Language of document : ECLI:EU:T:2004:222

Υπόθεση T-198/01

Technische Glaswerke Ilmenau GmbH

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κρατικές ενισχύσεις – Προσφυγή ακυρώσεως – Κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή – Ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων – Δικαιώματα άμυνας – Αιτιολογία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολόγηση – Υποχρέωση – Περιεχόμενο – Απόφαση της Επιτροπής σε θέματα κρατικών ενισχύσεων

(Άρθρα 87 § 1, ΕΚ, 88 § 2, ΕΚ και 253 ΕΚ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Διοικητική διαδικασία – Δικαίωμα ακροάσεως του δικαιούχου της ενισχύσεως – Όρια

(Άρθρο 88 § 2, ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Κριτήριο εκτιμήσεως – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Άρθρο 87 § 1, ΕΚ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μερική διαγραφή χρεών χορηγούμενη από δημόσιους οργανισμούς σε επιχείρηση ευρισκόμενη σε δυσχερή θέση – Κριτήριο εκτιμήσεως – Κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή

(Άρθρο 87 § 1, ΕΚ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως – Αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως – Παράβαση της αρχής της αναλογικότητας – Δεν υφίσταται – Θέση υπό εκκαθάριση της δικαιούχου επιχειρήσεως – Υποχρέωση του κράτους που χορήγησε την ενίσχυση να εξασφαλίσει την ανάκτηση

(Άρθρο 88 § 2, ΕΚ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις δυνάμενες να θεωρηθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Άρθρο 87 § 3, ΕΚ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Διοικητική διαδικασία – Υποχρέωση ακροάσεως του δικαιούχου δημοσίων πόρων σχετικά με τη νομική εκτίμηση της Επιτροπής – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 88 ΕΚ)

8.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Εφαρμογή στις διοικητικές διαδικασίες που κινεί η Επιτροπή – Εξέταση των σχεδίων ενισχύσεων – Έκταση

(Άρθρο 88 § 2, ΕΚ)

9.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο μη κοινοποιηθείσας ενισχύσεως με την κοινή αγορά – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρα 88 § 3, ΕΚ και 253 ΕΚ)


1.      Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

Ειδικότερα, η Επιτροπή, σε απόφαση που αφορά κρατικές ενισχύσεις, δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία ενόψει της οικονομίας της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 59-60)

2.      Η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων κινείται κατά του κράτους μέλους που ευθύνεται για τη χορήγηση της ενισχύσεως. Οι ενδιαφερόμενοι, κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο δικαιούχος της ενισχύσεως, δεν μπορούν να απαιτήσουν οι ίδιοι κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που γίνεται με το εν λόγω κράτος μέλος, και αυτοί έχουν επομένως κατ’ ουσίαν τον ρόλο πηγών πληροφοριών για την Επιτροπή.

Συναφώς, καμία διάταξη της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν επιφυλάσσει, μεταξύ των ενδιαφερομένων, ιδιαίτερο ρόλο στον λαβόντα την ενίσχυση, δεδομένου ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν είναι διαδικασία που κινείται «κατά» του λαβόντος ενισχύσεις, πράγμα που θα συνεπαγόταν ότι αυτός ή αυτοί θα μπορούσαν να απαιτήσουν την αναγνώριση δικαιωμάτων εξίσου ευρέων με τα δικαιώματα άμυνας καθαυτά.

(βλ. σκέψεις 61, 191-193)

3.      Η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση του ζητήματος εάν ένα κρατικό μέτρο πληροί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή ο οποίος ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς συνεπάγεται μια περίπλοκη οικονομική εκτίμηση. Όταν όμως η Επιτροπή εκδίδει πράξη συνεπαγόμενη περίπλοκη οικονομική εκτίμηση, απολαύει ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως και ο δικαστικός έλεγχος της εν λόγω πράξεως, έστω και αν είναι πλήρης ως προς το θέμα του εάν το μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, περιορίζεται στο αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες και η υποχρέωση αιτιολογήσεως, στο αν υπήρξε νομική πλάνη, στο υποστατό των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη και στο αν συνέτρεξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών ή κατάχρηση εξουσίας. Ειδικότερα, δεν εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να υποκαταστήσει τον φορέα που έλαβε την απόφαση στην οικονομική του εκτίμηση.

(βλ. σκέψη 97)

4.      Προκειμένου να καθοριστεί εάν η μείωση ενός μέρους των χρεών μιας επιχειρήσεως, που βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, προς έναν οργανισμό δημοσίου δικαίου έχει τον χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως επιβάλλεται να συγκριθεί ο οργανισμός αυτός με έναν ιδιώτη πιστωτή, υπό όρους οικονομίας της αγοράς, ο οποίος επιδιώκει να ανακτήσει τα ποσά που του οφείλονται από οφειλέτη που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες.

(βλ. σκέψεις 98-99)

5.      Ο σκοπός που επιδιώκει η Επιτροπή, όταν απαιτεί την επιστροφή της παράνομης ενισχύσεως, είναι να χάσει ο λαβών το πλεονέκτημα το οποίο απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και να επανέλθουν τα πράγματα στην προ της καταβολής κατάσταση. Ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να εξαρτάται από τη μορφή υπό την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση.

Εξάλλου, δεδομένου ότι η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως μέσω της αναζητήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της, η αναζήτηση μιας παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενισχύσεως, με σκοπό την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως, δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί ως μέτρο δυσανάλογο προς τους στόχους των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

Τέλος, αν η δικαιούχος της ενισχύσεως επιχείρηση τεθεί υπό εκκαθάριση, εναπόκειται στο κράτος μέλος που χορηγεί την ενίσχυση να εξασφαλίσει, σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που προβλέπονται στο πλαίσιο αυτό από την εθνική νομοθεσία, την ανάκτηση της εν λόγω ενισχύσεως χωρίς η θέση της υπό εκκαθάριση να έρχεται σε αντίθεση με την εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής που διατάσσει την ανάκτηση.

(βλ. σκέψεις 132-133, 139)

6.      Η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στον τομέα του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Ο ασκούμενος από τον κοινοτικό δικαστή έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως, καθώς και του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, της ελλείψεως προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας. Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει, στην εκτίμηση των οικονομικών δεδομένων, την Επιτροπή.

Ωστόσο, αφενός, η Επιτροπή δεσμεύεται από τους κανόνες ή τις ανακοινώσεις που θεσπίζει σε θέματα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, στον βαθμό που δεν αποκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης ή γίνονται δεκτοί από τα κράτη μέλη. Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με το άρθρο 253 ΕΚ, η Επιτροπή πρέπει να αιτιολογεί τις αποφάσεις της συμπεριλαμβανομένων αυτών με τις οποίες αρνείται να κηρύξει ενισχύσεις συμβατές προς την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 148-149)

7.      Από καμία διάταξη σχετική με τις κρατικές ενισχύσεις αλλά ούτε και από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να ζητήσει από τον αποδέκτη δημοσίων πόρων να διατυπώσει την άποψή του σχετικά με τη νομική της εκτίμηση όσον αφορά το εν λόγω μέτρο ή υποχρεούται να ενημερώσει το οικείο κράτος μέλος –και, κατά μείζονα λόγο, τον λαβόντα την ενίσχυση– για την άποψή της πριν από την έκδοση της αποφάσεώς της όταν έχει καλέσει τους ενδιαφερόμενους και το κράτος μέλος να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(βλ. σκέψη 198)

8.      Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί να παρέχεται στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα να καθιστά λυσιτελώς γνωστή την άποψή του επί των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 2, ΕΚ, από τρίτους ενδιαφερομένους και επί των οποίων η Επιτροπή σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της, και, εφόσον δεν δόθηκε στο κράτος μέλος η δυνατότητα να σχολιάσει τέτοιες παρατηρήσεις, η Επιτροπή δεν μπορεί να τις λάβει υπόψη στην απόφασή της κατά του κράτους αυτού. Εντούτοις, για να συνεπάγεται μια τέτοια προσβολή των δικαιωμάτων υπερασπίσεως ακυρότητα θα έπρεπε, εφόσον δεν υφίστατο αυτή η πλημμέλεια, η διαδικασία να είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

(βλ. σκέψη 201)

9.      Μολονότι η Επιτροπή υποχρεούται να περιγράφει, στο σκεπτικό της αποφάσεώς της, τουλάχιστον τις περιστάσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε μια ενίσχυση, όταν βάσει της περιγραφής αυτής καταδεικνύεται ότι η ενίσχυση είναι ικανή να επηρεάσει τις μεταξύ κρατών μελών εμπορικές συναλλαγές, δεν υποχρεούται όμως και να αποδεικνύει την πραγματική επίδραση των ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων. Αν το τελευταίο ίσχυε, μια τέτοια υποχρέωση θα κατέληγε να ευνοεί τα κράτη μέλη τα οποία καταβάλλουν ενισχύσεις εις βάρος των κρατών μελών που γνωστοποιούν τις ενισχύσεις κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους.

(βλ. σκέψη 215)