Language of document :

Προσφυγή της 10ης Αυγούστου 2006 - Arkema κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-217/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Arkema France SA (Puteaux, Γαλλία), Altuglas International SA (Puteaux, Γαλλία) et Altumax Europe SAS (Puteaux, Γαλλία) (εκπρόσωποι : A. Winckler, S. Sorinas, και P. Geffriaud, avocats)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο

-    να ακυρώσει, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 31ης Μαΐου 2006, στην υπόθεση COMP/F/38.645 κατά το μέρος που αφορά την Arkema·

-    επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει, βάσει του άρθρου 229 ΕΚ, το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε με την απόφαση αυτή·

-    να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2006) 2098 τελικό της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 2006, (υπόθεση COMP/F/38.645 - Μεθακρυλικά οξέα) στον βαθμό που καταλόγισε στις μητρικές της προσφεύγουσας την παράβαση που διέπραξε η ίδια παραβαίνοντας τα άρθρα 81, παράγραφος 1, ΕΚ και 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, συμμετέχοντας σε σειρά συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των μεθακρυλικών οξέων, που συνίσταντο σε συζητήσεις επί των τιμών, στη σύναψη, την εφαρμογή και την παρακολούθηση συμφωνιών για τις τιμές, στην ανταλλαγή σημαντικών εμπορικών πληροφοριών, πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα σχετικά με τις αγορές και/ ή τις επιχειρήσεις καθώς και στην τακτική συμμετοχή τους σε συναντήσεις και άλλες επαφές προς διευκόλυνση της παραβάσεως. Επικουρικώς, η προσφεύγουσα ζητεί τη μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

Προς στήριξη των κυρίων αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή, καταλογίζοντας την παράβαση που διέπραξε η ίδια στις μητρικές της, βάσει απλού τεκμηρίου που θεμελιώνεται στο γεγονός ότι κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών οι εταιρίες αυτές κατείχαν το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου της, υπέπεσε σε νομικά και πραγματικά σφάλματα κατά την εφαρμογή των κανόνων περί καταλογισμού των παραβάσεων της θυγατρικής στη μητρική της εταιρία και παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή παραβίασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 253 ΕΚ και την αρχή της χρηστής διοικήσεως, διότι δεν απάντησε σε όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία τα οποία αποσκοπούσαν στην απόδειξη ότι η προσφεύγουσα διέθετε πλήρη αυτοτέλεια στη διαμόρφωση της εμπορικής της πολιτικής, και αυτό παρά το γεγονός ότι κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών οι μητρικές εταιρίες κατείχαν το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου της.

Επικουρικώς, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση ή τη μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Προς στήριξη των ισχυρισμών ως προς το θέμα αυτό, επικαλείται πολλούς λόγους μεταξύ των οποίων νομικά και πραγματικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το ποσό αυτό είναι υπερβολικό στον βαθμό που η παράβαση είχε, κατ' αυτήν, περιορισμένο αντίκτυπο στις αγορές των οικείων εμπορευμάτων. Εξάλλου, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παραβίασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως και την αρχή της χρηστής διοικήσεως, στον βαθμό που θεώρησε ότι το συγκεκριμένο αντίκτυπο της παραβάσεως δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου.

Επιπλέον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή διέπραξε νομικά και πραγματικά σφάλματα στο μέτρο που προσαύξησε κατά 200 % το αρχικό ποσό του προστίμου προς διασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος, λαμβάνοντας ως βάση τον κύκλο εργασιών της τότε μητρικής της εταιρίας, διότι, κατά την προσφεύγουσα, η προσαπτόμενη παράβαση δεν μπορούσε να καταλογισθεί στην εταιρία εκείνη λαμβανομένης υπόψη της εμπορικής αυτοτέλειας που διέθετε την εποχή εκείνη και της μη αναμείξεως των διευθυντών των μητρικών στις επίδικες πρακτικές.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι για την αύξηση του ύψους του προστίμου που της επιβλήθηκε, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της καταδίκες του 1984, 1986 και 1994 και ότι, πράττοντας αυτό, εφάρμοσε με προδήλως υπερβολικό τρόπο την έννοια της υποτροπής και σε αντίθεση με την αρχή της νόμιμης ποινής και της ασφάλειας δικαίου. Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, εφαρμόζοντας την αρχή της υποτροπής, παραβίασε την αρχή "non bis in idem" και την αρχή της αναλογικότητας, διότι είχε λάβει υπόψη επανειλημμένα την ύπαρξη προηγούμενων κυρώσεων σε άλλες πρόσφατες αποφάσεις.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει εξάλλου, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά στον βαθμό που δεν προέβη σε μείωση του προστίμου λόγω μη ουσιαστικής εφαρμογής ορισμένων από τις καταλογιζόμενες πρακτικές.

Με τον τελευταίο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε επίσης να λάβει υπόψη, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, βάσει άλλων παραγόντων, την πρόσφατη καταδίκη της προσφεύγουσας σε σημαντικά πρόστιμα.

____________