Language of document : ECLI:EU:T:2010:516

Υπόθεση T-141/08

E.ON Energie AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση διαπιστώνουσα διάρρηξη σφραγίδας – Άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Βάρος αποδείξεως – Τεκμήριο αθωότητας – Αναλογικότητα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση –Απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία – Αναγκαίος βαθμός αποδεικτικής ισχύος

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2.      Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία επί υποθέσεων ανταγωνισμού – Δυνατότητα εφαρμογής

(Άρθρο 6 § 2 ΕΕ· Xάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση συνιστάμενη στη σύναψη συμφωνίας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό – Απόφαση στηριζόμενη σε άμεσα αποδεικτικά στοιχεία – Υποχρεώσεις, ως προς την απόδειξη, των επιχειρήσεων που αμφισβητούν ότι υπήρξε παράβαση

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Προϋποθέσεις επιβολής προστίμων από την Επιτροπή – Παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας – Απόφαση διαπιστώνουσα διάρρηξη σφραγίδας – Η Επιτροπή φέρει το βάρος της αποδείξεως – Όρια

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 1, στοιχείο ε΄)

1.      Στον τομέα του δικαίου ανταγωνισμού, σε περίπτωση που ερίζεται η ύπαρξη παραβάσεως, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδεικνύει τις παραβάσεις τις οποίες διαπιστώνει και να προσκομίζει στοιχεία που να θεμελιώνουν, επαρκώς κατά νόμο, τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση. Συναφώς, σε αυτήν εναπόκειται να συλλέγει επαρκώς ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίζει τη σταθερή πεποίθηση ότι διαπράχθηκε η προβαλλόμενη παράβαση.

(βλ. σκέψη 48)

2.      Η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτή καθιερώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εντάσσεται στα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία προστατεύονται στην κοινοτική έννομη τάξη, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου που επιβεβαιώθηκε άλλωστε τόσο με το προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως όσο και με το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ, καθώς και με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των επίδικων παραβάσεων, καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών των σχετικών με παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών.

Τυχόν αμφιβολία του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση. Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη της επίμαχης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου.

(βλ. σκέψεις 51-52, 238)

3.      Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού στηριζόμενη στη συμπεριφορά των οικείων επιχειρήσεων, ο δικαστής της Ένωσης θα ακυρώσει την επίμαχη απόφαση εφόσον οι επιχειρήσεις προβάλλουν επιχειρηματολογία που φωτίζει διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα και επιτρέπει έτσι να αντικατασταθεί η εξήγηση που υποστηρίζει η Επιτροπή προκειμένου να διαπιστώσει παράβαση.

Πάντως, όταν η Επιτροπή στηρίζεται σε άμεσα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είναι κατ’ αρχήν επαρκή για την απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως, δεν αρκεί η επιχείρηση απλώς να επικαλεστεί ενδεχόμενο το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει την αποδεικτική αξία των εν λόγω στοιχείων με αποτέλεσμα να φέρει πλέον η Επιτροπή το βάρος αποδείξεως ότι το γεγονός αυτό δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει την αποδεικτική αξία των στοιχείων. Αντιθέτως, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η απόδειξη αυτή δεν είναι δυνατή εκ μέρους της οικείας επιχειρήσεως λόγω της συμπεριφοράς της ίδιας της Επιτροπής, απόκειται στην οικεία επιχείρηση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμο, αφενός, την ύπαρξη του γεγονότος που επικαλείται και, αφετέρου, ότι το γεγονός αυτό αναιρεί την αποδεικτική αξία των στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 54, 56, 199)

4.      Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα όταν αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, έχουν διαρρήξει σφραγίδες οι οποίες ετέθησαν από τους υπαλλήλους ή τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή. Συνεπώς, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει τη διάρρηξη της σφραγίδας. Αντιθέτως, δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι πράγματι υπήρξε πρόσβαση στον σφραγισθέντα χώρο ή ότι υπήρξε επέμβαση στα εκεί φυλασσόμενα έγγραφα.

(βλ. σκέψεις 85, 256)