Language of document :

Προσφυγή της 4ης Νοεμβρίου 2021 – Roos κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση T-710/21)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες: Robert Roos (Poortugaal, Κάτω Χώρες), Anne-Sophie Pelletier (Ixelles, Βέλγιο), Francesca Donato (Παλέρμο, Ιταλία), Virginie Joron (Durningen, Γαλλία) και IC (εκπρόσωποι: P. de Bandt, M. Gherghinaru, και L. Panepinto, δικηγόροι)

Καθού: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2021, περί των έκτακτων υγειονομικών κανόνων και κανόνων ασφαλείας που ρυθμίζουν την πρόσβαση στα κτίρια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στους τρεις τόπους εργασίας του·

να καταδικάσει το καθού στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, περιλαμβανομένων των σχετικών με την υποβληθείσα αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει έρεισμα σε έγκυρη νομική βάση για να παραγάγει αποτελέσματα έναντι των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν ότι το άρθρο 25 του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου συνιστά έγκυρη νομική βάση προς στήριξη της έκδοσης της προσβαλλομένης αποφάσεως και, συνεπώς, προς επιβολή του προσβαλλόμενου μέτρου εις βάρος τους. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθούν σε απόφαση του προεδρείου, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, μέτρα τα οποία συνεπάγονται επεξεργασία όλως ευαίσθητων δεδομένων, στον βαθμό που, δυνάμει του άρθρου 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ουσιώδη στοιχεία μιας τέτοιας επεξεργασίας πρέπει να προβλέπονται σε «νόμο», όπερ δεν ισχύει όταν πρόκειται για απόφαση του προεδρείου του Κοινοβουλίου.

2.    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται ότι παραβιάζονται η αρχή της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των μελών του Κοινοβουλίου καθώς και οι ασυλίες που τους απονέμονται από τις Συνθήκες. Οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 2 του Καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία και την ανεξαρτησία των βουλευτών) και στο άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι κανένας περιορισμός διοικητικής φύσης δεν επιβάλλεται στην ελεύθερη μετακίνηση των μελών του Κοινοβουλίου όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδρίασης του Κοινοβουλίου ή όταν επιστρέφουν από αυτόν). Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως συνέπεια ότι οι προσφεύγοντες οφείλουν να επιδεικνύουν έγκυρο ενωσιακό ψηφιακό πιστοποιητικό COVID κάθε φορά που επιθυμούν να μεταβούν στο Κοινοβούλιο. Αν οι προσφεύγοντες δεν είναι σε θέση ή δεν προτίθενται να επιδεικνύουν τέτοιο πιστοποιητικό, τότε θα τους απαγορεύεται η πρόσβαση στα κτίρια του Κοινοβουλίου.

3.    Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται ότι παραβιάζονται οι γενικές αρχές που διέπουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο ως άνω λόγος χωρίζεται σε δύο σκέλη.

Το πρώτο σκέλος αφορά παραβίαση, αφενός, της αρχής της οριοθέτησης του σκοπού της επεξεργασίας δεδομένων και, αφετέρου, της αρχής της νομιμότητας. Τούτο διότι για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα προσωπικά δεδομένα τα οποία αναγράφονται στα ενωσιακά ψηφιακά πιστοποιητικά COVID των προσφευγόντων ώστε να τους επιτρέπεται η πρόσβαση στα κτίρια του Κοινοβουλίου, απαιτείται κατά νόμον αυτά να έχουν συλλεγεί για τον συγκεκριμένο σκοπό. Ελλείψει νομικής βάσης που να επιτρέπει ρητώς την επεξεργασία ιατρικών δεδομένων σχετικών με τον εμβολιασμό, με τα αποτελέσματα εξετάσεων ή με την ανάρρωση από τη νόσο ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στον τόπο εργασίας και στις κοινοβουλευτικές συνελεύσεις, το Κοινοβούλιο δεν είναι σε καμία περίπτωση αρμόδιο να επιτρέψει τέτοια επεξεργασία, κατά μείζονα λόγο μέσω μιας ρύθμισης η οποία δεν είναι νόμος με την τυπική έννοια του όρου.

–    Το δεύτερο σκέλος αφορά παραβίαση των αρχών της θεμιτής επεξεργασίας, της διαφάνειας και της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, καθώς κατά τον χρόνο της συλλογής των προσωπικών τους δεδομένων, οι προσφεύγοντες δεν είχαν ενημερωθεί ότι αυτά θα χρησιμοποιούνταν προκειμένου να τους επιτρέπεται ή να τους απαγορεύεται ή πρόσβαση στον τρόπο εργασίας όπου ασκούν την εντολή που έχουν λάβει ως μέλη του Κοινοβουλίου.

4.    Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θίγει αδικαιολόγητα το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα, το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια καθώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από τις αρχές της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων. Ο ως άνω λόγος χωρίζεται σε δύο σκέλη.

–    Το πρώτο σκέλος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων των προσφευγόντων στη σωματική τους ακεραιότητα, στην ελευθερία και στην ασφάλεια, των δικαιωμάτων τους τα οποία απορρέουν από τις αρχές της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων, καθώς και των δικαιωμάτων τους στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών τους δεδομένων.

–    Το δεύτερο σκέλος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θίγει τα δικαιώματα και τις αρχές που προαναφέρθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς την αρχή της αναλογικότητας, αφού το προσβαλλόμενο μέτρο δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε πρόσφορο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, ενώ είναι και δυσανάλογο σε σχέση με αυτούς.

____________