Language of document : ECLI:EU:C:2016:77

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 4ης Φεβρουαρίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑465/14

Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank

κατά

F. Wieland

H. Rothwangl

[αίτηση του Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική ασφάλιση — Άρθρα 18 και 45 ΣΛΕΕ — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 — Άρθρα 2, 3 και 94, παράγραφοι 1 έως 3 — Κανονισμός (ΕΚ) 859/2003 — Άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3 — Παροχές ασφαλίσεως γήρατος — Εθνική νομοθεσία που εξαιρεί πρώην ναυτικούς από την ασφάλιση — Προσδιορισμός των δικαιωμάτων του αιτούντος πριν από την προσχώρηση του κράτους υπηκοότητάς του στην Ευρωπαϊκή Ένωση»





1.        Στην παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επί της ερμηνείας του κανονισμού (ΕΚ) 1408/71 (2) και του κανονισμού (ΕΚ) 859/2003 (3), το Centrale Raad van Beroep (δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, Κάτω Χώρες) ερωτά εάν οι εν λόγω κανονισμοί αντίκεινται στην εφαρμογή κανόνων του εθνικού δικαίου των Κάτω Χωρών οι οποίοι, κατά τη δεκαετία του 1960, εξαιρούσαν υπηκόους τρίτων χωρών από την ασφάλιση ως προς τις παροχές ασφαλίσεως γήρατος. Η κύρια δίκη αφορά δύο πρώην ναυτικούς που κατά την επίμαχη περίοδο διέμεναν και εργάζονταν σε πλοία των οποίων ο λιμένας εκκινήσεως και τερματισμού βρισκόταν στις Κάτω Χώρες. Αμφότεροι οι αιτούντες ήταν Αυστριακοί υπήκοοι (και ως εκ τούτου υπήκοοι τρίτου κράτους) κατά την επίμαχη περίοδο (4). Ωστόσο, όταν προέβαλαν τις αξιώσεις τους για την παροχή συντάξεως από τις αρχές των Κάτω Χωρών το 2008, η Αυστρία είχε προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο F. Wieland είχε στο μεταξύ αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα, ενώ ο H. Rothwangl διατήρησε την αυστριακή του ιθαγένεια. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν οι δύο πρώην ναυτικοί εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων κοινωνικής ασφαλίσεως της Ένωσης, εάν οι μεταβατικές διατάξεις των εν λόγω κανόνων έχουν εφαρμογή επί των αξιώσεών τους για παροχές ασφαλίσεως γήρατος και εάν η εφαρμογή των εθνικών κανόνων που τους εξαιρούσαν από την ασφαλιστική κάλυψη ως προς τις παροχές ασφαλίσεως γήρατος κατά τη δεκαετία του 1960 αποκλείεται λόγω της απαγορεύσεως των διακρίσεων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ και της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που διασφαλίζεται από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ.

 Η νομοθεσία της Ένωσης

 Ο κανονισμός 1408/71

2.        Πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1408/71, οι κανόνες της Κοινότητας που ρύθμιζαν τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως αναφορικά με τους διακινούμενους εργαζομένους περιλαμβάνονταν στον κανονισμό 3/58 (5). Ο κανονισμός αυτός, ωστόσο, δεν εφαρμοζόταν στους ναυτικούς (6). Στη συνέχεια, με τον κανονισμό 47/67 (7) εισήχθηκαν ειδικοί κανόνες για τους ναυτικούς από την 1η Απριλίου 1967. Ο κανονισμός αυτός ρύθμιζε, μεταξύ άλλων, τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου και των παροχών ασφαλίσεως γήρατος. Οι εν λόγω κανόνες συμπεριελήφθησαν στον κανονισμό 1408/71, εντάσσοντας τους ναυτικούς στο πεδίο εφαρμογής του τελευταίου αυτού κανονισμού.

3.        Η πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1408/71 αναφέρει ότι οι κανόνες συντονισμού των εθνικών νομοθεσιών περί κοινωνικής ασφαλίσεως εντάσσονται στο πλαίσιο των προβλέψεων της Συνθήκης για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων υπηκόων των κρατών μελών.

4.        Οι ακόλουθοι ορισμοί του άρθρου 1 είναι κρίσιμοι: ως «μισθωτός» νοείται, μεταξύ άλλων κάθε πρόσωπο το οποίο είναι ασφαλισμένο δυνάμει υποχρεωτικής ή προαιρετικής συνεχίσεως ασφαλίσεως κατά ενός ή περισσότερων κινδύνων που αντιστοιχούν στους κλάδους συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που εφαρμόζεται στους μισθωτούς ή τους μη μισθωτούς (8)· ο όρος «νομοθεσία» προσδιορίζει για κάθε κράτος μέλος τους υφιστάμενους ή μελλοντικούς κανονισμούς και λοιπές διατάξεις καθώς και κάθε άλλο μέτρο εφαρμογής, που αφορούν τους κλάδους και τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1408/71 (9)· ως «περίοδοι ασφαλίσεως» νοούνται οι περίοδοι εισφορών, απασχολήσεως ή μη μισθωτής δραστηριότητας, που καθορίζονται ή αναγνωρίζονται ως περίοδοι ασφαλίσεως από τη νομοθεσία υπό την οποία πραγματοποιήθηκαν ή θεωρούνται ότι πραγματοποιήθηκαν, καθώς και κάθε εξομοιούμενη προς αυτές περίοδος, κατά το μέτρο που αναγνωρίζεται από τη νομοθεσία αυτή ως ισοδύναμη προς περίοδο ασφαλίσεως (10)· τέλος, ως «περίοδοι διαμονής» νοούνται οι περίοδοι που καθορίζονται ή αναγνωρίζονται ως τέτοιες από τη νομοθεσία υπό την οποία πραγματοποιήθηκαν ή θεωρούνται ότι πραγματοποιήθηκαν (11).

5.        Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, ο κανονισμός 1408/71 ισχύει για «[…] μισθωτούς ή μη μισθωτούς και για σπουδαστές, που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων από τα κράτη μέλη και είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη ή απάτριδες ή πρόσφυγες που κατοικούν στο έδαφος κράτους μέλους, καθώς και για τα μέλη της οικογένειάς τους και για τους επιζώντες τους».

6.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, ορίζει ότι τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του.

7.        Οι παροχές αναπηρίας και οι παροχές γήρατος ανήκουν στους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 (βλ. άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, αντίστοιχα).

8.        Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, το πρόσωπο που ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα σε πλοίο υπό σημαία ενός κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού (12).

9.        Οι ειδικοί κανόνες αναφορικά με τον υπολογισμό των συντάξεων γήρατος περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 3 του τίτλου ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 44, όταν το πρόσωπο έχει υπαχθεί στη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, τα δικαιώματά του σε σύνταξη γήρατος υπολογίζονται βάσει της νομοθεσίας καθενός των εν λόγω κρατών μελών. Το άρθρο 45 ορίζει ότι ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους του αιτούντος πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις περιόδους ασφαλίσεως ή διαμονής που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών. Σε περιπτώσεις όπου ο αρμόδιος φορέας οφείλει να υπολογίσει τις παροχές βάσει συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως ή διαμονής βάσει των κανόνων του άρθρου 45, ο υπολογισμός των παροχών ασφαλίσεως γήρατος προς εκκαθάριση γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 2.

10.      Το άρθρο 94 επιγράφεται «Μεταβατικές διατάξεις για τους μισθωτούς». Ειδικότερα προβλέπει:

«1.      Ο παρών κανονισμός δεν δημιουργεί κανένα δικαίωμα παροχών για περίοδο προγενέστερη της 1ης Οκτωβρίου 1972 ή της ημερομηνίας εφαρμογής του στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή σε τμήμα του εδάφους αυτού του κράτους.

2.      Κάθε περίοδος ασφαλίσεως, καθώς και, κατά περίπτωση, κάθε περίοδος απασχολήσεως ή διαμονής, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό τη νομοθεσία κράτους μέλους προ της 1ης Οκτωβρίου 1972 ή προ της ημερομηνίας εφαρμογής του παρόντος κανονισμού στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού ή σε τμήμα του εδάφους αυτού του κράτους λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων που γεννώνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1, δικαίωμα γεννάται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ακόμη και αν αναφέρεται σε γεγονός προ της 1ης Οκτωβρίου 1972 ή της ημερομηνίας εφαρμογής του στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή σε τμήμα του εδάφους αυτού του κράτους.

[…]»

 Κανονισμός 859/2003

11.      Το άρθρο 1 ορίζει ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 «[...] εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών που δεν καλύπτονται ήδη από τις εν λόγω διατάξεις αποκλειστικά λόγω της ιθαγένειάς τους, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους και στους επιζώντες τους, εφόσον διαμένουν νόμιμα στο έδαφος ενός κράτους μέλους και όλα τα πραγματικά περιστατικά δεν έχουν λάβει χώρα εντός του εδάφους ενός και μόνο κράτους μέλους».

12.      Το άρθρο 2 προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός δεν δημιουργεί κανένα δικαίωμα για περίοδο προγενέστερη της 1ης Ιουνίου 2003.

2.      Κάθε περίοδος ασφαλίσεως καθώς και, κατά περίπτωση, κάθε περίοδος απασχολήσεως, μη μισθωτής δραστηριότητας ή διαμονής που συμπληρώθηκε στο πλαίσιο της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους πριν από την 1η Ιουνίου 2003 λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων που γεννώνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1, δικαίωμα γεννάται δυνάμει του παρόντος κανονισμού ακόμα και όταν αφορά γεγονός που έλαβε χώρα πριν από την 1η Ιουνίου 2003.

[…]»

 Η εθνική νομοθεσία

13.      O Algemene Ouderdomswet (νόμος περί ασφαλίσεως γήρατος, στο εξής: AOW) καθιερώνει σύστημα συντάξεως γήρατος για πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους. Σύμφωνα με το εν λόγω σύστημα, προκειμένου να υπαχθεί στην ασφάλιση, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να βρίσκεται μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας του και να είναι κάτοικος των Κάτω Χωρών.

14.      Όπως ίσχυε κατά την περίοδο αναφοράς, ο AOW προέβλεπε ότι τα πλοία με λιμένα εκκινήσεως και τερματισμού στις Κάτω Χώρες αντιμετωπίζονταν ως τμήμα της επικράτειας του εν λόγω κράτους (13). Τα μέλη του πληρώματος εθεωρείτο ότι διέμεναν στο πλοίο εφόσον δεν μπορούσε να αποδειχθεί κατοικία τους στην ξηρά. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα μέλη του πληρώματος θεωρούνταν κάτοικοι Κάτω Χωρών.

15.      Εντούτοις, σύμφωνα με τον AOW, υπήκοος τρίτης χώρας που ανήκε στο πλήρωμα πλοίου με λιμένα εκκινήσεως και τερματισμού στις Κάτω Χώρες δεν εθεωρείτο ασφαλισμένος εφόσον διέμενε στο πλοίο αυτό (14).

 Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

16.      Ο F. Wieland γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1943 στην Αυστρία. Από τις 11 Οκτωβρίου 1962 μέχρι τις 7 Μαρτίου 1966 εργάστηκε για τη Holland-Amerika Lijn (στο εξής: HAL). Τον Μάιο του 1966 μετοίκησε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου στις 29 Αυγούστου 1969 απέκτησε την αμερικανική ιθαγένεια και ως εκ τούτου απώλεσε την αυστριακή του ιθαγένεια. Τον Απρίλιο του 2008, ο F. Wieland αιτήθηκε σύνταξη γήρατος. Με απόφαση της 15ης Απριλίου 2008 το διοικητικό συμβούλιο του ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως (Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank, στο εξής: RSvb) απέρριψε την αίτησή του. Στις 3 Οκτωβρίου 2008, ο F. Wieland πληροφόρησε το RSvb ότι η κύρια διαμονή του βρίσκεται στην Αυστρία.

17.      Ο H. Rothwangl γεννήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1943. Έχει την αυστριακή ιθαγένεια. Κατά την περίοδο από τις 6 Νοεμβρίου 1962 μέχρι τις 23 Απριλίου 1963 εργάστηκε για τη HAL. Από την 1η Μαρτίου 1998 λαμβάνει αυστριακή σύνταξη αναπηρίας (Erwerbsunfähigkeitspension) και από την 1η Σεπτεμβρίου 1998 ελβετική σύνταξη αναπηρίας (Invalidenrente). Από τις 29 Νοεμβρίου 1998 έως την 1η Δεκεμβρίου 2008 ο H. Rothwangl ελάμβανε επίσης επίδομα αναπηρίας από τις ολλανδικές αρχές δυνάμει του νόμου περί ασφαλίσεως κατά της ανικανότητας προς εργασία (Wet op arbeidsongeschiktheidsverzekering). Στις 12 Ιανουαρίου 2009 υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος με έναρξη από την 1η Δεκεμβρίου 2008. Με απόφαση της 26ης Μαΐου 2009, το RSvb απέρριψε την εν λόγω αίτηση.

18.      Τόσο ο F. Wieland όσο και ο H. Rothwangl προσέβαλαν επιτυχώς τις αποφάσεις του RSvb ενώπιον του Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο του Άμστερνταμ). Το RSvb άσκησε έφεση κατά των εν λόγω αποφάσεων ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

19.      Στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, το Centrale Raad van Beroep αναφέρει κατά πρώτον ότι έλαβε υπόψη του την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) Wessels-Bergervoet κατά Κάτω Χωρών (15). Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε το άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΣΔΑ) που απαγορεύει τις διακρίσεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου (που προστατεύει το δικαίωμα στην περιουσία). Η αιτούσα της εν λόγω υποθέσεως, η οποία πληρούσε τις προϋποθέσεις για να τύχει παροχών ασφαλίσεως γήρατος δυνάμει του AOW, ισχυρίστηκε ότι η απόφαση του αρμόδιου ολλανδικού φορέα που μείωσε τη σύνταξή της συνιστούσε διάκριση λόγω φύλου εις βάρος της, στο μέτρο που ο λόγος για τη μείωση ήταν ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο μια έγγαμη γυναίκα ασφαλιζόταν μόνο για τις περιόδους που ο σύζυγός της ήταν ασφαλισμένος, ενώ δεν υπήρχε αντίστοιχος περιορισμός ως προς τους έγγαμους άνδρες. Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι η αιτιολογία του ΕΔΔΑ στην εν λόγω υπόθεση εφαρμόστηκε από τα ολλανδικά δικαστήρια σε άλλες υποθέσεις που αφορούσαν συνταξιοδοτικά δικαιώματα ναυτικών. Φρονεί ότι η περίπτωση των F. Wieland και H. Rothwangl διαφέρει από τις εν λόγω υποθέσεις κατά το ότι η διάκριση που γίνεται εν προκειμένω λόγω ιθαγένειας δικαιολογείται από τον σκοπό του άρθρου 14 ΕΣΔΑ. Εντούτοις, θέτει το ερώτημα αν οι F. Wieland και H. Rothwangl θα μπορούσαν να στηριχθούν στον κανονισμό 1408/71, σε συνδυασμό με τον κανονισμό 859/2003, ή/και τα άρθρα 18 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ.

20.      Συνεπώς, το Centrale Raad van Beroep υποβάλλει τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μήπως το άρθρο 3 και το άρθρο 94, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1408/71 δεν επιτρέπουν όπως σε πρώην ναυτικό, ο οποίος ανήκε στο πλήρωμα πλοίου με λιμένα εκκινήσεως και τερματισμού σε κράτος μέλος, ο οποίος δεν είχε κατοικία στην ξηρά και ο οποίος δεν ήταν υπήκοος κράτους μέλους, αντιταχθεί (μερική) άρνηση χορηγήσεως συντάξεως γήρατος, αφότου το κράτος της ιθαγένειας του ναυτικού προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή αφότου τέθηκε σε ισχύ για το κράτος αυτό ο κανονισμός 1408/71, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι αυτός ο πρώην ναυτικός κατά την περίοδο της (προβαλλόμενης) ασφαλίσεως δεν είχε την ιθαγένεια του (πρώτου) κράτους μέλους;

2)      Εμποδίζουν τα άρθρα 18 και 45 ΣΛΕΕ την εφαρμογή ρυθμίσεως κράτους μέλους βάσει της οποίας ναυτικός ο οποίος ανήκε στο πλήρωμα πλοίου με λιμένα εκκινήσεως και τερματισμού στο εν λόγω κράτος μέλος, ο οποίος δεν είχε κατοικία στην ξηρά και ο οποίος δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, είχε αποκλειστεί από την ασφάλιση για σύνταξη γήρατος, ενώ βάσει της ρυθμίσεως αυτής θεωρείται ασφαλισμένος ένας ναυτικός ο οποίος είναι υπήκοος του κράτους μέλους όπου βρίσκεται ο λιμένας εκκινήσεως και τερματισμού του πλοίου και ο οποίος κατά τα λοιπά βρίσκεται στις ίδιες περιστάσεις, αν κατά τον χρόνο καθορισμού της συντάξεως το κράτος της ιθαγένειας του πρώτου ναυτικού είχε εν τω μεταξύ προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή ο κανονισμός 1408/71 είχε εν τω μεταξύ τεθεί σε ισχύ για το κράτος αυτό;

3)      Πρέπει τα ερωτήματα 1 και 2 να απαντηθούν κατά τον ίδιο τρόπο στην περίπτωση ενός (πρώην) ναυτικού ο οποίος κατά τον χρόνο ασκήσεως των δραστηριοτήτων του είχε την ιθαγένεια κράτους το οποίο στη συνέχεια προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ο οποίος κατά τον χρόνο της εν λόγω προσχωρήσεως ή της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 1408/71 για το κράτος αυτό και κατά τον χρόνο προβολής της αξιώσεώς του για σύνταξη γήρατος δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, αλλά επί του οποίου ο προαναφερθείς κανονισμός έχει εφαρμογή βάσει του άρθρου 1 του κανονισμού 859/2003;»

21.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν το RSvb, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Όλοι οι ανωτέρω, καθώς και το Βασίλειο της Ισπανίας, ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015. Οι F. Wieland και H. Rothwangl δεν κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ούτε ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους στην παρούσα διαδικασία.

 Εκτίμηση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

22.      Κατά τον χρόνο που οι F. Wieland και H. Rothwangl εργάστηκαν για τη HAL στις Κάτω Χώρες, οι ναυτικοί αποκλείονταν από το πεδίο εφαρμογής το κανονισμού 3/58 (16). Αυτό δεν αντέβαινε στους διεθνείς κανόνες που ίσχυαν τότε για τις συντάξεις των ναυτικών (17). Ως εκ τούτου, η υπαγωγή των ναυτικών σε συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως διεπόταν αποκλειστικά από εθνικούς κανόνες.

23.      Το 2008, όταν οι F. Wieland και H. Rothwangl υπέβαλαν τις αντίστοιχες αιτήσεις τους για συντάξεις γήρατος ίσχυε ο κανονισμός 1408/71. Ο εν λόγω κανονισμός δεν έχει ως σκοπό να αντικαταστήσει τα διαφορετικά εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως (18). Αντιθέτως, κύριος στόχος του είναι να συντονίσει τα εθνικά συστήματα ώστε να εφαρμοστεί η ελευθερία κυκλοφορίας των προσώπων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (19). Δυνάμει των εν λόγω κανόνων, ο αρμόδιος αυστριακός φορέας υποχρεούται να συντονιστεί με τον αντίστοιχο ολλανδικό, προκειμένου να καταλήξουν ως προς το αν θα συνυπολογίσουν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των αιτούντων σύμφωνα με το τμήμα 3 του τίτλου ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού.

24.      Μολονότι είναι αληθές ότι τα κράτη μέλη διατηρούν την εξουσία να ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως, πρέπει εντούτοις κατά την ενάσκηση της εν λόγω εξουσίας να συμμορφώνονται με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε με τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από το πεδίο εφαρμογής εθνικής νομοθεσίας, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, προσώπων επί των οποίων η ίδια αυτή νομοθεσία έχει εφαρμογή δυνάμει του κανονισμού 1408/71· επίσης τα συστήματα υποχρεωτικής ασφαλίσεως πρέπει να είναι συμβατά με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 45 ΣΛΕΕ (20). Τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να εξετασθούν στο πλαίσιο αυτό.

 Ερώτημα 1

25.      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν σε πρώην Αυστριακό ναυτικό που κατά τον χρόνο απασχολήσεώς του σε πλοίο με λιμένα εκκινήσεως και τερματισμού στις Κάτω Χώρες ήταν υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να αντιταχθεί άρνηση χορηγήσεως συντάξεως μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση του κράτους του οποίου είναι υπήκοος. Αντιβαίνουν στον κανονισμό 1408/71 οι κανόνες των Κάτω Χωρών οι οποίοι, βάσει του ολλανδικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο απασχολήσεως, εξαιρούσαν λόγω ιθαγένειας τον H. Rothwangl από την ασφάλιση αναφορικά με τις παροχές ασφαλίσεως γήρατος;

26.      Το RSvb υποστηρίζει ότι η περίπτωση του H. Rothwangl δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71. Σύμφωνα με την Ολλανδική Κυβέρνηση, το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71 δεν έχει εφαρμογή, διότι ο H. Rothwangl δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 2. Αντιθέτως, η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η κατάσταση του H. Rothwangl πρέπει να αξιολογηθεί με βάση το χρονικό σημείο υποβολής της αιτήσεώς του για χορήγηση συντάξεως, ήτοι την 1η Δεκεμβρίου 2008. Κατά το χρονικό αυτό σημείο ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 και, ως εκ τούτου, η επίμαχη εθνική ρύθμιση προσκρούει στο άρθρο 3 του κανονισμού.

27.      Κατά την Επιτροπή, το αποφασιστικό ερώτημα είναι το αν το άρθρο 94, παράγραφος 2 του κανονισμού 1408/71 ισχύει κατά την περίοδο που ο H. Rothwangl εργάστηκε για τη HAL. Το κατά πόσον ο H. Rothwangl συμπλήρωσε την περίοδο ασφαλίσεως ή όχι πρέπει να προσδιοριστεί βάσει του εθνικού δικαίου. Όταν ο H. Rothwangl εργαζόταν για τη HAL, εθεωρείτο βάσει των εθνικών κανόνων κάτοικος Κάτω Χωρών. Αυτό δημιουργεί επαρκή σχέση με τις Κάτω Χώρες, ώστε να θεωρηθεί η επίμαχη χρονική περίοδος ως περίοδος ασφαλίσεως δυνάμει των οικείων εθνικών κανόνων. Επιπλέον, οι σχετικοί με τους ναυτικούς κανόνες του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1408/71 δεν διέπουν μόνο τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, αλλά και το κατά πόσον πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 δικαιούται παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως.

28.      Η ερμηνεία που δίδουν στο άρθρο 2 του κανονισμού 1408/71 το RSvb και η Ολλανδική Κυβέρνηση δεν με βρίσκει σύμφωνη.

29.      Είναι σαφές ότι όταν ο H. Rothwangl υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση συντάξεως την 1η Δεκεμβρίου 2008, ήταν υπήκοος κράτους μέλους. Ήταν ασφαλισμένος βάσει του αυστριακού συστήματος για παροχές ασφαλίσεως γήρατος εμπίπτουσες στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 (21). Ζητεί να του χορηγηθούν αναλογικές παροχές από τον αρμόδιο ολλανδικό φορέα με βάση την περίοδο που εργάστηκε στη HAL και υπέκειτο, στις Κάτω Χώρες, στις επίμαχες εθνικές ρυθμίσεις. Ως εκ τούτου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 1.

30.      Η θέση του RSvb και της Ολλανδικής Κυβερνήσεως με ξενίζει και για τον λόγο ότι ο H. Rothwangl έλαβε επίδομα αναπηρίας από τις ολλανδικές αρχές. Η εν λόγω παροχή εμπίπτει στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 (22). Ενέχει ορισμένη ανακολουθία η άποψη ότι ο H. Rothwangl εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού ως προς την αξίωσή του για επίδομα αναπηρίας, αλλά αποκλείεται ως προς την αξίωσή του για παροχές ασφαλίσεως γήρατος.

31.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί ειδικώς να διευκρινιστεί αν είναι κρίσιμη εν προκειμένω η νομολογία του Δικαστηρίου αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 2 του κανονισμού 1408/71, και ειδικότερα η απόφαση Belbouab (23).

32.      Ο T. Belbouab ήταν Γάλλος υπήκοος αλγερινής καταγωγής, γεννηθείς το 1924. Εργάστηκε ως ανθρακωρύχος στη Γαλλία και στη συνέχεια μετανάστευσε στη Γερμανία όπου απασχολήθηκε υπό την ίδια ιδιότητα. Κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς του κατέβαλε τις αναγκαίες εισφορές και στις δύο χώρες. Απώλεσε τη γαλλική υπηκοότητα όταν ανεξαρτητοποιήθηκε η Αλγερία το 1962. Οι γερμανικές αρχές απέρριψαν το αίτημά του για χορήγηση συντάξεως ανθρακωρύχου το 1964. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα προδικαστικά ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου επί της ερμηνείας του άρθρου 2 του κανονισμού 1408/71 εκκινούσαν από την παραδοχή ότι ο T. Belbouab έπρεπε να είναι υπήκοος κράτους μέλους κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματός του. Η παραδοχή αυτή προσέκρουε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση της ιδιότητας του υπηκόου κράτους μέλους αφορά τον χρόνο εκτελέσεως της εργασίας, τον χρόνο καταβολής των εισφορών που αφορούν τις περιόδους ασφαλίσεως και τον χρόνο αποκτήσεως των αντιστοίχων δικαιωμάτων (24).

33.      Στην παρούσα περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι ο H. Rothwangl ήταν υπήκοος κράτους μέλους την 1η Δεκεμβρίου 2008 όταν αιτήθηκε τη χορήγηση συντάξεως γήρατος από τις Κάτω Χώρες, αλλά όχι και κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. Απέκτησε παρόλα αυτά δικαιώματα κατά την περίοδο αναφοράς; Το ερώτημα αυτό δεν συζητήθηκε στην υπόθεση Belbouab. Ο T. Belbouab είχε καταβάλει τις αναγκαίες εισφορές και είχε αποκτήσει δικαιώματα κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου. Φρονώ ότι η απόφαση Belbouab δεν βοηθά στην επίλυση του παρόντος ζητήματος.

34.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης αν είναι κρίσιμη η απόφαση Buhari Haji (25). Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε Νιγηριανό υπήκοο ο οποίος είχε Βρετανική ιθαγένεια μέχρι την ανεξαρτητοποίηση της Νιγηρίας το 1960. Μεταξύ 1937 και 1986 ο Ι. Buhari Haji είχε εργαστεί στο Βελγικό Κονγκό (Ζαΐρ από 1ης Ιουλίου 1960) και είχε καταβάλει εισφορές στο βελγικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως μέχρις ότου το Ζαΐρ κατέστη ανεξάρτητο κράτος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε σύνδεσμος μεταξύ της καταστάσεως των εργαζομένων που κάποτε είχαν την ιθαγένεια κράτους που στη συνέχεια κατέστη μέλος της (τότε) Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αλλά οι οποίοι απώλεσαν την ιθαγένεια αυτή πριν από την προσχώρηση του εν λόγω κράτους, και την πραγμάτωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των μισθωτών και των μη μισθωτών εντός της Κοινότητας. Τα πράγματα ήταν διαφορετικά μόνο για όσους από αυτούς διατήρησαν την ιθαγένεια του συγκεκριμένου κράτους αφότου αυτό προσχώρησε στην Κοινότητα, και των οποίων τα δικαιώματα αναγνωρίζονταν και προστατεύονταν, στο πλαίσιο της κοινοτικής ρυθμίσεως περί κοινωνικής ασφαλίσεως, από τις μεταβατικές διατάξεις των άρθρων 94 και 95 του κανονισμού 1408/71, βάσει των οποίων, για τον καθορισμό των δικαιωμάτων που μπορούν να θεμελιωθούν στον εν λόγω κανονισμό, δύναται να ληφθεί υπόψη κάθε περίοδος ασφαλίσεως, απασχολήσεως ή διαμονής που πραγματοποιήθηκε πριν από την προσχώρηση.

35.      Τα πραγματικά περιστατικά στην υπόθεση του H. Rothwangl διαφέρουν πολύ από εκείνα της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Buhari Haji. Ο H. Rothwangl δεν κατέβαλε εισφορές και δεν ήταν ασφαλισμένος δυνάμει των ολλανδικών ρυθμίσεων που ίσχυαν κατά την περίοδο αναφοράς. Απέκτησε μήπως, παρόλα αυτά, δικαιώματα δυνάμει του άρθρου 94, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1408/71 τα οποία θα έπρεπε να προστεθούν στις όποιες παροχές ασφαλίσεως γήρατος δικαιούται στην Αυστρία;

36.      Το άρθρο 94, παράγραφος 1, ορίζει ότι δεν δημιουργείται κανένα δικαίωμα δυνάμει του κανονισμού 1408/71 για περίοδο προγενέστερη της εφαρμογής του στην επικράτεια του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους (26).

37.      Προκειμένου να καταστεί εφικτή η εφαρμογή του κανονισμού 1408/71 επί μελλοντικών αποτελεσμάτων προγενέστερων καταστάσεων, το άρθρο 94, παράγραφος 2, προβλέπει την υποχρέωση συνυπολογισμού, για τους σκοπούς του προσδιορισμού των δικαιωμάτων λήψεως παροχών, οποιασδήποτε περιόδου ασφαλίσεως, απασχολήσεως ή διαμονής διανυθείσας υπό τη νομοθεσία οποιουδήποτε κράτους μέλους προ της 1ης Οκτωβρίου 1972 ή προ της ημερομηνίας εφαρμογής του στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. Επομένως, όπως προκύπτει από την εν λόγω διάταξη, ένα κράτος μέλος δεν δικαιούται να αρνηθεί να λάβει υπόψη περιόδους ασφαλίσεως που διανύθηκαν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, προς θεμελίωση της συντάξεως γήρατος του αιτούντος, αποκλειστικά και μόνον επειδή διανύθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (27).

38.      Προκειμένου ο αιτών να επικαλεστεί επιτυχώς το άρθρο 94, παράγραφος 2 του κανονισμού 1408/71, πρέπει να μπορεί να αποδεικνύει περίοδο ασφαλίσεως καθώς και, κατά περίπτωση, περιόδους απασχολήσεως ή διαμονής που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους προ της 1ης Οκτωβρίου 1972 (28).

39.      Εκτιμώ ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν πρέπει απαρεγκλίτως να συντρέχουν σωρευτικά. Οι λέξεις «καθώς και, κατά περίπτωση» υποδηλώνουν ότι δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να αποδεικνύεται ότι πληρούνται και οι τρεις αυτές προϋποθέσεις. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 94, παράγραφος 2, εφαρμόζεται σε όλες τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως που εμπίπτουν στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71. Οι προϋποθέσεις τις οποίες απαιτείται να πληροί ο αιτών μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με το κράτος μέλος ή/και το είδος της εκάστοτε επίμαχης παροχής. Το ολλανδικό σύστημα (εξ όσων αντιλαμβάνομαι) δεν απαιτεί να αποδεικνύει ο αιτών ότι έχει επίσης συμπληρώσει περίοδο διαμονής ή απασχολήσεως, παρά το γεγονός ότι δεν αμφισβητείται ότι ο H. Rothwangl πληροί αμφότερες τις εν λόγω προϋποθέσεις. Ωστόσο, ο αιτών πρέπει να μπορεί να αποδεικνύει πραγματοποιηθείσα περίοδο ασφαλίσεως κατά τη νομοθεσία κράτους μέλους.

40.      Πληροί ο H. Rothwangl την εν λόγω προϋπόθεση;

41.      Οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες αποτελούν νομοθεσία κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 1408/71. Δυνάμει του άρθρου 1, στοιχείο ιηʹ, οι περίοδοι ασφαλίσεως είναι οι περίοδοι εισφορών ή περίοδοι μισθωτής ή μη μισθωτής απασχολήσεως που καθορίζονται ή αναγνωρίζονται ως περίοδοι ασφαλίσεως από τη νομοθεσία υπό την οποία πραγματοποιήθηκαν ή θεωρούνται ότι πραγματοποιήθηκαν. Η συγκεκριμένη αυτή παραπομπή στην εθνική νομοθεσία καταδεικνύει σαφώς ότι ο κανονισμός 1408/71 ανατρέχει, ιδίως για τους σκοπούς του συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως, στις προϋποθέσεις από τις οποίες το εθνικό δίκαιο εξαρτά την αναγνώριση συγκεκριμένης περιόδου ως ισοδύναμης με τις κατά κυριολεξία περιόδους ασφαλίσεως (29).

42.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, βάσει των εθνικών κανόνων που ίσχυαν κατά την περίοδο αναφοράς, ο H. Rothwangl δεν ήταν ασφαλισμένος, διότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών που ανήκαν στο πλήρωμα πλοίου και διέμεναν σ’ αυτό αποκλείονταν από την ασφάλιση ως προς τις παροχές ασφαλίσεως γήρατος. Επίσης δηλώνει απερίφραστα ότι οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες εισάγουν διάκριση βάσει ιθαγενείας (30). Απαγορεύεται η εν λόγω διάκριση από το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71; Αν ναι, ο H. Rothwangl θα μπορούσε να αξιώσει να αντιμετωπιστεί ως εάν είχε συμπληρώσει περίοδο ασφαλίσεως στις Κάτω Χώρες, ακόμη και αν στην πραγματικότητα δεν πληροί το ουσιαστικό αυτό στοιχείο του άρθρου 94, παράγραφος 2.

43.      Το Δικαστήριο εξέτασε παρόμοια ερωτήματα στις αποφάσεις Kauer και Duchon.

44.      Η L. Kauer, Αυστριακή υπήκοος, αιτήθηκε σύνταξη γήρατος στην Αυστρία. Είχε εργαστεί και συμπληρώσει περιόδους υποχρεωτικής ασφαλίσεως σύμφωνα με την αυστριακή νομοθεσία. Κατά την αναγνώριση των προβλεπόμενων για την ασφάλιση γήρατος περιόδων ο αρμόδιος φορέας υπολόγισε την περίοδο στην Αυστρία κατά την οποία δεν είχε εργαστεί, αλλά ανέτρεφε τα τέκνα της. Οι εν λόγω περίοδοι εκλαμβάνονταν ως «εξομοιούμενες περίοδοι». Ωστόσο, οι ισοδύναμες περίοδοι στο Βέλγιο κατά τις οποίες η L. Kauer ανέτρεφε τα τέκνα της δεν συνυπολογίστηκαν. Οι περίοδοι ανατροφής τέκνων (στην Αυστρία και το Βέλγιο) ήταν προγενέστερες της προσχωρήσεως της Αυστρίας στην (τότε) Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε καθοδήγηση αναφορικά με το αν το άρθρο 94, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1408/71 απαγόρευε εθνική νομοθεσία που απέκλειε την αντιμετώπιση του χρόνου ανατροφής τέκνων στο Βέλγιο ως «εξομοιούμενων περιόδων» για τους σκοπούς του υπολογισμού των παροχών ασφαλίσεως γήρατος της L. Kauer.

45.      O J. F. Duchon ήταν Αυστριακός υπήκοος που είχε εργασθεί στη Γερμανία προ της προσχωρήσεως της Αυστρίας στην Κοινότητα. Κατά την περίοδο αυτή υπήρξε θύμα εργατικού ατυχήματος. Ως εκ τούτου έλαβε σύνταξη λόγω εργατικού ατυχήματος από τις γερμανικές αρχές. Το αίτημά του για χορήγηση συντάξεως αναπηρίας από τις αυστριακές αρχές με έναρξη από 1ης Ιανουαρίου 1998 απορρίφθηκε για τους ακόλουθους λόγους: i) δεν είχε συμπληρώσει την περίοδο αναμονής και ii) επειδή τα σχετικά με το ατύχημα γεγονότα επήλθαν στη Γερμανία προ της προσχωρήσεως της Αυστρίας, δεν μπορούσε να βασιστεί στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

46.      Σε αμφότερες τις υποθέσεις, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι αιτούντες μπορούσαν να επικαλεστούν τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 94 του κανονισμού 1408/71 και ότι οι αυστριακοί κανόνες που εφαρμόστηκαν στις περιπτώσεις των L. Kauer και J. F. Duchon προσέκρουαν στην αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων. Στις αποφάσεις αυτές μπορούν να εντοπιστούν κάποιες κοινές αρχές.

47.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να τύχουν εφαρμογής οι μεταβατικοί κανόνες του άρθρου 94, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1408/71, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι περίοδοι ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν προ της θέσεως σε ισχύ του εν λόγω κανονισμού (31). Σε αμφότερες τις υποθέσεις οι αιτούντες ήταν ασφαλισμένοι δυνάμει των οικείων εθνικών κανόνων. Τα επίμαχα εθνικά μέτρα έπρεπε στη συνέχεια να αξιολογηθούν με βάση τους κανόνες κοινοτικού δικαίου που είχαν εφαρμογή μετά την προσχώρηση της Αυστρίας (32). Επομένως, ο αρμόδιος φορέας έπρεπε να εφαρμόσει τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και τους μεταβατικούς κανόνες του άρθρου 94, παράγραφοι 1 έως 3 (33).

48.      Από τις αποφάσεις Kauer και Duchon σαφώς προκύπτει ότι η κατάσταση του H. Rothwangl πρέπει να εξετασθεί βάσει του δικαίου της Ένωσης μετά την προσχώρηση της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποια είναι η συνέπεια μιας τέτοιας ανάλυσης;

49.      Εκτιμώ ότι (δυστυχώς) η κατάσταση του H. Rothwangl διαφέρει από εκείνη των αιτούντων στις δύο αυτές υποθέσεις σε δύο σημαντικά σημεία.

50.      Πρώτον, η αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις κατά όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (34). Στην απόφαση Kauer το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία όντως εισήγε διαφορετική μεταχείριση, κατά το ότι λάμβανε αυτομάτως υπόψη τις πραγματοποιηθείσες στην Αυστρία περιόδους ανατροφής τέκνων, αλλά εξαρτούσε τις εν λόγω περιόδους που πραγματοποιήθηκαν σε άλλο κράτος συμβαλλόμενο μέρος της Συμφωνίας ΕΟΧ από τη λήψη επιδόματος μητρότητας σε μετρητά ή ισοδύναμων επιδομάτων δυνάμει της ομοσπονδιακής αυστριακής νομοθεσίας. Όταν αυτοί οι εισάγοντες διαφορετική μεταχείριση κανόνες εφαρμόστηκαν, μετά την προσχώρηση της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις περιόδους ανατροφής τέκνων τόσο στην Αυστρία όσο και σε άλλο κράτος μέλος, η εν λόγω νομοθεσία λειτούργησε εις βάρος των υπηκόων της Κοινότητας που είχαν διαμείνει ή εργαστεί στην Αυστρία και στη συνέχεια άσκησαν το δικαίωμά τους για ελεύθερη κυκλοφορία (35). Στην απόφαση Duchon το Δικαστήριο εντόπισε σαφή δυσμενή μεταχείριση εις βάρος των Αυστριακών εργαζομένων που άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας σε σύγκριση με εκείνους που παρέμειναν στην Αυστρία, καθώς η πιθανότητα να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις των οικείων εθνικών κανόνων ώστε να δικαιούνται τις παροχές ήταν μικρότερη από εκείνη της πρώτης ομάδας προσώπων (36).

51.      Είναι σημαντικό το γεγονός ότι και στις δύο υποθέσεις το Δικαστήριο σιωπηρά αντιμετώπισε τους αιτούντες ως ασκήσαντες τα απορρέοντα από το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας, παρά το ότι η επίμαχη «κυκλοφορία» έλαβε χώρα προ της προσχωρήσεως της Αυστρίας στην Ένωση. Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι το Βέλγιο μπορούσε νομίμως να αντιμετωπίσει την L. Kauer ως υπήκοο τρίτης χώρας από απόψεως δικαίου της Ένωσης όταν από το 1970 έως το 1975 βρισκόταν στην επικράτειά του και ανέτρεφε την οικογένειά της, και η Γερμανία μπορούσε κατά τον ίδιο τρόπο νομίμως να αντιμετωπίσει τον J. F. Duchon ως υπήκοο τρίτης χώρας όταν υπέστη το εργατικό ατύχημα ενώ εργαζόταν εκεί το 1968, εντούτοις, μετά την προσχώρησή της στην Ένωση, η Αυστρία έπρεπε να αντιμετωπίσει τις εν λόγω περιόδους που διανύθηκαν στο «εξωτερικό» ως διανυθείσες σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης κατ’ ενάσκηση δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας.

52.      Ως εκ τούτου, στην παρούσα υπόθεση η Αυστρία πρέπει να αντιμετωπίσει τον H. Rothwangl ως εάν είχε ασκήσει δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας ακόμα και προ της προσχωρήσεως της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν εργαζόταν στη HAL σε πλοία με λιμένα εκκινήσεως και τερματισμού στις Κάτω Χώρες. Ωστόσο, αυτό και μόνον το γεγονός δεν επαρκεί για να οδηγήσει σε «ολλανδική» επαύξηση της συντάξεως του H. Rothwangl. Αντιθέτως προς τους L. Kauer και J. F. Duchon, το πρόβλημα του H. Rothwangl δεν εντοπίζεται αποκλειστικά (ή κατά κύριο λόγο) στους αυστριακούς κανόνες. Εντοπίζεται στους ολλανδικούς κανόνες που τον απέκλειαν από την κάλυψη, ενώ εργαζόταν για τη HAL, για τον λόγο ότι είχε την ιθαγένεια τρίτης χώρας. Ο εν λόγω αποκλεισμός όμως, μολονότι σαφώς εισήγε διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, ήταν κατά τον χρόνο εκείνον απολύτως επιτρεπτός βάσει του δικαίου της Ένωσης, διότι η Αυστρία δεν ήταν ακόμη κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

53.      Δεύτερον, στις περιπτώσεις των L. Kauer και J. F. Duchon δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι αιτούντες υπάγονταν στο οικείο εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως (αμφότερες οι υποθέσεις αφορούσαν το αυστριακό σύστημα). Σε αδρές γραμμές, το ζήτημα ήταν αν οι περίοδοι που διανύθηκαν εκτός Αυστρίας θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό από τις αρμόδιες αυστριακές αρχές των παροχών τις οποίες δικαιούνταν οι αιτούντες (37). Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν διαθέτει στοιχεία σχετικά με το αν ο H. Rothwangl υπαγόταν στο αυστριακό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως κατά την περίοδο αναφοράς· είναι ωστόσο σαφές ότι δεν απέκτησε δικαιώματα δυνάμει των ολλανδικών κανόνων που είχαν εφαρμογή κατά την περίοδο αναφοράς όταν εργαζόταν για τη HAL. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν κτηθέντα δικαιώματα προς ρύθμιση βάσει των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 92, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71. Επίσης, η αναδρομική αναγνώριση των εν λόγω δικαιωμάτων θα ήταν ασυμβίβαστη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου και το σαφές γράμμα του άρθρου 94, παράγραφος 1.

54.      Σε αντίθεση με την Επιτροπή, δεν θεωρώ ότι αποτελεί σημαντικό κριτήριο το κατά πόσον ο H. Rothwangl διέθετε επαρκή σχέση με τις Κάτω Χώρες κατά την περίοδο αναφοράς. Μια τέτοια προϋπόθεση δεν προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71. Ούτε και φρονώ ότι είναι σχετικό το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ. Ο μοναδικός σκοπός της εν λόγω διατάξεως είναι να προσδιορίσει την εθνική νομοθεσία που έχει εφαρμογή στα πρόσωπα τα οποία εργάζονται σε πλοίο που φέρει σημαία κράτους μέλους. Καθαυτό το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1408/71 δεν έχει σκοπό να καθορίσει τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη δικαιώματος ή υποχρεώσεως υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ή σε ορισμένο κλάδο ενός τέτοιου συστήματος. Εναπόκειται στη νομοθεσία εκάστου κράτους μέλους να καθορίσει τις προϋποθέσεις αυτές (38). Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο H. Rothwangl υπέκειτο στους ολλανδικούς κανόνες όταν εργαζόταν για τη HAL και ότι δεν ήταν ασφαλισμένος βάσει των εν λόγω κανόνων. Συνεπώς, δεν συμπλήρωσε περίοδο ασφαλίσεως βάσει του άρθρου 94, παράγραφος 2.

55.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, φρονώ ότι πρόσωπο που αξιώνει παροχές ασφαλίσεως γήρατος, το οποίο δεν ήταν υπήκοος κράτους μέλους κατά την περίοδο για την οποία προβάλλει τις εν λόγω αξιώσεις, δεν αποκτά δικαιώματα δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 94, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1408/71, εφόσον δεν έχει συμπληρώσει περίοδο ασφαλίσεως βάσει νομοθεσίας κράτους μέλους προ της προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος, για τον λόγο ότι η επίμαχη περίοδος δεν αποτελεί περίοδο ασφαλίσεως βάσει της νομοθεσίας του πρώτου κράτους μέλους. Τούτο ισχύει ακόμα και αν κατά την εν λόγω περίοδο διέμενε και εργαζόταν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο να προσδιορίσει το δικαίωμά του σε παροχές σύμφωνα με τον κανονισμό 1408/71. Δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού οι εθνικοί κανόνες που απέκλειαν έναν τέτοιον αιτούντα από την ασφάλιση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως του οικείου κράτους μέλους κατά την περίοδο διαμονής και εργασίας του εκεί.

 Ερώτημα 2

56.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, βάσει του άρθρου 18 ΣΛΕΕ (απαγόρευση των διακρίσεων) και του άρθρου 45 ΣΛΕΕ (που εξασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων), οι ολλανδικές αρχές υποχρεούνται κατά τον υπολογισμό της συντάξεως του H. Rothwangl να μην εφαρμόσουν τους επίμαχους εθνικούς κανόνες, που απέκλειαν τους ναυτικούς υπηκόους τρίτων χωρών από την ασφάλιση που καλύπτει τις παροχές γήρατος κατά την περίοδο αναφοράς.

57.      Είμαι της γνώμης ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική.

58.      Το άρθρο 2 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: Πράξη προσχωρήσεως) προβλέπει ότι, από τις ημερομηνίες προσχωρήσεως, οι διατάξεις των αρχικών Συνθηκών θα είναι δεσμευτικές για τα νέα κράτη μέλη και θα ισχύουν στα κράτη αυτά υπό τους όρους που προβλέπονται στις εν λόγω Συνθήκες και στην πράξη προσχωρήσεως. Η πράξη προσχωρήσεως δεν περιλαμβάνει μεταβατικές διατάξεις αναφορικά με την εφαρμογή των νυν άρθρων 18 και 45 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου οι διατάξεις αυτές πρέπει να αντιμετωπίζονται ως άμεσα ισχύουσες και δεσμευτικές για την Αυστρία από την ημερομηνία προσχωρήσεώς της, δηλαδή την 1η Ιανουαρίου 1995. Κατ’ επέκταση, από την ημερομηνία αυτή, τα άλλα κράτη μέλη πρέπει να αντιμετωπίζουν τους Αυστριακούς υπηκόους ως πολίτες της Ένωσης.

59.      Ωστόσο, η πράξη προσχωρήσεως δεν απαιτεί από τα ήδη κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν τους Αυστριακούς υπηκόους κατά τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπιζαν υπηκόους άλλων κρατών μελών προ της προσχωρήσεως (39). Ο H. Rothwangl θα μπορούσε να επιμείνει να αντιμετωπιστεί από τις Κάτω Χώρες ως εάν ήταν ασφαλισμένος για παροχές ασφαλίσεως γήρατος μόνον αν αντλούσε δικαιώματα από τις διατάξεις που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς (40). Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Τα δικαιώματα δυνάμει του δικαίου της Ένωσης δεν μπορούν να αποκτηθούν προ της προσχωρήσεως και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αναγνωριστούν μετά την προσχώρηση όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την απόκτηση ή την ύπαρξή τους (41).

60.      Ως εκ τούτου συμπεραίνω ότι τα άρθρα 18 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ, στο πλαίσιο της προσχωρήσεως της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν αντίκεινται σε εθνικούς κανόνες όπως οι επίμαχοι στην περίπτωση του H. Rothwangl.

 Ερώτημα 3

61.      Το τρίτο ερώτημα αφορά κυρίως τον F. Wieland. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο αιτών που έχει ιθαγένεια τρίτου κράτους κατά τον χρόνο που αιτείται τη σύνταξη, αλλά κατά την περίοδο αναφοράς είχε ιθαγένεια κράτους που προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη συμπλήρωση περιόδου διαμονής και απασχολήσεως σε κράτος μέλος, μπορεί να επωφεληθεί από τον κανονισμό 1408/71 καθώς εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του κανονισμού 859/2003 και πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού.

62.      Όπως προκύπτει από το σκεπτικό που ανέπτυξα για την περίπτωση του H. Rothwangl, φρονώ ότι δεν μπορεί.

63.      Ο F. Wieland πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 του κανονισμού 859/2003, στο μέτρο που είναι υπήκοος ΗΠΑ διαμένων νομίμως στην Αυστρία και οι περιστάσεις αναφορικά με την αξίωσή του δεν περιορίζονται σε ένα κράτος μέλος, ενώ δεν καλύπτεται ήδη από τις εν λόγω ρυθμίσεις αποκλειστικά και μόνο λόγω της ιθαγένειάς του. Επομένως, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

64.      Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 859/2003 αντανακλά το γράμμα του άρθρου 94, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1408/71. Μολονότι ήταν κάτοικος Κάτω Χωρών κατά την περίοδο αναφοράς, ο F. Wieland —όπως και ο H. Rothwangl— δεν ήταν ασφαλισμένος βάσει των ολλανδικών κανόνων περί παροχών ασφαλίσεως γήρατος. Ως εκ τούτου δεν πληρούσε την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 2, και δεν απέκτησε δικαιώματα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Επομένως, η αξίωσή του δεν μπορεί να ικανοποιηθεί για τους ίδιους λόγους που εξέθεσα ανωτέρω στα σημεία 35 έως 55 αναφορικά με τον H. Rothwangl.

65.      Ως εκ τούτου, η απάντηση στο τρίτο ερώτημα πρέπει να είναι η ακόλουθη: πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, του κανονισμού 859/2003 και προβάλλει δικαίωμα σε παροχές ασφαλίσεως γήρατος βάσει περιόδου διανυθείσας προ της 1ης Ιουνίου 2003 δεν μπορεί να επικαλεσθεί τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού, όταν η επίμαχη περίοδος δεν συνιστά περίοδο ασφαλίσεως δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους, ακόμη και αν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής διέμενε και εργαζόταν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο να προσδιορίσει το δικαίωμά του σε παροχές σύμφωνα με τον κανονισμό 1408/71.

 Πρόταση

66.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Centrale Raad van Beroep ως εξής:

–        Πρόσωπο που αξιώνει παροχές ασφαλίσεως γήρατος, το οποίο δεν ήταν υπήκοος κράτους μέλους κατά την περίοδο για την οποία προβάλλει τις εν λόγω αξιώσεις, δεν αποκτά δικαιώματα δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 94, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, εφόσον δεν έχει συμπληρώσει περίοδο ασφαλίσεως βάσει νομοθεσίας κράτους μέλους προ της προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος, για τον λόγο ότι η επίμαχη περίοδος δεν αποτελεί περίοδο ασφαλίσεως βάσει της νομοθεσίας του πρώτου κράτους μέλους. Τούτο ισχύει ακόμα και αν κατά την εν λόγω περίοδο διέμενε και εργαζόταν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο να προσδιορίσει το δικαίωμά του σε παροχές σύμφωνα με τον κανονισμό 1408/71. Δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού οι εθνικοί κανόνες που απέκλειαν έναν τέτοιον αιτούντα από την ασφάλιση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως του οικείου κράτους μέλους κατά την περίοδο διαμονής και εργασίας του εκεί.

–        Τα άρθρα 18 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ, στο πλαίσιο της προσχωρήσεως της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν αντίκεινται σε εθνικούς κανόνες όπως οι επίμαχοι στην κύρια δίκη.

–        Πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 859/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2003, για την επέκταση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) 547/72 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν καλύπτονται ήδη από τις διατάξεις αυτές μόνον λόγω της ιθαγένειάς τους, και που προβάλλει δικαίωμα σε παροχές ασφαλίσεως γήρατος βάσει περιόδου διανυθείσας προ της 1ης Ιουνίου 2003 δεν μπορεί να επικαλεσθεί τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού, όταν η επίμαχη περίοδος δεν συνιστά περίοδο ασφαλίσεως δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους, ακόμη και αν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής διέμενε και εργαζόταν στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο να προσδιορίσει το δικαίωμά του σε παροχές σύμφωνα με τον κανονισμό 1408/71.


1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2—      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73). Ο εν λόγω κανονισμός έχει τροποποιηθεί πολλές φορές· κατά τον χρόνο που οι F. Wieland και H. Rothwangl προέβαλαν τις αξιώσεις τους, ο κανονισμός 1408/71 ίσχυε όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ L 392, σ. 1). Ο κανονισμός 1408/71 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166, σ. 1) από την 1η Μαΐου 2010.


3—      Κανονισμός, της 14ης Μαΐου 2003, για την επέκταση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν καλύπτονται ήδη από τις διατάξεις αυτές μόνον λόγω της ιθαγένειάς τους (ΕΕ L 124, σ. 1).


4—      Στο εξής: περίοδος αναφοράς· βλ., επίσης, σημεία 16 και 17 των παρουσών προτάσεων.


5—      Règlement n° 3 concernant la sécurité sociale des travailleurs migrants, du 25 septembre 1958 (JO 1958, σ. 561). Το αγγλικό κείμενο του εν λόγω κανονισμού δεν είναι διαθέσιμο.


6—      Άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 3/58.


7—      Règlement n° 47/67/CEE du Conseil, du 7 mars 1967, modifiant et complétant certaines dispositions des règlements n° 3 et 4 concernant la sécurité sociale des travailleurs migrants (gens de mer) (JO 1967, σ. 641). Και πάλι, το αγγλικό κείμενο του εν λόγω κανονισμού δεν είναι διαθέσιμο.


8—      Άρθρο 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, του κανονισμού 1408/71.


9—      Άρθρο 1, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 1408/71.


10—      Άρθρο 1, στοιχείο ιηʹ, του κανονισμού 1408/71.


11—      Άρθρο 1, στοιχείο ιθαʹ, του κανονισμού 1408/71.


12—      Κατά το έτος 1981, το άρθρο 14β του κανονισμού 1408/71 που εισήχθη με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1390/81 του Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 1981, περί επέκτασης στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους του κανονισμού 1408/71 (ΕΕ L 143, σ. 1), εισήγαγε ειδικούς κανόνες για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας για τους ναυτικούς. Οι κανόνες αυτοί, οι οποίοι προβλέπουν υπό ορισμένες περιστάσεις εξαιρέσεις από το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω.


13—      Ο κανονισμός 1408/71 αναφέρεται στη νομοθεσία του κράτους σημαίας ως το κρίσιμο για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας κριτήριο. Το κράτος σημαίας εμπορικού πλοίου είναι το κράτος του οποίου η νομοθεσία διέπει την καταχώριση ή την αδειοδότηση του πλοίου. Ωστόσο, το άρθρο 3, παράγραφος 3, του AOW αναφέρεται σε «λιμένα εκκινήσεως και τερματισμού του πλοίου», το οποίο αντιλαμβάνομαι ότι σημαίνει τον λιμένα που αποτελεί τη βάση του πλοίου. Αυτός δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με τον λιμένα καταχωρίσεως του πλοίου.


14—      Δυνάμει του διατάγματος για τη διεύρυνση και τον περιορισμό του κύκλου των ασφαλισμένων στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως (Besluit uitbreiding en beperking kring verzekerden volksverzekeringen, στο εξής: BUB), το οποίο τροποποιήθηκε αρκετές φορές μεταξύ 1959 και 1968. Θα αναφέρομαι στους εν λόγω κανόνες από κοινού με τον AOW όπως ίσχυε κατά την περίοδο αναφοράς ως η «επίμαχη εθνική νομοθεσία». Οι σχετικές διατάξεις του BUB καταργήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 1999.


15—      ΕΔΔΑ, προσφυγή υπ’ αριθ. 34462/97, ECHR 2002-IV.


16—      Βλ. σημείο 2 των παρουσών προτάσεων.


17—      Θα πρέπει να αναφερθεί η Σύμβαση για τη Συνταξιοδότηση των Ναυτικών του 1946 (αριθ. 71) της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας (ΔΟΕ), με ισχύ από τις 10 Οκτωβρίου 1962. Οι Κάτω Χώρες κύρωσαν την εν λόγω Συνθήκη στις 27 Αυγούστου 1957. Κατά το άρθρο 1, κάθε κράτος μέλος της ΔΟΕ έχει την υποχρέωση να θεσπίσει ή να εξασφαλίσει τη θέσπιση συστημάτων συνταξιοδοτήσεως των ναυτικών, σύμφωνα με τους εθνικούς νόμους και κανόνες. Ωστόσο, οι μη κάτοικοι καθώς και τα πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους μπορεί να αποκλείονται από τα εν λόγω συστήματα.


18—      Βλ. την πρόταση της Επιτροπής για κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΚ) που αφορά τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, COM(1998) 779 τελικό, σ. 1.


19—      Βλ. πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1408/71.


20—      Απόφαση Salemink (C‑347/10, EU:C:2012:17, σκέψεις 39 και 40).


21—      Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1408/71.


22—      Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1408/71.


23 — 10/78, EU:C:1978:181.


24—      Απόφαση Belbouab (10/78, EU:C:1978:181, σκέψη 7).


25—      C‑105/89, EU:C:1990:402 (στο εξής: απόφαση Buhari Haji).


26—      Απόφαση Duchon (C‑290/00, EU:C:2002:234, σκέψη 22).


27—      Απόφαση Duchon (C‑290/00, EU:C:2002:234, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ. περαιτέρω απόφαση Somova (C‑103/13, EU:C:2014:2334, σκέψεις 52 έως 54).


28—      Για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την έκδοση του κανονισμού 1408/71, η κρίσιμη περίοδος δεν είναι η προγενέστερη της 1ης Οκτωβρίου 1972, αλλά η προγενέστερη της ημερομηνίας θέσεως σε ισχύ του κανονισμού αυτού στο οικείο κράτος μέλος. Για την Αυστρία, η ημερομηνία αυτή είναι η 1η Ιανουαρίου 1995.


29—      Απόφαση Kauer (C‑28/00, EU:C:2002:82, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


30—      Βλ. σημείο 15 των παρουσών προτάσεων.


31—      Απόφαση Duchon (C‑28/00, EU:C:2002:82, σκέψη 23). Στην απόφαση Kauer το Δικαστήριο έκρινε ότι το κατά πόσον οι περίοδοι ανατροφής τέκνων στο Βέλγιο συνιστούσε περίοδο ασφαλίσεως ως προς τις παροχές ασφαλίσεως γήρατος έπρεπε να καθοριστεί βάσει του αυστριακού δικαίου (σκέψεις 33 και 34 της αποφάσεως). Ο απορρέων από το δίκαιο αυτό περιορισμός, ο οποίος παρεμπόδισε την αντιμετώπιση της εν λόγω περιόδου ως περιόδου ασφαλίσεως (αντιθέτως προς την ισοδύναμη περίοδο που διανύθηκε με τον ίδιο τρόπο στην Αυστρία), είναι αντίθετος με τον κανονισμό 1408/71 (σκέψεις 42 έως 45 της αποφάσεως).


32—      Απόφαση Duchon (C‑290/00, EU:C:2002:234, σκέψη 28).


33—      Απόφαση Duchon (C‑290/00, EU:C:2002:234, σκέψη 32). Βλ. επίσης απόφαση Kauer (C‑28/00, EU:C:2002:82, σκέψεις 45 και 50).


34—      Βλ., μεταξύ πολλών, τη διατύπωση της εν λόγω αρχής στην απόφαση Eman και Sevinger (C‑300/04, EU:C:2006:545, σκέψη 57).


35—      Απόφαση Kauer (C‑28/00, EU:C:2002:82, σκέψεις 43 και 44).


36—      Απόφαση Duchon (C‑290/00, EU:C:2002:234, σκέψη 29).


37—      Βλ. σημεία 44 έως 47 των παρουσών προτάσεων.


38—      Απόφαση Bakker (C‑106/11, EU:C:2012:328, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


39—      Βλ. κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις Τσιότρας (C‑171/91, EU:C:1993:215, σκέψη 12) καθώς και Andersson και Wåkerås-Andersson (C‑321/97, EU:C:1999:307, σκέψη 46).


40—      Κατά την ακροαματική διαδικασία η Ολλανδική Κυβέρνηση και το RSvb επιβεβαίωσαν ότι κατά την περίοδο αναφοράς οι ναυτικοί που ήταν υπήκοοι άλλων κρατών μελών της τότε Κοινότητας, όπως η Ιταλία, ήταν ασφαλισμένοι για παροχές ασφαλίσεως γήρατος διότι επωφελούνταν από τις διατάξεις της Συνθήκης για την ελεύθερη κυκλοφορία.


41—      Βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Österreichischer Gewerkschaftsbund (C‑195/98, EU:C:2000:50, σημεία 148 και 149, πρώτη περίοδος), με παραπομπές στις αποφάσεις Τσιότρας (C‑171/91, EU:C:1993:215) καθώς και Andersson και Wåkerås-Andersson (C‑321/97, EU:C:1999:307).