Language of document : ECLI:EU:T:2016:152

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Μαρτίου 2016 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Ειδικοί φόροι καταναλώσεως — Μερική διαγραφή φορολογικής οφειλής κατόπιν πτωχευτικού συμβιβασμού — Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση μη συμβατή προς την κοινή αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της — Δικαιώματα άμυνας — Δικαιώματα των ενδιαφερομένων στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας — Κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή — Βάρος αποδείξεως»

Στην υπόθεση T‑103/14,

Frucona Košice a.s., με έδρα το Košice (Σλοβακία), εκπροσωπούμενη από τους K. Lasok, QC, B. Hartnett, barrister, O. Geiss, δικηγόρο, και J. Holmes, barrister,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την L. Armati, τον P.‑J. Loewenthal και την K. Walkerová,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2014/342/ΕΕ της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.18211 (C 25/2005) (πρώην NN 21/2005) που χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία στη Frucona Košice a.s. (ΕΕ L 176, σ. 38),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, S. Gervasoni και L. Madise (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Η εξέλιξη της καταστάσεως της προσφεύγουσας και η διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού

1        Η προσφεύγουσα, Frucona Košice a.s., είναι σλοβακική εταιρία, η οποία δραστηριοποιούνταν μεταξύ άλλων στον τομέα της παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών.

2        Από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Νοέμβριο του 2003, δόθηκαν στην προσφεύγουσα επανειλημμένες αναβολές για την εξόφληση φορολογικών υποχρεώσεών της, οι οποίες συνίσταντο σε οφειλόμενους ειδικούς φόρους καταναλώσεως. Οι αναβολές αυτές χορηγήθηκαν κατόπιν συστάσεως χρηματοοικονομικών εγγυήσεων υπέρ της τοπικής φορολογικής αρχής στην οποία υπαγόταν, ήτοι της υπηρεσίας Košice IV (στο εξής: τοπική φορολογική αρχή).

3        Στις 25 Φεβρουαρίου 2004 η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση, λόγω των οικονομικών δυσχερειών τις οποίες αντιμετώπιζε, να εξοφλήσει τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως που όφειλε για τον Ιανουάριο του 2004. Μετά από τροποποίηση της νομοθεσίας, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2004, δεν ήταν πλέον δυνατόν να δοθεί στην προσφεύγουσα αναβολή για την εξόφληση των εν λόγω ειδικών φόρων καταναλώσεως.

4        Κατά συνέπεια, αφαιρέθηκε από την προσφεύγουσα η άδεια παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών. Έκτοτε, περιόρισε τη δραστηριότητά της στη διανομή οινοπνευματωδών, με την επωνυμία Frucona, τα οποία αγόραζε από την εταιρία O.H., η οποία τα παρήγαγε, βάσει συμφωνίας με την προσφεύγουσα, στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας με την άδειά της.

5        Η προσφεύγουσα περιήλθε, επίσης, σε κατάσταση υπερχρεωμένης εταιρίας, κατά την έννοια του zákon č. 328/1991 Zb. o konkurze a vyrovnaní (νόμου 328/1991 περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού, στο εξής: νόμος περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού).

6        Στις 8 Μαρτίου 2004 η Frucona Košice υπέβαλε ενώπιον του Krajský súd v Košiciach (περιφερειακό δικαστήριο του Košice) (Σλοβακία) αίτηση κινήσεως της διαδικασίας του πτωχευτικού συμβιβασμού, προτείνοντας στους πιστωτές της την εξόφληση του 35 % του οφειλόμενου σε καθέναν εξ αυτών ποσού (στο εξής: πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού). Οι συνολικές οφειλές της προσφεύγουσας ανέρχονταν περίπου σε 644,6 εκατομμύρια σλοβακικές κορώνες (SKK), εκ των οποίων τα 640,8 εκατομμύρια SKK αντιστοιχούσαν σε φορολογικές οφειλές.

7        Με απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, το Krajský súd v Košiciach επέτρεψε την έναρξη της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού.

8        Στις 9 Ιουλίου 2004 οι δανειστές της Frucona Košice, περιλαμβανομένης της σλοβακικής φορολογικής αρχής, αποδέχθηκαν την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί του πτωχευτικού συμβιβασμού. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η τοπική φορολογική αρχή ενεργούσε ως προνομιούχος πιστωτής, λόγω των εγγυήσεων που είχαν συσταθεί υπέρ της κατά τη χορήγηση των αναβολών εξοφλήσεως των οφειλόμενων από την προσφεύγουσα ειδικών φόρων καταναλώσεως (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω).

9        Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, έως τις 9 Ιουλίου 2004, είχε υποβάλει στην τοπική φορολογική αρχή έκθεση ελέγχου καταρτισθείσα από ανεξάρτητη ελεγκτική εταιρία (στο εξής: έκθεση Ε ), προκειμένου η εν λόγω αρχή να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα του πτωχευτικού συμβιβασμού και της δικαστικής εκκαθαρίσεως, αντιστοίχως.

10      Στις 21 Ιουνίου 2004 η σλοβακική φορολογική αρχή διενήργησε επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας. Κατά τον έλεγχο αυτόν, προσδιορίστηκε η οικονομική κατάστασή της ως είχε στις 17 Ιουνίου 2004.

11      Με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004, το Krajský súd v Košiciach επικύρωσε τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Σύμφωνα με αυτόν, η απαίτηση της σλοβακικής φορολογικής αρχής έπρεπε να εξοφληθεί σε ποσοστό 35 %, το οποίο αντιστοιχούσε σε 224,3 εκατομμύρια SKK.

12      Με έγγραφο της 20ής Οκτωβρίου 2004, η τοπική φορολογική αρχή γνωστοποίησε, μεταξύ άλλων, στην προσφεύγουσα ότι οι όροι του πτωχευτικού συμβιβασμού, σύμφωνα με τους οποίους δεν απαιτούνταν η καταβολή μέρους της φορολογικής οφειλής, συνιστούν κρατική ενίσχυση υποκείμενη σε έγκριση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

13      Στις 17 Δεκεμβρίου 2004 η προσφεύγουσα κατέβαλε μεταξύ άλλων στην τοπική φορολογική αρχή ποσό ύψους 224,3 εκατομμυρίων SKK, το οποίο αντιστοιχούσε στο 35 % της συνολικής φορολογικής οφειλής της. Με απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 2004, το Krajský súd v Košiciach περάτωσε τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού. Στις 18 Αυγούστου 2006 το Krajský súd v Košiciach μείωσε το καταβλητέο στην τοπική φορολογική αρχή ποσό σε 224,1 εκατομμύρια SKK.

 Διοικητική διαδικασία

14      Με έγγραφο της 15ης Οκτωβρίου 2004, υποβλήθηκε στην Επιτροπή καταγγελία για παράνομη κρατική ενίσχυση υπέρ της προσφεύγουσας.

15      Με έγγραφο της 4ης Ιανουαρίου 2005, η Σλοβακική Δημοκρατία γνωστοποίησε στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος της τελευταίας περί παροχής πληροφοριακών στοιχείων, το ενδεχόμενο να έχει λάβει η Frucona Košice παράνομη κρατική ενίσχυση και της ζήτησε να την εγκρίνει ως ενίσχυση σκοπούσα στη διάσωση προβληματικής εταιρίας.

16      Η Επιτροπή, αφού συγκέντρωσε συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία, κοινοποίησε στη Σλοβακική Δημοκρατία, με έγγραφο της 5ης Ιουλίου 2005, την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ σχετικά με το επίμαχο μέτρο. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2005, C 233, σ. 47).

17      Με έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 2005, η Σλοβακική Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή παρατηρήσεις επί του επίμαχου μέτρου. Ομοίως, με έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2005, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί του επίμαχου μέτρου. Οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας κοινοποιήθηκαν στη Σλοβακική Δημοκρατία, η οποία απάντησε με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2005.

 Αρχική απόφαση

18      Στις 7 Ιουνίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2007/254/ΕΚ, περί της κρατικής ενίσχυσης C 25/2005 (πρώην NN 21/2005), που χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία υπέρ της Frucona Košice a.s. (ΕΕ 2007, L 212, σ. 34, στο εξής: αρχική απόφαση). Με το άρθρο 1 του διατακτικού της αποφάσεως αυτής, η κρατική ενίσχυση ύψους 416 515 990 SKK την οποία είχε χορηγήσει η Σλοβακική Δημοκρατία στην προσφεύγουσα χαρακτηρίστηκε μη συμβατή με την κοινή αγορά, με το δε άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής διατασσόταν η ανάκτησή της.

 Διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

19      Στις 12 Ιανουαρίου 2007 η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αρχικής αποφάσεως.

20      Με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2010, Frucona Košice κατά Επιτροπής (T‑11/07, Συλλογή, EU:T:2010:498), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αυτή ως αβάσιμη.

21      Κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως την οποία άσκησε η προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο, με απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής (C‑73/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:32), αναίρεσε την απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 20 ανωτέρω (EU:T:2010:498). Εξετάζοντας τη διαφορά επί της ουσίας, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να λάβει υπόψη της, στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή ότι, εφόσον έλαβε υπόψη της το στοιχείο αυτό, δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την απόφασή της. Εν τέλει, το Δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των προβληθέντων ενώπιόν του λόγων ακυρώσεως τους οποίους δεν είχε εξετάσει.

22      Μετά την έκδοση της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32), και προκειμένου να θεραπεύσει τις επισημανθείσες από το Δικαστήριο πλημμέλειες, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 16 Οκτωβρίου 2013, την απόφαση 2014/342/ΕΕ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.18211 (C 25/2005) (πρώην NN 21/2005) που χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία στη Frucona Košice a.s. (ΕΕ L 176, σ. 38, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), στο άρθρο 1 της οποίας αναφέρεται ότι η αρχική απόφαση «καταργείται».

23      Εν συνεχεία, με αιτιολογημένη διάταξη της 21ης Μαρτίου 2014, Frucona Košice κατά Επιτροπής (T‑11/07 RENV, EU:T:2014:173), το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο επιλήφθηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 117 του Κανονισμού Διαδικασίας του της 2ας Μαΐου 1991, δυνάμει της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32), διαπίστωσε ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής με αίτημα την ακύρωση της αρχικής αποφάσεως.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

24      Όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 22 ανωτέρω, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, σε αντικατάσταση της αρχικής αποφάσεως, προς θεραπεία των πλημμελειών της τελευταίας, οι οποίες είχαν διαπιστωθεί με την απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32) (αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει να εξεταστεί, κατ’ ουσίαν, εάν η τοπική φορολογική αρχή, αποδεχόμενη την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού και, συνεπώς, τη διαγραφή κατά 65 % της απαιτήσεώς της, ενήργησε έναντι της προσφεύγουσας ως ιδιώτης πιστωτής υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Διευκρίνισε, συναφώς, ότι η θέση της εν λόγω αρχής ως πιστωτή της προσφεύγουσας ήταν ασυνήθιστα ισχυρή, διότι βρισκόταν σε νομική και οικονομική κατάσταση ευνοϊκότερη από εκείνη των ιδιωτών πιστωτών της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, οι απαιτήσεις της φορολογικής αρχής αντιστοιχούσαν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 99 % του συνόλου των αναγγελθεισών απαιτήσεων, οπότε η εν λόγω αρχή, ως προνομιούχος πιστωτής, μπορούσε να απαιτήσει την ικανοποίηση των απαιτήσεών της οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως, διά της εκποιήσεως στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις (αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Πρώτον, όσον αφορά το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η δυνατότητα εφαρμογής του κριτήριου αυτού εξαρτάται από το εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει χορηγήσει υπό άλλη ιδιότητα, πέραν της ιδιότητάς του ως δημόσιας αρχής, οικονομικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση και ότι, εφόσον το κράτος μέλος επικαλεστεί το κριτήριο αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία, οφείλει, σε περίπτωση αμφιβολίας, να αποδείξει αδιαμφισβήτητα και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι εφάρμοσε το συγκεκριμένο μέτρο ενεργώντας ως ιδιώτης επιχειρηματίας. Η Επιτροπή παρέθεσε, συναφώς, την απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF (C‑124/10 P, Συλλογή, EU:C:2012:318, σκέψεις 81 έως 85) (αιτιολογική σκέψη 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

27      Στην αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε τα εξής:

«Εν ολίγοις, η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, κατά τη γνώμη της, το εν λόγω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση. Αναγνώρισε ότι, κατά τον χρόνο του πτωχευτικού συμβιβασμού, το θέμα της κρατικής ενίσχυσης απλώς δεν ελήφθη υπόψη και ζητεί να αντιμετωπιστεί το επίμαχο μέτρο ως ενίσχυση διάσωσης. Συνάγεται, συνεπώς, ότι οι προαναφερθείσες απαιτήσεις της νομολογίας δεν πληρούνται στην παρούσα υπόθεση και το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, […] ΣΛΕΕ.»

28      Εν συνεχεία, η Επιτροπή, αφού επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «[η] δικαιούχος ισχυρίσθηκε ότι το μέτρο δεν ενέχει στοιχείο ενίσχυσης και υπέβαλε τα έγγραφα που περιγράφονται ανωτέρω, συγκεκριμένα τις εκθέσεις των δύο οικονομικών ελεγκτών», εξέτασε εάν η Σλοβακική Δημοκρατία ενήργησε, έναντι της προσφεύγουσας, όπως θα ενεργούσε ένας ιδιώτης πιστωτής.

29      Προς τούτου, η Επιτροπή, πρώτον, συνέκρινε, βάσει των προσκομισθέντων από την προσφεύγουσα αποδεικτικών στοιχείων, τις διαδικασίες του πτωχευτικού συμβιβασμού και της δικαστικής εκκαθαρίσεως (αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεύτερον, συνέκρινε τις διαδικασίες του πτωχευτικού συμβιβασμού και της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών (αιτιολογικές σκέψεις 120 έως 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, τρίτον, εξέτασε τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχαν προσκομίσει οι σλοβακικές αρχές και η προσφεύγουσα (αιτιολογικές σκέψεις 128 έως 138 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή εκτίμησε ότι τόσο η διαδικασία της δικαστικής εκκαθαρίσεως όσο και αυτή της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών αποτελούσαν πολύ επωφελέστερες για την τοπική φορολογική αρχή εναλλακτικές επιλογές σε σχέση με την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού (αιτιολογικές σκέψεις 119, 124 και 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

30      Η Επιτροπή συμπέρανε, με την αιτιολογική σκέψη 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν πληρούται το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή και ότι η Σλοβακική Δημοκρατία παρέσχε στην προσφεύγουσα πλεονέκτημα το οποίο η δεύτερη δεν θα μπορούσε να αποκομίσει υπό τις συνθήκες της αγοράς. Με την αιτιολογική σκέψη 140 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή συμπέρανε ότι η διαγραφή χρέους που αποδέχθηκε η τοπική φορολογική αρχή στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Τέλος, με την αιτιολογική σκέψη 182 της ίδιας αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη κρατική ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

31      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνει πέντε άρθρα.

32      Κατά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «[η αρχική] απόφαση καταργείται (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω).

33      Κατά το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία στην προσφεύγουσα, ύψους 416 515 990 SKK, δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

34      Με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποχρεώνει τη Σλοβακική Δημοκρατία να ανακτήσει την επίμαχη ενίσχυση, η οποία είχε χορηγηθεί παρανόμως στην προσφεύγουσα, περιλαμβανομένων των τόκων υπερημερίας.

35      Κατά το άρθρο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Σλοβακική Δημοκρατία είναι υποχρεωμένη να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως, τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί με αυτήν.

36      Η προσβαλλόμενη απόφαση απευθύνεται, κατά το άρθρο 5 αυτής, στη Σλοβακική Δημοκρατία.

37      Αντίγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως κοινοποιήθηκε από τις σλοβακικές αρχές στην προσφεύγουσα στις 24 Οκτωβρίου 2013.

38      Η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 14 Ιουνίου 2014.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

39      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Φεβρουαρίου 2014, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

40      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Φεβρουαρίου 2014, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας, κατ’ ουσίαν, την αναστολή εκτελέσεως του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η αίτηση αυτή απερρίφθη με διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 2014, με επιφύλαξη ως προς τα δικαστικά έξοδα.

41      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιουλίου 2014, η προσφεύγουσα υπέβαλε νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας, κατ’ ουσίαν, την αναστολή εκτελέσεως του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η αίτηση αυτή απερρίφθη με διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, με επιφύλαξη ως προς τα δικαστικά έξοδα.

42      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, ζήτησε από την προσφεύγουσα να καταθέσει ορισμένα έγγραφα και από την Επιτροπή να απαντήσει σε έγγραφη ερώτησή του. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπρόθεσμα στα αιτήματα αυτά.

43      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους με τις αγορεύσεις τους και τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015.

44      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

45      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

46      Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους. Εξ αυτών, ο πρώτος αφορά, κατ’ ουσίαν, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ο δεύτερος πλάνη περί το δίκαιο στην αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο τρίτος πλάνη περί τα πράγματα και το δίκαιο όσον αφορά τη διαπίστωση ότι η διαδικασία της δικαστικής εκκαθαρίσεως ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού και ο τέταρτος πλάνη περί τα πράγματα και το δίκαιο όσον αφορά τη διαπίστωση ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

47      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας τόσο της ίδιας όσο και της Σλοβακικής Δημοκρατίας. Προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή έπρεπε να ακούσει, αφενός, την άποψή της επί ορισμένων στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως μετά την έκδοση της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32), καθώς και επί ορισμένων στοιχείων της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως, και, αφετέρου, την άποψη των ενδιαφερομένων και της Σλοβακικής Δημοκρατίας επί των νομικών εκτιμήσεων και των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ακόμη ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως έχει ευρύτερο περιεχόμενο, καθώς αφορά και παράβαση ουσιώδους τύπου, την οποία ο δικαστής οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως και η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι η Επιτροπή αρνήθηκε, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, να συγκεντρώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες, αρκούμενη, όπως παραδέχεται με το υπόμνημα αντικρούσεως, μόνο στις πληροφορίες που διέθετε κατά την έκδοση της αρχικής αποφάσεως.

48      Η Επιτροπή αμφισβητεί τη βασιμότητα του συνόλου των επιχειρημάτων αυτών.

49      Πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου.

50      Καταρχάς, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας.

51      Κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που ενδέχεται να καταλήξει στην έκδοση πράξεως βλαπτικής για το πρόσωπο κατά του οποίου αυτή κινήθηκε αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρέπει να εξασφαλίζεται ακόμη και όταν δεν υφίσταται ειδική ρύθμιση. Η αρχή αυτή επιτάσσει να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή της ως προς το υποστατό και τη σημασία των προβαλλομένων από την Επιτροπή γεγονότων, αιτιάσεων και περιστάσεων (αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1986, Βέλγιο κατά Επιτροπής, 234/84, Συλλογή, EU:C:1986:302, σκέψη 27, της 9ης Ιουλίου 2008, Alitalia κατά Επιτροπής, T‑301/01, Συλλογή, EU:T:2008:262, σκέψη 169, της 15ης Δεκεμβρίου 2009, EDF κατά Επιτροπής, T‑156/04, Συλλογή, EU:T:2009:505, σκέψη 101, και της 12ης Μαΐου 2011, Région Nord-Pas-de-Calais και Communauté d’Agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, T‑267/08 και T‑279/08, Συλλογή, EU:T:2011:209, σκέψη 70).

52      Πάντως, η διοικητική διαδικασία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων κινείται μόνον κατά του οικείου κράτους μέλους. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει τις ενισχύσεις θεωρούνται απλώς ως «ενδιαφερόμενοι». Οι επιχειρήσεις αυτές δεν μπορούν να απαιτήσουν τη διεξαγωγή κατ’ αντιπαράθεση συζήτησης με την Επιτροπή, όπως αυτή που διενεργείται με το εν λόγω κράτος μέλος (αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Συλλογή, EU:C:2002:524, σκέψεις 81 και 83· Alitalia κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, EU:T:2008:262, σκέψη 170, και EDF κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, EU:T:2009:505, σκέψη 102).

53      Η νομολογία αυτή αναγνωρίζει στους ενδιαφερόμενους κυρίως τον ρόλο πηγών ενημέρωσης της Επιτροπής στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας η οποία κινείται δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Συνεπώς, οι ενδιαφερόμενοι σαφώς δεν μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιώματα άμυνας που αναγνωρίζονται στα πρόσωπα κατά των οποίων έχει κινηθεί η διαδικασία, αλλά έχουν απλώς το δικαίωμα να μετάσχουν επαρκώς στη διοικητική διαδικασία, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ. Alitalia κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, EU:T:2008:262, σκέψη 172 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, EDF κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, EU:T:2009:505, σκέψη 103 και παρατιθέμενη νομολογία, και Région Nord-Pas-de-Calais και Communauté d’Agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, EU:T:2011:209, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, δεδομένου ότι δεν της αναγνωρίζονται τέτοια δικαιώματα στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας με αντικείμενο τις κρατικές ενισχύσεις. Τούτο ισχύει ακόμη και αν το κράτος μέλος που χορήγησε την ενίσχυση και η προσφεύγουσα, ως δικαιούχος της ενισχύσεως, έχουν ενδεχομένως αποκλίνοντα συμφέροντα στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση EDF κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, EU:T:2009:505, σκέψη 104).

55      Αντιθέτως, πρέπει να εξεταστεί εάν η προσφεύγουσα είχε μετάσχει στον απαιτούμενο βαθμό στη διοικητική διαδικασία, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, αποφάσεις Alitalia κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, EU:T:2008:262, σκέψη 173, και της 30ής Απριλίου 2014, Tisza Erőmű κατά Επιτροπής, T‑468/08, EU:T:2014:235, σκέψη 206).

56      Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή οφείλει να καλεί τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους κατά το στάδιο εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, C‑49/05 P, EU:C:2008:259, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Σχετικά με την υποχρέωση αυτή της Επιτροπής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα συνιστά πρόσφορο μέσο γνωστοποιήσεως της ενάρξεως μιας διαδικασίας προς όλους τους ενδιαφερομένους, διευκρινίζοντας ότι αποκλειστικός σκοπός της ανακοινώσεως αυτής είναι να συλλέξει η Επιτροπή από τους ενδιαφερομένους όλες τις πληροφορίες που μπορούν να τη διαφωτίσουν ως προς τις μελλοντικές της ενέργειες (βλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, T‑228/99 και T‑233/99, Συλλογή, EU:T:2003:57, σκέψη 124 και παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση Alitalia κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, EU:T:2008:262, σκέψη 171).

57      Εν προκειμένω, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι, μετά τη δημοσίευση, από την Επιτροπή, της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2005 και ότι ανέπτυξε τις παρατηρήσεις της και προφορικώς στις 28 Μαρτίου 2006, ήτοι πριν την έκδοση της αρχικής αποφάσεως, η οποία αντικαταστάθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση. Άλλωστε, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι, μετά την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας, είχε επαρκή γνώση των σχετικών στοιχείων και ότι ήταν σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις της επί της υποθέσεως.

58      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η επίσημη διαδικασία εξετάσεως κατέληξε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως, η Επιτροπή δεν προσέβαλε τα δικαιώματα της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, πράγμα που η προσφεύγουσα άλλωστε δεν αμφισβητεί.

59      Αφετέρου, δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται αποκλειστικά σε πληροφορίες διαθέσιμες κατά τον χρόνο εκδόσεως της αρχικής αποφάσεως, επί των οποίων η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της ή τις οποίες προσκόμισε η ίδια η προσφεύγουσα με τις παρατηρήσεις της. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα, μολονότι διατείνεται ότι η Επιτροπή προσέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση νέους λόγους και εκτιμήσεις, εντούτοις παραδέχεται με το υπόμνημα απαντήσεως και επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της καμία άλλη πληροφορία, πέραν εκείνων που διέθετε κατά την έκδοση της αρχικής αποφάσεως.

60      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες αυτές ενόψει της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να υποχρεούται, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, να ζητήσει εκ νέου από αυτήν να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

61      Δεύτερον, επισημαίνεται, επιπλέον, ότι, κατά τη νομολογία, η διαδικασία αντικαταστάσεως παράνομης πράξεως μπορεί να συνεχιστεί από το σημείο ακριβώς στο οποίο εμφιλοχώρησε το ελάττωμα, χωρίς να υποχρεούται η Επιτροπή να κινήσει εξαρχής τη διαδικασία, ανατρέχοντας σε χρόνο προγενέστερο του εν λόγω σημείου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1998, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑415/96, Συλλογή, EU:C:1998:533, σκέψη 31, της 3ης Οκτωβρίου 2000, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, C‑458/98 P, Συλλογή, EU:C:2000:531, σκέψη 82, και Alitalia κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, EU:T:2008:262, σκέψεις 99 και 142). Η νομολογία αυτή σχετικά με την αντικατάσταση πράξεως ακυρωθείσας από τον δικαστή της Ένωσης ισχύει επίσης σε περίπτωση αποσύρσεως και αντικαταστάσεως παράνομης πράξεως από τον συντάκτη της, χωρίς να έχει προηγηθεί δικαστική ακύρωση της πράξεως αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση Région Nord-Pas-de-Calais και Communauté d’Agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, EU:T:2011:209, σκέψη 83).

62      Πάντως, εν προκειμένω, διαπιστώνεται, αφενός, ότι με την απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32, σκέψεις 101 έως 103), το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να λάβει υπόψη της, στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή ότι, κατά το μέτρο που έλαβε υπόψη της το στοιχείο αυτό, δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την απόφασή της. Αντιθέτως, ουδόλως προκύπτει από την απόφαση αυτή ότι το Δικαστήριο αμφισβήτησε τη διαδικασία εξετάσεως του επίδικου μέτρου ή το υποστατό των βασικών στοιχείων που συνελέγησαν κατά τη διαδικασία αυτή.

63      Αφετέρου, διαπιστώνεται, επίσης, ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση αυτή προς θεραπεία των πλημμελειών της αρχικής αποφάσεως, οι οποίες είχαν διαπιστωθεί από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει, ιδίως, εκτίμηση σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή.

64      Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 61 ανωτέρω νομολογία, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να κινήσει εκ νέου την επίσημη διαδικασία και να ζητήσει από την προσφεύγουσα να υποβάλει εκ νέου τις παρατηρήσεις της.

65      Κατά συνέπεια, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει πληροφοριών τις οποίες είχε συγκεντρώσει στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως, χωρίς να ζητήσει από την προσφεύγουσα να υποβάλει εκ νέου τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή δεν προσέβαλε το δικαίωμα της προσφεύγουσας να μετάσχει στην εν λόγω διαδικασία.

66      Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν είναι ικανά να αναιρέσουν το συμπέρασμα αυτό.

67      Πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν της έδωσε τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί των νέων στοιχείων που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τις συνέπειες της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32), επί της δικαστικής εκκαθαρίσεως της L., εταιρίας δραστηριοποιούμενης στον ίδιο κλάδο, και επί ορισμένων σκέψεων της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 20 ανωτέρω (EU:T:2010:498). Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει, επιπλέον, ότι η Επιτροπή δεν έδωσε στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να προσκομίσουν τις πληροφορίες που ήταν αναγκαίες προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ευσταθεί η δική της ερμηνεία του δικαίου.

68      Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, αφενός, στις σκέψεις 141, 145, 146, 148, 177, 180, 181, 190, 191 και 198 της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 20 ανωτέρω (EU:T:2010:498), τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ανεπαρκείς ορισμένες πληροφορίες και απόψεις που παρέθεσε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία και αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες. Αφετέρου, από την αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η δική της περίπτωση είναι όμοια με αυτή της L.

69      Επομένως, με την επιχειρηματολογία της, η προσφεύγουσα ουσιαστικά προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν κίνησε εκ νέου την επίσημη διαδικασία εξετάσεως και ότι δεν άκουσε την άποψή της επί όλων των πληροφοριακών στοιχείων τα οποία είχε προσκομίσει κατά τη διοικητική διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως και τα οποία κρίθηκαν ανεπαρκή είτε από το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 20 ανωτέρω (EU:T:2010:498), είτε από την Επιτροπή, με την αρχική απόφαση. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή προσκρούει στην υπομνησθείσα στη σκέψη 52 ανωτέρω νομολογία κατά την οποία οι ενδιαφερόμενοι, περιλαμβανομένου του δικαιούχου της ενισχύσεως, δεν μπορούν να απαιτήσουν τη διεξαγωγή κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως με την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, εάν η επιχειρηματολογία αυτή γινόταν δεκτή, η διεξαγωγή μιας τέτοιας συζητήσεως θα καθίστατο επιβεβλημένη.

70      Περαιτέρω, στον βαθμό που η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν άκουσε την άποψη των ενδιαφερομένων σχετικά με τη νομική εκτίμηση και τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, επισημαίνεται ότι, όπως έχει κριθεί, δεν προκύπτει από καμία διάταξη σχετική με τις κρατικές ενισχύσεις αλλά ούτε και από τη νομολογία ότι η Επιτροπή οφείλει να ζητεί από τον αποδέκτη δημοσίων πόρων να εκφράσει την άποψή του σχετικά με τη νομική της εκτίμηση όσον αφορά το οικείο μέτρο ή ότι υποχρεούται να ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος –και, κατά μείζονα λόγο, τον δικαιούχο της ενισχύσεως– για την άποψή της πριν από την έκδοση της αποφάσεώς της, εφόσον έχει καλέσει τους ενδιαφερομένους και το κράτος μέλος να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2004, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, T‑198/01, Συλλογή, EU:T:2004:222, σκέψη 198, και της 1ης Ιουλίου 2010, Nuova Terni Industrie Chimiche κατά Επιτροπής, T‑64/08, EU:T:2010:270, σκέψη 168· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1999, Neue Maxhütte Stahlwerke και Lech-Stahlwerke κατά Επιτροπής, T‑129/95, T‑2/96 και T‑97/96, Συλλογή, EU:T:1999:7, σκέψεις 230 και 231). Πάντως, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας.

71      Τέλος, για τους ίδιους λόγους, κρίνεται απορριπτέο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν άκουσε την άποψή της σχετικά με τις συνέπειες της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32), επί της αναλύσεώς της.

72      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν συγκέντρωσε όλες τις σημαντικές για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως πληροφορίες, αρκούμενη μόνο στις πληροφορίες που διέθετε κατά την έκδοση της αρχικής αποφάσεως.

73      Βεβαίως, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου επί των σύνθετων οικονομικών εκτιμήσεων της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγχει εάν τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων γίνεται επίκληση αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση μιας σύνθετης καταστάσεως και εάν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα (απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψη 76). Είναι επίσης αληθές ότι, κατά την παρατιθέμενη από την προσφεύγουσα νομολογία, εφόσον προκύπτει ότι υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, η Επιτροπή οφείλει να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να της παράσχει όλες τις σχετικές πληροφορίες οι οποίες θα της δώσουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου αυτού (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, EU:C:2013:186, σκέψη 33).

74      Ωστόσο, οι επισημάνσεις αυτές σχετίζονται με την εξέταση του βασίμου της αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, πρόκειται για κρίσεις που διατυπώθηκαν κατά την εξέταση αναιρετικών λόγων οι οποίοι αφορούσαν το βάσιμο της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεως των λόγων ακυρώσεως που σχετίζονταν με την ουσιαστική νομιμότητα των επίμαχων αποφάσεων και, πιο συγκεκριμένα, με το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή. Αντιθέτως, με τις παρατιθέμενες στη σκέψη 73 ανωτέρω αποφάσεις, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του διαφορετικού ζητήματος της νομιμότητας της διαδικασίας εκδόσεως μιας τέτοιας αποφάσεως, υπό το πρίσμα, ειδικότερα, των δικαιωμάτων του δικαιούχου της ενισχύσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

75      Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, τα οποία παρατίθενται συνοπτικά στη σκέψη 72 ανωτέρω, αφορούν την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν αρκούν ώστε να στοιχειοθετηθεί προσβολή των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας. Τούτο ισχύει ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αρχική εξέταση της Επιτροπής δεν ήταν αξιόπιστη.

76      Τρίτον, κατά την προσφεύγουσα, μολονότι το κράτος μέλος και ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν έχουν τον ίδιο ρόλο στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, εντούτοις, εάν το κράτος μέλος δεν υπερασπίζεται τα συμφέροντα του δικαιούχου της ενισχύσεως, η προβολή των επιχειρημάτων του δικαιούχου πρέπει να διασφαλίζεται με άλλους τρόπους.

77      Ωστόσο, αφενός, βάσει της παρατιθέμενης στη σκέψη 54 ανωτέρω νομολογίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι το οικείο κράτος μέλος δεν υπερασπίζεται τα συμφέροντα του δικαιούχου της ενισχύσεως δεν μεταβάλλει τον ρόλο του τελευταίου κατά τη διοικητική διαδικασία ούτε τη φύση της συμμετοχής του σε αυτή, σε τέτοιο βαθμό ώστε να παρέχονται στον δικαιούχο, όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας, εγγυήσεις ανάλογες με αυτές που ισχύουν για το κράτος μέλος.

78      Αφετέρου, όσον αφορά το δικαίωμα του δικαιούχου της ενισχύσεως να μετάσχει επαρκώς στη διαδικασία, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, υπενθυμίζεται ότι, εν προκειμένω, παρασχέθηκε στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να παραθέσει όλες τις πληροφορίες που θεωρούσε σημαντικές και λυσιτελείς μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα. Από τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί του ζητήματος προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι αυτή γνώριζε ότι οι σλοβακικές αρχές δεν αμφισβητούν τα προσωρινά συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η εν λόγω απόφαση όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως. Συνεπώς και παρά την απόκλιση των απόψεων, της δόθηκε, εν πάση περιπτώσει, η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

79      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι είναι απορριπτέα στο σύνολό τους τα επιχειρήματα με τα οποία η προσφεύγουσα επιχειρεί να αποδείξει ότι η Επιτροπή έπρεπε να ακούσει την άποψή της μετά την έκδοση της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32). Προκύπτει, επίσης, ότι δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί το επιχείρημα ότι, εάν της είχε δοθεί η δυνατότητα να υποβάλει συμπληρωματικές παρατηρήσεις, το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως θα μπορούσε να είναι διαφορετικό.

80      Δεύτερον, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι προβάλλει, επίσης, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Σλοβακικής Δημοκρατίας, καθώς η Επιτροπή δεν άκουσε τις απόψεις της επί των νέων ζητημάτων που τέθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση μετά την έκδοση της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32).

81      Κατά τη νομολογία, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά, ως εκ της φύσεώς της, υποκειμενικώς εκτιμώμενη παρέκκλιση από τη νομιμότητα (βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-67/00, T-68/00, T-70/00 και T-78/00, Συλλογή, EU:T:2004:221, σκέψη 425 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), την οποία πρέπει, επομένως, να επικαλείται το ίδιο το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος (απόφαση Nuova Terni Industrie Chimiche κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, EU:T:2010:270, σκέψη 186· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, EU:T:2004:222, σκέψη 203).

82      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Σλοβακικής Δημοκρατίας.

83      Εν συνεχεία, πρέπει να εξεταστεί η αιτίαση που διατυπώνεται με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως έχει ευρύτερο περιεχόμενο, καθώς αφορά και παράβαση ουσιώδους τύπου, την οποία το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, δεδομένου ότι η Επιτροπή παραδέχεται, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι δεν συμπεριέλαβε στην ανάλυσή της πληροφορίες που περιήλθαν σε αυτήν μετά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως.

84      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, βεβαίως, η παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως, ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τον δικαστή της Ένωσης (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2013, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, T‑240/10, Συλλογή, EU:T:2013:645, σκέψη 70· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑192/13 P, Συλλογή, EU:C:2014:2156, σκέψη 103, και της 22ας Οκτωβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑429/13 P, Συλλογή, EU:C:2014:2310, σκέψη 34).

85      Αντιθέτως, λόγος ο οποίος αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως και ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, μπορεί, αντιθέτως, να εξετασθεί από τον δικαστή της Ένωσης μόνον εφόσον προβλήθηκε από τον προσφεύγοντα (αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑272/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:812, σκέψη 28, και της 20ής Μαρτίου 2014, Rousse Industry κατά Επιτροπής, C‑271/13 P, EU:C:2014:175, σκέψη 18· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, Συλλογή, EU:C:1998:154, σκέψη 67).

86      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 73 έως 75 ανωτέρω, το αν η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το σύνολο των σχετικών πληροφοριών, προκειμένου να εξετάσει το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει στην εξέταση της ουσιαστικής νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν άπτεται της παραβάσεως ουσιώδους τύπου.

87      Επομένως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου κρίνονται απορριπτέα, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί το παραδεκτό τους, δεδομένου ότι προβλήθηκαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως.

88      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος κρίνεται απορριπτέος στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο στην αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως

89      Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως εμπεριέχει πλάνη περί το δίκαιο, διότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή συνήγαγε εσφαλμένως από την απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω (EU:C:2012:318, σκέψεις 81 έως 85), ότι, εάν ένα κράτος μέλος δεν εκφέρει άποψη επί της ενισχύσεως κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών ή ζητεί να χαρακτηριστεί ένα μέτρο ως ενίσχυση σκοπούσα στη διάσωση προβληματικής εταιρίας, τούτο αρκεί για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Συναφώς, πρώτον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και ότι οι δηλώσεις στις οποίες συγκατατίθεται το κράτος μέλος δεν μπορούν να θεωρούνται αξιόπιστες ούτε είναι αντιτάξιμες έναντι τρίτου ενδιαφερομένου ο οποίος αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως. Δεύτερον, δεν τίθεται εν προκειμένω το ζήτημα υπό ποια ιδιότητα ενήργησε εν προκειμένω η Σλοβακική Δημοκρατία, δεδομένου ότι αυτή μπορούσε να ενεργήσει μόνον ως πιστωτής. Επομένως, τίθεται μόνο το ζήτημα εάν, βάσει ιδίως των κριτηρίων που παρατίθενται στις σκέψεις 70 έως 73 της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32), ήταν πρόδηλο ότι η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να λάβει το επίμαχο πλεονέκτημα από ιδιώτη πιστωτή. Τρίτον, η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η τοπική φορολογική αρχή δεν χειρίστηκε το ζήτημα της επίμαχης φορολογικής οφειλής ως πιστωτής που επιδιώκει την είσπραξη όσον το δυνατόν μεγαλύτερου ποσού. Πάντως, κατά την προσφεύγουσα, πρέπει να ληφθεί συναφώς υπόψη μόνον η απόφαση της εν λόγω αρχής και όχι η εκτίμηση των σλοβακικών αρχών, όπως αυτή παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τέταρτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, κατά τη νομολογία, είναι εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι απόκειται στο κράτος μέλος να επικαλεστεί το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή.

90      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι σύμφωνη με τη νομολογία περί εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή και ότι, εν πάση περιπτώσει, εξέτασε τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της, προκειμένου να διαπιστώσει εάν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου αυτού. Πρώτον, η Επιτροπή προβάλλει ότι, κατά τη νομολογία, η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή εξαρτάται από την ιδιότητα υπό την οποία το οικείο κράτος μέλος χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα σε μία επιχείρηση, διευκρινιζομένου ότι εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει αδιαμφισβήτητα και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι έλαβε την απόφασή του ενεργώντας ως ιδιώτης επιχειρηματίας και όχι ως δημόσια εξουσία. Κατά την Επιτροπή, εάν γινόταν δεκτό ότι ο δικαιούχος της ενισχύσεως μπορεί να επικαλεστεί το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, η νομολογία αυτή θα ήταν κατά μείζονα λόγο εφαρμοστέα. Δεύτερον, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς προηγουμένως να έχει διαπιστωθεί η δυνατότητα εφαρμογής του, δεδομένης της προθέσεως του κράτους μέλους να ενεργήσει ως ιδιώτης επιχειρηματίας. Εν προκειμένω, η Σλοβακική Δημοκρατία προσκόμισε στοιχεία βάσει των οποίων αποκλείεται η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου αυτού. Τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλεί η προσφεύγουσα από την απόκλιση απόψεων μεταξύ των σλοβακικών αρχών και της τοπικής φορολογικής αρχής, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στη διαδικασία εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων μετέχει μόνον το κράτος μέλος.

91      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και εφόσον η Συνθήκη δεν ορίζει διαφορετικά, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασύμβατες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

92      Η έννοια της ενισχύσεως περιλαμβάνει όχι μόνο θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 1998, Ecotrade, C‑200/97, Συλλογή, EU:C:1998:579, σκέψη 34, Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψη 69, και Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 30).

93      Εντούτοις, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως «ενισχύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ όταν η δικαιούχος δημόσια επιχείρηση θα μπορούσε, υπό συνθήκες που αντιστοιχούν στους συνήθεις όρους της αγοράς, να αποκομίσει το ίδιο πλεονέκτημα με εκείνο που τέθηκε στη διάθεσή της με χρήση κρατικών πόρων (αποφάσεις Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψη 70, και Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 31· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

94      Η εκτίμηση αυτή χωρεί όταν ένας δημόσιος πιστωτής παρέχει διευκολύνσεις πληρωμών για την καταβολή χρέους που του οφείλει επιχείρηση, εφαρμόζοντας, καταρχήν, το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή. Πράγματι, το κριτήριο αυτό, όταν είναι εφαρμόσιμο, περιλαμβάνεται στα στοιχεία τα οποία η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη της προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιας ενισχύσεως (αποφάσεις Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψη 71, και Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 32· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 1999, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑342/96, Συλλογή, EU:C:1999:210, σκέψη 46, και της 29ης Ιουνίου 1999, DM Transport, C‑256/97, Συλλογή, EU:C:1999:332, σκέψη 24).

95      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η δυνατότητα εφαρμογής του κριτήριου αυτού εξαρτάται, εν τέλει, από το εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει χορηγήσει υπό άλλη ιδιότητα, πέραν της ιδιότητάς του ως δημόσιας αρχής, οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχείρηση η οποία του ανήκει (απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 81).

96      Κατ’ αναλογία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή εξαρτάται, εν τέλει, από το αν το οικείο κράτος μέλος έχει χορηγήσει υπό άλλη ιδιότητα, πέραν της ιδιότητάς του ως δημόσιας αρχής, οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχείρηση (βλ., συναφώς, απόφαση EDF κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, EU:T:2009:505, σκέψη 224). Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, όταν η δημόσια αρχή παρέχει διευκολύνσεις για την εξόφληση της οφειλής μιας επιχειρήσεως προς αυτήν, η εν λόγω αρχή πρέπει να παραβληθεί προς ιδιώτη πιστωτή ο οποίος προσπαθεί να επιτύχει την εξόφληση των ποσών τα οποία του οφείλει οφειλέτης που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, HAMSA κατά Επιτροπής, T‑152/99, Συλλογή, EU:T:2002:188, σκέψη 167, και της 17ης Μαΐου 2011, Buczek Automotive κατά Επιτροπής, T‑1/08, Συλλογή, EU:T:2011:216, σκέψη 70· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 94 ανωτέρω, EU:C:1999:210, σκέψη 46, και DM Transport, σκέψη 94 ανωτέρω, EU:C:1999:332, σκέψη 24). Στις περιπτώσεις αυτές, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, συνεπώς και του ιδιώτη πιστωτή, ασκεί επιρροή, διότι η συμπεριφορά του Δημοσίου ενδέχεται να εκδηλωθεί, τουλάχιστον καταρχήν, από ιδιωτική επιχείρηση επιδιώκουσα κερδοσκοπικό σκοπό (βλ., συναφώς, απόφαση EDF κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, EU:T:2009:505, σκέψη 224).

97      Στο πλαίσιο του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς, το Δικαστήριο έχει, εξάλλου, αποφανθεί ότι, εάν κράτος μέλος επικαλείται, κατά τη διοικητική διαδικασία, το εν λόγω κριτήριο, εν αμφιβολία, σε αυτό απόκειται να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά του ως μετόχου (απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 82). Από τα στοιχεία αυτά πρέπει να προκύπτει σαφώς ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος είχε λάβει, πριν ή συγχρόνως με τη χορήγηση του οικονομικού πλεονεκτήματος την απόφαση να προβεί, με το μέτρο που πράγματι έλαβε, σε επένδυση στην ελεγχόμενη από αυτό δημόσια επιχείρηση (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συναφώς, μπορεί να απαιτηθούν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε οικονομικές εκτιμήσεις όμοιες με εκείνες στις οποίες, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, θα είχε προβεί ένας ορθολογικός ιδιώτης πωλητής ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια με εκείνη του εν λόγω κράτους μέλους, πριν προχωρήσει στην εν λόγω επένδυση, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική κερδοφορία της (απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 84). Αντιθέτως, οι οικονομικές εκτιμήσεις οι οποίες γίνονται μετά τη χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος, η εκ των υστέρων διαπίστωση ότι η επένδυση που πραγματοποίησε το κράτος μέλος ήταν πράγματι κερδοφόρος ή οι όψιμοι λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή της διαδικασίας που πράγματι εφαρμόστηκε δεν επαρκούν για να αποδείξουν ότι το κράτος μέλος αυτό έλαβε, πριν ή συγχρόνως προς τη χορήγηση αυτή, τέτοια απόφαση με την ιδιότητά του ως μέτοχος (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

98      Κατά την ως άνω νομολογία, εάν το συγκεκριμένο κράτος μέλος υποβάλει στην Επιτροπή στοιχεία τέτοιας φύσεως, τότε μόνον απόκειται σε αυτήν να προβεί σε συνολική εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη, πέρα από τα στοιχεία που παρέσχε το συγκεκριμένο κράτος μέλος, κάθε άλλο σχετικό εν προκειμένω στοιχείο, το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει αν το επίμαχο μέτρο συναρτάται με την ιδιότητα του εν λόγω κράτους μέλους ως μετόχου ή ως φορέα δημόσιας εξουσίας (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 86).

99      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, είχε εκφράσει αμφιβολίες όσον αφορά το αν η Σλοβακική Δημοκρατία ενήργησε έναντι της προσφεύγουσας ως ιδιώτης πιστωτής (αιτιολογική σκέψη 78 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή, ενώ διαπιστώνει ότι οι όροι του πτωχευτικού συμβιβασμού ήταν όμοιοι τόσο έναντι των ιδιωτών πιστωτών όσο και έναντι της φορολογικής αρχής (αιτιολογική σκέψη 79 της προσβαλλομένης αποφάσεως), εντούτοις επισημαίνει ότι η θέση της φορολογικής αρχής ως πιστωτή ήταν ασυνήθιστα ισχυρή. Εξ αυτού συνήγαγε ότι «πρέπει, ως εκ τούτου, να εξεταστεί διεξοδικά το κατά πόσο η φορολογική αρχή χρησιμοποίησε όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της για να εξασφαλίσει την υψηλότερη δυνατή αποπληρωμή των εισπρακτέων απαιτήσεών της, όπως θα έπραττε ένας πιστωτής σε οικονομία αγοράς» (αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

100    Προς τούτο, η Επιτροπή υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, με τις αιτιολογικές σκέψεις 81 και 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη νομολογία σχετικά με την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, η οποία παρατίθεται στις σκέψεις 93 και 94 ανωτέρω, και σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, κατ’ αναλογία προς την παρατιθέμενη στις σκέψεις 95 και 97 ανωτέρω νομολογία. Εν συνεχεία, αφού επισήμανε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 83 και 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα κατωτέρω παρατιθέμενα, η Επιτροπή προέβη σε εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου:

«(83)      Εν ολίγοις, η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, κατά τη γνώμη της, το εν λόγω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση. Αναγνώρισε ότι, κατά τον χρόνο του πτωχευτικού συμβιβασμού, το θέμα της κρατικής ενίσχυσης απλώς δεν ελήφθη υπόψη και ζητεί να αντιμετωπιστεί το επίμαχο μέτρο ως ενίσχυση διάσωσης. Συνάγεται, συνεπώς, ότι οι προαναφερθείσες απαιτήσεις της νομολογίας δεν πληρούνται στην παρούσα υπόθεση και το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ].

(84)      Η [προσφεύγουσα] ισχυρίσθηκε ότι το μέτρο δεν ενέχει στοιχείο ενίσχυσης και υπέβαλε τα έγγραφα που περιγράφονται ανωτέρω, συγκεκριμένα τις εκθέσεις των δύο οικονομικών ελεγκτών.»

101    Πρώτον, επισημαίνεται ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, αντιθέτως προς την ερμηνεία που προέβαλε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το εν λόγω θεσμικό όργανο εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή είναι εφαρμόσιμο. Ειδικότερα, τούτο προκύπτει αδιαμφισβήτητα από τις αιτιολογικές σκέψεις 78 και 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως αυτές παρατίθενται στη σκέψη 99 ανωτέρω. Προκύπτει, επίσης, αδιαμφισβήτητα από την αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία η Επιτροπή κάνει λόγο για επίκληση του κριτηρίου αυτού από την ίδια την προσφεύγουσα, η οποία προσκόμισε σχετικά έγγραφα, πριν ακόμη η Επιτροπή αποφασίσει να εφαρμόσει το κριτήριο αυτό επί της ουσίας.

102    Η προαναφερθείσα διαπίστωση δεν αναιρείται από την αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η αναφορά, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, σε «προαναφερθείσα» νομολογία, είναι γενικόλογη και ασαφής και, συνεπώς, ενδέχεται να αφορά είτε τη σχετική με τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή νομολογία είτε τη σχετική με την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού, οι οποίες παρατίθενται αντιστοίχως στις αιτιολογικές σκέψεις 82 και 81 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, η διαπίστωση της Επιτροπής ότι «[συνάγεται], συνεπώς, ότι οι προαναφερθείσες απαιτήσεις της νομολογίας δεν πληρούνται στην παρούσα υπόθεση και το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση» μπορεί να έχει την έννοια όχι μόνον ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν ήταν εφαρμόσιμο, όπως υποστηρίζει τώρα η Επιτροπή, αλλά και ότι, βάσει των προσκομισθέντων από τη Σλοβακική Δημοκρατία στοιχείων, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Βάσει των προεκτεθέντων στη σκέψη 101 ανωτέρω, επιβάλλεται η δεύτερη ερμηνεία, κατ’ αντίθεση προς τη θέση Επιτροπής

103    Πάντως, η Επιτροπή δεν μπορούσε μεν να συναγάγει, με την αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά πράγματι κρατική ενίσχυση, απλώς και μόνον επειδή η Σλοβακική Δημοκρατία το είχε χαρακτηρίσει ως τέτοιο, πλην όμως εξέτασε το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή επί της ουσίας και τη συνδρομή όλων των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση κρατικής ενισχύσεως.

104    Κατά συνέπεια, είναι αλυσιτελής ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, ο οποίος στρέφεται κατά της διαπιστώσεως ότι το επίδικο μέτρο πρέπει να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, επειδή η Σλοβακική Δημοκρατία το χαρακτήρισε ως τέτοιο. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα που παρατίθενται συνοπτικά στη σκέψη 89 ανωτέρω και τα οποία η προσφεύγουσα προέβαλε ειδικά σε απάντηση των επιχειρημάτων της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, με τα επιχειρήματα αυτά επιδιώκεται να αποδειχθεί η ύπαρξη πλάνης περί το δίκαιο στην αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά τη διαπίστωση ότι η πλάνη αυτή είναι άνευ σημασίας.

105    Συνάγεται, επίσης, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να διαπιστώσει ότι το κριτήριο αυτό δεν είναι εφαρμόσιμο εν προκειμένω, όπως κατ’ ουσίαν του ζητεί η Επιτροπή στο πλαίσιο τόσο του δεύτερου όσο και του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή. Συγκεκριμένα, μια τέτοια διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου θα συνιστούσε υποκατάσταση της εκτιμήσεως της Επιτροπής από τη δική του.

106    Ωστόσο, κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο του κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί των προσφυγών λόγω ελλείψεως αρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβιάσεως της Συνθήκης ΛΕΕ ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας. Το άρθρο 264 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, αν η προσφυγή είναι βάσιμη, το Δικαστήριο κηρύσσει την προσβαλλόμενη πράξη άκυρη. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να υποκαταστήσει με τη δική του αιτιολογία αυτή του εκδότη της προσβαλλομένης πράξεως (βλ. αποφάσεις Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑246/11 P, EU:C:2013:118, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

107    Δεύτερον, σημειωτέον, ακόμη, ότι, εάν γινόταν δεκτό ότι η αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως είχε την έννοια ότι η Επιτροπή, όπως τώρα υποστηρίζει, απέκλεισε τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή εν προκειμένω, η συγκεκριμένη αιτιολογική σκέψη θα έπασχε πλάνη περί το δίκαιο, η οποία, όμως, δεν θα είχε σημασία όσον αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 103 και 104 ανωτέρω και στη σκέψη 127 κατωτέρω.

108    Συναφώς, τονίζεται ότι, κατ’ αναλογία προς την παρατιθέμενη στη σκέψη 97 ανωτέρω νομολογία, εάν ένα κράτος μέλος επικαλείται, κατά τη διοικητική διαδικασία, το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, εν αμφιβολία απόκειται σε αυτό να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που έλαβε συναρτάται με την ιδιότητά του ιδιώτη επιχειρηματία.

109    Σημειωτέον, ωστόσο, ότι από τη νομολογία αυτή δεν προκύπτει ότι, όταν το οικείο κράτος μέλος δεν επικαλείται το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή και θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο αποτελεί κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή απαλλάσσεται, εξ αυτού του λόγου και μόνο, από υποχρέωση εξετάσεώς του ή υποχρεούται να το θεωρήσει μη εφαρμόσιμο. Αντιθέτως, ο δικαιούχος της ενισχύσεως δύναται να επικαλεστεί το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή.

110    Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, καταρχάς, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος και στους δικαιούχους του επίδικου μέτρου να προβάλουν τα επιχειρήματά τους προκειμένου να αποδειχθεί ότι το επίδικο μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση ή ότι είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας είναι ακριβώς να διαφωτιστεί η Επιτροπή επί του συνόλου των δεδομένων της υποθέσεως (βλ. αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2008, Hotel Cipriani κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑254/00, T‑270/00 και T‑277/00, Συλλογή, EU:T:2008:537, σκέψη 208 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Regione autonoma della Sardegna κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑394/08, T‑408/08, T‑453/08 και T‑454/08, Συλλογή, EU:T:2011:493, σκέψη 246 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

111    Πάντως, το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν αποτελεί εξαίρεση η οποία εφαρμόζεται μόνο κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους, όταν συντρέχουν όλα τα συστατικά στοιχεία της έννοιας μη συμβατής με την εσωτερική αγορά κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, από τη σκέψη 94 ανωτέρω προκύπτει ότι το κριτήριο αυτό, όταν είναι εφαρμόσιμο, περιλαμβάνεται στα στοιχεία τα οποία η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη της προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιας ενισχύσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 103).

112    Κατά συνέπεια, πέραν του ότι, βάσει της παρατιθέμενης στη σκέψη 111 ανωτέρω νομολογίας, δυνατότητα επικλήσεως του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή δεν έχει αποκλειστικά το οικείο κράτος μέλος, η ερμηνεία της νομολογίας κατά την οποία ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν μπορεί να επικαλεστεί το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, απλώς και μόνον επειδή το οικείο κράτος μέλος δεν το επικαλέστηκε ή δεν αμφισβήτησε καν τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, δεν θα ήταν συμβατή με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 110 ανωτέρω, κατά την οποία ο δικαιούχος δύναται να προβάλει επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει ότι το επίδικο μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

113    Περαιτέρω, με τη σκέψη 61 της αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑214/12 P, C‑215/12 P και C‑223/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:682), το Δικαστήριο επισήμανε ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αρχή που είχε χορηγήσει το πλεονέκτημα, το οικείο κράτος μέλος και ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν προέβαλαν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι το επίμαχο μέτρο στηρίχθηκε σε οικονομικές εκτιμήσεις της στις οποίες προέβη η εν λόγω αρχή για να προσδιορίσει την αποδοτικότητά του, οπότε συνάγεται ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή μπορεί να επικαλεστεί, εκτός του οικείου κράτους μέλους, και ο δικαιούχος της ενισχύσεως, αποδεικνύοντας, ενδεχομένως, ότι το επίμαχο μέτρο αποφασίστηκε από το εν λόγω κράτος υπό την ιδιότητα του επιχειρηματία.

114    Τέλος, τονίζεται ότι η παρατιθέμενη στις σκέψεις 97 και 108 ανωτέρω νομολογία πρέπει να ερμηνευθεί στο πλαίσιο των περιστάσεων υπό τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω (EU:C:2012:318, σκέψη 82), ήτοι της επικλήσεως, από το κράτος μέλος, του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Δεδομένου ότι δεν τέθηκε στην κρίση του Δικαστηρίου το ζήτημα εάν ο δικαιούχος δύναται να επικαλεστεί το εν λόγω κριτήριο, σε περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος υποστηρίξει ότι το επίμαχο μέτρο πρέπει να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, δεν συνάγεται από την ως άνω απόφαση ότι μόνο το κράτος μέλος αυτό μπορεί να επικαλεστεί το εν λόγω κριτήριο.

115    Τονίζεται, ωστόσο, ότι, εφόσον ο δικαιούχος της ενισχύσεως επικαλεστεί το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή κατά τη διοικητική διαδικασία, οφείλει σε περίπτωση αμφιβολίας, όπως και το κράτος μέλος που επικαλείται το κριτήριο αυτό, να αποδείξει αδιαμφισβήτητα και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το εν λόγω κράτος μέλος εφάρμοσε το συγκεκριμένο μέτρο ενεργώντας ως ιδιώτης επιχειρηματίας.

116    Εν προκειμένω, η Σλοβακική Δημοκρατία δεν επικαλέστηκε το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή και υποστήριξε τον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως. Η προσφεύγουσα επικαλέστηκε, ωστόσο, το κριτήριο αυτό κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως και, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προσκόμισε έγγραφα προς στήριξη της θέσεώς της αυτής, περιλαμβανομένων, ειδικότερα, των εκθέσεων δύο οικονομικών ελεγκτών.

117    Υπό τις συνθήκες αυτές, αφενός, βάσει των προεκτεθέντων στη σκέψη 112 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν μπορεί να συναγάγει ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν είναι εφαρμόσιμο εν προκειμένω, απλώς και μόνον επειδή το κράτος μέλος θεωρεί το επίδικο μέτρο κρατική ενίσχυση και δεν επικαλέστηκε το κριτήριο αυτό.

118    Αφετέρου, βάσει της παρατιθέμενης στις σκέψεις 95, 97 και 98 ανωτέρω νομολογίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον η προσφεύγουσα επικαλέστηκε το εν λόγω κριτήριο και προσκόμισε σχετικά έγγραφα, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει εάν τα έγγραφα αυτά ανταποκρίνονται στις απορρέουσες από την εν λόγω νομολογία απαιτήσεις και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να προβεί σε συνολική εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη, πέραν των προσκομισθέντων στοιχείων, κάθε άλλο χρήσιμο εν προκειμένω στοιχείο, που να της παρέχει τη δυνατότητα να διαπιστώσει εάν το συγκεκριμένο κράτος μέλος έλαβε το επίδικο μέτρο ενεργώντας ως ιδιώτης επιχειρηματίας ή ως δημόσια εξουσία. Πάντως, ενώ η Επιτροπή διαπίστωσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 47 και 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αντιθέτως προς ό,τι προέβαλλε η προσφεύγουσα, δεν αποδείχθηκε ότι η έκθεση Ε είχε τεθεί υπόψη της τοπικής φορολογικής αρχής πριν την αποδοχή του πτωχευτικού συμβιβασμού από αυτήν, πλην όμως διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν αξιολόγησε τα χαρακτηριστικά των εγγράφων αυτών και δεν προέβη στην προαναφερθείσα συνολική εκτίμηση, προκειμένου να διαπιστώσει εάν υφίσταται δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου εν προκειμένω.

119    Επικουρικώς, τονίζεται, εν πάση περιπτώσει, ότι η απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω (EU:C:2012:318, σκέψεις 81 έως 85), με την οποία αποσαφηνίστηκαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς και επί της οποίας η Επιτροπή στηρίζει τη θέση της ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν είναι εφαρμόσιμο εν προκειμένω, εκδόθηκε στις 5 Ιουνίου 2012, ήτοι ένα μήνα πριν τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Ιουλίου 2012 στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32). Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι, στην τελευταία αυτή απόφαση, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ορισμένες από τις κρίσεις που διατυπώθηκαν με την απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω (EU:C:2012:318).

120    Βεβαίως, με την απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32), το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ρητώς επί της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, όπως ουσιαστικά διατείνεται η Επιτροπή. Εξάλλου, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε η Επιτροπή, το ζήτημα αυτό δεν τέθηκε με την αίτηση αναιρέσεως.

121    Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι, με τις σκέψεις 68 έως 91 και 100 έως 104 της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32), το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του βασίμου της κρίσεως που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 20 ανωτέρω (EU:T:2010:498), και της εκτιμήσεως στην οποία κατέληξε η Επιτροπή με την αρχική απόφαση όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή.

122    Πάντως, η ύπαρξη δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του, όπως προκύπτει, εξάλλου, από τη σκέψη 71 της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32), με την οποία το Δικαστήριο επισήμανε ότι το εν λόγω κριτήριο, όταν είναι εφαρμόσιμο, περιλαμβάνεται στα στοιχεία τα οποία η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη της προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιας ενισχύσεως.

123    Επομένως, εφόσον το Δικαστήριο προέβη σε εκτίμηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, πρέπει να γίνει κατά λογική αναγκαιότητα δεκτό ότι εμμέσως θεώρησε το κριτήριο αυτό εφαρμόσιμο.

124    Αφενός, το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται, κατά μείζονα λόγο, επειδή, ενώ με την αρχική απόφαση η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή και το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επί της ουσίας τους λόγους και τα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί κατά του μέρους αυτού του συλλογισμού στον οποίο στηρίζεται η εν λόγω διαπίστωση, το Δικαστήριο —το οποίο αποφάνθηκε μετά την αναίρεση της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 20 ανωτέρω (EU:T:2010:498), επί της πρωτοδίκως εκδικασθείσας διαφοράς σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου— έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η εκτίμηση του εν λόγω κριτηρίου με την αρχική απόφαση ήταν προδήλως εσφαλμένη ή, τουλάχιστον, ανεπαρκώς αιτιολογημένη (απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψεις 101 έως 103).

125    Αφετέρου, η διαπίστωση που διατυπώθηκε με τη σκέψη 123 ανωτέρω κρίνεται επιβεβλημένη ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε η Επιτροπή, η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή δεν είχε αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32). Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής, μολονότι οφείλει να αποφαίνεται μόνον επί των αιτημάτων των διαδίκων, στους οποίους απόκειται ο καθορισμός του πλαισίου της διαφοράς, δεν δεσμεύεται μόνον από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι προς στήριξη των ισχυρισμών τους, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσε να θεμελιώσει την απόφασή του σε εσφαλμένες νομικές εκτιμήσεις (διατάξεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2004, UER/M6 κ.λπ., C‑470/02 P, EU:C:2004:565, σκέψη 69, της 13ης Ιουνίου 2006, Mancini κατά Επιτροπής, C‑172/05 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:C:2006:393, σκέψη 41, και απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, Συλλογή, EU:C:2010:541, σκέψη 65). Κατά συνέπεια, προκειμένου να μη θεμελιώσει σε εσφαλμένες νομικές εκτιμήσεις την απόφασή του με την οποία κατ’ ουσίαν αναίρεσε μέρος του σκεπτικού επί του οποίου στηρίχθηκε η διαπίστωση ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, διαπίστωση η οποία προϋποθέτει την παραδοχή της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, το Δικαστήριο θα μπορούσε, παρά την απουσία οποιασδήποτε αμφισβητήσεως, να αποφανθεί ότι το εν λόγω κριτήριο δεν είναι εν προκειμένω εφαρμόσιμο. Δεν το έπραξε, όμως, οπότε μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, εμμέσως, ότι το κριτήριο αυτό είναι εν προκειμένω εφαρμόσιμο.

126    Επομένως, εάν αποκλειόταν τώρα η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, όπως ζητεί η Επιτροπή, θα παραβιαζόταν το δεδικασμένο της αποφάσεως Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32).

127    Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία με την οποία η Επιτροπή επιχειρεί να αποδείξει ότι δεν υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή. Επομένως, κατά το μέτρο που με την αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώνεται ότι το εν λόγω κριτήριο δεν είναι εφαρμόσιμο εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο. Ωστόσο, δεδομένου ότι η Επιτροπή εξέτασε το κριτήριο αυτό επί της ουσίας, η πλάνη αυτή δεν δικαιολογεί από μόνη της την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

128    Υπό το πρίσμα όλων των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προέβαλε η προσφεύγουσα είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί τα πράγματα και πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη διαπίστωση ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού

129    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι ένας ιδιώτης πιστωτής θα επέλεγε τη διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως και όχι τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται σε έξι δέσμες επιχειρημάτων, εκ των οποίων η πρώτη εμπεριέχει γενικές επικρίσεις όσον αφορά τη θέση της Επιτροπής, η δεύτερη αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής αποτίμηση του προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού, η τρίτη, η τέταρτη και η πέμπτη σχετίζονται με τη διάρκεια της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως και η έκτη αφορά σφάλμα στην αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Προκαταρκτική υπόμνηση της νομολογίας

130    Για να εξεταστεί το βάσιμο της εκ μέρους της Επιτροπής συγκριτικής εκτιμήσεως των διαδικασιών της δικαστικής εκκαθαρίσεως και του πτωχευτικού συμβιβασμού υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας, πρέπει καταρχάς να υπομνηστεί η νομολογία σχετικά με την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, την κατανομή του βάρους αποδείξεως, τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου αυτού και τον δικαστικό έλεγχο της εκτιμήσεως του εν λόγω κριτηρίου.

131    Πρώτον, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 92 έως 94 της παρούσας αποφάσεως, η έννοια της ενισχύσεως περιλαμβάνει όχι μόνο θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως. Ωστόσο, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως εάν η δικαιούχος επιχείρηση θα μπορούσε, υπό συνθήκες που αντιστοιχούν στους συνήθεις όρους της αγοράς, να αποκομίσει το ίδιο πλεονέκτημα, η εκτίμηση δε αυτή χωρεί, καταρχήν, όταν ένας δημόσιος πιστωτής παρέχει διευκολύνσεις πληρωμών για την καταβολή χρέους που του οφείλει επιχείρηση, εφαρμόζοντας, καταρχήν, το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή.

132    Τέτοιες διευκολύνσεις πληρωμών συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους του χορηγηθέντος οικονομικού πλεονεκτήματος, η δικαιούχος επιχείρηση είχε επιτύχει προδήλως διευκολύνσεις συγκρίσιμες με εκείνες ενός ιδιώτη επενδυτή, ο οποίος τελεί σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του δημόσιου πιστωτή και επιδιώκει την είσπραξη των ποσών τα οποία του οφείλει οφειλέτης ευρισκόμενος αντιμέτωπος με οικονομικές δυσχέρειες (βλ. αποφάσεις Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

133    Εναπόκειται, ως εκ τούτου, στην Επιτροπή να προβεί σε συνολική εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη κάθε σχετικό εν προκειμένω στοιχείο το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει αν η δικαιούχος επιχείρηση προδήλως αποκόμισε διευκολύνσεις συγκρίσιμες με εκείνες που θα χορηγούσε ένας ιδιώτης πιστωτής (αποφάσεις Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψη 73, και Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 47· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 86).

134    Συναφώς, θεωρείται σχετικό κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να επηρεάσει σε ικανό βαθμό τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός συνήθως συνετού και επιμελούς ιδιώτη πιστωτή, ο οποίος τελεί σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του δημόσιου πιστωτή και επιδιώκει την είσπραξη των ποσών τα οποία του οφείλει δανειστής ευρισκόμενος αντιμέτωπος με δυσχέρειες πληρωμών (αποφάσεις Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψη 78, και Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 54).

135    Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι, εφόσον, όπως εν προκειμένω, για να επιτύχει την είσπραξη των ποσών που του οφείλονται, ένας συνήθως συνετός και επιμελής ιδιώτης πιστωτής, που τελεί σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια εκείνης των σλοβακικών αρχών, καλούνταν να επιλέξει μεταξύ πλειόνων διαδικασιών, προκειμένου να εντοπίσει την πλεονεκτικότερη εναλλακτική λύση, θα έπρεπε να σταθμίσει τα υπέρ και τα κατά μιας εκάστης των διαδικασιών αυτών (βλ., συναφώς, αποφάσεις Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψεις 79 και 80, και Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 56).

136    Η επιλογή αυτή του ιδιώτη πιστωτή επηρεάζεται από σειρά παραμέτρων, όπως είναι η ιδιότητα του ενυπόθηκου, του προνομιούχου ή του εγχειρόγραφου δανειστή, η φύση και η έκταση των ενδεχομένων ασφαλειών που κατέχει, η αξιολόγηση των πιθανοτήτων εξυγιάνσεως της επιχειρήσεως καθώς και το κέρδος που θα αποκόμιζε σε περίπτωση εκκαθαρίσεως (αποφάσεις HAMSA κατά Επιτροπής, σκέψη 96 ανωτέρω, EU:T:2002:188, σκέψη 168, και Buczek Automotive κατά Επιτροπής, σκέψη 96 ανωτέρω, EU:T:2011:216, σκέψη 84· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Rousse Industry κατά Επιτροπής, σκέψη 85 ανωτέρω, EU:C:2014:175, σκέψη 61), όπως επίσης ο κίνδυνος να υποστεί ο πιστωτής ακόμη μεγαλύτερες ζημίες (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής, T‑68/03, Συλλογή, EU:T:2007:253, σκέψη 283). Οι αποφάσεις του ιδιώτη πιστωτή ενδέχεται να επηρεαστούν, σε μη αμελητέο βαθμό, από τη διάρκεια των διαδικασιών, δεδομένου ότι μετατίθεται χρονικά η ανάκτηση των οφειλομένων ποσών, με ενδεχόμενη συνέπεια να επηρεαστεί η αξία των απαιτήσεών του (απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψη 81).

137    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή όφειλε, εν προκειμένω, να διαπιστώσει εάν, λαμβανομένων υπόψη των παραμέτρων αυτών, ένας συνήθως συνετός και επιμελής ιδιώτης πιστωτής, που τελεί σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια εκείνης των σλοβακικών αρχών, θα επέλεγε προδήλως την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού, προκειμένου να επιτύχει την είσπραξη των ποσών που του οφείλονται (βλ., συναφώς, απόφαση Buczek Automotive κατά Επιτροπής, σκέψη 96 ανωτέρω, EU:T:2011:216, σκέψη 85). Προς τούτο και προκειμένου να προσδιορίσει ποια είναι η πλέον πρόσφορη εναλλακτική λύση, η Επιτροπή έπρεπε να συγκρίνει, με γνώμονα τα συμφέροντα του ιδιώτη πιστωτή, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε μίας από τις διαδικασίες αυτές (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 57).

138    Δεύτερον, όσον αφορά τον προσδιορισμό του βάρους αποδείξεως της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή, εφόσον προβαίνει, στο πλαίσιο του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, στη συνολική εκτίμηση για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 133 ανωτέρω, πρέπει να λαμβάνει υπόψη, πέραν των προσκομισθέντων από το οικείο κράτος μέλος στοιχείων, και κάθε άλλο σχετικό εν προκειμένω στοιχείο (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, την παρατιθέμενη στη σκέψη 98 ανωτέρω νομολογία). Κατά συνέπεια, όταν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή μπορεί κατά τα φαινόμενα να έχει εφαρμογή, εναπόκειται στην Επιτροπή να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να της παράσχει όλες τις σχετικές πληροφορίες προκειμένου να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου αυτού (απόφαση Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 33).

139    Κατά συνέπεια το βάρος αποδείξεως της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή βαρύνει την Επιτροπή (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 34). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στη μη προσκόμιση των στοιχείων που ζήτησε η Επιτροπή από το οικείο κράτος μέλος, αλλά στη διαπίστωση ότι ένας ιδιώτης πιστωτής δεν θα ενεργούσε με τον τρόπο που ενήργησαν οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, διαπίστωση η οποία προϋποθέτει ότι η Επιτροπή διαθέτει όλα τα αναγκαία για την κατάρτιση της αποφάσεώς της στοιχεία (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 35).

140    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παραθέτει η Επιτροπή, δεν μπορεί να προσαφθεί στο εν λόγω θεσμικό όργανο ότι δεν έλαβε υπόψη τυχόν πραγματικά ή νομικά στοιχεία που θα μπορούσαν να είχαν προσκομιστεί κατά τη διοικητική διαδικασία, αλλά δεν προσκομίστηκαν, εφόσον η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και στηριζόμενη σε εικασίες ποια στοιχεία θα μπορούσαν να της είχαν υποβληθεί (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2004, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, T‑109/01, Συλλογή, EU:T:2004:4, σκέψη 49· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 85 ανωτέρω, EU:C:1998:154, σκέψη 60).

141    Ωστόσο, η Επιτροπή οφείλει, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των προσβαλλομένων μέτρων, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής αποφάσεως, τα κατά το δυνατόν πληρέστερα και πλέον αξιόπιστα στοιχεία για τον σκοπό αυτόν (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott, C‑290/07 P, Συλλογή, EU:C:2010:480, σκέψη 90· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 85 ανωτέρω, EU:C:1998:154, σκέψη 62).

142    Εξάλλου, η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται από τον δικαστή της Ένωσης βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Scott, σκέψη 141 ανωτέρω, EU:C:2010:480, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

143    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δύναται να μη λάβει υπόψη της πληροφοριακά στοιχεία που δεν προσκομίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, εφόσον κρίνει βασίμως ότι διαθέτει πλέον αξιόπιστες πληροφορίες ή ότι τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία δεν είναι σχετικά με την υπόθεση (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Scott, σκέψη 141 ανωτέρω, EU:C:2010:480, σκέψεις 95 έως 98).

144    Τρίτον, επισημαίνεται ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση του ζητήματος αν συγκεκριμένα μέτρα μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις λόγω του γεγονότος ότι οι δημόσιες αρχές δεν ενήργησαν όπως ένας ιδιώτης πιστωτής απαιτεί σύνθετη οικονομική εκτίμηση (αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2007, Ισπανία κατά Lenzing, C‑525/04 P, Συλλογή, EU:C:2007:698, σκέψη 59, Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψη 74, και Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 48).

145    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου που ασκούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης στις σύνθετες οικονομικές εκτιμήσεις της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, δεν απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να υποκαταστήσει την οικονομική εκτίμηση της Επιτροπής (αποφάσεις Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψη 75, και Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 49· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Scott, σκέψη 141 ανωτέρω, EU:C:2010:480, σκέψεις 64 και 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

146    Επομένως, στον βαθμό που η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, όπως και του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, απαιτεί πολύπλοκη οικονομική εκτίμηση από την Επιτροπή, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στο αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, αν τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη ήσαν ακριβή, αν υφίσταται πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (βλ., συναφώς, απόφαση Ισπανία κατά Lenzing, σκέψη 144 ανωτέρω, EU:C:2007:698, σκέψεις 59 έως 61).

147    Ωστόσο, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, μεταξύ άλλων, να ελέγχει όχι μόνον την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα (βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Scott, σκέψη 141 ανωτέρω, EU:C:2010:480, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση Επιτροπή κατά Buczek Automotive, σκέψη 73 ανωτέρω, EU:C:2013:186, σκέψη 50).

148    Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών που απορρέουν από την προπαρατεθείσα νομολογία πρέπει να εξεταστεί η ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως έναντι των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

149    Συναφώς, τονίζεται ότι, με την αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ένας ιδιώτης πιστωτής δεν θα είχε αποδεχθεί την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού. Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε αποτίμηση του ποσού που θα μπορούσε πιθανώς να εισπράξει η τοπική φορολογική αρχή στο πλαίσιο διαδικασίας εκκαθαρίσεως και στη διάρκεια της διαδικασίας αυτής σε σύγκριση με το ποσό που προτάθηκε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού.

150    Συγκεκριμένα, αφενός, η Επιτροπή εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι, με τη διαδικασία εκκαθαρίσεως, η τοπική φορολογική αρχή θα μπορούσε πιθανώς να εισπράξει ποσό κατά πολύ υψηλότερο αυτού που εισέπραξε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού. Συγκεκριμένα, αφού προσάρμοσε τις αποτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση Ε και, εν συνεχεία, αποτίμησε το πιθανό προϊόν της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως και αφαίρεσε από το ποσό αυτό τις δαπάνες της εν λόγω διαδικασίας, η Επιτροπή εκτίμησε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 104 και 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, με τη διαδικασία της δικαστικής εκκαθαρίσεως, η εν λόγω αρχή θα μπορούσε να εισπράξει το ποσό των 356,7 εκατομμυρίων SKK, ήτοι 132,4 εκατομμύρια SKK περισσότερα από το ποσό που εισπράχτηκε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού (224,3 εκατομμύρια SKK). Περαιτέρω, η Επιτροπή ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «ακόμη και αν» εφαρμοζόταν η μέθοδος αποτιμήσεως της εκθέσεως Ε, η εν λόγω αρχή θα εισέπραττε, κατά τη δικαστική εκκαθάριση, το ποσό των 225,5 εκατομμυρίων SKK, το οποίο είναι και πάλι υψηλότερο από το ποσό που εισπράχθηκε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού.

151    Αφετέρου, όσον αφορά τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως, πρώτον, η Επιτροπή εκτίμησε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 109 έως 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εν λόγω διάρκεια δεν θα επηρέαζε σημαντικά την απόφαση ενός ιδιώτη πιστωτή, διότι, κατ’ ουσίαν, η τοπική φορολογική αρχή, ως προνομιούχος πιστωτής, μπορούσε να εισπράξει ανά πάσα στιγμή τουλάχιστον 194 εκατομμύρια SKK από την εκποίηση των παγίων στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις. Δεύτερον, με τις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 118 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε, αφενός, την πιθανή διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως, δεχόμενη ότι αυτή θα ήταν πιθανώς συντομότερη από τη μέση διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας, και, αφετέρου, τις συνέπειες της διάρκειας αυτής όσον αφορά το ποσό που θα μπορούσε να εισπράξει ο πιστωτής κατά το πέρας μιας τέτοιας διαδικασίας (356,7 εκατομμύρια SKK κατόπιν αφαιρέσεως των εξόδων της διαδικασίας), διευκρινιζομένου συναφώς ότι, κατά την Επιτροπή, λόγω του ύψους των πιθανών εσόδων από την εκποίηση των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού, ακόμη και αν η διαδικασία διαρκούσε τέσσερα ή πέντε έτη, δεν θα επηρεαζόταν σημαντικά η απόφαση του ιδιώτη πιστωτή.

152    Κατ’ ουσίαν και ανεξαρτήτως του βασίμου των εκτιμήσεών της, προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη, όπως επιτάσσει η προπαρατεθείσα στις σκέψεις 133 έως 137 ανωτέρω νομολογία, σε ανάλυση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων της δικαστικής εκκαθαρίσεως, σε σχέση με τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, το πιθανό προϊόν της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας και τις συνέπειες της πιθανολογούμενης διάρκειας αυτής, καθώς και το γεγονός ότι η τοπική φορολογική αρχή είχε την ιδιότητα του προνομιούχου πιστωτή.

153    Ωστόσο, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η ανάλυση αυτή είναι εσφαλμένη και δεν στηρίζεται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα, πρώτον, επικρίνει εν γένει την προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή και αμφισβητεί την αιτιολογική σκέψη 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως (πρώτη και έκτη δέσμη επιχειρημάτων). Εν συνεχεία, αμφισβητεί την εκ μέρους της Επιτροπής αποτίμηση του πιθανού προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως (δεύτερη δέσμη επιχειρημάτων). Τέλος, αμφισβητεί την εκτίμηση σχετικά με την πιθανολογούμενη διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας και την επίδρασή της στην επιλογή ενός ιδιώτη πιστωτή (τρίτη, τέταρτη και πέμπτη δέσμη επιχειρημάτων).

154    Πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί το βάσιμο, αφενός, της αποτιμήσεως του πιθανού προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως και, αφετέρου, της εκτιμήσεως όσον αφορά τη διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας και την επίδρασή της στην επιλογή ενός ιδιώτη πιστωτή.

 Επί του βασίμου της αποτιμήσεως του προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως (δεύτερη δέσμη επιχειρημάτων)

155    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αποτίμηση του προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως σε 435 εκατομμύρια SKK. Κατ’ ουσίαν, αφού επισήμανε ότι η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει το ζήτημα αυτό από την άποψη του ιδιώτη πιστωτή και ότι δεν διέθετε ούτε τις γνώσεις ούτε την πείρα που συναφώς απαιτούνται, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, αφενός, ότι η Επιτροπή αρκέστηκε σε εκτιμήσεις, χωρίς να ερευνήσει τις πιθανότητες επιτεύξεως του προϊόντος της εκποιήσεως και χωρίς να καταφύγει στη συνδρομή εμπειρογνωμόνων ή να παραθέσει άλλα αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν την αποτίμησή της, και, αφετέρου, ότι δεν μπορούσε να αντικαταστήσει τους συντελεστές ρευστοποιήσεως της εκθέσεως Ε με άλλους συντελεστές, χωρίς να έχει συγκεντρώσει σχετικά αποδεικτικά στοιχεία από εμπειρογνώμονες.

156    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκ μέρους της Επιτροπής αποτίμηση του προϊόντος της εκποιήσεως, αντιστοίχως, των πάγιων στοιχείων του ενεργητικού της, των αποθεμάτων της, καθώς και των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεών της στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως.

157    Πρώτον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, αποτιμώντας το κατώτατο πιθανό προϊόν της εκποιήσεως των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της σε 194 εκατομμύρια SKK, ενώ στην έκθεση Ε εφαρμόζεται συντελεστής ρευστοποιήσεως 45 %, η Επιτροπή εφάρμοσε συντελεστή επινοημένο, αυθαίρετο, μη εύλογο και μη τεκμηριωμένο, διευκρινιζομένου ότι το εν λόγω ποσό δεν αντιστοιχεί σε αποτίμηση του προϊόντος εκποιήσεως στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως και ότι το ποσό των 397 εκατομμυρίων SKK για το οποίο κάνουν λόγο οι σλοβακικές αρχές προέκυψε από τις οικονομικές καταστάσεις της. Εξάλλου, η μίσθωση από την O.H. των χρησιμοποιούμενων στην παραγωγή στοιχείων του ενεργητικού της δεν καθιστά δυνατή την εξαγωγή συμπεράσματος όσον αφορά το πιθανό προϊόν της εκποιήσεώς τους σε περίπτωση δικαστικής εκκαθαρίσεως και η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την εν εξελίξει διαδικασία της δικαστικής εκκαθαρίσεως της L.

158    Δεύτερον, όσον αφορά το προϊόν της εκποιήσεως των αποθεμάτων της, η προσφεύγουσα φρονεί, αφενός, ότι ένας ιδιώτης πιστωτής θα λάμβανε υπόψη τις επιπτώσεις της ανακλήσεως της άδειας παραγωγής οινοπνευματωδών στην εκποίηση των ημιτελών προϊόντων που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων της στις 9 Ιουλίου 2004. Αφετέρου, θεωρεί ότι η Επιτροπή υποστηρίζει εσφαλμένως και χωρίς να αντικρούσει τα παρατιθέμενα στην αιτιολογική σκέψη 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως αποδεικτικά στοιχεία ότι οι συνθήκες της εκποιήσεως στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως θα ήταν οι ίδιες με αυτές υπό τις οποίες η προσφεύγουσα θα μπορούσε να εκποιήσει τα αποθέματά της στο πλαίσιο της διαδικασίας του πτωχευτικού συμβιβασμού.

159    Τρίτον, όσον αφορά το προϊόν της εκποιήσεως των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεών της, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή αρνήθηκε εσφαλμένως να διενεργήσει τη δεύτερη προσαρμογή που περιλαμβάνεται στην έκθεση Ε, χωρίς να παραθέσει λόγους ή αποδεικτικά στοιχεία προς αντίκρουση της προσαρμογής αυτής. Πάντως, ένας ιδιώτης πιστωτής θα προέβαινε στην προσαρμογή αυτή, προκειμένου να προσδιορίσει το ποσό που θα μπορούσε πιθανώς να εισπράξει από τις ανεξόφλητες απαιτήσεις.

160    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο όλων αυτών των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Κατ’ ουσίαν, προβάλλει, αφενός, ότι έλαβε υπόψη της και εξέτασε διεξοδικά όλα τα διαθέσιμα σχετικά στοιχεία, διευκρινιζομένου ότι δεν είναι υποχρεωμένη να θεωρεί σημαντική κάθε έκθεση ειδικού ή να ζητεί τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Αφετέρου, η Επιτροπή διατείνεται ότι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία της εκθέσεως Ε δεν ήταν αξιόπιστα και ότι προέβη σε προσαρμογή των περιλαμβανόμενων στην έκθεση αυτή συντελεστών ρευστοποιήσεως, βάσει των πληροφοριών και των αποδεικτικών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η τοπική φορολογική αρχή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή προβάλλει, επιπλέον, ότι δεν απόκειται σε αυτήν να ακολουθήσει όλα τα βήματα που θα ακολουθούσε ένας ιδιώτης πιστωτής, αλλά να διαπιστώσει εάν η δημόσια αρχή ενήργησε ως τέτοιος.

161    Ειδικότερα, πρώτον, όσον αφορά τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού της προσφεύγουσας, η Επιτροπή εκτιμά ότι, ελλείψει διευκρινίσεων όσον αφορά την επιλογή του συντελεστή ρευστοποιήσεως στην έκθεση Ε, μπορούσε να λάβει υπόψη της όλα τα άλλα διαθέσιμα στοιχεία που σχετίζονταν με την αξία των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού και τα οποία θα εξέταζε ένας ιδιώτης πιστωτής. Δεδομένου ότι εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει το βάσιμο της θέσεώς της περί της λογικής του ιδιώτη πιστωτή, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προσδιορίσει τον ενδεδειγμένο συντελεστή ρευστοποιήσεως, αλλά να αξιολογήσει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία προκειμένου να κρίνει εάν η θέση της προσφεύγουσας είναι επαρκώς τεκμηριωμένη. Περαιτέρω, σχετικά με την αναφορά στην O.H., η Επιτροπή επισημαίνει ότι, με την αιτιολογική σκέψη 96 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρκέστηκε στην απόρριψη του επιχειρήματος ότι δεν θα βρισκόταν αγοραστής. Εξάλλου, η συγκεκριμένη αναφορά εμφαίνει την τάση της προσφεύγουσας να επικεντρώνεται σε ορισμένες λεπτομέρειες, αγνοώντας τη διαπίστωση, αφενός, ότι ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι συντελεστές ρευστοποιήσεως της εκθέσεως Ε, το προϊόν της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της θα υπερέβαινε το προταθέν στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού ποσό και, αφετέρου, ότι οι διορθωμένες από την ίδια εκτιμήσεις εμφαίνουν προδήλως ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός είναι λιγότερο επωφελής.

162    Δεύτερον, όσον αφορά τα αποθέματα της προσφεύγουσας, η Επιτροπή επισημαίνει, πρώτον, ότι απέρριψε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τον συντελεστή ρευστοποιήσεως της εκθέσεως Ε, για τον οποίον δεν παρασχέθηκε καμία εξήγηση, και στήριξε την εύλογη αποτίμηση του προϊόντος της εκποιήσεως των αποθεμάτων σε άλλα διαθέσιμα στοιχεία, ήτοι στην αναφορά της προσφεύγουσας ότι μπορούσε να αποκομίσει 110 εκατομμύρια SKK από την εκποίηση των αποθεμάτων, καθώς και την εξέλιξη των αποθεμάτων αυτών. Πάντως, η εκποίηση των αποθεμάτων υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ο πτωχευτικός συμβιβασμός, θα μπορούσε να συγκριθεί με τις συνθήκες εκποιήσεως στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως, δεδομένου ότι η άδεια είχε ήδη αφαιρεθεί από την προσφεύγουσα κατά τον χρόνο της εν λόγω εκποιήσεως. Δεύτερον, η αιτιολογική σκέψη 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως αποσκοπούσε μόνο στην απόρριψη των εκθέσεων που είχαν προσκομιστεί ως αποδεικτικά στοιχεία.

163    Τρίτον, όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις, η Επιτροπή φρονεί ότι, ακόμη και αν έπρεπε να διορθωθεί η λογιστική αξία τους, προκειμένου να αποτυπώνουν την πραγματική αξία και να συνεκτιμηθούν οι μη εισπράξιμες ή οι επισφαλείς απαιτήσεις, τίποτα δεν δικαιολογούσε τον καθορισμό αξίας χαμηλότερης από αυτήν που η ίδια η προσφεύγουσα προέβλεπε ότι θα εισπράξει από τους οφειλέτες της. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν παρέθεσε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί τη δεύτερη προσαρμογή, διευκρινιζομένου ότι, κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι μια επιχείρηση έχει κηρυχθεί σε δικαστική εκκαθάριση δεν επηρεάζει την είσπραξη των απαιτήσεών της από τους οφειλέτες της.

164    Ενόψει της εξετάσεως του βασίμου της εκ μέρους της Επιτροπής αποτιμήσεως του προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως, υπενθυμίζεται ότι, τόσο στην έκθεση Ε όσο και στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αποτίμηση αυτή διενεργήθηκε βάσει «συντελεστών ρευστοποιήσεως» οι οποίοι εφαρμόστηκαν επί των διαφόρων στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας.

165    Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 94 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι συντελεστές αυτοί εκφράζουν το ποσοστό της αξίας εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού που επιτυγχάνεται στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως σε σχέση με τη λογιστική αξία τους. Με τους συντελεστές αυτούς επιδιώκεται να υπολογιστεί η εναπομένουσα αξία των εκποιούμενων στο πλαίσιο αυτό στοιχείων, λαμβανομένου υπόψη του τρόπου εκποιήσεως, με τη διευκρίνιση ότι, αναλόγως του είδους των στοιχείων αυτών, εικάζεται ότι η αξία εκποιήσεως είναι συνήθως χαμηλότερη από τη λογιστική αξία τους. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ούτε η χρήση συντελεστών ρευστοποιήσεως ούτε ο καθορισμός τους.

166    Η αποτίμηση που περιλαμβάνεται στην έκθεση Ε και η αποτίμηση της Επιτροπής αποκλίνουν, ωστόσο, σε δύο πεδία. Κατά την Επιτροπή, η έκθεση αυτή δεν αποτελεί αξιόπιστη βάση συγκρίσεως των διαδικασιών της δικαστικής εκκαθαρίσεως και του πτωχευτικού συμβιβασμού (αιτιολογική σκέψη 89 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

167    Αφενός, ενώ στην έκθεση Ε χρησιμοποιείται ως βάση του υπολογισμού η κατάσταση των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στις 31 Μαρτίου 2004, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της την κατάσταση των εν λόγω στοιχείων στις 17 Ιουνίου 2004 (αιτιολογικές σκέψεις 90 και 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα που η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί. Κατά το χρονικό σημείο που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, η λογιστική αξία των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας, όπως προκύπτει από τον πίνακα 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποτυπώνεται ως εξής:

–        πάγια στοιχεία του ενεργητικού (γήπεδα, κτίρια, μηχανήματα και εξοπλισμό, άυλα στοιχεία του ενεργητικού, χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού): 200 εκατομμύρια SKK·

–        αποθέματα: 84 εκατομμύρια SKK·

–        διαθέσιμα: 161 εκατομμύρια SKK·

–        βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις εμπορικής φύσεως: 63 εκατομμύρια SKK.

168    Αφετέρου, η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στην έκθεση Ε για την αποτίμηση του προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως (αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ειδικότερα, ανέφερε ότι η έκθεση αυτή δεν περιέχει καμία διευκρίνιση όσον αφορά τον τρόπο καθορισμού των συντελεστών ρευστοποιήσεως (αιτιολογική σκέψη 94 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι οι συντελεστές που εφαρμόστηκαν με την έκθεση αυτή επί των παγίων στοιχείων του ενεργητικού (45 %), επί των αποθεμάτων (20 %) και επί των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων (20 %, επί του 59 % της λογιστικής αξίας των εν λόγω απαιτήσεων) ήταν υπερβολικά χαμηλοί (αιτιολογικές σκέψεις 95, 98 και 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

169    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή προέβη σε καθορισμό των συντελεστών ρευστοποιήσεως, προς αποτίμηση του πιθανού προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο διαδικασίας εκκαθαρίσεως.

170    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αποτίμηση αυτή. Προκειμένου να εξεταστεί το βάσιμό της, πρέπει, πριν την αξιολόγηση των αποτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να διευκρινιστεί, βάσει των επιχειρημάτων των διαδίκων, το βάρος που είχαν οι εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων κατά τη διαμόρφωση της εκτιμήσεως της Επιτροπής.

171    Καταρχάς, όσον αφορά τις εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων, τονίζεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα με τα επιχειρήματά της, η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να μη λάβει υπόψη της τους συντελεστές ρευστοποιήσεως που χρησιμοποιήθηκαν στην έκθεση Ε.

172    Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, μολονότι η Επιτροπή δύναται, χωρίς να είναι υποχρεωμένη, να καταφύγει στη συνδρομή εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, δεν απαλλάσσεται, εντούτοις, από την υποχρέωση να προβεί σε εκτίμηση των εργασιών τους (αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, Valmont κατά Επιτροπής, T‑274/01, Συλλογή, EU:T:2004:266, σκέψη 72, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Ελλάδα κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑415/05, T‑416/05 και T‑423/05, Συλλογή, EU:T:2010:386, σκέψη 251). Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης μπορεί να θεωρηθεί ως έχουσα αποδεικτική δύναμη, τόσο από την Επιτροπή όσο και από τον δικαστή, μόνον λόγω του αντικειμενικού περιεχομένου της. Εξάλλου, δεν μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως από μια απλή, μη τεκμηριωμένη, δήλωση, περιλαμβανομένη σε τέτοιο έγγραφο (απόφαση Valmont κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:T:2004:266, σκέψη 71).

173    Πάντως, εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η έκθεση Ε δεν περιέχει, όπως υποστήριξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψη 168 ανωτέρω), καμία διευκρίνιση σχετικά με τους συντελεστές ρευστοποιήσεως που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό της μέγιστης δυνατής αξίας εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως. Κατά συνέπεια, βάσει της παρατιθέμενης στη σκέψη 172 ανωτέρω νομολογίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι συντελεστές ρευστοποιήσεως που χρησιμοποιήθηκαν στην έκθεση αυτή έχουν αποδεικτική αξία.

174    Κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα διατείνεται, συναφώς, ότι οι αποτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση Ε στηρίζονται στην πείρα και στην κρίση του συντάκτη της, τονίζεται ότι, βάσει της παρατιθέμενης στη σκέψη 172 ανωτέρω νομολογίας, η θέση αυτή δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την αποδεικτική αξία μιας εκθέσεως εμπειρογνώμονα και να υποχρεώσει την Επιτροπή να λάβει υπόψη τις εκτιμήσεις που αυτή περιέχει.

175    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή αρνήθηκε να δεχθεί τη μεθοδολογία της εκθέσεως Ε. Σημειωτέον, ωστόσο, ότι η Επιτροπή έλαβε επικουρικώς υπόψη της τις αποτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση αυτή, προκειμένου να προσδιορίσει την κατώτατη αξία της αποτιμήσεως.

176    Προκύπτει, επίσης, ότι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα όλα τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα σχετικά με τους χρησιμοποιηθέντες στην έκθεση Ε συντελεστές ρευστοποιήσεως, προσάπτοντας στην Επιτροπή ότι δεν τους έλαβε υπόψη της ή υποστηρίζοντας ότι ένας ιδιώτης πιστωτής θα τους λάμβανε υπόψη του.

177    Δεύτερον, στον βαθμό που η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν ζήτησε την υποβολή νέας εκθέσεως εμπειρογνώμονα, τονίζεται ότι, κατά τη νομολογία, δεν ευσταθεί η αιτίαση κατά της Επιτροπής ότι δεν χρησιμοποίησε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, προκειμένου να καταρτίσει την απόφαση, δεδομένου ότι καμία διάταξη της Συνθήκης ή της νομοθεσίας της Ένωσης δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 1998, British Airways κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑371/94 και T‑394/94, Συλλογή, EU:T:1998:140, σκέψη 72, και της 16ης Μαρτίου 2000, Astilleros Zamacona κατά Επιτροπής, T‑72/98, Συλλογή, EU:T:2000:79, σκέψη 55).

178    Κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα επικαλείται, στο πλαίσιο αυτό, τις σκέψεις 13, 14 και 20 έως 28 της αποφάσεως της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München (C‑269/90, Συλλογή, EU:C:1991:438), συνάγοντας από αυτές ότι, ακόμη και όταν η Επιτροπή προβαίνει, κατά διακριτική ευχέρεια, στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων, υποχρεούται να αναζητήσει τη γνώμη των ειδικών εμπειρογνωμόνων, αρκεί η επισήμανση ότι, σε αντίθεση με τη σχετική εν προκειμένω ρύθμιση, η εφαρμοστέα ρύθμιση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που επικαλείται η προσφεύγουσα προέβλεπε ότι η Επιτροπή συμβουλεύεται, ενδεχομένως, ομάδα εμπειρογνωμόνων. Κατά συνέπεια, βάσει της παρατιθέμενης στη σκέψη 177 ανωτέρω νομολογίας, η συγκεκριμένη απόφαση δεν ασκεί καμία επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.

179    Πρέπει, ωστόσο να εξεταστεί, εν συνεχεία, το βάσιμο των εκτιμήσεων της Επιτροπής. Ειδικότερα, υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από τη σκέψη 177 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν ήταν μεν υποχρεωμένη να καταφύγει σε ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες ενόψει της καταρτίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, πλην όμως όφειλε να διαπιστώσει εάν ένας ιδιώτης πιστωτής θα απέρριπτε προδήλως την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού, έφερε δε το βάρος της αποδείξεως ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή (βλ. σκέψεις 132, 133, 137 και 139 ανωτέρω).

180    Πρέπει, συνεπώς, να υπομνηστούν οι κύριες εκτιμήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και, κατόπιν, να εξεταστεί, λαμβανομένης υπόψη ειδικότερα της παρατιθέμενης στις σκέψεις 145 έως 147 ανωτέρω νομολογίας, εάν οι εκτιμήσεις αυτές είναι, όπως ουσιαστικά διατείνεται η προσφεύγουσα, προδήλως εσφαλμένες, εάν στηρίζονται επαρκώς κατά νόμον σε στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως και αν η Επιτροπή έλαβε υπόψη της όλα τα σχετικά στοιχεία.

181    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αποτίμησε το πιθανό προϊόν της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας σε 435 εκατομμύρια SKK, εκ των οποίων τα 194 εκατομμύρια αντιστοιχούν στα πάγια στοιχεία του ενεργητικού, 43 εκατομμύρια στα αποθέματα, 37 εκατομμύρια στις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις και 161 εκατομμύρια σε ταμειακά διαθέσιμα (πίνακας 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, η Επιτροπή εφάρμοσε συντελεστές ρευστοποιήσεως 97, 52, 59 και 100 %, αντιστοίχως, για κάθε μία από τις ομάδες αυτές των στοιχείων του ενεργητικού, διευκρινιζομένου ότι εν προκειμένω αμφισβητούνται οι τρεις πρώτοι συντελεστές.

182    Ειδικότερα, πρώτον, η Επιτροπή αποτίμησε το πιθανό προϊόν της εκποιήσεως των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως σε 194 εκατομμύρια SKK. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στην αξία των στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων ασφαλίζονταν οι απαιτήσεις της τοπικής φορολογικής αρχής, αξία την οποία είχε επικαλεστεί η προσφεύγουσα, βάσει αποτιμήσεων που είχαν διενεργηθεί από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες το 2003 ή το 2004. Κατά την Επιτροπή, η προσδιορισμένη από τον εμπειρογνώμονα τιμή θα έπρεπε κανονικά να αποτυπώνει τη γενική αξία των στοιχείων του ενεργητικού, η οποία αντιστοιχεί στην τιμή στην οποία τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να πωληθούν σε δεδομένη στιγμή. Η αξία αυτή ορίστηκε προκειμένου να διαπιστωθεί η αξία των εν λόγω στοιχείων ως εγγυήσεων (αιτιολογική σκέψη 95 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επρόκειτο για την κατώτατη τιμή, δεδομένου ότι οι σλοβακικές αρχές είχαν αποτιμήσει την αξία των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας σε 397 εκατομμύρια SKK, όπως αναφέρεται στην πρώτη υποσημείωση υπό τον πίνακα 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, με την αιτιολογική σκέψη 96 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απάντησε στο επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι θα ήταν δύσκολο να βρεθεί αγοραστής, επισημαίνοντας ότι υπήρξε αμέσως ενδιαφέρον από ανταγωνιστή για τα σχετικά με την παραγωγή στοιχεία του ενεργητικού.

183    Δεύτερον, όσον αφορά τα αποθέματα της προσφεύγουσας, η Επιτροπή όρισε τον συντελεστή ρευστοποιήσεως σε 52 %, με το αιτιολογικό, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφεύγουσα είχε εισπράξει 110 εκατομμύρια SKK από την εκποίηση των αποθεμάτων της το 2004, ο συντελεστής δε αυτός αντιστοιχεί στην αναλογία του ποσού αυτού προς την τότε λογιστική αξία των αποθεμάτων. Η Επιτροπή ανέφερε, ακόμη, ότι, δεδομένης της δραστηριότητας της προσφεύγουσας, μπορούσε βάσιμα να υποτεθεί ότι τα αποθέματα αυτά αποτελούνταν από τελικά ή ημιτελή προϊόντα τα οποία θα μπορούσαν ευχερώς να εκποιηθούν (αιτιολογικές σκέψεις 98 και 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

184    Τρίτον, όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της προσφεύγουσας, η Επιτροπή όρισε τον συντελεστή ρευστοποιήσεως σε 59 %. Ο συντελεστής αυτός αντιστοιχεί στην προσαρμογή της λογιστικής αξίας των εν λόγω απαιτήσεων που διενεργήθηκε με την έκθεση Ε, ώστε να αποτυπωθεί η πραγματική αξία των εν λόγω απαιτήσεων, δεδομένου ότι ορισμένες από αυτές ήταν μη εισπράξιμες ή επισφαλείς. Αντιθέτως, θεωρώντας ότι, σύμφωνα με τις παρασχεθείσες από τις σλοβακικές αρχές πληροφορίες, η κατά τα ανωτέρω ορισθείσα αξία αντιστοιχούσε στις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε άλλον συντελεστή, κατ’ αντίθεση προς την έκθεση Ε, στο πλαίσιο της οποίας είχε διενεργηθεί δεύτερη προσαρμογή με συντελεστή ρευστοποιήσεως 20 % (αιτιολογικές σκέψεις 100 έως 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

185    Από το υπομνησθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή όρισε τους συντελεστές ρευστοποιήσεως βάσει συμπερασμάτων που άντλησε από στοιχεία του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας. Τα συμπεράσματα αυτά στηρίζονται μεν σε στοιχεία προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα ή μη αμφισβητηθέντα από αυτήν, πλην όμως η Επιτροπή δεν προέβη σε μεθοδολογική ή οικονομική ανάλυση και δεν ζήτησε, κατά τη διοικητική διαδικασία, συμπληρωματικές πληροφορίες, προκειμένου να ελέγξει και να τεκμηριώσει τα συμπεράσματα που άντλησε από τα προαναφερθέντα στοιχεία.

186    Τονίζεται, πάντως, ότι, εν προκειμένω, τα στοιχεία του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας δεν επαρκούν για να τεκμηριωθούν επαρκώς κατά νόμον και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση τα συμπεράσματα βάσει των οποίων αποτίμησε η Επιτροπή το προϊόν της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως σε 435 εκατομμύρια SKK.

187    Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά την αποτίμηση του πιθανού προϊόντος της εκποιήσεως των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της, επισημαίνεται ότι, με τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι η αξία των στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις ανερχόταν σε 194 εκατομμύρια SKK περίπου. Διευκρίνισε, συναφώς, ότι η αξία αυτή προκύπτει από εκθέσεις ανεξάρτητων εκτιμητών που καταρτίστηκαν κατά τα έτη 2003 και 2004 και μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τις αποφάσεις που εξέδωσε η τοπική φορολογική αρχή μεταξύ 2000 και 2003 περί αναβολής της εξοφλήσεως των φόρων. Ανέφερε, ακόμη, ότι το ποσό αυτό δεν αντιστοιχούσε οπωσδήποτε στο πιθανό προϊόν της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως και ότι, σύμφωνα με πλείονες ανεξάρτητους εκτιμητές, το μέγιστο πιθανό προϊόν της εκποιήσεως θα κυμαινόταν μεταξύ 20 και 50 % της αξίας αυτής.

188    Συμμορφούμενη προς μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την προσφεύγουσα να προσκομίσει τις εκθέσεις για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 187 ανωτέρω, η προσφεύγουσα προσκόμισε έκθεση της K., καθώς και δεκατρείς αποφάσεις περί αναβολής της εξοφλήσεως φόρων, οι οποίες είχαν καταρτιστεί ενόψει της συστάσεως εγγυήσεων από τον Ιούλιο του 2000 έως τον Σεπτέμβριο του 2003.

189    Από την πλευρά της, απαντώντας σε έγγραφη ερώτηση την οποία έθεσε το Γενικό Δικαστήριο ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν είχε ζητήσει, κατά τη διοικητική διαδικασία, την προσκόμιση των εκθέσεων που αναφέρονται στη σκέψη 187 ανωτέρω. Επισήμανε, ωστόσο, ότι είχε στη διάθεσή της τις διαλαμβανόμενες στη σκέψη 188 ανωτέρω αποφάσεις περί αναβολής της εξοφλήσεως, καθώς και τα συμπεράσματα του ελέγχου που διενεργήθηκε στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας στις 21 Ιουνίου 2004, όπως αυτά διατυπώνονται στο συνημμένο στην απάντησή της έγγραφο των σλοβακικών αρχών. Η Επιτροπή προέβαλε, ακόμη, ότι, εφόσον οι διαλαμβανόμενες στη σκέψη 187 ανωτέρω εκθέσεις είχαν καταρτιστεί ειδικά προκειμένου να διαπιστωθεί η αξία των στοιχείων του ενεργητικού, ενόψει της συστάσεως εγγυήσεων, μπορούσε να χρησιμοποιήσει το αριθμητικό στοιχείο που είχε προσδιοριστεί από την προσφεύγουσα. Κατά την Επιτροπή, όταν η αξία ενός στοιχείου του ενεργητικού υπολογίζεται προκειμένου το στοιχείο αυτό να χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση, κατά τον υπολογισμό αυτόν λαμβάνονται υπόψη και τα ενδεχόμενα σε περίπτωση καταπτώσεως της εγγυήσεως.

190    Από τα στοιχεία που παρατίθενται στις σκέψεις 188 και 189 ανωτέρω προκύπτει, βεβαίως, ότι οι διάδικοι συμφωνούν, κατ’ ουσίαν, ότι η αξία των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας, την οποία επικαλείται η ίδια, αποτιμήθηκε σε 194 εκατομμύρια SKK, ενόψει της συστάσεως εγγυήσεων υπέρ της τοπικής φορολογικής αρχής κατά την αναβολή της εξοφλήσεως των φόρων τους οποίους όφειλε.

191    Ωστόσο, τονίζεται, πρώτον, ότι, παρά τα στοιχεία που παρατίθενται στις σκέψεις 188 και 189 ανωτέρω, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί εάν η αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις αποτυπώνει τη λογιστική αξία των παγίων στοιχείων του ενεργητικού που χρησιμοποιήθηκαν για τον ίδιο σκοπό, την αγοραία αξία τους ή την αξία της εκποιήσεώς τους σε περίπτωση δικαστικής εκκαθαρίσεως. Οι θέσεις των διαδίκων αποκλίνουν ως προς το ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα, ενώ, όπως προκύπτει από τη σκέψη 187 ανωτέρω, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ότι το προϊόν της εκποιήσεως των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως θα μπορούσε να ανέλθει στο ποσό των 194 εκατομμυρίων SKK, εντούτοις η Επιτροπή διατύπωσε απλώς την εικασία, τόσο με την προσβαλλόμενη απόφαση όσο και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι το ποσό αυτό αποτυπώνει τη γενική αξία των στοιχείων του ενεργητικού, η οποία αντιστοιχεί στην τιμή στην οποία αυτά θα μπορούσαν να εκποιηθούν σε δεδομένη στιγμή, περιλαμβανομένης της δικαστικής εκκαθαρίσεως, χωρίς να εξετάσει το αντικείμενο, τη μέθοδο ή την αξιοπιστία της εκτιμήσεως στην οποία στηρίχθηκε.

192    Περαιτέρω, μολονότι ορισμένες από τις αποφάσεις περί αναβολής της εξοφλήσεως των φορολογικών οφειλών, τις οποίες προσκόμισε η προσφεύγουσα, εμπεριέχουν αριθμητική αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις, βάσει εκτιμήσεων του 2002, οι αποφάσεις αυτές, συνολικά θεωρούμενες, δεν καθιστούν δυνατή την επιβεβαίωση του συνολικού ποσού των 194 εκατομμυρίων SKK. Ειδικότερα, πολλές από αυτές περιέχουν απλώς απαρίθμηση των στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις, χωρίς αριθμητική αποτίμηση της αξίας τους.

193    Εξάλλου, στο έγγραφο των σλοβακικών αρχών που αναφέρθηκε στη σκέψη 189 ανωτέρω γίνεται λόγος για έλεγχο που διενεργήθηκε στις 21 Ιουνίου 2004 στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας και παρατίθενται τα ευρήματα του ελέγχου αυτού. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ότι η αξία των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας έχει αποτιμηθεί από εμπειρογνώμονα σε 200 εκατομμύρια SKK. Ωστόσο, ακόμη και αν πρόκειται για την ίδια εκτίμηση με αυτή που επικαλείται η προσφεύγουσα, επισημαίνεται ότι το έγγραφο αυτό δεν περιέχει καμία ένδειξη όσον αφορά την αξία των παγίων στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις. Επίσης, στο έγγραφο αυτό δεν αναφέρεται ότι το ποσό των 194 εκατομμυρίων SKK, το οποίο άλλωστε δεν αναγράφεται στο έγγραφο, αντιστοιχεί στο πιθανό προϊόν της εκποιήσεως των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως.

194    Σημειωτέον, εξάλλου, ότι, βάσει των στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι, η αποτίμηση που χρησιμοποίησε η Επιτροπή ανάγεται στα τέλη του 2003 ή αρχές του 2004 και στηρίζεται σε αποτιμήσεις που διενεργήθηκαν μεταξύ 2000 και 2003 κατά τις αναβολές εξοφλήσεως. Επομένως, το ποσό των 194 εκατομμυρίων SKK δεν προκύπτει, όπως επισήμανε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου, από πρόσφατη αποτίμηση. Πάντως, όπως προβάλλει η προσφεύγουσα, η αξία των στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις, και ειδικότερα των οχημάτων και των μηχανημάτων, απομειώνεται συν τω χρόνω.

195    Τέλος, επισημαίνεται, επιπλέον, ότι ο συντελεστής ρευστοποιήσεως τον οποίον εφάρμοσε η Επιτροπή είναι ιδιαίτερα υψηλός, καθώς αντιστοιχεί στο 97 % της λογιστικής αξίας του συνόλου των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας (194 επί 200 εκατομμυρίων SKK). Πάντως, όπως ορθώς προβάλλει η προσφεύγουσα, οι περιστάσεις της εκποιήσεως στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως μειώνουν την αξία των στοιχείων του ενεργητικού σε σχέση με την εκποίηση υπό συνήθεις εμπορικές περιστάσεις, όταν ο πωλητής δύναται να επιλέξει τον χρόνο της εκποιήσεως. Η ίδια η Επιτροπή επισημαίνει, άλλωστε, με την αιτιολογική σκέψη 94 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, με τους συντελεστές ρευστοποιήσεως, «αναλόγως του είδους των στοιχείων αυτών, εικάζεται ότι η αξία εκποιήσεως είναι συνήθως χαμηλότερη από τη λογιστική αξία τους».

196    Από τις διαπιστώσεις που διατυπώθηκαν με τις σκέψεις 191 έως 195 ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα στοιχεία του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας δεν τεκμηριώνουν επαρκώς κατά νόμον τον συντελεστή ρευστοποιήσεως που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για την αποτίμηση του προϊόντος της εκποιήσεως των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας.

197    Δεύτερον, όσον αφορά την αποτίμηση του προϊόντος της εκποιήσεως των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων της προσφεύγουσας, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί την κατά 59 % προσαρμογή στην οποία προέβη η Επιτροπή. Η προσαρμογή αυτή, που στηρίχθηκε στην έκθεση Ε, αποτυπώνει, σύμφωνα με την έκθεση αυτή, την αδυναμία εισπράξεως ή την επισφάλεια ορισμένων απαιτήσεων (βλ. σκέψη 184 ανωτέρω).

198    Συναφώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το προβληθέν από την προσφεύγουσα ζήτημα εάν η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε αντιφάσεις, να χρησιμοποιήσει τον συντελεστή 59 % της εκθέσεως Ε, παρά το γεγονός ότι τη θεωρούσε αναξιόπιστη, τονίζεται ότι, ελλείψει διευκρινίσεων στην εν λόγω έκθεση και δεδομένων των αντιρρήσεων της προσφεύγουσας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι έχει τεκμηριωθεί η σημασία και ο εύλογος χαρακτήρας του εν λόγω συντελεστή. Επομένως, ενώ η Επιτροπή θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι με τον συντελεστή αυτόν προσδιορίζεται ποιες βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις δύνανται να εισπραχθούν ή να εκχωρηθούν χωρίς απώλειες στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως, η προσφεύγουσα έχει τη γνώμη ότι απαιτείται δεύτερη προσαρμογή, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις μιας τέτοιας εκκαθαρίσεως, στο πλαίσιο της οποίας η είσπραξη ή η εκχώρηση των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων θα απέφερε ποσά χαμηλότερα της ανακτήσιμης αξίας και θα συνεπαγόταν έξοδα, κινδύνους και καθυστερήσεις.

199    Πάντως, η θέση της Επιτροπής ότι το ποσό των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων που προσδιορίστηκε κατ’ εφαρμογήν του συντελεστή 59 % είναι εισπράξιμο στο σύνολό του, χωρίς να επηρεάζεται από τις περιστάσεις της εκχωρήσεως στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως, δεν στηρίζεται σε κανένα στοιχείο του φακέλου της υποθέσεως.

200    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως δεν τεκμηριώνεται επαρκώς κατά νόμον ότι ο συντελεστής ρευστοποιήσεως 59 % που εφάρμοσε η Επιτροπή επί των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων.

201    Από τα προεκτεθέντα και, ειδικότερα, από τα συμπεράσματα που αντλούνται από τις σκέψεις 196 και 200 ανωτέρω προκύπτει ότι τα στοιχεία του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας δεν τεκμηριώνουν επαρκώς κατά νόμον την εκ μέρους της Επιτροπής αποτίμηση του πιθανού προϊόντος της εκποιήσεως των παγίων στοιχείων του ενεργητικού και των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως. Επομένως, η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής αποφάσεως, τα κατά το δυνατόν πληρέστερα και πλέον αξιόπιστα στοιχεία για την έκδοση της αποφάσεως αυτής και όφειλε, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, να αναζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες προκειμένου να διασταυρώσει και να τεκμηριώσει τις διαπιστώσεις της.

202    Επομένως, και χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί το βάσιμο της αναλύσεως της Επιτροπής όσον αφορά το προϊόν της εκποιήσεως των αποθεμάτων της προσφεύγουσας, τα στοιχεία του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας δεν τεκμηριώνουν επαρκώς κατά νόμον την αποτίμηση του προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως σε 435 εκατομμύρια SKK.

203    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

204    Πρώτον, η Επιτροπή διατείνεται ότι, εφόσον δεν υποχρεούται να αποδείξει την ορθότητα της αναλύσεώς της, αλλά εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει το βάσιμο της θέσεώς της περί της λογικής του ιδιώτη πιστωτή, δεν υποχρεούται να προσδιορίσει τον ενδεδειγμένο συντελεστή ρευστοποιήσεως, αλλά να αξιολογήσει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία προκειμένου να κρίνει εάν η θέση της προσφεύγουσας είναι επαρκώς τεκμηριωμένη.

205    Ωστόσο, τονίζεται ότι το επιχείρημα αυτό προσκρούει στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 139 ανωτέρω νομολογία. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία αυτή, η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή. Η Επιτροπή δεν δύναται, πάντως, να απαλλαγεί από το εν λόγω βάρος αποδείξεως διατυπώνοντας απλώς εικασίες, μη επαρκώς τεκμηριωμένες κατά νόμον, σχετικά με την εκτίμηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή.

206    Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν γινόταν δεκτή η επισήμανση της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή συνεπάγεται «ολίσθηση» του βάρους αποδείξεως, υπό την έννοια ότι το κράτος μέλος ή ο δικαιούχος του μέτρου οφείλουν να αντικρούσουν τα προβαλλόμενα από την Επιτροπή στοιχεία που εμφαίνουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, οι ατεκμηρίωτες εικασίες που προέβαλε η Επιτροπή δεν θα αρκούσαν για την ανατροπή του βάρους αποδείξεως.

207    Δεύτερον, η Επιτροπή προβάλλει, τόσο με την προσβαλλόμενη απόφαση όσο και με τα δικόγραφά της, ότι η αποτίμηση της αξίας του προϊόντος της εκποιήσεως των παγίων στοιχείων του ενεργητικού σε 194 εκατομμύρια SKK αποτυπώνει την κατώτατη δυνατή αξία τους, δεδομένου ότι οι σλοβακικές αρχές είναι αποτιμήσει την αξία των στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις σε 397 εκατομμύρια SKK.

208    Ωστόσο, αφενός, πέραν του ότι η αποτίμηση αυτή των σλοβακικών αρχών αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, τονίζεται ότι, όπως αυτή επισημαίνει και όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 22 και 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι εν λόγω αρχές ανέφεραν κατά τη διοικητική διαδικασία ότι το ποσό των 397 εκατομμυρίων SKK είχε προσδιοριστεί βάσει των οικονομικών καταστάσεων της προσφεύγουσας. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ποσό αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση αποτιμήσεως του προϊόντος της εκποιήσεως των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως. Η Επιτροπή παραδέχθηκε, άλλωστε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν διέθετε κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει το ποσό αυτό, οπότε δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στους υπολογισμούς. Αφετέρου, τονίζεται ότι το ποσό αυτό, το οποίο, κατά την προσφεύγουσα, είχε υπολογιστεί πριν τη σύσταση των εγγυήσεων, δεν αντιστοιχούσε, εν πάση περιπτώσει, πλέον στην οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας στις 17 Ιουνίου 2004, βάσει της οποίας η Επιτροπή προέβη στη δική της αποτίμηση. Συγκεκριμένα, κατά τον χρόνο αυτόν, η λογιστική αξία των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας ανερχόταν σε 200 εκατομμύρια SKK.

209    Τρίτον, η Επιτροπή επικρίνει την τάση της προσφεύγουσας να επικεντρώνεται σε ορισμένες λεπτομέρειες της προσβαλλομένης αποφάσεως, αγνοώντας τη διαπίστωση σύμφωνα με την οποία, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι συντελεστές ρευστοποιήσεως της εκθέσεως Ε, το προϊόν της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της θα υπερέβαινε το προταθέν στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού ποσό και ότι οι διορθωμένες από την ίδια εκτιμήσεις εμφαίνουν προδήλως ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός ήταν λιγότερο επωφελής.

210    Ωστόσο, τονίζεται, αφενός, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής αποτίμηση του πιθανού προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς κατά νόμον με αποδεικτικά στοιχεία (βλ. σκέψεις 201 και 202 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εσφαλμένως διατείνεται, βάσει εκτιμήσεων στηριγμένων στη δική της μεθοδολογία, ότι η διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως θα ήταν προδήλως επωφελέστερη από αυτή του πτωχευτικού συμβιβασμού. Αφετέρου, μολονότι το προϊόν της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας όντως υπερβαίνει κατά 1,2 εκατομμύρια SKK το ποσό που εισπράχθηκε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι συντελεστές ρευστοποιήσεως της εκθέσεως Ε, εντούτοις δεν αμφισβητείται ότι η επισήμανση αυτή δεν αρκεί από μόνη της για να διαπιστωθεί ότι ένας ιδιώτης πιστωτής θα επέλεγε προδήλως τη διαδικασία της δικαστικής εκκαθαρίσεως από τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού. Συγκεκριμένα, για τη διαπίστωση αυτή απαιτείται να ληφθεί υπόψη και η επίδραση που θα είχε στην επιλογή του πιστωτή η διάρκεια της πρώτης διαδικασίας (βλ. σκέψεις 222 έως 234 κατωτέρω).

211    Τέταρτον, το επιχείρημα της Επιτροπής περί του ενδιαφέροντος της O.H. για τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού της προσφεύγουσας, εφόσον προβάλλεται απλώς και μόνο προκειμένου να αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την έλλειψη πιθανού αγοραστή, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εκτίμηση του βασίμου της αποτιμήσεως του προϊόντος της εκποιήσεως των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της.

212    Πέμπτον, επισημαίνεται, επιπλέον, ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της προσφεύγουσας έχουν κατ’ ουσίαν καταρριφθεί με τις σκέψεις 198 και 199 ανωτέρω.

213    Υπό το πρίσμα των επισημάνσεων που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα με τα οποία η προσφεύγουσα επιχειρεί να αμφισβητήσει την εκ μέρους της Επιτροπής αποτίμηση του πιθανού προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως.

 Επί του βασίμου της εκτιμήσεως σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως και της επιδράσεώς της στην επιλογή του ιδιώτη πιστωτή (τρίτη, τέταρτη και πέμπτη δέσμη επιχειρημάτων)

214    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως και της επιδράσεώς της στην επιλογή του ιδιώτη πιστωτή.

215    Πρώτον, φρονεί ότι η εκτίμηση σύμφωνα με την οποία η διάρκεια της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως δεν έχει σημασία λόγω του ότι η τοπική φορολογική αρχή έχει την ιδιότητα του προνομιούχου πιστωτή πάσχει το ίδιο σφάλμα με αυτό που επισημάνθηκε με την απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32). Αφενός, επισημαίνει ότι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο δικαιούται να ρευστοποιήσει αμέσως ένα περιουσιακό στοιχείο δεν σημαίνει ότι μπορεί να βρει αμέσως αγοραστή. Ωστόσο, παρά το παράδειγμα της L., η Επιτροπή δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό ούτε διαπίστωσε ότι υπήρχε δυνητικός αγοραστής, προτιθέμενος να καταβάλει το πιθανό προϊόν της εκποιήσεως, όπως αυτό είχε προσδιοριστεί από την ίδια. Αφετέρου, το πιθανό προϊόν της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν συσταθεί εγγυήσεις δεν θα υπερέβαινε τα 90 εκατομμύρια SKK. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει επιπλέον ότι, μολονότι έχει σημασία το γεγονός ότι η τοπική φορολογική αρχή είχε την ιδιότητα του προνομιούχου πιστωτή, εντούτοις το στοιχείο αυτό δεν αρκεί για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα που αντλεί η Επιτροπή από τις αιτιολογικές σκέψεις 110 έως 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διευκρινιζομένου ότι το βάρος αποδείξεως φέρει η Επιτροπή.

216    Δεύτερον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της πιθανής διάρκειας της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως. Αφενός, φρονεί ότι, βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, η διάρκεια αυτή δεν θα μπορούσε να υπολογιστεί με κάποιο βαθμό ακρίβειας. Αφετέρου, το παράδειγμα της δικαστικής εκκαθαρίσεως της L., το οποίο επικαλείται ως απόδειξη της δυσχέρειας στην εξεύρεση αγοραστή για τα στοιχεία του ενεργητικού της, έχει βαρύνουσα σημασία. Η Επιτροπή οφείλει, πάντως, όταν της γνωστοποιείται κάποιο σχετικό στοιχείο, να διενεργεί την προσήκουσα έρευνα. Εξάλλου, η ταχεία περάτωση της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως δεν εξαρτάται από τον αριθμό των πιστωτών, αλλά από την ευχέρεια ρευστοποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού.

217    Τρίτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το βάσιμο της εκτιμήσεως που διατυπώνεται με την αιτιολογική σκέψη 118 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι, εάν ληφθούν υπόψη τα ορθά ποσά, ήτοι 225,5 εκατομμύρια SKK ως το πιθανό προϊόν της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της και 90 εκατομμύρια SKK ως προϊόν της άμεσης εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν συσταθεί εγγυήσεις, διαπιστώνεται ότι η πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού ήταν προδήλως ελκυστικότερη από τη διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως.

218    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο όλων αυτών των επιχειρημάτων.

219    Καταρχάς, η Επιτροπή προβάλλει ότι η ύπαρξη δικαιώματος άμεσης εκχωρήσεως ενός στοιχείου του ενεργητικού όντως δεν σημαίνει ότι μπορεί να βρεθεί αμέσως αγοραστής, πλην όμως δεν αμφισβητείται ότι δεν μπορεί να της προσάψει ότι δεν απέδειξε ότι υπήρχε αγοραστής προτιθέμενος να καταβάλει το εκτιμηθέν από αυτή τίμημα, διότι εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει ότι η συμπεριφορά του δημόσιου πιστωτή διέπεται από βάσιμη οικονομική λογική. Η Επιτροπή προβάλλει, επιπλέον, ότι από την αιτιολογική σκέψη 96 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού της προσφεύγουσας προκαλούσαν ενδιαφέρον. Περαιτέρω, η Επιτροπή φρονεί ότι, βάσει των στοιχείων που διέθετε, δεν είχε κανένα λόγο να συμπεράνει ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε κατάσταση όμοια με αυτή της L. Δεύτερον, κατά την Επιτροπή, το δεύτερο επιχείρημα της προσφεύγουσας συνίσταται σε επανάληψη επιχειρημάτων στα οποία έχει απαντήσει στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως. Τρίτον, η Επιτροπή προβάλλει ότι δεν επανέλαβε το σφάλμα που είχε επισημανθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32), αλλά, αντιθέτως, θεράπευσε το σφάλμα όσον αφορά την αιτιολογία της αρχικής αποφάσεως. Ωστόσο, δεδομένου ότι η τοπική φορολογική αρχή είχε την ιδιότητα του προνομιούχου πιστωτή, η διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως δεν επηρεάζει εν προκειμένω την επιλογή του ιδιώτη πιστωτή.

220    Δεύτερον, η Επιτροπή επισημαίνει, καταρχάς, ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιέχουν μια επικουρική ανάλυση σε σχέση με το κύριο συμπέρασμα ότι η διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Περαιτέρω, όσον αφορά την περίπτωση της L., η Επιτροπή φρονεί ότι οι πληροφορίες που παραθέτει στο στάδιο αυτό η προσφεύγουσα είναι ατεκμηρίωτες, εκπρόθεσμες και, σε κάθε περίπτωση, ανεπαρκείς. Τέλος, πέραν του ότι η προσφεύγουσα δεν παρέθεσε τον λόγο για τον οποίον ο αριθμός των πιστωτών δεν έχει σημασία όσον αφορά την εκτίμηση της διάρκειας της διαδικασίας δικαστικής της εκκαθαρίσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα που διατυπώνεται με την αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως στηρίζεται σε ένα σύνολο στοιχείων.

221    Τρίτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι έχει ήδη απαντήσει στα επιχειρήματα με τα οποία η προσφεύγουσα επιχειρεί να αμφισβητήσει την εκ μέρους της αποτίμηση του πιθανού προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της σε περίπτωση δικαστικής εκκαθαρίσεως. Υποστηρίζει, ακόμη, ότι η προσφεύγουσα μάλλον παραδέχεται ότι ο ιδιώτης πιστωτής θα λάμβανε υπόψη τη δυνατότητα άμεσης ρευστοποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού ως στοιχείο που καθιστά επωφελέστερη τη διαδικασία της δικαστικής εκκαθαρίσεως.

222    Εν προκειμένω, με τις αιτιολογικές σκέψεις 109 έως 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε, κυρίως, ότι η διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως δεν θα επηρέαζε σημαντικά την απόφαση ενός ιδιώτη πιστωτή. Κατά την Επιτροπή, ανεξαρτήτως της διάρκειας αυτής, η τοπική φορολογική αρχή ως προνομιούχος πιστωτής μπορούσε να αποκομίσει ανά πάσα στιγμή το ποσό των 194 εκατομμυρίων SKK τουλάχιστον από την εκποίηση των παγίων στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις. Περαιτέρω, η Επιτροπή επισήμανε, συναφώς, ότι, ακόμη και αν εφαρμοζόταν η μέθοδος αποτιμήσεως της εκθέσεως Ε στα αποθέματα και στις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της προσφεύγουσας, η εν λόγω αρχή μπορούσε να προσδοκά ότι κατά την ολοκλήρωση της δικαστικής εκκαθαρίσεως θα αποκόμιζε 185 εκατομμύρια SKK επιπλέον. Κατά την Επιτροπή, η τοπική φορολογική αρχή έπρεπε, συνεπώς, να έχει επίγνωση του ότι στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθαρίσεως θα επιτύγχανε την εξόφληση πολύ μεγαλύτερου μέρους της οφειλής σε σχέση με το ποσό που προτάθηκε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού και ότι, σε σχέση με τη διαδικασία αυτή, η ενδεχόμενη αναμονή αφορούσε μέρος μόνον του ποσού αυτού.

223    Από τα ως άνω υπομνησθέντα στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η ανάλυση της Επιτροπής στηρίζεται στην παραδοχή ότι η τοπική φορολογική αρχή θα μπορούσε να αποκομίσει –αμέσως και ανεξαρτήτως της εξελίξεως της δικαστικής εκκαθαρίσεως– το ποσό των 194 εκατομμυρίων SKK από την εκποίηση των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας. Όπως, όμως, προκύπτει από τη διαπίστωση στη σκέψη 196 ανωτέρω, η παραδοχή αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς κατά νόμον από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως.

224    Κατά συνέπεια, το συμπέρασμα που διατυπώνεται με την αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διάρκεια της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως δεν επηρεάζει σημαντικά την απόφαση ενός υποθετικού ιδιώτη πιστωτή πάσχει το ίδιο ελάττωμα.

225    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 118 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προέβη, ως εκ περισσού, σε εκτίμηση της πιθανής διάρκειας της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως και των συνεπειών της διάρκειας αυτής όσον αφορά το ποσό που θα μπορούσε να εισπράξει ο πιστωτής κατά το πέρας μιας τέτοιας διαδικασίας. Κατά την Επιτροπή, η διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως, δεχόμενη ότι αυτή θα ήταν πιθανώς συντομότερη από τη μέση διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας, λόγω του περιορισμένου αριθμού των πιστωτών της προσφεύγουσας και λόγω της αξίας ρευστοποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της. Επισήμανε, ακόμη, ότι, λόγω της αξίας του προϊόντος της εκποιήσεως των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού, όπως αυτό αποτιμήθηκε με τη δική της μέθοδο, ακόμη και αν η δικαστική εκκαθάριση διαρκούσε τέσσερα ή πέντε έτη, δεν θα επηρεαζόταν σημαντικά η απόφαση του ιδιώτη πιστωτή. Μόνο σε περίπτωση που η διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως υπερέβαινε τα εννέα έτη θα ήταν η πραγματική αξία χαμηλότερη του συμφωνηθέντος στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού ποσού, διευκρινιζομένου, ωστόσο, ότι κανένας ιδιώτης πιστωτής δεν θα θεωρούσε εν προκειμένω πιθανό να διαρκέσει τόσο πολύ η εν λόγω διαδικασία (αιτιολογική σκέψη 118 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

226    Πρώτον, διαπιστώνεται ότι η εκτίμηση που διατυπώνεται με την αιτιολογική σκέψη 118 της προσβαλλομένης αποφάσεως στηρίζεται στην παραδοχή ότι, σε περίπτωση δικαστικής εκκαθαρίσεως, ένας ιδιώτης πιστωτής θα αποκόμιζε 356,7 εκατομμύρια SKK, ποσό που αντιστοιχεί στο προϊόν της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού, όπως αυτό αποτιμήθηκε από την Επιτροπή κατόπιν αφαιρέσεως των εξόδων της διαδικασίας. Πάντως, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα και όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 201 ανωτέρω, η εκ μέρους της Επιτροπής αποτίμηση του προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας δεν είναι τεκμηριωμένη επαρκώς κατά νόμον από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως.

227    Δεύτερον, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί το βάσιμο της εκτιμήσεως που διατυπώνεται με τις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με την πιθανή διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν αποδεικνυόταν ότι η διαδικασία αυτή μπορούσε να διεκπεραιωθεί σύντομα, τονίζεται ότι το γεγονός αυτό δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογήσει από μόνο του το συμπέρασμα που διατυπώνεται με την αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ένας ιδιώτης πιστωτής θα προτιμούσε τη δικαστική εκκαθάριση αντί της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού.

228    Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 201 ανωτέρω, η εκ μέρους της Επιτροπής αποτίμηση του πιθανού προϊόντος της εκποιήσεως στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς κατά νόμον. Πάντως, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 136 ανωτέρω νομολογία, πέραν της παραμέτρου της διάρκειας, η επιλογή του ιδιώτη πιστωτή επηρεάζεται και από το ύψος του ποσού που δύναται να αποκομίσει στο πλαίσιο άλλης, εναλλακτικής διαδικασίας.

229    Εξάλλου, ακόμη και αν η Επιτροπή, παρά τις ορθές επιφυλάξεις της σχετικά με την έκθεση Ε (βλ. σκέψεις 173 έως 175 ανωτέρω), στηριζόταν επικουρικώς στην επικαιροποιημένη αποτίμηση που περιλαμβάνεται στην έκθεση αυτή, διαπιστώνεται, πάντως, ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ένα ιδιώτης πιστωτής θα προσδοκούσε να εισπράξει, στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως, 225,5 εκατομμύρια SKK, ήτοι μόλις 1,2 εκατομμύρια SKK περισσότερα σε σχέση με το προταθέν στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού ποσό. Πέραν του ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το πώς θα επηρέαζε η, έστω και συντομότερη από τη συνήθη, διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως την επιλογή ενός ιδιώτη πιστωτή ο οποίος θα προσδοκούσε να εισπράξει ένα τέτοιο ποσό, επισημαίνεται, εν πάση περιπτώσει, ότι, δεδομένης της μικρής αυτής διαφοράς των αντίστοιχων ποσών, μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι ένας ιδιώτης πιστωτής, ακόμη κι αν ήταν προνομιούχος, θα προτιμούσε προδήλως να εισπράξει αμέσως το ποσό των 224,3 εκατομμυρίων SKK, αντί να αναμένει την έκβαση της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, στο πλαίσιο της οποίας θα αποκόμιζε 1,2 εκατομμύρια SKK επιπλέον, ακόμη και αν η διαδικασία αυτή διεκπεραιωνόταν σχετικά σύντομα.

230    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα με τα οποία η προσφεύγουσα επιχειρεί να αμφισβητήσει την εκτίμηση σχετικά με την επίδραση της διάρκειας της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως.

231    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

232    Πρώτον, η Επιτροπή διατείνεται ότι εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει ότι η συμπεριφορά του δημόσιου πιστωτή διέπεται από βάσιμη οικονομική λογική.

233    Το επιχείρημα αυτό προσκρούσει στην παρατιθέμενη στις σκέψεις 138 έως 143 ανωτέρω νομολογία σχετικά με την κατανομή του βάρους αποδείξεως συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή.

234    Δεύτερον, όσον αφορά τις απαντήσεις της Επιτροπής στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τη δυνατότητα ταχείας εξευρέσεως αγοραστή των παγίων στοιχείων του ενεργητικού και το ενδιαφέρον της O.H. για τα στοιχεία αυτά, την εκτίμηση της διάρκειας διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως και την περίπτωση της εταιρίας L., αρκεί η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν έχουν σχέση με την εκτίμηση ότι η εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση της επιδράσεως της εν λόγω διάρκειας στην επιλογή του ιδιώτη πιστωτή είναι πλημμελής ως στηριζόμενη σε άλλη πλημμελή εκτίμηση, η οποία στηρίζεται σε ανεπαρκείς αποδείξεις, όσον αφορά το πιθανό προϊόν της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας. Επομένως, τα επιχειρήματα αυτά κρίνοντα αλυσιτελή κατά το στάδιο αυτό.

235    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως δεν τεκμηριώνουν το συμπέρασμα που διατυπώνεται με την αιτιολογική σκέψη 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ένας ιδιώτης πιστωτής θα προτιμούσε τη δικαστική εκκαθάριση της προσφεύγουσας αντί της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού.

236    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστούν τα επιχειρήματά της σχετικά με την αποτίμηση του πιθανού προϊόντος της εκποιήσεως των αποθεμάτων της.

237    Ωστόσο, πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι το συμπέρασμα που διατυπώνεται με την αιτιολογική σκέψη 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν πληρούται το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, δεν στηρίζεται μόνο στη διαπίστωση ότι ένας ιδιώτης πιστωτής θα προτιμούσε τη δικαστική εκκαθάριση της προσφεύγουσας αντί της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού, αλλά και στη διαπίστωση ότι ένας τέτοιος πιστωτής θα προτιμούσε την αναγκαστική είσπραξη των φορολογικών οφειλών βάσει της προτάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, αρκεί μία από τις δύο αυτές διαδικασίες, η δικαστική εκκαθάριση ή η αναγκαστική είσπραξη φορολογικών οφειλών, να αποδειχθεί επωφελέστερη απ’ ό,τι η διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού προκειμένου να δικαιολογηθεί το συμπέρασμα ότι δεν πληρούται εν προκειμένω το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή.

238    Αντιστρόφως, μόνον εάν η διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως και η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών αποδειχθούν αμφότερες λιγότερο επωφελείς απ’ ό,τι η διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού μπορεί να γίνει δεκτό ότι στερείται νομικού ερείσματος το συμπέρασμα που διατυπώνεται με την αιτιολογική σκέψη 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν πληρούται το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή.

239    Επομένως, μόνη η διαπίστωση που διατυπώθηκε με τη σκέψη 235 ανωτέρω δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, απαιτείται, επιπλέον, να κριθεί βάσιμος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με τη σύγκριση της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού. Επιβάλλεται, ως εκ τούτου, η εξέτασή του.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης διαπιστώσεως ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού

240    Με τον τέταρτο λόγο, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το συμπέρασμα που διατυπώνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, κατ’ ουσίαν, η αναγκαστική είσπραξη φορολογικών οφειλών ήταν επωφελέστερη σε σχέση με την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού. Η προσφεύγουσα παραθέτει, αρχικώς, τα στάδια της διαδικασίας αυτής, σύμφωνα με το σλοβακικό δίκαιο, και, εν συνεχεία, προβάλλει έξι δέσμες επιχειρημάτων, προς στήριξη του λόγου αυτού. Τα επιχειρήματα αυτά μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με το αν αφορούν τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή στο πλαίσιο της συγκρίσεως της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού (πρώτη και δεύτερη δέσμη επιχειρημάτων) ή την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού (τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη δέσμη επιχειρημάτων).

 Επί της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή στο πλαίσιο της συγκρίσεως της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού (πρώτη και δεύτερη δέσμης επιχειρημάτων)

241    Αφενός, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο της συγκρίσεως της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού, διότι ένας ιδιώτης πιστωτής δεν μπορεί να κάνει χρήση της πρώτης εκ των διαδικασιών αυτών. Αφετέρου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη θέση ότι δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου αυτού εν προκειμένω.

242    Τα δύο αυτά ζητήματα πρέπει να εξεταστούν διαδοχικώς, αρχής γενομένης από το δεύτερο.

243    Πρώτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι, σύμφωνα με όσα εξέθεσε στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στην αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

244    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του επιχειρήματος αυτού και ουσιαστικά επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που είχε προβάλει σε απάντηση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζει ότι η αναφορά του οικείου κράτους μέλους ότι δεν εξετάστηκε το ενδεχόμενο το επίδικο μέτρο να αποτελεί κρατική ενίσχυση αποκλείει εντελώς την επίκληση του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή. Προβάλλει, ακόμη, ότι, εφόσον ο δικαιούχος του μέτρου επικαλεστεί το κριτήριο αυτό, θα πρέπει, κατά μείζονα λόγο, να αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το εν λόγω κράτος είχε, είτε εκ των προτέρων είτε συγχρόνως, επίγνωση ότι χορηγεί το πλεονέκτημα ως ιδιώτης επιχειρηματίας.

245    Με την προσβαλλόμενη απόφασή της, η Επιτροπή επισήμανε, βάσει της παρατιθέμενης στις σκέψεις 95 και 97 ανωτέρω νομολογίας, την οποία επικαλέστηκε στην αιτιολογική σκέψη 82 της εν λόγω αποφάσεώς της, ότι δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η φορολογική αρχή είχε εξετάσει το ενδεχόμενο της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και έκρινε ότι αυτή θα ήταν λιγότερο συμφέρουσα από τον πτωχευτικό συμβιβασμό (αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή, ενώ διευκρινίζει ότι η προσφεύγουσα δεν συγκρίνει τον προταθέντα πτωχευτικό συμβιβασμό με το ενδεχόμενο αποτέλεσμα της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών, προέβη στη σύγκριση αυτή, με το αιτιολογικό ότι, όπως επιβεβαίωσαν οι σλοβακικές αρχές, η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών αποτελούσε πράγματι εναλλακτική επιλογή για την τοπική φορολογική αρχή, είτε πριν την έναρξη της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού είτε κατόπιν απορρίψεως της σχετικής προτάσεως από τη φορολογική αρχή, και ότι «[η] επιλογή αυτή πρέπει, συνεπώς, να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του [ιδιώτη] πιστωτή σε οικονομία αγοράς» (αιτιολογική σκέψη 121 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

246    Πάντως, και χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί εάν η προσφεύγουσα μπορεί απλώς να παραπέμψει στα επιχειρήματα που προέβαλε στο πλαίσιο άλλου λόγου ακυρώσεως στρεφόμενου κατά άλλων εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα που παραθέτει η προσφεύγουσα προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ουσιαστικά το συμπέρασμα που κατ’ αυτήν διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εφόσον το κράτος μέλος δεν επικαλέστηκε το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, αναφέροντας, αντιθέτως, ότι το επίδικο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, το μέτρο αυτό όντως συνιστά κρατική ενίσχυση. Πλην όμως, η Επιτροπή δεν έχει διατυπώσει τέτοιο συμπέρασμα στην αιτιολογική σκέψη 120.

247    Εξάλλου, κατά το μέρος που η Επιτροπή επισημαίνει ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν είναι εφαρμόσιμο στο πλαίσιο της συγκρίσεως της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού και εφόσον θεωρηθεί ότι στην αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως διατυπώνεται εμμέσως τέτοιο συμπέρασμα, υπενθυμίζεται ότι, κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, διαπιστώθηκε ότι το κριτήριο αυτό είναι εφαρμόσιμο στην υπό κρίση υπόθεση. Πάντως, εφόσον το κριτήριο αυτό είναι εφαρμόσιμο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να προβάλει διαφορετικές θέσεις ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του ανάλογα με διαφορετικές εναλλακτικές μορφές του επίδικου μέτρου.

248    Συναφώς, σημειώνεται ακόμη ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 245 ανωτέρω, από την αιτιολογική σκέψη 121 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει άνευ ετέρου ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η αναγκαστική είσπραξη φορολογικών οφειλών πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, διότι η συγκεκριμένη διαδικασία αποτελούσε πραγματική εναλλακτική επιλογή για την τοπική φορολογική αρχή. Με άλλα λόγια, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή έπρεπε να εξεταστεί επί της ουσίας στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι η αναγκαστική είσπραξη φορολογικών οφειλών αποτελούσε πραγματική εναλλακτική επιλογή και προκειμένου, όπως αναφέρει στα δικόγραφά της, να ενισχυθεί περαιτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση.

249    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο, διότι ένας ιδιώτης πιστωτής δεν μπορεί να κάνει χρήση της διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρατίθεται καμία ανάλογη διαδικασία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από έναν τέτοιο πιστωτή. Επομένως, η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη όσον αφορά το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή.

250    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας αυτής.

251    Έχει κριθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή δεν εξαρτάται από τη μορφή υπό την οποία χορηγήθηκε το πλεονέκτημα, αλλά από τον χαρακτηρισμό της εν λόγω επεμβάσεως ως αποφάσεως ληφθείσας από ιδιώτη επιχειρηματία (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep, C‑224/12 P, Συλλογή, EU:C:2014:213, σκέψη 31· βλ. επίσης, συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 93). Καθοριστική σημασία έχει το εάν το επίμαχο μέτρο ανταποκρίνεται σε ένα κριτήριο οικονομικής ορθολογικότητας, οπότε ένας ιδιώτης επενδυτής, ο οποίος επιδιώκει να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες εξοφλήσεως της απαιτήσεώς του ή, τουλάχιστον, του μεγαλύτερου μέρους αυτής, θα δεχόταν να λάβει τέτοιο μέτρο (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep, προπαρατεθείσα, EU:C:2014:213, σκέψη 36).

252    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ένας ιδιώτης πιστωτής μπορούσε, όπως έπραξε η τοπική φορολογική αρχή, να αποποιηθεί μέρος της απαιτήσεώς του στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού. Οι διάδικοι συμφωνούν ότι, αντιθέτως, μόνον η τοπική φορολογική αρχή διέθετε την εναλλακτική επιλογή της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών.

253    Ωστόσο, κατ’ αναλογία προς την παρατιθέμενη στη σκέψη 251 ανωτέρω νομολογία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι ένας ιδιώτης δεν μπορεί να κάνει χρήση της διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών δεν αρκεί ώστε να αποκλειστεί η σχετική με το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή ανάλυση στο πλαίσιο της συγκρίσεως της συγκεκριμένης διαδικασίας με αυτή του πτωχευτικού συμβιβασμού. Συγκεκριμένα, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει την εξέταση της οικονομικής ορθολογικότητας της αποφάσεως της τοπικής φορολογικής αρχής να επιλέξει τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού.

254    Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται αλυσιτελής και η εκ μέρους της προσφεύγουσας επίκληση της νομολογίας κατά την οποία, για να εκτιμηθεί εάν ένας ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του Δημοσίου θα είχε λάβει το ίδιο μέτρο υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλεονεκτήματα και οι υποχρεώσεις που συνδέονται με την ιδιότητα του Δημοσίου ως μετόχου, αποκλειομένων εκείνων που συνδέονται με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

255    Συγκεκριμένα, πέραν του ότι η νομολογία αυτή δεν αφορά το εάν το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δύναται να εφαρμοστεί στο πλαίσιο της συγκρίσεως των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων των δύο διαδικασιών εισπράξεως απαιτήσεων, εκ των οποίων ο ιδιώτης πιστωτής μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνον τη μία, ενώ ο δημόσιος πιστωτής αμφότερες, επισημαίνεται ότι από τις αποφάσεις που παρατίθενται προς στήριξη της θέσεως αυτής στην απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 26 ανωτέρω (EU:C:2012:318, σκέψη 79), ήτοι τις αποφάσεις Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω (EU:C:1986:302, σκέψη 14), της 10ης Ιουλίου 1986, Βέλγιο κατά Επιτροπής (40/85, Συλλογή, EU:C:1986:305, σκέψη 13), της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Ισπανία κατά Επιτροπής (C‑278/92 έως C‑280/92, Συλλογή, EU:C:1994:325, σκέψη 22), και της 28ης Ιανουαρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑334/99, Συλλογή, EU:C:2003:55, σκέψη 134), προκύπτει ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς πρέπει να εξετάζεται ανεξαρτήτως θεωρήσεων κοινωνικού χαρακτήρα ή περιφερειακής ή κλαδικής πολιτικής και ότι δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη άλλες οικονομικές επιβαρύνσεις ή ευθύνες που βαρύνουν το κράτος μέλος κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας.

256    Κατόπιν των προεκτεθέντων, κρίνονται απορριπτέα τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή στο πλαίσιο της συγκρίσεως της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού.

 Επί της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή στο πλαίσιο της συγκρίσεως της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού (τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη δέσμη επιχειρημάτων)

257    Η τρίτη, η τέταρτη, η πέμπτη και η έκτη δέσμη επιχειρημάτων που παραθέτει η προσφεύγουσα προς στήριξη του υπό κρίση λόγου αφορούν τη συγκριτική εξέταση, στο πλαίσιο του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού.

258    Πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 121 και 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έσφαλε όσον αφορά τον προσδιορισμό τόσο του χρονικού σημείου όσο και της πράξεως που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή. Πρώτον, όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 121 της αποφάσεως αυτής, η προσφεύγουσα επισημαίνει, αφενός, ότι η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών δεν μπορούσε, από νομικής απόψεως, να κινηθεί μετά την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού και ενόσω η διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού βρισκόταν εν εξελίξει, πράγμα που η Επιτροπή παραδέχθηκε εμμέσως. Αφετέρου, το μόνο κρίσιμο ζήτημα είναι εάν στις 9 Ιουλίου 2004, η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών ήταν προδήλως επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Δεύτερον, όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια αξιολογήσει τις αναβολές εξοφλήσεως που δόθηκαν μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Νοεμβρίου 2003 και ότι έπρεπε να περιοριστεί στην εξέταση της μόνης πράξεως που έχει εν προκειμένω σημασία, χωρίς να διατυπώνει εικασίες για ζητήματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της αρμοδιότητάς της.

259    Δεύτερον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιέχει μόνον υποθετικές και εσφαλμένες παραδοχές, καθώς και ζητήματα εντελώς θεωρητικής σημασίας, τα οποία δεν διερευνήθηκαν από την Επιτροπή και δεν μπορούν να αποτελέσουν την αιτιολογία μιας τέτοιας αποφάσεως. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν εξέτασε το ουσιαστικό ζήτημα εάν ένας ιδιώτης πιστωτής θα ανέβαλλε την εξόφληση της φορολογικής οφειλής.

260    Τρίτον, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και ότι δεν έλαβε υπόψη τις επισημάνσεις στις οποίες προέβη το Δικαστήριο με την απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:32), καθώς παρέλειψε να εξετάσει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν σε ικανό βαθμό τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός συνήθως συνετού και επιμελούς ιδιώτη πιστωτή, όσον αφορά τόσο το ποσό που θα μπορούσε να εισπραχθεί στο πλαίσιο της αναγκαστικής εισπράξεως των φορολογικών οφειλών όσο και τις δαπάνες που συνεπάγεται η διαδικασία αυτή. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ακόμη ότι, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, απόκειται στο εν λόγω θεσμικό όργανο να στοιχειοθετήσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα περιστατικά που δικαιολογούν τη διαπίστωσή του ότι η αναγκαστική είσπραξη των φορολογικών οφειλών θα απέφερε περισσότερα απ’ ό,τι ο πτωχευτικός συμβιβασμός.

261    Τέταρτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα όσον αφορά την πιθανή διάρκεια της διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών. Συναφώς, προβάλλει, αφενός, ότι η Επιτροπή αρκέστηκε στην εικασία ότι η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να διεκπεραιωθεί σύντομα, χωρίς να παραθέσει συναφώς ανάλυση ή αποδείξεις, και δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό ή, τουλάχιστον, δεν αιτιολόγησε την προσβαλλόμενη απόφαση επαρκώς κατά νόμον. Αφετέρου, διατείνεται ότι ένας ιδιώτης πιστωτής θα εξέταζε την πιθανή διάρκεια της διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών βάσει της σχετικής νομοθεσίας και θα λάμβανε υπόψη όλες τις συνέπειες της διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών, περιλαμβανομένου του κινδύνου κηρύξεως της προσφεύγουσας σε πτώχευση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, καθώς και τον χρόνο που θα απαιτούνταν για την εξεύρεση αγοραστή ο οποίος θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει το κατώτατο ποσό σύμφωνα με τα όρια που επιβάλλει η σλοβακική νομοθεσία. Απαντώντας στα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι, για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, έλαβε υπόψη της όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, η προσφεύγουσα προβάλλει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι, κατά τη νομολογία, το εν λόγω θεσμικό όργανο οφείλει να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να συγκεντρώσει όλα τα σημαντικά για την ανάλυσή του στοιχεία.

262    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο όλων αυτών των επιχειρημάτων.

263    Πρώτον, αφενός, η Επιτροπή απαντά ότι η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών μπορούσε να κινηθεί πριν την έναρξη της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού, καθώς και σε περίπτωση αρνήσεως επικυρώσεως του πτωχευτικού συμβιβασμού από τα εθνικά δικαστήρια. Αφετέρου, η σχετική με την αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της επισημάνσεως για τα γεγονότα που προηγήθηκαν της προσχωρήσεως της Σλοβακικής Δημοκρατίας στην Ένωση. Η Επιτροπή αρκέστηκε στην επισήμανση ότι, πριν ακόμη τη σύναψη του πτωχευτικού συμβιβασμού, υπήρχαν αμφιβολίες ως προς το σύννομο της συμπεριφοράς του οικείου κράτους μέλους βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, χωρίς, ωστόσο, να κρίνει απαραίτητο να επικαλεστεί το στοιχείο αυτό προς στήριξη του συμπεράσματος ότι ένας ιδιώτης πιστωτής δεν θα επέλεγε τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

264    Δεύτερον, η Επιτροπή διατείνεται ότι το ζήτημα εάν οι προγενέστερες του πτωχευτικού συμβιβασμού αναβολές της εξοφλήσεως αποτελούν ενδεχομένως ενισχύσεις δεν έχει σημασία όσον αφορά τη διαπίστωση ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός συνιστά κρατική ενίσχυση. Οι αιτιολογικές σκέψεις 122 και 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως εμπεριέχουν επισημάνσεις περιττές σε σχέση με την αιτιολογία στην οποία στηρίζεται η διαπίστωση περί υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως.

265    Τρίτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία, εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το κράτος μέλος δεν χορήγησε το πλεονέκτημα υπό την ιδιότητά του ιδιώτη επιχειρηματία και ότι θα μπορούσε να αποσπάσει το πλεονέκτημα αυτό στην αγορά. Ωστόσο, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε τα απαραίτητα στοιχεία, η Επιτροπή φρονεί ότι έπρεπε να λάβει υπόψη της όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες και να αξιολογήσει, παρά ταύτα, την αξιοπιστία της θέσεως ότι το κράτος μέλος ενήργησε όπως ένας ιδιώτης πιστωτής, διευκρινιζομένου ότι εξέτασε τη διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών προς ενίσχυση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με το ποσό που θα μπορούσε να εισπραχθεί στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών, καθώς και το κόστος της διαδικασίας αυτής είναι αβάσιμα. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν φαίνεται να αμφισβητείται ότι η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών δεν συνεπάγεται τόσα έξοδα όσα η διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως, διευκρινίζοντας ότι δεν διέθετε καμία σχετική πληροφορία για άλλα έξοδα που θα έπρεπε να συνεκτιμηθούν.

266    Τέταρτον, η Επιτροπή απαντά ότι εξέτασε τη διάρκεια της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως και ότι, παρά την ανεπάρκεια των σχετικών στοιχείων, διαπίστωσε ότι, σε σύγκριση με τη διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως η οποία συνήθως καθυστερεί, το γεγονός ότι η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών διεκπεραιώνεται από τον ίδιο τον πιστωτή αποτελεί θετικό στοιχείο για την αποτελεσματικότητά της και, συνεπώς, για τη διάρκειά της.

267    Η εκ μέρους της Επιτροπής συγκριτική εκτίμηση της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή πρέπει να εξεταστεί βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 131 έως 147 ανωτέρω.

268    Κατά τη νομολογία αυτή, καταρχάς, η Επιτροπή όφειλε, εν προκειμένω, να διαπιστώσει εάν, λαμβανομένων υπόψη των παραμέτρων που απαριθμούνται στη σκέψη 136 ανωτέρω, ένας συνήθως συνετός και επιμελής ιδιώτης πιστωτής, που τελεί σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια εκείνης των σλοβακικών αρχών, θα επέλεγε προδήλως τη διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών αντί της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού. Προς τούτο και προκειμένου να προσδιορίσει ποια είναι η πλέον πρόσφορη εναλλακτική λύση, η Επιτροπή έπρεπε να συγκρίνει, με γνώμονα τα συμφέροντα του ιδιώτη πιστωτή, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε μίας από τις διαδικασίες αυτές (βλ. σκέψεις 132 έως 137 ανωτέρω).

269    Περαιτέρω, οσάκις, στο πλαίσιο του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, η Επιτροπή προβαίνει στη συνολική εκτίμηση για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 133 ανωτέρω, πρέπει να λαμβάνει υπόψη, πέραν των προσκομισθέντων από το οικείο κράτος μέλος στοιχείων, και κάθε άλλο σχετικό εν προκειμένω στοιχείο. Συγκεκριμένα, όταν διαφαίνεται ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή μπορεί να έχει εφαρμογή, εναπόκειται στην Επιτροπή να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να της παράσχει όλες τις σχετικές πληροφορίες προκειμένου να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου αυτού. Επομένως, το βάρος αποδείξεως της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή βαρύνει την Επιτροπή. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στη μη προσκόμιση των στοιχείων που ζήτησε η Επιτροπή από το οικείο κράτος μέλος, αλλά στη διαπίστωση ότι ένας ιδιώτης πιστωτής δεν θα ενεργούσε με τον τρόπο που ενήργησαν οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, διαπίστωση η οποία προϋποθέτει ότι η Επιτροπή διαθέτει όλα τα αναγκαία για την κατάρτιση της αποφάσεώς της στοιχεία (βλ. σκέψεις 138 και 139 ανωτέρω).

270    Τέλος, από την παρατιθέμενη στη σκέψη 147 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει εάν τα στοιχεία που έχει λάβει υπόψη της η Επιτροπή αποτελούν το σύνολο των στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα, διευκρινιζομένου ότι, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 134 ανωτέρω, θεωρείται σχετικό κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να επηρεάσει σε ικανό βαθμό τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός συνήθως συνετού και επιμελούς ιδιώτη πιστωτή, ο οποίος τελεί σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του δημόσιου πιστωτή και επιδιώκει την είσπραξη των ποσών τα οποία του οφείλει δανειστής ευρισκόμενος αντιμέτωπος με δυσχέρειες πληρωμών.

271    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, ούτε η Σλοβακική Δημοκρατία ούτε η προσφεύγουσα προέβησαν σε σύγκριση, βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, των διαδικασιών του πτωχευτικού συμβιβασμού και της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών. Ειδικότερα, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, με τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας, η προσφεύγουσα προέβαλε μόνον ότι η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών δεν θα μπορούσε να κινηθεί εν προκειμένω, λόγω της ενάρξεως είτε της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως είτε της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού. Η προσφεύγουσα προβάλλει, επιπλέον, ότι, εάν δεν διατυπώσει την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού, η οικονομική της κατάσταση θα είχε επιδεινωθεί σε τέτοιο βαθμό που, μετά από μερικές εβδομάδες, το χρέος της θα αυξανόταν υπερβολικά και, ως εκ τούτου, θα ήταν υποχρεωμένη εκ του νόμου να κηρύξει πτώχευση ή να υποβάλει πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού. Οι σλοβακικές αρχές διευκρίνισαν, μεταξύ άλλων, απαντώντας στην επισήμανση αυτή της προσφεύγουσας, ότι η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών μπορούσε να κινηθεί σε περίπτωση μη εγκρίσεως του πτωχευτικού συμβιβασμού από τα εθνικά δικαστήρια.

272    Ωστόσο, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβη στη σύγκριση αυτή των διαδικασιών αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού, υποστηρίζοντας ότι η πρώτη αποτελούσε πράγματι εναλλακτική επιλογή για την τοπική φορολογική αρχή, είτε πριν την έναρξη της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού είτε κατόπιν απορρίψεως της σχετικής προτάσεως από τη φορολογική αρχή (αιτιολογική σκέψη 121 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατέληξε ουσιαστικά στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως των φορολογικών οφειλών θα απέφερε περισσότερα απ’ ό,τι ο πτωχευτικός συμβιβασμός (αιτιολογική σκέψη 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι ένας ιδιώτης πιστωτής, εάν είχε τη δυνατότητα, θα επέλεγε τη διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως των φορολογικών οφειλών αντί της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού (αιτιολογική σκέψη 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

273    Συναφώς, πρώτον, η Επιτροπή, αφού παρατήρησε ότι οι σλοβακικές αρχές και η προσφεύγουσα διαφωνούσαν όσον αφορά την αξία των παγίων στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις και εκτίμησε ότι δεν είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί ποιο αριθμητικό στοιχείο είναι ορθό (αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως), επισήμανε, εν συνεχεία, ότι, εφόσον η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας ανερχόταν στην πραγματικότητα στο ήμισυ μόνον της αξίας των εγγυήσεων, τούτο θα σήμαινε ότι οι εγγυήσεις που είχαν απαιτηθεί για τη χορήγηση των παρατάσεων μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Νοεμβρίου 2003 ήταν ανεπαρκείς. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αναβολές αυτές δεν πληρούσαν κατά πάσα πιθανότητα το κριτήριο του πιστωτή. Η Επιτροπή, μολονότι θεωρούσε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να αποφανθεί εάν τα μέτρα αυτά συνιστούσαν κρατική ενίσχυση, εντούτοις επισήμανε ότι, εάν οι παρατάσεις αυτές συνιστούσαν κρατική ενίσχυση, δεν χωρεί επίκληση του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή σε περίπτωση μερικής διαγραφής των οφειλών των οποίων είχε αναβληθεί η πληρωμή (αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

274    Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα και χωρίς να είναι απαραίτητο να κριθεί εάν η Επιτροπή ήταν αρμόδια να εξετάσει τις αναβολές πληρωμών που είχαν χορηγηθεί μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Νοεμβρίου 2003, διαπιστώνεται ότι η συγκεκριμένη αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι εντελώς υποθετική και δεν αρκεί για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι η μερική διαγραφή της φορολογικής οφειλής παρέσχε στην προσφεύγουσα πλεονέκτημα το οποίο αυτή δεν θα μπορούσε να αποκομίσει υπό τις συνθήκες της αγοράς. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή αρκέστηκε, στο στάδιο αυτό, στη διατύπωση εικασιών, χωρίς, ωστόσο, να εξετάσει τα ζητήματα που η ίδια είχε θέσει, χωρίς να παραθέσει κανένα στοιχείο προς στήριξή τους και χωρίς να καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα.

275    Εξάλλου, η Επιτροπή παραδέχεται, με τα δικόγραφά της, ότι το ζήτημα εάν οι προγενέστερες αναβολές πληρωμής αποτελούν κρατικές ενισχύσεις δεν έχει σημασία όσον αφορά τη διαπίστωση ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός συνιστά κρατική ενίσχυση, και ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 122 και 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιέχουν περιττές επισημάνσεις όσον αφορά την αιτιολόγηση διαπιστώσεως περί υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως.

276    Δεύτερον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, ακόμη και αν η αξία των παγίων στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις ανερχόταν μόνο σε 194 εκατομμύρια SKK, ο ιδιώτης πιστωτής θα προτιμούσε παρά ταύτα τη διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών (αιτιολογική σκέψη 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, επισήμανε ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, η φορολογική αρχή μπορεί να προβεί αμέσως στην εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Κατά την Επιτροπή, κατά τον χρόνο του πτωχευτικού συμβιβασμού, η αξία του κυκλοφορούντος ενεργητικού της προσφεύγουσας, ήτοι 43 εκατομμύρια SKK που αντιστοιχούσαν στην αξία των αποθεμάτων, τουλάχιστον 37 εκατομμύρια SKK που αντιστοιχούσαν στην αξία των απαιτήσεων και 161 εκατομμύρια SKK που αντιστοιχούσαν στην αξία των διαθεσίμων, υπερέβαινε το προταθέν στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού ποσό. Η Επιτροπή ανέφερε επιπλέον ότι η προσφεύγουσα κατείχε πάγια στοιχεία ενεργητικού αξίας τουλάχιστον 194 εκατομμυρίων SKK (αιτιολογική σκέψη 125 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, επισήμανε ότι, κατ’ αντίθεση προς τη δικαστική εκκαθάριση, η αναγκαστική είσπραξη των φορολογικών οφειλών δεν συνεπάγεται διοικητικής φύσεως επιβαρύνσεις, πρόκειται δε για διαδικασία η οποία κινείται και ελέγχεται από τη φορολογική αρχή και, ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί ότι μπορούσε να διεκπεραιωθεί σύντομα (αιτιολογική σκέψη 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Βάσει των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή κατέληξε στη διαπίστωση ότι η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως των φορολογικών οφειλών θα απέφερε περισσότερα απ’ ό,τι ο πτωχευτικός συμβιβασμός (αιτιολογική σκέψη 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

277    Συναφώς, τονίζεται, πρώτον, ότι η εκτίμηση της Επιτροπής στηρίζεται σε επισημάνσεις στις οποίες προέβη όσον αφορά τη δικαστική εκκαθάριση.

278    Όπως, όμως, διαπιστώθηκε με τη σκέψη 201 ανωτέρω, οι επισημάνσεις αυτές δεν στηρίζονται επαρκώς κατά νόμον σε στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως.

279    Περαιτέρω, όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών, η Επιτροπή αρκέστηκε στην εικασία ότι «μπορεί να θεωρηθεί ότι θα διεκπεραιωνόταν με ταχύτητα», ειδικότερα σε σύγκριση με τη διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως, διότι θα κινούνταν και θα ελεγχόταν από την ίδια τη διοίκηση. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία αξιολόγηση όσον αφορά τη διάρκεια αυτή, είτε σε σχέση με τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως είτε, τουλάχιστον, βάσει των σταδίων της διαδικασίας αυτής σύμφωνα με το σλοβακικό δίκαιο. Η Επιτροπή παραδέχεται, άλλωστε, με τα δικόγραφά της ότι δεν διέθετε επαρκή στοιχεία σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών.

280    Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι η διάρκεια των διαδικασιών αποτελεί στοιχείο ικανό να επηρεάσει σε μη αμελητέο βαθμό τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός ιδιώτη πιστωτή (βλ., συναφώς, απόφαση Frucona Košice κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:32, σκέψη 81).

281    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η κατάσταση της δικαιούχου επιχειρήσεως μπορεί να αποτελέσει σημαντικό στοιχείο για τη συνολική εκτίμηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, αποφάσεις Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, EU:T:2003:57, σκέψη 251, και της 30ής Ιουνίου 2015, Κάτω Χώρες κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑186/13, T‑190/13 και T‑193/13, EU:T:2015:447, σκέψη 88).

282    Πάντως, μολονότι η προσφεύγουσα ανέφερε, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών θα μπορούσε να διακοπεί, εάν αναγκαζόταν, λόγω της επιδεινώσεως της οικονομικής καταστάσεώς της, να κηρύξει πτώχευση, εντούτοις η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το στοιχείο αυτό, ούτε υπολόγισε τις πιθανότητες περατώσεως, εν προκειμένω, της διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών, υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών. Η έλλειψη αυτή δεν μπορεί να εξαλειφθεί με το προβληθέν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επιχείρημα ότι η θέση της προσφεύγουσας συνιστά απλή εικασία.

283    Εξάλλου, επισημαίνεται ακόμη ότι, όσον αφορά τις δαπάνες στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών, η Επιτροπή αρκέστηκε στην επισήμανση ότι η διαδικασία αυτή, σε αντίθεση με εκείνη της δικαστικής εκκαθαρίσεως, δεν συνεπαγόταν την καταβολή διοικητικής φύσεως επιβαρύνσεων. Αντιθέτως, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε εάν η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών συνεπαγόταν οποιασδήποτε φύσεως δαπάνες. Επίσης, δεν εξέτασε ούτε την ενδεχόμενη σημασία της επιδράσεώς τους στο ποσό που θα μπορούσε να εισπραχθεί με την ολοκλήρωση μιας τέτοιας διαδικασίας.

284    Προκύπτει, συνεπώς, ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν διέθετε πραγματικά στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, στις 9 Ιουλίου 2004, ένας ιδιώτης πιστωτής θα επέλεγε προδήλως τη διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών.

285    Η διαπίστωση αυτή παρίσταται επιβεβλημένη, ακόμη και χωρίς να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας, τα οποία αφορούν, κατ’ ουσίαν τη δυνατότητα και το ενδεχόμενο άμεσης εκποιήσεως στο πλαίσιο της αναγκαστικής εισπράξεως των φορολογικών οφειλών, την αξία των στοιχείων του ενεργητικού όπως ενδεχομένως θα την προσδιόριζε ένας εμπειρογνώμονας, τη χρήση συγκεκριμένων αριθμητικών στοιχείων για την αποτίμηση του πιθανού προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως, τα εκ του νόμου προβλεπόμενα κατώτατα όρια που ισχύουν σε περίπτωση αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και την επίδρασή τους στη δυνατότητα εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού βάσει των αξιών που είχε εκτιμήσει η Επιτροπή, τη δικαστική εκκαθάριση της L. και τον κίνδυνο διασποράς των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας.

286    Η διαπίστωση που διατυπώνεται στη σκέψη 284 ανωτέρω δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

287    Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία, εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει πλήρως και επί τη βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το κράτος μέλος δεν χορήγησε το πλεονέκτημα υπό την ιδιότητά του του ιδιώτη επιχειρηματία και ότι θα μπορούσε να αποσπάσει το πλεονέκτημα αυτό στην αγορά. Επισημαίνει, ακόμη, ότι προέβη σε σύγκριση των δύο διαδικασιών αποκλειστικά και μόνο βάσει των στοιχείων που διέθετε και ότι δεν είχε στη διάθεσή της στοιχεία τα οποία θα μπορούσε να προσκομίσει η προσφεύγουσα, προς τεκμηρίωση της θέσεώς της ότι η διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών ήταν λιγότερο επωφελής απ’ ό,τι η διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού.

288    Ωστόσο, βάσει της παρατιθέμενης στις σκέψεις 138, 139, 141 και 269 ανωτέρω νομολογίας, τονίζεται ότι, εφόσον εφάρμοσε το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή στο πλαίσιο της συγκρίσεως των διαδικασιών της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού, διαπιστώνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι ένας ιδιώτης πιστωτής θα προτιμούσε την πρώτη διαδικασία αντί της δεύτερης, η Επιτροπή δεν έπρεπε να περιοριστεί στη διατύπωση ατεκμηρίωτων και ανέλεγκτων εικασιών, με το αιτιολογικό ότι δεν διέθετε επαρκείς πληροφορίες. Δεν μπορούσε να επικαλεστεί ούτε τη σχετική με τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου αυτού νομολογία, από την οποία προκύπτει ότι εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος ή στον ενδιαφερόμενο που την υποστηρίζει να αποδείξει ότι το εν λόγω κράτος μέλος έλαβε το επίδικο μέτρο ενεργώντας ως ιδιώτης επιχειρηματίας, προκειμένου να δικαιολογήσει το γεγονός ότι, ελλείψει τέτοιων στοιχείων, αρκέστηκε στη διατύπωση αόριστων εικασιών όσον αφορά το στάδιο της εφαρμογής του κριτηρίου αυτού.

289    Δεύτερον, η διαπίστωση που διατυπώνεται στη σκέψη 284 ανωτέρω δεν αναιρείται ούτε από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή σε απάντηση των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Τα επιχειρήματα αυτά της Επιτροπής αφορούν κατ’ ουσίαν τη δυνατότητα και το ενδεχόμενο άμεσης εκποιήσεως στο πλαίσιο της αναγκαστικής εισπράξεως των φορολογικών οφειλών, την αξία των στοιχείων του ενεργητικού όπως ενδεχομένως θα την προσδιόριζε ένας εμπειρογνώμονας, τη χρήση συγκεκριμένων αριθμητικών στοιχείων για την αποτίμηση του πιθανού προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως, τα εκ του νόμου προβλεπόμενα κατώτατα όρια που ισχύουν σε περίπτωση αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και την επίδρασή τους στη δυνατότητα εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού βάσει των αξιών που είχε εκτιμήσει η Επιτροπή, τη δικαστική εκκαθάριση της L. και τον κίνδυνο διασποράς των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας.

290    Πάντως, αφενός, επισημαίνεται ότι η διαπίστωση που διατυπώνεται στη σκέψη 284 ανωτέρω στηρίζεται μόνο στην εκτίμηση ότι η Επιτροπή δεν διέθετε πραγματικά στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, στις 9 Ιουλίου 2004, ένας ιδιώτης πιστωτής θα επέλεγε προδήλως τη διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών. Αφετέρου, η διαπίστωση αυτή, που απορρέει από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την παράλειψη της Επιτροπής, η οποία όφειλε να αποδείξει ότι δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, να αξιολογήσει τη διάρκεια και το κόστος, καθώς και τη δική της οικονομική κατάσταση στο πλαίσιο της συγκρίσεως των διαδικασιών αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού, διατυπώθηκε χωρίς καν να είναι απαραίτητο να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματά της που παρατίθενται στη σκέψη 285 ανωτέρω. Δεδομένου, πάντως, ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής που παρατίθενται στη σκέψη 289 ανωτέρω προβλήθηκαν σε απάντηση των ως άνω επιχειρημάτων της προσφεύγουσας, δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τη διαπίστωση που διατυπώνεται στη σκέψη 284 ανωτέρω.

291    Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα κρίνεται βάσιμος.

292    Κατά συνέπεια και, ειδικότερα, βάσει των διαπιστώσεων που διατυπώθηκαν με τις σκέψεις 236 και 291 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ακυρωτέα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

293    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τα αιτήματα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 2014/342/ΕΕ της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.18211 (C 25/2005) (πρώην NN 21/2005) που χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία στη Frucona Košice a.s.

2)      Η Επιτροπή φέρει, εκτός των δικαστικών εξόδων της, τα δικαστικά έξοδα της Frucona Košice, περιλαμβανομένων των εξόδων των ασφαλιστικών μέτρων περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων.

Martins Ribeiro

Gervasoni

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Μαρτίου 2016.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Η εξέλιξη της καταστάσεως της προσφεύγουσας και η διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού

Διοικητική διαδικασία

Αρχική απόφαση

Διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο στην αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί τα πράγματα και πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη διαπίστωση ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού

Προκαταρκτική υπόμνηση της νομολογίας

Επί του βασίμου της αποτιμήσεως του προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως (δεύτερη δέσμη επιχειρημάτων)

Επί του βασίμου της εκτιμήσεως σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως και της επιδράσεώς της στην επιλογή του ιδιώτη πιστωτή (τρίτη, τέταρτη και πέμπτη δέσμη επιχειρημάτων)

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, περί εσφαλμένης διαπιστώσεως ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών ήταν επωφελέστερη σε σχέση με τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού

Επί της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή στο πλαίσιο της συγκρίσεως της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού (πρώτη και δεύτερη δέσμης επιχειρημάτων)

Επί της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή στο πλαίσιο της συγκρίσεως της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών και του πτωχευτικού συμβιβασμού (τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη δέσμη επιχειρημάτων)

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.