Language of document : ECLI:EU:T:2012:301

Υπόθεση T‑396/09

Vereniging Milieudefensie και
Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Περιβάλλον — Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 — Υποχρέωση των κρατών μελών να προστατεύουν και να βελτιώνουν την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα — Προσωρινή άδεια παρεκκλίσεως σε κράτος μέλος — Αίτηση εσωτερικής επανεξετάσεως — Άρνηση — Μέτρο με ατομικό περιεχόμενο — Κύρος — Σύμβαση του Aarhus»

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 14ης Ιουνίου 2012………….?II ‑ 0000

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης — Αίτημα με το οποίο ζητείται να απευθυνθεί εντολή προς θεσμικό όργανο — Απαράδεκτο

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 266 ΣΛΕΕ)

2.      Πράξεις των οργάνων — Απόφαση της Επιτροπής περί παροχής σε κράτος μέλος προσωρινής παρεκκλίσεως — Πράξη γενικής ισχύος — Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διοικητική πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως εσωτερικής επανεξετάσεως βάσει του κανονισμού 1367/2006

(Κανονισμός 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1, στοιχείο ζ΄, και 10 § 1· οδηγία 2008/50 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 22 § 4)

3.      Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνίες της Ένωσης — Σύμβαση σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (Σύμβαση του Aarhus) — Αποτελέσματα — Κατισχύει των πράξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης — Εκτίμηση, υπό το πρίσμα της Συμβάσεως αυτής, του κύρους διατάξεως του κανονισμού 1367/2006 — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 300 § 7 ΕΚ· Σύμβαση του Aarhus· κανονισμός 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

4.      Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνίες της Ένωσης — Σύμβαση σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (Σύμβαση του Aarhus) — Περιορισμός από διάταξη του κανονισμού 1367/2006 της δυνατότητας επανεξετάσεως μόνο στις πράξεις με ατομικό περιεχόμενο — Ακυρότητα υπό το πρίσμα της Συμβάσεως

(Σύμβαση του Aarhus, άρθρο 9 § 3· κανονισμός 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1, στοιχείο ζ΄, και 10 § 1)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 18)

2.      Η απόφαση της Επιτροπής περί παροχής σε κράτος μέλος προσωρινής παρεκκλίσεως από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία 2008/50, για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη, δεν συνιστά μέτρο με ατομικό περιεχόμενο και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διοικητική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, του κανονισμού 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της Συμβάσεως του Aarhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα. Επομένως, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως εσωτερικής επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

Συγκεκριμένα, για να καθοριστεί το περιεχόμενο μιας κοινοτικής πράξεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη, πρωτίστως, το αντικείμενο και το περιεχόμενό της. Έτσι, απόφαση που έχει ως αποδέκτη κράτος μέλος έχει γενικό περιεχόμενο εάν τυγχάνει εφαρμογής σε αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων τα οποία αντιμετωπίζονται γενικώς και αφηρημένως.

Περαιτέρω, περιορισμοί ή παρεκκλίσεις προσωρινού χαρακτήρα ή με εδαφικώς περιορισμένη έκταση εφαρμογής, τους οποίους περιέχει κάποιο νομοθέτημα, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του συνόλου των διατάξεων στις οποίες περιλαμβάνονται και μετέχουν του γενικού χαρακτήρα των διατάξεων αυτών, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση υπερβάσεως εξουσίας.

Τέλος, οι παρεκκλίσεις από το γενικό καθεστώς, όπως είναι οι επιβεβαιωτικές αποφάσεις που λαμβάνει η Επιτροπή δυνάμει διατάξεως οδηγίας, ανάγονται στον γενικό χαρακτήρα της οδηγίας αυτής, δεδομένου ότι απευθύνονται αορίστως σε κατηγορίες μη προσδιορισμένων προσώπων και εφαρμόζονται σε καταστάσεις που προσδιορίζονται αντικειμενικώς.

(βλ. σκέψεις 26-28, 34, 41)

3.      Τα όργανα της Ένωσης δεσμεύονται από τη Σύμβαση του Aarhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, η οποία κατισχύει των παράγωγων κοινοτικών πράξεων. Κατά συνέπεια η μη συμβατότητα του κανονισμού 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της Συμβάσεως του Aarhus, με τη Σύμβαση του Aarhus μπορεί να έχει επιπτώσεις επί του κύρους της.

Στην περίπτωση που η Κοινότητα έχει την πρόθεση να εκπληρώσει ειδική υποχρέωση που έχει αναλάβει στο πλαίσιο διεθνούς συμφωνίας ή στην περίπτωση που η κοινοτική πράξη ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις της συμφωνίας αυτής, απόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής κοινοτικής πράξεως με γνώμονα τους κανόνες της εν λόγω συμφωνίας.

Έτσι, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα ενός κανονισμού υπό το πρίσμα διεθνούς συνθήκης, χωρίς να ελέγξει προηγουμένως αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στη σκέψη 53 ανωτέρω, όταν ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στην εφαρμογή υποχρεώσεως που επιβάλλει η εν λόγω διεθνής συνθήκη στα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 52-54)

4.      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της Συμβάσεως του Aarhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, στο μέτρο που περιορίζει την έννοια των πράξεων που μπορούν να προσβληθούν του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus μόνο στις διοικητικές πράξεις, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, του ίδιου κανονισμού ως μέτρα με ατομικό περιεχόμενο, αντίκειται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus.

(βλ. σκέψη 69)