Language of document : ECLI:EU:T:2003:309

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 25ης Νοεμβρίου 2003 (1)

«Πρόγραμμα Esprit - Πράξεις στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής αναπτύξεως - Κοινοτική χρηματοδότηση - Επιλέξιμα ποσά - Ρήτρα διαιτησίας - Προσφυγή ακυρώσεως - Παραδεκτό - Ανταγωγή - Αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου»

Στην υπόθεση T-85/01,

IAMA Consulting Srl, με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον V. Salvatore, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον E. de March, επικουρούμενο από τον A. Dal Ferro, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως των πράξεων της Επιτροπής της 12ης και της 21ης Φεβρουαρίου 2001 σχετικά με τις επιλέξιμες δαπάνες για κοινοτική χρηματοδότηση όσον αφορά τα προγράμματα REGIS 22337 και Refiag 23200, που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού στρατηγικού προγράμματος έρευνας και αναπτύξεως σχετικά με τις τεχνολογίες της πληροφορίας (Esprit),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑ.ΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από την V. Tiili, Πρόεδρο, και τους P. Mengozzi, Μ. Βηλαρά, J. Pirrung και A. W. H. Meij, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Ιστορικό της διαφοράς

1.
    Στις 24 Μα.ου 1996, η Επιτροπή συνήψε με τις εταιρίες IAMA International Management Advisors Srl (στο εξής: IAMA International), Capa Conseil, Diagramma και Società Reale Mutua di Assicurazioni σύμβαση περί καθορισμού των λεπτομερειών της οικονομικής συμμετοχής της Επιτροπής σε σχέδιο εντασσόμενο στο ευρωπαϊκό στρατηγικό πρόγραμμα έρευνας και αναπτύξεως σχετικά με τις τεχνολογίες της πληροφορίας (Esprit), καλούμενο «the flexible agency; tools supported business reengineering of the insurance services distribution» (το ευέλικτο ασφαλιστικό ταμείο· αναδιάρθρωση του δικτύου των υπηρεσιών ασφαλίσεως με τεχνολογική βοήθεια) (στο εξής: σύμβαση REGIS). Η σύμβαση όριζε την IAMA International ως συντονιστή του σχεδίου. Η διάρκεια αυτής καθοριζόταν στους 27 μήνες, από την 1η Μα.ου 1996 έως τις 31 Ιουλίου 1998.

2.
    Στις 14 Οκτωβρίου 1996, η Επιτροπή συνήψε ανάλογη σύμβαση με την IAMA International, ως συντονίστρια, και τέσσερις άλλες εταιρίες, με έδρα στην Ιταλία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, περί καθορισμού των λεπτομερειών οικονομικής συμμετοχής της Επιτροπής σε ένα δεύτερο σχέδιο εντασσόμενο στο πρόγραμμα Esprit, με την ονομασία «Reengineering of the Financial Agency» (αναδιάρθρωση του χρηματοδοτικού οργανισμού, στο εξής: σύμβαση Refiag). Η προβλεπόμενη από την εν λόγω σύμβαση διάρκεια του σχεδίου ήταν 24 μήνες, από την 1η Νοεμβρίου 1996 έως τις 31 Οκτωβρίου 1998.

3.
    Οι δύο συμβάσεις προέβλεπαν, στο άρθρο 10, ρήτρα ορίζουσα ως εφαρμοστέα την ιταλική νομοθεσία.

4.
    Εκάστη των δύο συμβάσεων είχε δύο παραρτήματα, το ένα περιέχον την τεχνική περιγραφή του σχεδίου (παράρτημα Ι) και το άλλο τους εφαρμοστέους στη σύμβαση γενικούς όρους (παράρτημα ΙΙ). Τα στοιχεία του τελευταίου αυτού παραρτήματος ήσαν πανομοιότυπα και για τις δύο συμβάσεις.

5.
    Ειδικότερα, το άρθρο 2 του παραρτήματος ΙΙ, με τίτλο «Διαχείριση του σχεδίου», διευκρίνιζε τις υποχρεώσεις του συντονιστή και των λοιπών συμβαλλομένων εταιριών. Ο συντονιστής όφειλε, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζει τον σύνδεσμο μεταξύ της Επιτροπής και των λοιπών συμβαλλομένων. Οι τελευταίες και ο συντονιστής όφειλαν να ορίσουν το πρόσωπο ή τα πρόσωπα μεταξύ των υπαλλήλων τους, τα επιφορτισμένα με τη διαχείριση και τη διεύθυνση του σχεδίου. Σε περίπτωση αναθέσεως των καθηκόντων αυτών σε τρίτον, ήταν αναγκαία η γραπτή έγκριση της Επιτροπής. Οποιαδήποτε τροποποίηση αφορώσα την κυριότητα ή τον έλεγχο εκ μέρους των συμβαλλομένων ενός θυγατρικού νομικού προσώπου (affiliate) ή ενός μέλους εταιρίας έπρεπε αμέσως να ανακοινωθεί στην Επιτροπή.

6.
    Το άρθρο 3 του παραρτήματος ΙΙ προέβλεπε την περίπτωση της συμμετοχής τρίτων στην εκτέλεση της συμβάσεως μέσω της συνάψεως συμβάσεων υπεργολαβίας ή συνδεδεμένων συμβάσεων. .σον αφορά τις συμφωνίες που συνάπτονται με θυγατρικά νομικά πρόσωπα, έννοια υποδεικνύουσα, κυρίως, τις ελεγχόμενες από μια των συμβαλλομένων εταιριών μονάδες, το άρθρο 3.2 επέβαλε στους συμβαλλόμενους την υποχρέωση να τις ανακοινώνουν στην Επιτροπή. .γκριση εκ μέρους της τελευταίας δεν ήταν αναγκαία για τις συμφωνίες που δεν έθιγαν τους όρους υπό τους οποίους είχαν συναφθεί οι συμβάσεις χρηματοδοτήσεως.

7.
    Το άρθρο 18 του παραρτήματος ΙΙ, με τίτλο «Οικονομική διαχείριση», όριζε ως επιλέξιμες, στο πλαίσιο των δύο συμβάσεων χρηματοδοτήσεως, τις αναγκαίες για το σχέδιο δαπάνες, οι οποίες πράγματι έγιναν, αιτιολογήθηκαν προσηκόντως και αναλήφθηκαν κατά τη διάρκεια της συμβατικής περιόδου.

8.
    Σύμφωνα με το άρθρο 7 του ιδίου παραρτήματος ΙΙ, η αποκλειστική αρμοδιότητα για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής και των συμβαλλομένων εταιριών σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή και την ερμηνεία των δύο συμβάσεων ανατίθεται στο Πρωτοδικείο και, σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκων μέσων, στο Δικαστήριο.

9.
    Με έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 1997, απευθυνθέν στην Επιτροπή, ο David, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της IAMA International, γνωστοποίησε τη μεταφορά όλων των συμβουλευτικών δραστηριοτήτων της τελευταίας στην IAMA Consulting Srl (στο εξής: προσφεύγουσα ή IAMA Consulting). Η μεταφορά αυτή ήταν η συνέπεια των αλλαγών που επήλθαν στη δομή του διευθυνομένου από την IAMA International ομίλου, με σκοπό να μετατραπεί η τελευταία σε holding (ελέγχουσα εταιρία) με τη μεταφορά στις λοιπές εταιρίες του ομίλου του συνόλου του λειτουργικού τομέα. Στο εν λόγω έγγραφο, ο David εξηγούσε επίσης ότι, αν και οι συμβάσεις REGIS και Refiag είχαν συναφθεί από την IAMA International, όλες οι εργασίες έρευνας που συνδέονται με τις συμβάσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν από την IAMA Consulting. Η κατάσταση αυτή συνεπαγόταν τη μεταφορά των χρηματοδοτήσεων της Επιτροπής στην IAMA Consulting, μέσω λογαριασμών υποκειμένων στον φόρο προστιθεμένης αξίας. Επειδή η ανάκτηση του φόρου αυτού αποδείχθηκε ιδιαίτερα δυσχερής, ο David ζητούσε από την Επιτροπή να μπορεί να αντικαταστήσει την IAMA Consulting διά της IAMA International για την εκτέλεση των προβλεπομένων από τις συμβάσεις REGIS και Refiag σχεδίων.

10.
    Του προαναφερθέντος εγγράφου είχε προηγηθεί επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου 1997, αναφερόμενη μόνο στη σύμβαση REGIS, με την οποία ο David ζητούσε την άδεια από την Επιτροπή να ορίσει την IAMA Consulting στη θέση της IAMA International ως κύρια συμβαλλομένη.

11.
    Με έγγραφο της 8ης Μα.ου 1998, απευθυνόμενο στην Επιτροπή, η προσφεύγουσα ανακοίνωσε τα έγγραφα που ήταν αναγκαία για να οριστεί αυτή ως νέο συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση REGIS. Υπήρχε αίτημα η αντικατάσταση αυτή να αρχίσει να ισχύει από την 1η Νοεμβρίου 1997.

12.
    Για να προετοιμάσει μια συμπληρωματική σύμβαση στη σύμβαση Refiag, η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα, στις 24 Ιουνίου 1998, ηλεκτρονική επιστολή ζητώντας της να διευκρινίσει την ημερομηνία από την οποία η IAMA Consulting είχε αντικαταστήσει την IAMA International.

13.
    Με ηλεκτρονική επιστολή της 29ης Ιουνίου 1998, η προσφεύγουσα απάντησε ότι η αντικατάσταση αυτή είχε αρχίσει να ισχύει από την 1η Νοεμβρίου 1997.

14.
    Η Επιτροπή επεξεργάστηκε, επομένως, ένα σχέδιο συμπληρωματικής συμβάσεως στη σύμβαση Refiag, που υποβλήθηκε στην προσφεύγουσα για έγκριση. Το άρθρο 2.1 του σχεδίου αυτού καθόριζε την 1η Νοεμβρίου 1997 ως ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της αλλαγής συμβαλλομένου μέρους.

15.
    Στις 28 Οκτωβρίου 1998 η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή τέσσερα πρωτότυπα αντίτυπα της εν λόγω συμπληρωματικής συμβάσεως προσηκόντως υπογεγραμμένα. Το συνοδευτικό έγγραφο διευκρίνιζε ότι δεν είχε επέλθει σ' αυτήν καμία αλλαγή. Η Επιτροπή υπέγραψε τη συμπληρωματική σύμβαση της συμβάσεως Refiag στις 18 Δεκεμβρίου 1998.

16.
    Στη σύμβαση Regis δεν επήλθε καμία τροποποίηση, παρά το διατυπωθέν προς την κατεύθυνση αυτή αίτημα της προσφεύγουσας με τις από 26 Σεπτεμβρίου 1997 και 8 Μα.ου 1998 επιστολές της.

17.
    Σε εκτέλεση των συμβάσεων, η Επιτροπή κατέβαλε ποσό 1 357 216 782 ιταλικών λιρών (ITL), δηλαδή 700 944 ευρώ, για το σχέδιο REGIS και 1 041 774 438 ITL, δηλαδή 538 032 ευρώ, για το σχέδιο Refiag.

18.
    Κάνοντας χρήση του δικαιώματος που της αναγνώριζε το άρθρο 24 των συμβάσεων REGIS και Refiag, η Επιτροπή αποφάσισε να προβεί σε λογιστικούς ελέγχους σχετικά με τα στοιχεία εξόδων που υπέβαλαν οι συμβαλλόμενες εταιρίες. Η αποστολή αυτή ανατέθηκε στην εταιρία λογιστικού ελέγχου GDA Revisori Indipendenti.

19.
    .σον αφορά τη σύμβαση Refiag, η έκθεση λογιστικού ελέγχου τονίζει ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της ενάρξεως του σχεδίου και της 31ης Οκτωβρίου 1997, τα έξοδα που επικαλέστηκε η IAMA International τα είχε φέρει εξ ολοκλήρου η IAMA Consulting, η οποία, κατά τον χρόνο αυτό, δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος της συμβάσεως, δεδομένου ότι αντικατέστησε την IAMA International μόλις από την 1η Νοεμβρίου 1997. Η έκθεση διευκρινίζει ότι τα έξοδα αυτά μόνο εν μέρει χρεώθηκαν στην IAMA International και συνάγει εξ αυτού ότι μόνον τα τελευταία είναι δυνατόν να θεωρηθούν ότι μπορούν να επιστραφούν.

20.
    .σον αφορά τη σύμβαση REGIS, η έκθεση λογιστικού ελέγχου, αφού επισήμανε την απουσία τροποποιήσεως που να ορίζει την IAMA Consulting ως νέο συμβαλλόμενο μέρος, αντί της IAMA International, θεωρεί ότι μπορούν να επιστραφούν μόνον τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η IAMA Consulting και τα οποία χρεώθηκαν στην IAMA International.

21.
    Βασιζόμενη στην έκθεση λογιστικού ελέγχου, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα με έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2001 ότι, όσον αφορά τη σύμβαση Refiag, θα θεωρηθούν επιλέξιμες, για την περίοδο από 1ης Νοεμβρίου 1996 έως 31 Οκτωβρίου 1997, μόνον οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η IAMA International και, για την περίοδο από 1ης Νοεμβρίου 1997 έως 31 Οκτωβρίου 1998, μόνον οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η IAMA Consulting.

22.
    Στο ίδιο αυτό έγγραφο, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι, όσον αφορά τη σύμβαση REGIS, η απουσία τροποποιήσεως που να αναφέρεται στην αντικατάσταση της IAMA International από την προσφεύγουσα έπρεπε να καταλογιστεί σε δική της αδράνεια. Συνεπώς, πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι, ακόμη και εν απουσία συμπληρωματικής συμβάσεως, η αντικατάσταση αυτή θα θεωρηθεί ότι άρχισε να ισχύει από την ημερομηνία που αναφέρεται στο έγγραφο της προσφεύγουσας της 8ης Μα.ου 1998, δηλαδή από την 1η Νοεμβρίου 1997. Συναφώς, η Επιτροπή, απομακρυνόμενη από τα συμπεράσματα της εκθέσεως λογιστικού ελέγχου, διευκρίνισε ότι θεωρούσε επιλέξιμες, για την περίοδο από 1ης Μα.ου 1996 έως 31 Οκτωβρίου 1997, μόνον τις δαπάνες στις οποίες είχε υποβληθεί η IAMA International και, για την περίοδο από 1ης Νοεμβρίου 1997 έως 23 Ιουλίου 1998, μόνον εκείνες στις οποίες είχε υποβληθεί η IAMA Consulting.

23.
    Με έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2001 απευθυνόμενο στην προσφεύγουσα, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα που περιελάμβανε το έγγραφό της της 12ης Φεβρουαρίου 2001 και ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι θα προέβαινε στην είσπραξη των ποσών που είχαν καταβληθεί στο πλαίσιο των σχεδίων REGIS και Refiag, στο μέτρο που τα τελευταία υπερέβαιναν τις επιλέξιμες δαπάνες.

24.
    Με τηλεομοιοτυπία της 8ης Μαρτίου 2001, η προσφεύγουσα διαφώνησε με τα συμπεράσματα της Επιτροπής και ζήτησε από την τελευταία να αναγνωρίσει, τόσο για τη σύμβαση REGIS όσο και για τη σύμβαση Refiag, την επιλεξιμότητα των δαπανών στις οποίες είχε υποβληθεί η IAMA Consulting από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος των συμβάσεων.

25.
    Με συστημένη επιστολή της 5ης Απριλίου 2001, αναφερόμενη μόνο στη σύμβαση Refiag, η Επιτροπή απάντησε στην προσφεύγουσα ότι, ελλείψει εγγράφων που να αποδεικνύουν ότι η τροποποίηση της συναφθείσας τον Δεκέμβριο 1998 συμβάσεως περιείχε σφάλμα ως προς την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να ισχύει η αντικατάσταση της IAMA International από την IAMA Consulting, καμία τροποποίηση σε σχέση με τα συμπεράσματα που περιελάμβαναν οι επιστολές της της 12ης και της 21ης Φεβρουαρίου 2001 δεν προβλεπόταν.

26.
    Με τηλεομοιοτυπία της 9ης Απριλίου 2001, η προσφεύγουσα ενημέρωσε την Επιτροπή ότι, δεδομένου ότι δεν έλαβε απάντηση ως προς τη σύμβαση REGIS, θεωρούσε ότι, προκειμένου για την τελευταία αυτή σύμβαση, το αίτημά της της 5ης Απριλίου 2001, που αποσκοπούσε στην εκ μέρους της Επιτροπής αναγνώριση του επιλέξιμου χαρακτήρα των δαπανών στις οποίες είχε υποβληθεί η IAMA Consulting, είχε γίνει σιωπηρώς δεκτό. .σον αφορά τη σύμβαση Refiag, η προσφεύγουσα επανέλαβε το αίτημά της περί αναθεωρήσεως των συμπερασμάτων που περιελάμβαναν τα έγγραφα της Επιτροπής της 12ης και 21ης Φεβρουαρίου 2001.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

27.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Απριλίου 2001, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

28.
    Στις 17 Ιουλίου 2001, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου το υπόμνημά της αντικρούσεως, με το οποίο άσκησε ανταγωγή.

29.
    Βάσει των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, οι διάδικοι κλήθηκαν να απαντήσουν σε γραπτή ερώτηση που έθεσε το Πρωτοδικείο. Σύμφωνα με το άρθρο 78 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κλήθηκαν επίσης να διατυπώσουν την άποψή τους επί ενδεχομένης αναστολής της διαδικασίας κατ' εφαρμογήν των άρθρων 54 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και 77, στοιχείο α´, του Κανονισμού Διαδικασίας. Ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα αυτά εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

30.
    Με το δικόγραφό της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    κυρίως, να ακυρώσει τις πράξεις που περιλαμβάνονται στις επιστολές της Επιτροπής της 12ης και 21ης Φεβρουαρίου 2001, στο μέτρο που δεν δέχονται τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου από 1ης Μα.ου 1996 έως 31 Οκτωβρίου 1997, όσον αφορά τη σύμβαση REGIS, και από 1ης Νοεμβρίου 1996 έως 31 Οκτωβρίου 1997 όσον αφορά τη σύμβαση Refiag·

-    επικουρικώς, αφού θεωρήσει την Επιτροπή ως αλληλέγγυα υπεύθυνη για την ενδεχομένως πλημμελή εκτέλεση της συμβάσεως, να επανεξετάσει τα ποσά που περιλαμβάνονται στην απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2001, μειώνοντας αυτά που αφορούν έξοδα που δεν αναγνωρίστηκαν ως επιλέξιμα επί ζημία της προσφεύγουσας, έως ένα ποσό που δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 600 εκατομμυρίων ITL, του ακριβούς ποσού της μειώσεως προσδιοριζομένου από το Πρωτοδικείο κατά δίκαιη κρίση·

-    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να απορρίψει τα κύρια αιτήματα της προσφεύγουσας ως απαράδεκτα ή αβάσιμα·

-    να απορρίψει τα επικουρικά αιτήματα της προσφεύγουσας ως αβάσιμα·

-    ανταγωγικώς, να κρίνει ότι η προσφεύγουσα υποχρεούται να καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό των 1 099 405 866 ITL δηλαδή 567 796 ευρώ·

-    ανταγωγικώς, να καταδικάσει την προσφεύγουσα στην πληρωμή του εν λόγω ποσού, αυξημένου κατά τους τόκους υπερημερίας δυνάμει του άρθρου 94 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΚ) 3418/93 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του δημοσιονομικού κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977 (ΕΕ L 315, σ. 1), ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 357, σ. 1)·

-    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

32.
     Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

-    να απορρίψει την ανταγωγή της Επιτροπής ως απαράδεκτη·

-    να κάνει δεκτά τα αιτήματα που η προσφεύγουσα διατύπωσε στο δικόγραφο προσφυγής της.

Σκεπτικό

33.
    Σύμφωνα με το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 114, παράγραφοι 3 και 4, του ίδιου κανονισμού, μπορεί οποτεδήποτε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγους δημόσιας τάξεως (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T-100/94, Μιχαηλίδης κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-3115, σκέψη 49, και της 25ης Οκτωβρίου 2001, T-354/00, M 6 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-3177, σκέψη 27, και της 10ης Ιουλίου 2002, T-387/00, Comitato organizzatore del convegno internazionale κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. II-3031, σκέψη 36· απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 1998, T-174/95, Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-2289, σκέψη 80).

34.
    Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτισθεί από τα στοιχεία της δικογραφίας και αποφασίζει, κατ' εφαρμογήν του άρθρου αυτού, να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

35.
    Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους προς στήριξη της προσφυγής της. Οι δύο πρώτοι λόγοι αντλούνται από την παράβαση και την εσφαλμένη εφαρμογή, αντιστοίχως, των άρθρων 1362, 1366, 1368, 1370, 1374 και 1375 του ιταλικού αστικού κώδικα. Ο τρίτος λόγος βασίζεται σε κατάχρηση εξουσίας και ο τέταρτος λόγος σε έλλειψη αιτιολογίας από την οποία πάσχουν οι πράξεις που περιλαμβάνονται στις επιστολές της Επιτροπής της 12ης και 21ης Φεβρουαρίου 2001.

36.
    Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή ασκεί ανταγωγή με την οποία ζητεί από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την προσφεύγουσα στην επιστροφή του τμήματος της χρηματοδοτήσεως που χορηγήθηκε για την εκτέλεση των προαναφερθέντων σχεδίων, που αντιστοιχεί με το ποσό των δαπανών που αναγνωρίστηκαν ως μη επιλέξιμες. Ειδικότερα, ζητεί την επιστροφή, αφενός, 913 874 209 ITL, που αντιστοιχούν με τα ποσά των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, όσον αφορά τις δύο συμβάσεις, κατά τη διάρκεια της πριν από την 1η Νοεμβρίου 1997 περιόδου και, αφετέρου, των ποσών, που ανέρχονται συνολικώς σε 185 531 657 ITL, που απορρέουν από τις διορθώσεις που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν του λογιστικού ελέγχου που ζήτησε η καθής όσον αφορά τα επιλέξιμα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα.

Επί του παραδεκτού και επί της αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου

Επιχειρήματα των διαδίκων

37.
    Η καθής παρατηρεί ότι οι επιστολές της 12ης και της 21ης Φεβρουαρίου 2001, με τις οποίες πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι ένα μέρος των δαπανών της δεν θα επιστρεφόταν, διέπονται από τη συμβατική φύση των σχέσεων μεταξύ της προσφεύγουσας και της Επιτροπής και δεν συνιστούν επομένως πράξεις των οποίων η ακύρωση επιφυλάσσεται από το άρθρο 230, παράγραφος 4, ΕΚ, στην αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή. Συγκεκριμένα, αν, όπως εν προκειμένω, ο κοινοτικός δικαστής καλείται να κρίνει μια διαφορά δυνάμει ρήτρας διαιτησίας περιλαμβανομένης σε σύμβαση συναφθείσα από ένα θεσμικό όργανο, η αρμοδιότητά του δεν απορρέει από το άρθρο 230 ΕΚ, που αφορά την ακύρωση διοικητικής πράξεως για ειδικά ελαττώματα, όπως η παράβαση του κανόνα δικαίου ή η κατάχρηση εξουσίας. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, τα κύρια αιτήματα της προσφεύγουσας, καθόσον τείνουν στην ακύρωση πράξεων που εμπίπτουν στο ιδιωτικό δίκαιο, πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτα.

38.
    .σον αφορά την ανταγωγή, η Επιτροπή, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, ισχυρίζεται ότι η αρμοδιότητα του τελευταίου για να επιληφθεί της εν λόγω ανταγωγής απορρέει από την αρμοδιότητά του ως προς την εκδίκαση της προσφυγής.

39.
    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι επίδικες συμβάσεις έχουν πτυχές δημοσίου δικαίου, που δεν απορρέουν μόνον από τη φύση ενός από τους συμβαλλομένους, δηλαδή την Επιτροπή, αλλά επίσης από το γεγονός ότι η τελευταία επιδιώκει, χρησιμοποιώντας το ιδιωτικό δίκαιο, σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς, κατά την προσφεύγουσα, σε μια κατάσταση όπως η προκειμένη, η Επιτροπή έχει, στο πλαίσιο της αυτής συμβατικής νομικής σχέσεως, προνόμια που απορρέουν τόσο από τη νομοθεσία των διαδίκων όσο και από τη διακριτική της ευχέρεια. .μως, η άσκηση των διαφόρων αυτών προνομίων υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο, ο οποίος πρέπει να αποσκοπεί στην εκτίμηση της συμφωνίας αυτών προς τις αρχές ιδιωτικού και διοικητικού δικαίου που εφαρμόζονται εν προκειμένω.

40.
    .σον αφορά την ανταγωγή που άσκησε η Επιτροπή, η προσφεύγουσα ζητεί να κριθεί απαράδεκτη.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

41.
    Κατά την έννοια του άρθρου 238 ΕΚ, ο κοινοτικός δικαστής είναι αρμόδιος να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία συνάπτεται από την Κοινότητα ή για λογαριασμό της.

42.
    Η αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου να κρίνει μια διαφορά που απορρέει από σύμβαση στην οποία η Κοινότητα είναι συμβαλλόμενο μέρος βασίζεται στην προαναφερθείσα διάταξη και στη ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στην εν λόγω σύμβαση.

43.
    Εν προκειμένω, το άρθρο 7 του παραρτήματος ΙΙ των επίδικων συμβάσεων ορίζει ότι «το Πρωτοδικείο [...] και, σε περίπτωση εφέσεως, το Δικαστήριο [...] έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για να κρίνουν οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της Επιτροπής και των συμβαλλομένων εταιριών ως προς το κύρος, την εφαρμογή και την ερμηνεία της παρούσας συμβάσεως».

44.
    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παρούσα διαφορά αφορά την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων των επίδικων συμβάσεων, σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη συμμετοχή τρίτων στην εκτέλεση των υποχρεώσεων που βαρύνουν τους αντισυμβαλλομένους και τον επιλέξιμο χαρακτήρα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι εν λόγω τρίτοι. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι, λόγω των σχέσεων που αυτή είχε με την Επιτροπή από της συνάψεως των οικείων συμβάσεων, η θέση της ήταν, από την αρχή, η θέση ενός αντισυμβαλλομένου.

45.
    Παρά το συμβατικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η νομική σχέση που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαφοράς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο στην πραγματικότητα δεν επελήφθη, κατά κύριο λόγο, αιτήσεως βασιζομένης στο άρθρο 238 ΕΚ, αλλά προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ.

46.
    Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει σαφώς από την εξέταση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της προσφεύγουσας.

47.
    Πράγματι, η προσφεύγουσα χαρακτηρίζει την προσφυγή της ως προσφυγή ακυρώσεως και διατυπώνει, κυρίως, αιτήματα που αποσκοπούν να κρίνει το Πρωτοδικείο παράνομες και, συνεπώς, να ακυρώσει τις πράξεις που φέρονται ως περιλαμβανόμενες στις επιστολές της Επιτροπής της 12ης και της 21ης Φεβρουαρίου 2001, με τις οποίες η τελευταία ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι μέρος των δαπανών στις οποίες αυτή υποβλήθηκε δεν αναγνωρίζονταν ως επιλέξιμες για την οικεία κοινοτική χρηματοδότηση. Επομένως, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας όσον αφορά πράξεις θεσμικού οργάνου, οι οποίες, ενώ εντάσσονται σε συμβατικό πλαίσιο, κατά την προσφεύγουσα, είναι διοικητικής φύσεως. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, η προσφεύγουσα αναπτύσσει ισχυρισμούς που αποσκοπούν να διαπιστωθεί ότι οι οικείες πράξεις πάσχουν από ελαττώματα που είναι χαρακτηριστικά των διοικητικών πράξεων, όπως είναι η παράβαση του κανόνα δικαίου, η κατάχρηση εξουσίας και η έλλειψη αιτιολογίας.

48.
    Στο υπόμνημά της απαντήσεως, αναπτύσσοντας τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά της και απαντώντας στους περί απαραδέκτου ισχυρισμούς της Επιτροπής, η προσφεύγουσα επιμένει στη διοικητική φύση των προσβαλλομένων πράξεων, που αυτή συνάγει, αφενός, από την ταυτότητα του δημιουργού τους, ο οποίος ενεργούσε, αν και σε συμβατικό πλαίσιο, ως δημόσια εξουσία, και, αφετέρου, από τους σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει το καθού θεσμικό όργανο, μέσω της συνάψεως των επίδικων συμβάσεων. Επί τη βάσει αυτή, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει τα αιτήματά της ακυρώσεως.

49.
    Τέλος, όσον αφορά την ασκηθείσα από την Επιτροπή ανταγωγή, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είναι απαράδεκτη, κυρίως, διότι επιδιώκει να επιτύχει την εκ μέρους του Πρωτοδικείου καταδίκη της προσφεύγουσας στην πληρωμή ποσών τα οποία η Επιτροπή, αν υποτεθεί ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις αποδεικνύονται ότι εκδόθηκαν κανονικώς, θα μπορούσε να ζητήσει αυτοτελώς εκδίδοντας έναντι της προσφεύγουσας εκτελεστή απόφαση.

50.
    .μως, η θέση της προσφεύγουσας, που συνιστά τη βάση του αιτήματός της ακυρώσεως, σύμφωνα με την οποία οι επιστολές της Επιτροπής της 12ης και της 21ης Φεβρουαρίου 2001 είχαν τον χαρακτήρα διοικητικών πράξεων, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

51.
    Πράγματι, κανένα στοιχείο στις επιστολές αυτές δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή ενήργησε, εν προκειμένω, κάνοντας χρήση των προνομίων της δημοσίας εξουσίας, Με τις εν λόγω επιστολές, το καθού θεσμικό όργανο, κατ' ουσίαν, περιορίστηκε, βάσει της ερμηνείας των πραγματικών περιστατικών και των συναφών διατάξεων των επίδικων συμβάσεων, να ανακοινώσει στην προσφεύγουσα τη θέση της ως προς τον επιλέξιμο χαρακτήρα μέρους των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε η τελευταία. Ενεργώντας έτσι, η Επιτροπή ενήργησε μόνο στο πλαίσιο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις επίδικες συμβάσεις. Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση λόγω της διαπιστώσεως ότι οι επιδιωκόμενοι από την Επιτροπή σκοποί, μέσω της συνάψεως των εν λόγω συμβάσεων, συμμετέχουν στην γενικού συμφέροντος αποστολή που της έχει ανατεθεί στο πλαίσιο του προγράμματος Esprit.

52.
    Επομένως, οι εν λόγω δύο επιστολές ουδόλως συμμετέχουν στην άσκηση των προνομίων δημοσίας εξουσίας της Επιτροπής, ούτως ώστε, όπως η τελευταία ορθώς τονίζει, ούτε οι επιστολές αυτές ούτε οι πράξεις που, ενδεχομένως, θα εξέδιδε μεταγενεστέρως, προκειμένου να εισπράξει τα ποσά που αντιστοιχούν στις δαπάνες που αυτή έκρινε ότι δεν καλύπτονταν από τις χορηγηθείσες χρηματοδοτήσεις, θα μπορούσαν, αντίθετα προς αυτά που υποστηρίζει η προσφεύγουσα, να είναι εκτελεστές.

53.
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι επιστολές της Επιτροπής, που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, εντάσσονται σε ένα καθαρά συμβατικό πλαίσιο, από το οποίο δεν μπορούν να διαχωριστούν, και ότι, από την ίδια τη φύση τους, δεν περιλαμβάνονται στις πράξεις που αφορά το άρθρο 249 ΕΚ, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί από τον κοινοτικό δικαστή σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, διατάξεις του Πρωτοδικείου της 3ης Οκτωβρίου 1997, T-186/96, Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1633, σκέψεις 50 και 51, και της 9ης Ιανουαρίου 2001, T-149/00, Innova κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1, σκέψη 28).

54.
    Συνεπώς, τα κύρια αιτήματα της προσφεύγουσας, στο μέτρο που αποσκοπούν στην ακύρωση πράξεων με καθαρά συμβατική φύση, δεν μπορούν να θεωρηθούν παραδεκτά.

55.
    Επομένως, τα κύρια αιτήματα της προσφεύγουσας πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτα.

56.
    Με τα επικουρικά της αιτήματα, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο, στην περίπτωση που δεν γίνει δεκτό το κύριο αίτημα, να διαπιστώσει «ότι η Επιτροπή είναι αλληλεγγύως υπεύθυνη για την ενδεχομένως εσφαλμένη εκτέλεση της συμβάσεως» και, επί τη βάσει αυτή, να «επανεξετάσει τα ποσά που περιλαμβάνονται στην απόφαση [της Επιτροπής] της 21ης Φεβρουαρίου 2001, μειώνοντας αυτά [που αφορούν έξοδα τα οποία δεν] αναγνωρίστηκαν [ως επιλέξιμα] επί ζημία της IAMA Consulting Srl, έως ένα ποσό που δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 600 εκατομμυρίων ITL, του ακριβού ποσού της μειώσεως προσδιοριζομένου από το Πρωτοδικείο κατά δίκαιη κρίση».

57.
    Διαπιστώνεται ότι το γράμμα των επικουρικών αιτημάτων της προσφεύγουσας, επαναληφθέν πιο πάνω, δεν επιτρέπει στο Πρωτοδικείο να κατανοήσει το ακριβές περιεχόμενο της προσφυγής της οποίας έχει επιληφθεί.

58.
    Πρέπει συναφώς να υπομνηστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, του Κανονισμού Διαδικασίας, το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων. Ανεξαρτήτως οποιουδήποτε ζητήματος ορολογίας, η έκθεση αυτή πρέπει να είναι επαρκώς σαφής και ακριβής για να καθιστά δυνατό στον καθού διάδικο να ετοιμάσει την άμυνά του και στο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο (διάταξη του Πρωτοδικείου της 28ης Μαρτίου 1994, T-515/93, B κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-115 και II-379, σκέψη 12). Για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, πρέπει, για να είναι παραδεκτά τα αιτήματα, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτά στηρίζονται να προκύπτουν τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το κείμενο του ιδίου του δικογράφου (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-347/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1990, σ. I-4747, σκέψη 28, και της 31ης Μαρτίου 1992, C-52/90, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1992, σ. I-2187, σκέψεις 17 επ.· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, T-387/94, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-961, σκέψη 106· της 29ης Ιανουαρίου 1998, T-113/96, Dubois et Fils κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-125, σκέψη 29, και της 15ης Ιουνίου 1999, T-277/97, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1999, σ. II-1825, σκέψη 29).

59.
    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πέραν της απλής αναφοράς των επικουρικών αιτημάτων, ούτε το δικόγραφο ούτε εξάλλου το υπόμνημα απαντήσεως περιέχουν το ελάχιστο στοιχείο που να καθιστά δυνατό να εκτιμηθεί επί ποίων λόγων στηρίζει η προσφεύγουσα τα αιτήματα αυτά και να γίνει αντιληπτό πώς αυτά μπορούν να υποστηριχθούν. Ειδικότερα, ούτε το γράμμα των εν λόγω αιτημάτων ούτε τα διαδικαστικά έγγραφα της προσφεύγουσας επιτρέπουν να καθοριστεί αν το αίτημα αναθεωρήσεως των ποσών που θεωρήθηκαν από την Επιτροπή μη επιλέξιμα για την κοινοτική χρηματοδότηση έχει έρεισμα στις επίδικες συμβάσεις ή σε εσφαλμένη συμπεριφορά της Επιτροπής, δυναμένη να θέσει θέμα εξωσυμβατικής ευθύνης των Κοινοτήτων.

60.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα επικουρικά αιτήματα της προσφεύγουσας στερούνται σαφήνειας και ακρίβειας που είναι αναγκαίες για να μπορεί το Πρωτοδικείο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο. Επομένως, πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτα.

61.
    Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη στο σύνολό της.

62.
    .σον αφορά την ανταγωγή της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο κρίνει, βάσει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρο 225, παράγραφος 1, ΕΚ, και 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ότι δεν είναι αρμόδιο, υπό τις παρούσες συνθήκες, για να την εξετάσει και αποφασίζει, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 54, παράγραφος 2, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, να την παραπέμψει στο τελευταίο.

Επί των δικαστικών εξόδων

63.
    Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, η προσφεύγουσα ηττήθηκε και ότι η Επιτροπή διατύπωσε σχετικό αίτημα, η προσφεύγουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

διατάσσει:

1)    Τα κύρια και τα επικουρικά αιτήματα της προσφεύγουσας απορρίπτονται ως απαράδεκτα.

2)    Η ανταγωγή της Επιτροπής παραπέμπεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

3)    Η προσφεύγουσα καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 25 Νοεμβρίου 2003.

Ο Γραμματέας

Η Πρόεδρος

H. Jung

V. Tiili


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.