Language of document : ECLI:EU:T:2015:671

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑261/13 και T‑86/14

Βασίλειο των Κάτω Χωρών

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«ΕνΔΤΚ — Κανονισμός (ΕΚ) 2494/95 — Εναρμονισμένοι δείκτες τιμών καταναλωτή με σταθερούς φορολογικούς συντελεστές (ΕνΔΤΚ‑ΣΦ) — Κανονισμός (ΕΕ) 119/2013 — Δείκτες τιμών για τις ιδιοκατοικούμενες κατοικίες — Κανονισμός (ΕΕ) 93/2013 — Eurostat — Επιτροπολογία — Εκτελεστικά μέτρα — Κανονιστική διαδικασία με έλεγχο»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο πενταμελές τμήμα)
της 23ης Σεπτεμβρίου 2015

Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άσκηση των αρμοδιοτήτων – Εκτελεστική εξουσία που παρέχεται στην Επιτροπή για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων – Όρια – Υποχρέωση να μη θίγονται οι γενικοί σκοποί της νομοθετικής πράξεως και να θεσπίζονται διατάξεις αναγκαίες ή πρόσφορες για την εφαρμογή της – Περιεχόμενο – Εφαρμογή νομοθετικής πράξεως που προβλέπει την τήρηση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο για τη θέσπιση εκτελεστικών μέτρων – Δεν προβλέπεται η τήρηση της διαδικασίας αυτής στην εκτελεστική πράξη – Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 291 § 2 ΣΛΕΕ· κανονισμός 2494/95 του Συμβουλίου, άρθρα 4, εδ. 2 και 3, 5 § 3 και 14 § 3· κανονισμοί της Επιτροπής 93/2013, άρθρο 4 § 1, και 119/2013, άρθρο 1, σημείο 2· απόφαση 1999/468 του Συμβουλίου, άρθρο 5α)

Η Επιτροπή, όταν της παρέχεται εκτελεστική εξουσία βάσει του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καλείται να διευκρινίσει το περιεχόμενο της νομοθετικής πράξεως, προκειμένου να διασφαλισθεί η εφαρμογή της υπό ενιαίες προϋποθέσεις σε όλα τα κράτη μέλη. Επιπλέον, στο πλαίσιο των εκτελεστικών αυτών αρμοδιοτήτων, των οποίων τα όρια εκτιμώνται ιδίως με γνώμονα τους βασικούς γενικούς σκοπούς της νομοθετικής πράξεως, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να λάβει όλα τα αναγκαία ή πρόσφορα εκτελεστικά μέτρα για την εφαρμογή της σχετικής πράξεως, αρκεί τα εν λόγω μέτρα να μην αντιβαίνουν στην πράξη αυτή. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή διευκρινίζει την οικεία νομοθετική πράξη, εφόσον οι διατάξεις της εκτελεστικής πράξεως την οποία εκδίδει, αφενός, συνάδουν με τους βασικούς γενικούς σκοπούς που επιδιώκονται με τη νομοθετική πράξη και, αφετέρου, είναι αναγκαίες ή χρήσιμες για την εφαρμογή της τελευταίας.

Τα μεθοδολογικά πλαίσια που προβλέπονται στο άρθρο 1, σημείο 2, του κανονισμού 119/2013, για την τροποποίηση του κανονισμού 2214/96 για τη θέσπιση εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), και στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 93/2013, σχετικά με τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 2494/95 για τη θέσπιση εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή, αποτελούν αναγκαία ή πρόσφορα μέτρα για την υπό ενιαίες προϋποθέσεις εφαρμογή του κανονισμού 2494/95, καθόσον αποβλέπουν στον καθορισμό των εννοιών, μεθόδων ή πρακτικών που καθιστούν δυνατή τη συγκρισιμότητα των ΕνΔΤΚ κατά την έννοια του άρθρου 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2494/95 και, άρα, συμπεριλαμβάνονται στις διατάξεις που θα επιτρέψουν την εξασφάλιση συγκρίσιμων ΕνΔΤΚ, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, και στο άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 2494/95. Συνεπώς, τα μεθοδολογικά αυτά πλαίσια αποτελούν εκτελεστικά μέτρα τα οποία πρέπει να τηρούνται προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα των οικείων κανονισμών και η συγκρισιμότητα των ΕνΔΤΚ.

Κατά συνέπεια, εφόσον το άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, και το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 2494/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, προβλέπουν ότι η Επιτροπή θεσπίζει, τηρώντας την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο (ΚΔΕ), όπως την ορίζει το άρθρο 5α της αποφάσεως 1999/468, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, τα αναγκαία εκτελεστικά μέτρα για την εξασφάλιση της συγκρισιμότητας των ΕνΔΤΚ, το άρθρο 1, σημείο 2, του κανονισμού 119/2013 και το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 93/2013 πρέπει να ακυρωθούν καθόσον δεν προβλέπουν την τήρηση της ΚΔΕ για την έκδοση των αναγκαίων εκτελεστικών μέτρων. Ειδικότερα, οι κανόνες που ρυθμίζουν τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η βούληση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης προβλέπονται από τη Συνθήκη και είναι δεσμευτικοί τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ίδια τα θεσμικά όργανα. Η τυχόν αναγνώριση υπέρ ενός θεσμικού οργάνου της δυνατότητας να δημιουργεί νέες νομικές βάσεις με διατάξεις του παράγωγου δικαίου, ανεξαρτήτως του αν η προβλεπόμενη διαδικασία εκδόσεως μιας πράξεως καθίσταται περισσότερο ή λιγότερο περίπλοκη, θα ισοδυναμούσε με απονομή στο θεσμικό αυτό όργανο νομοθετικής εξουσίας, υπερβαίνουσας τα όρια που προβλέπει σχετικώς η Συνθήκη. Θα ισοδυναμούσε επίσης με την παροχή στο όργανο αυτό της δυνατότητας να παραβιάζει την αρχή της θεσμικής ισορροπίας, κατά την οποία κάθε θεσμικό όργανο πρέπει να ασκεί τις αρμοδιότητές του σεβόμενο τις αρμοδιότητες των λοιπών οργάνων.

(βλ. σκέψεις 38, 43-45, 47-50, 63, 64)