Language of document : ECLI:EU:T:2012:593

Υπόθεση T‑278/11

ClientEarth κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Προσφυγή ακυρώσεως — Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Σιωπηρή άρνηση προσβάσεως — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Εκπρόθεσμο — Προδήλως απαράδεκτο»

Περίληψη — Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 13ης Νοεμβρίου 2012

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προθεσμίες — Χαρακτήρας δημοσίας τάξεως — Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή της Ένωσης — Δεσμεύσεις αναληφθείσες από θεσμικό όργανο — Δεν ασκούν επιρροή

(Άρθρο 263, εδ. 6, ΣΛΕΕ · Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 102 § 2· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 1 έως 3)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Έννοια — Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Σιωπή ή αδράνεια θεσμικού οργάνου — Εξομοίωση με σιωπηρή απορριπτική απόφαση — Αποκλείεται — Όρια — Έλλειψη εμπρόθεσμης απαντήσεως σε επιβεβαιωτική αίτηση

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 3)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προθεσμίες — Έναρξη — Προσφυγή στρεφόμενη κατά σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως αφορώσας αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 1 έως 3)

4.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καταδίκη — Λόγοι εξαιρέσεως — Πρόδηλη υπέρβαση από θεσμικό όργανο της προθεσμίας που προβλέπεται για να απαντήσει σε επιβεβαιωτική αίτηση — Καταδίκη του οικείου θεσμικού οργάνου να φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 87 § 3, εδ. 1)

1.      H προθεσμία ασκήσεως προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως, δεδομένου ότι έχει θεσπιστεί προς εξασφάλιση της σαφήνειας και της βεβαιότητας των εννόμων καταστάσεων και προς αποφυγή κάθε δυσμενούς διακρίσεως ή αυθαίρετης μεταχειρίσεως κατά την απονομή της δικαιοσύνης, εναπόκειται δε στον δικαστή της Ένωσης να εξετάζει, ακόμα και αυτεπαγγέλτως, αν τηρήθηκε η προθεσμία αυτή. Οι προθεσμίες προς άσκηση προσφυγής δεν είναι στη διάθεση ούτε του δικαστή ούτε των διαδίκων.

Το γεγονός ότι θεσμικό όργανο ανέλαβε εγγράφως ρητές δεσμεύσεις, με τις οποίες εξεδήλωσε την πρόθεσή του να δώσει, μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα, οριστική απάντηση σε επιβεβαιωτική αίτηση, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μετάθεση της ημερομηνίας λήψεως της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, και, κατά συνέπεια, της ημερομηνίας από την οποία άρχισε να τρέχει η προθεσμία που είχε ταχθεί στον προσφεύγοντα για να ασκήσει την προσφυγή ακυρώσεως, καθώς και της ημερομηνίας κατά την οποία η προθεσμία αυτή έληξε.

(βλ. σκέψεις 30, 31, 43-46)

2.      Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 32, 33)

3.      Όταν πρόκειται για σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η οποία γεννάται από την έλλειψη εμπρόθεσμης απαντήσεως του θεσμικού οργάνου σε επιβεβαιωτική αίτηση, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά τέτοιας αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ πρέπει να υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε, από νομικής απόψεως, η απόφαση.

Η περιεχόμενη στις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού αναφορά στην έννοια της απαιτούμενης προθεσμίας, αντί για μια αναφορά σε μια σταθερή προθεσμία, εξηγείται από το γεγονός ότι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού, η διάρκεια της περιόδου επεξεργασίας μιας επιβεβαιωτικής αιτήσεως μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 15 εργασίμων ημερών κατ’ ελάχιστο και 30 εργασίμων ημερών κατά μέγιστο, από την πρωτοκόλληση της αιτήσεως. Κατά συνέπεια, η διάρκεια της απαιτούμενης προθεσμίας, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, πρέπει να υπολογίζεται με βάση την εξέλιξη, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, της διαδικασίας επεξεργασίας, από το οικείο θεσμικό όργανο, των επιβεβαιωτικών αιτήσεων που του έχουν υποβληθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του ίδιου κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 36-38)

4.      Όταν πρόκειται για κατάσταση στην οποία, αφενός, οι διάφορες ρητές δεσμεύσεις που ανέλαβε το καθού θεσμικό όργανο δημιούργησαν στις προσφεύγουσες δικαιολογημένες προσδοκίες και τις έκανε να σκεφθούν, κακώς βεβαίως, αλλά εξίσου κατανοητώς επίσης αν ληφθεί υπόψη το πόσο ρητές ήσαν οι αναληφθείσες δεσμεύσεις, ότι η ημερομηνία λήξεως της απαιτουμένης προθεσμίας είχε μετατεθεί και, αφετέρου, το καθού θεσμικό όργανο έλαβε την απόφασή του ένα έτος μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας εντός της οποίας υφίστατο δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά της αρνητικής απαντήσεως του θεσμικού αυτού οργάνου σε αίτηση των προσφευγουσών, υπερβαίνοντας προδήλως την προθεσμία αυτή, το καθού θεσμικό όργανο πρέπει, κατά δίκαιη κρίση, να φέρει, πέραν των δικών του εξόδων, τα τρία τέταρτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες

(βλ. σκέψεις 49-51)