Language of document : ECLI:EU:T:2009:427

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 9ης Νοεμβρίου 2009 (*)

«Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων»

Στην υπόθεση T‑45/01 DEP,

Stephen G. Sanders, κάτοικος Oxon (Ηνωμένο Βασίλειο) και 94 άλλοι αιτούντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενοι από τους I. Hutton και B. Lask, barristers,

αιτούντες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον J. Currall,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους J.‑P. Hix και B. Driessen,

παρεμβαίνον,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα καθορισμού των δικαστικών εξόδων κατόπιν της έκδοσης της απόφασης του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2007, T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑2665),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο, M. Prek και V. M. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Φεβρουαρίου 2001, ο M. Stephen, ο G. Sanders και οι 94 λοιποί αιτούντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα ζήτησαν αποζημίωση για την υλική ζημία που υπέστησαν λόγω της μη πρόσληψής τους ως εκτάκτων υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την άσκηση της δραστηριότητάς τους εντός της κοινής επιχείρησης Joint European Torus (JET).

2        Με την από 5 Οκτωβρίου 2004 απόφασή του T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II‑3315, στο εξής: παρεμπίπτουσα απόφαση), το Πρωτοδικείο υποχρέωσε την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη κάθε αιτών, διέταξε τους διαδίκους να της κοινοποιήσουν, εντός προθεσμίας έξι μηνών από την έκδοση της απόφασης αυτής, τα ποσά των οφειλόμενων αποζημιώσεων όπως καθορίστηκαν κατόπιν κοινής συμφωνίας και, ελλείψει συμφωνίας, τα αιτήματά τους συνοδευόμενα από συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία. Το Πρωτοδικείο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

3        Επειδή οι διάδικοι δεν κατέληξαν σε συμφωνία επί των ποσών των αποζημιώσεων, διαβίβασαν στο Πρωτοδικείο τα αιτήματά τους συνοδευόμενα από συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία.

4        Με την από 12 Ιουλίου 2007 απόφασή του T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑2665, στο εξής: τελική απόφαση), το Πρωτοδικείο, αφού καθόρισε το ποσό της οφειλόμενης σε κάθε αιτούντα αποζημίωσης και υποχρέωσε την Επιτροπή να το καταβάλει, την καταδίκασε στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα των αιτούντων για το σύνολο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας.

5        Ελλείψει συμφωνίας με την Επιτροπή επί του ποσού των δικαστικών εξόδων, οι αιτούντες, με αίτηση που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Μαρτίου 2009, ζήτησαν από το Πρωτοδικείο να καθορίσει το ποσό των δικαστικών εξόδων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, σε 449 472,14 λίρες στερλίνες (GBP).

6        Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Ιουνίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε από το Πρωτοδικείο να καθορίσει το ποσό των προς επιστροφή στους αιτούντες δικαστικών εξόδων σε 250 000 GBP.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

7        Οι αιτούντες υποστηρίζουν ότι η διαδικασία διήρκεσε εξίμισι έτη, ότι διεξήχθησαν τρεις επ’ ακροατηρίου συζητήσεις και εκδόθηκαν δύο μακροσκελείς αποφάσεις του Πρωτοδικείου και ότι προκλήθηκε σημαντικός φόρτος εργασίας.

8        Κατά την άποψή τους, η ποικιλία και η πολυπλοκότητα των ζητημάτων που ανέκυψαν οφείλονταν εν μέρει στη στάση της Επιτροπής, η οποία, για παράδειγμα, ζήτησε αδικαιολόγητα να αποδειχθεί η ευθύνη της για καθένα από τους 95 αιτούντες. Η άκαμπτη στάση της Επιτροπής, η οποία κακώς αμφισβήτησε έντονα το αίτημα των αιτούντων, τόσο ως προς την αρχή της ευθύνης της όσο και ως προς το ζήτημα του ποσού των αποζημιώσεων, αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τον καθορισμό των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων.

9        Εξάλλου, ορισμένα ερωτήματα ήγειραν νέα και σημαντικά νομικά ζητήματα, τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, τον νομικό χαρακτηρισμό της διαφοράς και τη σύνδεσή της με τις υπαλληλικές υποθέσεις, το παραδεκτό των αιτήσεων αποζημίωσης από πλευράς προθεσμίας, την κατ’ αναλογία εφαρμογή της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής για τις αγωγές αποζημίωσης, την ερμηνεία του καταστατικού της JET κατόπιν της απόφασης του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T‑177/94 και T‑377/94, Altmann κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. II‑2041), ή κατέστησαν αναγκαία την πραγματοποίηση πολύπλοκων αναλύσεων ως προς τα πραγματικά περιστατικά, οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τη φύση των καθηκόντων των αιτούντων στο εσωτερικό της JET και την ανασύσταση της σταδιοδρομίας που απαιτείται για τον καθορισμό των οικονομικών οφελών κάθε αιτούντος. Επί της πλειονότητας των επίδικων ζητημάτων το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε υπέρ των αιτούντων.

10      Οι υπολογισμοί που πραγματοποίησε η Επιτροπή για τον ποσοτικό προσδιορισμό της ζημίας ήταν συχνά ανακριβείς, με αποτέλεσμα οι αιτούντες να υποχρεωθούν να προβούν σε δαπανηρούς ελέγχους.

11      Οι αιτούντες μερίμνησαν για την ελαχιστοποίηση των εξόδων τους αναθέτοντας την υπόθεση στους δικηγόρους τους, χωρίς να προσφύγουν σε solicitor, τα δε λιγότερο σημαντικά ζητήματα σε barristers λιγότερο έμπειρους από τους κύριους συμβούλους τους, έναντι λογικής αμοιβής, και λαμβάνοντας χρηματοδοτική συνδρομή από τους αιτούντες στη συναφή υπόθεση Eagle κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑144/02).

12      Η υπόθεση είχε άνευ προηγουμένου σημασία από πολλές απόψεις, ιδίως λαμβανομένου υπόψη ότι η εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση του κοινοτικού δικαίου διαπράχθηκε στο πλαίσιο σημαντικού κοινοτικού σχεδίου, η δε δράση της Επιτροπής επεκτάθηκε σε όλη τη διάρκεια εκτέλεσης του σχεδίου αυτού, αφορούσε τη μαζική και επαναλαμβανόμενη πρόσληψη προσωπικού επί συμβάσει και αποτέλεσε, για τον λόγο αυτό, κατάφωρο πταίσμα εκ μέρους του εν λόγω οργάνου.

13      Η υπόθεση είχε μεγάλη σημασία για τους αιτούντες από χρηματικής άποψης, όπως αποδεικνύει το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων (29 654 315,55 GBP) που κατέβαλε η Επιτροπή, τα δε δικαστικά έξοδα δεν είναι υπερβολικά σε σχέση με το ποσό αυτό και τον αριθμό των αιτούντων. Η υπόθεση είχε επίσης μεγάλη οικονομική σημασία για τις Κοινότητες.

14      Κακώς η Επιτροπή, σχολιάζοντας το γεγονός ότι ένα μόνον πρόσωπο επιλήφθηκε του φακέλου για λογαριασμό της, επικρίνει την προσφυγή των αιτούντων σε πλείονες δικηγόρους και σε ορκωτό λογιστή. Η ανάμειξή τους κατέστη αναγκαία λόγω της πολυπλοκότητας του φακέλου, ενώ, όσον αφορά την Επιτροπή, στην πραγματικότητα συνεργάστηκαν μαζί της πολλοί υπάλληλοι στο πλαίσιο της διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, οι αιτούντες είχαν πολύ μεγαλύτερο φόρτο εργασίας από την Επιτροπή, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της κατανομής του βάρους αποδείξεως.

15      Κακώς η Επιτροπή συγκρίνει την υπό κρίση υπόθεση με μια συνήθη υπαλληλική υπόθεση και προτείνει, στο πλαίσιο αυτό, να καθοριστεί το ποσό των δικαστικών εξόδων σε 250 000 GBP.

16      Το αίτημα καθορισμού των δικαστικών εξόδων των αιτούντων περιλαμβάνει, κατά ένα μικρό μέρος, στοιχεία σχετικά με την απώλεια εσόδων και τα έξοδα μετακίνησης τριών μη επαγγελματικών εκπροσώπων, οι οποίοι ανέλαβαν καθήκοντα διαχείρισης της υπόθεσης τα οποία, σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε να εκτελεστούν από solicitors με πολύ μεγαλύτερο κόστος. Ο φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) επί των δυνάμενων να επιστραφούν εξόδων μπορεί επίσης να αναζητηθεί, καθώς και τα έξοδα προετοιμασίας της υπό κρίση αίτησης καθορισμού των εξόδων.

17      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τίποτα δεν δικαιολογεί τη χορήγηση ποσού προς επιστροφή των δικαστικών εξόδων ανώτερου του ποσού των 250 000 GBP που η ίδια προτείνει. Η πρόταση αυτή, που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό ενός εύλογου ποσού δικαστικών εξόδων για υπαλληλική υπόθεση (εκτιμώμενου σε 8 500 ευρώ) με συντελεστή 15, προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο συλλογικός χαρακτήρας της αίτησης, ακολούθως με συντελεστή 2,5, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η επιμέλεια που απαιτείται για τον καθορισμό του εν λόγω ποσού σε ατομικό επίπεδο, και, τέλος, με συντελεστή 1/1,3, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ισοτιμία, είναι σαφώς λογική.

18      Το επιχείρημα των αιτούντων ότι το ποσό που ζητούν δικαιολογείται λαμβανομένης υπόψη της κατά την άποψή τους καταχρηστικής στάσης που επέδειξε η Επιτροπή στο πλαίσιο της κύριας δίκης είναι εσφαλμένο.

19      Συγκεκριμένα, η συμπεριφορά ενός διαδίκου κατά τη διαδικασία ασκεί επιρροή μόνο στην απόφαση περί κατανομής των δικαστικών εξόδων, η οποία λαμβάνεται στο πλαίσιο της δικαστικής απόφασης αυτής καθαυτήν.

20      Εν πάση περιπτώσει, από κανένα σημείο της αίτησης καθορισμού των δικαστικών εξόδων δεν προκύπτει συμπεριφορά της Επιτροπής δυνάμενη να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική. Οι αιτούντες συγχέουν το ζήτημα της προβολής αβάσιμου επιχειρήματος και της ηθελημένης προβολής ενός κενού περιεχομένου και κακόβουλου επιχειρήματος. Εν προκειμένω, η Επιτροπή περιορίστηκε σε άμυνα και το Πρωτοδικείο, με την παρεμπίπτουσα και την τελική απόφασή του, δεν έκρινε καταχρηστική τη συμπεριφορά της ούτε κενά περιεχομένου τα επιχειρήματά της.

21      Όσον αφορά τα επουσιώδη σφάλματα υπολογισμού της Επιτροπής, τα οποία δύσκολα μπορούν να αποφευχθούν, η Επιτροπή τα αναγνώρισε χωρίς περαιτέρω συζήτηση. Εξάλλου, οι αιτούντες υπέπεσαν επίσης σε ορισμένα σφάλματα υπολογισμού.

22      Η Επιτροπή, που δεν επιδιώκει να αμφισβητήσει συγκεκριμένα κάποιο από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αιτούντες για να δικαιολογήσουν την προσφυγή τους σε πλείονες του ενός συμβούλους, επισημαίνει πάντως ότι χρησιμοποίησε ένα μόνο πρόσωπο για την άμυνά της, το οποίο εργάστηκε σε μεγάλο βαθμό ατομικώς και επικουρήθηκε από άλλους συναδέλφους του μόνον επί ορισμένων πτυχών της δικογραφίας. Αμφισβητεί την ανάγκη εκπροσώπησης από δύο συμβούλους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, λαμβανομένου υπόψη ότι η συζήτηση αυτή αφορούσε ένα μόνο νομικό ζήτημα, το οποίο σχετιζόταν με τη βασιμότητα της αίτησης. Η Επιτροπή βάλλει κατά των σχετικών με την απώλεια εσόδων και τα έξοδα μετακίνησης αιτημάτων των τριών μη επαγγελματικών εκπροσώπων των αιτούντων. Υποστηρίζει, επίσης, ότι τα σχετικά με τα έξοδα της διαδικασίας καθορισμού των εξόδων αιτήματα είναι υπερβολικά.

23      Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι οι αιτούντες χρειάστηκε να εργαστούν περισσότερο από την Επιτροπή, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ίδια προσκόμισε πολλά αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διαδικασία και ότι χρειάστηκε να μελετήσει επί μακρόν τα στοιχεία που προσκόμισαν οι αιτούντες. Μόνον οι αμοιβές των δικηγόρων που εκπροσώπησαν τους αιτούντες μπορούν να ληφθούν υπόψη. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι αιτούντες ελαχιστοποίησαν τα έξοδά τους αναθέτοντας απευθείας την υπόθεση στους συμβούλους τους, δεν δικαιολογεί το ζητούμενο ποσό, αλλά εξηγεί κατά μείζονα λόγο τους λόγους για τους οποίους το ποσό αυτό δεν είναι υψηλότερο, στοιχείο που δεν ασκεί επιρροή.

24      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μέχρι ένα προχωρημένο στάδιο της υπόθεσης της κύριας δίκης, τα κύρια ζητήματα ήταν κοινά για όλους τους αιτούντες και, επομένως, μπορούσαν να εξεταστούν από κοινού. Το ότι τα ζητήματα αυτά είχαν στη συνέχεια διαφορετικές για τους αιτούντες συνέπειες ανάλογα με την ατομική κατάσταση καθενός από αυτούς είναι ακριβές, αλλά δεν μεταβάλλει το γεγονός της από κοινού εξέτασής τους σε προγενέστερο στάδιο.

25      Η Επιτροπή δέχεται ότι η υπό κρίση υπόθεση παρουσιάζει ιδιαιτερότητες και δεν αμφισβητεί ότι ήταν σαφώς σημαντικότερη από τις συνήθεις υπαλληλικές υποθέσεις. Η διαπίστωση αυτή δικαιολογεί, εξάλλου, την εξαιρετικώς υψηλή πρότασή της ύψους 250 000 GBP. Δεν κρίνει αναγκαία, ωστόσο, την υπέρβαση του ποσού αυτού, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι τα ζητήματα που τέθηκαν ήταν σε μεγάλο βαθμό, μέχρι την έκδοση της παρεμπίπτουσας απόφασης, κοινά για τους 95 αιτούντες και ότι η κατάσταση έπρεπε να διαφοροποιηθεί για τους αιτούντες μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο και μόνο με ομαλό στην πράξη τρόπο.

26      Όσον αφορά το επιχείρημα των αιτούντων ότι τα ζητούμενα δικαστικά έξοδα υπολείπονταν σε ποσοστό σε σχέση με άλλες υποθέσεις, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σε άλλους τομείς όπως ο τομέας του ανταγωνισμού, των συγκεντρώσεων και των κρατικών ενισχύσεων, τα ζητούμενα δικαστικά έξοδα δεν είναι συχνά ανάλογα των συμφερόντων που διακυβεύονται, χωρίς ωστόσο η διαπίστωση αυτή να εμποδίζει τον κοινοτικό δικαστή να μειώσει σημαντικά τα σχετικά ποσά.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

27      Κατά το άρθρο 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, ως δυνάμενα να αναζητηθούν δικαστικά έξοδα νοούνται «τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων». Από τη διάταξη αυτή απορρέει ότι τα δυνάμενα να αναζητηθούν δικαστικά έξοδα περιορίζονται, αφενός, στα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας και, αφετέρου, στα έξοδα που ήταν απαραίτητα για τον σκοπό αυτό (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 24ης Ιανουαρίου 2002, T-38/95 DEP, Groupe Origny κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-217, σκέψη 28, και της 28ης Ιουνίου 2004, T‑342/99 DEP, Airtours κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1785, σκέψη 13).

28      Κατά πάγια, επίσης, νομολογία, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων σχετικών με τις τιμές, το Πρωτοδικείο οφείλει να εκτιμά ελεύθερα τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της υπό κρίση υπόθεσης από πλευράς κοινοτικού δικαίου καθώς και τις δυσκολίες που παρουσιάζει, τον όγκο εργασίας που προκάλεσε η ένδικη διαδικασία στους παρεμβάντες εκπροσώπους και συμβούλους, καθώς και τα οικονομικά συμφέροντα που αντιπροσώπευε η διαφορά για τους διαδίκους (προαναφερθείσα στη σκέψη 27 διάταξη Airtours κατά Επιτροπής, σκέψη 18· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1985, 318/82 DEP, Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3727, σκέψη 3).

29      Όσον αφορά το αντικείμενο της διαφοράς και τη φύση της, διαπιστώνεται ότι η υπό κρίση διαφορά αφορούσε τις προϋποθέσεις πρόσληψης και απασχόλησης του προσωπικού της κοινής επιχείρησης JET και, ως εκ τούτου, ήγειρε ευαίσθητα ζητήματα, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία της εν λόγω κοινής επιχείρησης, όπως έχει κρίνει το Πρωτοδικείο (διάταξη του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 1998, T‑177/94 DEP, T‑377/94 DEP και T‑99/95 DEP, Altmann κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑299 και II‑883, σκέψη 22). Η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, ότι οι ιδιαιτερότητες της υπό κρίση διαφοράς μπορούν να δικαιολογήσουν σημαντικά έξοδα.

30      Όσον αφορά το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η υπό κρίση υπόθεση από πλευράς κοινοτικού δικαίου, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι ναι μεν πρόκειται για σαφώς σημαντική υπόθεση, πλην όμως η σπουδαιότητά της περιορίζεται στον τομέα των υπαλληλικών υποθέσεων και, ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό, στις σχέσεις μεταξύ των Κοινοτήτων και των προσώπων που δύνανται να απασχοληθούν σε επιχειρήσεις ανάλογες της κοινής επιχείρησης JET.

31      Όσον αφορά τις δυσκολίες της υπόθεσης και τον όγκο εργασίας που προκάλεσε η ένδικη διαδικασία στους εκπροσώπους ή στους συμβούλους των αιτούντων, επισημαίνεται ότι, τουλάχιστον κατά το πρώτο μέρος της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας και μέχρι την έκδοση της παρεμπίπτουσας απόφασης, τα ζητήματα που ετίθεντο και αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη σύνδεση της διαφοράς με τις υποθέσεις περί μη συμβατικής ευθύνης ή τις σχέσεις της Κοινότητας με τους υπαλλήλους της, το παραδεκτό των αιτημάτων αποζημίωσης από πλευράς προθεσμίας ή ακόμη την ερμηνεία του καταστατικού της JET, ήταν ευαίσθητα αλλά κοινά για όλους τους αιτούντες.

32      Μόνον κατά το δεύτερο μέρος της διαδικασίας, το οποίο άπτεται του καθορισμού του ποσού των αποζημιώσεων που οφείλει η Επιτροπή σε κάθε αιτούντα, κρίθηκε αναγκαίο να διαφοροποιηθεί η κατάσταση καθενός από αυτούς. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία αφορούσε τότε μόνον τα σημεία διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων (τελική απόφαση, σκέψεις 7 έως 13 και 39 έως 106), τα δε σημεία επί των οποίων οι διάδικοι συμφωνούσαν απλώς ελήφθησαν υπόψη από το Πρωτοδικείο (τελική απόφαση, σκέψεις 33 έως 38).

33      Όσον αφορά τα οικονομικά συμφέροντα που αντιπροσώπευε η υπό κρίση υπόθεση για τους διαδίκους, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι ήταν πολύ σημαντικά τόσο για καθένα από τους αιτούντες όσο και για την Επιτροπή. Επρόκειτο, συγκεκριμένα, για αιτήματα αποζημίωσης που αφορούσαν σχέσεις εργασίας οι οποίες εκτάθηκαν, για περισσότερους από τους μισούς αιτούντες, σε περιόδους μεγαλύτερες των δέκα ετών (παρεμπίπτουσα απόφαση, σκέψη 27). Συναφώς, επισημαίνεται ότι η οικονομική σπουδαιότητα της διαφοράς αντικατοπτρίζεται εν μέρει μόνον από το συνολικό ποσό αποζημιώσεων, ήτοι το ποσό των 29 654 315,55 GBP που κατέβαλε τελικώς η Επιτροπή στους αιτούντες, στο μέτρο που το ποσό αυτό προέκυψε από την εφαρμογή, εν προκειμένω, πενταετούς προθεσμίας παραγραφής απορρέουσας από την προβλεπόμενη στο άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προθεσμία (παρεμπίπτουσα απόφαση, σκέψεις 57 έως 85).

34      Λαμβανομένης υπόψη της φύσης των ζητημάτων που ανέκυψαν, της σπουδαιότητας της διαφοράς και του τεχνικού χαρακτήρα των υπολογισμών που απαιτούνται για τον καθορισμό των ατομικών δικαιωμάτων των αιτούντων, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η εκ μέρους των αιτούντων προσφυγή σε πλείονες του ενός συμβούλους, καθώς και σε ορκωτό λογιστή, δεν είναι αδικαιολόγητη, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι η ανάγκη εκπροσώπησης των αιτούντων από δύο συμβούλους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Σεπτεμβρίου 2003 δεν έχει αποδειχθεί.

35      Όσον αφορά το επιχείρημα των αιτούντων ότι το ποσό των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων θα έπρεπε να λάβει υπόψη την προβαλλόμενη ως καταχρηστική συμπεριφορά της Επιτροπής κατά τη διαδικασία της κύριας δίκης, πρέπει να απορριφθεί στο μέτρο που δεν ασκεί επιρροή στην επίλυση της διαφοράς.

36      Συγκεκριμένα, ενώ ο καταχρηστικός χαρακτήρας της συμπεριφοράς ενός διαδίκου ασκεί επιρροή στην κατανομή των δικαστικών εξόδων που διατάσσει το Πρωτοδικείο με την περατώνουσα τη δίκη απόφαση ή διάταξη, βάσει του άρθρου 87, παράγραφοι 1 και 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεν ασκεί, αντιθέτως, καμία επιρροή κατά το στάδιο του καθορισμού των δικαστικών εξόδων που πραγματοποιεί το Πρωτοδικείο βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, στο μέτρο που η διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων είναι μια αντικειμενική διαδικασία, σκοπός της οποίας είναι ο καθορισμός των απαραίτητων για τις ανάγκες της ένδικης διαδικασίας εξόδων, ανεξαρτήτως του καταχρηστικού ή μη χαρακτήρα της προέλευσης των εξόδων αυτών.

37      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω σκέψεων, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, καθορίζοντας το ποσό των δικαστικών εξόδων που οι αιτούντες δύνανται να αναζητήσουν από την Επιτροπή σε 300 000 GBP, ποσό το οποίο λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας διάταξης, προβαίνει σε δίκαιο υπολογισμό τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

Το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων που πρέπει να αποδώσει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στον Μ. Stephen, στον G. Sanders και στους 94 λοιπούς αιτούντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα ανέρχεται σε 300 000 λίρες στερλίνες (GBP). 

Λουξεμβούργο, 9 Νοεμβρίου 2009.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       M. Βηλαράς

Παράρτημα


Keith Ashby,

Mark Ashman,

Geoff Atkins,

Yvonne Austin,

Neville Bainbridge,

R. Baker,

Ian Barlow,

Terry Boyce,

Robert Bracey,

Brian C. Brown,

Mike Browne,

James Bruce,

Neil Butler,

Paul Carman,

Roy Clapinson,

Royce Clay,

Derek Downes,

Graham Evans,

Jim Evans,

Tony Gallagher,

David Gear,

John Gedney,

David Grey,

Barry Grieveson,

Bernhard Haist,

David Hamilton,

Ray Handley,

Roy Harrison,

Michael Hart,

Phillip Haydon,

Ivor Hayward,

Mark Hopkins,

Keith Howard,

Peter Howarth,

Cyril Hume,

Eifion Jones,

Glyn Jones,

Andrew Lawler,

Gordon MacMillan,

Peter Martin,

Christopher May,

Derek May,

Ian Merrigan,

Richard Middleton,

Simon Mills,

Ray Musselwhite,

Tim Napper,

Keith Nicholls,

Mike Organ,

Robert Page,

Dai Parry,

Bill Parsons,

Derek Pledge,

Tim R. Potter,

Geoff Preece,

Tom Price,

Steve Richardson,

Shirley Rivers-Playle,

Alan Rolfe,

Michael Russell,

Stephen Sanders,

Stephen Scott,

John Shaw,

Michael R. Sibbald,

Nigel Skinner,

Paul G. Smith,

Tracey Smith,

Tony Spelzini,

Robin Stafford-Allen,

Robin Stagg,

Graham Stanley,

David Starkey,

Dave Sutton,

John Tait,

Michael E. Taylor,

Paul Tigwell,

George Toft,

Jim Tulloch,

Pat Twynam,

Tony Walden,

Martin Walker,

Norman Wallace,

Patrick Walsh,

Peter Watkins,

Mike Way,

Alan West,

Andy Whitby,

Srilal P. Wijetunge,

Brian L. Willis,

David J. Wilson,

David W. Wilson,

Julie Wright,

John Yorkshades,

David Young.


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.