Language of document : ECLI:EU:T:2012:430

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑133/08, T‑134/08, T‑177/08 και T‑242/09

Ralf Schräder

κατά

Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ)

«Φυτικές ποικιλίες — Απόφαση για αυτεπάγγελτη προσαρμογή της επίσημης περιγραφής της ποικιλίας LEMON SYMPHONY — Αίτημα εκπτώσεως από το χορηγηθέν κοινοτικό δικαίωμα επί της ποικιλίας LEMON SYMPHONY — Αίτημα ανακλήσεως του χορηγηθέντος κοινοτικού δικαιώματος επί της ποικιλίας LEMON SYMPHONY — Αίτηση για χορήγηση κοινοτικού δικαιώματος επί της ποικιλίας SUMOST 01 — Κλήτευση στην προφορική διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΚΓΦΠ — Προθεσμίες κλητεύσεως τουλάχιστον ενός μηνός»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 18ης Σεπτεμβρίου 2012

1.      Ένδικη διαδικασία — Προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου — Δυνατότητα απορρίψεως της προσφυγής επί της ουσίας χωρίς να ληφθεί προηγουμένως απόφαση επί της προβληθείσας από τον καθού ενστάσεως απαραδέκτου

2.      Γεωργία — Ενιαίες νομοθεσίες — Δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών — Απόφαση περί παραχωρήσεως ή περί μη παραχωρήσεως του δικαιώματος — Διαδικασία προσφυγής — Αρμοδιότητα του τμήματος προσφυγών — Έκταση

(Κανονισμός 2100/94 του Συμβουλίου, άρθρα 7, 10, 20 § 1, στοιχείο α΄, 54 και 55)

3.      Γεωργία — Ενιαίες νομοθεσίες — Δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών — Κίνηση διαδικασίας ανακλήσεως κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας κατ’ αίτηση ενδιαφερομένου — Διαδικασία προσφυγής κατ’ αποφάσεως του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών — Βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός 2100/94 του Συμβουλίου, άρθρα 20, 76 και 81)

4.      Γεωργία — Ενιαίες νομοθεσίες — Δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή κατ’ αποφάσεως του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών ενώπιον του τμήματος προσφυγών — Διεξαγωγή αποδείξεων — Αίτηση διαδίκου — Προϋποθέσεις παραδεκτού

5.      Γεωργία — Ενιαίες νομοθεσίες — Δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών — Απόφαση περί παραχωρήσεως ή περί μη παραχωρήσεως του δικαιώματος — Διαδικασία προσφυγής — Απόφαση του τμήματος προσφυγών του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός 2100/94 του Συμβουλίου)

6.      Γεωργία — Ενιαίες νομοθεσίες — Δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών — Απόφαση περί παραχωρήσεως ή περί μη παραχωρήσεως του δικαιώματος — Υποχρέωση των οργάνων του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών να εξακριβώνουν την ορθότητα των κοινώς γνωστών πραγματικών περιστατικών — Δεν υφίσταται — Αμφισβήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου — Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου του πασίδηλου χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως

7.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως — Περιεχόμενο — Ανάγκη ακροάσεως των διαδίκων ως προς το κάθε σημείο της νομικής εκτιμήσεως — Δεν συντρέχει

(Κανονισμός 2100/94 του Συμβουλίου, άρθρο 75)

8.      Ένδικη διαδικασία — Προφορική διαδικασία — Πρακτικά της συνεδριάσεως — Απαραίτητα στοιχεία — Καταγραφή από τον γραμματέα των δηλώσεων των διαδίκων

(Κανονισμός 2100/94 του Συμβουλίου· κανονισμός 1239/95 της Επιτροπής, άρθρο 63 §§ 1 και 2)

9.      Ένδικη διαδικασία — Προφορική διαδικασία — Προθεσμία κλητεύσεως

(Κανονισμός 2100/94 του Συμβουλίου· κανονισμός 1239/95 της Επιτροπής, άρθρο 59 § 1, δεύτερη περίοδος)

10.    Γεωργία — Ενιαίες νομοθεσίες — Δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών — Κανονισμοί 2100/94 και 1239/95 — Διαδικασία προσφυγής — Μη τήρηση της ελάχιστης προθεσμίας κλητεύσεως — Ουσιώδες ελάττωμα της διαδικασίας που συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών

(Κανονισμός 2100/94 του Συμβουλίου· κανονισμός 1239/95 της Επιτροπής, άρθρο 59)

11.    Γεωργία — Ενιαίες νομοθεσίες — Δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης — Δυνατότητα του Γενικού Δικαστηρίου να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση — Όρια

(Κανονισμός 2100/94 του Συμβουλίου, άρθρο 73 § 3)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 103)

2.      Στο πλαίσιο διαδικασίας προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) κατ’ αποφάσεως του ΚΓΦΠ με την οποία το τελευταίο αρνείται να ανακαλέσει, κατόπιν αιτήσεως ενός ενδιαφερομένου μέρους, κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας, το ως άνω τμήμα προσφυγών δεν οφείλει να προβεί στην κατά το άρθρο 54 ουσιαστική εξέταση ή στην τεχνική εξέταση του άρθρου 55 του κανονισμού 2100/94, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, ούτε καν να αποφανθεί επί της νομιμότητας μιας τέτοιας εξετάσεως που διενεργήθηκε από το ΚΓΦΠ στο πλαίσιο αιτήσεως κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικών ποικιλιών.

Το τμήμα προσφυγών πρέπει απλώς και μόνο να αποφανθεί, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, επί της νομιμότητας αποφάσεως του ΚΓΦΠ που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού, με την οποία το ΚΓΦΠ αρνείται να ανακαλέσει το κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας για τον λόγο ότι δεν έχει «αποδειχθεί» από τον ως άνω ενδιαφερόμενο ότι οι όροι που προβλέπουν τα άρθρα 7 ή 10 του κανονισμού αυτού δεν επληρούντο κατά τον χρόνο της παραχωρήσεως του κοινοτικού δικαιώματος.

(βλ. σκέψεις 126-128)

3.      Από τη στιγμή που μια διαδικασία ανακλήσεως κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας δεν έχει κινηθεί αυτεπαγγέλτως, αλλά κατόπιν αιτήσεως ενδιαφερομένου, ο ως άνω ενδιαφερόμενος φέρει, βάσει των άρθρων 76 και 81 του κανονισμού 2100/94, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 αυτού, το βάρος να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την ανάκληση αυτή.

Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του κανονισμού 2100/94 δεν προκύπτει ότι η διαδικασία ενώπιον του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) έχει αμιγώς ανακριτικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, η αρχή της αυτεπάγγελτης εξετάσεως που διατυπώνεται, όσον αφορά την τεχνική εξέταση, στην πρώτη περίοδο του άρθρου 76 του κανονισμού πρέπει να συμβιβάζεται με τον κανόνα, ο οποίος διατυπώνεται στη δεύτερη περίοδο του ίδιου άρθρου, κατά τον οποίο το ΚΓΦΠ δεν λαμβάνει υπόψη του γεγονότα ή αποδεικτικά στοιχεία που δεν υποβλήθηκαν εντός της προθεσμίας που έθεσε το ΚΓΦΠ. Κατά το μέτρο επομένως που οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή στη διαδικασία προσφυγής κατ’ αποφάσεως του ΚΓΦΠ που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 20 του εν λόγω κανονισμού, με την οποία το ΚΓΦΠ αρνείται να ανακαλέσει το κοινοτικό δικαίωμα το οποίο παραχωρήθηκε για φυτική ποικιλία, απόκειται στον διάδικο που ζητεί την εν λόγω ανάκληση να επικαλεσθεί τα πραγματικά περιστατικά και να παρουσιάσει τα στοιχεία τα οποία, κατά τη γνώμη του, αποδεικνύουν ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 20 του κανονισμού. Όταν το ΚΓΦΠ δεν συμμερίζεται την προσέγγισή του, ο διάδικος αυτός φέρει το βάρος τουλάχιστον της προσκομίσεως συγκεκριμένων και τεκμηριωμένων στοιχείων προς στήριξη των όσων προβάλλει. Ενδεχομένως, τα πράγματα και οι αποδείξεις που επικαλείται κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας το τμήμα προσφυγών επιτρέπεται να συναγάγει ότι τηρήθηκαν οι κανόνες περί του βάρους αποδείξεως. Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών έχει την υποχρέωση να εξετάζει με προσοχή και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως, μεριμνώντας για την τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου και των δικονομικών κανόνων που ισχύουν όσον αφορά το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων.

(βλ. σκέψεις 129, 134-135)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 137)

5.      Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατ’ αποφάσεως του τμήματος προσφυγών του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών, όταν ο προσφεύγων επιδιώκει να εξασφαλίσει από το Γενικό Δικαστήριο μια νέα εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων, πρέπει να γίνεται διάκριση αναλόγως του αν η διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών αποτελούν ή όχι προϊόν σύνθετων εκτιμήσεων που εμπίπτουν στον τομέα της βοτανολογίας ή της γενετικής και προϋποθέτουν πείρα ή ιδιαίτερες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις.

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ο έλεγχος που διενεργείται από το Γενικό Δικαστήριο επ’ αυτής της διαπιστώσεως και εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών είναι ο έλεγχος της πρόδηλης πλάνης. Τέτοια είναι η περίπτωση, παραδείγματος χάριν, της εκτιμήσεως του διακριτού μιας ποικιλίας, βάσει των κριτηρίων του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών.

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αντιθέτως, εφόσον πρόκειται για εκτιμήσεις πραγματικών περιστατικών χωρίς ιδιαίτερη επιστημονική ή τεχνική δυσχέρεια, το Γενικό Δικαστήριο προβαίνει σε ολοκληρωμένο ή πλήρη έλεγχο νομιμότητας.

(βλ. σκέψεις 141-144)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 149)

7.      Κατά το άρθρο 75 του κανονισμού 2100/94, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, οι αποφάσεις του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) συνοδεύονται από το σκεπτικό στο οποίο στηρίζονται, το δε σκεπτικό βασίζεται μόνο σε λόγους και αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους προφορικώς ή γραπτώς.

Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης την εφαρμογή της οποίας από το ΚΓΦΠ επιδιώκει να εξασφαλίσει το άρθρο 75 του προπαρατεθέντος κανονισμού, προϋποθέτει, κατά κανόνα, ότι οι διάδικοι μπόρεσαν να λάβουν θέση επί των πραγματικών περιστατικών και των εγγράφων επί των οποίων πρόκειται να στηριχθεί η δικαστική απόφαση, καθώς και ότι μπόρεσαν να συζητήσουν επί των αποδεικτικών στοιχείων και επί των υποβληθεισών ενώπιον του δικαστή παρατηρήσεων, όπως επίσης επί των λόγων επί των οποίων ο δικαστής πρόκειται να στηρίξει την απόφασή του. Για να τηρηθούν οι σχετικές με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη επιταγές, πρέπει οι διάδικοι να μπορούν να συζητήσουν τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά στοιχεία που έχουν αποφασιστική σημασία για την έκβαση της δίκης.

Με άλλα λόγια, το δικαίωμα αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό ως διασφαλίζον ότι οι διάδικοι δεν βρίσκονται αντιμέτωποι με τελείως απροσδόκητες δικαστικές αποφάσεις. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι ο δικαστής οφείλει να παράσχει στους διαδίκους το δικαίωμα να ακουστούν επί κάθε σημείου της νομικής του εκτιμήσεως πριν από την έκδοση της αποφάσεώς του.

(βλ. σκέψεις 179-181)

8.      Η πρώτιστη λειτουργία των πρακτικών της συνεδριάσεως και της τυχόν αποδεικτικής διαδικασίας η οποία τη συνοδεύει, είτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είτε ενώπιον ενός οιονεί δικαστηρίου, είναι να περιέχουν τα ουσιώδη στοιχεία της προφορικής και της αποδεικτικής διαδικασίας. Δεν πρόκειται επομένως σε καμία περίπτωση για μεταγραφή των όσων ελέχθησαν στη συνεδρίαση, ούτε καν για εξαντλητική έκθεση των λεχθέντων κατά τη συνεδρίαση αυτή, παραθέτουσα λεπτομερώς τις διεξαχθείσες σε αυτήν συζητήσεις.

Περαιτέρω, αποτελεί συνήθη πρακτική, ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, οι ουσιώδεις δηλώσεις των διαδίκων, ήτοι αυτές που μπορεί να έχουν επίπτωση στην έκβαση της διαφοράς, να σημειώνονται από τον γραμματέα στα πρακτικά της συνεδριάσεως είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ αίτηση του δικαστή ή ενός διαδίκου.

(βλ. σκέψεις 190-191)

9.      Σύμφωνα το άρθρο 59, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1239/95, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 2100/94 για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες ενώπιον του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ), οι μετέχοντες στην προφορική διαδικασία και το ΚΓΦΠ είναι ελεύθεροι να συμφωνήσουν για συντομότερη προθεσμία κλητεύσεως από τη μηνιαία προθεσμία την οποία προβλέπει κανονικά η διάταξη αυτή. Η συμφωνία των διαδίκων για συντομότερη προθεσμία πρέπει να είναι βέβαιη, διότι διαφορετικά θα υπήρχε κίνδυνος να θιγεί η αρχή της ασφάλειας δικαίου. Μια τέτοια συμφωνία δεν μπορεί έτσι απλώς να τεκμαίρεται ούτε να συνάγεται εμμέσως από τη συνδρομή ορισμένων συγκεχυμένων ή ασαφών περιστάσεων.

Επιπλέον, η τυπική επίδοση της κλήσεως αποσκοπεί στο να διασφαλίσει την κανονικότητα και τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, η δε τήρηση ενός ελάχιστου χρονικού διαστήματος οφείλει να παράσχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να προετοιμαστούν καταλλήλως για την προφορική διαδικασία. Εφόσον ο κοινοτικός νομοθέτης προέβη σε εκτίμηση σχετικά με το διάστημα που απαιτείται για τον σκοπό αυτό, δεν αποτελεί έργο του τμήματος προσφυγών του ΚΓΦΠ να επανεξετάζει κατά περίπτωση την ως άνω εκτίμηση.

(βλ. σκέψεις 221-222, 235)

10.    Η μη τήρηση από το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ) της προθεσμίας κλητεύσεως τουλάχιστον ενός μηνός που προβλέπεται στο άρθρο 59 του κανονισμού 1239/95, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 2100/94 για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες ενώπιον του ΚΓΦΠ, συνιστά ουσιώδες ελάττωμα της διαδικασίας ικανό να προκαλέσει την ακύρωση αποφάσεως του ΚΓΦΠ, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί επιπλέον ότι η εν λόγω παραβίαση προκάλεσε βλάβη στον προσφεύγοντα. Ειδικότερα, ένα τέτοιο ουσιώδες ελάττωμα της διαδικασίας ομοιάζει προς την παράβαση ουσιώδους τύπου, η οποία συνεπάγεται την ακυρότητα της πράξεως ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες συνέπειες της παραβάσεως.

(βλ. σκέψη 237)

11.    Η εξουσία μεταρρυθμίσεως που αναγνωρίζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 73, παράγραφος 3, του κανονισμού 2100/94 για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών δεν σημαίνει ότι αυτό έχει την εξουσία να υποκαθιστά με τη δική του κρίση την κρίση του τμήματος προσφυγών ούτε να αποφαίνεται επί ζητήματος επί του οποίου δεν έχει ακόμη αποφανθεί το εν λόγω τμήμα. Η άσκηση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως πρέπει επομένως, καταρχήν, να περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας ελέγξει την κρίση του τμήματος προσφυγών, είναι σε θέση να προσδιορίσει, βάσει αποδειχθέντων πραγματικών και νομικών στοιχείων, την απόφαση που έπρεπε να είχε λάβει το τμήμα προσφυγών.

(βλ. σκέψη 250)