Language of document : ECLI:EU:T:2013:423

Υπόθεση T‑566/08

Total Raffinage Marketing

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά των κηρών παραφίνης — Αγορά του κηρού ακατέργαστης παραφίνης — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Καθορισμός τιμών και κατανομή αγορών — Απόδειξη της υπάρξεως συμπράξεως — Έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως — Διάρκεια της παραβάσεως — Διακοπή της παραβάσεως — Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων — Ίση μεταχείριση — Τεκμήριο αθωότητας — Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς — Ευθύνη μητρικής εταιρίας για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού από τις θυγατρικές της — Καθοριστική επιρροή της μητρικής εταιρίας — Τεκμήριο σε περίπτωση συμμετοχής κατά 100 % — Αναλογικότητα — Μέθοδος στρογγυλοποιήσεως — Πλήρης δικαιοδοσία»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 13ης Σεπτεμβρίου 2013

1.      Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων — Έννοια — Σύμπτωση βουλήσεως ως προς την ακολουθητέα στην αγορά συμπεριφορά — Συμφωνία καθορισμού των τιμών — Εμπίπτει — Προϋποθέσεις — Αποκλίνουσα συμπεριφορά ενός ή περισσότερων συμμετεχόντων — Δεν ασκεί επιρροή — Απόδειξη περί μη εφαρμογής της συμπράξεως εκ μέρους συμμετέχοντος — Δημόσια αποστασιοποίηση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2.      Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Συντονισμός και συνεργασία που δεν συμβιβάζονται με την υποχρέωση κάθε επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά — Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών — Τεκμήριο περί χρήσεως των πληροφοριών για τον καθορισμό της συμπεριφοράς στην αγορά — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Απόδειξη — Απόδειξη που προκύπτει από ορισμένο αριθμό διαφορετικών εκδηλώσεων της παραβάσεως — Επιτρέπεται — Προσφυγή σε μια δέσμη ενδείξεων — Απαιτούμενος βαθμός αποδεικτικής ισχύος όσον αφορά τις επιμέρους ενδείξεις — Έγγραφη απόδειξη — Κριτήρια — Αξιοπιστία των προσκομιζόμενων αποδείξεων — Υποχρέωση αποδείξεως των επιχειρήσεων που αμφισβητούν το υποστατό της παραβάσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Θεμελιώδη δικαιώματα — Τεκμήριο αθωότητας — Διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού — Δυνατότητα εφαρμογής — Περιεχόμενο — Συνέπειες

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της — Αποδεικτική ισχύς των εκούσιων καταθέσεων στις οποίες προβαίνουν οι κύριοι συμμετέχοντες σε σύμπραξη κατά ορισμένης επιχειρήσεως, προκειμένου να ωφεληθούν από την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας — Δηλώσεις σε βάρος των συμφερόντων της εν λόγω επιχειρήσεως — Αυξημένη αποδεικτική ισχύς

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

6.      Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων — Απόδειξη — Απάντηση επιχειρήσεως σε αίτηση της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών — Δήλωση επιχειρήσεως αμφισβητούμενη από άλλες επιχειρήσεις — Υποχρέωση συμπληρώσεως της αποδείξεως αυτής με άλλα αξιόπιστα στοιχεία

(Άρθρο 81 ΕΚ)

7.      Συμπράξεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Συμμετοχή επιχειρήσεως σε συνολική σύμπραξη — Κριτήρια εκτιμήσεως — Απουσία άμεσης συμμετοχής — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 81 ΕΚ)

8.      Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων — Έννοια — Συμμετοχή σε συνεδριάσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Εμπίπτει — Προϋπόθεση — Έλλειψη αποστασιοποιήσεως από τις ληφθείσες αποφάσεις — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

9.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Εκτίμηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αναλόγως των περιστάσεων της υποθέσεως

(Άρθρο 253 ΕΚ)

10.    Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών — Γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα συνημμένα στο δικόγραφο — Απαράδεκτο — Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας — Ισχυρισμός που προβάλλεται για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 44 § 1, στοιχείο γ΄, και 48 § 2)

11.    Συμπράξεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Έννοια — Κριτήρια — Ενιαίος σκοπός και συνολικό σχέδιο — Συμπληρωματικότητα μεταξύ των συμφωνιών — Κάθετη σύνδεση των οικείων αγορών και σημαντική ταύτιση μεταξύ των συμμετεχόντων

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

12.    Συμπράξεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Έννοια — Απουσία ταυτίσεως μεταξύ των συμμετεχόντων στις διάφορες πτυχές τις παραβάσεως — Διαφορετική διάρκεια των διαφόρων πτυχών της παραβάσεως — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

13.    Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση — Αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη — Επικέντρωση της έρευνας σε ορισμένες πλευρές των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών — Δεν αποκλείει τη χρήση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που διαθέτει η Επιτροπή κατά το χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

14.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη — Έτος αναφοράς — Τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως — Εξαιρετικός χαρακτήρας του τελευταίου όσον αφορά ορισμένους συμμετέχοντες — Συνεκτίμηση μεγαλύτερης περιόδου κατά τον ίδιο τρόπο για όλους τους συμμετέχοντες — Επιτρέπεται — Παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της ίσης μεταχειρίσεως — Δεν υφίσταται— Εσφαλμένη εκτίμηση — Δεν υφίσταται

(Ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 13)

15.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως — Παράβαση διαπραχθείσα από περισσότερες επιχειρήσεις — Σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμίας από αυτές — Εφαρμογή πολλαπλασιαστικού συντελεστή — Εκτίμηση — Αδυναμία επικλήσεως εκ μέρους επιχειρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως προκειμένου να της επιτύχει παράνομη μείωση

(Ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 20 και 21)

16.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Αυτόματος συνυπολογισμός επιπρόσθετου ποσού δυνάμει των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων — Παραβίαση της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων — Δεν υφίσταται — Συνεκτίμηση του σκοπού της γενικής προλήψεως — Επιτρέπεται — Συνεκτίμηση του σκοπού της προλήψεως σε περισσότερα στάδια του καθορισμού του ύψους του προστίμου — Επιτρέπεται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 25)

17.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Διάρκεια της παραβάσεως — Αποτρεπτικός χαρακτήρας του ύψους του προστίμου — Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας — Υποχρέωση καθορισμού ύψους προστίμου αναλόγου προς την αξία των ετήσιων πωλήσεων στις οικείες αγορές — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

18.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Συνολικός κύκλος εργασιών της οικείας επιχειρήσεως — Κύκλος εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως — Συνεκτιμώνται — Όρια — Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας — Υποχρέωση της Επιτροπής να συνεχίσει την πρακτική των προηγουμένων αποφάσεών της — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 30)

19.    Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου — Μαχητό τεκμήριο — Προσβολή της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας — Δεν υφίσταται — Παραβίαση της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων — Δεν υφίσταται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

20.    Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Καταλογισμός — Μητρική εταιρία και θυγατρικές — Οικονομική ενότητα — Κριτήρια εκτιμήσεως — Τεκμήριο ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν εξ ολοκλήρου — Υποχρεώσεις, όσον αφορά την απόδειξη, της εταιρίας που επιδιώκει την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού — Ανεπαρκή στοιχεία για την ανατροπή του τεκμηρίου

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

21.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας του δικαστή της Ένωσης — Περιεχόμενο — Συνεκτίμηση των κατευθυντηρίων γραμμών για τον προσδιορισμό των προστίμων — Όρια — Τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου — Υπολογισμός της διάρκειας της συμμετοχής στην παράβαση — Στρογγυλοποίηση του αριθμού των μηνών συμμετοχής — Ύψος προστίμου που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική διάρκεια της συμμετοχής — Παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

(Άρθρα 81 § 1 ΕΚ και 226 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 24)

22.    Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Πλήρης δικαιοδοσία — Αποτέλεσμα

(Άρθρο 229 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

23.    Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα —Επιβάρυνση με τα δικαστικά έξοδα — Έκταση της προσφυγής υπερβαίνουσα τον ανώτατο αριθμό σελίδων που έχει ορισθεί για τα υπομνήματα — Εκτίμηση

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 87 § 3· πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους, σημείο 15)

1.      Για να υφίσταται συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, αρκεί οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή βούλησή τους να συμπεριφερθούν με συγκεκριμένο τρόπο στην αγορά.  Μπορεί να θεωρηθεί ότι μια συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ έχει συναφθεί, εφόσον υπάρχει σύγκλιση των βουλήσεων, έστω και αν τα ειδικά στοιχεία του σχεδιαζόμενου περιορισμού αποτελούν ακόμη αντικείμενο διαπραγματεύσεων.

Συγκεκριμένα, συμφωνία σχετικά με τη διατήρηση των τιμών συνιστά επίσης συμφωνία περί καθορισμού των τιμών, δεδομένου ότι υφίσταται σύγκλιση των βουλήσεων των συμμετεχόντων στην εφαρμογή ενός επιπέδου τιμών το οποίο έχουν καθορίσει από κοινού. Αυτή η διαπίστωση δεν συνεπάγεται ότι όλοι οι συμμετέχοντες εφαρμόζουν ενιαία τιμή. Πράγματι, το γεγονός ότι υπήρξε κοινός σκοπός περί κοινού επιπέδου τιμών συνιστά ήδη συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, από τη στιγμή που υπάρχει σύγκλιση των βουλήσεων επί της ίδιας της αρχής του περιορισμού του ανταγωνισμού. Ομοίως, το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις ανήγγελλαν όντως τις συμφωνηθείσες ανατιμήσεις και ότι οι αναγγελθείσες τιμές αποτελούσαν το σημείο αφετηρίας για τον καθορισμό των ατομικών τιμών συναλλαγής αρκεί αφ’ εαυτού για να διαπιστωθεί ότι η σύμπραξη ως προς τις τιμές είχε τόσο ως σκοπό όσο και ως αποτέλεσμα τον σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάσει λεπτομερώς την επιχειρηματολογία των εμπλεκομένων μερών —και ιδίως την οικονομική ανάλυση που έχουν παρουσιάσει— με την οποία προσπαθούν να αποδείξουν ότι οι επίδικες συμφωνίες δεν είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών πέραν του μέτρου που θα είχε παρατηρηθεί υπό συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού ούτε υποχρεούται να απαντήσει συναφώς σε κάθε σημείο.

Εξάλλου, δεν εξαλείφεται η παράβαση από μόνο το γεγονός ότι ορισμένοι από τους συμμετέχοντες δεν τηρούν τη συμφωνία ή παραπλανούν άλλους συμμετέχοντες. Πράγματι, αφενός, μια επιχείρηση η οποία, παρά τη συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί, κατά το μάλλον ή ήττον, ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της. Αφετέρου, οι σποραδικές και μεμονωμένες περιπτώσεις αθετήσεως των συμπεφωνημένων ή μη εφαρμογής της συμπράξεως από συγκεκριμένο συμμετέχοντα, ιδίως όταν αυτές αφορούν σύμπραξη που διαρκεί επί μακρόν, δεν μπορούν αυτές καθ’ εαυτές να αποδείξουν ότι δεν υλοποιήθηκε η σύμπραξη από τον συμμετέχοντα αυτόν ή ότι αυτός επέδειξε συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Συναφώς, δεν μπορεί να συναχθεί η οριστική παύση της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στη σύμπραξη παρά μόνον εάν αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από το περιεχόμενό της.

(βλ. σκέψεις 30-32, 89, 99, 147, 184, 236, 238, 243, 254, 372)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 33, 34, 154, 187, 188, 255, 256)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 33-35, 39-48, 79-83, 177, 201, 214, 224-226, 323)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 36-38)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 63-71, 322)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 73, 74)

7.      Μπορεί να καταλογιστεί σε επιχείρηση ευθύνη για συμμετοχή σε σύμπραξη συνολικά, έστω και αν αυτή έχει αποδεδειγμένα συμμετάσχει ευθέως μόνο σε ένα ή πλείονα συστατικά στοιχεία της συμπράξεως αυτής, εφόσον, αφενός, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπαιγνία στην οποία συμμετείχε, ειδικότερα μέσω τακτικών συναντήσεων που οργανώνονταν επί σειρά ετών, αποτελούσε μέρος συνολικού σχεδίου με σκοπό τη στρέβλωση της φυσιολογικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και, αφετέρου, το συνολικό αυτό σχέδιο κάλυπτε όλα τα συστατικά στοιχεία της συμπράξεως.

(βλ. σκέψεις 108, 187)

8.      Στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ όταν οι συναντήσεις των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων έχουν ως αντικείμενο να περιορίσουν, να εμποδίσουν ή να στρεβλώσουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού και αποβλέπουν, με τον τρόπο αυτό, στο να οργανώσουν τεχνητά τη λειτουργία της αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η οικεία επιχείρηση μετέσχε σε συναντήσεις κατά τη διάρκεια των οποίων συνήφθησαν συμφωνίες έχουσες ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η συμμετοχή της εν λόγω επιχειρήσεως στη σύμπραξη. Εφόσον αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, εναπόκειται στην ως άνω επιχείρηση να προβάλει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι δεν μετείχε στις εν λόγω συναντήσεις με πνεύμα αντίθετο στον ανταγωνισμό, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετέχει στις συναντήσεις αυτές με διαφορετικό πνεύμα απ’ ό,τι αυτοί. Η συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται ο κανόνας αυτός είναι ότι η επιχείρηση, έχοντας συμμετάσχει στην εν λόγω συνάντηση χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από τα συζητηθέντα, άφησε τους λοιπούς συμμετέχοντες στη συνάντηση να εννοήσουν ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμά της και ότι θα συμμορφωνόταν προς αυτό.

(βλ. σκέψεις 156, 157, 184, 242-244, 254, 372-374, 384, 387, 388)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 239, 447)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 247, 536)

11.    Η έννοια της ενιαίας παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ προϋποθέτει ένα σύνολο συμπεριφορών από διάφορα μέρη τα οποία επιδιώκουν έναν και τον αυτόν οικονομικό σκοπό που είναι αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Το γεγονός ότι οι διάφορες ενέργειες των επιχειρήσεων εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο, λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς, έχει καθοριστική σημασία για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως ενιαίας. Συναφώς, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ενιαίου χαρακτήρα της παραβάσεως και της υπάρξεως ενός συνολικού σχεδίου, μπορούν να ληφθούν υπόψη το γεγονός ότι εμπλέκονται, τουλάχιστον εν μέρει, οι ίδιες επιχειρήσεις και ότι έχουν επίγνωση της συμμετοχής τους στον κοινό σκοπό των παραβατικών συμπεριφορών.

Έτσι, προκειμένου να χαρακτηριστούν διάφορες ενέργειες ως ενιαία και διαρκής παράβαση, πρέπει να επαληθεύεται αν εμφανίζουν μεταξύ τους δεσμό συμπληρωματικότητας υπό την έννοια ότι κάθε μία από αυτές σκοπεί στην αντιμετώπιση μιας ή περισσοτέρων συνεπειών της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και συντείνουν, μέσω της αλληλεπιδράσεώς τους, στην επέλευση του συνόλου των αντιθέτων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων τα οποία επιδίωξαν όσοι ενήργησαν στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου επιδιώκοντος ενιαίο στόχο.

Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές αφορούν δύο διαφορετικές αγορές προϊόντων δεν εμποδίζει την Επιτροπή να συναγάγει την ύπαρξη ενιαίας παραβάσεως υπό την προϋπόθεση ότι οι συμφωνίες που αφορούν τις διάφορες αγορές εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο το οποίο γνωρίζουν οι συμμετέχοντες. Αυτό συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση αγορών που συνδέονται καθέτως, όταν η συναφθείσα συμφωνία για τις πρώτες ύλες σκοπεί στην ενίσχυση της κύριας συμφωνίας που αφορά τα παράγωγα προϊόντα. Έτσι, οι τεχνητές αυξήσεις της τιμής της πρώτης ύλης μπορούν να διασφαλίσουν την εφαρμογή των αυξήσεων των τιμών των παράγωγων προϊόντων, πράγμα που επιτρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη σχέσεως συμπληρωματικότητας μεταξύ των δύο πτυχών της ενιαίας παραβάσεως. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες που αφορούν την πρώτη ύλη περιορίζονται εντός ενός μόνο κράτους μέλους, από τη στιγμή που δεν αμφισβητείται ότι η πτυχή της παραβάσεως που αφορά τα παράγωγα προϊόντα εκτείνεται στο σύνολο του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου.

(βλ. σκέψεις 265-267, 271, 272, 281, 283, 303, 312)

12.    Το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες σε αντίθετες του ανταγωνισμού πρακτικές δεν ταυτίζονται και ότι οι σχετικές ενέργειες αφορούν διαφορετικές αγορές δεν εμποδίζει εκ προοιμίου να χαρακτηρισθεί ως ενιαία και διαρκής μια παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Για να γίνει μια τέτοια εκτίμηση πρέπει να ληφθεί υπόψη η έκταση της ταυτίσεως των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στις επίμαχες πρακτικές. Σε περίπτωση, όμως, που το σύνολο των συμμετεχόντων σε πρακτικές που αφορούν συγκεκριμένη αγορά μετέχουν επίσης σε πρακτικές που αφορούν προϊόν το οποίο συνδέεται καθέτως προς την πρώτη αυτή αγορά, η απουσία πλήρους ταυτίσεως μεταξύ των συμμετεχόντων στις δύο πτυχές της παραβάσεως δεν εμποδίζει να χαρακτηρισθεί η παράβαση ως ενιαία.

Στο μέτρο που πρακτικές αφορώσες δύο διαφορετικά προϊόντα εντάσσονται στο ίδιο συνολικό σχέδιο, το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από τη διαφορετική διάρκεια των δύο αυτών πρακτικών.

(βλ. σκέψεις 296-300, 306-309)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 339)

14.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 409-419)

15.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 431-435)

16.    Από το γράμμα και την όλη οικονομία των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 συνάγεται σαφώς ότι η Επιτροπή χρησιμοποιεί, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, τόσο ορισμένους παράγοντες στον ίδιο βαθμό για όλους τους συμμετέχοντες, προκειμένου να καταστήσει σαφές το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές συμμετείχαν στις ίδιες παραβατικές πρακτικές και, με τον τρόπο αυτόν, να τηρήσει της αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όσο και τους παράγοντες των οποίων ο βαθμός συνεκτιμήσεως ή ο συντελεστής προσαρμόζεται στην ιδιαίτερη κατάσταση εκάστου συμμετέχοντος, προκειμένου να συμμορφωθεί προς την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων. Συνεπώς, προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, αρκεί το γεγονός ότι το τελικό ποσό του προστίμου απηχεί τις διαφορές στην κατάσταση των διαφόρων συμμετεχόντων, χωρίς να απαιτείται να προβαίνει η Επιτροπή, στο πλαίσιο εκάστου σταδίου του υπολογισμού του ύψους του προστίμου, σε διαφορετική μεταχείριση των συμμετεχόντων.

Εξάλλου, από τη διατύπωση και την όλη οικονομία των ανωτέρω κατευθυντηρίων γραμμών συνάγεται ότι τα όσα επιτάσσει η παράγραφος 25 αυτών σε σχέση προς τον συνυπολογισμό στο βασικό ποσό του προστίμου ενός πρόσθετου ποσού, προκειμένου να του προσδώσει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, συνδέονται με τη συμμετοχή σε πρακτικές που συνιστούν τις πλέον σοβαρές παραβάσεις του ανταγωνισμού. Το πρόσθετο ποσό που περιλαμβάνεται για τον λόγο αυτόν αφορά τα χαρακτηριστικά των πρακτικών τις οποίες μετέρχεται το σύνολο των συμμετεχόντων, και όχι την ατομική κατάσταση εκάστου εξ αυτών. Συνεπώς, η νομιμότητα των όσων ορίζει η παράγραφος αυτή και η εφαρμογή τους δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω επί τη βάσει της ανωτέρω αρχής.

Επίσης, το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου δεν έχει ως μοναδικό σκοπό να αποθαρρύνει την εμπλεκόμενη επιχείρηση από το ενδεχόμενο υποτροπής. Η Επιτροπή έχει την εξουσία να αποφασίζει για το ύψος των προστίμων προκειμένου να ενισχύει το γενικό αποτρεπτικό τους αποτέλεσμα. Συνεπώς, προσφεύγων δεν μπορεί λυσιτελώς να επικαλείται το γεγονός ότι δεν είναι πλέον παρών στην επίμαχη αγορά και ότι ο κώδικας συμπεριφοράς του προβλέπει την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Τέλος, οι σχετικές με την αποτροπή παραβάσεων απαιτήσεις δεν αποτελούν αντικείμενο ακριβούς εξετάσεως που πρέπει να διεξαχθεί σε ένα ειδικό στάδιο του υπολογισμού των προστίμων, αλλά πρέπει να στηρίζουν το σύνολο της διαδικασίας καθορισμού του ποσού του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 453-456, 460, 461, 463, 464)

17.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 466-473)

18.    Είναι δυνατό να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου τόσο ο συνολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, που αποτελεί ένδειξη, έστω κατά προσέγγιση και ατελή, του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το ποσοστό αυτού του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως και που, συνεπώς, μπορούν να παράσχουν κάποια ένδειξη για την έκτασή της. Δεν πρέπει να προσδίδεται ούτε στο ένα ούτε στο άλλο από τα ποσά αυτά σημασία δυσανάλογη σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία εκτιμήσεως και, κατά συνέπεια, ο καθορισμός του ύψους του ενδεδειγμένου προστίμου δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ενός απλού υπολογισμού στηριζόμενου στον συνολικό κύκλο εργασιών. Τούτο ισχύει, ιδίως, όταν τα οικεία εμπορεύματα αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μόνον ποσοστό αυτού του κύκλου εργασιών. Αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης δεν περιλαμβάνει κάποια αρχή γενικής ισχύος σύμφωνα με την οποία η κύρωση πρέπει να είναι ανάλογη προς τη σπουδαιότητα της επιχειρήσεως στην αγορά των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 475, 477, 478, 481, 482)

19.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 487-508)

20.    Όσον αφορά το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως από τη μητρική εταιρία καθοριστικής επιρροής επί της εμπορικής συμπεριφοράς σε θυγατρική που της ανήκει σε ποσοστό 100 %, το γεγονός ότι μια θυγατρική έχει τη δική της τοπική διεύθυνση και τα δικά της μέσα δεν αποδεικνύει, αυτό καθαυτό, ότι αυτή καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά σε σχέση προς τη μητρική της εταιρία. Στην περίπτωση της κατοχής του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής η οποία εμπλέκεται άμεσα στην παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης, τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν την κατανομή καθηκόντων μεταξύ των θυγατρικών και των μητρικών εταιριών τους και, ειδικότερα, το γεγονός της εξ ολοκλήρου αναθέσεως της διαχειρίσεως των τρεχουσών δραστηριοτήτων στην τοπική διεύθυνση μιας θυγατρικής, η οποία αποτελεί συνήθη πρακτική των μεγάλων επιχειρήσεων που αποτελούνται από πλειάδα θυγατρικών τις οποίες κατέχει, εν τελευταία αναλύσει, η ίδια ηγετική εταιρία, δεν δύνανται να ανατρέψουν το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως από τη μητρική εταιρία και από την ηγετική εταιρία καθοριστικής επιρροής επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής.

Επίσης, το γεγονός ότι η μητρική εταιρία διαχειρίζεται για λογαριασμό του συνόλου του ομίλου ζητήματα όπως η πολιτική που εφαρμόζεται στους ανθρώπινους πόρους, η κατάρτιση ενοποιημένων λογαριασμών, ο καθορισμός της φορολογικής πολιτικής του ομίλου, καθώς και ορισμένα άλλα οριζόντια επιχειρησιακά καθήκοντα, όπως είναι η βιομηχανική ασφάλεια, το περιβάλλον, η διαχείριση των πόρων υπό όρους συνάδοντες προς την ηθική, οι χρηματοδοτικές δραστηριότητες, καταδεικνύει ακόμα περισσότερο την απουσία πλήρους οργανωτικής αυτονομίας της θυγατρικής εντός του ομίλου.

Τέλος, το γεγονός ότι ο τομέας ή η δραστηριότητα που αφορά η παράβαση αντιπροσωπεύει μικρό μόνον ποσοστό του συνόλου των δραστηριοτήτων του ομίλου ή της μητρικής εταιρίας δεν αποδεικνύει την αυτονομία της εν λόγω θυγατρικής έναντι της μητρικής της εταιρίας και, ως εκ τούτου, δεν επηρεάζει την εφαρμογή του τεκμηρίου πραγματικής ασκήσεως από τη μητρική εταιρία καθοριστικής επιρροής επί της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 518-520, 522)

21.    Όσον αφορά το ζήτημα του καθορισμού του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής που προκύπτει από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 δεν είναι ασυμβίβαστος προς τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως για την Επιτροπή. Εντούτοις, κατά την άσκηση της ανωτέρω εξουσίας εκτιμήσεως, η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου, ειδικότερα δε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης. Ομοίως, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια τα οποία η ίδια έχει ορίσει με τις ανωτέρω κατευθυντήριες γραμμές δεν προδικάζουν, κατ’ αρχήν, την εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης άσκηση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας.

Συναφώς, η Επιτροπή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας καταλογίζοντας σε βάρος επιχειρήσεως έναν σημαντικό αριθμό ημερών, για τις οποίες δεν διαπιστώθηκε καμία συμμετοχή στην παράβαση, δεδομένου ότι το ύψος του προστίμου που υπολογίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν απηχεί με τον ενδεδειγμένο τρόπο τη διάρκεια της παραβάσεως.

Επιπλέον, η Επιτροπή παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, χωρίς αντικειμενική δικαιολογία, καταλογίζοντας σε βάρος της επιχειρήσεως, λόγω της συμμετοχής της σε μια τέτοια παράβαση, χρονικό διάστημα συμμετοχής κατά το οποίο δεν διαπιστώθηκε σε βάρος της επιχειρήσεως αυτής καμία παραβατική συμπεριφορά, ενώ σε βάρος άλλων επιχειρήσεων εμπλεκομένων στην ίδια παράβαση προστέθηκε, για τον υπολογισμό του προστίμου, πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα στην πραγματική διάρκεια της συμμετοχής στην παράβαση.

(βλ. σκέψεις 543-545, 548, 551, 553, 554, 559, 560)

22.    Ο έλεγχος νομιμότητας των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή ολοκληρώνεται με την αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης με το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, συμφώνα με το άρθρο 229 ΕΚ. Η εν λόγω πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, συνεπώς, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν. Παρά ταύτα, η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί με αυτεπάγγελτο έλεγχο και η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης διεξάγεται κατ’ αντιμωλία.

(βλ. σκέψεις 562, 564)

23.    Όσον αφορά την κατανομή των εξόδων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των λόγων που έγιναν δεκτοί και η έκταση του δικογράφου της προσφυγής. Έτσι, σε περίπτωση στην οποία γίνεται δεκτός μόνο ένας από τους έντεκα λόγους που προβλήθηκαν από την προσφεύγουσα και που η έκταση της προσφυγής υπερβαίνει κατά 40 % και πλέον τον μέγιστο αριθμό σελίδων των υπομνημάτων, κατά δικαία εκτίμηση των εν λόγω περιστάσεων κρίνεται ότι η προσφεύγουσα θα φέρει τα εννέα δέκατα των δικών της δικαστικών εξόδων και τα εννέα δέκατα των εξόδων της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 569, 570)