Language of document : ECLI:EU:T:2004:204

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 2ας Ιουλίου 2004 (*)

«Ασφαλιστικά μέτρα – Κανονισμός (ΕΚ) 2032/2003 – Βιοκτόνα προϊόντα – Παραδεκτό της αιτήσεως»

Στην υπόθεση T-78/04 R,

Sumitomo Chemical (UK) plc, εκπροσωπούμενη από τους C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόρους,

αιτούσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον X. Lewis και την F. Simonetti, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, και των παραρτημάτων II και V του κανονισμού (ΕΚ) 2032/2003 της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 2003, για τη δεύτερη φάση του δεκαετούς προγράμματος εργασίας που περιλαμβάνεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά και για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) 1896/2000 (ΕΕ L 307, σ. 1),

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Νομικό πλαίσιο

1       Στις 16 Φεβρουαρίου 1998, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν την οδηγία 98/8/ΕΚ για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (ΕΕ L 123, σ. 1). Η οδηγία αυτή σκοπεί να θεσπίσει ένα κοινοτικό καθεστώς εγκρίσεως και διαθέσεως των βιοκτόνων στην αγορά με σκοπό τη χρήση τους.

2       Σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/8, ένα πρόγραμμα εργασιών τέθηκε σε εφαρμογή για την εξέταση όλων των δραστικών ουσιών στα βιοκτόνα προϊόντα που διετίθεντο ήδη στην αγορά στις 14 Μαΐου 2000 (στο εξής: υπάρχουσες δραστικές ουσίες). Η εγγραφή των υπαρχουσών δραστικών ουσιών στα παραρτήματα I, IA και IB της οδηγίας αποτελεί προϋπόθεση της εγκρίσεως και της διαθέσεως στην αγορά των βιοκτόνων προϊόντων που περιέχουν τις ουσίες αυτές.

3       Η πρώτη φάση του ως άνω προγράμματος εργασιών τέθηκε σε εφαρμογή με τον κανονισμό (ΕΚ) 1896/2000 της Επιτροπής, της 7ης Σεπτεμβρίου 2000, για την πρώτη φάση του προγράμματος που περιλαμβάνεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/8 (ΕΕ L 228, σ. 6). Όπως αναφέρει η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού, «[η] πρώτη φάση του προγράμματος αναθεωρήσεως επιδιώκει να δώσει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να προσδιορίζει τις υπάρχουσες δραστικές ουσίες βιοκτόνων προϊόντων και να καθορίζει εκείνες οι οποίες πρέπει να αξιολογούνται προκειμένου να συμπεριληφθούν, ενδεχομένως, στο παράρτημα Ι, ΙΑ ή στο παράρτημα ΙΒ της οδηγίας [98/8]».

4       Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1896/2000, έκαστος παραγωγός της υπάρχουσας δραστικής ουσίας που διατίθεται στην αγορά προς χρήση σε βιοκτόνα προϊόντα «προσδιορίζει» την εν λόγω δραστική ουσία υποβάλλοντας στην Επιτροπή τις πληροφορίες σχετικά με την ουσία αυτή που προβλέπονται στο παράρτημα Ι του κανονισμού. Επί πλέον, έκαστος παρασκευαστής βιοκτόνου προϊόντος, ήτοι ο κατασκευαστής ή ο αντιπρόσωπός του στην Κοινότητα, μπορεί να προσδιορίζει υπάρχουσα δραστική ουσία.

5       Το άρθρο 4 του κανονισμού 1896/2000 προβλέπει ότι οι παραγωγοί, οι παρασκευαστές και οι ενώσεις που επιθυμούν να υποβάλουν αίτηση για την ένταξη υπάρχουσας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι ή στο παράρτημα ΙA της οδηγίας 98/8 υπάρχουσας δραστικής ουσίας σε έναν ή περισσότερους τύπους προϊόντων κοινοποιούν την εν λόγω δραστική ουσία στην Επιτροπή. Η προθεσμία για την κοινοποίηση των υπαρχουσών δραστικών ουσιών έληξε στις 28 Μαρτίου 2002. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1687/2002 της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, για την πρόσθετη περίοδο κοινοποίησης […] όπως καθορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1896/2000 (ΕΕ L 258, σ. 15), η προθεσμία αυτή παρατάθηκε μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2003 για ορισμένες δραστικές ουσίες.

6       Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1896/2000, κατόπιν της προαναφερθείσας στην προηγούμενη σκέψη κοινοποιήσεως, επρόκειτο να εκδοθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 28 της οδηγίας 98/8, κανονισμός περιλαμβάνων, μεταξύ άλλων, εξαντλητικό κατάλογο των υπαρχουσών δραστικών ουσιών για τις οποίες η Επιτροπή έχει δεχθεί τουλάχιστον μία κοινοποίηση.

7       Ο κανονισμός (ΕΚ) 2032/2003 της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 2003, για τη δεύτερη φάση του δεκαετούς προγράμματος εργασίας που περιλαμβάνεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/8 και για την τροποποίηση του κανονισμού 1896/2000 (ΕΕ L 307, σ. 1), εισάγει την έννοια του «συμμετέχοντος», ο οποίος ορίζεται στο άρθρο 2 ως:

«[…] ο παραγωγός, ο παρασκευαστής ή η ένωση που έχει υποβάλει κοινοποίηση η οποία έχει γίνει δεκτή από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού […] 1896/2000 […]»

8       Το άρθρο 3 του κανονισμού 2032/2003 αφορά τις «προσδιορισμένες και κοινοποιημένες δραστικές ουσίες» κατά την πρώτη φάση. Ορίζει, στην παράγραφο 2, τα εξής:

«Το παράρτημα ΙΙ περιλαμβάνει τον διεξοδικό κατάλογο των υπαρχουσών δραστικών ουσιών για τις οποίες:

α)      έχει γίνει δεκτή από την Επιτροπή τουλάχιστον μία κοινοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού […] 1896/2000,

[…]

Ο κατάλογος αυτός αναφέρει, για κάθε κοινοποιημένη υπάρχουσα δραστική ουσία που περιλαμβάνεται, τον τύπο(ους) προϊόντων για τον(ους) οποίο(ους) έχει γίνει δεκτή κοινοποίηση […]»

9       Το άρθρο 5 του κανονισμού 2032/2003, που περιέχει τις διατάξεις περί της αναθεωρήσεως των κοινοποιημένων υπαρχουσών δραστικών ουσιών, προβλέπει τα εξής:

«1. Την αναθεώρηση μιας δραστικής ουσίας που απαριθμείται στο παράρτημα II σχετικά με τον καθοριζόμενο(ους) τύπο(ους) προϊόντων, αναλαμβάνει το κράτος μέλος εισηγητής που έχει καθοριστεί για τον σκοπό αυτό, βάσει του πλήρους φακέλου για την εν λόγω ουσία και τύπο προϊόντος, υπό τον όρον ότι:

α)       ο φάκελος πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα IV·

β)       ο πλήρης φάκελος υποβάλλεται εντός του χρονικού διαστήματος που καθορίζεται στο παράρτημα V του παρόντος κανονισμού για τον σχετικό τύπο προϊόντων, μαζί με την περίληψη του φακέλου που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, [στοιχείο] β΄, της οδηγίας 98/8 […] και προσδιορίζεται στο παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού.

Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 8, μια δραστική ουσία που απαριθμείται στο παράρτημα ΙΙ αναθεωρείται αποκλειστικά σε σχέση με τον(ους) τύπο(ους) προϊόντων για τον(ους) οποίο(ους) έχει γίνει δεκτή κοινοποίηση.

2.       Τα κράτη μέλη εισηγητές, που έχουν καθοριστεί για την αναθεώρηση δραστικών ουσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ όσον αφορά τους τύπους προϊόντων 8 και 14, προσδιορίζονται στο μέρος Α του παραρτήματος V.

Τα κράτη μέλη εισηγητές, που έχουν καθοριστεί για την αναθεώρηση δραστικών ουσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ όσον αφορά τους τύπους προϊόντων 16, 18, 19 και 21, προσδιορίζονται στο μέρος Β του παραρτήματος V.

Ένα κράτος μέλος το οποίο έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για μια υπάρχουσα δραστική ουσία, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού […] 1896/2000, δεν ορίζεται ως κράτος μέλος εισηγητής για την ουσία αυτή.

3.       Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 8 του παρόντος κανονισμού, ένας αιτών, ο οποίος δεν είναι συμμετέχων και ο οποίος επιθυμεί να υποβάλει αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 98/8[…], για την καταχώριση στο παράρτημα I, IA ή IB της οδηγίας μιας υπάρχουσας δραστικής ουσίας που κοινοποιήθηκε, ή για την οποία εξέφρασε ενδιαφέρον ένα από τα κράτη μέλη, σχετικά με έναν τύπο προϊόντων που καθορίζεται στο παράρτημα V του παρόντος κανονισμού, υποβάλλει πλήρη φάκελο, εντός του χρονικού διαστήματος που προσδιορίζεται στο παράρτημα αυτό, για τον εν λόγω συνδυασμό δραστικής ουσίας/τύπου προϊόντων.

4.       Οι αρμόδιες αρχές, κατά την 1η Ιουλίου 2003, απαριθμούνται στο παράρτημα VI.»

10     Το άρθρο 6, που θεσπίζει τους κανόνες προετοιμασίας του πλήρους φακέλου, ορίζει τα εξής:

«1.       Κατά την προετοιμασία του πλήρους φακέλου, καταβάλλεται κάθε εύλογη προσπάθεια ώστε, μεταξύ άλλων να αποφεύγεται επανάληψη των δοκιμών σε σπονδυλωτά ζώα και να συντάσσεται συλλογικός πλήρης φάκελος, όπου ενδείκνυται.

2.       Πριν αρχίσει τη σύνταξη του πλήρους φακέλου, ο συμμετέχων:

α)       ενημερώνει το κράτος μέλος εισηγητή σχετικά με τις τυχόν δοκιμές σε σπονδυλωτά ζώα, τις οποίες έχει ήδη διεξαγάγει·

β)       έρχεται σε επαφή με το κράτος μέλος εισηγητή και ζητεί τη συμβουλή του σχετικά με τη δυνατότητα αποδοχής των δικαιολογητικών προκειμένου να μην διεξαχθούν ορισμένες μελέτες·

γ)       ενημερώνει το κράτος μέλος εισηγητή σχετικά με τυχόν πρόθεσή του να διεξάγει περαιτέρω δοκιμές σε σπονδυλωτά ζώα, για τους σκοπούς του πλήρους φακέλου·

δ)       όταν πληροφορείται από το κράτος μέλος εισηγητή ότι άλλος συμμετέχων έχει κοινοποιήσει σχέδια να διεξάγει τις ίδιες δοκιμές, καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια να συνεργαστεί με αυτόν τον συμμετέχοντα για την εκτέλεση κοινών δοκιμών.

Η συμβουλή που δίδεται από τα κράτη μέλη εισηγητές, σύμφωνα με το [στοιχείο] β΄ του πρώτου εδαφίου, δεν προδικάζει το αποτέλεσμα του ελέγχου πληρότητας, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1.

3.       Το κράτος μέλος εισηγητής δύναται να καθιστά διαθέσιμες παραπομπές σε τυχόν δοκιμές, οι οποίες έχουν διεξαχθεί σε σπονδυλωτά ζώα όσον αφορά μια δραστική ουσία που απαριθμείται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού, εκτός από τις περιπτώσεις που η παραπομπή αυτή έχει γίνει αποδεκτή ως εμπιστευτική, σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας 98/8[…]. Η εν λόγω παραπομπή μπορεί να περιλαμβάνει την ονομασία της σχετικής δραστικής ουσίας, τα τελικά σημεία των δοκιμών και τη διεύθυνση επικοινωνίας με τον κάτοχο των δεδομένων.

4.       Σε περίπτωση που το κράτος μέλος εισηγητής γνωρίζει ότι περισσότεροι του ενός συμμετέχοντες επιδιώκουν αναθεώρηση μιας συγκεκριμένης δραστικής ουσίας, ενημερώνει αναλόγως αυτούς τους συμμετέχοντες.

5.       Οι συμμετέχοντες, οι οποίοι επιθυμούν αναθεώρηση της ίδιας δραστικής ουσίας για τον(ους) ίδιο(ους) τύπο(ους) προϊόντων, καταβάλλουν κάθε εύλογη προσπάθεια να υποβάλουν συλλογικό πλήρη φάκελο, τηρώντας πλήρως τους κοινοτικούς κανόνες περί ανταγωνισμού.

Σε περίπτωση που, υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν υποβάλλεται συλλογικός φάκελος, κάθε ατομικός φάκελος αναφέρει λεπτομερώς τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για να εξασφαλιστεί συνεργασία, καθώς και τους λόγους της μη συμμετοχής.

[…]»

11     Το άρθρο 7, που επιγράφεται «Υποβολή του πλήρους φακέλου», ορίζει τα εξής:

«Ο συμμετέχων υποβάλλει στο κράτος μέλος εισηγητή τουλάχιστον ένα αντίγραφο του πλήρους φακέλου σε έντυπη μορφή και ένα αντίγραφο σε ηλεκτρονική μορφή.

Ο συμμετέχων υποβάλλει επίσης […] ένα αντίγραφο της περίληψης του φακέλου σε έντυπη μορφή […]»

12     Το άρθρο 8 θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με τη σύμπραξη, την αντικατάσταση ή την απόσυρση των συμμετεχόντων. Προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.       Εάν, με αμοιβαία συμφωνία, ένας παραγωγός, παρασκευαστής ή ένωση συμπράξουν με έναν συμμετέχοντα ή τον αντικαταστήσουν κατά την υποβολή του πλήρους φακέλου, όλα τα μέρη της συμφωνίας ενημερώνουν από κοινού την Επιτροπή και το κράτος μέλος εισηγητή αναλόγως, επισυνάπτοντας οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο πρόσβασης.

Η Επιτροπή ενημερώνει αναλόγως οποιονδήποτε άλλον συμμετέχοντα επιθυμεί αναθεώρηση της ίδιας δραστικής ουσίας σε σχέση με τον(ους) ίδιο(ους) τύπο(ους) προϊόντων.

[…]

3.       Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη σε περίπτωση που, όσον αφορά έναν συγκεκριμένο συνδυασμό υπάρχουσας δραστικής ουσίας/τύπου προϊόντων, έχουν αποσυρθεί όλοι οι συμμετέχοντες. Επίσης, οι πληροφορίες αυτές δημοσιοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα.

4.       Εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση των πληροφοριών της παραγράφου 3, ένας παραγωγός, παρασκευαστής, ένωση ή άλλο άτομο, που επιθυμεί να αναλάβει τον ρόλο του συμμετέχοντος όσον αφορά τον συνδυασμό υπάρχουσας δραστικής ουσίας/τύπου προϊόντων, ενημερώνει την Επιτροπή αναλόγως.

Εντός του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ένα κράτος μέλος επίσης μπορεί να εκδηλώσει στην Επιτροπή ενδιαφέρον για την καταχώριση στο παράρτημα I, IA ή IB της οδηγίας 98/8[…] του συνδυασμού υπάρχουσας δραστικής ουσίας/τύπου προϊόντων, σε περίπτωση που υπάρχουν χρήσεις τις οποίες το κράτος μέλος θεωρεί βασικές, ιδίως για την προστασία της ανθρώπινης υγείας, της υγείας των ζώων ή του περιβάλλοντος. Εκδηλώνοντας τέτοιου είδους ενδιαφέρον, το εν λόγω κράτος μέλος θεωρείται ότι έχει αναλάβει τον ρόλο συμμετέχοντος.

Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο, το σχετικό χρονικό διάστημα που ορίζεται στο παράρτημα V δύναται, κατά περίπτωση, να παραταθεί και να καθοριστεί διαφορετικό κράτος μέλος εισηγητής.

5.       Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν λάβει καμία απάντηση σύμφωνα με την παράγραφο 4, λαμβάνεται απόφαση να μην καταχωριστεί η υπάρχουσα δραστική ουσία στο παράρτημα I, IA ή IB της οδηγίας 98/8[…], στο πλαίσιο του προγράμματος αναθεώρησης, για τον(ους) σχετικό(ούς) τύπο(ους) προϊόντων.»

 Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

13     Η αιτούσα παράγει και διαθέτει στο εμπόριο 18 δραστικές ουσίες και βιοκτόνα προϊόντα που περιέχουν τις δραστικές αυτές ουσίες. Όσον αφορά οκτώ από τις εν λόγω δραστικές ουσίες, η αιτούσα είναι ο μόνος κοινοποιήσας που έγινε δεκτός από την Επιτροπή και ο οποίος, ως εκ τούτου, κατέση «συμμετέχων», σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 2032/2003.

14     Όσον αφορά τις προαναφερθείσες 18 δραστικές ουσίες, από το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 2032/2003 προκύπτει ότι η κοινοποίηση έγινε δεκτή για τον τύπο προϊόντος 18 (εντομοκτόνα). Για μία από τις ίδιες αυτές δραστικές ουσίες, ήτοι την περμεθρίνη, η κοινοποίηση έγινε επίσης δεκτή για τον τύπο προϊόντος 8 (συντηρητικά ξύλου). Από το μέρος B του παραρτήματος V του κανονισμού 2032/2003 προκύπτει ότι, για τις δραστικές ουσίες των οποίων η κοινοποίηση έγινε δεκτή για τον τύπο προϊόντος 18, οι πλήρεις φάκελοι πρέπει να παραληφθούν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισηγητή το νωρίτερο την 1η Νοεμβρίου 2005 και το αργότερο στις 30 Απριλίου 2006. Από το μέρος A του παραρτήματος V του ίδιου κανονισμού προκύπτει ότι, για τον τύπο προϊόντος 8, οι πλήρεις φάκελοι έπρεπε να παραληφθούν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισηγητή το αργότερο έως τις 28 Μαρτίου 2004.

15     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Φεβρουαρίου 2004, η αιτούσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, προσφυγή με την οποία ζήτησε την ακύρωση του άρθρου 3, του άρθρου 4, παράγραφος 2, του άρθρου 5, παράγραφος 3, του άρθρου 10, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 11, παράγραφος 3, του άρθρου 13, του άρθρου 14, παράγραφος 2, καθώς και του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 2032/2003.

16     Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 24 Μαρτίου 2004, η αιτούσα υπέβαλε βάσει των άρθρων 242 EΚ και 243 EΚ αίτηση με την οποία ζήτησε, αφενός, την αναστολή εκτελέσεως του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, και των παραρτημάτων II και V του κανονισμού 2032/2003 και, αφετέρου, τη λήψη «κάθε άλλου προσωρινού μέτρου που [ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής] θα κρίνει ενδεδειγμένο».

17     Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η αιτούσα ζήτησε από τον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή να κάνει δεκτή κατεπειγόντως την αίτησή της, τούτο δε προτού η Επιτροπή υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

18     Με διάταξη της 26ης Μαρτίου 2004 (T-78/04 R, η οποία δεν δημοσιεύθηκε στη Συλλογή), ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου διέταξε, βάσει του άρθρου 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, την αναστολή εκτελέσεως του παραρτήματος V του κανονισμού 2032/2003 στον βαθμό που υποχρεώνει την αιτούσα να υποβάλει πλήρη φάκελο για τη δραστική ουσία περμεθρίνη πριν από τις 28 Μαρτίου 2004.

19     Η Επιτροπή κατέθεσε τις γραπτές παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων την 1η Απριλίου 2004.

20     Η ακρόαση ενώπιον του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή πραγματοποιήθηκε στις 14 Μαΐου 2004.

 Σκεπτικό

21     Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων, αφενός, των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ και, αφετέρου, του άρθρου 225, παράγραφος 1, ΕΚ, το Πρωτοδικείο μπορεί, εφόσον κρίνει ότι οι περιστάσεις το απαιτούν, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή τη λήψη των αναγκαίων προσωρινών μέτρων.

22     Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να διευκρινίζονται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως καθώς και οι πραγματικοί και νομικοί ισχυρισμοί που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται (fumus boni juris). Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, πράγμα που σημαίνει ότι η αίτηση αναστολής εκτελέσεως πρέπει να απορρίπτεται εφόσον μία απ’ αυτές απουσιάζει [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-4971, σκέψη 30].

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

23     Κατά πάγια νομολογία, το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής στην κύρια δίκη δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξετάζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, διότι άλλως προδικάζεται η κρίση της ουσίας της υποθέσεως. Εντούτοις, μπορεί να καταστεί αναγκαία, όταν προβάλλεται το προδήλως απαράδεκτο της προσφυγής στην κύρια δίκη επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, η απόδειξη περί υπάρξεως ορισμένων στοιχείων από τα οποία μπορεί να συναχθεί, εκ πρώτης όψεως, το παραδεκτό μιας τέτοιας προσφυγής (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 1988, 376/87 R, Distrivet κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 209, σκέψη 21, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 11ης Απριλίου 2003, T-392/02 R, Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑1825, σκέψη 53).

24     Εν προκειμένω, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής θεωρεί ότι πρέπει να εξεταστεί αν η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η αιτούσα είναι προδήλως απαράδεκτη.

25     Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Φρονεί συναφώς ότι η θέση της αιτούσας σε σχέση με τον κανονισμό 2032/2003 είναι κατ’ ουσίαν ίδια με τη θέση της Bactria Industriehygiene-Service Verwaltungs GmbH & Co. KG σε σχέση με τον κανονισμό 1896/2000. Ο κοινοτικός δικαστής όμως έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή που άσκησε η εταιρία αυτή κατά του τελευταίου αυτού κανονισμού (διάταξη του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2002, T‑339/00, Bactria κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2287, η οποία επιβεβαιώθηκε κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως με τη διάταξη του Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2003, C-258/02 P, Bactria κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι-15105). Κατά την Επιτροπή, ο κανονισμός 2032/2003 μπορεί κατ’ αρχήν να εφαρμοστεί σε απροσδιόριστο αριθμό επιχειρηματιών και όχι σε μια κλειστή κατηγορία περιλαμβάνουσα μόνον αυτούς που είναι συμμετέχοντες κατά την ημερομηνία εκδόσεως του κανονισμού αυτού. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2032/2003, ένας παραγωγός, ένας παρασκευαστής ή μια ένωση που δεν είναι ακόμα συμμετέχοντες μπορούν να συμπράξουν με συμμετέχοντα για την υποβολή πλήρους φακέλου. Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 2032/2003, ένας παραγωγός, ένας παρασκευαστής ή μια ένωση μπορεί να αναλάβει τον ρόλο του συμμετέχοντος υπό τις προϋποθέσεις που διατυπώνονται στη διάταξη αυτή. Τέλος, το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 2032/2003 επιτρέπει σε ένα αιτούντα ο οποίος δεν είναι συμμετέχων να ζητήσει την καταχώριση υπάρχουσας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, IA ή IB της οδηγίας 98/8. Ο αιτών αυτός υπόκειται σε ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 2032/2003, όπως αυτή που αφορά την προθεσμία που καθορίζει το παράρτημα V, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3.

26     Η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε είναι παραδεκτή.

27     Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, EΚ παρέχει στους ιδιώτες το δικαίωμα να προσβάλλουν κάθε απόφαση η οποία, μολονότι έχει εκδοθεί υπό τη μορφή κανονισμού, τους αφορά άμεσα και ατομικά. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι, ιδίως, να αποτρέψει το ενδεχόμενο να αποκλείουν τα κοινοτικά όργανα, με την απλή επιλογή της μορφής του κανονισμού, τη δυνατότητα των ιδιωτών να ασκούν προσφυγή κατ’ αποφάσεως που τους αφορά άμεσα και ατομικά και να διασαφηνιστεί έτσι ότι η επιλογή της μορφής δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση μιας πράξεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1980, 789/79 και 790/79, Calpak και Società Emiliana Lavorazione Frutta κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 311, σκέψη 7· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 1996, T-298/94, Roquette Frères κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. II-1531, σκέψη 35, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T-13/99, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3305, σκέψη 81, και T-70/99, Alpharma κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3495, σκέψη 73).

28     Με την προπαρατεθείσα διάταξη της 29ης Απριλίου 2002, Bactria κατά Επιτροπής (η οποία επιβεβαιώθηκε κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως με την προπαρατεθείσα διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2003, Bactria κατά Επιτροπής), το Πρωτοδικείο έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή που άσκησε η αιτούσα κατά του κανονισμού 1896/2000, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο εν λόγω κανονισμός μπορούσε, σύμφωνα με τη διατύπωσή της, να εφαρμοστεί σε απροσδιόριστο αριθμό επιχειρηματιών που έχουν συμφέρον στον προσδιορισμό και την κοινοποίηση των υπαρχουσών δραστικών ουσιών και των βιοκτόνων προϊόντων που περιέχουν τις ουσίες αυτές.

29     Εν προκειμένω, ο κανονισμός 2032/2003 επιβάλλει μια σειρά υποχρεώσεων, ιδίως με τα άρθρα του 6 και 7 που αφορούν την προετοιμασία και την υποβολή ενός πλήρους φακέλου, στους παραγωγούς, στους παρασκευαστές ή στις ενώσεις που κατέθεσαν, πριν από τις 28 Μαρτίου 2002 ή, ενδεχομένως, πριν από τις 31 Ιανουαρίου 2003, κοινοποίηση η οποία έγινε δεκτή από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2000.

30     Έτσι, αντίθετα προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα διάταξη της 29ης Απριλίου 2002, Bactria κατά Επιτροπής, στην υπό κρίση περίπτωση, ο κανονισμός 2032/2003 εφαρμόζεται σε καθορισμένη κατηγορία επιχειρηματιών οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού, αποκαλούνται «συμμετέχοντες». Περαιτέρω, όπως παρατήρησε η αιτούσα με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ο κανονισμός 2032/2003 επιτρέπει τον προσδιορισμό των συμμετεχόντων αυτών, καθόσον, σε μια υποσημείωση στο παράρτημα II του κανονισμού, αναφέρεται ότι «[λ]επτομερή στοιχεία επικοινωνίας με συμμετέχοντες βρίσκονται στη διεύθυνση: http://ecbrjc.it/biocides».

31     Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 4, καθώς και στο άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 2032/2003 για να αποδείξει ότι ο κανονισμός απευθύνεται ωστόσο σε ένα «ανοικτό» κύκλο επιχειρηματιών.

32     Όσον αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 1, τούτο προβλέπει τη δυνατότητα ενός παρασκευαστή ή μιας ενώσεως που δεν είναι ήδη συμμετέχοντες να συμπράξουν με ένα συμμετέχοντα ή να τον αντικαταστήσουν κατά την υποβολή ενός πλήρους φακέλου, με «αμοιβαία συμφωνία».

33     Το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 2032/2003 προβλέπει ότι ένας παραγωγός, ένας παρασκευαστής ή μια ένωση μπορούν να αναλάβουν τον ρόλο του συμμετέχοντος αν, όσον αφορά συγκεκριμένο συνδυασμό υπάρχουσας δραστικής ουσίας/τύπου προϊόντων, έχουν αποσυρθεί όλοι οι συμμετέχοντες.

34     Είναι συνεπώς αληθές, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 2032/2003, ο αριθμός και η ταυτότητα των συμμετεχόντων μπορούν, κατ’ αρχήν, να αλλάξουν.

35     Ωστόσο, όπως το εξήγησε και η αιτούσα κατά την ακρόαση, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει επίσης ότι η ενδεχόμενη αλλαγή του αριθμού και της ταυτότητας των συμμετεχόντων εξαρτάται απολύτως από αποφάσεις που λαμβάνουν οι τελευταίοι αυτοί, οι οποίοι πρέπει, προηγουμένως, είτε να δεχθούν να αντικατασταθούν από νέες επιχειρήσεις ή να προστεθούν σ’ αυτούς νέες επιχειρήσεις, είτε να αποφασίσουν να αποσυρθούν εντελώς από το πρόγραμμα εξετάσεως. Δεδομένων των στοιχείων αυτών, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι ο αριθμός και η ταυτότητα των επιχειρηματιών τους οποίους επηρεάζει ο κανονισμός 2032/2003 μπορούν να θεωρηθούν επαρκώς προσδιορίσιμοι κατά τον χρόνο της εκδόσεως του εν λόγω κανονισμού ώστε να αναγνωριστεί στην αιτούσα η ιδιότητα του διαδίκου τον οποίον ο εν λόγω κανονισμός αφορά ατομικώς.

36     Όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 2032/2003, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ένας επιχειρηματίας ο οποίος δεν είναι συμμετέχων μπορεί να ζητήσει την καταχώριση στο παράρτημα I, IA ή IB της οδηγίας 98/8 μιας υπάρχουσας δραστικής ουσίας που έχει κοινοποιηθεί, οπότε στην περίπτωση αυτή πρέπει να υποβάλει πλήρη φάκελο εντός του χρονικού διαστήματος που προσδιορίζεται στο παράρτημα V του κανονισμού αυτού. Ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, ο οικείος επιχειρηματίας αποκτά την ιδιότητα του «συμμετέχοντος» βάσει του κανονισμού 2032/2003 ούτε ότι υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις με τους συμμετέχοντες. Συγκεκριμένα, ναι μεν είναι ακριβές ότι ο επιχειρηματίας αυτός πρέπει να τηρεί τις ίδιες προθεσμίες όσον αφορά την υποβολή του πλήρους φακέλου, πλην όμως ο κανονισμός 2032/2003 επιβάλλει στους συμμετέχοντες και μόνο μια σειρά υποχρεώσεων, που αφορούν, μεταξύ άλλων, την προετοιμασία του πλήρους φακέλου (βλ. άρθρο 6 του κανονισμού 2032/2003). Την ανάλυση αυτή φαίνεται να τη συμμερίζεται και η Επιτροπή, η οποία, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, παρατηρεί ότι ο αιτών υπόκειται «τουλάχιστον σε ορισμένες διατάξεις του κανονισμού, για παράδειγμα στην προθεσμία που καθορίζει το παράρτημα V, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3».

37     Στις προεκτεθείσες παρατηρήσεις προστίθεται το γεγονός ότι η αιτούσα προέβαλε μια σειρά επιχειρημάτων για να αποδείξει ότι ο κανονισμός 2032/2003 την αφορά ατομικώς, χωρίς τα επιχειρήματα αυτά να αντικρουστούν από την Επιτροπή. Ειδικότερα, η αιτούσα παρατήρησε ότι μετέσχε στην έκδοση του κανονισμού 2032/2003, στον βαθμό που η προετοιμασία και η υποβολή των στοιχείων της στον φάκελο κοινοποιήσεως για έκαστο των συνδυασμών της δραστική ουσία/τύπος προϊόντος αποτελούσαν αναγκαία προϋπόθεση για την εκκίνηση του προγράμματος αναθεωρήσεως βάσει του κανονισμού 1896/2000. Οι ενέργειες αυτές παρέσχον, εν συνεχεία, τη δυνατότητα στην Επιτροπή να προσδιορίσει τις δραστικές ουσίες και τους τύπους προϊόντων που εμπίπτουν στο πρόγραμμα αναθεωρήσεως βάσει του κανονισμού 2032/2003 και οι οποίοι περιλαμβάνονται στο παράρτημα II του κανονισμού αυτού. Επί πλέον, η αιτούσα τυγχάνει της ειδικής προστασίας που παρέχεται, βάσει του άρθρου 12 της οδηγίας 98/8, στα στοιχεία που υπέβαλε με την κοινοποίησή της και τον πλήρη φάκελό της για έκαστο των κοινοποιηθέντων συνδυασμών της δραστικής ουσίας/τύπου προϊόντος, την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν (προπαρατεθείσα απόφαση Alpharma κατά Συμβουλίου). Η αιτούσα παρατήρησε επίσης ότι τυγχάνει ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων που προκύπτουν από την οδηγία 98/8, από τον κανονισμό 1896/2000 και από τον κανονισμό 2032/2003 και οι οποίες την εξατομικεύουν όσον αφορά τη διαδικασία στην υπόθεση της κύριας δίκης (προπαρατεθείσα απόφαση Alpharma κατά Συμβουλίου). Επί πλέον, η αιτούσα διαφέρει από όλους τους λοιπούς επιχειρηματίες, στον βαθμό που είναι κάτοχος προϋφισταμένων αποκλειστικών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία θίγει ο κανονισμός 2032/2003 (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1994, C-309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I‑1853). Τέλος, κατά την αιτούσα, η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να λάβει υπόψη τα συμφέροντα όλων των «συμμετεχόντων», δεδομένου ότι, αφενός, γνώριζε την ταυτότητά τους και την έννομη κατάστασή τους και, αφετέρου, οι κοινοποιήσεις που έγιναν δεκτές αποτελούσαν τους μοναδικούς λόγους της εκδόσεως του κανονισμού 2032/2003 (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T-480/93 και T-483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2305).

38     Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι ο κανονισμός 2032/2003 αφορά άμεσα την αιτούσα, καθόσον ο κανονισμός αυτός αφορά άμεσα μια σειρά δραστικών ουσιών που αυτή παράγει και ως προς τις οποίες ο εν λόγω κανονισμός επιβάλλει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων.

39     Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο κανονισμός 2032/2003 αφορά άμεσα και ατομικά την αιτούσα και, κατά συνέπεια, ότι αυτή μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει την ακύρωσή του βάσει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, EΚ.

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων

40     Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων είναι απαράδεκτη, λόγω του ότι δεν είναι ταυτόσημες οι διατάξεις που προσβάλλονται με την προσφυγή και οι διατάξεις των οποίων ζητείται η αναστολή εκτελέσεως. Η διαφορά αυτή συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, προβλεπόμενη στο άρθρο 104, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά την Επιτροπή, ναι μεν ο κοινοτικός δικαστής δεν εφαρμόζει πάντοτε αυστηρώς τον κανόνα που επιβάλλει να είναι ακριβώς το ίδιο το μέτρο που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής ακυρώσεως και της αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως, πλην όμως η αναστολή ενός μέτρου που δεν αποτελεί αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως πρέπει να γίνεται δεκτή σε εξαιρετικές μόνον περιπτώσεις.

41     Κατά την ακρόαση, η αιτούσα ισχυρίστηκε ότι η αίτησή της λήψεως ασφαλιστικών μέτρων ήταν παραδεκτή.

42     Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 104, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι η αίτηση αναστολής εκτελέσεως πράξεως κοινοτικού οργάνου, που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 242 ΕΚ, είναι παραδεκτή μόνον αν ο αιτών προσέβαλε την πράξη αυτή με προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου.

43     Όσον αφορά αίτηση με την οποία ζητείται η λήψη ενός από τα προσωρινά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 243 EΚ, από το άρθρο 104, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή αν υφίσταται αρκούντως στενός σύνδεσμος μεταξύ του αιτουμένου προσωρινού μέτρου και του αντικειμένου της προσφυγής. Ωστόσο, ο κανόνας του άρθρου 104, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, εφαρμόζεται σε αίτηση προσωρινών μέτρων οσάκις με την αίτηση αυτή επιδιώκεται, κατ’ ουσίαν, το ίδιο αποτέλεσμα με μια αίτηση αναστολής εκτελέσεως, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 22ας Νοεμβρίου 1995, T‑395/94 R II, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2893, σκέψη 39).

44     Διευκρινίζεται συναφώς ότι ο σκοπός της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων συνίσταται στη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της επί της ουσίας αποφάσεως, προκειμένου να αποφευχθεί κάποιο κενό στην έννομη προστασία που παρέχει ο κοινοτικός δικαστής (βλ., υπό την έννοια αυτή, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 3ης Μαΐου 1996, C-399/95 R, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-2441, σκέψη 46· της 29ης Ιανουαρίου 1997, C‑393/96 P(R), Antonissen κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑441, σκέψη 36· της 25ης Μαρτίου 1999, C-65/99 P(R), Willeme κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑1857, σκέψη 62, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 7ης Μαΐου 2002, T-306/01 R, Aden κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2387, σκέψη 45).

45     Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, με την προσφυγή ζητείται η ακύρωση του άρθρου 3, του άρθρου 4, παράγραφος 2, του άρθρου 5, παράγραφος 3, του άρθρου 10, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 11, παράγραφος 3, του άρθρου 13, του άρθρου 14, παράγραφος 2, καθώς και του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 2032/2003.

46     Αντιθέτως, από την εισαγωγή και τα αιτήματα της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων προκύπτει ότι η αιτούσα ζητεί την αναστολή εκτελέσεως του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, και των παραρτημάτων II και V του κανονισμού 2032/2003. Είναι αληθές ότι στο σημείο 54 της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων διαλαμβάνεται ότι «[γ]ια τους προαναφερθέντες λόγους, ο αιτών ζητεί από το Πρωτοδικείο να αναστείλει αμέσως την εκτέλεση του άρθρου 5, παράγραφοι 2 και 3, και των παραρτημάτων II και V του κανονισμού [2032/2003], που επιβάλλουν τις προθεσμίες υποβολής του πλήρους φακέλου για το παρακετικό οξύ, για τους τύπους προϊόντων 1 έως 6». Ωστόσο, από τις εξηγήσεις και από τα νομικά επιχειρήματα που προέβαλε η αιτούσα με την αίτησή της και κατά την ακρόαση προκύπτει σαφώς ότι η μνεία που γίνεται, στο σημείο αυτό και μόνο, στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2032/2003 συνιστά γραφικό λάθος και πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφορά στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού.

47     Εντεύθεν προκύπτει ότι η μόνη διάταξη η οποία, αφενός, προσβάλλεται στην υπόθεση της κύριας δίκης και της οποίας, αφετέρου, ζητείται η αναστολή εκτελέσεως είναι το παράρτημα II του κανονισμού 2032/2003.

48     Σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει συνεπώς να κριθεί απαράδεκτη η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή εκτελέσεως του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, και του παραρτήματος V του κανονισμού 2032/2003.

49     Βεβαίως, με την αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων, η προσφεύγουσα ζητεί επίσης, αναφερόμενη στο άρθρο 243 EΚ, «κάθε άλλο προσωρινό μέτρο που ο [δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής] θα κρίνει αναγκαίο για τη διατήρηση της θέσεως των προσφευγόντων, ενόσω η διαφορά δεν θα έχει πλήρως διευθετηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας [της κύριας δίκης]».

50     Ωστόσο, η αιτούσα δεν παρέχει καμία εξήγηση που να μπορεί να διαφωτίσει αυτό το τμήμα της αιτήσεώς της, το οποίο είναι ακαθόριστο και ασαφές. Ελλείψει περισσοτέρων διευκρινίσεων σχετικά με το αντικείμενό της, μια τέτοια αίτηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 104, παράγραφος 3, του ίδιου αυτού κανονισμού, και, συνεπώς, είναι απαράδεκτη (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 12ης Φεβρουαρίου 1996, T‑228/95 R, Lehrfreund κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑111, σκέψη 58).

51     Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να περιοριστεί η παρούσα εξέταση στο ζήτημα αν δικαιολογείται να διαταχθεί η αναστολή εκτελέσεως του παραρτήματος II του κανονισμού 2032/2003.

52     Πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι, για να διαταχθούν προσωρινά μέτρα, ο αιτών πρέπει να δικαιολογήσει ότι έχει συμφέρον για τη λήψη των αιτουμένων μέτρων (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 1989, C-107/89 R, Caturla-Poch κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 1357, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1996, T-164/96 R, Moccia Irme κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑2261, σκέψη 26). Έτσι, πρέπει να απορριφθεί μια αίτηση προσωρινών μέτρων που δεν θα συνεπαγόταν αλλαγή της καταστάσεως του αιτούντος και δεν θα είχε ως εκ τούτου πρακτική χρησιμότητα γι’ αυτόν [βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Δικαστηρίου της 31ης Ιουλίου 1989, C-206/89 R, S. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2841, σκέψη 14· διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 1997, C-89/97 P(R), Moccia Irme κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑2327, σκέψη 45, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 16ης Ιανουαρίου 2004, T-369/03 R, Arizona Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-205,σκέψη 62].

53     Εν προκειμένω, από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 2032/2003 προκύπτει ότι το παράρτημα II, που επιγράφεται «Υπάρχουσες δραστικές ουσίες και τύποι προϊόντων που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα αναθεώρησης», περιέχει απαρίθμηση των υπαρχουσών δραστικών ουσιών και των τύπων προϊόντων για τα οποία τουλάχιστον μία κοινοποίηση έγινε δεκτή από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1896/2000 ή για τα οποία ένα κράτος μέλος εκδήλωσε ενδιαφέρον σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού.

54     Όσον αφορά τις 18 δραστικές ουσίες που παράγει και διαθέτει στο εμπόριο η αιτούσα, το παράρτημα ΙΙ αναφέρει τον αριθμό τους «ΕΚ», τον αριθμό τους «CAS» και διευκρινίζει ότι κοινοποιήθηκαν για τον τύπο προϊόντος 18 και, όσον αφορά την περμεθρίνη, για τον τύπο προϊόντος 8.

55     Το παράρτημα II συνιστά συνεπώς απλή παράθεση πραγματικών στοιχείων, η οποία, αφ’ εαυτής, ουδεμία επιβάλλει υποχρέωση στην αιτούσα. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, κατά την ακρόαση, η αιτούσα δεν παρέσχε καμία εξήγηση που να αποδεικνύει ότι η αναστολή εκτελέσεως του παραρτήματος ΙΙ θα μπορούσε να μεταβάλει την κατάστασή της. Έτσι, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αναστολή εκτελέσεως του εν λόγω παραρτήματος έχει κάποια χρησιμότητα για την αιτούσα.

56     Δεδομένου ότι η αιτούσα δεν δικαιολόγησε κανένα συμφέρον για να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η αναστολή του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 2032/2003, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση με την οποία ζητήθηκε η αναστολή εκτελέσεως του εν λόγω παραρτήματος.

57     Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αναστολής εκτελέσεως και των αιτηθέντων προσωρινών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 2 Ιουλίου 2004.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

       B. Vesterdorf


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.