Language of document : ECLI:EU:T:2010:209

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 19ης Μαΐου 2010 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά της Μιανμάρ – Δέσμευση κεφαλαίων – Προσφυγή ακυρώσεως – Νομική βάση συνδυασμού των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου – Δικαίωμα προστασίας της ιδιοκτησίας – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑181/08,

Pye Phyo Tay Za, κάτοικος Yangon (Μιανμάρ), εκπροσωπούμενος από τον D. Anderson, QC, την M. Lester, barrister, και τον G. Martin, solicitor,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τον M. Bishop και την E. Finnegan,

καθού,

υποστηριζόμενου από

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από την S. Behzadi-Spencer, στη συνέχεια, από την I. Rao, επικουρούμενη από τον D. Beard, barrister,

και

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Bordes, P. Aalto και S. Boelaert,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 194/2008 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2008, για την ανανέωση της ισχύος και την ενίσχυση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 817/2006 (ΕΕ L 66, σ. 1), κατά το μέρος που το όνομα του προσφεύγοντος έχει περιληφθεί στον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και φορέων επί των οποίων έχει εφαρμογή ο κανονισμός αυτός,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, N. Wahl και A. Dittrich (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Ιουλίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 28 Οκτωβρίου 1996, ελήφθησαν ορισμένα μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ με την κοινή θέση 96/635/ΚΕΠΠΑ που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου [12 ΕΕ] όσον αφορά τη Βιρμανία/Μιανμάρ (ΕΕ L 287, σ. 1), η οποία στη συνέχεια παρατάθηκε και τροποποιήθηκε, προσφάτως, με την κοινή θέση 2000/346/ΚΕΠΠΑ, της 26ης Απριλίου 2000 (ΕΕ L 122, σ. 1), προτού καταργηθεί και αντικατασταθεί με την κοινή θέση 2003/297/ΚΕΠΠΑ, της 28ης Απριλίου 2003, όσον αφορά τη Βιρμανία/Μιανμάρ (ΕΕ L 106, σ. 36), η οποία ήταν εφαρμοστέα μέχρι τις 29 Απριλίου 2004. Τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν δυνάμει της κοινής θέσης 2003/297 διατηρήθηκαν από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την κοινή θέση 2004/423/ΚΕΠΠΑ, της 26ης Απριλίου 2004, σχετικά με την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ (ΕΕ L 125, σ. 61), ενισχύθηκαν με την κοινή θέση 2004/730/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2004, για πρόσθετα περιοριστικά μέτρα κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ και την τροποποίηση της κοινής θέσης 2004/423 (ΕΕ L 323, σ. 17), που τροποποιήθηκαν με την κοινή θέση 2005/149/ΚΕΠΠΑ, της 21ης Φεβρουαρίου 2005, για την τροποποίηση της κοινής θέσης 2004/423 (ΕΕ L 49, σ. 37), και παρατάθηκαν και τροποποιήθηκαν με την κοινή θέση 2005/340/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 2005, για την παράταση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ και την τροποποίηση της κοινής θέσης 2004/423 (ΕΕ L 108, σ. 88).

2        Ενόψει της πολιτικής καταστάσεως στη Μιανμάρ, το Συμβούλιο έκρινε ότι δικαιολογούνταν η διατήρηση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ένωσης της Μιανμάρ και εξέδωσε την κοινή θέση 2006/318/ΚΕΠΠΑ, της 27ης Απριλίου 2006, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ (ΕΕ L 116, σ. 77). Μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο απαγόρευσε την πώληση και προμήθεια όπλων καθώς και την παροχή τεχνικής βοήθειας, της χρηματοδοτήσεως και της χρηματοδοτικής βοήθειας που έχουν σχέση με στρατιωτικές δραστηριότητες, απαγόρευση της εξαγωγής εξοπλισμού που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για εσωτερική καταστολή. Επέβαλε επίσης τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων των μελών της Κυβερνήσεως της Ένωσης της Μιανμάρ καθώς και οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, οντότητας ή φορέα που έχουν σχέση με αυτά, απαγόρευση ταξιδίου στα φυσικά αυτά πρόσωπα και απαγόρευση χορήγησης δανείων ή πιστώσεων και αποκτήσεως ή επεκτάσεως της συμμετοχής σε κρατικές επιχειρήσεις της Ένωσης της Μιανμάρ καθώς και κτήσεως ή αυξήσεως του μεριδίου συμμετοχής στις εν λόγω επιχειρήσεις.

3        Ενόψει της ελλείψεως απτής βελτιώσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Μιανμάρ και προόδου σε ουσιαστική διαδικασία εκδημοκρατισμού, τα περιοριστικά μέτρα της κοινής θέσης 2006/318 παρατάθηκαν μέχρι τις 30 Απριλίου 2008 με την κοινή θέση 2007/248/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2007, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ (ΕΕ L 107, σ. 8), η οποία τροποποίησε τον κατάλογο των προσώπων, των οντοτήτων και των οργανισμών επί των οποίων έχουν εφαρμογή τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα.

4        Λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της καταστάσεως στη Μιανμάρ, το Συμβούλιο έκρινε αναγκαίο να εντείνει τις πιέσεις στο στρατιωτικό καθεστώς και εξέδωσε την κοινή θέση 2007/750/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2007, για την τροποποίηση της κοινής θέσης 2006/318 (ΕΕ L 308, σ. 1). Έλαβε επίσης νέα περιοριστικά μέτρα στοχεύοντας, μεταξύ άλλων, τους τομείς της υλοτομίας, της επεξεργασίας της ξυλείας και της εξορύξεως μετάλλων και ορυκτών, πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων.

5        Όλα τα περιοριστικά αυτά μέτρα παρατάθηκαν μέχρι τις 30 Απριλίου 2009 με την κοινή θέση 2008/349/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2008, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ (ΕΕ L 116, σ. 57), η οποία τροποποίησε επίσης τον κατάλογο των προσώπων, των οντοτήτων και των οργανισμών επί των οποίων έχουν εφαρμογή τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα.

6        Το άρθρο 5 της κοινής θέσης 2006/318, όπως τροποποιήθηκε με την κοινή θέση 2007/750, αφορά τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων. Οι παράγραφοι 1 έως 3 προβλέπουν:

«1.      Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο των μελών της Κυβερνήσεως της […] Μιανμάρ και βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που συνδέονται με τα εν λόγω μέλη και αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ.

2.      Κανένα κεφάλαιο ή οικονομικός πόρος δεν διατίθεται, άμεσα ή έμμεσα, στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ ή προς όφελός τους.

3.      Η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέπει την ελευθέρωση ορισμένων δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων ή τη διάθεση ορισμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων υπό τους όρους που αυτή θεωρεί κατάλληλους, εάν κρίνει ότι τα εν λόγω κεφάλαια ή οι εν λόγω οικονομικοί πόροι:

α)      είναι απαραίτητοι για την ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών των προσώπων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ και των εξαρτώμενων από αυτά μελών της οικογένειάς τους, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών για είδη διατροφής, ενοικίου ή ενυπόθηκου δανείου, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, φόρων, ασφαλίστρων και τελών προς επιχειρήσεις κοινής ωφελείας·

β)      προορίζονται αποκλειστικά για την πληρωμή εύλογων αμοιβών επαγγελματιών και την κάλυψη δαπανών που έχουν σχέση με την παροχή νομικών υπηρεσιών·

γ)      προορίζονται αποκλειστικά για την πληρωμή τελών ή επιβαρύνσεων για υπηρεσίες που αφορούν τη συνήθη τήρηση ή φύλαξη δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων·

δ)      είναι απαραίτητοι για έκτακτα έξοδα, εφόσον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει κοινοποιήσει στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι θα πρέπει να χορηγηθεί ειδική άδεια, και αυτό τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από τη χορήγηση της άδειας.»

7        Υπό τον τίτλο Ι «Πρόσωπα που επωφελούνται από την οικονομική πολιτική της κυβερνήσεως και άλλα πρόσωπα που συνδέονται με το καθεστώς» του παραρτήματος II της κοινής θέσης 2006/318, όπως τροποποιήθηκε με την κοινή θέση 2008/349, περιλαμβάνεται το όνομα του προσφεύγοντος, Pye Phyo Tay Za, με πληροφοριακά στοιχεία ταυτοποιήσεως, μεταξύ άλλων, «Υιός του Tay Za» (I1γ), το όνομα του πατέρα του, Tay Za, με πληροφοριακά στοιχεία ταυτοποιήσεως, μεταξύ άλλων, «Διευθύνων Σύμβουλος, Htoo Trading Co.· Htoo Construction Co.» (Ι1α) καθώς και το όνομα της συζύγου του πατέρα του (Ι1β) και το όνομα της εκ πατρός μάμμης του (Ι1ε).

8        Δυνάμει του άρθρου 9, πρώτη περίοδος, της κοινής θέσης 2006/318, η κοινή αυτή θέση επανεξετάζεται τακτικώς.

9        Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων που προβλέπουν οι κοινές θέσεις, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ, από τους επιχειρηματίες σε όλα τα κράτη μέλη, το Συμβούλιο εξέδωσε πράξεις για την εφαρμογή τους όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

10      Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) 194/2008 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2008, για την ανανέωση της ισχύος και την ενίσχυση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 817/2006 (ΕΕ L 66, σ. 1, στο εξής: επίδικος κανονισμός), έθεσε σε εφαρμογή ορισμένα από τα περιοριστικά μέτρα των κοινών θέσεων 2006/318 και 2007/750. Ο κανονισμός αυτός, νομική βάση του οποίου είναι τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 23, την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στις 10 Μαρτίου 2008. Τα παραρτήματα του επίδικου κανονισμού, στα οποία περιλαμβάνονται οι κατάλογοι των προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών στους οποίους επιβάλλονται τα περιοριστικά μέτρα, τροποποιήθηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) 385/2008 της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2008, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 194/2008 (ΕΕ L 116, σ. 5).

11      Τα άρθρα 11 έως 14 του επίδικου κανονισμού αφορούν τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων.

12      Το άρθρο 11 του επίδικου κανονισμού ορίζει:

«1. Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν ή βρίσκονται υπό την ιδιοκτησία, την κατοχή ή τον έλεγχο μελών της κυβερνήσεως της […] Μιανμάρ ή οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, οντότητας ή φορέα που έχουν σχέση με αυτά και απαριθμούνται στο παράρτημα VI.

2. Κανένα κεφάλαιο ή οικονομικός πόρος δεν διατίθεται, άμεσα ή έμμεσα, σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VI ή προς όφελος αυτού.

[…]»

13      Δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του επίδικου κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να επιτρέπουν την ελευθέρωση ορισμένων δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων ή τη διάθεση ορισμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων υπό τους όρους που οι ίδιες θεωρούν κατάλληλους, εφόσον κρίνουν ότι τα εκάστοτε κεφάλαια ή οι οικονομικοί πόροι:

«α)      είναι αναγκαία για την κάλυψη βασικών αναγκών προσώπων που απαριθμούνται στο παράρτημα VI και των εξαρτώμενων από αυτά μελών της οικογενείας τους, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών για είδη διατροφής, ενοικίου ή ενυπόθηκου δανείου, φαρμάκων και ιατρικής θεραπείας, φόρων, ασφαλίστρων και τελών επιχειρήσεων κοινής ωφελείας·

β)      προορίζονται αποκλειστικά για την πληρωμή ευλόγων αμοιβών επαγγελματιών και την κάλυψη δαπανών που έχουν σχέση με την παροχή νομικών υπηρεσιών·

γ)      προορίζονται αποκλειστικά για την πληρωμή τελών ή επιβαρύνσεων για υπηρεσίες που αφορούν τη συνήθη τήρηση ή φύλαξη δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων·

δ)      είναι αναγκαία για έκτακτες δαπάνες, εφόσον το οικείο κράτος μέλος έχει κοινοποιήσει στα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή, τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από τη χορήγηση της άδειας, τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι πρέπει να χορηγηθεί ειδική άδεια.»

14      Το παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 385/2008, έχει τίτλο «Κατάλογος των μελών της Κυβερνήσεως της […] Μιανμάρ και των προσώπων, οντοτήτων και φορέων που σχετίζονται με αυτά και αναφέρονται στο άρθρο 11».

15      Υπό τον τίτλο Ι «Πρόσωπα που επωφελούνται από την οικονομική πολιτική της κυβερνήσεως» του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 385/2008, έχουν εγγραφεί το όνομα του προσφεύγοντος, με πληροφοριακά στοιχεία ταυτοποιήσεως, μεταξύ άλλων, «Υιός του Tay Za» (I1γ), το όνομα του πατέρα του, Tay Za, με πληροφοριακά στοιχεία ταυτοποιήσεως, μεταξύ άλλων, «Διευθύνων Σύμβουλος, Htoo Trading Co.· Htoo Construction Co.» (Ι1α) καθώς και το όνομα της συζύγου του πατέρα του (Ι1β) και το όνομα της εκ πατρός μάμμης του (Ι1ε).

16      Όσον αφορά τις λεπτομέρειες διαβιβάσεως των πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με το παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού, το άρθρο 18, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τη δημοσίευση ανακοινώσεως.

17      Στις 11 Μαρτίου 2008, δημοσιεύτηκε ανακοίνωση ως προς τα πρόσωπα και τις οντότητες που περιλαμβάνονται στους καταλόγους για τους οποίους γίνεται λόγος στα άρθρα 7, 11 και 15 του κανονισμού 194/2008 (ΕΕ C 65, σ. 12).

18      Με την ανακοίνωση αυτή, το Συμβούλιο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα πρόσωπα και οι οντότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού είναι:

«α)      μέλη της Κυβερνήσεως της […] Μιανμάρ· ή

β)      φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που συνδέονται με αυτά.»

19      Επιπλέον, το Συμβούλιο αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ο επίδικος κανονισμός προβλέπει «τη δέσμευση όλων των κεφαλαίων, άλλων περιουσιακών στοιχείων και οικονομικών πόρων που ανήκουν στα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οντότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα VI και απαγόρευση της διάθεσης σε αυτά, άμεσα ή έμμεσα, κεφαλαίων, άλλων περιουσιακών στοιχείων και οικονομικών πόρων».

20      Εξάλλου, το Συμβούλιο εφιστά την προσοχή των οικείων προσώπων και οντοτήτων στη δυνατότητα που τους παρέχεται να υποβάλουν αίτηση στις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, ώστε να τους χορηγηθεί άδεια για τη χρησιμοποίηση των δεσμευμένων κεφαλαίων για βασικές ανάγκες ή συγκεκριμένες πληρωμές σύμφωνα με το άρθρο 13 του επίδικου κανονισμού

21      Περαιτέρω, το Συμβούλιο υπενθυμίζει στα οικεία πρόσωπα και οντότητες ότι, ανά πάσα στιγμή, μπορούν να του απευθύνουν αίτηση επανεξετάσεως της αποφάσεως για την υπαγωγή ή διατήρησή τους στους εν λόγω καταλόγους, επισυνάπτοντας κάθε χρήσιμο δικαιολογητικό στοιχείο, και οι αιτήσεις αυτές θα εξετάζονται μετά την παραλαβή τους.

22      Ομοίως, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι επανεξετάζει τακτικώς τους καταλόγους, σύμφωνα με το άρθρο 9 της κοινής θέσης 2006/318.

23      Τέλος, το Συμβούλιο αναφέρει τη δυνατότητα προσφυγής κατά της αποφάσεώς του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

24      Στον προσφεύγοντα επιβλήθηκαν, για πρώτη φορά, τα περιοριστικά μέτρα που έλαβε το Συμβούλιο με την απόφαση 2003/907/ΚΕΠΠΑ, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή της κοινής θέσης 2003/297 (ΕΕ L 340, σ. 81), και με τον κανονισμό (ΕΚ) 2297/2003 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2003, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1081/2000 του Συμβουλίου σχετικά με την απαγόρευση πώλησης, προμήθειας και εξαγωγής στη Βιρμανία/Μιανμάρ εξοπλισμού δυνάμενου να χρησιμοποιηθεί για εσωτερική καταστολή ή τρομοκρατία και τη δέσμευση των κεφαλαίων ορισμένων υψηλών δημοσίων αξιωματούχων στην εν λόγω χώρα (ΕΕ L 340, σ. 37). Δυνάμει του άρθρου 2 της αποφάσεως 2003/907, η απόφαση αυτή άρχισε να ισχύει την ημέρα της εκδόσεώς της. Ο κανονισμός 2297/2003 τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2003.

25      Μετά τις ημερομηνίες αυτές, ο προσφεύγων αποτέλεσε τακτικώς το αντικείμενο των περιοριστικών μέτρων κατά της Ένωσης της Μιανμάρ.

26      Με το από 15 Μαΐου 2008 έγγραφο, ο προσφεύγων ζήτησε από το Συμβούλιο να θέσει στη διάθεσή του τα πραγματικά στοιχεία που δικαιολογούν την εγγραφή του ονόματός του στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού και να διαγραφεί το όνομά του από τον κατάλογο αυτό. Το Συμβούλιο απάντησε με το από 26 Ιουνίου 2008 έγγραφο.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

27      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 16 Μαΐου 2008, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

28      Με χωριστά δικόγραφα, τα οποία κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, στις 11 και 20 Αυγούστου 2008 αντιστοίχως, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ζήτησαν να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου. Οι αιτήσεις αυτές έγιναν δεκτές, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, με διάταξη του προέδρου του ογδόου τμήματος του Πρωτοδικείου της 5ης Νοεμβρίου 2008.

29      Η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας κατέθεσαν τα υπομνήματά τους παρεμβάσεως, στις 18 και 19 Δεκεμβρίου 2008 αντιστοίχως. Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Φεβρουαρίου 2009, ο προσφεύγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.

30      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας, κάλεσε το Συμβούλιο να καταθέσει το από 26 Ιουνίου 2008 έγγραφο. Το Συμβούλιο απάντησε στο αίτημα αυτό στις 25 Μαΐου 2009.

31      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Ιουλίου 2009.

32      Με την προσφυγή του ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον επίμαχο κανονισμό στο σύνολό του ή στο μέτρο που τον αφορά·

–         να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

33      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων ζήτησε να του παρασχεθεί η δυνατότητα να προσαρμόσει το πρώτο αίτημά του λαμβανομένης υπόψη της εκδόσεως του κανονισμού (ΕΚ) 353/2009 της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2009, για την τροποποίηση του κανονισμού 194/2008 (ΕΕ L 108, σ. 20), καθόσον ο κανονισμός αυτός αντικαθιστά το παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού που τον αφορά και οι λοιποί διάδικοι δεν αντέκρουσαν το αίτημα αυτό. Εξάλλου, απαντώντας σε ερώτημα του Πρωτοδικείου, ο προσφεύγων ανέφερε ότι δεν ζητούσε πλέον, όπως είχε ζητήσει με το δικόγραφο της προσφυγής του, την ακύρωση του επίδικου κανονισμού στο σύνολό του, αλλά μόνον καθόσον τον αφορά. Το Πρωτοδικείο έλαβε γνώση του εν λόγω αιτήματος του προσφεύγοντος, της σύμφωνης γνώμης των λοιπών διαδίκων και της δηλώσεως στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συνεδριάσεως.

34      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

35      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

36      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Επί των δικονομικών συνεπειών της τροποποιήσεως του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού με τον κανονισμό 353/2009

37      Κατόπιν της εκδόσεως από το Συμβούλιο στις 27 Απριλίου 2009 της κοινής θέσης 2009/351/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Βιρμανίας/Μιανμάρ (ΕΕ L 108, σ. 54), με την οποία τροποποιήθηκε το παράρτημα II της κοινής θέσης 2006/318, το παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 353/2009 μετά την κατάθεση της υπό κρίση προσφυγής. Κατά την επ’ ακροατηρίου συνεδρίαση, ο προσφεύγων ζήτησε να του παρασχεθεί η δυνατότητα να προσαρμόσει το πρώτο αίτημά του λαμβανομένης υπόψη της εκδόσεως του κανονισμού 353/2009, καθόσον ο κανονισμός αυτός αντικαθιστά το παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού που τον αφορά.

38      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το εν λόγω αίτημα του προσφεύγοντος δεν μεταβάλλει τα αιτήματά του περί ακυρώσεως του επίδικου κανονισμού καθόσον τον αφορά, όπως περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής. Η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να διακριθεί από την υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2008, T‑256/07, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2008, σ. ΙΙ-3019, σκέψεις 45 έως 48), μνεία της οποίας έκανε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση αυτή, η αρχικώς προσβληθείσα απόφαση καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, κατά την εκκρεμοδικία, με άλλη απόφαση. Εν προκειμένω, ο επίδικος κανονισμός, τον οποίο προσέβαλε αρχικώς ο προσφεύγων, δεν καταργήθηκε μετά την κατάθεση της προσφυγής. Αντικαταστάθηκε μόνον το παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού, χωρίς να τροποποιηθούν τα αφορώντα τον προσφεύγοντα στοιχεία. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία που αφορούν τον προσφεύγοντα, τα οποία περιλαμβάνονται στο παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού πριν από την τροποποίησή του με τον κανονισμό 353/2009 επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα στο παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε. Επομένως, η ίδια νομική πράξη εξακολουθεί να αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής.

39      Εφόσον η έκδοση του κανονισμού 353/2009 από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της δίκης είναι ένα πραγματικό γεγονός το οποίο προέκυψε κατά την εκκρεμοδικία, ο προσφεύγων, δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, μπορεί ορθώς να θεμελιώσει στο στοιχείο αυτό τους λόγους επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή του.

40      Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, μολονότι ο επίδικος κανονισμός αντικαταστάθηκε, κατά την εκκρεμοδικία, από κανονισμό με το ίδιο αντικείμενο, quod non, ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τα επιχειρήματά του (βλ., συναφώς, απόφαση People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 38 ανωτέρω, σκέψεις 45 έως 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Επομένως, θεωρείται ότι η προσφυγή σκοπεί, εν προκειμένω, στην ακύρωση του επίδικου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 353/2009, καθόσον αφορά τον προσφεύγοντα.

2.     Επί της ουσίας

42      Προς στήριξη του πρώτου αιτήματός του, ο προσφεύγων προβάλλει, κατ’ αρχάς, ότι ο επίδικος κανονισμός στερείται νομικής βάσης. Περαιτέρω, φρονεί ότι το Συμβούλιο δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει όσον αφορά τον επίδικο κανονισμό. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο προσέβαλε τα θεμελιώδη δικαιώματά του και την αρχή της αναλογικότητας. Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων επικαλείται επίσης προσβολή των αρχών του δικαίου που απορρέουν από τον ποινικό χαρακτήρα της επιβολής της δεσμεύσεως κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ άλλων, της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, και προσβολή της αρχής της ασφαλείας δικαίου.

 Επί του λόγου που αντλείται από έλλειψη νομικής βάσης του επίδικου κανονισμού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

43      Ο προσφεύγων προβάλλει ότι η Κοινότητα και τα θεσμικά της όργανα μπορούν να δρουν μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους όπως απορρέουν από τη Συνθήκη ΕΚ. Κατά την άποψή του, τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ δεν αποτελούν επαρκή νομική βάση για τον επίδικο κανονισμό, καθόσον έχει εφαρμογή στον προσφεύγοντα.

44      Κατά τον προσφεύγοντα, η Κοινότητα δεν έχει καμία ρητή αρμοδιότητα προς επιβολή περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων και πληρωμών. Τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ είναι ειδικές διατάξεις καθόσον αποσκοπούν ρητώς καταστάσεις όπου μπορεί να αποδειχθεί ότι η δράση της Κοινότητας είναι αναγκαία για την εφαρμογή της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας.

45      Ο προσφεύγων προσθέτει ότι τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ χορηγούν στην Κοινότητα την αρμοδιότητα να θεσπίζει περιοριστικά μέτρα κατά προσώπων και οντοτήτων που σχετίζονται με οντότητες ή με πρόσωπα που ελέγχουν πραγματικά τον κυβερνητικό μηχανισμό τρίτης χώρας και τους παρέχουν οικονομική στήριξη. Αντιθέτως, οι διατάξεις αυτές δεν επιτρέπουν την επιβολή περιοριστικών μέτρων όταν υφίσταται ανεπαρκής δεσμός μεταξύ του οικείου προσώπου ή της οικείας οντότητας και του εδάφους ή του καθεστώτος που κυβερνά το τρίτο κράτος. Απαιτείται στενός δεσμός μεταξύ του εν λόγω προσώπου και του κυβερνώντος το κράτος αυτό καθεστώτος.

46      Ο προσφεύγων προβάλλει ότι δεν είναι ούτε μέλος της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ ούτε έχει σχέσεις με την κυβέρνηση αυτή. Υποστηρίζει ότι δεν αντλεί κανένα όφελος από τη διοίκηση της εν λόγω κυβερνήσεως και δεν εμποδίζει τη διαδικασία εθνικής συμφιλιώσεως, σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εκδημοκρατισμού της Μιανμάρ. Ο προσφεύγων προσθέτει ότι δεν έχει επαρκείς δεσμούς με το στρατιωτικό καθεστώς της Μιανμάρ. Διευκρινίζει ότι είναι φοιτητής και ουδέποτε ενεπλάκη ή σχετίστηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο με το εν λόγω στρατιωτικό καθεστώς.

47      Με την απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑6351, στο εξής: απόφαση Kadi), το Δικαστήριο έκρινε ότι τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ δεν παρέχουν αρμοδιότητα στα θεσμικά όργανα για τη δέσμευση κεφαλαίων προσώπων ελλείψει οιουδήποτε δεσμού με το κυβερνών την τρίτη χώρα καθεστώς. Η επιβολή περιοριστικών μέτρων σε πρόσωπα εντός τρίτης χώρας επιτρέπεται μόνον όταν τα πρόσωπα αυτά είναι οι κυβερνώντες τη χώρα αυτή, έχουν σχέση με τους κυβερνώντες ή ελέγχονται από αυτούς. Εξάλλου, δεν αρκεί τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα να αφορούν πρόσωπα ή οντότητες που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή έχουν οποιαδήποτε άλλη σχέση με τη χώρα αυτή.

48      Το γεγονός ότι ο προσφεύγων είναι υιός προσώπου το οποίο θεωρείται από το Συμβούλιο ότι επωφελείται από το στρατιωτικό καθεστώς της Μιανμάρ δεν του χορηγεί τον απαιτούμενο δεσμό με το καθεστώς αυτό. Επιπλέον, το γεγονός ότι ήταν μέτοχος επί δύο έτη σε δύο από τις εταιρίες του πατέρα του στη Σιγκαπούρη δεν αποδεικνύει ότι έλαβε οιοδήποτε όφελος το οποίο είχαν λάβει οι εταιρίες του πατέρα του από το στρατιωτικό καθεστώς της Μιανμάρ. Ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του έλαβαν οφέλη από το εν λόγω καθεστώς.

49      Ο προσφεύγων αμφισβητεί επίσης τον επείγοντα και αναγκαίο χαρακτήρα των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν δυνάμει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ. Υποστηρίζει ότι, κατά τις διατάξεις αυτές, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν, ως «αναγκαία επείγοντα μέτρα» περιοριστικά μέτρα που έχουν εφαρμογή σε ένα πρόσωπο για τον λόγο και μόνο ότι το πρόσωπο αυτό μπορεί να έλαβε, αμέσως ή εμμέσως, οφέλη τα οποία θεωρείται ότι έλαβαν οι εταιρίες του πατέρα του. Κατά τον προσφεύγοντα, η επιβολή χρηματοοικονομικών κυρώσεων απαιτεί οι κυρώσεις αυτές να μην είναι αναγκαίες μόνον υπό το πρίσμα της γενικής καταστάσεως μιας χώρας, αλλά και κατόπιν εξετάσεως της ιδιαίτερης καταστάσεως του προσώπου που υπόκειται στα εν λόγω περιοριστικά μέτρα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 31ης Ιανουαρίου 2007, T‑362/04, Minin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑2003, σκέψεις 72 έως 74).

50      Τέλος, κατά τον προσφεύγοντα, τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ δεν πρέπει να ερμηνευθούν διασταλτικώς, ειδάλλως θα τεθεί υπό αμφισβήτηση ο διαχωρισμός μεταξύ πρώτου και δεύτερου πυλώνα της Συνθήκης ΕΕ και θα παραβιασθεί ο κανόνας δικαίου ότι η εξουσία των υπερεθνικών θεσμικών οργάνων περί επιβολής κυρώσεων σε πρόσωπα πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς.

51      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

52      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, ο προσφεύγων αμφισβητεί ότι τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ αποτελούν επαρκή νομική βάση για την έκδοση του επίδικου κανονισμού. Κατ’ ουσία, προβάλλει ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο συσταλτικής ερμηνείας οπότε δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη λήψη περιοριστικών μέτρων εφαρμοστέων σε πρόσωπα που δεν έχουν σχέση με το στρατιωτικό καθεστώς της Μιανμάρ. Κατά τον προσφεύγοντα, το γεγονός και μόνον ότι είναι ο υιός του πατέρα του δεν θεμελιώνει τον απαιτούμενο δεσμό με το εν λόγω καθεστώς σύμφωνα με τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ. Εξάλλου, η δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων δεν αποτελεί «αναγκαίο επείγον μέτρο» κατά την έννοια των άρθρων αυτών.

53      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας κοινοτικής πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2007, C‑440/05, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑9097, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Επισημαίνεται επίσης ότι, βάσει του άρθρου 60, παράγραφος 1, ΕΚ, το Συμβούλιο, κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 301 ΕΚ διαδικασία, μπορεί να λαμβάνει, έναντι των οικείων τρίτων χωρών, τα αναγκαία επείγοντα μέτρα όσον αφορά τις κινήσεις κεφαλαίων και τις πληρωμές. Το άρθρο 301 ΕΚ προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα δράσεως της Κοινότητας για τη μερική ή ολοκληρωτική μείωση ή διακοπή των οικονομικών σχέσεων με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες.

55      Επομένως, όπως προκύπτει από την κατά γράμμα διατύπωση των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, τα αναγκαία επείγοντα μέτρα που θεσπίζονται βάσει των διατάξεων αυτών πρέπει να λαμβάνονται κατά τρίτης χώρας.

56      Κατά πρώτον, πρέπει, επομένως, να εξετασθεί αν το μέτρο περί δεσμεύσεως των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων του προσφεύγοντος βάσει του επίδικου κανονισμού αποτελεί μέτρο κατά τρίτης χώρας.

57      Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αντικείμενο του επίδικου κανονισμού είναι η ανανέωση και η ενίσχυση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ένωσης της Μιανμάρ. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 6 του επίδικου κανονισμού προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια περιόδου πλέον των δέκα ετών πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού, το Συμβούλιο και τα μέλη της διεθνούς κοινότητας δεν έπαυσαν να καταδικάζουν τις πρακτικές του στρατιωτικού καθεστώτος της Μιανμάρ, μεταξύ άλλων, τους περιορισμούς των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών και επαναλαμβανόμενων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττει από πολλών ετών το καθεστώς αυτό, τα περιοριστικά μέτρα που έλαβε το Συμβούλιο συντελούν στην προώθηση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, συμβάλλοντας έτσι στην προάσπιση της δημόσιας ηθικής.

58      Συνεπώς, ο επίδικος κανονισμός στρέφεται σαφώς κατά τρίτης χώρας, ήτοι της Ένωσης της Μιανμάρ.

59      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να διακριθεί από την υπόθεση που οδήγησε στην προαναφερθείσα στη σκέψη 47 απόφαση Kadi. Συγκεκριμένα, τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπει ο κανονισμός ο οποίος αποτέλεσε το αντικείμενο της τελευταίας αυτής υποθέσεως, δηλαδή ο κανονισμός (ΕΚ) 881/2002 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 467/2001 του Συμβουλίου για την απαγόρευση της εξαγωγής ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών στο Αφγανιστάν, την ενίσχυση της απαγόρευσης πτήσεων και την παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων όσον αφορά τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν (ΕΕ L 139, σ. 9), τα οποία στρέφονται άμεσα κατά του Οσάμα Μπιν Λάντεν, του δικτύου Αλ Κάιντα καθώς και των προσώπων που σχετίζονται με αυτούς και, επομένως, ελήφθησαν ελλείψει οιουδήποτε δεσμού με το κυβερνών τρίτη χώρα καθεστώς, δεν εμπίπτουν, αυτά καθεαυτά, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ (προαναφερθείσα στη σκέψη 47 απόφαση Kadi, σκέψη 167).

60      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, για να πληρούνται οι απαιτήσεις των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα, ήτοι η δέσμευση των κεφαλαίων του και των οικονομικών του πόρων, πρέπει να αποτελούν περιοριστικά μέτρα κατά τρίτης χώρας.

61      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η έννοια της τρίτης χώρας, κατά τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, μπορεί να περιλαμβάνει τους κυβερνώντες της χώρας αυτής καθώς και τα άτομα και τις οντότητες που συνδέονται με τους εν λόγω κυβερνώντες ή ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτούς (προαναφερθείσα στη σκέψη 47 απόφαση Kadi, σκέψη 166). Για να χαρακτηρισθεί ένα άτομο συνδεόμενο με τους κυβερνώντες τρίτης χώρας, πρέπει να υφίσταται επαρκής σύνδεσμος μεταξύ του οικείου ατόμου και του εν λόγω καθεστώτος.

62      Ωστόσο, ο προσφεύγων περιλαμβάνεται στον κατάλογο του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 353/2009, που περιέχει τα ονόματα των μελών της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ και των προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που συνδέονται με αυτήν. Συνομολογείται επίσης ότι ο προσφεύγων δεν είναι μέλος της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ. Επομένως, το Συμβούλιο τον περιέλαβε στον εν λόγω κατάλογο ως πρόσωπο συνδεόμενο με την κυβέρνηση αυτή.

63      Κατά συνέπεια, ενόψει της παρατιθέμενης στη σκέψη 61 νομολογίας, πρέπει να εξετασθεί αν υφίσταται επαρκής σύνδεσμος μεταξύ του προσφεύγοντος και των κυβερνώντων της Μιανμάρ.

64      Εν προκειμένω, το όνομα του προσφεύγοντος περιλαμβάνεται υπό τον τίτλο Ι του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 353/2009, μεταξύ των προσώπων που αντλούν όφελος από την οικονομική πολιτική της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ και των λοιπών προσώπων που συνδέονται με το καθεστώς της χώρας αυτής. Εμφανίζεται ως ο υιός του Tay Za, το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται επίσης υπό τον τίτλο αυτό και ο οποίος περιγράφεται ως διευθύνων σύμβουλος των επιχειρήσεων Htoo Trading Co. και Htoo Construction Co.

65      Πρέπει να αναφερθεί ότι το Συμβούλιο, στην αιτιολογία του επίδικου κανονισμού, δεν προϋποθέτει ότι ο προσφεύγων έχει άμεση σχέση με την Κυβέρνηση της Μιανμάρ. Αναφέρει ότι ο προσφεύγων συνδέεται με το καθεστώς αυτό διότι υφίσταται έμμεσος σύνδεσμος μεταξύ του προσφεύγοντος και του εν λόγω καθεστώτος. Από τον επίδικο κανονισμό προκύπτει ότι ο σύνδεσμος μεταξύ του προσφεύγοντος και του επίδικου καθεστώτος δημιουργήθηκε από τα καθήκοντα που ασκεί ο πατέρας του, ως διευθύνων σύμβουλος των επιχειρήσεων Htoo Trading Co. και Htoo Construction Co., από τις οποίες θεωρείται ότι αντλεί όφελος ο προσφεύγων.

66      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Συμβούλιο ορθώς έκρινε ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοι σημαντικών επιχειρήσεων του στρατιωτικού καθεστώτος της Μιανμάρ όπως ο πατέρας του προσφεύγοντος, ήτοι ο διευθύνων σύμβουλος των επιχειρήσεων Htoo Trading Co. και Htoo Construction Co., μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πρόσωπα συνδεόμενα με το καθεστώς αυτό. Συγκεκριμένα, στη Μιανμάρ, οι εμπορικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων αυτών δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν χωρίς την εύνοια του εν λόγω καθεστώτος. Ως διευθύνοντες σύμβουλοι των επιχειρήσεων αυτών αντλούν, λόγω των καθηκόντων τους, όφελος από την οικονομική πολιτική της χώρας αυτής. Επομένως, υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ των διευθυνόντων συμβούλων των εν λόγω επιχειρήσεων και του στρατιωτικού καθεστώτος.

67      Όσον αφορά τα μέλη της οικογένειας των διευθυνόντων αυτών συμβούλων, βασίμως τεκμαίρεται ότι αντλούν όφελος από τα καθήκοντα που ασκούν οι σύμβουλοι αυτοί οπότε απρόσκοπτα συνάγεται ότι και τα μέλη των οικογενειών τους αντλούν όφελος από την οικονομική πολιτική της κυβερνήσεως.

68      Ωστόσο, το τεκμήριο ότι τα μέλη της οικογενείας των διευθυνόντων συμβούλων των σημαντικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας αντλούν επίσης όφελος από την οικονομική πολιτική της χώρας αυτή μπορεί να ανατραπεί αν ο προσφεύγων αποδείξει ότι δεν έχει στενό σύνδεσμο με τον διευθύνοντα σύμβουλο που αποτελεί μέλος της οικογενείας του.

69      Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι δεν έχει σχέση με τον πατέρα του οπότε η θέση του πατέρα του ως διευθύνοντος συμβούλου σημαντικής επιχειρήσεως δεν του επιτρέπει να αντλεί πλέον όφελος από την οικονομική πολιτική της Μιανμάρ. Βεβαίως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων επιβεβαίωσε ότι έζησε με τη μητέρα του στη Σιγκαπούρη από την ηλικία των δεκατριών ετών, ουδέποτε εργάστηκε για τον πατέρα του και δεν διέθετε καμία μετοχή στις εταιρίες της Μιανμάρ. Ωστόσο, δεν διευκρίνισε την πηγή των κεφαλαίων βάσει των οποίων ήταν μέτοχος σε δύο εταιρίες του πατέρα του με έδρα τη Σιγκαπούρη μεταξύ 2005 και 2007.

70      Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 301 ΕΚ, δράση της Κοινότητας μπορεί να φθάσει μέχρι την πλήρη διακοπή των οικονομικών σχέσεων με τρίτη χώρα. Επομένως, το Συμβούλιο δύναται να λάβει τα αναγκαία επείγοντα μέτρα όσον αφορά τις κινήσεις κεφαλαίων και τις πληρωμές για να θέσει σε εφαρμογή τη δράση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 60 ΕΚ. Γενικός εμπορικός αποκλεισμός κατά τρίτης χώρας αφορά όλα τα πρόσωπα στη Μιανμάρ και όχι μόνον αυτά που αντλούν όφελος από την οικονομική πολιτική του στρατιωτικού καθεστώτος της Μιανμάρ λόγω της προσωπικής τους καταστάσεως στη χώρα. Στην προκειμένη υπόθεση, πρέπει, κατά μείζονα λόγο, να κριθεί αν τα περιοριστικά μέτρα, βάσει συγκεκριμένων και επιλεκτικών κυρώσεων κατά ορισμένων κατηγοριών προσώπων τα οποία κρίνει το Συμβούλιο ότι συνδέονται με το εν λόγω καθεστώς, μεταξύ των οποίων τα μέλη της οικογένειας των διευθυνόντων συμβούλων των σημαντικών επιχειρήσεων της οικείας τρίτης χώρας, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ.

71      Η ερμηνεία αυτή συνάδει και με τους λόγους ανθρωπιστικής φύσεως που είναι εγγενείς στους γενικούς εμπορικούς αποκλεισμούς. Συγκεκριμένα, η επιβολή συγκεκριμένων κυρώσεων κατά προσώπων που συνδέονται με το επίδικο καθεστώς αντί γενικού εμπορικού αποκλεισμού μπορεί να μειώσει τις δοκιμασίες που υφίσταται ο άμαχος πληθυσμός της οικείας χώρας.

72      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο συνυπολογισμός των μελών της οικογενείας στις κατηγορίες των προσώπων στα οποία επιβάλλονται τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται κατά της Ένωσης της Μιανμάρ δικαιολογείται από λόγους αποτελεσματικότητας. Συγκεκριμένα, τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, καθόσον προβλέπουν κοινοτική αρμοδιότητα προς επιβολή περιοριστικών μέτρων οικονομικής φύσεως προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή δράσεις που έχουν αποφασιστεί στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, αποτελούν έκφραση ενός σιωπηρού και λανθάνοντος σκοπού, της παροχής δηλαδή της δυνατότητας λήψεως τέτοιων μέτρων δια της αποτελεσματικής χρησιμοποιήσεως μιας κοινοτικής νομοθετικής δυνατότητας (προαναφερθείσα στη σκέψη 47 απόφαση Kadi, σκέψη 226). Ο συνυπολογισμός των μελών της οικογενείας των διευθυνόντων συμβούλων των σημαντικών επιχειρήσεων αποτρέπει την καταστρατήγηση των εν λόγω περιοριστικών μέτρων μέσω της μεταβιβάσεως των περιουσιακών στοιχείων των συμβούλων αυτών στα μέλη της οικογενείας τους.

73      Κατόπιν των ανωτέρω, συνάγεται ότι, εν προκειμένω, υφίσταται επαρκής σύνδεσμος, κατά τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, μεταξύ του προσφεύγοντος και του στρατιωτικού καθεστώτος στη Μιανμάρ. Επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα ελήφθησαν κατά τρίτης χώρας.

74      Κατά δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η δέσμευση των κεφαλαίων του και των οικονομικών του πόρων δεν συνιστά «αναγκαίο επείγον μέτρο» κατά τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, ο προσφεύγων παραπέμπει στην προαναφερθείσα στη σκέψη 49 Minin κατά Επιτροπής (σκέψεις 72 έως 74), η οποία αφορά περιοριστικά μέτρα ληφθέντα κατά της Λιβερίας και πλήττουν συγκεκριμένα τον Charles Taylor και τους συνεργάτες του. Κατά τον προσφεύγοντα, η επιβολή χρηματοοικονομικών κυρώσεων απαιτεί να μην είναι αναγκαία μόνον υπό το πρίσμα της γενικής καταστάσεως σε μια χώρα, αλλά κατόπιν εξετάσεως της ιδιαίτερης καταστάσεως του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα επίδικα περιοριστικά μέτρα.

75      Ωστόσο, με την προαναφερθείσα στη σκέψη 49 απόφαση Minin κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε περί της εννοίας των αναγκαίων επειγόντων μέτρων κατά τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ. Απλώς εξέτασε αν οι επιβληθείσες κυρώσεις έχουν επαρκή σύνδεσμο με το έδαφος της οικείας χώρας ή το κυβερνών τη χώρα καθεστώς εξετάζοντας αν οι κυρώσεις αυτές που επιβλήθηκαν σε συνεργάτη του Charles Taylor, μολονότι ο Charles Taylor είχε απομακρυνθεί από την προεδρική εξουσία της Λιβερίας κατά τον χρόνο εκδόσεως του επίδικου στην υπόθεση αυτή κανονισμού, αποσκοπούσαν πράγματι στην εν όλω ή εν μέρει διακοπή ή μείωση των οικονομικών σχέσεων με τρίτη χώρα.

76      Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τον αναγκαίο και επείγοντα χαρακτήρα των περιοριστικών μέτρων, επισημαίνεται ότι ο επίδικος κανονισμός εκδόθηκε από το Συμβούλιο για τη θέση σε εφαρμογή της κοινής θέσης 2007/750 και της κοινής θέσης 2006/318.

77      Περαιτέρω, κατά τη νομολογία, δημιουργήθηκε δίοδος επικοινωνίας μεταξύ των δράσεων της Κοινότητας που περιλαμβάνουν οικονομικά μέτρα βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, και των σκοπών της Συνθήκης ΕΕ στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων, στον οποίο ανήκει η εξωτερική πολιτική και η πολιτική ασφάλειας (προαναφερθείσα στη σκέψη 47 απόφαση Kadi, σκέψη 197). Συγκεκριμένα, τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ είναι διατάξεις που προβλέπουν ρητώς ότι δράση της Κοινότητας μπορεί να αποβεί αναγκαία για την υλοποίηση ενός από τους σκοπούς που ανατίθενται συγκεκριμένα στην Ένωση με το άρθρο 2 ΕΕ, ήτοι της εφαρμογής της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας.

78      Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα των περιοριστικών μέτρων κατά της Ένωσης της Μιανμάρ τα οποία επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα, πρέπει επομένως να εξετασθεί αν τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπει ο επίδικος κανονισμός βαίνουν πέραν της εφαρμογής της κοινής θέσης 2006/318 και της κοινής θέσης 2007/750.

79      Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ και επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα εντάσσονται στο πλαίσιο εφαρμογής των κοινών αυτών θέσεων.

80      Συγκεκριμένα, το άρθρο 11 του επίδικου κανονισμού θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 5 της κοινής θέσης 2006/318, όπως τροποποιήθηκε με την κοινή θέση 2007/750, όσον αφορά τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων. Το όνομα του προσφεύγοντος περιλαμβάνεται στο παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 353/2009, για το οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο 11 (βλ. σκέψεις 12, 14 και 15 ανωτέρω). Η αναφορά αυτή αντιστοιχεί με το παράρτημα II της κοινής θέσης 2006/318, όπως τροποποιήθηκε με την κοινή θέση 2009/351, και το άρθρο 5 της κοινής θέσης 2006/318, όπως τροποποιήθηκε με την κοινή θέση 2007/750 (βλ. σκέψεις 6 και 7 ανωτέρω).

81      Ο προσφεύγων δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα δυνάμενο να θέσει εν αμφιβόλω τον επείγοντα χαρακτήρα των περιοριστικών μέτρων κατά της Ένωσης της Μιανμάρ τα οποία επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα.

82      Κατόπιν των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι τα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ τα οποία επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα μπορούν να θεωρηθούν ως αναγκαία επείγοντα μέτρα κατά την έννοια των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ.

83      Κατά συνέπεια, αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου που αντλείται από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

84      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση μέτρου δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων, το Συμβούλιο υποχρεούται να αναφέρει, στην αρχική του απόφαση, κάθε πληροφοριακό στοιχείο και κάθε έγγραφο, περιλαμβανομένων των νέων εγγράφων, βάσει των οποίων έλαβε την απόφασή του, τα πραγματικά και νομικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται η απόφασή του και τους πραγματικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο θεωρεί ότι το μέτρο αυτό πρέπει να εφαρμοσθεί στον ενδιαφερόμενο.

85      Εξάλλου, το Συμβούλιο πρέπει να περιλαμβάνει, στις συνακόλουθες αποφάσεις του περί διατηρήσεως της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων, τα στοιχεία που δικαιολογούν τη δέσμευση ως προς το πρόσωπο αυτό, και τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους θεωρεί, κατόπιν επανεξετάσεως, ότι η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων εξακολουθεί να δικαιολογείται ως προς το εν λόγω πρόσωπο.

86      Περαιτέρω, στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν είχε δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση της αρχικής αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι τοσούτω μάλλον σημαντική, καθόσον συνιστά τη μοναδική εγγύηση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να ασκήσει επωφελώς τα ένδικα βοηθήματα που έχει στη διάθεσή του για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως.

87      Τέλος, η αιτιολογία πρέπει να κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο συγχρόνως με τη βλαπτική γι’ αυτόν πράξη και η έλλειψη αιτιολογίας δεν διευθετείται από το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται την αιτιολογία της πράξεως κατά την ενώπιον δικαστηρίου διαδικασία, εφόσον ο προσφεύγων διαθέτει μόνον το υπόμνημα απαντήσεως για να υποβάλει τους ισχυρισμούς του κατά της αιτιολογίας αυτής, όπερ θίγει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη και προσβάλλει την αρχή της ισότητας των διαδίκων ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

88      Ο προσφεύγων φρονεί ότι, εν προκειμένω, το Συμβούλιο δεν εξέθεσε στον επίδικο κανονισμό ούτε τους λόγους για τους οποίους το όνομά του ενεγράφη στο παράρτημα VI του εν λόγω κανονισμού ούτε τον λόγο για τον οποίο είναι μέλος της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ ή πρόσωπο που συνδέεται με την κυβέρνηση αυτή. Τα πληροφοριακά στοιχεία ταυτοποιήσεως «υιός τού Tay Za» είναι αλυσιτελή. Αναφέρουν μόνον ότι ο προσφεύγων προσδιορίζεται από το γεγονός ότι έχει πατέρα ονομαζόμενο Tay Za. Επιπλέον, το Συμβούλιο δεν διευκρίνισε τι είδους όφελος άντλησε ο ίδιος ή ο πατέρας του από την οικονομική πολιτική της Κυβερνήσεως αυτής.

89      Κατά τον προσφεύγοντα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου, έπρεπε να του κοινοποιηθούν σαφείς και επιτακτικοί δικαιολογητικοί λόγοι, διότι το οικείο μέτρο είναι δρακόντειο και θίγει σοβαρώς τα θεμελιώδη δικαιώματά του. Επιπλέον, ουδαμώς συνάγεται σφάλμα ή ένοχη συμπεριφορά εκ μέρους του και ουδόλως δικαιολογείται το οικείο μέτρο από λόγους συνδεόμενους με την εθνική ασφάλεια ή την τρομοκρατία. Εξάλλου, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι δεν είχε δικαίωμα ακροάσεως προτού το Συμβούλιο εκδώσει το οικείο μέτρο, οπότε η κοινοποίηση της αιτιολογίας του Συμβουλίου είναι το μόνο μέσον που θα του παρείχε τη δυνατότητα να κάνει χρήση των ενδίκων βοηθημάτων του.

90      Ο προσφεύγων προβάλλει ότι, όταν του επιβλήθηκαν για πρώτη φορά τα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ, δεν του δόθηκε καμία αιτιολογία. Ομοίως, όσον αφορά τα μεταγενέστερα μέτρα, δεν έλαβε καμία κοινοποίηση των λόγων για τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι εξακολουθεί να δικαιολογείται η διατήρηση της εγγραφής του ονόματός του στον κατάλογο των προσώπων που αφορά το παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού.

91      Ο προσφεύγων παρατηρεί ότι αγνοούσε όλη τη διαδικασία που οδήγησε στην εγγραφή του ονόματός του στον κατάλογο των προσώπων που αφορά το παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού και τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων βασίζεται η διαδικασία αυτή.

92      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

93      Υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα της βασιμότητας της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτή αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως, και πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις της νομολογίας.

94      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής πράξεως όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 253 ΕΚ έχει σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι βάσιμη ή αν είναι ενδεχομένως πλημμελής οπότε μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της ενώπιον του κοινοτικού δικαστή και, αφετέρου, να παράσχει τη δυνατότητα στον κοινοτικό δικαστή να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξεως αυτής. Η αιτιολογία πρέπει συνεπώς, κατ’ αρχήν, να κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο ταυτόχρονα με τη βλαπτική γι’ αυτόν πράξη. Η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να καλυφθεί λόγω του ότι ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται την αιτιολογία της πράξεως κατά τη διαδικασία ενώπιον του κοινοτικού δικαστή. Στον βαθμό που ο ενδιαφερόμενος δεν διαθέτει δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση αρχικής αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων, πρέπει να προστεθεί ότι η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι τοσούτω μάλλον σημαντική καθόσον συνιστά τη μοναδική εγγύηση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο, τουλάχιστον μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, να ασκήσει επωφελώς τα ένδικα βοηθήματα που έχει στη διάθεσή του για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T-228/02, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II-4665, στο εξής: απόφαση OMPI, σκέψεις 138 έως 140 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία που απαιτείται από το άρθρο 253 ΕΚ πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει σαφώς και χωρίς διφορούμενα η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, που εξέδωσε την πράξη, έτσι ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους που δικαιολογούν το μέτρο που ελήφθη και το αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητας. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος να τους δοθούν εξηγήσεις που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που έχουν επιρροή, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως τηρεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το κείμενο της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 94 απόφαση ΟΜΡΙ, σκέψη 141 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

96      Κατά τη νομολογία αυτή, εκτός της περιπτώσεως υπάρξεως επιτακτικών λόγων περί της ασφάλειας της Κοινότητας ή των κρατών μελών της ή της διεξαγωγής των διεθνών τους σχέσεων, το Συμβούλιο υποχρεούται να αναφέρει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η νόμιμη δικαιολόγηση της αποφάσεώς του και τις σκέψεις που το οδήγησαν να λάβει την απόφαση αυτή Από την αιτιολογία ενός τέτοιου μέτρου πρέπει συνεπώς να προκύπτουν οι ειδικοί και συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους το Συμβούλιο θεωρεί ότι η σχετική ρύθμιση μπορεί να εφαρμοστεί στον ενδιαφερόμενο (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 94 απόφαση OMPI, σκέψεις 143 και 148 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

97      Εν προκειμένω, εκδίδοντας τον επίδικο κανονισμό, το Συμβούλιο ανανέωσε και ενίσχυσε τα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ. Δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν, βρίσκονται στην κατοχή ή ελέγχονται από μέλη της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ και από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που συνδέονται με αυτήν και των οποίων ο κατάλογος περιλαμβάνεται στο παράρτημα VI. Εξάλλου, κατά το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, κανένα κεφάλαιο ή οικονομικός πόρος δεν τίθεται, άμεσα ή έμμεσα, στη διάθεση των φυσικών ή νομικών προσώπων, των οντοτήτων ή οργανισμών που απαριθμούνται στο παράρτημα VI.

98      Κατόπιν των ανωτέρω, για την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, το Συμβούλιο πρέπει επομένως να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι, γενικώς, τα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ και, ειδικότερα, τα μέτρα που επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα δικαιολογούνται ή εξακολουθούν να δικαιολογούνται.

99      Ωστόσο, όσον αφορά, πρώτον, τα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ, το Συμβούλιο εξέθεσε, γενικώς, στην αιτιολογική σκέψη 1 του επίδικου κανονισμού, τις ανησυχίες του για την έλλειψη προόδου προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και για τη συνεχιζόμενη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Μιανμάρ ενόψει της επικρατούσας στη χώρα αυτή πολιτικής καταστάσεως, που εξακολουθούσαν από τότε που επέβαλε, για πρώτη φορά, περιοριστικά μέτρα κατά της χώρας αυτής.

100    Στην αιτιολογική σκέψη 2 του επίδικου κανονισμού, το Συμβούλιο υπενθύμισε ότι η κοινή θέση 2006/318 προέβλεπε συνεπώς τη διατήρηση των περιοριστικών μέτρων κατά του στρατιωτικού καθεστώτος της Βιρμανίας/Μιανμάρ, όσων επωφελούνται περισσότερο από την κακοδιοίκηση και όσων ανακόπτουν ενεργά την πορεία προς την εθνική συμφιλίωση, το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον εκδημοκρατισμό. Προσέθεσε επίσης ότι τα περιοριστικά μέτρα που προέβλεπε η κοινή αυτή θέση επέβαλαν, μεταξύ άλλων, δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων των μελών της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ, καθώς και οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, οντότητας ή φορέα που έχουν σχέση με αυτά.

101    Στην αιτιολογική σκέψη 6 του επίδικου κανονισμού, το Συμβούλιο ανέφερε ότι, για περισσότερο από μια δεκαετία, δεν έπαυσε να καταδικάζει τις πρακτικές του στρατιωτικού καθεστώτος της Μιανμάρ. Προσέθεσε ότι τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπει ο επίδικος κανονισμός μπορούν να συντελέσουν καθοριστικά στην προώθηση του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμβάλλοντας έτσι στην προάσπιση της δημόσιας ηθικής.

102    Επομένως, συνάγεται ότι το Συμβούλιο εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έλαβε και διατήρησε περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ και αιτιολόγησε επαρκώς τον επίδικο κανονισμό επ’ αυτού.

103    Όσον αφορά, δεύτερον τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα μέτρα αυτά ήταν γνωστό στον προσφεύγοντα. Συγκεκριμένα, ο επίδικος κανονισμός θέτει σε εφαρμογή την κοινή θέση 2006/318, όπως τροποποιήθηκε με την κοινή θέση 2007/750. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της κοινής θέσης 2006/318 προκύπτει σαφώς η συλλογιστική του Συμβουλίου περί εκδόσεως και διατηρήσεως περιοριστικών μέτρων που επιβάλλονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα τα οποία αντλούν όφελος από την πολιτική της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ καθώς και στην οικογένειά τους, ενόψει της πολιτικής καταστάσεως της χώρας αυτής.

104    Συναφώς, υπενθυμίζεται επίσης ότι στον προσφεύγοντα επιβλήθηκαν, για πρώτη φορά, τα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ με τον κανονισμό 2297/2003, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2003. Μετά την ημερομηνία αυτή, ο προσφεύγων αποτέλεσε τακτικώς το αντικείμενο των επίδικων περιοριστικών μέτρων. Η συλλογιστική του Συμβουλίου περί επεκτάσεως του πεδίου εφαρμογής των επίδικων περιοριστικών μέτρων σε πρόσωπα τα οποία αντλούν όφελος από την πολιτική του κυβερνώντος την Ένωση της Μιανμάρ καθεστώτος καθώς και στην οικογένειά τους είχε ήδη εκτεθεί στην αιτιολογική σκέψη 3 της κοινής του θέσης 2003/297/ΚΕΠΠΑ, η οποία είχε τεθεί σε εφαρμογή με τον εν λόγω κανονισμό.

105    Επομένως, ο επίδικος κανονισμός είχε απλώς ως αντικείμενο τη διατήρηση των εν λόγω περιοριστικών μέτρων που επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα. Ελλείψει ουσιαστικών τροποποιήσεων των πραγματικών και νομικών στοιχείων που δικαιολόγησαν την εγγραφή του ονόματος του προσφεύγοντος μεταξύ των ονομάτων των προσώπων τα οποία αντλούν όφελος από την οικονομική πολιτική της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ και των λοιπών προσώπων που συνδέονται με αυτήν, το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να υπενθυμίσει ρητώς τους λόγους για τους οποίους ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα.

106    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων δεν αγνοούσε τους λόγους για τους οποίους του επιβάλλονται άμεσα τα περιοριστικά αυτά μέτρα, εφόσον αναφέρει στην παράγραφο 37 του δικογράφου της προσφυγής ότι δύναται να υπάρξει κίνδυνος καταστρατηγήσεως της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους του πατέρα του μέσω ενδεχόμενης μεταβιβάσεως κεφαλαίων σε λοιπά μέλη της οικογενείας του.

107    Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι το Συμβούλιο δεν διευκρίνισε το είδος του οφέλους που αντλεί ο ίδιος ή ο πατέρας του από την οικονομική πολιτική της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ, επισημαίνεται ότι το όνομα του πατέρα του προσφεύγοντος, ενεγράφη στον κατάλογο του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 353/2009, υπό την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου των επιχειρήσεων Htoo Trading Co. και Htoo Construction Co. Επομένως, το Συμβούλιο, με τον επίδικο κανονισμό, στοιχειοθέτησε τον σύνδεσμο μεταξύ του πατέρα του προσφεύγοντος και της ιδιότητάς του ως διευθύνοντος συμβούλου. Ως προς τον εν λόγω σύνδεσμο, το Συμβούλιο διευκρίνισε, επαρκώς κατά νόμο, το είδος του οφέλους το οποίο αντλεί ο πατέρας του προσφεύγοντος από την οικονομική πολιτική της Κυβερνήσεως αυτής. Συγκεκριμένα, το όφελος αυτό αντλείται από τα καθήκοντά του ως διευθύνοντος συμβούλου.

108    Επομένως, το Συμβούλιο εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα και αιτιολόγησε επαρκώς τον επίδικο κανονισμό επ’ αυτού.

109    Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι αγνοούσε τη διαδικασία που οδήγησε στην εγγραφή του ονόματός του στον κατάλογο των προσώπων που αφορά το παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού, επισημαίνεται ότι από τον κανονισμό αυτόν προκύπτει ότι το Συμβούλιο ενήργησε κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 301 ΕΚ διαδικασία.

110    Κατά συνέπεια, ενόψει των προεκτεθέντων, το Συμβούλιο τήρησε την κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως.

111    Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των λόγων που αντλούνται από προσβολή ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας

112    Ο προσφεύγων προβάλλει προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, προσβολή της αρχής της αναλογικότητας, προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

113    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει πρόσφορο να εξετάσει τους λόγους που αντλούνται από προσβολή των δικονομικών δικαιωμάτων πριν από την εξέταση του λόγου που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και τον λόγο που αντλείται από προσβολή της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί του λόγου που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

114    Ο προσφεύγων προβάλλει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου και είναι ικανή να καταλήξει σε βλαπτική πράξη συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, η οποία πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε ρυθμίσεως σχετικά με την εν λόγω διαδικασία. Η αρχή αυτή επιτάσσει να παρέχεται στους αποδέκτες αποφάσεων, οι οποίες επηρεάζουν αισθητώς τα συμφέροντά τους, η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους.

115    Κατά τον προσφεύγοντα, το πρόσωπο το οποίο αφορά μια κύρωση πρέπει να πληροφορείται τα αποδεικτικά και επιβαρυντικά στοιχεία βάσει των οποίων δικαιολογείται η προτεινόμενη κύρωση είτε από κοινού με την αρχική απόφαση δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων είτε το ταχύτερο μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής. Επιπλέον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι πρέπει να αναγνωρίζεται στο πρόσωπο αυτό η πραγματική δυνατότητα να γνωστοποιεί την άποψή του όσον αφορά τα εν λόγω αποδεικτικά και επιβαρυντικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των συγκεκριμένων πληροφοριών που δικαιολόγησαν την απόφαση δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων και διατηρήσεως της δεσμεύσεως αυτής. Ο προσφεύγων προσθέτει ότι πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει άμεση επανεξέταση του αρχικού μέτρου και, πριν από τις συνακόλουθες αποφάσεις, πρέπει να γίνεται νέα ακρόαση και κοινοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων.

116    Ο προσφεύγων φρονεί ότι οι αρχές αυτές δεν τηρήθηκαν εν προκειμένω. Το αυτό ισχύει όσον αφορά την απαγόρευση εισόδου ή ταξιδίου επί του εδάφους κράτους μέλους της Ένωσης, η οποία προβλέπεται στην κοινή θέση 2006/318.

117    Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων προσθέτει ότι οι καθών σε περίπτωση ποινικών διώξεων πρέπει να ειδοποιούνται τάχιστα και πλήρως για το είδος της κατηγορίας, τα ουσιαστικά στοιχεία επί των οποίων βασίζεται η κατηγορία και τις πράξεις που τους προσάπτεται ότι διέπραξαν, ώστε να δύνανται να ασκήσουν τα δικαιώματά τους άμυνας.

118    Κατά τον προσφεύγοντα, τα δικαιώματά του άμυνας παραβιάσθηκαν εν προκειμένω. Προσθέτει ότι ο επίδικος κανονισμός δεν προβλέπει καμία διαδικασία κοινοποιήσεως των στοιχείων που δικαιολογούν την εγγραφή του ονόματος των ενδιαφερομένων και δεν περιλαμβάνει καμία ουσιαστική πληροφορία δικαιολογούσα την απόφαση δεσμεύσεως των περιουσιακών του στοιχείων και διατηρήσεως του μέτρου αυτού.

119    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

120    Με τον λόγο αυτό, ο προσφεύγων προβάλλει παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας και, ειδικότερα, προσβολή του δικαιώματός του να του κοινοποιηθούν τα νομικά και πραγματικά στοιχεία που δικαιολογούν την επιβολή περιοριστικών μέτρων, αφενός, του δικαιώματός του να του παρασχεθεί η δυνατότητα να προβάλει επωφελώς την άποψή του ως προς τα στοιχεία αυτά, αφετέρου.

121    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η παρούσα υπόθεση πρέπει να διακριθεί από την υπόθεση που οδήγησε στην προαναφερθείσα στη σκέψη 94 απόφαση ΟΜΡΙ. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή είχε ως αντικείμενο περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας. Τα εν λόγω μέτρα αφορούν άμεσα και ατομικά (προαναφερθείσα στη σκέψη 94 απόφαση OMPI, σκέψη 98) πρόσωπα εγγεγραμμένα στους καταλόγους που επισυνάπτονται στις επίδικες διατάξεις χωρίς να προβλέπουν περιοριστικά μέτρα κατά τρίτης χώρας. Επομένως, τα πρόσωπα αυτά αποτελούσαν το αντικείμενο των επίδικων περιοριστικών μέτρων διότι εθεωρούντο ότι εμπλέκονταν, καθεαυτά, σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.

122    Αντιθέτως, στην παρούσα υπόθεση, επιβάλλονται συγκεκριμένα σε πρόσωπα και οντότητες περιοριστικά μέτρα τα οποία έλαβε το Συμβούλιο κατά τρίτης χώρας, ήτοι της Ένωσης της Μιανμάρ, ενόψει της πολιτικής καταστάσεως στη χώρα αυτή. Επομένως, τα περιοριστικά αυτά μέτρα σκοπούν το πολιτικό καθεστώς της Μιανμάρ. Αντί να επιβληθεί γενικός εμπορικός αποκλεισμός κατά της χώρας αυτής, το Συμβούλιο προέβλεψε συγκεκριμένες και επιλεκτικές κυρώσεις και εξατομίκευσε, με τον επίδικο κανονισμό, τις κατηγορίες των προσώπων και οντοτήτων στις οποίες επιβάλλονται τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ. Συνεπώς, εν προκειμένω, τα ληφθέντα από το Συμβούλιο επίδικα περιοριστικά μέτρα δεν επιβάλλονται λόγω των δραστηριοτήτων των οικείων προσώπων και οντοτήτων, αλλά λόγω του ότι τα πρόσωπα αυτά και οι οντότητες ανήκουν σε ορισμένη γενική κατηγορία με καθήκοντα ή κυβερνητική θέση στο κράτος που αποτελεί το αντικείμενο των κυρώσεων. Ο προσφεύγων εμπίπτει στο εν λόγω καθεστώς κυρώσεων διότι αποτελεί μέρος της κατηγορίας των μελών της οικογενείας των διευθυνόντων συμβούλων σημαντικών επιχειρήσεων της Μιανμάρ.

123    Στην περίπτωση των κυρώσεων κατά τρίτης χώρας οι οποίες επιβάλλονται συγκεκριμένα σε ένα πρόσωπο, δεν πρόκειται επομένως για διαδικασία κινηθείσα κατά του προσώπου αυτού υπό την έννοια της προαναφερθείσας στη σκέψη 94 της αποφάσεως OMPI (σκέψη 91). Η διαδικασία που καταλήγει στην επιβολή κυρώσεων κατά ενός κράτους οι οποίες πλήττουν ορισμένες κατηγορίες υπηκόων του δεν αποτελεί, για τις κατηγορίες αυτές προσώπων, διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας υπάρχει η δυνατότητα να επιβληθούν στα πρόσωπα αυτά, ατομικώς, κυρώσεις κατά την έννοια της ίδιας σκέψεως της προαναφερθείσας στη σκέψη 94 ανωτέρω αποφάσεως OMPI. Κανονισμός που περιέχει κυρώσεις κατά τρίτης χώρας και πλήττει ορισμένες κατηγορίες υπηκόων της έχει χαρακτήρα γενικής νομοθετικής πράξεως ακόμα και αν τα οικεία πρόσωπα προσδιορίζονται με το όνομά τους. Είναι αληθές ότι ο κανονισμός αυτός τα θίγει άμεσα και ατομικά και μπορούν να τον προσβάλουν ασκώντας προσφυγή. Πάντως, σε νομοθετική διαδικασία καταλήγουσα στην επιβολή κυρώσεων κατά τρίτης χώρας οι οποίες πλήττουν ορισμένες κατηγορίες υπηκόων της, τα δικαιώματα άμυνας δεν έχουν εφαρμογή στις κατηγορίες αυτές. Για τη θέσπιση τέτοιου κανονισμού, τα πρόσωπα δεν διαθέτουν συναφώς δικαίωμα συμμετοχής ακόμα και αν τελικώς ο κανονισμός τα αφορά ατομικώς.

124    Εν πάση περιπτώσει, δεν απαιτείται ιδιαίτερη κοινοποίηση των πραγματικών και νομικών στοιχείων που δικαιολογούν τα επίδικα περιοριστικά μέτρα πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού, λαμβανομένου υπόψη ότι ο κανονισμός αυτός έχει ως αντικείμενο τη διατήρηση ήδη ληφθέντων περιοριστικών μέτρων. Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο επίδικος κανονισμός θέτει σε εφαρμογή τις κοινές θέσεις 2006/318 και 2007/750, οι οποίες έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα και εκθέτουν όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που δικαιολογούν την έκδοση και τη διατήρηση των επίδικων περιοριστικών μέτρων.

125    Συγκεκριμένα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της κοινής θέσης 2006/318 προκύπτει σαφώς η συλλογιστική του Συμβουλίου περί εκδόσεως και διατηρήσεως των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα που αντλούν όφελος από την πολιτική της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ καθώς και στην οικογένειά τους ενόψει της πολιτικής καταστάσεως στη χώρα αυτή. Συναφώς, υπενθυμίζεται επίσης ότι το όνομα του προσφεύγοντος και του πατέρα του περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της κοινής θέσης 2006/318, όπως τροποποιήθηκε με την κοινή θέση 2009/351, και η μνεία αυτή αντιστοιχεί, τουλάχιστον, από απόψεως περιεχομένου, στο παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 353/2009 (βλ. σκέψη 80 ανωτέρω). Εξάλλου, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων γνώριζε τη συλλογιστική του Συμβουλίου, η οποία συνίσταται στην επέκταση του πεδίου εφαρμογής των επίδικων περιοριστικών μέτρων στα πρόσωπα που αντλούν όφελος από την πολιτική του κυβερνώντος την Ένωση της Μιανμάρ καθεστώτος καθώς και στην οικογένειά τους, από τότε που του επιβλήθηκαν, για πρώτη φορά, τα προβλεπόμενα με τον κανονισμό 2297/2003 μέτρα, ο οποίος άρχισε να ισχύει τον Δεκέμβριο του 2003 (βλ. σκέψεις 24 και 25 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο εξέθεσε τη συλλογιστική αυτή στην αιτιολογική σκέψη 3 της κοινής θέσης 2003/297, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή με τον εν λόγω κανονισμό.

126    Επομένως, διαπιστώνεται ότι ο προσφεύγων γνώριζε τα σχετικά με την προκειμένη υπόθεση πραγματικά και νομικά στοιχεία, πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού από το Συμβούλιο.

127    Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι έπρεπε να γίνει ακρόαση πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού, ο προσφεύγων διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το Συμβούλιο όφειλε να τον καλέσει να γνωστοποιήσει την άποψή του πριν από την έκδοση του εν λόγω κανονισμού.

128    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τίποτε δεν εμπόδιζε τον προσφεύγοντα να εκφράσει επωφελώς την άποψή του ενώπιον του Συμβουλίου πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού.

129    Συγκεκριμένα, τα περιουσιακά στοιχεία και οι οικονομικοί πόροι του προσφεύγοντος δεσμεύθηκαν για πρώτη φορά δυνάμει των περιοριστικών μέτρων του κανονισμού 2297/2003, ο οποίος άρχισε να ισχύει τον Δεκέμβριο του 2003. Η δέσμευση αυτή εξακολούθησε μέχρι την έκδοση του επίδικου κανονισμού, ο οποίος θέτει, μεταξύ άλλων, σε εφαρμογή την κοινή θέση 2006/318, όπως τροποποιήθηκε με την κοινή θέση 2007/750, στο παράρτημα II της οποίας γίνεται μνεία του ονόματος του προσφεύγοντος.

130    Οι κοινές θέσεις, επί των οποίων βασίζονται κοινοτικές διατάξεις θέτουσες σε εφαρμογή τα επίδικα περιοριστικά μέτρα, έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ. Η κοινή θέση 2006/318 είχε, ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 10, δεύτερο εδάφιο, εφαρμογή για περίοδο δώδεκα μηνών από 30ής Απριλίου 2006. Παρατάθηκε μόνο για περιόδους ενός έτους (βλ. σκέψεις 3 και 5 ανωτέρω). Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 9 της κοινής θέσης 2006/318, επανεξεταζόταν τακτικώς και ανανεωνόταν ή τροποποιούνταν αναλόγως των αναγκών. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που δικαιολογούν τα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ και επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα με τις κοινές θέσεις 2006/318 και 2007/750, τις οποίες γνώριζε (βλ. σκέψεις 124 και 125ανωτέρω), και της πολιτικής καταστάσεως στη Μιανμάρ, ο προσφεύγων δεν μπορεί να αναμένει ότι θα διαγραφεί το όνομά του από τον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της κοινής θέσης 2006/318 κατά τις περιοδικές ανανεώσεις και τροποποιήσεις της εν λόγω κοινής θέσης. Έπρεπε μάλλον να συναγάγει ότι το όνομά του περιλαμβάνεται επίσης στο παράρτημα II της κοινής αυτής θέσης κατόπιν των εν λόγω ανανεώσεων και τροποποιήσεων, όπως τούτο συνέβη.

131    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο είχε τη δυνατότητα να λάβει αποτελεσματικώς υπόψη του τη ρητή παρέμβαση του προσφεύγοντος περιλαμβάνοντας την άποψή του στην περιοδική επανεξέταση της διατηρήσεως των ονομάτων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της κοινής θέσης 2006/318. Δεδομένου ότι ο επίδικος κανονισμός θέτει, μεταξύ άλλων, σε εφαρμογή την κοινή θέση 2006/318, όπως τροποποιήθηκε με την κοινή θέση 2007/750, το παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού έπρεπε, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, να αντιστοιχεί στο παράρτημα II της κοινής θέσης 2006/318 (βλ. σκέψεις 76 έως 80 ανωτέρω). Κατόπιν των ανωτέρω, ο προσφεύγων μπορούσε επομένως να γνωστοποιήσει επωφελώς την άποψή του στο Συμβούλιο πριν από την έκδοση του επίδικου κανονισμού.

132    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η ενδεχόμενη έλλειψη προηγούμενης ακροάσεως δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της πράξεως, διότι η ακρόαση αυτή δεν θα κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑301/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑307, σκέψη 31, και της 8ης Ιουλίου 1999, C-51/92 P, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4235, σκέψεις 80 έως 82). Ούτε στις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος στο από 15 Μαΐου 2008 έγγραφο προς το Συμβούλιο, ούτε στα προσκομισθέντα στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής πραγματικά και νομικά στοιχεία περιλαμβάνεται πρόσθετο ουσιαστικό πληροφοριακό στοιχείο δυνάμενο να επιφέρει διαφορετική εκτίμηση του Συμβουλίου ως προς την πολιτική κατάσταση στη Μιανμάρ και την ιδιαίτερη κατάσταση του προσφεύγοντος. Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί ούτε τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται στον επίδικο κανονισμό η πολιτική κατάσταση στη Μιανμάρ, ούτε τα επαγγελματικά καθήκοντα του πατέρα του, ούτε την οικογενειακή του σχέση με τον πατέρα του, όπως εκτίθενται στο παράρτημα VI του εν λόγω κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 353/2009. Ούτε απέδειξε ότι δεν έχει σχέση με τον πατέρα του οπότε η θέση του πατέρα του ως διευθύνοντος συμβούλου σημαντικών επιχειρήσεων δεν του αποφέρει πλέον τίποτα (βλ. σκέψη 69 ανωτέρω).

133    Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, με την ανακοίνωση της 11ης Μαρτίου 2008, μολονότι δεν είχε δημοσιευθεί κατά τον χρόνο της εκδόσεως του επίδικου κανονισμού, το Συμβούλιο ανέφερε τη δυνατότητα των οικείων προσώπων και οντοτήτων να του απευθύνουν ανά πάσα στιγμή αίτηση επανεξετάσεως της αποφάσεως με την οποία τα ονόματά τους προστέθηκαν και διατηρήθηκαν στους εν λόγω καταλόγους, επισυνάπτοντας κάθε χρήσιμο δικαιολογητικό στοιχείο. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων ζήτησε από το Συμβούλιο, με το από 15 Μαΐου 2008 έγγραφο, να θέσει στη διάθεσή του τα πραγματικά στοιχεία που δικαιολογούν την εγγραφή του ονόματός του στον κατάλογο του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού και να διαγράψει το όνομά του από τον εν λόγω κατάλογο. Το Συμβούλιο απάντησε με το από 26 Ιουνίου 2008 έγγραφο εξηγώντας τον λόγο για τη διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο αυτό.

134    Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι δεν τηρήθηκαν τα δικαιώματά του άμυνας όσον αφορά την απαγόρευση εισόδου ή ταξιδίου στο έδαφος κράτους μέλους της Ένωσης που προβλέπεται με την κοινή θέση 2006/318, αρκεί να επισημανθεί ότι τα μέτρα αυτά δεν περιλαμβάνονται στον επίδικο κανονισμό. Όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της κοινής αυτής θέσης, τα εν λόγω μέτρα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη και όχι από την Κοινότητα. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο για να κρίνει κοινή θέση θεσπισθείσα βάσει του άρθρου 15 ΕE.

135    Επομένως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

136    Ο προσφεύγων προβάλλει ότι ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας μέτρου περί δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων πρέπει να εκτείνεται στην εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων και περιστάσεων που προβάλλονται προς δικαιολόγηση του μέτρου αυτού, καθώς και στην εξέταση των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων επί των οποίων βασίζεται η εκτίμηση αυτή.

137    Κατά τον προσφεύγοντα, ο επίδικος κανονισμός δεν προβλέπει καμία από τις θεμελιώδεις αυτές προστασίες. Δεν υφίσταται καμία διάταξη προβλέπουσα την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι συναφώς αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα. Ωστόσο, ο προσφεύγων φρονεί ότι απαιτείται έλεγχος και επί της ουσίας εξέταση των λόγων που δικαιολόγησαν την εγγραφή του στον κατάλογο. Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να εξακριβώσει, παραδείγματος χάρη, την τήρηση των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογίας, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και καταχρήσεως εξουσίας.

138    Ο προσφεύγων προσθέτει ότι η εν λόγω έλλειψη αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιδεινώνεται περαιτέρω από τις δυσχέρειες στις οποίες προσκρούει προσπαθώντας να αμφισβητήσει την απαγόρευση εισόδου και ταξιδίου επί του εδάφους των κρατών μελών της Ένωσης, η οποία προβλέπεται με την κοινή θέση 2006/318.

139    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι βρίσκεται σε αδυναμία να υπερασπισθεί τα δικαιώματά του ικανοποιητικώς ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωση, όσον αφορά τα επιβαρυντικά γι’ αυτόν αποδεικτικά στοιχεία. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει τη νομιμότητα του επίδικου κανονισμού όσον τον αφορά. Κατά την άποψή του, ο εν λόγω κανονισμός δεν προβλέπει καμία διαδικασία βάσει της οποίας να μπορεί να προβάλει τα επιχειρήματά του όσον αφορά τα επιβαρυντικά γι’ αυτόν αποδεικτικά στοιχεία.

140    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

141    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι ιδιώτες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να τύχουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν από την κοινοτική έννομη τάξη, δεδομένου ότι το δικαίωμα στην προστασία αυτή αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του δικαίου οι οποίες απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και καθιερώνεται επίσης από τα άρθρα 6 και 13 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, υπογραφείσα στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και επιβεβαιωθείσα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διακηρύχθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ C 364, σ. 1) (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 47 απόφαση Kadi, σκέψη 335, και προαναφερθείσα στη σκέψη 94 απόφαση OMPI, σκέψη 110 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

142    Αντιθέτως προς όσα διατείνεται ο προσφεύγων, η εγγενής στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εγγύηση διασφαλίζεται με το δικαίωμα που έχουν οι ενδιαφερόμενοι να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά αποφάσεως δεσμεύσεως των κεφαλαίων (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα στη σκέψη 94 απόφαση OMPI, σκέψη 152 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

143    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τον επίδικο κανονισμό, το Συμβούλιο δεν πρέπει να προβάλει ρητώς την εν λόγω δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής. Εφόσον η προσφυγή ακυρώσεως αποτελεί μέρος του γενικού συστήματος ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπει η Συνθήκη ΕΚ, συνομολογείται ότι ο προσφεύγων, υπό τις προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής, έχει επίσης πρόσβαση ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων. Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι, με την ανακοίνωση της 11ης Μαρτίου 2008, το Συμβούλιο επέστησε ρητώς την προσοχή των οικείων προσώπων και οντοτήτων επί της δυνατότητάς τους να αμφισβητήσουν την απόφασή του ενώπιον του Πρωτοδικείου.

144    Όσον αφορά το περιεχόμενο του ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη λήψη μέτρων οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, σύμφωνα με κοινή θέση εκδοθείσα στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Δεδομένου ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί, ειδικότερα, να υποκαταστήσει το Συμβούλιο όσον αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων, γεγονότων και περιστάσεων που δικαιολογούν τη λήψη τέτοιων μέτρων, ο έλεγχος που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τη νομιμότητα αποφάσεων δεσμεύσεως κεφαλαίων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογίας, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και καταχρήσεως εξουσίας (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 94 απόφαση OMPI, σκέψη 159 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

145    Η αποτελεσματικότητα του ελέγχου αυτού συνεπάγεται ότι το οικείο θεσμικό όργανο υποχρεούται να τηρήσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως (βλ. σκέψη 95 ανωτέρω). Ωστόσο, όπως προκύπτει από την εξέταση του λόγου σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως, το Συμβούλιο, στην προκειμένη υπόθεση, αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την επιβολή των επίδικων περιοριστικών μέτρων (βλ. σκέψεις 93 έως 111 ανωτέρω).

146    Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η έλλειψη αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιδεινώνεται από τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο προσφεύγων προσπαθώντας να αμφισβητήσει την απαγόρευση εισόδου και ταξιδίου στο έδαφος των κρατών μελών της Ένωσης, η οποία προβλέπεται στην κοινή θέση 2006/318, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο για να αποφανθεί επί της απαγορεύσεως αυτής, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τίθεται σε εφαρμογή από τα Κράτη μέλη, όπερ δεν απέδειξε εν προκειμένω ο προσφεύγων (βλ. σκέψη 134 ανωτέρω).

147    Επομένως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των λόγων που αντλούνται από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της αρχής της αναλογικότητας

148    Λαμβανομένης υπόψη της συνάφειας των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος προς στήριξη των λόγων που αντλούνται από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και από προσβολή της αρχής της αναλογικότητας, αντιστοίχως, είναι προσήκον να εξετασθούν οι δύο αυτοί λόγοι από κοινού.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

149    Ο προσφεύγων προβάλλει ότι η εγγραφή του ονόματός του στον επίδικο κανονισμό αποτελεί δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματός του ιδιοκτησίας.

150    Κατά τον προσφεύγοντα, η επ’ αόριστον δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων ενός ιδιώτη αποτελεί «κατάφωρη παρέμβαση στην ειρηνική απόλαυση αγαθού». Ο περιορισμός αυτός δεν δικαιολογείται εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν συνδέεται με το κυβερνών καθεστώς και ο πατέρας του δεν αποπειράθηκε να καταστρατηγήσει τη δέσμευση των δικών του περιουσιακών στοιχείων μεταβιβάζοντας κεφάλαια στα λοιπά μέλη της οικογενείας του.

151    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσβολή αυτή είναι και δυσανάλογη, δεδομένου ότι οι συνέπειες της δεσμεύσεως των περιουσιακών του στοιχείων είναι «διασταλτικές» και «σοβαρές». Κατά τον προσφεύγοντα, ο επίδικος κανονισμός προβλέπει δέσμευση όλων των κεφαλαίων του και όλων των κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που έχουν τεθεί στη διάθεσή του.

152    Τα αποτελέσματα του επίδικου κανονισμού είναι τοσούτω μάλλον σημαντικά σε συνδυασμό με την απαγόρευση εισόδου και ταξιδίου επί του εδάφους κάθε κράτους μέλους, που προβλέπεται στην κοινή θέση 2006/318.

153    Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, για να εκτιμηθεί η αναλογικότητα των επίδικων περιοριστικών μέτρων, πρέπει να εξετασθούν οι εφαρμοστέες διαδικασίες, από γενικής απόψεως. Παρά την ύπαρξη μηχανισμού περιοδικής επανεξετάσεως των επίδικων περιοριστικών μέτρων και παρά την ύπαρξη διατάξεως περί ελευθερώσεως των κεφαλαίων προς κάλυψη βασικών αναγκών, το επίδικο μέτρο αποτελεί αδικαιολόγητο περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

154    Όσον αφορά την περιοδική επανεξέταση της καταστάσεώς του, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο ίδιος ουδέποτε μπορεί να καταλήξει στην άρση των περιοριστικών μέτρων που του επιβλήθηκαν, δεδομένου ότι δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι «είναι υιός του πατέρα του».

155    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

156    Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, που θεσπίζεται, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ καθώς και με το άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου αριθ. 1 της ΕΣΔΑ και επιβεβαιώνεται με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Πάντως, η αρχή αυτή δεν έχει τη μορφή απολύτου προνομίου, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία της εντός της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκόμενους από την Κοινότητα σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη παρέμβαση δυναμένη να θίξει την ίδια την ουσία του διασφαλιζομένου κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιώματος (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 47 απόφαση Kadi, σκέψεις 355 και 356 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

157    Πρέπει να αναφερθεί ότι, μολονότι η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος, η οποία αποτελεί συντηρητικό μέτρο, δεν θεωρείται ότι του στερεί την περιουσία του, το μέτρο αυτό συνεπάγεται περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος. Ο περιορισμός αυτός πρέπει να χαρακτηρισθεί ως σημαντικός, λαμβανομένου υπόψη του γενικού περιεχομένου το μέτρου δεσμεύσεως και του γεγονότος ότι εφαρμόζεται, δυνάμει του κανονισμού 2297/2003, από τον Δεκέμβριο του 2003 (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω).

158    Συνεπώς, τίθεται το ζήτημα αν δικαιολογείται ο εν λόγω περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος.

159    Συναφώς, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου, πρέπει να υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέτρων και του επιδιωκομένου σκοπού. Επομένως, πρέπει να αναζητηθεί αν διατηρήθηκε η ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του ή των ενδιαφερομένων. Συνεπώς, πρέπει να αναγνωρίζεται στον νομοθέτη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για την επιλογή των μέτρων εφαρμογής και για να κρίνει αν νομιμοποιούνται οι συνέπειες, για το γενικό συμφέρον, από τη μέριμνα επιτεύξεως του σκοπού της εν λόγω νομοθεσίας [προαναφερθείσα στη σκέψη 47 απόφαση Kadi, σκέψη 360· βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση J. A. Pye (Oxford) Ltd. και J. A. Pye (Oxford) Land Ltd. Κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 30ής Αυγούστου 2007, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Recueil des arrêts et décisions, §§ 55 και 75].

160    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η σημασία των σκοπών τους οποίους επιδιώκει η περί κυρώσεων ρύθμιση δύναται να δικαιολογήσει τις αρνητικές, και μάλιστα σημαντικές, συνέπειες για ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, περιλαμβανομένων αυτών που δεν έχουν καμία ευθύνη όσον αφορά την κατάσταση που οδήγησε στην επιβολή των οικείων μέτρων, των οποίων όμως θίγονται, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιουλίου 1996, C‑84/95, Bosphorus, Συλλογή 1996, σ. I‑3953, σκέψεις 22 και 23, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2006, T‑49/04, Hassan κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 99 και 100· βλ., επίσης, ΕΔΔΑ, απόφαση Bosphorus Hava Yolları Turizm ve Ticaret Anonim Şirketi κατά Ιρλανδίας της 30ής Ιουνίου 2005, Recueil des arrêts et décisions, 2005-VI, §§ 166 και 167).

161    Ωστόσο, εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 6 του επίδικου κανονισμού προκύπτει ότι ο σκοπός του είναι, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών και επαναλαμβανόμενων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττει από μακρού χρόνου το στρατιωτικό καθεστώς της Μιανμάρ, να συμβάλει μέσω της ανανεώσεως και ενισχύσεως των περιοριστικών μέτρων κατά της Ένωσης της Μιανμάρ στην προώθηση της τηρήσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στην προάσπιση επομένως της δημόσιας ηθικής.

162    Το Συμβούλιο ορθώς έκρινε ότι ο σκοπός γενικού συμφέροντος που επιδιώκει ο επίδικος κανονισμός είναι θεμελιώδης για τη διεθνή κοινότητα. Όπως τόνισε το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως, επισημαίνεται ότι, από πολλών ετών, η Ευρωπαϊκή Ένωση, τρίτες χώρες, διεθνείς οργανισμοί και μη κυβερνητικοί οργανισμοί προσπαθούν να ασκήσουν ποικιλοτρόπως πιέσεις στο στρατιωτικό καθεστώς της Μιανμάρ και τα συνδεόμενα με αυτό πρόσωπα προς βελτίωση της πολιτικής καταστάσεως της χώρας αυτής.

163    Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του εν λόγω σκοπού γενικού συμφέροντος, η δέσμευση όλων των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων των μελών της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ και των συνδεομένων με αυτή προσώπων, δεν δύναται, καθεαυτή, να κριθεί απρόσφορη ή δυσανάλογη (βλ., συναφώς, απόφαση Bosphorus, σκέψη 166 ανωτέρω, σκέψη 26, και ΕΔΔΑ απόφαση Bosphorus Hava Yolları Turizm ve Ticaret Anonim Şirketi κατά Ιρλανδίας, σκέψη 166 ανωτέρω, § 167).

164    Επισημαίνεται επίσης ότι, με τον επίδικο κανονισμό, διατηρήθηκε η ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του προσφεύγοντος.

165    Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του επίδικου κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να επιτρέψουν την ελευθέρωση ή τη χρήση δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων. Η εξαίρεση αυτή αφορά τα κεφάλαια ή τους οικονομικούς πόρους που απαιτούνται για την κάλυψη των βασικών αναγκών που προορίζονται για πληρωμή δικηγορικών αμοιβών και εξόφληση δαπανών οι οποίες αφορούν την παροχή νομικών υπηρεσιών καθώς και προς καταβολή τελών ή χρεώσεων για υπηρεσίες που αφορούν την καθημερινή τήρηση ή φύλαξη δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων ή απαιτούνται για την κάλυψη έκτακτων δαπανών.

166    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 9 της κοινής θέσης 2006/318, τα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ επανεξετάζονται τακτικώς από το Συμβούλιο. Στην επανεξέταση αυτή περιλαμβάνεται και η διατήρησή τους όσον αφορά πρόσωπα, των οποίων τα ονόματα είναι εγγεγραμμένα στους καταλόγους του παραρτήματος II της κοινής αυτής θέσης. Με την από 11 Μαρτίου 2008 ανακοίνωση, το Συμβούλιο ανέφερε, συγκεκριμένα, ότι τα οικεία πρόσωπα και οντότητες δύνανται να του απευθύνουν ανά πάσα στιγμή αίτηση επανεξετάσεως της αποφάσεως περί εγγραφής και διατηρήσεως του ονόματός τους στους καταλόγους αυτούς.

167    Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η ατομική αυτή επανεξέταση ουδέποτε θα καταλήξει στην άρση των περιοριστικών μέτρων που του έχουν επιβληθεί δεδομένου ότι δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι είναι «ο υιός του πατέρα του», θεωρείται ότι η επανεξέταση δεν πρέπει οπωσδήποτε να έχει ως αποτέλεσμα την άρση των περιοριστικών μέτρων κατόπιν κάθε συναφούς αιτήσεως. Η ατομική αυτή επανεξέταση αποσκοπεί ουσιαστικώς στη μη επιβολή των περιοριστικών μέτρων σε ένα πρόσωπο, μολονότι δεν ανήκει στις κατηγορίες των προσώπων στα οποία επιβάλλονται τα περιοριστικά μέτρα, παραδείγματος χάρη όταν δεν είναι διευθύνων σύμβουλος σημαντικής επιχειρήσεως ή μέλος της οικογενείας του. Η επανεξέταση αυτή απαιτείται επίσης για να εκτιμάται αν τα μέλη της οικογενείας ενός διευθύνοντος συμβούλου σημαντικής επιχειρήσεως έχουν σχέση μαζί του. Γενικώς, δεν τίθενται εν αμφιβόλω τα περιοριστικά μέτρα κατά τρίτης χώρας. Επομένως, αντιθέτως προς όσα διατείνεται ο προσφεύγων, το γεγονός ότι είναι υιός ενός διευθύνοντος συμβούλου σημαντικών επιχειρήσεων δεν συνεπάγεται ότι, κατόπιν ατομικής επανεξετάσεως εκ μέρους του Συμβουλίου της αποφάσεως περί εγγραφής ή διατηρήσεως του ονόματός του στον κατάλογο των προσώπων επί των οποίων έχει εφαρμογή η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, το όνομά του πρέπει αυτομάτως να διατηρηθεί στον εν λόγω κατάλογο, εφόσον μπορεί πάντοτε να αποδείξει ότι δεν έχει σχέση με τον πατέρα του και δεν αντλεί κανένα όφελος από την οικονομική πολιτική της τρίτης χώρας.

168    Ως προς τους περιορισμούς περί εισόδου ή ταξιδίου επί του εδάφους των κρατών μελών που αφορούν τον προσφεύγοντα, οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 4 της κοινής θέσης 2006/318, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του μέτρου αυτού, ακόμα και αν υποτεθεί ότι επιβλήθηκε από τα κράτη μέλη, όπερ δεν απέδειξε εν προκειμένω ο προσφεύγων (βλ. σκέψη 134 ανωτέρω).

169    Τέλος, κατά τη νομολογία, οι εφαρμοστέες διαδικασίες πρέπει να παρέχουν στον ενδιαφερόμενο την κατάλληλη ευκαιρία να εκθέσει την άποψή του ενώπιον των αρμόδιων αρχών. Εξάλλου, προς διασφάλιση της προϋποθέσεως αυτής, η οποία αποτελεί εγγενή απαίτηση του άρθρου 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου αριθ. 1 της ΕΣΔΑ, οι εφαρμοστέες διαδικασίες πρέπει να εξετάζονται από γενικής απόψεως (απόφαση Kadi, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 368· βλ., επίσης, ΕΔΔΑ, απόφαση Bäck κατά Φινλανδίας της 20ής Ιουλίου 2004, Recueil des arrêts et décisions, 2004-VII, § 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

170    Ωστόσο, εν προκειμένω, η εξέταση των εφαρμοστέων διαδικασιών δεν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν είχε την κατάλληλη ευκαιρία για να εκθέσει την άποψή του ενώπιον των αρμοδίων αρχών (βλ. σκέψεις 120 έως 135 και 141 έως 147 ανωτέρω).

171    Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, συνάγεται επομένως ότι τα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ τα οποία επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα αποτελούν δικαιολογημένους περιορισμούς οι οποίοι τηρούν την αρχή της αναλογικότητας.

172    Συνεπώς, οι λόγοι που αντλούνται από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και προσβολή της αρχής της αναλογικότητας δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί.

 Επί των λόγων που αντλούνται από προσβολή των αρχών του δικαίου που απορρέουν από τον ποινικό χαρακτήρα της επιβολής δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων και προσβολή της αρχής της ασφαλείας δικαίου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

173    Ο προσφεύγων υποστηρίζει με το υπόμνημα απαντήσεως ότι οι διευκρινίσεις περί του λόγου για τον οποίο ενεγράφη το όνομά του στο παράρτημα VI του επίδικου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 353/2009, τις οποίες προέβαλε το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως, αντιστοιχούν με την επιβολή ποινικής κυρώσεως σε βάρος του.

174    Κατά τον προσφεύγοντα, δεν του αποδόθηκε καμία κατηγορία. Ομοίως, δεν προβλήθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί παρανόμων ενεργειών ή περί του ότι αντλεί όφελος από την οικονομική πολιτική της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ.

175    Ο προσφεύγων προβάλλει ότι το Συμβούλιο εφαρμόζει κατά τρόπο εμφαίνοντα έλλειψη συνέπειας το τεκμήριο ότι άντλησε όφελος από την οικονομική πολιτική της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ λόγω της σχέσεώς του με τον πατέρα του εφόσον δεν δεσμεύει τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχουν τα τέκνα των διευθυνόντων συμβούλων σημαντικών επιχειρήσεων αν τα τέκνα αυτά είναι ανήλικα. Συγκεκριμένα, τα περιουσιακά στοιχεία του προσφεύγοντος δεσμεύθηκαν για πρώτη φορά όταν ο προσφεύγων ήταν δεκάξι ετών.

176    Κατά τον προσφεύγοντα, το Συμβούλιο παραβίασε συνεπώς τις αρχές του τεκμηρίου αθωότητας και της ασφαλείας δικαίου δεσμεύοντας επ’ αόριστον τα περιουσιακά στοιχεία των μελών της οικογενείας των διευθυνόντων συμβούλων σημαντικών επιχειρήσεων.

177    Επιπλέον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή ότι οι ποινικές κυρώσεις πρέπει να αφορούν συγκεκριμένα το πρόσωπο επί του οποίου επιβάλλονται. Σε ένα πρόσωπο επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις μόνο για πράξεις που του καταλογίζονται προσωπικώς και δεν μπορούν να του επιβληθούν αν δεν διέπραξε αξιόποινη πράξη.

178    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αντιτάσσει ότι, με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων προβάλλει νέους λόγους ακυρώσεως οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, είναι απαράδεκτοι. Περαιτέρω, αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

179    Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων προβάλλει παραβίαση των αρχών του δικαίου που απορρέουν από τον ποινικό χαρακτήρα της επιβολής της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ άλλων, της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, και προσβολή της αρχής της ασφαλείας δικαίου.

180    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τον λόγο που αντλείται από παραβίαση των αρχών του δικαίου που απορρέουν από τον ποινικό χαρακτήρα της επιβολής της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασία, η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

181    Ωστόσο, η συλλογιστική του Συμβουλίου προκύπτει σαφώς και χωρίς διφορούμενα από τον επίδικο κανονισμό και παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να γνωρίσει τους δικαιολογητικούς λόγους των μέτρων κατά της Ένωσης της Μιανμάρ (βλ. σκέψεις 93 έως 111 ανωτέρω). Επιβάλλεται η διαπίστωση, κατά τη συλλογιστική αυτή, ότι το επίδικο μέτρο περί εγγραφής του προσφεύγοντος στον κατάλογο του παραρτήματος δεν αποτελεί ποινική κύρωση. Αντιθέτως προς όσα διατείνεται ο προσφεύγων, το Συμβούλιο δεν συμπλήρωσε την αιτιολογία, με το υπόμνημα αντικρούσεως, προσκομίζοντας νομικά ή πραγματικά στοιχεία για τον χαρακτηρισμό της αποφάσεως περί εγγραφής του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο των προσώπων στα οποία επιβάλλονται συγκεκριμένα τα μέτρα αυτά.

182    Επομένως, ο λόγος που αντλείται από παραβίαση των αρχών του δικαίου που απορρέουν από τον ποινικό χαρακτήρα της επιβολής της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων και, μεταξύ άλλων, από προσβολή της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, αποτελεί νέο λόγο ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

183    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι τα επίδικα περιοριστικά μέτρα δεν είναι ποινικής φύσεως. Συγκεκριμένα, εφόσον τα περιουσιακά στοιχεία των ενδιαφερομένων δεν κατάσχονται ως προϊόντα εγκλήματος, αλλά δεσμεύονται συντηρητικώς, τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν ποινική κύρωση και, εξάλλου, δεν συνεπάγονται καμία απόδοση κατηγορίας τέτοιας φύσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑47/03, Sison κατά Συμβουλίου, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 101).

184    Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι δεν προσκομίστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί παράνομων ενεργειών του, επισημαίνεται ότι τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ δεν απαιτούν να έχει διαπράξει ο προσφεύγων τέτοιες παράνομες ενέργειες για να του επιβληθούν περιοριστικά μέτρα.

185    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι δεν προσκομίστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί του ότι αντλεί όφελος από την οικονομική πολιτική της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ επιβάλλονται συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα, τούτο προκύπτει από το τεκμήριο ότι τα μέλη της οικογενείας των διευθυνόντων συμβούλων σημαντικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας αντλούν επίσης όφελος από την οικονομική πολιτική της Κυβερνήσεως αυτής, το οποίο ανατρέπεται αν ο προσφεύγων αποδείξει ότι δεν έχει στενό σύνδεσμο με τον διευθύνοντα σύμβουλο που αποτελεί μέρος της οικογενείας του οπότε δεν αντλεί κανένα όφελος από την οικονομική αυτή πολιτική. Επομένως, δεν απόκειται στο Συμβούλιο να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι ο προσφεύγων αντλεί όφελος από την οικονομική πολιτική της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ.

186    Όσον αφορά, στη συνέχεια, τον λόγο που αντλείται από προσβολή της αρχής της ασφαλείας δικαίου, ο προσφεύγων προσάπτει στο Συμβούλιο την επ’ αόριστο διάρκεια της δεσμεύσεως των περιουσιακών του στοιχείων.

187    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο λόγος αυτός δεν αποτελεί νέον ισχυρισμό, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, αλλά ανάπτυξη των προηγουμένως προβληθέντων ισχυρισμών, αμέσως ή εμμέσως με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, και πρέπει να κριθεί παραδεκτός (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 435 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, ο λόγος αυτός προβλήθηκε στο πλαίσιο των λόγων που αντλούνται από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και προσβολή της αρχής της αναλογικότητας (βλ. σκέψεις 149 έως 151 ανωτέρω). Το επιχείρημα του προσφεύγοντος περί της επ’ αόριστο διάρκειας της δεσμεύσεως των περιουσιακών του στοιχείων απορρίφθηκε κατά την εξέταση των λόγων αυτών (βλ. σκέψη 167 ανωτέρω). Εν προκειμένω, προστίθεται ότι οι θεσπισθείσες από το Συμβούλιο κοινές θέσεις για την επιβολή και τη διατήρηση των επίδικων περιοριστικών μέτρων έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ (βλ. σκέψεις 3 και 5 ανωτέρω).

188    Τέλος, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο εφαρμόζει κατά τρόπο εμφαίνοντα έλλειψη συνέπειας το τεκμήριο ότι αντλεί όφελος από την οικονομική πολιτική της Κυβερνήσεως της Μιανμάρ λόγω της σχέσεώς του με τον πατέρα του, μη δεσμεύοντας τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχουν τα τέκνα των διευθυνόντων συμβούλων σημαντικών επιχειρήσεων εάν τα τέκνα αυτά είναι ανήλικα. Συγκεκριμένα, τα περιουσιακά στοιχεία του προσφεύγοντος δεσμεύθηκαν για πρώτη φορά όταν ο προσφεύγων ήταν δεκάξι ετών. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι περιορισμός των κυρώσεων, ούτως ώστε να μην περιλαμβάνονται οι ανήλικοι στον κύκλο των προσώπων στα οποία επιβάλλονται συγκεκριμένα τα περιοριστικά μέτρα κατά της Ένωσης της Μιανμάρ, δεν συνεπάγεται ότι είναι παράνομη η εγγραφή του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 353/2009. Κατά τα λοιπά, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 6 της κοινής θέσης 2005/340/ΚΕΠΠΑ και στην αιτιολογική σκέψη 6 της κοινής θέσης 2006/318, το Συμβούλιο διευκρίνισε την πολιτική του κατά την οποία τα επίδικα περιοριστικά μέτρα δεν πρέπει να επιβάλλονται στα κάτω των 18 ετών τέκνα.

189    Κατά συνέπεια, οι λόγοι που αντλούνται από παραβίαση των αρχών του δικαίου που απορρέουν από τον ποινικό χαρακτήρα της επιβολής δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων και προσβολή της αρχής της ασφαλείας δικαίου πρέπει να απορριφθούν.

190    Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

191    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

192    Εφόσον ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά του έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου. Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και η Επιτροπή φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τον Pye Phyo Tay Za στα δικαστικά του έξοδα καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Martins Ribeiro

Wahl

Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Μαΐου 2010.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί των δικονομικών συνεπειών της τροποποιήσεως του παραρτήματος VI του επίδικου κανονισμού με τον κανονισμό 353/2009

2.  Επί της ουσίας

Επί του λόγου που αντλείται από έλλειψη νομικής βάσης του επίδικου κανονισμού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του λόγου που αντλείται από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των λόγων που αντλούνται από προσβολή ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας

Επί του λόγου που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του λόγου που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των λόγων που αντλούνται από προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της αρχής της αναλογικότητας

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των λόγων που αντλούνται από προσβολή των αρχών του δικαίου που απορρέουν από τον ποινικό χαρακτήρα της επιβολής δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων και προσβολή της αρχής της ασφαλείας δικαίου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.