Language of document : ECLI:EU:C:2017:1014

Υπόθεση C-158/16

Margarita Isabel Vega González

κατά

Consejería de Hacienda y Sector Público del gobierno del Principado de Asturias

[αίτηση του Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n. 1 de Oviedo
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Έννοια των “συνθηκών απασχόλησης” – Υπαγωγή στο υπηρεσιακό καθεστώς υπαλλήλου σε έκτακτη άδεια – Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τη χορήγηση έκτακτης άδειας μόνο στους μόνιμους και όχι στους έκτακτους δημοσίους υπαλλήλους σε περίπτωση εκλογής τους σε δημόσιο αξίωμα»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα)
της 20ής Δεκεμβρίου 2017

1.        Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Συνθήκες απασχολήσεως – Έννοια – Δικαίωμα ενός εργαζομένου που εξελέγη σε κοινοβουλευτικό αξίωμα να λάβει έκτακτη άδεια – Αναστολή της σχέσεως εργασίας έτσι ώστε να διασφαλίζονται η διατήρηση της θέσεως εργασίας του εργαζομένου αυτού και το δικαίωμά του προαγωγής έως τη λήξη της κοινοβουλευτικής του θητείας – Εμπίπτει

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 4, σημείο 1)

2.        Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Οδηγία 1999/70 – Απαγόρευση διακρίσεων σε βάρος των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου – Εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει κατ’ απόλυτο τρόπο τη χορήγηση, σε εργαζόμενο με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου που πρόκειται να αναλάβει πολιτικό αξίωμα, άδειας δυνάμει της οποίας αναστέλλεται η σχέση εργασίας έως ότου ο εργαζόμενος αυτός επανέλθει στη θέση του μετά τη λήξη της εν λόγω θητείας – Δεν επιτρέπεται – Δικαιολόγηση – Δεν χωρεί

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 4)

1.      Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και έχει προσαρτηθεί στην οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι στον όρο «συνθήκες απασχόλησης» που περιέχει η διάταξη αυτή εμπίπτει το δικαίωμα ενός εργαζομένου που εξελέγη σε κοινοβουλευτικό αξίωμα να λάβει έκτακτη άδεια, προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία, δυνάμει της οποίας αναστέλλεται η σχέση εργασίας, έτσι ώστε να διασφαλίζονται η διατήρηση της θέσεως εργασίας του εργαζομένου αυτού και το δικαίωμά του προαγωγής έως τη λήξη της κοινοβουλευτικής του θητείας.

Όσον αφορά την έννοια των «συνθηκών απασχόλησης» σύμφωνα με τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι αποφασιστικό κριτήριο για να καθοριστεί αν ένα μέτρο εμπίπτει στην έννοια αυτή είναι ακριβώς το κριτήριο της απασχολήσεως, δηλαδή της σχέσεως εργασίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη του (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Carratù, C-361/12, EU:C:2013:830, σκέψη 35, της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik, C-38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 25, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C-596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 26, και διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 2017, Rodrigo Sanz, C-443/16, EU:C:2017:109, σκέψη 32).

Όπως υπογράμμισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 22 των προτάσεών της, με τον όρο «συνθήκες απασχόλησης» νοούνται, συνεπώς, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που προσδιορίζουν συγκεκριμένη σχέση εργασίας, συμπεριλαμβανομένων τόσο των συνθηκών υπό τις οποίες εργάζεται κάποιος όσο και των συνθηκών που αφορούν τη λύση αυτής της σχέσεως εργασίας.

Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί επιπροσθέτως ότι μια ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αποκλείουσα από το πεδίο εφαρμογής της έννοιας των «συνθηκών απασχόλησης» το δικαίωμα έκτακτης άδειας θα περιόριζε, κατά παράβαση του σκοπού για τον οποίο έχει θεσπισθεί η εν λόγω διάταξη, την έκταση της παρεχόμενης στους εργαζομένους με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου προστασίας κατά των διακρίσεων (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik, C-38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 27 και 29, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C-596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 30, και διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Álvarez Santirso, C-631/15, EU:C:2016:725, σκέψη 39).

(βλ. σκέψεις 30, 34, 38, 39, διατακτ. 1)

2.      Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που έχει προσαρτηθεί στην οδηγία 1999/70 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία αποκλείει κατ’ απόλυτο τρόπο τη χορήγηση σε εργαζόμενο με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου που πρόκειται να αναλάβει πολιτικό αξίωμα άδειας δυνάμει της οποίας αναστέλλεται η σχέση εργασίας έως ότου ο εργαζόμενος αυτός επανέλθει στη θέση του μετά τη λήξη της εν λόγω θητείας, ενώ το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται στους εργαζομένους με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.

Εν προκειμένω, μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο επείγον χαρακτήρας και η αναγκαιότητα προσωρινής πληρώσεως μιας θέσεως, όπως και η αναμενόμενη λήξη της σχέσεως εργασίας, να αποτελούν κατ’ αρχήν σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν μια άνιση μεταχείριση σε σχέση με τη χορήγηση έκτακτης άδειας, εντούτοις, το δικαστήριο αυτό διευκρινίζει ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι δυνατό να προβληθούν σε περίπτωση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία τη συγκεκριμένη θέση κατέχει ο ίδιος έκτακτος υπάλληλος για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τετραετίας.

Εν πάση περιπτώσει, η απόλυτη άρνηση χορηγήσεως έκτακτης άδειας στους εργαζομένους με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου δεν φαίνεται να είναι a priori αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει ο νόμος 3/1985, δηλαδή τη διατήρηση των θέσεων εργασίας και του δικαιώματος προαγωγής των εργαζομένων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, και ειδικότερα των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που κατέχουν πολιτικό αξίωμα, στο μέτρο που το ίδιο το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι είναι απολύτως δυνατό να χορηγηθεί στους εργαζομένους με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου που κατέχουν το ίδιο αξίωμα μια τέτοια άδεια η οποία αναστέλλει τη σχέση εργασίας έως τη λήξη της εν λόγω θητείας, κατά την οποία διασφαλίζεται η επιστροφή τους στη θέση που κατείχαν, υπό την επιφύλαξη ότι η θέση αυτή δεν έχει στο μεταξύ καταργηθεί ή πληρωθεί από μόνιμο δημόσιο υπάλληλο.

(βλ. σκέψεις 49-51, διατακτ. 2)