Language of document :

Προσφυγή της 4ης Αυγούστου 2006 - Total και Elf Aquitaine κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-206/06))

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Total SA και Elf Aquitaine (Courbevoie, Γαλλία) (εκπρόσωποι: E. Morgan de Rivery, δικηγόρος, και S. Thibault-Liger, δικηγόρος)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα των προσφευγουσών:

Οι προσφεύγουσες ζητoύν από το Πρωτοδικείο:

κυρίως, να ακυρώσει τα άρθρα 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, 2, στοιχείο β΄, 3 και 4 της αποφάσεως της Επιτροπής C(2006) 2098 τελικό της 31ης Μαΐου 2006,

επικουρικώς, να τροποποιήσει το άρθρο 2, στοιχείο β΄, της αποφάσεως της Επιτροπής C(2006) 2098 τελικό, της 31ης Μαΐου 2006, καθόσον επιβάλλει από κοινού και εις ολόκληρο στην Arkema SA, στην Altuglas International SA και στην Altumax Europe SAS πρόστιμο 219,13125 εκατομμυρίων ευρώ, από τα οποία η Total SA και η Elf Aquitaine οφείλουν από κοινού και εις ολόκληρον να καταβάλουν αντιστοίχως 140,4 εκατομμύρια ευρώ και 181,35 εκατομμύρια ευρώ, και να μειώσει το ποσόν του επίμαχου προστίμου σε προσήκον ύψος,

εν πάση περιπτώσει να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την παρούσα προσφυγή, οι προσφεύγουσες ζητούν τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2006) 2098 τελικό της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 2006, με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι επιχειρήσεις που είναι αποδέκτες της αποφάσεως, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες, παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F/38.645 - Μεθακρυλικά), μετέχοντας σε ένα σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των μεθακρυλικών οξέων που συνίστανται σε συζητήσεις σχετικά με τις τιμές, στη σύναψη, εφαρμογή και παρακολούθηση συμφωνιών σχετικά με τις τιμές, στην ανταλλαγή σημαντικών από εμπορικής απόψεως πληροφοριών και εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με την αγορά ή/και τις επιχειρήσεις, καθώς και στη συμμετοχή σε τακτικές συναντήσεις και σε άλλες επαφές για τη διευκόλυνση της παραβάσεως. Επικουρικώς, ζητούν τη μείωση του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στη θυγατρική τους εταιρία, για την οποία υπέχουν από κοινού και εις ολόκληρο ευθύνη.

Η προσφυγή στηρίζεται κυρίως σε εννέα λόγους ακυρώσεως.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και την παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μετά την περάτωση μιας διοικητικής διαδικασίας κατά την οποία δεν μπόρεσαν να προβάλουν επωφελώς την άμυνά τους, στο βαθμό που η Επιτροπή δεν ανέλαβε, κατά παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων, το βάρος αποδείξεως το οποίο έφερε.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, η οποία κατά τις προσφεύγουσες είναι ενισχυμένη λόγω του ότι, κατ' αυτές, η θέση που έλαβε η Επιτροπή είναι νέα. Ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον τις καταδικάζει για την επίμαχη παράβαση την οποία διέπραξε η θυγατρική τους εταιρία, στηρίζει τον καταλογισμό της ευθύνης στο τεκμήριο και μόνο της καθοριστικής επιρροής των προσφευγουσών επί της θυγατρικής τους εταιρίας, με το αιτιολογικό ότι κατέχουν το 100 % περίπου του κεφαλαίου της, χωρίς να ληφθούν υπόψη κάποια πραγματικά περιστατικά που θα δικαιολογούσαν ή θα αντέκρουαν το ως άνω τεκμήριο. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ορισμένες αντιφάσεις που προκύπτουν από τη σύγχυση μεταξύ της εννοίας της επιχειρήσεως ως οικονομικής μονάδας υπεύθυνης για μια παράβαση και της εννοίας της επιχειρήσεως ως νομικής οντότητας αποδέκτη μιας αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν επίσης στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να απαντήσει επαρκώς στα επιχειρήματά τους σχετικά με την αυτοτέλεια της θυγατρικής τους εταιρίας.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παραβίασε με την απόφασή της τον ενιαίο χαρακτήρα της εννοίας της επιχειρήσεως κατά το άρθρο 81 ΕΚ και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 1.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παρέβη τους κανόνες που διέπουν τον καταλογισμό στις μητρικές εταιρίες των παραβάσεων που έχει διαπράξει η θυγατρική εταιρία τους. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τον περιορισμό της εξουσίας της όσον αφορά τον καθορισμό του κριτηρίου του καταλογισμού, υιοθετώντας μια εσφαλμένη ερμηνεία της σχετικής νομολογίας και ερχόμενη σε αντίθεση προς την προηγούμενη πρακτική της όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων στον τομέα αυτό. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή παραβίασε επιπλέον την αρχή της αυτονομίας του νομικού προσώπου.

Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από την παραβίαση των ουσιωδών αρχών που αναγνωρίζονται από το σύνολο των κρατών μελών και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξης, όπως είναι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η αρχή της ευθύνης εξ ιδίας πράξεως, η αρχή του προσωποπαγούς των ποινών καθώς και η αρχή της νομιμότητας.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

Ο έβδομος λόγος αντλείται από την εκ μέρους της Επιτροπής παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου όσον αφορά τις προσφεύγουσες.

Με τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά κατάχρηση εξουσίας, καθόσον τους καταλογίζει την ευθύνη της επίδικης συμπράξεως και τις καταδικάζει στην καταβολή του προστίμου εις ολόκληρο με τη θυγατρική τους εταιρία.

Με ένα ένατο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε ορισμένες θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τον καθορισμό των προστίμων, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον δεν εφάρμοσε την μείωση κατά 25 % του αρχικού ποσού που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες, ενώ εφάρμοσε τη μείωση αυτή σε έναν άλλο αποδέκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω του ότι δεν γνώριζε τη συνολική παράβαση. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν επίσης την παραβίαση των θεμελιωδών αρχών του τεκμηρίου αθωότητας και της ασφαλείας δικαίου που προκύπτει, κατ' αυτές, από το ότι δεν ελήφθη υπόψη ο περιορισμός της εξουσίας της Επιτροπής όσον αφορά τη συνεκτίμηση του αποτρεπτικού αποτελέσματος.

Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη θυγατρική τους εταιρία, και για την καταβολή του οποίου υπέχουν από κοινού και εις ολόκληρο υποχρέωση, πρέπει να μειωθεί στο προσήκον επίπεδο. Ζητούν να τύχουν μειώσεως κατά 25 % του αρχικού ποσού του προστίμου, λόγω του ότι αγνοούσαν την παράβαση, καθώς και να τύχουν ελαφρυντικών περιστάσεων, καθόσον καταδικάστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα σε σημαντικά πρόστιμα σε δύο παρόμοιες υποθέσεις.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1).