, άρθρο 21 § 1)

3.      Οικονομική και κοινωνική συνοχή – Διαρθρωτικές παρεμβάσεις – Χρηματοδότηση από την Ένωση – Ποσό που προκύπτει απευθείας από την απόφαση χορηγήσεως – Σύμβαση συναφθείσα μεταξύ της Επιτροπής και του ενδιαμέσου οργανισμού που είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση της επιδοτήσεως, η οποία προβλέπει ρήτρα διαιτησίας – Δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω ρήτρας διαφορές που αφορούν ενδεχόμενες παρατυπίες σχετικές με την εκτέλεση της συμβάσεως

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 4253/88, άρθρο 20 § 1, και 21 § 1, και 4254/88, άρθρο 6 § 2)

1.      Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του.

H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του εν λόγω άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

(βλ. σκέψη 58)

2.      Η σύμβαση, που συνήφθη μεταξύ της Επιτροπής και ενός ενδιαμέσου οργανισμού που είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση επιδοτήσεως προς στήριξη της τοπικής επενδύσεως, με την οποία ορίζονται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως και χρήσεως της επιδοτήσεως αυτής, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αντίθετη με τους κοινοτικούς κανόνες που διέπουν την εν λόγω επιδότηση.

Πάντως, από τη διατύπωση του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων, προκύπτει σαφώς ότι η καταβολή της χρηματοδοτικής συνδρομής πρέπει να αφορά αποκλειστικά τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες.

Στο πλαίσιο μιας συνολικής επιδοτήσεως, η έννοια των «πραγματοποιηθεισών δαπανών» ενδέχεται να ορίζεται από συγκεκριμένες διατάξεις στο κοινοτικό πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων. Σε ένα σύστημα επιδοτήσεων επιτοκίου, ο ενδιάμεσος καταβάλλει στον τελικό δικαιούχο δάνειο με επιδοτούμενο επιτόκιο. Οι επιδοτήσεις επιτοκίων είναι τα ποσά που προκύπτουν από τη διαφορά μεταξύ των τόκων με το επιτόκιο της αγοράς και των τόκων που πράγματι καταβάλλονται από τους τελικούς δικαιούχους. Οι επιδοτήσεις επιτοκίων πραγματοποιούνται επομένως τη στιγμή κατά την οποία καθίστανται απαιτητοί οι τόκοι, γεγονός που μπορεί να διαρκεί για πολλά έτη. Έτσι, οι επιδοτήσεις επιτοκίων έπονται της πληρωμής των τόκων από τους τελικούς δικαιούχους κατά τη διάρκεια των δανείων. Επομένως, από την άποψη μόνο του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88, οι επιδοτήσεις επιτοκίων μπορούν να θεωρηθούν ως δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά τη στιγμή της πληρωμής των επιμέρους ποσών των τόκων που τις αφορούν.

Η ύπαρξη απλώς οικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από δανειακές συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ οργανισμού που είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση επιδοτήσεως και των τελικών δικαιούχων δεν αρκεί για να θεωρηθούν οι επιδοτήσεις επιτοκίου που είναι καταβλητέες μετά την καταληκτική ημερομηνία για την ανάληψη των δαπανών που ορίσθηκε στην απόφαση χορηγήσεως ως πραγματοποιηθείσες δαπάνες κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88. Αφενός, πράγματι, κατά τη σύναψη των εν λόγω δανειακών συμβάσεων, από την άποψη της διατάξεως αυτής, υφίστανται μόνον υποχρεώσεις μεταξύ των συμβαλλομένων στη δανειακή σύμβαση μερών, οι οποίες πρέπει να διακρίνονται από τις πραγματοποιηθείσες προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών δαπάνες. Αφετέρου, όταν από την απόφαση επιχορηγήσεως προκύπτει ότι η ανάληψη των δαπανών δεν αφορά τις απορρέουσες από δανειακές συμβάσεις ευθύνες, αλλά τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες που προκύπτουν από τις συμβάσεις αυτές, τότε πρόκειται για επιδοτήσεις επιτοκίου πραγματοποιηθείσες τη στιγμή της πληρωμής από τους τελικούς δικαιούχους των επιμέρους ποσών των τόκων.

(βλ. σκέψεις 81-83, 87, 98)

3.      Όπως προκύπτει από το άρθρο 20, παράγραφος 1, και από το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 4253/88, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88, όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων, η πληρωμή των χρηματοδοτικών συνδρομών που χορηγήθηκαν βάσει των διατάξεων του κανονισμού αυτού πραγματοποιείται σύμφωνα με τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται βάσει της αποφάσεως που εγκρίνει την οικεία πράξη. Εφόσον το ποσό μιας συνδρομής προκύπτει από την απόφαση χορηγήσεως, η σύμβαση που συνήφθη μεταξύ της Επιτροπής και ενός ενδιαμέσου οργανισμού που είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση της επιδοτήσεως, που είχε ως αντικείμενο να καθορίσει ορισμένες λεπτομέρειες της χρήσεώς της, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 4254/88, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 2052/88, όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, δεν μπορεί να δημιουργήσει χρηματοοικονομική υποχρέωση της Κοινότητας.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, διαφορά που αφορά ενδεχόμενες πλημμέλειες σχετικές με την εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας διαιτησίας που προβλέπεται στη σύμβαση αυτή.

(βλ. σκέψη 115)