Language of document : ECLI:EU:T:2012:626

Υπόθεση T‑541/10

Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ) κ.λπ.

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Προσφυγή ακυρώσεως — Αποφάσεις που απευθύνονται σε κράτος μέλος για τη διόρθωση κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος — Δεν αφορούν άμεσα τους προσφεύγοντες — Απαράδεκτο»

Περίληψη — Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 27ης Νοεμβρίου 2012

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Άμεσος επηρεασμός — Κριτήρια — Απόφαση του Συμβουλίου με την οποία ένα κράτος μέλος ειδοποιείται να λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος — Προσφυγή που άσκησε τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση καθώς και μέλη αυτής — Πράξη που δεν αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα — Απαράδεκτο

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1467/97 του Συμβουλίου, άρθρο 5)

2.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων — Πράξεις που καθιστούν αναγκαία τη λήψη εθνικών μέτρων εφαρμογής — Δυνατότητα των φυσικών ή νομικών προσώπων να ζητούν την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος για την εκτίμηση του κύρους πράξεως της Ένωσης — Υποχρέωση των κρατών μελών να καθιερώσουν τα απαραίτητα ένδικα βοηθήματα προκειμένου να εξασφαλιστεί αποτελεσματική δικαστική προστασία — Άσκηση προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης σε περίπτωση που δεν υφίσταται ένδικο βοήθημα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων — Αποκλείεται

(Άρθρο 19 § 1, εδ. 2, ΣΕΕ, 263 ΣΛΕΕ, 267 ΣΛΕΕ και 277 ΣΛΕΕ)

1.      Η προϋπόθεση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά την οποία η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση πρέπει να αφορά άμεσα ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, απαιτεί τη σωρευτική συνδρομή δύο κριτηρίων και, συγκεκριμένα, πρώτον, το αμφισβητούμενο μέτρο να έχει άμεσα αποτελέσματα στην έννομη κατάσταση του ιδιώτη και, δεύτερον, να μην καταλείπει καμία εξουσία εκτίμησης στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, για τον λόγο ότι η εφαρμογή αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων ενδιάμεσων κανόνων.

Επομένως, η απόφαση του Συμβουλίου με την οποία κράτος μέλος ειδοποιείται να λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος δεν αφορά άμεσα την τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση της οποίας μέλη είναι γενικώς όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και τα μέλη της οργάνωσης αυτής.

Πράγματι, η διάταξη της απόφασης αυτής σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λάβει το κράτος μέλος για τη μείωση του υπερβολικού ελλείμματος, καθόσον επιβάλλει στο κράτος μέλος αυτό την υποχρέωση να επιτύχει έναν δημοσιονομικό στόχο, ήτοι την εξοικονόμηση ορισμένου ποσού κατ’ έτος μέσω της μείωσης των επιδομάτων που καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους, χωρίς ωστόσο να καθορίζει ούτε τους λεπτομερείς κανόνες της μείωσης αυτής ούτε τις κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων τις οποίες αφορά η μείωση αυτή, στοιχεία των οποίων ο προσδιορισμός καταλείπεται στην εκτίμηση του εν λόγω κράτους μέλους, δεν μπορεί ως εκ φύσεως να έχει άμεσες συνέπειες στην έννομη κατάσταση των προσφευγόντων δεδομένου ότι οι αρχές του ως άνω κράτους μέλους έχουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης στο πλαίσιο της εφαρμογής της προμνησθείσας διατάξεως.

Ομοίως, η επίμαχη διάταξη της απόφασης, κατά την οποία το ίδιο κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να θεσπίσει νόμο για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος με σκοπό τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς του, καθόσον προϋποθέτει προς εκτέλεσή της τη θέσπιση του νόμου αυτού και παρέχει ευρύτατο περιθώριο εκτίμησης στις αρχές του κράτους μέλους για τον καθορισμό του περιεχομένου του εν λόγω νόμου, υπό τον όρο ότι ο εν λόγω νόμος θα διασφαλίζει τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, δεν αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες, μόνον δε ο ως άνω νόμος θα μπορούσε ενδεχομένως να αφορά άμεσα την έννομη κατάστασή τους.

Εξάλλου, η διάταξη της ίδιας απόφασης, η οποία προβλέπει ένα ανώτατο όριο για την αντικατάσταση των συνταξιοδοτούμενων εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, αποτελεί γενικό μέτρο για την οργάνωση και τη διαχείριση της δημόσιας διοίκησης και δεν αφορά άμεσα την έννομη κατάσταση των προσφευγόντων. Πράγματι, εάν υποτεθεί ότι η εν λόγω διάταξη έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών και των συνθηκών απασχόλησης των προσφευγόντων, πρόκειται για στοιχείο που αφορά όχι την έννομη κατάστασή τους αλλά αποκλειστικά την πραγματική τους κατάσταση.

Τέλος, δεδομένου ότι απώτερος σκοπός είναι η μείωση του υπερβολικού δημόσιου ελλείμματος της χώρας, οι διατάξεις που επιβάλλουν στο εμπλεκόμενο κράτος μέλος την υποχρέωση να λάβει σειρά μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, μέτρων για την ενίσχυση της δημοσιονομικής εποπτείας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθώς και σειρά διαρθρωτικών μέτρων με σκοπό ιδίως τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας εν γένει, λαμβανομένου υπόψη του εύρους τους, καθιστούν αναγκαία τη λήψη εθνικών μέτρων εφαρμογής που θα εξειδικεύσουν το περιεχόμενό τους. Στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτής, οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους έχουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης, υπό τον όρο ότι δεν διακυβεύεται ο απώτερος σκοπός της μείωσης του υπερβολικού ελλείμματος. Ενδεχομένως αυτά τα εθνικά μέτρα θα μπορούσαν να αφορούν άμεσα την έννομη κατάσταση των προσφευγόντων.

(βλ. σκέψεις 64, 70, 72-74, 76, 78, 80, 84)

2.      Η Συνθήκη, με τα άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 277 ΣΛΕΕ, αφενός, και με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, αφετέρου, έχει καθιερώσει πλήρες σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτόν στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν έχουν τη δυνατότητα, λόγω των προϋποθέσεων του παραδεκτού που θέτει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, να προσβάλουν απευθείας πράξεις της Ένωσης γενικού περιεχομένου που καθιστούν αναγκαία τη λήψη μέτρων εφαρμογής από το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης των πράξεων αυτών έχουν ιδίως τη δυνατότητα να επικαλεστούν το ανίσχυρο των εν λόγω πράξεων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να ζητήσουν από τα δικαστήρια αυτά, τα οποία δεν έχουν αρμοδιότητα να διαπιστώνουν το ανίσχυρο των εν λόγω πράξεων, να υποβάλουν σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

Το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης δεν μπορεί να εξαρτάται από το εάν υφίσταται ένδικο βοήθημα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων που να καθιστά δυνατή την εξέταση του κύρους της πράξης της οποίας ζητείται η ακύρωση· δεν μπορεί επίσης να εξαρτάται από τη φερόμενη βραδυπορία των εθνικών διαδικασιών. Πράγματι, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ορίζει ότι τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και τα ένδικα μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 89, 90, 93)