Language of document : ECLI:EU:T:2016:501

Υπόθεση T-120/14

PT Ciliandra Perkasa

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Άρθρο 2, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 – Κανονική αξία – Κόστος παραγωγής»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα)
της 15ης Σεπτεμβρίου 2016

1.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Προσφυγή στην κατασκευασμένη αξία – Υπολογισμός του κόστους παραγωγής επί τη βάσει των λογιστικών βιβλίων – Εξαίρεση – Δαπάνες συνδεόμενες με την παραγωγή και την πώληση του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας οι οποίες δεν αντανακλώνται ευλόγως σε αυτά τα βιβλία – Βάρος αποδείξεως που υπέχουν τα θεσμικά όργανα – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 1972/2002, αιτιολογική σκέψη 4, και 1225/2009, άρθρο 2 §§ 3, εδ. 2, και 5, εδ. 1 και 2)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Αντικείμενο – Μερική ακύρωση – Προϋπόθεση – Δυνατότητα διαχωρισμού των προσβαλλομένων διατάξεων – Διάταξη κανονισμού που επιβάλλει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ – Ακύρωση συνεπαγόμενη επί της ουσίας τροποποίηση του κανονισμού

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός του Συμβουλίου 1194/2013, άρθρο 1)

1.      Ο σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 1225/2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, είναι όπως οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του ομοειδούς προϊόντος οι οποίες ελήφθησαν υπ’ όψιν στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του εν λόγω προϊόντος απηχούν τις δαπάνες στις οποίες θα είχε υποβληθεί ένας παραγωγός στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής.

Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού συνάγεται ότι τα λογιστικά βιβλία του υπό έρευνα μέρους συνιστούν την κατ’ εξοχήν πηγή αντλήσεως πληροφοριών για τον καθορισμό του κόστους παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος και ότι η χρησιμοποίηση των στοιχείων που έχουν καταχωριστεί στα εν λόγω βιβλία αποτελεί τον κανόνα, ενώ η αναπροσαρμογή τους ή η αντικατάστασή τους από κάποια άλλη εύλογη βάση την εξαίρεση. Αυτή η εξαίρεση πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά.

Η αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 1972/2002, για την τροποποίηση του προγενέστερου βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, που εισήγαγε τη διάταξη που αντιστοιχεί στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ σε αυτόν τον τελευταίον, προβλέπει τη δυνατότητα προσφυγής στο άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, ιδίως στην περίπτωση που οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος δεν επιτρέπουν μια λυσιτελή σύγκριση λόγω στρεβλώσεως. Εντεύθεν συνάγεται επίσης ότι μια τέτοια κατάσταση μπορεί ιδίως να προκύψει λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, όπως είναι αυτές που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, που αφορά τις τεχνητά χαμηλές τιμές του οικείου προϊόντος, χωρίς εντούτοις να περιορίζει αυτό το είδος των καταστάσεων στις περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται απευθείας ρύθμιση των τιμών του ομοειδούς προϊόντος ή των κύριων πρώτων υλών αυτού από τη χώρα εξαγωγής.

Αντιθέτως, μέτρο των δημοσίων αρχών της χώρας εξαγωγής δεν μπορεί να οδηγήσει τα θεσμικά όργανα να μη λάβουν υπόψη τους, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, τις τιμές των πρώτων υλών που έχουν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία των υπό έρευνα μερών παρά μόνον όταν προκαλεί αισθητή στρέβλωση των τιμών των εν λόγω πρώτων υλών. Πράγματι, τυχόν διαφορετική ερμηνεία της εξαιρέσεως του άρθρου 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, η οποία θα επέτρεπε, σε μια κατάσταση όπως η υπό κρίση, να αντικατασταθούν τα δεδομένα αυτά από ένα ποσό δαπανών στηριζόμενο σε άλλη εύλογη βάση, θα υπήρχε κίνδυνος να συνιστά δυσανάλογη προσβολή της αρχής κατά την οποία τα εν λόγω βιβλία αποτελούν την κατ’ εξοχήν πηγή αντλήσεως πληροφοριών για τον καθορισμό του κόστους παραγωγής του εν λόγω προϊόντος.

Περαιτέρω, όσον αφορά το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως στοιχείων που δικαιολογούν την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, εναπόκειται στα θεσμικά όργανα, οσάκις φρονούν ότι πρέπει να αποστούν του κόστους παραγωγής το οποίο αναγράφεται στα λογιστικά βιβλία του υπό έρευνα μέρους προκειμένου να το αντικαταστήσουν με κάποια άλλη τιμή που κρίνουν εύλογη, να στηριχθούν σε αποδείξεις ή τουλάχιστον σε ενδείξεις από τις οποίες μπορεί να αποδειχθεί η συνδρομή του παράγοντα δυνάμει του οποίου πραγματοποιείται η αναπροσαρμογή. Συνεπώς, λαμβανόμενου υπόψη του γεγονότος ότι η δυνατότητα να μη ληφθεί υπ’ όψιν, στο πλαίσιο του υπολογισμού της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος, το κόστος παραγωγής του εν λόγω προϊόντος που είναι καταχωρισμένο στα λογιστικά βιβλία των υπό έρευνα μερών, διέπεται από καθεστώς που έχει τον χαρακτήρα εξαιρέσεως, τα θεσμικά όργανα οφείλουν, οσάκις η στρέβλωση την οποία επικαλούνται δεν είναι άμεση συνέπεια του κρατικού μέτρου που της έδωσε το έναυσμα, αλλά των αποτελεσμάτων που το εν λόγω μέτρο θεωρείται ότι παράγει στην αγορά, να λαμβάνουν την πρόνοια να περιγράφουν τη λειτουργία της εν λόγω αγοράς και να αποδεικνύουν τα αποτελέσματα του μέτρου αυτού επ’ αυτής, χωρίς να στηρίζονται για το ζήτημα αυτό σε απλές εικασίες.

Συναφώς, ο διενεργούμενος από το Γενικό Δικαστήριο έλεγχος που περιορίζεται στην επισήμανση του κατά πόσον τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζουν τις διαπιστώσεις τους τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δύνανται να τεκμηριώσουν τα εντεύθεν αντλούμενα συμπεράσματα δεν θίγει την ευρεία εξουσία τους εκτιμήσεως στον τομέα της εμπορικής πολιτικής.

(βλ. σκέψεις 47-49, 59, 61-63, 76)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 80-82)