Language of document : ECLI:EU:T:2010:103

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 19ης Μαρτίου 2010

Υπόθεση T-338/07 P

Irène Bianchi

κατά

Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF)

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτοι υπάλληλοι — Σύμβαση ορισμένου χρόνου — Απόφαση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως — Άρθρο 47, στοιχείο β΄, του ΚΛΠ»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 2007, F-38/06, Bianchi κατά ETF (Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι–Α–1–183 και ΙΙ–Α–1–1009).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Η Irene Bianchi φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF) στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

2.      Αναίρεση — Λόγοι — Ανεπαρκής αιτιολογία

(Άρθρο 253 ΕΚ)

1.      Δυνάμει του άρθρου 11 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των προσκομισθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης αποδεικτικών στοιχείων, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως εκ της φύσεώς του, στον έλεγχο του αναιρετικού δικαστή.

Εξάλλου, ο αναιρετικός δικαστής δεν είναι, κατ’ αρχήν, αρμόδιος να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο για να στηρίξει τη διαπίστωση των περιστατικών αυτών. Εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι κανόνες και γενικές αρχές του δικαίου σε σχέση με το βάρος αποδείξεως και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων, μόνον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως εκ της φύσεώς του, στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου.

Η παραμόρφωση αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

Επομένως, η εξουσία ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου επί των αφορωσών τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτείνεται, μεταξύ άλλων, στην ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεων αυτών που προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, στην παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων, στον νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω στοιχείων και στο ζήτημα αν τηρήθηκαν οι κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων.

(βλ. σκέψεις 61 έως 64, 95 και 102)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 2 Οκτωβρίου 2001, C‑449/99 P, ΕΤΕπ κατά Hautem, Συλλογή 2001, σ. I‑6733, σκέψη 44· 5 Ιουνίου 2003, C‑121/01 P, O’Hannrachain κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑5539, σκέψη 35· 27 Απριλίου 2006, C‑230/05 P, L κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 45 και 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 25 Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑729, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ, 12 Μαρτίου 2008, T‑107/07 P, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑5 και II‑B‑1‑31, σκέψη 30 · 26 Νοεμβρίου 2008, T‑284/07 P, ΓΕΕΑ κατά López Teruel, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑69 και II‑B‑1‑447, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Το ζήτημα κατά πόσον εκπληρώθηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως σε όλη την έκτασή της συνιστά νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως στρεφομένης κατά αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Ως προς το ζήτημα αυτό, αφενός, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των συγκεκριμένων περιστάσεων, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του ενδεχόμενου συμφέροντος του αποδέκτη να λάβει διευκρινίσεις. Για να εκτιμηθεί ο επαρκής χαρακτήρας της αιτιολογίας είναι σημαντικό αυτή να ενταχθεί στο πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως. Αφετέρου, μια απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου το οποίο ο οικείος υπάλληλος γνωρίζει και το οποίο του επιτρέπει να αντιληφθεί το περιεχόμενο του μέτρου που ελήφθη έναντι αυτού.

(βλ. σκέψεις 74 και 75)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 28 Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 453· 28 Φεβρουαρίου 2008, C‑17/07 P, Neirinck κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 50 έως 52· 10 Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I‑4951, σκέψη 30

ΓΔΕΕ, 7 Φεβρουαρίου 2007, T‑118/04 και T‑134/04, Caló κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι‑Α‑2‑37 και ΙΙ‑Α‑2‑253, σκέψεις 127 και 128· 4 Ιουλίου 2007, T‑502/04, Lopparelli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι‑Α‑2‑145 και ΙΙ‑Α‑2‑995, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία