Language of document : ECLI:EU:C:2023:984

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 14ης Δεκεμβρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Άρθρο 7 – Δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Ιός SARS‑Cov‑2 – Μέτρο καραντίνας – Αδυναμία μεταφοράς της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που χορηγήθηκε για χρονικό διάστημα το οποίο συνέπιπτε με περίοδο καραντίνας»

Στην υπόθεση C‑206/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Arbeitsgericht Ludwigshafen am Rhein (δικαστήριο εργατικών διαφορών του Ludwigshafen am Rhein, Γερμανία) με απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Μαρτίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

TF

κατά

Sparkasse Südpfalz,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, P. G. Xuereb, A. Kumin και I. Ziemele (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Sparkasse Südpfalz, εκπροσωπούμενη από την K. Kapischke, τον M. Sprenger και τον K. Waterfeld,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Pere,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B.‑R. Killmann και την D. Recchia,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαΐου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9), καθώς και του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του TF και του εργοδότη του, της Sparkasse Südpfalz, με αντικείμενο τη μεταφορά των ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που χορηγήθηκαν στον TF για χρονικό διάστημα το οποίο συνέπιπτε με την υποβολή του σε καραντίνα κατόπιν της επαφής του με άτομο που είχε προσβληθεί από τον ιό SARS-Cov-2.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 της οδηγίας 2003/88 έχουν ως εξής:

«(4)      Η βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία είναι στόχος ο οποίος δεν μπορεί να εξαρτάται από καθαρά οικονομικές εκτιμήσεις.

5.      Όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν επαρκείς περιόδους ανάπαυσης. […]»

4        Το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 επιγράφεται «Ορισμοί» και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.»

 Το γερμανικό δίκαιο

5        Το άρθρο 7, παράγραφος 3, του Bundesurlaubsgesetz (ομοσπονδιακού νόμου περί αδειών), της 8ης Ιανουαρίου 1963 (BGBl. 1963, σ. 2), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: BUrlG), ορίζει τα εξής:

«Η άδεια πρέπει να χορηγείται και να λαμβάνεται κατά το τρέχον ημερολογιακό έτος. Μεταφορά της άδειας στο επόμενο ημερολογιακό έτος επιτρέπεται μόνον αν αυτό δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους που αφορούν την επιχείρηση ή το πρόσωπο του εργαζομένου. Σε περίπτωση μεταφοράς, η άδεια πρέπει να χορηγείται και να λαμβάνεται κατά τους τρεις πρώτους μήνες του επομένου ημερολογιακού έτους. […]»

6        Το άρθρο 28, παράγραφος 1, του Gesetz zur Verhütung und Bekämpfung von Infektionskrankheiten beim Menschen (Infektionsschutzgesetz) (νόμου για την πρόληψη και καταπολέμηση των λοιμωδών νοσημάτων που προσβάλλουν τον άνθρωπο) (στο εξής: IfSG) προβλέπει τα εξής:

«Αν εντοπιστούν νοσούντες, ύποπτοι για νόσηση, ύποπτοι μετάδοσης ή φορείς του ιού […], η αρμόδια αρχή λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προστασίας […] εφόσον και για όσο διάστημα αυτό απαιτείται για την πρόληψη της διάδοσης μεταδοτικών ασθενειών· ειδικότερα, μπορεί να υποχρεώνει τα ανωτέρω πρόσωπα να μην εγκαταλείπουν τον τόπο στον οποίο βρίσκονται ή να τον εγκαταλείπουν υπό ορισμένους όρους ή να μην εισέρχονται σε χώρους που ορίζονται από την αρμόδια αρχή ή σε δημόσιους χώρους ή να εισέρχονται μόνον υπό ορισμένους όρους. […]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7        O TF, υπάλληλος της Sparkasse Südpfalz από το 2003, έλαβε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών για το χρονικό διάστημα από τις 3 έως τις 11 Δεκεμβρίου 2020.

8        Στις 2 Δεκεμβρίου 2020 η Kreisverwaltung Germersheim (περιφερειακή διοίκηση του Germersheim, Γερμανία) επέβαλε στον TF, βάσει του άρθρου 28 του IfSG, καραντίνα για την περίοδο από τις 2 έως τις 11 Δεκεμβρίου 2020 λόγω του ότι είχε έρθει σε επαφή με άτομο που είχε προσβληθεί από τον ιό SARS-Cov-2.

9        Στις 4 Μαρτίου 2021 ο TF ζήτησε τη μεταφορά των ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών οι οποίες του είχαν χορηγηθεί για το χρονικό διάστημα που συνέπιπτε με την περίοδο κατά την οποία βρισκόταν σε καραντίνα.

10      Δεδομένου ότι η Sparkasse Südpfalz αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημά του για μεταφορά των ημερών αυτών, ο TF άσκησε ενώπιον του Arbeitsgericht Ludwigshafen am Rhein (δικαστηρίου εργατικών διαφορών Ludwigshafen am Rhein, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, αγωγή ζητώντας να μη συνυπολογιστεί στην ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών η περίοδος καραντίνας που του επιβλήθηκε από τις δημόσιες αρχές.

11      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, βάσει της νομολογίας του Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, Γερμανία), το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών έχει ως μοναδικό σκοπό να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την υποχρέωση παροχής εργασίας διασφαλίζοντάς του παράλληλα την καταβολή των αποδοχών αδείας. Ωστόσο, ο εργοδότης δεν είναι υπεύθυνος για τις συνθήκες που συντρέχουν κατά το χρονικό διάστημα χρήσης της άδειας.

12      Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι διατάξεις του BUrlG υποχρεώνουν τον εργοδότη να μεταφέρει τις ημέρες άδειας μόνον όταν ο εργαζόμενος μπορεί να πιστοποιήσει ανικανότητα προς εργασία, η οποία έχει επέλθει κατά τη διάρκεια της άδειας. Τα γερμανικά δικαστήρια έχουν αποφανθεί όμως ότι απλώς και μόνον η υποβολή σε καραντίνα δεν ισοδυναμεί με ανικανότητα προς εργασία.

13      Κατόπιν των ανωτέρω, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η εν λόγω εθνική νομολογία συνάδει με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88.

14      Πρώτον, παραπέμποντας στην απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère (C‑428/09, EU:C:2010:612), υπενθυμίζει ότι οι παρεκκλίσεις από το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πρέπει να ερμηνεύονται στενά.

15      Δεύτερον, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τον οποίο εξυπηρετεί η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, δηλαδή το να μπορεί ο εργαζόμενος να αναπαυθεί και να έχει στη διάθεσή του χρόνο για χαλάρωση και αναψυχή, δεν είναι βέβαιο ότι μια περίοδος καραντίνας ισοδυναμεί με χρονικό διάστημα πραγματικής ανάπαυσης.

16      Τρίτον, το Δικαστήριο έχει κρίνει, με την απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, King (C‑214/16, EU:C:2017:914), ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δεν αποσβέννυται με τη λήξη της περιόδου αναφοράς, ήτοι της περιόδου κατά την οποία πρέπει να ληφθεί η ετήσια άδεια, σε περίπτωση κωλύματος που εμπόδισε τον εργαζόμενο να ασκήσει το δικαίωμά του. Η καραντίνα θα μπορούσε, υπ’ αυτή την έννοια, να θεωρηθεί ως τέτοιο κώλυμα.

17      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Arbeitsgericht Ludwigshafen am Rhein (δικαστήριο εργατικών διαφορών του Ludwigshafen am Rhein) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [2003/88] και το δικαίωμα για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του [Χάρτη] την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικές διατάξεις ή πρακτικές που αφορούν τη χορήγηση άδειας αναψυχής σε εργαζομένους, κατά τις οποίες το δικαίωμα άδειας έχει ικανοποιηθεί ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος εμποδίζεται, κατά τη διάρκεια της άδειας που του έχει χορηγηθεί, να απολαύσει πλήρως την άδειά του λόγω απρόβλεπτου συμβάντος, όπως εν προκειμένω καραντίνας που του επιβλήθηκε με απόφαση δημόσιας αρχής;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Επί του παραδεκτού

18      Η Sparkasse Südpfalz ισχυρίζεται ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι υπερβολικά γενικόλογο στη διατύπωσή του και προδικάζει την απάντηση που πρέπει να δοθεί. Κατά συνέπεια, θεωρεί ότι το προδικαστικό ερώτημα έχει υποθετικό χαρακτήρα και είναι απαράδεκτο.

19      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο το αν η προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το αν είναι λυσιτελή τα ερωτήματά του προς το Δικαστήριο, για τα οποία ισχύει σχετικό τεκμήριο. Ως εκ τούτου, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του ενωσιακού δικαίου, το Δικαστήριο οφείλει κατ’ αρχήν να απαντήσει, εκτός αν προκύπτει ότι η ερμηνεία την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, αν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη αν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία πραγματικά και νομικά στοιχεία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα [διάταξη της 27ης Απριλίου 2023, Ministero della Giustizia (Διαγωνισμός συμβολαιογράφων), C‑495/22, EU:C:2023:405, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

20      Επιπλέον, όπως προκύπτει επίσης από πάγια νομολογία, όταν τα υποβαλλόμενα ερωτήματα έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο αδόκιμο ή υπερβαίνουν το πλαίσιο των καθηκόντων που ανατίθενται στο Δικαστήριο από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται στο Δικαστήριο να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο, και κυρίως από την αιτιολογία της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του ενωσιακού δικαίου τα οποία χρήζουν ερμηνείας λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς. Υπό την οπτική αυτή, το Δικαστήριο μπορεί, εάν παρίσταται ανάγκη, να αναδιατυπώσει τα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία έχουν υποβληθεί ενώπιόν του (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Crono Service κ.λπ., C‑419/12 και C‑420/12, EU:C:2014:81, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Εν προκειμένω, με το προδικαστικό ερώτημά του όπως διατυπώνεται στην απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο, ζητώντας την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, καθώς και του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, καλεί το Δικαστήριο να αποσαφηνίσει εάν ένα απρόβλεπτο γεγονός που επέρχεται κατά τη διάρκεια της χρήσης ετήσιας άδειας, όπως η επιβολή μέτρου καραντίνας από τις δημόσιες αρχές, δικαιολογεί τη μεταφορά των ημερών ετήσιας άδειας του εργαζομένου. Στο πλαίσιο αυτό, εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η απάντηση του Δικαστηρίου στο προδικαστικό ερώτημα είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

22      Επομένως, από τη μία πλευρά, η απόφαση περί παραπομπής περιέχει το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων βάσει των οποίων το Δικαστήριο μπορεί να δώσει χρήσιμη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα το οποίο υποβάλλεται ενώπιόν του.

23      Από την άλλη πλευρά, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Sparkasse Südpfalz, ο όρος «απρόβλεπτο γεγονός» καλύπτει και απρόβλεπτα γεγονότα πέραν της επιβολής μέτρου καραντίνας, περί του οποίου πρόκειται στην υπόθεση της κύριας δίκης. Όμως, τόσο από την έκφραση «όπως εν προκειμένω καραντίνας», η οποία χρησιμοποιείται στη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος, όσο και από το περιεχόμενο της αποφάσεως περί παραπομπής, συνάγεται ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί στην πραγματικότητα την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης μόνον όσον αφορά τις συνέπειες που έχει η επιβολή μέτρου καραντίνας ως προς το δικαίωμα σε ετήσια άδεια.

24      Συνεπώς, το προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

25      Με το προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση ή πρακτική που δεν επιτρέπει τη μεταφορά των ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών οι οποίες χορηγούνται σε υγιή εργαζόμενο για χρονικό διάστημα που συμπίπτει με περίοδο καραντίνας η οποία του επιβάλλεται από δημόσια αρχή λόγω της επαφής του με άτομο που έχει προσβληθεί από ιό.

26      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, κάθε εργαζόμενος δικαιούται ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων. Το δικαίωμα αυτό ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πρέπει να θεωρείται ως ιδιαιτέρως σημαντική αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, της οποίας η εφαρμογή από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οριοθετείται ρητώς από την ίδια την οδηγία 2003/88 (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Fraport και St. Vincenz-Krankenhaus, C‑518/20 και C‑727/20, EU:C:2022:707, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία ως αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης διότι κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη. Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 αντανακλά και συγκεκριμενοποιεί αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών όπως κατοχυρώνεται στον Χάρτη. Πράγματι, ενώ το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 θέτει σε εφαρμογή την ως άνω αρχή καθορίζοντας τη διάρκεια της άδειας (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Fraport και St. Vincenz-Krankenhaus, C‑518/20 και C‑727/20, EU:C:2022:707, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δεν πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Sobczyszyn, C‑178/15, EU:C:2016:502, σκέψη 21).

29      Τρίτον, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκεται με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, καθώς και με το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα ετήσιας άδειας υπηρετεί διττό σκοπό, ο οποίος συνίσταται πιο συγκεκριμένα στο να παρέχεται στον εργαζόμενο η δυνατότητα, αφενός, να αναπαυθεί από την εκτέλεση των καθηκόντων που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εργασίας του και, αφετέρου, να έχει στη διάθεσή του χρόνο για χαλάρωση και αναψυχή (απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Varhoven kasatsionen sad na Republika Bulgaria και Iccrea Banca SpA, C‑762/18 και C‑37/19, EU:C:2020:504, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Για τον λόγο αυτό, ο εργαζόμενος πρέπει να μπορεί πράγματι να κάνει χρήση του ελάχιστου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται από το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 ως ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, όπως και των άλλων ελάχιστων περιόδων ανάπαυσης τις οποίες προβλέπει η οδηγία (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2018, Kreuziger, C‑619/16, EU:C:2018:872, σκέψη 49, και της 4ης Ιουνίου 2020, Fetico κ.λπ., C‑588/18, EU:C:2020:420, σκέψη 32).

31      Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο σκοπός του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, ο οποίος έγκειται στο να μπορεί ο εργαζόμενος να αναπαυθεί και να έχει στη διάθεσή του χρόνο για χαλάρωση και αναψυχή, διαφέρει από τον σκοπό του δικαιώματος αναρρωτικής άδειας, ο οποίος είναι να καταστήσει δυνατή την αποκατάσταση της υγείας του εργαζομένου (απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Sobczyszyn, C‑178/15, EU:C:2016:502, σκέψη 25).

32      Λόγω των διαφορετικών σκοπών που επιτελούν τα δύο είδη άδειας, το Δικαστήριο έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όποιος εργαζόμενος βρεθεί σε αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια μιας εκ των προτέρων καθορισμένης περιόδου ετήσιας άδειας δικαιούται, κατόπιν αιτήσεώς του και προκειμένου να μπορέσει να κάνει πραγματικά χρήση της ετήσιας άδειάς του, να λάβει την άδεια αυτή ετεροχρονισμένα, και όχι ενόσω διαρκεί η αναρρωτική άδεια (απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Sobczyszyn, C‑178/15, EU:C:2016:502, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Στην τελευταία αυτή περίπτωση, αφενός, η επέλευση της ανικανότητας προς εργασία είναι, κατ’ αρχήν, απρόβλεπτη και ανεξάρτητη από τη βούληση του εργαζομένου (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Dicu, C‑12/17, EU:C:2018:799, σκέψη 32).

34      Αφετέρου, ο εργαζόμενος ο οποίος τελεί σε αναρρωτική άδεια υπόκειται σε σωματικούς ή ψυχολογικούς περιορισμούς οφειλόμενους στην ασθένειά του (πρβλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Dicu, C‑12/17, EU:C:2018:799, σκέψη 33).

35      Εξάλλου, κατά τη διάρκεια των ελάχιστων περιόδων ανάπαυσης που προβλέπονται από την οδηγία 2003/88, ο εργαζόμενος δεν πρέπει να υπέχει, έναντι του εργοδότη του, καμία υποχρέωση ικανή να τον εμποδίσει να αφιερωθεί, ελεύθερα και αδιάλειπτα, στα ενδιαφέροντά του προκειμένου να εξουδετερωθεί ο αντίκτυπος τον οποίο έχει η εργασία στην ασφάλεια και την υγεία του (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger, C‑151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 94).

36      Το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα ακριβώς των ανωτέρω αρχών, όπως έχουν συγκεκριμενοποιηθεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

37      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στον TF χορηγήθηκαν ημέρες άδειας για χρονικό διάστημα που συνέπεσε με την περίοδο κατά την οποία του επιβλήθηκε καραντίνα από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές βάσει του άρθρου 28 του IfSG, ως μέτρο δημόσιας υγείας για την πρόληψη της εξάπλωσης μεταδοτικής νόσου, δεδομένου ότι είχε έρθει σε επαφή με άτομο που είχε προσβληθεί από ιό. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι, κατά τη νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων αναφορικά με τις σχετικές διατάξεις του BUrlG, η υποβολή σε καραντίνα η οποία δεν συνεπάγεται ανικανότητα προς εργασία, όπως εν προκειμένω, δεν γεννά δικαίωμα μεταφοράς των ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.

38      Διαπιστώνεται συναφώς, πρώτον, ότι ο σκοπός του μέτρου καραντίνας, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή της εξάπλωσης μεταδοτικής νόσου μέσω της απομόνωσης των ατόμων που ενδέχεται να παρουσιάσουν τα συμπτώματά της, διαφέρει από τον σκοπό της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, όπως αυτός υπενθυμίστηκε στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως.

39      Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ασφαλώς ότι ένα μέτρο καραντίνας αποτελεί, όπως και η επέλευση ανικανότητας προς εργασία λόγω ασθένειας, γεγονός απρόβλεπτο και ανεξάρτητο από τη βούληση του προσώπου το οποίο αφορά.

40      Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει δε ότι στον ενάγοντα της κύριας δίκης επιβλήθηκε μέτρο καραντίνας από δημόσια αρχή επειδή ήλθε σε επαφή με άτομο το οποίο είχε προσβληθεί από τον ιό SARS-Cov-2.

41      Ο ίδιος όμως ο εργαζόμενος δεν βρισκόταν, κατά την επίμαχη περίοδο, σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία πιστοποιούμενης από ιατρική βεβαίωση.

42      Επομένως, η περίπτωση τέτοιου εργαζομένου διαφέρει από εκείνη του εργαζομένου που τελεί σε αναρρωτική άδεια και υφίσταται σωματικούς ή ψυχολογικούς περιορισμούς οφειλόμενους στην ασθένειά του.

43      Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ο σκοπός της καραντίνας είναι, κατ’ αρχήν, συγκρίσιμος με εκείνον της αναρρωτικής άδειας, κατά την έννοια της νομολογίας που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως. Συνεπώς, η περίοδος καραντίνας δεν μπορεί, αυτή καθ’ εαυτήν, να παρακωλύσει την επίτευξη των σκοπών της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, η οποία χορηγείται προκειμένου να δοθεί στον εργαζόμενο η δυνατότητα να αναπαυθεί από την εκτέλεση των καθηκόντων που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εργασίας του και να έχει στη διάθεσή του χρόνο για χαλάρωση και αναψυχή (πρβλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth, C‑569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:871, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Τρίτον, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 52 έως 56 των προτάσεών του, η επιβολή καραντίνας, μολονότι ενδέχεται να επηρεάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες ο εργαζόμενος διαθέτει τον ελεύθερο χρόνο του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει, αυτή καθ’ εαυτήν, το δικαίωμα του εργαζομένου να κάνει πράγματι χρήση της ετήσιας άδειάς του μετ’ αποδοχών. Τούτο διότι, κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να επιβάλει στον εργαζόμενο οποιαδήποτε υποχρέωση ικανή να τον εμποδίσει να αφιερωθεί, ελεύθερα και αδιάλειπτα, στα ενδιαφέροντά του προκειμένου να εξουδετερωθεί ο αντίκτυπος τον οποίο έχει η εργασία στην ασφάλεια και την υγεία του.

45      Κατά συνέπεια, εφόσον ο εργοδότης εκπληρώνει τις υποχρεώσεις αυτές, δεν οφείλει να αντισταθμίσει τα μειονεκτήματα τα οποία οφείλονται σε απρόβλεπτο γεγονός, όπως η επιβολή καραντίνας από δημόσια αρχή, που εμποδίζει τον υπάλληλό του να επωφεληθεί πλήρως του δικαιώματός του σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Πράγματι, το νόημα της οδηγίας 2003/88, της οποίας οι αρχές εκτέθηκαν στις σκέψεις 26 έως 35 της παρούσας αποφάσεως, δεν είναι να δικαιολογείται η χορήγηση πρόσθετων αδειών στον εργαζόμενο για οποιοδήποτε γεγονός το οποίο είναι ικανό να τον εμποδίσει να απολαύσει πλήρως και με τον τρόπο που επιθυμεί μια περίοδο ανάπαυσης ή χαλάρωσης, προκειμένου να διασφαλίζεται ο σκοπός της ετήσιας άδειας.

46      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν εθνική ρύθμιση ή πρακτική βάσει της οποίας είναι αδύνατη η μεταφορά των ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που χορηγούνται σε υγιή εργαζόμενο για χρονικό διάστημα το οποίο συμπίπτει με περίοδο καραντίνας που του επιβάλλεται από δημόσια αρχή λόγω της επαφής του με άτομο το οποίο έχει προσβληθεί από ιό.

 Επί των δικαστικών εξόδων

47      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

έχουν την έννοια ότι:

δεν αποκλείουν εθνική ρύθμιση ή πρακτική βάσει της οποίας είναι αδύνατη η μεταφορά των ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που χορηγούνται σε υγιή εργαζόμενο για χρονικό διάστημα το οποίο συμπίπτει με περίοδο καραντίνας που του επιβάλλεται από δημόσια αρχή λόγω της επαφής του με άτομο το οποίο έχει προσβληθεί από ιό.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.