Language of document : ECLI:EU:T:1997:132

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Σεπτεμβρίου 1997
(1)

«Δράσεις δωρεάν προμήθειας γεωργικών προϊόντων για τους πληθυσμούς τηςΓεωργίας, της Αρμενίας, του Αζερμπαϊτζάν, της Κιργιζίας και του Τατζικιστάν— Υποχρέωση του υπέρ ου η κατακύρωση να πληρώσει dispatch»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-121/96 και T-151/96,

Mutual Aid Administration Services NV (MAAS), εταιρία βελγικού δικαίου, μεέδρα την Αμβέρσα (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους Jan Tritsmans καιKoenraad Maenhout, δικηγόρους Αμβέρσας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τονδικηγόρο René Faltz, 6, rue Heinrich Heine,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από την Blanca ViláCosta, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους τελούσα στη διάθεση της Επιτροπής, καιτον Hubert van Vliet, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στοΛουξεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής με τιςοποίες επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα η πληρωμή dispatch,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τον K. Lenaerts, Πρόεδρο, την P. Lindh και τον J. D. Cooke,δικαστές,

γραμματέας: A. Mair, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 5ης Ιουνίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Το ιστορικό της διαφοράς

1.
    Η προσφεύγουσα, η Mutual Aid Administration Services NV, είναι ναυτικόςπράκτορας.

2.
    Στις 4 Αυγούστου 1995, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1975/95 γιαδράσεις δωρεάν προμήθειας γεωργικών προϊόντων για τους πληθυσμούς τηςΓεωργίας, της Αρμενίας, του Αζερμπαϊτζάν, της Κιργιζίας και του Τατζικιστάν(ΕΕ L 191, σ. 2, στο εξής: κανονισμός 1975/95). Με τον κανονισμό (ΕΚ) 2009/95,της 18ης Αυγούστου 1985 (ΕΕ L 196, σ. 4, στο εξής: κανονισμός 2009/95), ηΕπιτροπή καθόρισε τις λεπτομέρειες εφαρμογής του προαναφερθέντοςκανονισμού.

Υπόθεση Τ-121/96

3.
    Βάσει του κανονισμού 1975/95, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2781/95,της 1ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με τη μεταφορά για τη δωρεάν προμήθεια στηΓεωργία, την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και το Τατζικιστάν αλεύρων σίκαλης (ΕΕL 289, σ. 5, στο εξής: κανονισμός 2781/95).

4.
    Με τον κανονισμό αυτόν προκηρύχθηκε διαγωνισμός σχετικά με τα έξοδαπρομήθειας 23 000 τόνων αλεύρων σίκαλης.

5.
    Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού και του άρθρου 2,παράγραφος 1, στοιχείο β´, του κανονισμού 2009/95, η επιβληθείσα στον υπέρ ουη κατακύρωση υποχρέωση περιλάμβανε τη μεταφορά των αλεύρων από κοινοτικόλιμάνι ή σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι το σημείο αναλήψεως και το στάδιοπαραδόσεως που ορίζονταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού.

6.
    Η παρτίδα αριθ. 3 του διαγωνισμού αυτού κατακυρώθηκε στην προσφεύγουσαστις 18 Δεκεμβρίου 1995. Η προσφεύγουσα ενημερώθηκε σχετικά μετηλεομοιοτυπία και ταχυδρομική επιστολή που απεστάλησαν αυθημερόν. Ηπαρτίδα συνίστατο στην παράδοση, αφενός, 2 500 τόνων καθαρού βάρους μεπροορισμό την Αρμενία, οι οποίοι ήταν διαθέσιμοι στο λιμάνι της Αμβέρσας απότις 18 Ιανουαρίου 1996, και, αφετέρου, 2 000 τόνων καθαρού βάρους μεπροορισμό τη Γεωργία, οι οποίοι ήσαν διαθέσιμοι στο λιμάνι του Ρότερνταμ απότις 15 Ιανουαρίου 1996. Το τίμημα που καταβλήθηκε στην προσφεύγουσα για τηνπράξη αυτή ανήλθε στο ποσό των 12 541 273 βελγικών φράγκων.

7.
    Η επιστολή της Επιτροπής που πληροφορούσε την προσφεύγουσα για τηνκατακύρωση συνοδευόταν με αποσπάσματα ενός υπομνήματος που είχεκαταρτιστεί μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών της Γεωργίας στις 10 Οκτωβρίου1995 βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 2009/95 (στο εξής:υπόμνημα). Η Επιτροπή καλούσε την προσφεύγουσα να διαβάσει προσεκτικά τααποσπάσματα αυτά και να φροντίσει για την τήρηση των οδηγιών σχετικά με τηνπληρωμή των εξόδων εκφορτώσεως και μεταφοράς.

8.
    Σύμφωνα με τον κανονισμό 2009/95 και με το υπόμνημα, η προσφεύγουσα ήτανελεύθερη να οργανώσει τη σχετική θαλάσσια μεταφορά κατά το δοκούν, αλλάέπρεπε υποχρεωτικά να εμπιστευθεί στις αρχές της Γεωργίας την εκφόρτωση τωνπλοίων σε λιμάνια της Γεωργίας και, στη συνέχεια, τη μεταφορά στον τόποπροορισμού.

9.
    Για τη θαλάσσια μεταφορά της παρτίδας που κατακυρώθηκε, η προσφεύγουσακατάρτισε με πλοιοκτήτη ναυλοσύμφωνο COP (customs of the port). Προβλέφθηκερητώς ότι δεν θα πληρωθεί dispatch, το οποίο είναι ένα πρόσθετο ποσό πουεισπράττει η επιχείρηση εκφορτώσεως όταν η εκφόρτωση διαρκεί λιγότερο απ'ό,τι είχε προβλεφθεί.

10.
    Το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 2009/95 ορίζει ότι οι πληρωμές γιατην εκφόρτωση και τη μεταφορά, καθώς και για τις επισταλίες και τα dispatchυπέρ των αρχών της Γεωργίας, πρέπει να γίνουν κατά τον τρόπο και τιςπροϋποθέσεις που ορίζονται στο υπόμνημα. Επισταλία (demurrage) είναι ηαποζημίωση που λαμβάνει ο πλοιοκτήτης σε αποκατάσταση της βλάβης που τουπροκαλείται από την καθυστέρηση της εκφορτώσεως σε σχέση με ό,τι είχεπροβλεφθεί αρχικώς, λόγω του ότι, όσο διαρκεί η καθυστέρηση αυτή, οπλοιοκτήτης δεν μπορεί να προβεί σε νέα μεταφορά. Η επιχείρηση που είναιυπεύθυνη για την εκφόρτωση είναι κατά κανόνα ο υπόχρεος για την καταβολή τηςαποζημιώσεως αυτής.

11.
    Στο σημείο 5 του υπομνήματος ορίζεται ότι η πληρωμή για την εκφόρτωση και τημεταφορά πρέπει να γίνει μέχρι το 70 % πριν από τον κατάπλου του πλοίου, μεβάση τις μεταφερόμενες ποσότητες.

12.
    Στο σημείο 6 προβλέπεται ότι το υπόλοιπο 30 % καθώς και οι επισταλίες και ταdispatch θα υπολογίζονται από την Επιτροπή με βάση τα time sheets πουσυντάσσονται πριν από τον απόπλου του πλοίου και υπογράφονται από τονπλοίαρχο και τις λιμενικές αρχές του Poti ή του Batumi. Καμία επισταλία ήκανένα dispatch δεν θα συμφωνηθεί απ' ευθείας με τις λιμενικές αρχές.

13.
    Στο σημείο 9 προβλέπεται ότι τα dispatches και οι επισταλίες θα υπολογίζονταιμε βάση τα εξής στοιχεία:

—    τις ώρες εργασίας από τη Δευτέρα ώρα 8.00 μέχρι την Παρασκευή ώρα18.00, με βάση 24 ώρες την ημέρα χωρίς διακοπή·

—    οι περίοδοι βροχής θα αφαιρούνται από το διανυθέν χρονικό διάστημα·

—    μετά την πάροδο ολοκλήρου του χρονικού διαστήματος που προβλέπεταιγια την εκφόρτωση, δεν θα λαμβάνονται πλέον υπόψη οι περίοδοι βροχήςκαι οι αργίες·

—    ο ημερήσιος ρυθμός εκφορτώσεως που θα λαμβάνεται υπόψη για κάθελιμάνι είναι ο ακόλουθος:

    bulk wheat — vacuvator            1 300 τόνοι

    grab                            2 500 τόνοι

    big bags/pallets                       350 τόνοι

    unpalletised sacks and cartons         250 τόνοι

14.
    Στο σημείο 7 ορίζεται ότι, μετά την ανακοίνωση από την Επιτροπή του ποσού γιατο οποίο γίνεται λόγος στο σημείο 6, ο επιχειρηματίας — δηλαδή εν προκειμένωη προσφεύγουσα — θα προβεί στην πληρωμή εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών.Η απόδειξη της πληρωμής πρέπει να αποσταλεί στην Επιτροπή.

15.
    Τα εμπορεύματα εκφορτώθηκαν στο λιμάνι του Batumi από τις 8 έως και τις 15Φεβρουαρίου 1996.

16.
    Στις 6 Μαΐου 1996, η Επιτροπή απέστειλε με τηλεομοιοτυπία στην προσφεύγουσαεκκαθάριση των πληρωτέων στις αρχές της Γεωργίας εξόδων, διευκρινίζοντας ότιποσό 21 967,19 δολλαρίων ΗΠΑ (US$) οφειλόταν ως dispatch. Στην εκκαθάρισητων εξόδων είχε επισυναφθεί ένα έγγραφο της Επιτροπής με τίτλο «port ofBatumi time sheet — dispatch (demmurage calculation)», το οποίο περιείχε όλα τααναγκαία στοιχεία για τον υπολογισμό του οφειλομένου dispatch. Μεταξύ άλλων,αναγράφονταν το όνομα του πλοίου που εκφορτώθηκε, η χωρητικότητά του σετόνους, ο προβλεφθείς ρυθμός εκφορτώσεως, η ημερομηνία κατάπλου του πλοίου,η διάρκεια της εκφορτώσεως, η ημερήσια τιμή επισπεύσεως της εκφορτώσεως καιτο σύνολο του οφειλομένου dispatch.

17.
    Μεταξύ 10ης Μαΐου και 25ης Ιουλίου 1996, ημερομηνίας της τελευταίαςτηλεομοιοτυπίας της Επιτροπής, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή αντάλλαξανδιάφορες επιστολές ή τηλεομοιοτυπίες, με τις οποίες η προσφεύγουσααμφισβήτησε την υποχρέωση πληρωμής του dispatch, ενώ η Επιτροπή θεώρησε ότιτο dispatch αυτό οφειλόταν βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 5, τουκανονισμού 2009/95.

18.
    Με την από 25 Ιουλίου 1996 τηλεομοιοτυπία της, η Επιτροπή απέρριψε τηνπρόταση της προσφεύγουσας για φιλική διευθέτηση της διαφοράς, τονίζοντας ότιτο οφειλόμενο ποσό δεν μπορεί να καταστεί αντικείμενο διαπραγματεύσεων.

19.
    Στις 26 Ιουλίου 1996, η προσφεύγουσα πλήρωσε το dispatch, για να αποφύγει τηνκατάπτωση της υπέρ αυτής τραπεζικής εγγυήσεως.

Υπόθεση Τ-151/96

20.
    Στις 12 Μαρτίου 1996, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 449/96 σχετικάμε τη μεταφορά για τη δωρεάν προμήθεια στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάνφρουτοχυμών, μαρμελάδας φρούτων και αλεύρων μαλακού σίτου (ΕΕ L 62, σ. 4,στο εξής: κανονισμός 449/96).

21.
    Με τον κανονισμό αυτόν προκηρύχθηκε διαγωνισμός σχετικά με τα έξοδαπρομήθειας 3 800 τόνων φρουτοχυμών, μαρμελάδας φρούτων και αλεύρωνμαλακού σίτου.

22.
    Με απόφαση της 27ης Μαρτίου 1996, η Επιτροπή ανέθεσε τη μεταφορά τηςπαρτίδας αυτής στην προσφεύγουσα, η οποία ενημερώθηκε σχετικά με συστημένηεπιστολή της 28ης Μαρτίου 1996. Η επιστολή αυτή συνοδευόταν απόαποσπάσματα του υπομνήματος, πανομοιότυπα με αυτά που περιείχε παράρτηματης επιστολής που απεστάλη στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υποθέσεωςΤ-121/96 (βλ. ανωτέρω τις σκέψεις 7 και 8).

23.
    Κατόπιν αυτού, η προσφεύγουσα κατάρτισε, με σκοπό τη θαλάσσια μεταφορά τηςπαρτίδας που κατακυρώθηκε, ναυλοσύμφωνο COP με τον πλοιοκτήτη.Προβλέφθηκε ρητώς ότι δεν θα πληρωθεί dispatch.

24.
    Τα εμπορεύματα μεταφέρθηκαν με τρία πλοία και εκφορτώθηκαν στο λιμάνι τουBatumi από τις 15 έως και τις 31 Μαΐου 1996.

25.
    Στις 27 Αυγούστου 1996, η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα, μετηλεομοιοτυπία και ταχυδρομική επιστολή, εκκαθάριση των πληρωτέων στις αρχέςτης Γεωργίας εξόδων, αναφέροντας ως ποσά για dispatch, αντιστοίχως για τα τρίαπλοία, τα ποσά των 3 934,02 US$, 1 705 US$ και 375 US$, δηλαδή συνολικά6 014,02 US$.

26.
    Η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την εκκαθάριση αυτή με τηλεομοιοτυπία της 29ηςΑυγούστου 1996. Παρ' όλ' αυτά, πλήρωσε τα dispatch, για να αποφύγει τηνκατάπτωση της υπέρ αυτής τραπεζικής εγγυήσεως.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

27.
    Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Αυγούστουκαι 24 Σεπτεμβρίου 1996, η προσφεύγουσα άσκησε δύο προσφυγές ακυρώσεως,οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν αντιστοίχως με τους αριθμούς Τ-121/96 και Τ-151/96.

28.
    Με διάταξη της 9ης Δεκεμβρίου 1996, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματοςαποφάσισε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 50 του Κανονισμού Διαδικασίας, νασυνεκδικασθούν οι δύο υποθέσεις, προς διευκόλυνση της έγγραφης και τηςπροφορικής διαδικασίας.

29.
    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τησυνεδρίαση της 5ης Ιουνίου 1997.

30.
    Αφού, κατά την ίδια συνεδρίαση, άκουσε τους διαδίκους επί του σημείου αυτού,το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) έκρινε ότι οι δύο υποθέσεις πρέπει νασυνεκδικασθούν και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

31.
    Στην υπόθεση Τ-121/96, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να ακυρώσει τις αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες επιβλήθηκε στηνπροσφεύγουσα η πληρωμή dispatch ποσού 21 967,19 US$ και νααποφανθεί ότι η προσφεύγουσα δεν είναι υποχρεωμένη να πληρώσειdispatch στις αρχές της Γεωργίας·

—    να υποχρεώσει την Επιτροπή να φροντίσει για την επιστροφή στηνπροσφεύγουσα του ποσού των 21 967,19 US$ εντόκως, με το τρέχον νόμιμοεπιτόκιο του Βελγίου προς 8 % ετησίως, από τις 30 Ιουλίου 1996·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

32.
    Στην υπόθεση Τ-151/96, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 27ης Αυγούστου 1996 με τηνοποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα η πληρωμή dispatch ποσού 6 014,02US$ και, κατά συνέπεια, να αποφανθεί ότι η προσφεύγουσα δεν είναιυποχρεωμένη να πληρώσει dispatch στις αρχές της Γεωργίας·

—    να υποχρεώσει την Επιτροπή να προβεί στην επιστροφή προς τηνπροσφεύγουσα του ποσού των 6 014,02 US$ εντόκως, με το τρέχον νόμιμοεπιτόκιο του Βελγίου προς 7 % ετησίως, από 1ης Σεπτεμβρίου 1996·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να κηρύξει απαράδεκτη την προσφυγή στην υπόθεση Τ-121/96 και,επικουρικώς, να την απορρίψει ως αβάσιμη·

—    να απορρίψει ως αβάσιμη την προσφυγή στην υπόθεση Τ-151/96·

—    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί του αιτήματος να κηρυχθεί απαράδεκτη η προσφυγή στην υπόθεσηΤ-121/96

Επιχειρήματα των διαδίκων

34.
    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή προβάλλει το απαράδεκτο τηςπροσφυγής στην υπόθεση Τ-121/96 ως ασκηθείσας εκπροθέσμως. Κατά τηνΕπιτροπή, η επίδικη απόφαση είχε ήδη ανακοινωθεί στην προσφεύγουσα στις 6Μαΐου 1996, οπότε όλες οι άλλες αποφάσεις της Επιτροπής των οποίων γίνεταιμνεία στο δικόγραφο της προσφυγής αποτελούν αποφάσεις καθαράεπιβεβαιωτικές της επίδικης αποφάσεως. Συνεπώς, η προσφυγή, η οποίαασκήθηκε στις 5 Αυγούστου 1996, είναι εκπρόθεσμη.

35.
    Η Επιτροπή προσθέτει ότι η ένσταση απαραδέκτου, η οποία προβλήθηκε στοστάδιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως, δεν προσκρούει στο άρθρο 48,παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο απαγορεύει την προβολήνέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σεπραγματικά και νομικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά την έγγραφη διαδικασία.Κατά την Επιτροπή, από τη νομολογία προκύπτει ότι το απαράδεκτο για λόγοδημοσίας τάξεως, όπως η εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, το οποίοείναι δυνατόν να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως από το Πρωτοδικείο, μπορεί ναπροβληθεί από τους διαδίκους κατά πάσα στάση της δίκης (βλ., συναφώς, τιςπροτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Darmon στην υπόθεση επί της οποίαςεκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1989, 126/87, Del Platoκατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 643, σημεία 9 και 10).

36.
    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα, ενώ ομολόγησε ότι η υπόκρίση προσφυγή ασκήθηκε βάσει του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της ΣυνθήκηςΕΚ, ισχυρίστηκε ότι τηρήθηκε η δίμηνη προθεσμία. Κατ' αυτήν, η εν λόγωπροθεσμία άρχισε να τρέχει εν προκειμένω μόλις στις 4 Ιουνίου 1996,ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή της ανακοίνωσε με νέα τηλεομοιοτυπίατο ακριβές περιεχόμενο καθώς και την αιτιολογία της τηλεομοιοτυπίας της 6ηςΜαΐου 1996, οπότε από αυτό και μόνον το χρονικό σημείο ήταν σε θέση να κάνειχρήση του δικαιώματός της προς άσκηση προσφυγής (απόφαση του Πρωτοδικείου

της 7ης Μαρτίου 1995, Τ-432/93, Τ-433/93 και Τ-434/93, Socurte κ.λπ. κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-503, σκέψη 49).

37.
    Επικουρικώς, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ακόμη, κατά την επ' ακροατηρίουσυζήτηση, ότι η από 10 Μαΐου 1996 επιστολή, με την οποία πληροφόρησε τηνΕπιτροπή ότι, για την εκτέλεση της μεταφοράς που της είχε ανατεθεί, είχεκαταρτίσει ναυλοσύμφωνο COP, αποτελεί νέο πραγματικό περιστατικό. Κατόπιναυτού, η Επιτροπή έλαβε νέα απόφαση, που ανακοινώθηκε στην προσφεύγουσαμε την τηλεομοιοτυπία της 4ης Ιουνίου 1996, στην οποία απόφαση ελήφθη υπόψητο νέο αυτό πραγματικό περιστατικό (βλ., a contrario, την απόφαση τουΠρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 1995, Τ-514/93, Cobrecaf κ.λπ. κατά Επιτροπής,Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-621, σκέψη 47).

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

38.
    Κατά πάγια νομολογία, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής βάσει τουάρθρου 173 της Συνθήκης είναι δημοσίας τάξεως και δεν εξαρτάται από τουςδιαδίκους και τον δικαστή, δεδομένου ότι έχει ταχθεί για να εξασφαλίζεται ησαφήνεια και βεβαιότητα των εννόμων καταστάσεων και να αποφεύγεται κάθεαυθαίρετη διάκριση ή μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (βλ., ιδίως,τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1987, 152/85, Misset κατάΣυμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 223, σκέψη 11, και της 23ης Ιανουαρίου 1997,C-246/95, Coen, Συλλογή 1997, σ. Ι-403, σκέψη 21).

39.
    Σύμφωνα με το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορείοποτεδήποτε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγους δημοσίαςτάξεως. Η δίμηνη προθεσμία που τάσσει το άρθρο 173, πέμπτο εδάφιο, τηςΣυνθήκης για την άσκηση προσφυγής αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεσηδημοσίας τάξεως. Συνεπώς, εν προκειμένω το Πρωτοδικείο μπορεί να εξετάσειαυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκε η προθεσμία αυτή.

40.
    Η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατ' αποφάσεως αρχίζει νατρέχει, βάσει του άρθρου 173, πέμπτο εδάφιο, της Συνθήκης, από την κοινοποίησητης αποφάσεως στον αποδέκτη της. Κατά πάγια νομολογία, η κοινοποίηση έχεισκοπό να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να λάβει λυσιτελώς γνώσητης υπάρξεως της αποφάσεως και της αιτιολογίας με την οποία το θεσμικό όργανοτη δικαιολογεί. Για να έχει κοινοποιηθεί προσηκόντως, η απόφαση πρέπει να έχειανακοινωθεί στον αποδέκτη της και αυτός να είναι σε θέση να λάβει γνώση αυτής(βλ., ως την πλέον πρόσφατη, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Ιουνίου1997, Τ-196/95, Η κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή,σκέψη 31).

41.
    Συνεπώς, πρέπει να προσδιοριστεί αν η τηλεομοιοτυπία της 6ης Μαΐου 1996αποτελεί απόφαση δεκτική προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 173 τηςΣυνθήκης και, σε καταφατική περίπτωση, αν κοινοποιήθηκε προσηκόντως στηνπροσφεύγουσα.

42.
    Για να εκτιμηθεί αν η τηλεομοιοτυπία της 6ης Μαΐου 1996 αποτελεί απόφαση,πρέπει να εξεταστεί αν είναι ικανή να παραγάγει έννομα αποτελέσματα(απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαρτίου 1980, 133/79, Sucrimex καιWestzucker κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 659, σκέψη 15).

43.
    Συναφώς, από την τηλεομοιοτυπία αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή, σύμφωνα μετο υπόμνημα, επιβάλλει στην προσφεύγουσα την υποχρέωση να καταβάλει στιςαρχές της Γεωργίας, εντός προθεσμίας 20 ημερών, έξοδα εκφορτώσεως καιμεταφοράς, ύψους 89 940,87 US$, στα οποία περιλαμβάνεται ποσό 21 967,19 US$για dispatch. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή αναφέρει το άρθρο 12, παράγραφος 4,στοιχείο β´, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 2009/95, βάσει του οποίου, στηνπερίπτωση μη πληρωμής εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η συσταθείσα από τηνπροσφεύγουσα τραπεζική εγγύηση έπρεπε να καταπέσει μέχρι του οφειλομένουποσού, πλέον των εξόδων μεταφοράς. Συνεπώς, η τηλεομοιοτυπία αυτή αποτελείγια την προσφεύγουσα βλαπτική πράξη, της οποίας η προσφεύγουσα μπόρεσε ναλάβει γνώση κατά μη διφορούμενο τρόπο στις 6 Μαΐου 1996.

44.
    Περί του αν η προσφεύγουσα μπόρεσε να λάβει γνώση της αιτιολογίας τηςεπίδικης αποφάσεως, επιβάλλονται δύο διαπιστώσεις.

45.
    Πρώτον, στην επίδικη απόφαση γίνεται ρητώς μνεία του υπομνήματος, του οποίουτα ασκούντα επιρροή αποσπάσματα είχαν παραληφθεί από την προσφεύγουσα.Το λεκτικό που χρησιμοποίησε η προσφεύγουσα στην από 10 Μαΐου 1996τηλεομοιοτυπία της αποδεικνύει συναφώς ότι είχε κατανοήσει την αιτιολογία πουπροέβαλε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την απόφασή της, καθότι ηπροσφεύγουσα αμφισβητεί το έγκυρο της παραπομπής στο υπόμνημα για να τηςεπιβληθεί η πληρωμή dispatch στις αρχές της Γεωργίας. Στο σημείο 6 τουυπομνήματος αυτού, το οποίο αφορά τη μετά τη μεταφορά εκκαθάριση εκ μέρουςτης Επιτροπής των εξόδων εκφορτώσεως και μεταφοράς, ορίζεται ακριβώς ότι ταέξοδα αυτά υπολογίζονται από την Επιτροπή λαμβανομένων υπόψη του demurrageκαι του dispatch.

46.
    Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ομολόγησε η προσφεύγουσα κατάτην επ' ακροατηρίου συζήτηση, σε κανένα χρονικό σημείο, ούτε πριν από τηνάσκηση της προσφυγής της ούτε ενώπιον του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα δεναμφισβήτησε την ακρίβεια των στοιχείων που περιλαμβάνονται στο time sheet —dispatch/demurrage calculation, το οποίο διαβιβάστηκε από την Επιτροπή ωςπαράρτημα της από 6 Μαΐου 1996 τηλεομοιοτυπίας της. Το έγγραφο αυτόπεριέχει όλα τα λεπτομερή στοιχεία που είναι αναγκαία για τον υπολογισμό τουοφειλομένου εν προκειμένω dispatch, όπως είναι ο ρυθμός εκφορτώσεως (για τονοποίο γινόταν ήδη λόγος στο σημείο 9 του υπομνήματος), η ημερήσια τιμήεπισπεύσεως της εκφορτώσεως, η σε τόνους χωρητικότητα του πλοίου πουεκφορτώθηκε, η ημερομηνία κατάπλου του πλοίου, η ημερομηνία και ώραενάρξεως της εκφορτώσεως, η ημερομηνία και ώρα περατώσεως τηςεκφορτώσεως, καθώς και πλήρης καταγραφή, από ημέρα σε ημέρα, των εργασιών

εκφορτώσεως. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί τώρα να υποστηρίζει, όπωςέπραξε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι, εφόσον δεν ήταν σε θέση ναεξακριβώσει το γνήσιο των στοιχείων του ανωτέρω time sheet —dispatch/demurrage calculation πριν λάβει το επισυναφθέν στην από 17 Ιουλίου1996 επιστολή της Επιτροπής αντίγραφο του πρωτοτύπου, η επίδικη απόφαση δενήταν πλήρης και, επομένως, δεν ήταν ικανή να παραγάγει έννομα αποτελέσματαέναντι της προσφεύγουσας.

47.
    Απ' όλα τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η τηλεομοιοτυπία της 6ης Μαΐου 1996αποτελούσε απόφαση ικανή να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τηςπροσφεύγουσας και ότι της κοινοποιήθηκε προσηκόντως. Συνεπώς, ηπροσφεύγουσα, αφ' ης έλαβε την τηλεομοιοτυπία, ήταν σε θέση να κάνει χρήσητου δικαιώματος προς άσκηση προσφυγής που της αναγνωρίζει το άρθρο 173 τηςΣυνθήκης. Επομένως, η δίμηνη προθεσμία για την άσκηση προσφυγής άρχισε νατρέχει στις 6 Μαΐου 1996.

48.
    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η Επιτροπή απέστειλε,στις 4 Ιουνίου 1996, τηλεομοιοτυπία σε απάντηση της από 10ης Μαΐου 1996τηλεομοιοτυπίας της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, η τηλεομοιοτυπία αυτή της4ης Ιουνίου 1996, με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να αναθεωρήσει τηνπαλαιότερη απόφασή της που περιέχεται στην τηλεομοιοτυπία της 6ης Μαΐου1996, δεν μετέβαλε ουσιωδώς τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας σε σχέσημε εκείνη την οποία δημιούργησε η παλαιότερη αυτή απόφαση, καθότι η Επιτροπήπεριορίστηκε να επιβεβαιώσει την απόφαση αυτή χωρίς να δεχθεί κανένα νέοστοιχείο ικανό να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα ναθίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας (βλ., συναφώς την προαναφερθείσααπόφαση Cobrecaf κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 45, και την απόφαση τουΔικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 1996, C-480/93 P, Zunis Holding κ.λπ. κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-1, σκέψεις 11 έως 14).

49.
    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η γενομένη με την τηλεομοιοτυπία της 4ηςΙουνίου 1996 παραπομπή στο άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 2009/95πρέπει να θεωρηθεί ως απλή εξήγηση σχετικά με τη νομική βάση επί της οποίαςη περιεχομένη στην τηλεομοιοτυπία της 6ης Μαΐου 1996 αρχική απόφαση είχε ήδηστηριχθεί μέσω παραπομπής στο υπόμνημα. Συνεπώς, δεν αποδεικνύει ότι ηΕπιτροπή προέβη σε επανεξέταση του φακέλου μετά την από 10 Μαΐου 1996τηλεομοιοτυπία της προσφεύγουσας. Επί πλέον, η Επιτροπή επιβεβαιώνει σαφώςστην απάντησή της ότι η υποχρέωση πληρωμής του dispatch στηρίζεταιαποκλειστικώς στις εφαρμοστέες εν προκειμένω κανονιστικές διατάξεις«ανεξαρτήτως των αντιθέτων συμβάσεων που οι επιχειρηματίες έχουν συνάψει μετον δικό τους εφοπλιστή». Συνεπώς, η ύπαρξη ναυλοσυμφώνου COP που είχεκαταρτιστεί από την προσφεύγουσα για τη σχετική μεταφορά, για το οποίοναυλοσύμφωνο η προσφεύγουσα ενημέρωσε την Επιτροπή μόλις με την από 10Μαΐου 1996 τηλεομοιοτυπία της, δεν αποτελεί νέο πραγματικό περιστατικό.Συγκεκριμένα, το ναυλοσύμφωνο αυτό, εφόσον ήταν ξένο προς την έννομη σχέσημεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας, δεν ήταν ικανό να μεταβάλει την

εκτίμηση της Επιτροπής ως προς την ύπαρξη και τη βάση της υποχρεώσεωςπληρωμής που επιβλήθηκε με την περιεχομένη στην τηλεομοιοτυπία της 6ηςΜαΐου 1996 απόφαση.

50.
    Επομένως, η τηλεομοιοτυπία της 4ης Ιουνίου 1996 δεν αποτέλεσε νέα απόφασησε σχέση με την απόφαση που περιέχεται στην τηλεομοιοτυπία της 6ης Μαΐου1996.

51.
    Κατά συνέπεια, η δίμηνη προθεσμία για την άσκηση προσφυγής, η οποίαπροθεσμία παρεκτείνεται, σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 2, τουΚανονισμού Διαδικασίας, κατά δύο ημέρες λόγω αποστάσεως υπέρ των διαδίκωνπου είναι εγκατεστημένοι στο Βέλγιο, έληξε τα μεσάνυχτα της 8ης Ιουλίου 1996.

52.
    Συνεπώς, η προσφυγή που ασκήθηκε στην υπόθεση Τ-121/96 στις 5 Αυγούστου1996 είναι εκπρόθεσμη και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη.

53.
    Επί πλέον, εφόσον οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν επί τηςουσίας ταυτίζονται με αυτά που προβλήθηκαν στην υπόθεση Τ-151/96, η προσφυγήαυτή θα έπρεπε ούτως ή άλλως να απορριφθεί επί της ουσίας για τους ίδιουςλόγους με αυτούς που αναπτύσσονται κατωτέρω στο πλαίσιο της υποθέσεωςΤ-151/96.

Στην υπόθεση Τ-151/96: επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της επίδικηςαποφάσεως και επί του αιτήματος να υποχρεωθεί η Επιτροπή να επιστρέψειεντόκως το καταβληθέν dispatch

54.
    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι πρέπει ναθεωρηθεί ότι όσα διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής και στουπόμνημα απαντήσεως που κατέθεσε στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-121/96επαναλαμβάνονται πλήρως στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-151/96. Προς τούτο,επισύναψε τα δύο ανωτέρω δικόγραφα στο υπόμνημα απαντήσεως που κατέθεσεστο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-151/96.

55.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον οι δύο υποθέσεις συνεκδικάζονται, πρέπει, γιατην επίλυση της διαφοράς στην υπόθεση Τ-151/96, να ληφθούν υπόψη ταεπιχειρήματα που αναπτύχθηκαν από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο τηςυποθέσεως Τ-121/96.

56.
    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο τρόπος που έχει διαρθρωθεί το δικόγραφο τηςπροσφυγής δεν είναι πολύ καλός και ότι δεν εξακριβώνεται ποιους λόγουςακυρώσεως προβάλλει η προσφεύγουσα. Εντούτοις, η Επιτροπή μπόρεσε να λάβειθέση επί της ουσίας, η δε διάρθρωση των επιχειρημάτων στην οποία προέβη οεισηγητής δικαστής στην έκθεση ακροατηρίου εγκρίθηκε από τους διαδίκους.Συνεπώς, το Πρωτοδικείο είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του.

Πρώτος λόγος ακυρώσεως: παράβαση του κανονισμού 2009/95 καθώς και τουυπομνήματος

Επιχειρήματα των διαδίκων

57.
    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η απόφαση να της επιβληθεί να πληρώσει dispatch6 014,02 US$ συνιστά παράβαση του κανονισμού 2009/95 και του υπομνήματος,καθότι καμία από τις πράξεις αυτές δεν καθορίζει την παραμικρή τιμή που θαμπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για τον υπολογισμό των δικαιωμάτων αυτών.Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ο υπόχρεος για τηνπληρωμή του dispatch που οφειλόταν στις αρχές της Γεωργίας.

58.
    Η Επιτροπή ήταν σε θέση να προσδιορίσει την τιμή επισπεύσεως τηςεκφορτώσεως όταν προκηρύχθηκε ή, τουλάχιστον, όταν έγινε ο διαγωνισμός.Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα τονίζει ότι το υπόμνημα καταρτίστηκε στις 6Οκτωβρίου 1995, οπότε, όταν της ανατέθηκε το έργο, στις 27 Μαρτίου 1996,μπορούσαν να ανακοινωθούν οι τιμές επισπεύσεως της εκφορτώσεως. Αφότουυποβλήθηκε η προσφορά της προσφεύγουσας, η Επιτροπή ήξερε όλα τα τεχνικάστοιχεία σχετικά με τα πλοία που προορίζονταν να προβούν στη μεταφορά πουανατέθηκε στην προσφεύγουσα, καθότι η προσφεύγουσα ήταν υποχρεωμένη ναπαράσχει τα στοιχεία αυτά βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο δ´,σημείο 3, του κανονισμού 2009/95. Επίσης, από την πρακτική της Επιτροπήςπροκύπτει ότι αυτή είχε πλήρως τη δυνατότητα να προσδιορίσει κατά την έκδοσητου κανονισμού περί προκηρύξεως του διαγωνισμού την τιμή επισπεύσεως τηςεκφορτώσεως. Συναφώς, η προσφεύγουσα επικαλείται τον κανονισμό (ΕΚ)1416/96 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 1996, περί χορηγήσεως σιτηρών ωςεπισιτιστικής βοηθείας (ΕΕ L 182, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1416/96), στον οποίοπεριλαμβάνονται τιμές επισπεύσεως της εκφορτώσεως όσον αφορά μια προμήθειαυπέρ του Μπανγκλαντές.

59.
    Η προσφεύγουσα διερωτάται επίσης ως προς τους λόγους που οδήγησαν τηνΕπιτροπή να μην αποκαλύψει τα αναγκαία στοιχεία για τον υπολογισμό τουdispatch παρά μόνο με το υπόμνημα αντικρούσεως, ενώ θα μπορούσε να τοπράξει προηγουμένως στο στάδιο του διαγωνισμού.

60.
    Η άποψη της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα ήταν υποχρεωμένη να πληρώσειdispatch καταλήγει στο ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να προβλέψει μια τιμή ότανναύλωσε το πλοίο, ενώ αγνοούσε το ποσό που θα οφειλόταν τελικά. Στο σημείοαυτό, η Επιτροπή δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η προσφεύγουσα μπορούσε ναλάβει υπόψη τις τιμές που ίσχυαν στο πλαίσιο παλαιοτέρων εγχειρημάτωνεπισιτιστικής βοηθείας βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1999/94 του Συμβουλίου, της27ης Ιουλίου 1994, σχετικά με δράσεις δωρεάν χορηγήσεως γεωργικών προϊόντωνγια τους πληθυσμούς της Γεωργίας, της Αρμενίας, του Αζερμπαϊτζάν, τηςΚιργιζίας και του Τατζικιστάν (ΕΕ L 201, σ. 1), καθότι οι μεταφορές αυτές έγιναντο 1994 και 1995, ενώ η παρούσα μεταφορά έγινε το 1996.

61.
    Τέλος, η προσφεύγουσα, με το υπόμνημά της απαντήσεως, καταγγέλλει το γεγονόςότι η Επιτροπή, με το να καθορίσει στο υπόμνημα όχι πολύ ταχύ ρυθμόεκφορτώσεως και με το να μη προβλέψει συγχρόνως την τιμή επισπεύσεως τηςεκφορτώσεως, θέσπισε έμμεσα έναν κανόνα ο οποίος καθιστούσε δυνατή, σεπερίπτωση ταχείας εκφορτώσεως, την καταβολή από τον υπέρ ου η κατακύρωσηενός είδους ενισχύσεως προς τον αποδέκτη της επισιτιστικής βοηθείας, δηλαδή,εν προκειμένω, τις αρχές της Γεωργίας. Στην κατάσταση αυτή, είναι παράλογο ναπληρώσει dispatch ο υπέρ ου η κατακύρωση, πολλώ δε μάλλον όταν το ποσό πουζητήθηκε είναι δυσανάλογο σε σχέση με την αξία των μεταφερθέντων τροφίμων.Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν το επιχείρημα αυτό θεωρηθεί ωςνέος ισχυρισμός, είναι παρ' όλ' αυτά παραδεκτό βάσει του άρθρου 48,παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, καθότι στηρίζεται σε στοιχείο πουήλθε σε γνώση της με το παράρτημα Ι του υπομνήματος αντικρούσεως στηνυπόθεση Τ-121/96.

62.
    Η Επιτροπή αντιτάσσει, πρώτον, ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι στονκανονισμό 2009/95 ή στο υπόμνημα δεν προβλέπεται καμία τιμή επισπεύσεως τηςεκφορτώσεως δεν αρκεί για να απαλλαγεί η προσφεύγουσα από την υποχρέωσηπληρωμής του dispatch, εφόσον από το άρθρο 10, παράγραφος 5, του πιο πάνωκανονισμού και από τα σημεία 5 και 9 του υπομνήματος προκύπτει ότι ήταν ουπόχρεος για την πληρωμή του dispatch. Συναφώς, η Επιτροπή αναφέρει το άρθρο55 της Συμβάσεως για τη διεθνή πώληση αγαθών, σύμφωνα με την οποία, στηνπερίπτωση που στη σύμβαση δεν ορίζεται η τιμή πωλήσεως, ο αγοραστήςυποχρεούται να καταβάλει την τιμή που ισχύει γενικώς, κατά τον χρόνο συνάψεωςτης συμβάσεως, για τα αγαθά της ιδίας φύσεως που πωλούνται υπό ανάλογεςσυνθήκες στη συγκεκριμένα αγορά.

63.
    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρέπεινα εξεταστεί αν το ποσό που ζητήθηκε από την προσφεύγουσα για dispatch ήτανεύλογο. Η τιμή επισπεύσεως της εκφορτώσεως, που περιελήφθη τελικά στησυμφωνία μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών της Γεωργίας, δεν μπορεί ναθεωρηθεί παράλογη, καθότι ανάλογες τιμές είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιοπαλαιοτέρου εγχειρήματος επισιτιστικής βοηθείας, όταν είχε επιτραπεί στιςεπιχειρήσεις να διαπραγματευθούν ατομικώς τις τιμές επισπεύσεως τηςεκφορτώσεως. Επί πλέον, από το σημείο 18 του πρώτου μέρους τουναυλοσυμφώνου που καταρτίστηκε μεταξύ της προσφεύγουσας και του πλοιοκτήτητου ναυλωθέντος για τη σχετική μεταφορά πλοίου και επισυνάφθηκε από τηνπροσφεύγουσα στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο στην υπόθεση Τ-151/96, καθώςκαι από τη συμπληρωματική του ρήτρα 23, προκύπτει ότι οι επισταλίεςκαθορίστηκαν σε 2 200 US$, οπότε η τιμή επισπεύσεως της εκφορτώσεως πουέγινε δεκτή από την Επιτροπή στην υπόθεση αυτή, δηλαδή 750 US$ για το πλοίοπου μετέφερε λιγότερο από 1 000 τόνους και 1 100 US$ για τα δύο άλλα πλοίαπου μετέφεραν μεταξύ 1 000 και 2 000 τόνων, δεν είναι παράλογη, λαμβανομένουυπόψη ότι το dispatch ανέρχεται συνήθως στο ήμισυ των επισταλιών.

64.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το εύλογο τωντιμών επισπεύσεως της εκφορτώσεως που έγιναν δεκτές, αλλά περιορίζεται στονισχυρισμό ότι δεν οφειλόταν dispatch, καθότι οι τιμές αυτές δεν περιλαμβάνοντανστα αποσπάσματα του υπομνήματος που ανακοινώθηκαν κατά την ανάθεση τωνσχετικών συμβάσεων. Η καθής προσθέτει ότι καμία άλλη επιχείρηση δεναρνήθηκε να πληρώσει dispatch λόγω του ότι η τιμή δεν ήταν γνωστή κατά τοανωτέρω χρονικό σημείο.

65.
    Δεύτερον, η Επιτροπή φρονεί ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της έννομηςσχέσεως που υφίσταται μεταξύ αυτής και της προσφεύγουσας και της έννομηςσχέσεως που συνδέει την προσφεύγουσα με τον πλοιοκτήτη.

66.
    Η σχέση μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας διέπεται μόνον από τονκανονισμό 2009/95 και το υπόμνημα. Για παράδειγμα, το άρθρο 5, παράγραφος1, του κανονισμού 2009/95 ορίζει ότι η Επιτροπή καταβάλλει μια κατ' αποκοπήντιμή ανά τόνο μεταφερομένων προϊόντων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ηπραγματική τιμή που καθορίστηκε μεταξύ της προσφεύγουσας και του πλοιοκτήτη.Από τις ρυθμίσεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι η προσφεύγουσα ήταν ο υπόχρεοςγια την πληρωμή του οφειλομένου dispatch. Έτσι, το υπόμνημα που καταρτίστηκεμε τις αρχές της Γεωργίας αποσκοπούσε στο να εξασφαλιστεί η πληρωμήεπισταλιών στις επιχειρήσεις που θα προέβαιναν στις προβλεπόμενες μεταφορές.Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι επιχειρήσεις αυτές ήσαν υποχρεωμένες ναπροπληρώσουν μόνο το 70 % των εξόδων εκφορτώσεως, καθότι το υπόλοιπο 30 %οφειλόταν μόνο μετά από αφαίρεση των ενδεχομένων επισταλιών, αναλόγως τηςπραγματικής διαρκείας της εκφορτώσεως. Σε αντάλλαγμα, οι γεωργιανές αρχέςαξίωσαν να προστεθεί, σε περίπτωση ταχείας εκφορτώσεως, dispatch στουπόλοιπο αυτό του 30 %. Το περιεχόμενο του σημείου 6 του υπομνήματος, κατάτο οποίο, αφενός, το dispatch και οι επισταλίες δεν μπορούν να συμφωνηθούν απ'ευθείας με τις λιμενικές αρχές και, αφετέρου, το ανωτέρω υπόλοιπο υπολογίζεταιλαμβανομένων υπόψη των επισταλιών και του dispatch (together with demurrageand dispatch), εξηγείται από αυτή τη διττή απαίτηση. Από το σημείο 2 τουυπομνήματος αυτού προκύπτει επίσης ότι οι αρχές της Γεωργίας, και όχι ηπροσφεύγουσα ως ναυλωτής, ήσαν υπεύθυνες για την εκφόρτωση. Συνεπώς,συντρεχούσης περιπτώσεως, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει συνήθως, οι αρχέςαυτές, και όχι η προσφεύγουσα, θα ήσαν υποχρεωμένες να πληρώσουν επισταλίεςή θα είχαν το δικαίωμα να εισπράξουν dispatch.

67.
    Αντιθέτως, η σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και του πλοιοκτήτη διέπεται απότα ναυλοσύμφωνα που καταρτίστηκαν μεταξύ τους. Έτσι, η ρήτρα 23 τουναυλοσυμφώνου που επισυνάφθηκε στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο στηνυπόθεση Τ-151/96 προβλέπει ότι δεν οφείλεται dispatch, οπότε ο πλοιοκτήτης δενήταν υποχρεωμένος, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει συνήθως, να πληρώσει dispatchστην προσφεύγουσα (τον ναυλωτή). Ωστόσο, τα ναυλοσύμφωνα αυτά δενεπηρεάζουν την υποχρέωση που επέβαλε στην προσφεύγουσα, ως τον υπέρ ου ηκατακύρωση της σχετικής συμβάσεως μεταφοράς, ο κανονισμός 2009/95 καθώςκαι το υπόμνημα να πληρώσει dispatch στις αρχές της Γεωργίας, οι οποίες ήσαν

υπεύθυνες για την εκφόρτωση επί του εθνικού τους εδάφους. Τα ναυλοσύμφωνασκοπούσαν αποκλειστικώς να ρυθμίσουν τις σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσαςκαι του πλοιοκτήτη. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ακόμη ότι η προσφεύγουσα μπορούσενα συντάξει τα ναυλοσύμφωνα με βάση το υπόμνημα, του οποίου γνώριζε τοπεριεχόμενο. Εφόσον προέβλεψε ότι ο πλοιοκτήτης δεν είχε υποχρέωση ναπληρώσει dispatch, εκτέθηκε οικειοθελώς στον κίνδυνο να υποχρεωθεί να τοπληρώσει η ίδια.

68.
    Τρίτον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το ακριβέςποσό του dispatch κατά την υπογραφή του υπομνήματος, καθότι το ποσό αυτόεξηρτάτο από διάφορους παράγοντες που δεν ήσαν τότε γνωστοί, όπως το λιμάνιεκφορτώσεως, η σε τόνους χωρητικότητα του πλοίου, η κατάσταση του πλοίου,καθώς και η εξέλιξη των τιμών στην αγορά των θαλασσίων μεταφορών. Οιισχύουσες τιμές μπορούσαν να προσδιοριστούν μόνο στο μέτρο που ήσανδιαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία. Επί πλέον, ήταν αδύνατον να καθοριστεί, μεβάση τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στις προσφορές της προσφεύγουσας, η σετόνους χωρητικότητα των πλοίων που θα χρησιμοποιούνταν, καθότι οι προσφορέςαυτές περιείχαν μία μόνον ένδειξη σχετικά με τον τύπο του πλοίου και δενανέφεραν ούτε τον αριθμό των πλοίων που θα χρησιμοποιούνταν ούτε τηχωρητικότητά τους σε τόνους. Αντιθέτως, στον κανονισμό 1416/96, τον οποίονεπικαλείται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή ήταν σε θέση να προβλέψει τη σετόνους χωρητικότητα των πλοίων που θα χρησιμοποιούνταν για τη σχετικήμεταφορά και, κατά συνέπεια, να καθορίσει εκ των προτέρων την τιμήεπισπεύσεως της εκφορτώσεως. Η Επιτροπή παρατηρεί ακόμη ότι ηπροσφεύγουσα ουδέποτε ζήτησε πληροφορίες σχετικά με την ισχύουσα τιμήεπισπεύσεως της εκφορτώσεως και, συνεπώς, είναι φανερό ότι δεν είχε καμίααντίρρηση σχετικά με το ότι δεν έγινε ρητώς μνεία της τιμής αυτής στα έγγραφαπου της απεστάλησαν.

69.
    Τέταρτον, η Επιτροπή φρονεί ότι το επιχείρημα ότι η πληρωμή dispatch είναι έναείδος ενισχύσεως προς τις αρχές της Γεωργίας αποτελεί νέον ισχυρισμόαπαράδεκτο βάσει του άρθρυ 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας,εφόσον στηρίζεται σε δύο πραγματικά στοιχεία σχετικά με τον υπολογισμό τουποσού του οφειλομένου dispatch, τα οποία η προσφεύγουσα γνώριζε πολύ πριναπό την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οπροβλεφθείς ρυθμός εκφορτώσεως περιλαμβανόταν στο σημείο 9 τωναποσπασμάτων του υπομνήματος που ανακοινώθηκαν κατά την ανάθεση τωνσχετικών συμβάσεων και ότι η τιμή επισπεύσεως της εκφορτώσεως καθορίστηκεστις επίδικες αποφάσεις. Εν πάση περιπτώσει, ο προβλεφθείς ρυθμόςεκφορτώσεως δεν ήταν βραδύτερος του δέοντος, καθότι ελήφθησαν υπόψη η φύσητων μεταφερθέντων εμπορευμάτων και οι ευκολίες που ήσαν διαθέσιμες στηΓεωργία.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

70.
    Οι σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσας και της Επιτροπής διέπονταιαποκλειστικώς από τον κανονισμό 1975/95 του Συμβουλίου, τους κανονισμούς2009/95 και 449/96 που εξέδωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο που χάραξε οκανονισμός αυτός, την απόφαση της 27ης Μαρτίου 1996 και το υπόμνημα πουκαταρτίστηκε μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών της Γεωργίας, τα ασκούνταεπιρροή αποσπάσματα του οποίου συνόδευαν την από 28 Μαρτίου 1996 επιστολήτης Επιτροπής.

71.
    Από τις πράξεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι οι επιχειρήσεις στις οποίεςκατακυρώθηκαν οι μεταφορές όφειλαν, αν παρίστατο ανάγκη, να πληρώσουνdispatch στις αρχές της Γεωργίας.

72.
    Έτσι, το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 2009/95 ορίζει ότι οι πληρωμέςγια την εκφόρτωση και τη μεταφορά, καθώς και για τις επισταλίες και τα dispatchυπέρ των αρχών της Γεωργίας, πρέπει να γίνουν κατά τον τρόπο και τιςπροϋποθέσεις που ορίζονται στο υπόμνημα. Συνεπώς, η διάταξη αυτή όχι μόνονορίζει ότι το υπόμνημα θα διέπει τον τρόπο και τις προϋποθέσεις πληρωμής τουdispatch, αλλά εισάγει σαφώς την αρχή ότι, συντρεχούσης περιπτώσεως, τοdispatch θα οφείλεται στις αρχές της Γεωργίας, καθότι χρησιμοποιεί τους όρουςοι «πληρωμές για [τα dispatches] υπέρ των γεωργιανών αρχών».

73.
    Ο τρόπος πληρωμής καθορίζεται στο υπόμνημα ως εξής: στο σημείο 5 ορίζεται ότιη επιχείρηση στην οποία έχει κατακυρωθεί η μεταφορά οφείλει να καταβάλει,πριν από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι της Γεωργίας, το 70 % των εξόδωνμεταφοράς και εκφορτώσεως, τα οποία υπολογίζονται με βάση τις μεταφερόμενεςποσότητες. Το σημείο 6 ορίζει ότι το υπόλοιπο 30 % καθώς και οι επισταλίες καιτα dispatch (together with demurrage and dispatch) θα υπολογίζονται από τηνΕπιτροπή μετά την εκφόρτωση με βάση τα time-sheets που συντάσσονται απόκοινού με τον πλοίαρχο και τις λιμενικές αρχές. Στο ίδιο σημείο ορίζεται ότικαμία πληρωμή επισταλιών ή dispatch δεν μπορεί να συμφωνηθεί απ' ευθείας μετις λιμενικές αρχές. Τέλος, το σημείο 7 ορίζει ότι ο επιχειρηματίας οφείλει ναπληρώσει εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών το ποσό για το οποίο γίνεται λόγοςστο σημείο 6.

74.
    Συνεπώς, από τα σημεία 5, 6 και 7 του υπομνήματος προκύπτει ότι η εκκαθάρισηστην οποία προβαίνει η Επιτροπή μετά την εκφόρτωση του πλοίου από τις αρχέςτης Γεωργίας περιλαμβάνει όχι μόνον το υπόλοιπο των εξόδων εκφορτώσεωςαλλά, συντρεχούσης περιπτώσεως, και το dispatch και ότι η επιχείρηση στην οποίαέχει ανατεθεί η μεταφορά οφείλει να πληρώσει dispatch.

75.
    Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα κατάρτισε με πλοιοκτήτη ναυλοσύμφωνο με τοοποίο αποκλείστηκε η πληρωμή οποιουδήποτε dispatch από αυτόν δεν επηρεάζεικαθόλου τη νομική της θέση έναντι της Επιτροπής, καθότι το ναυλοσύμφωνο αυτόέχει ως μόνο σκοπό να ρυθμίσει τις σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσας και τουπλοιοκτήτη. Η ρήτρα no dispatch σημαίνει απλώς και μόνον ότι ο πλοιοκτήτης δενέχει υποχρέωση να πληρώσει dispatch στην προσφεύγουσα, ακόμη και αν αυτή

καταστεί υπόχρεη για την πληρωμή του προς τις αρχές της Γεωργίας βάσει τουάρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 2009/95 και του υπομνήματος.

76.
    Όπως ομολόγησε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ανέλαβεσυνεπώς έναν κίνδυνο με το να αποδεχθεί την πιο πάνω ρήτρα no dispatch. Κατ'αυτήν ανέλαβε τον ανωτέρω κίνδυνο καθότι ήταν πεπεισμένη ότι η μηανακοίνωση, κατά την ανάθεση του έργου, της ακριβούς τιμής επισπεύσεως τηςεκφορτώσεως είχε ως αποτέλεσμα να εμποδιστεί, αν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση,η γένεση της υποχρεώσεως πληρωμής dispatch στις αρχές της Γεωργίας.Εντούτοις, κακώς σχηματίστηκε η πεποίθηση αυτή. Η μη ανακοίνωση στηνπροσφεύγουσα, κατά την ανάθεση του έργου, της τιμής επισπεύσεως τηςεκφορτώσεως δεν απαλλάσσει την προσφεύγουσα από την υποχρέωση αυτή.Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι το υπόμνημα επέβαλε σαφώς στην υπέρης η κατακύρωση επιχείρηση την υποχρέωση πληρωμής του dispatch, χωρίς ναυπεισέλθει στον προσδιορισμό της εκτάσεως της υποχρεώσεως αυτής με το νακαθορίσει την ισχύουσα για την επιχείρηση αυτή τιμή επισπεύσεως τηςεκφορτώσεως. Επί πλέον, καμία άλλη διάταξη των εφαρμοστέων επί των σχέσεωντης Επιτροπής με την προσφεύγουσα κανονιστικών πράξεων δεν επιβάλλει στηνΕπιτροπή την υποχρέωση να καθορίσει την τιμή επισπεύσεως της εκφορτώσεωςπριν από ή κατά την ανάθεση των διαφόρων συμβάσεων μεταφοράς. Υπό τιςσυνθήκες αυτές, η μη ανακοίνωση, κατά την κατακύρωση, των ισχυουσών τιμώνεπισπεύσεως της εκφορτώσεως δεν επηρεάζει αυτή ταύτην την ύπαρξη τηςυποχρεώσεως της προσφεύγουσας να πληρώσει το dispatch.

77.
    Εξάλλου, το ακριβές ύψος του dispatch μπορεί να καθοριστεί μόνο μετά τηνεκφόρτωση του πλοίου, οπότε ο προσδιορισμός του ποσού αυτού πριν από τηνεκφόρτωση είναι παρακινδυνευμένος, ακόμη και αν οι ισχύουσες τιμές είναιγνωστές εκ των προτέρων. Όταν, όπως εν προκειμένω, οι τιμές αυτές δεν είναιγνωστές κατά την ανάθεση του έργου, στον υπέρ ου η κατακύρωση δεν απομένειπαρά να προβλέψει μια εύλογη τιμή.

78.
    Πάντως, στο σημείο αυτό, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το εύλογο της τιμήςεπισπεύσεως της εκφορτώσεως που έγινε τελικά δεκτή εν προκειμένω, πράγμα τοοποίο επιβεβαίωσε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

79.
    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα — γνωρίζοντας από τότε που υπέβαλε τηνπροσφορά της, με βάση το άρθρο 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 2009/95 και,ακόμη ακριβέστερα, κατά την κοινοποίηση των αποσπασμάτων του υπομνήματοςόταν ανατέθηκε το σχετικό έργο, ότι ενδεχομένως θα οφειλόταν dispatch — θαμπορούσε, σε περίπτωση δυσκολίας, να έλθει σε επαφή με την Επιτροπή για ναπληροφορηθεί τις ακριβείς τιμές, προκειμένου να αξιολογήσει καλύτερα τονκίνδυνο που διέτρεχε με το να καταρτίσει ναυλοσύμφωνα με ρήτρα no dispatch.

80.
    Όσο για το επιχείρημα που η προσφεύγουσα αντλεί, στο υπόμνημα απαντήσεως,από την ύπαρξη συγκεκαλυμμένης ενισχύσεως προς τις αρχές της Γεωργίας λόγω

του ύψους του οφειλομένου dispatch, το επιχείρημα αυτό αποτελεί νέον ισχυρισμόαπαράδεκτο βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας,εφόσον στηρίζεται σε δύο πραγματικά στοιχεία τα οποία ήσαν ήδη γνωστά στηνπροσφεύγουσα κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής. Συγκεκριμένα, ουπολογισμός του ποσού του οφειλομένου dispatch εξαρτάται από τονπροβλεπόμενο ρυθμό εκφορτώσεως και από την ισχύουσα τιμή επισπεύσεως τηςεκφορτώσεως. Όμως, το πρώτο στοιχείο περιλαμβάνεται στο σημείο 9 τωναποσπασμάτων του υπομνήματος, που έχουν επισυναφθεί στα εισαγωγικά τηςδίκης έγγραφα στις υπό κρίση υποθέσεις, και για το δεύτερο γίνεται μνεία σεκάθε μία από τις αποφάσεις που αποτελούν αντικείμενο των υπό κρίσηπροσφυγών, οι οποίες αποφάσεις έχουν και αυτές επισυναφθεί στα εισαγωγικάτης δίκης έγγραφα στις υπό κρίση υποθέσεις.

81.
    Απ' όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

Δεύτερος λόγος ακυρώσεως: ασάφεια στον υπολογισμό του οφειλομένου dispatch

Επιχειρήματα των διαδίκων

82.
    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι οι υπολογισμοί των οφειλομένων ποσών,οι οποίοι περιέχονται στην επίμαχη απόφαση, δεν ήσαν σαφείς.

83.
    Η Επιτροπή απαντά ότι ο τρόπος υπολογισμού του ποσού του οφειλομένουdispatch προκύπτει σαφώς από τα έγγραφα που φέρουν τον τίτλο time sheet —dispatch/demurrage calculation και ότι οι διάφοροι υπολογισμοί δεν περιέχουνκανένα σφάλμα.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

84.
    Ο υπολογισμός του οφειλομένου dispatch προκύπτει σαφώς από τα έγγραφα πουφέρουν τον τίτλο time sheet — dispatch/demurrage calculation, τα οποία η Επιτροπήδιαβίβασε στην προσφεύγουσα ως αναπόσπαστο μέρος της επίδικης αποφάσεως.

85.
    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, σε απάντηση ερωτήσεως του Πρωτοδικείου,η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι η προσαπτόμενη έλλειψη σαφήνειας συνίσταται,στην πραγματικότητα, αποκλειστικώς στο γεγονός ότι οι τιμές επισπεύσεως τηςεκφορτώσεως που ίσχυαν όταν έγιναν οι υπολογισμοί δεν ήσαν προηγουμένωςγνωστές στην προσφεύγουσα. Εξ αυτού πρέπει να συναχθεί ότι οι υπολογισμοίήσαν απολύτως σαφείς για την προσφεύγουσα και ότι, στην πραγματικότητα, μετον δεύτερο λόγο ακυρώσεως αμφισβητεί εκ νέου αυτήν ταύτην την υποχρέωσηνα πληρώσει ενδεχομένως dispatch, πράγμα που αποτελεί ακριβώς το αντικείμενοτης επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγουακυρώσεως.

86.
    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί όπως και οπρώτος, πολλώ δε μάλλον καθόσον η προσφεύγουσα ουδόλως αμφισβήτησε

ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι όλοι οι υπολογισμοί είναι ορθοί και στηρίζονταισε εύλογες τιμές επισπεύσεως της εκφορτώσεως.

87.
    Απ' όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι το αίτημα ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεωςπρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του. Κατά συνέπεια το αίτημα να υποχρεωθείη Επιτροπή να επιστρέψει εντόκως το πληρωθέν dispatch έχει καταστεί άνευαντικειμένου.

Επί των δικαστικών εξόδων

88.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείςδιάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα.Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικάέξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Συνεκδικάζει τις υποθέσεις Τ-121/96 και Τ-151/96 προς έκδοση κοινήςαποφάσεως.

2)    Απορρίπτει την προσφυγή στην υπόθεση Τ-121/96 ως απαράδεκτη.

3)    Απορρίπτει την προσφυγή στην υπόθεση Τ-151/96.

4)    Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Lenaerts

Lindh
Cooke

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18Σεπτεμβρίου 1997.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

K. Lenaerts


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.