Language of document : ECLI:EU:T:2006:265

Υπόθεση T-168/01

GlaxoSmithKline Services Unlimited

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός — Χονδρική διανομή φαρμάκων — Παράλληλο εμπόριο — Διαφορετικές τιμές — Άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ — Συμφωνία — Περιορισμός του ανταγωνισμού — Αντικείμενο — Επίμαχη αγορά — Αποτέλεσμα — Άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ — Συμβολή στην προώθηση της τεχνικής προόδου — Δεν συντρέχει κατάργηση του ανταγωνισμού — Απόδειξη — Αιτιολογία — Επικουρικότητα»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολόγηση — Υποχρέωση — Έκταση — Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρο 253 ΕΚ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία — Διακρίνεται από την αμφισβήτηση του βασίμου της αιτιολογίας

(Άρθρα 230 ΕΚ και 253 ΕΚ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Απόφαση της Επιτροπής εκδοθείσα βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ— Περίπλοκη οικονομική εκτίμηση — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Άρθρα 81 § 1 ΕΚ και 230 ΕΚ)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αντικείμενο — Απόφαση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ — Επιτρεπόμενα αποδεικτικά στοιχεία

(Άρθρα 81 ΕΚ και 230 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής — Συμπεριφορά επιβαλλόμενη από κρατικά μέτρα — Δεν εμπίπτει — Ιn concreto εκτίμηση του χώρου που παραμένει ανοικτός στον ελεύθερο ανταγωνισμό

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων — Έννοια — Περιλαμβάνονται μόνον ενέργειες δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων — Κοινή βούληση όσον αφορά τη συμπεριφορά στην αγορά — Επαρκής προϋπόθεση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

7.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων — Απόδειξη της παραβάσεως βαρύνουσα την Επιτροπή — Απόδειξη της αποστασιοποιήσεως βαρύνουσα τη μετέχουσα στη συμφωνία επιχείρηση που σκοπεύει να την επικαλεστεί

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής — Τομέας των φαρμάκων που καλύπτονται από το εθνικό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης — Εμπίπτει παρά την κρατική παρέμβαση στον τομέα των τιμών

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

9.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό — Κριτήρια εκτιμήσεως — Εκτίμηση σε συνάρτηση με το οικονομικό και νομικό πλαίσιο — Αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο που καθιστά περιττή την απόδειξη υπάρξεως αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων

(Άρθρα 3 § 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ και 81 § 1 ΕΚ)

10.    Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό — Συμφωνίες αποβλέπουσες στον περιορισμό του παράλληλου εμπορίου — Κριτήρια εκτιμήσεως — Συνυπολογισμός των αποτελεσμάτων για τον τελικό καταναλωτή — Τεκμαίρεται ότι έχουν αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό — Όρια — Τομέας των φαρμάκων που καλύπτονται από το εθνικό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης — Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

11.    Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό — Εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων παροχών — Σύστημα διαφοροποιήσεως των τιμών — Εκτίμηση — Ανάγκη συνυπολογισμού του διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου ανάλογα με το κράτος μέλος — Περιπτώσεις φαρμάκων που καλύπτονται από τα εθνικά συστήματα υγειονομικής ασφάλισης

(Άρθρο 81 § 1, στοιχείο δ΄, ΕΚ)

12.    Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Αρχή της επικουρικότητας — Εφαρμογή στον τομέα του ανταγωνισμού — Απαιτείται ο επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών

(Άρθρα 5, εδ. 2, ΕΚ και 81 § 1 ΕΚ)

13.    Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Απαγόρευση — Εξαίρεση — Προϋποθέσεις — Βάρος αποδείξεως — Έκταση — Εξέταση από την Επιτροπή

(Άρθρο 81 § 3 ΕΚ)

14.    Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Απαγόρευση — Εξαίρεση — Προϋποθέσεις — Περίπλοκη οικονομική εκτίμηση — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Άρθρο 81 § 3 ΕΚ)

15.    Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Απαγόρευση — Εξαίρεση — Προϋποθέσεις — Βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου — Αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα ικανά να αντισταθμίσουν τα προβλήματα που δημιουργεί η συμφωνία για τον ανταγωνισμό — Εξέταση από την Επιτροπή

(Άρθρο 81 § 3 ΕΚ)

16.    Προσφυγή ακυρώσεως — Προσφυγή κατά αποφάσεως που εξέδωσε η Επιτροπή δυνάμει του κανονισμού 17 επί αιτήσεως για αρνητική πιστοποίηση ή απαλλαγή — Ακυρωτική απόφαση — Συνέπειες

(Άρθρο 233, εδ. 1, ΕΚ· κανονισμοί 17 και 1/2003 του Συμβουλίου)

1.      Το άρθρο 253 ΕΚ ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής πρέπει να αιτιολογούνται.

Για να είναι επαρκώς αιτιολογημένη κατά νόμο μια απόφαση της Επιτροπής, πρέπει από αυτή να προκύπτει σαφώς η συλλογιστική του συντάκτη της, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν τη βάση της και ο δικαστής να είναι σε θέση να ελέγξει το βάσιμό της.

Αντιθέτως, δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά και νομικά στοιχεία, δεδομένου ότι το ζήτημα αν αυτή ανταποκρίνεται στο άρθρο 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τόσο το κείμενο της πράξεως αυτής όσο και το νομικό και πραγματικό της πλαίσιο.

Επομένως, το γεγονός ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής πρέπει να αιτιολογούνται, δεν την υποχρεώνει γενικώς να παραπέμπει, με τις αποφάσεις που εκδίδει, σε συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις.

(βλ. σκέψεις 49-51)

2.      Η εξέταση της υπάρξεως και της εκτάσεως της αιτιολογίας αποφάσεως της Επιτροπής εμπίπτει στον έλεγχο των ουσιωδών τύπων και, κατ’ επέκταση, της τυπικής νομιμότητας της αποφάσεως αυτής. Επομένως, πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας της αποφάσεως, το οποίο εμπίπτει στον έλεγχο της ουσιαστικής νομιμότητας της πράξεως.

(βλ. σκέψη 54)

3.      Όταν ο κοινοτικός δικαστής εκδικάζει προσφυγή για την ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής περί εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, ασκεί, σύμφωνα με το άρθρο 230 ΕΚ, έλεγχο επί της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής.

Συναφώς, ο δικαστής ασκεί πλήρη έλεγχο ως προς την εξέταση στην οποία προέβη η Επιτροπή εκτός αν τούτο απαιτεί περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, οπότε ο έλεγχος περιορίζεται στο αν υπήρξε κατάχρηση εξουσίας, αν τηρήθηκαν οι κανόνες που ισχύουν για τη διαδικασία και την αιτιολογία, αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν ακριβή και αν δεν υφίστατο προφανής πλάνη εκτιμήσεώς τους.

(βλ. σκέψεις 57, 145)

4.      Ο έλεγχος του δικαστή που εκδικάζει προσφυγή για την ακύρωση αποφάσεως περί εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ αφορά αποκλειστικά τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας που παρέχεται στους διαδίκους, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους άμυνας, να τα συμπληρώσουν με αποδεικτικά στοιχεία μεταγενέστερα της ημερομηνίας αυτής, τα οποία όμως προσκομίστηκαν ειδικώς προκειμένου να υποστηριχθεί ή να προσβληθεί η απόφαση αυτή.

(βλ. σκέψεις 58, 245)

5.      Το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ εφαρμόζεται αποκλειστικά στις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες στις οποίες προβαίνουν οι επιχειρήσεις με δική τους πρωτοβουλία.

Όταν, για να διαπιστωθεί αν τυγχάνει εφαρμογής η ως άνω διάταξη, απαιτείται προηγούμενη αξιολόγηση της ενδεχόμενης επιδράσεως κρατικής ρυθμίσεως, πρέπει να εξετάζεται αν η ρύθμιση αυτή δεν εξαλείφει τη δυνατότητα ανταγωνισμού, ο οποίος ενδέχεται να παρεμποδίζεται, περιορίζεται ή νοθεύεται από αυτόβουλη συμπεριφορά επιχειρήσεων.

Όταν προκύπτει, κατόπιν της ως άνω εξετάσεως, ότι η επίδικη ρύθμιση επιβάλλει αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά σε επιχειρήσεις ή εξαλείφει κάθε δυνατότητα αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς εκ μέρους των επιχειρήσεων αυτών, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν έχει εφαρμογή.

Όταν, αντιθέτως, προκύπτει ότι η ρύθμιση αυτή δεν εξαλείφει τη δυνατότητα ανταγωνισμού ο οποίος ενδέχεται να παρεμποδίζεται, περιορίζεται ή νοθεύεται από αυτόβουλη συμπεριφορά επιχειρήσεων, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ τυγχάνει εφαρμογής.

Ο κοινοτικός δικαστής δέχθηκε σε περιορισμένες περιπτώσεις τη δυνατότητα αποκλεισμού συγκεκριμένης συμπεριφοράς από το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, για τον λόγο ότι η συμπεριφορά αυτή επιβάλλεται από κρατική κανονιστική ρύθμιση.

(βλ. σκέψεις 66-70)

6.      Το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ έχει εφαρμογή μόνο σε ενέργειες δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων οι οποίες ενδέχεται να αποτελούν συμφωνίες, εναρμονισμένες πρακτικές ή αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων.

Για να υπάρχει συμφωνία, αρκεί δύο τουλάχιστον επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή τους βούληση να συμπεριφερθούν με συγκεκριμένο τρόπο στην αγορά.

Κατά συνέπεια, ναι μεν επιβάλλεται στις αποφάσεις στις οποίες η Επιτροπή εφαρμόζει το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ να αποδεικνύεται η ύπαρξη κοινής βουλήσεως για συγκεκριμένη συμπεριφορά στην αγορά, δεν απαιτείται όμως να αποδεικνύεται η κοινή βούληση για την επιδίωξη αντίθετου προς τον ανταγωνισμό σκοπού.

(βλ. σκέψεις 75-77)

7.      Συγκεκριμένα, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδεικνύει τις παραβάσεις τις οποίες διαπιστώνει, παρέχοντας, με τις αποφάσεις περί εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, σαφή και συγκλίνοντα στοιχεία που να θεμελιώνουν κατά τρόπο πειστικό τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τις παραβάσεις αυτές.

Τα στοιχεία αυτά μπορούν να αποτελούν άμεσες αποδείξεις, αν πρόκειται παραδείγματος χάριν για έγγραφο, ή, στην αντίθετη περίπτωση, έμμεσες αποδείξεις οι οποίες εκφράζονται ενδεχομένως με την εκδήλωση συμπεριφοράς.

Eφόσον η Επιτροπή απέδειξε την ύπαρξη συμφωνίας, εναπόκειται στην επιχείρηση που μετείχε στη συμφωνία να αποδείξει ότι αποστασιοποιήθηκε από τη συμφωνία αυτή, πράξη που πρέπει να δηλώνει σαφή βούληση αποχής από την οικεία συμφωνία που να έχει γνωστοποιηθεί στις λοιπές μετέχουσες επιχειρήσεις.

(βλ. σκέψεις 82-83, 86)

8.      Ο τομέας των φαρμάκων που καλύπτονται από το εθνικό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται, σε πολλά κράτη μέλη, από την ύπαρξη ρυθμίσεων που βαίνουν πέραν της απλής οργάνωσης οικονομικής δραστηριότητας, ειδικότερα στον τομέα των τιμών. Η συνύπαρξη αυτών των διαφόρων κρατικών ρυθμίσεων ενδέχεται να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Επιπλέον, τείνει να καθιερώσει τη στεγανοποίηση των αγορών στον τομέα αυτό.

Δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ μόνον όταν ο τομέας στον οποίο εντάσσεται η συμφωνία υπάγεται σε ρύθμιση αποκλείουσα τη δυνατότητα ανταγωνισμού ικανού να εμποδίσει, να νοθεύσει ή να περιορίσει μέσω της συμφωνίας αυτής τον ανταγωνισμό.

Στον επίδικο τομέα, όμως, υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών φαρμάκων, ο οποίος στηρίζεται κυρίως σε παραμέτρους πλην των τιμών, ειδικότερα δε στην καινοτομία.

Επιπλέον, ενδέχεται να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ ενός παραγωγού και των διανομέων του ή μεταξύ παράλληλων εμπόρων και εθνικών διανομέων, στηριζόμενος ακριβώς στις σημαντικές αποκλίσεις των τιμών στις οποίες συμβάλλουν οι επίδικες κρατικές ρυθμίσεις, ο οποίος, όταν τα φάρμακα προστατεύονται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρέχον προσωρινό μονοπώλιο στον δικαιούχο του, είναι, μέχρι τη λήξη ισχύος του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας, η μοναδική πιθανή μορφή μεταξύ τους ανταγωνισμού βάσει τιμών.

(βλ. σκέψεις 104-107)

9.      Ο ανταγωνισμός για τον οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ και στο άρθρο 81 ΕΚ νοείται ως αποτελεσματικός ανταγωνισμός, ήτοι ως ο ανταγωνισμός που είναι αναγκαίος για την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης. Η έντασή του ενδέχεται να ποικίλλει ανάλογα με τη φύση του επίδικου προϊόντος και τη δομή της οικείας αγοράς. Επιπλέον, οι παράμετροί του ενδέχεται να έχουν διαφορετική σημασία, καθότι ο ανταγωνισμός μέσω τιμών δεν αποτελεί τη μοναδική αποτελεσματική μορφή ανταγωνισμού ούτε εκείνη στην οποία πρέπει να δίδεται πάντοτε απόλυτη προτεραιότητα.

Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός του περιορισμού του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό πλαίσιο και, κατ’ επέκταση, το νομικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η συμφωνία που οδηγεί τον περιορισμό αυτό. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται για την αξιολόγηση τόσο του αντικειμένου όσο και του αποτελέσματος.

Συναφώς, όταν εξετάζονται οι ρήτρες μιας συμφωνίας εντός του νομικού και οικονομικού τους πλαισίου και από την εξέταση αυτή προκύπτει η ύπαρξη αλλοιώσεως του ανταγωνισμού, μπορεί να υποτεθεί ότι η συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο να εμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, οπότε παρέλκει η εξέταση του αποτελέσματός της.

Αντιθέτως, όταν αυτό δεν ισχύει, πρέπει να εξετάζεται το αποτέλεσμα της συμφωνίας αυτής και να αποδεικνύεται, επαρκώς κατά νόμο, ότι αυτή εμποδίζει, περιορίζει ή νοθεύει, πραγματικά ή δυνητικά, τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 109-112)

10.    Συμφωνίες που αποβλέπουν τελικώς στην απαγόρευση του παράλληλου εμπορίου πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρείται ότι έχουν ως αντικείμενο την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού, ενώ συμφωνίες που αποβλέπουν σαφώς στη δυσμενή μεταχείριση του παράλληλου εμπορίου πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρείται ότι έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

Πάντως, το γεγονός και μόνον ότι μια συμφωνία αποβλέπει στον περιορισμό του παράλληλου εμπορίου δεν αρκεί για να συναχθεί παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Πράγματι, σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ορισμένες επιχειρήσεις, περιορίζοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ τους ή με τρίτους, να περιορίζουν το όφελος που αποκομίζει ο τελικός καταναλωτής από τα προϊόντα αυτά.

Κατά συνέπεια, η εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν μπορεί να εξαρτάται αποκλειστικά από το γεγονός ότι μια συμφωνία αποβλέπει στον περιορισμό του παράλληλου εμπορίου φαρμάκων ή στη στεγανοποίηση της κοινής αγοράς, στοιχεία από τα οποία μπορεί να συναχθεί ο επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου, αλλά απαιτεί επιπλέον ανάλυση προκειμένου να διαπιστωθεί αν η συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα να εμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην επίδικη αγορά, εις βάρος του τελικού καταναλωτή. Η ανάλυση αυτή, η οποία μπορεί να είναι συνοπτική όταν από τις ίδιες τις ρήτρες της συμφωνίας προκύπτει η ύπαρξη αλλοιώσεως του ανταγωνισμού, πρέπει αντιθέτως να συμπληρώνεται, ανάλογα με το τι απαιτούν οι περιστάσεις της εκάστοτε υποθέσεως, όταν δεν ισχύει κάτι τέτοιο.

Επομένως, το παράλληλο εμπόριο τυγχάνει μεν κάποιας προστασίας, όχι όμως αυτό καθ’ εαυτό, αλλά στο μέτρο που ευνοεί, αφενός, την ανάπτυξη των συναλλαγών και, αφετέρου, την ενίσχυση του ανταγωνισμού, ήτοι, υπό τη δεύτερη αυτή πτυχή, στο μέτρο που παρέχει στους τελικούς καταναλωτές τα πλεονεκτήματα ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού στον τομέα της προμήθειας ή των τιμών. Οι συνέπειες που έχει ή ενδέχεται να έχει αυτός ο περιορισμός του παράλληλου εμπορίου σε κάποια από τις παραμέτρους του ανταγωνισμού, όπως η ποσότητα ανεφοδιασμού ενός προϊόντος ή η τιμή πωλήσεώς του, είναι που μαρτυρούν την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού.

Συνεπώς, αν γίνεται δεκτό ότι μια συμφωνία που αποβλέπει στον περιορισμό του παράλληλου εμπορίου αποβλέπει κατ’ αρχήν στον περιορισμό του ανταγωνισμού, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι στερεί τους τελικούς καταναλωτές από τα πλεονεκτήματα αυτά.

Δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι συμφωνίες που αποβλέπουν στον περιορισμό των παράλληλων εισαγωγών φαρμάκων έχουν ως αποτέλεσμα να στερούν τον τελικό καταναλωτή από τα πλεονεκτήματα που συνδέονται με τις εισαγωγές αυτές. Πράγματι, οι τιμές λιανικής πωλήσεως των φαρμάκων υπόκεινται στον έλεγχο των κρατών μελών που τις καθορίζουν άμεσα ή έμμεσα στο επίπεδο που θεωρούν κατάλληλο και καθορίζονται σε διαφορετικά από διαρθρωτικής απόψεως επίπεδα στα διάφορα κράτη μέλη, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το παράλληλο εμπόριο επηρεάζει τις τιμές λιανικής πωλήσεως των φαρμάκων που καλύπτονται από τα εθνικά συστήματα υγειονομικής ασφάλισης και ότι παρέχει στον τελικό καταναλωτή αισθητό πλεονέκτημα ανάλογο με αυτό που θα αποκόμιζε αν οι τιμές καθορίζονταν βάσει του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης.

(βλ. σκέψεις 115-122, 133-134, 140)

11.    Εφόσον δεν αμφισβητείται ότι, όσον αφορά ένα συγκεκριμένο προϊόν, εν προκειμένω φάρμακα που καλύπτονται από το εθνικό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης, καθένα από τα κράτη μέλη αποτελεί διαφορετική αγορά, λόγω ιδίως των διαφορετικών κανονιστικών ρυθμίσεων σχετικά με τις τιμές και την επιστροφή των εξόδων για τα εν λόγω φάρμακα, η διαφοροποίηση των τιμών ανάλογα με το κράτος μέλος στο οποίο πρόκειται να μεταπωληθούν τα εν λόγω φάρμακα δεν αρκεί για να συναχθεί η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 178-179)

12.    Στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η αρχή της επικουρικότητας συγκεκριμενοποιείται από τον περιορισμό της προβλεπόμενης σ’ αυτό απαγορεύσεως στις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, στις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και στις εναρμονισμένες πρακτικές που ενδέχεται να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Συναφώς, όταν από ένα σύνολο νομικών ή πραγματικών στοιχείων μπορεί να συναχθεί με αρκετή βεβαιότητα ότι αυτού του είδους οι συμπεριφορές ενδέχεται να ασκήσουν επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, επί των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ κρατών μελών, πρέπει αυτές να θεωρούνται ικανές να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο, οπότε ενδείκνυται να παρέμβει η Κοινότητα λόγω της διαστάσεως και των συνεπειών της δράσεως της.

Επομένως, όταν η δράση αυτή εκδηλώνεται ως απόφαση της Επιτροπής, είναι σύμφωνη με την αρχή της επικουρικότητας, εφόσον αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμο ότι το ενδοκοινοτικό εμπόριο ενδέχεται να επηρεαστεί από τη συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, την απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή την εναρμονισμένη πρακτική της οποίας τη νομιμότητα εξετάζει.

(βλ. σκέψεις 201-202)

13.    Κάθε συμφωνία περιορίζουσα τον ανταγωνισμό, είτε μέσω των αποτελεσμάτων είτε μέσω του αντικειμένου της, μπορεί κατ’ αρχήν να τύχει απαλλαγής, δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ.

Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων είναι ταυτόχρονα αναγκαία και επαρκής. Πρώτον, η οικεία συμφωνία πρέπει να συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, δεύτερον, πρέπει να εξασφαλίζει στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το εντεύθεν όφελος, τρίτον, να μην επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μη αναγκαίους περιορισμούς και, τέταρτον, να μη τους παρέχει τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων.

Κατά συνέπεια, ο επιχειρηματίας που επικαλείται το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ πρέπει να αποδείξει ότι πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις με πειστικά επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία.

Η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει καταλλήλως τα εν λόγω επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι να καθορίζει αν αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα εν λόγω επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία ενδέχεται να είναι ικανά να την υποχρεώσουν να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι η επιχείρηση που επικαλείται το 81, παράγραφος 3, ΕΚ ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση να φέρει το βάρος της αποδείξεως. Η Επιτροπή οφείλει, σε παρόμοιες περιπτώσεις, να απορρίψει τα εν λόγω επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 233-236)

14.    Ο δικαστής που εκδικάζει προσφυγή περί ακυρώσεως αποφάσεως εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ προβαίνει, στο μέτρο που αντιμετωπίζει περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, σε έλεγχο που περιορίζεται, ως προς την ουσία, στο αν τα πραγματικά περιστατικά είναι ακριβή, αν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ενός από τα περιστατικά αυτά και αν είναι ακριβείς οι συναγόμενοι νομικοί χαρακτηρισμοί.

Σ’ αυτόν εναπόκειται να εξακριβώσει όχι μόνον την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων έγινε επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγξει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν ένα σύνολο κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει αυτών.

Αντιθέτως, δεν εναπόκειται σ’ αυτόν να υποκαταστήσει με τις δικές του εκτιμήσεις τις οικονομικές εκτιμήσεις του συντάκτη της αποφάσεως, τη νομιμότητα της οποίας ελέγχει.

Η Επιτροπή διαθέτει, ειδικότερα, περιθώριο εκτιμήσεως, επί του οποίου ασκείται περιορισμένος μόνο δικαστικός έλεγχος, προκειμένου να προβεί, αφού επιβεβαιωθεί ότι πληρούται μία από τις προϋποθέσεις απαλλαγής του άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ, στη στάθμιση μεταξύ των προσδοκώμενων από την εφαρμογή της συμφωνίας πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων που έχει για τον τελικό καταναλωτή λόγω της επιδράσεώς της επί του ανταγωνισμού, στάθμιση που εκφράζεται ως εξισορρόπηση έναντι του γενικού συμφέροντος εκτιμώμενου σε κοινοτικό επίπεδο.

(βλ. σκέψεις 241-244)

15.    Για να εξαιρεθεί μια συμφωνία δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, πρέπει αυτή να συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου. Η συμβολή αυτή δεν μπορεί να συνίσταται σε οποιοδήποτε πλεονέκτημα αποκομίζουν οι μετέχουσες στη συμφωνία επιχειρήσεις από αυτή σε σχέση με τη δραστηριότητά τους, αλλά σε αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα, ικανά να αντισταθμίσουν τα προβλήματα που δημιουργεί η συμφωνία για τον ανταγωνισμό.

Επομένως, εναπόκειται, πρώτον, στην Επιτροπή να εξετάσει αν τα αντλούμενα από τα πραγματικά περιστατικά επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που της υποβλήθηκαν αποδεικνύουν πειστικώς ότι η επίδικη συμφωνία μπορεί να οδηγήσει σε αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα, δεδομένου ότι αυτά μπορούν να εμφανιστούν όχι μόνο στην επίδικη αγορά, αλλά και σε άλλες αγορές και δεν απαιτείται να απορρέουν άμεσα από τη συμφωνία.

Για την ενέργεια αυτή επιβάλλεται ενδεχομένως ανάλυση των προοπτικών εξελίξεως μιας αγοράς, οπότε πρέπει να εξεταστεί αν, ενόψει των αντλούμενων από τα πραγματικά περιστατικά επιχειρημάτων και των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, είναι πιθανότερο είτε η επίδικη συμφωνία να καθιστά δυνατή την επίτευξη αισθητών αντικειμενικών πλεονεκτημάτων είτε αυτό να μη συμβαίνει.

Ενδεχομένως, εναπόκειται δεύτερον στην Επιτροπή να εκτιμήσει αν τα αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα είναι ικανά να αντισταθμίσουν τα μειονεκτήματα που προκύπτουν για τον ανταγωνισμό στο πλαίσιο της εξετάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

Τέλος, όταν η Επιτροπή καλείται να καθορίσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, εντός νομικού και οικονομικού πλαισίου όπως αυτό που χαρακτηρίζει τον φαρμακευτικό τομέα, όπου η διαδικασία του ανταγωνισμού νοθεύεται λόγω της ύπαρξης κρατικών ρυθμίσεων, σ’ αυτήν εναπόκειται να εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που προβάλλει η επιχείρηση που επικαλείται τη διάταξη αυτή.

(βλ. σκέψεις 247-250, 276, 280, 298, 301)

16.    Σύμφωνα με το άρθρο 233, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως για την ακύρωση αποφάσεως σχετικής με αίτηση χορηγήσεως απαλλαγής δυνάμει του κανονισμού 17.

Προς τούτο, μολονότι η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 17 διαδικασία κοινοποιήσεως δεν υφίσταται πλέον στο πλαίσιο του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, η Επιτροπή οφείλει να αποφανθεί επί της αιτήσεως χορηγήσεως απαλλαγής, αναγόμενης στον χρόνο υποβολής της, καθ’ ό μέρος δεν τη θίγει η ακυρωτική απόφαση.

(βλ. σκέψεις 319-320)