ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ
της 2ας Μαρτίου 2023 (1)
Υπόθεση C‑718/21
L.G.
κατά
Krajowa Rada Sądownictwa
[αίτηση του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Έννοια του “δικαστηρίου” – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης – Αρχές της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών – Δυνατότητα συνέχισης της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης – Αποτελέσματα της δήλωσης της βούλησης για συνέχιση της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας πέραν της ηλικίας αυτής υπό την προϋπόθεση χορηγήσεως έγκρισης άλλου οργάνου – Συνέπειες της εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης βούλησης»
I. Εισαγωγή
1. Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το Izba Kontroli Nadzwyczajnej i Spraw Publicznych (τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων, στο εξής: τμήμα εκτάκτου ελέγχου) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής που άσκησε ο L.G. (στο εξής: προσφεύγων), δικαστής στο Sąd Okręgowy w K. (περιφερειακό δικαστήριο K., Πολωνία), κατά του πορίσματος του Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, Πολωνία, στο εξής: KRS) περί περατώσεως της διαδικασίας για την έγκριση της συνέχισης άσκησης δικαστικών καθηκόντων πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησής του, λόγω παρέλευσης της προθεσμίας για την υποβολή της προβλεπόμενης δήλωσης βούλησης.
2. Με την ως άνω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως τίθεται, κατ’ αρχάς, το λεπτό ζήτημα του κατά πόσον το τμήμα εκτάκτου ελέγχου έχει τον χαρακτήρα «δικαστηρίου», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Επί της ουσίας, η εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, κατά βάση, την ερμηνεία της αρχής της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών, ως ειδικότερης εκδήλωσης της αρχής της «αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας» που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε σχέση με εθνική νομοθεσία η οποία, αφενός, εξαρτά την ισχύ της δήλωσης της βούλησης δικαστή να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του και μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από την προϋπόθεση της έγκρισης του KRS και, αφετέρου, προβλέπει αποκλειστική προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης αυτής.
3. Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων του πολωνικού δικαστικού συστήματος (2) και της πλούσιας συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου, ιδίως κατόπιν των προσφυγών λόγω παραβάσεως που άσκησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (3) ή των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλαν πολωνικά δικαστήρια (4).
II. Το νομικό πλαίσιο: το πολωνικό δίκαιο
Α. Ο νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου
4. Ο ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (5), με τον οποίο, μεταξύ άλλων, συστάθηκε το τμήμα εκτάκτου ελέγχου, ορίζει στο άρθρο 26, παράγραφος 1, τα εξής:
«Το [τμήμα εκτάκτου ελέγχου] είναι αρμόδιο για την εξέταση των εκτάκτων ενδίκων μέσων, των εκλογικών διαφορών και των αμφισβητήσεων του κύρους εθνικού δημοψηφίσματος ή συνταγματικού δημοψηφίσματος, για τη διαπίστωση του κύρους εκλογών και δημοψηφισμάτων, καθώς και για την εκδίκαση λοιπών διαφορών του δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών που αφορούν την προστασία του ανταγωνισμού, τη ρύθμιση των τομέων της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και των σιδηροδρομικών μεταφορών, καθώς και για την εξέταση των προσφυγών κατά αποφάσεων του Przewodniczy Krajowej Rady Radiofonii i Telewizji (προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, Πολωνία)] ή των προσφυγών που βάλλουν κατά της υπερβολικής διάρκειας της ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, των στρατοδικείων και του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] δίκης.»
Β. Ο νόμος περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων
5. Το άρθρο 69, παράγραφοι 1 και 1b, του ustawa – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2001, όπως τροποποιήθηκε (6), προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Οι δικαστές συνταξιοδοτούνται με τη συμπλήρωση της ηλικίας των 65 ετών, εκτός εάν καταθέσουν στο [KRS], έξι μήνες το αργότερο και δώδεκα μήνες το νωρίτερο πριν από τη συμπλήρωση της προαναφερόμενης ηλικίας, δήλωση με την οποία γνωστοποιούν τη βούλησή τους να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους και πιστοποιητικό, σύμφωνα με τους όρους που ισχύουν για τους υποψήφιους του δικαστικού σώματος, με το οποίο βεβαιώνεται ότι η κατάσταση της υγείας τους τούς επιτρέπει να ασκήσουν δικαστικά καθήκοντα.
[…]
1b. Το [KRS] δύναται να επιτρέψει σε δικαστή να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του, εφόσον η παραμονή του στην ενεργό υπηρεσία δικαιολογείται για λόγους απονομής της δικαιοσύνης ή από σημαντικό κοινωνικό συμφέρον, λαμβανομένων υπόψη των επιτακτικών αναγκών περί ορθολογικής κατανομής των μελών του προσωπικού των τακτικών δικαστηρίων και των αναγκών που οφείλονται στον φόρτο εργασίας των διαφόρων δικαστηρίων. Το πόρισμα του [KRS] είναι απρόσβλητο. Σε περίπτωση που δικαστής συμπληρώσει το όριο ηλικίας της παραγράφου 1 πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας παρατάσεως της θητείας του, αυτός εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι την περάτωση της εν λόγω διαδικασίας.
[…]»
Γ. Ο νόμος περί του KRS
6. Το άρθρο 42 του ustawa o Krajowej Radzie Sądownictwa (νόμου περί του KRS), της 12ης Μαΐου 2011, όπως τροποποιήθηκε, έχει ως εξής (7):
«1. Τα πορίσματα του Συμβουλίου επί ατομικών υποθέσεων είναι αιτιολογημένα.
2. Η αιτιολογία του πορίσματος συντάσσεται εντός ενός μηνός από την έκδοσή του.
3. Πορίσματα επί ατομικών υποθέσεων επιδίδονται στους μετέχοντες στη διαδικασία, με την αντίστοιχη αιτιολογία τους καθώς και με οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να προσβληθούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»
7. Το άρθρο 44, παράγραφος 1, του νόμου περί του KRS ορίζει τα εξής:
«Μετέχων στη διαδικασία δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] λόγω του παράνομου χαρακτήρα του πορίσματος [του KRS], εκτός εάν ειδικές διατάξεις ορίζουν άλλως. […]»
III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
8. Με έγγραφο της 30ής Δεκεμβρίου 2020, ο προσφεύγων γνωστοποίησε στο KRS τη δήλωση της βούλησής του να συνεχίσει να ασκεί τα δικαστικά του καθήκοντα και μετά την ηλικία συνταξιοδότησης των 65 ετών, την οποία θα συμπλήρωνε στις 12 Ιουνίου 2021, σύμφωνα με το άρθρο 69 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων (8). Με έγγραφο της 31ης Δεκεμβρίου 2020, ο προσφεύγων ζήτησε επίσης από το KRS να μη ληφθεί υπόψη η παρέλευση της τασσομένης στην ως άνω διάταξη προθεσμίας των έξι μηνών προ της συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για την υποβολή της δήλωσης βούλησης (9).
9. Με πόρισμα της 18ης Φεβρουαρίου 2022, το KRS έκρινε την ως άνω δήλωση απαράδεκτη λόγω του ότι υποβλήθηκε μετά την παρέλευση της τασσομένης στην εν λόγω διάταξη προθεσμίας των έξι μηνών προ της συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης και κήρυξε την περάτωση της διαδικασίας περί χορηγήσεως έγκρισης για τη συνέχιση άσκησης δικαστικών καθηκόντων (10).
10. Επιληφθέν της προσφυγής που άσκησε ο προσφεύγων κατά του ως άνω πορίσματος (11), το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), συνεδριάζοντας υπό τη σύνθεση του τμήματος εκτάκτου ελέγχου, το οποίο αποτελεί το αιτούν δικαστήριο, διερωτάται αν το άρθρο 69 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων παραβιάζει την αρχή της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, στον βαθμό που η διάταξη αυτή, αφενός, εξαρτά την παραμονή δικαστή στην ενεργό υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από την έγκριση άλλου οργάνου, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενο των αποφάσεων που εκδίδει ο συγκεκριμένος δικαστής και, αφετέρου, προβλέπει την απόρριψη αιτήσεως περί παραμονής δικαστή στην ενεργό υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, σε περίπτωση παρέλευσης της προθεσμίας για την υποβολή της, ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων της συνταξιοδότησης υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ιδίως όσον αφορά λόγους απονομής της δικαιοσύνης ή την ενδεχόμενη ύπαρξη σημαντικού κοινωνικού συμφέροντος.
11. Υπό τις συνθήκες αυτές, το τμήμα εκτάκτου ελέγχου του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Αντιβαίνει στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, [ΣΕΕ] διάταξη του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 69, παράγραφος 1b, πρώτη περίοδος, του [νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων], η οποία εξαρτά από την έγκριση άλλου οργάνου την ισχύ δήλωσης της βούλησης δικαστή να παραμείνει στην ενεργό υπηρεσία και μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησής του;
2) Αποκλείει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, [ΣΕΕ] την ερμηνεία εθνικής διάταξης κατά την οποία είναι ανίσχυρη η εκπρόθεσμη δήλωση της βούλησης δικαστή να παραμείνει στην ενεργό υπηρεσία και μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησής του, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο αυτός δεν τήρησε την προβλεπόμενη προθεσμία και ανεξαρτήτως της σημασίας που έχει η εκπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης αυτής για τη διαδικασία έγκρισης της περαιτέρω παραμονής του στην ενεργό υπηρεσία;»
12. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν το KRS, η Πολωνική, η Δανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Το KRS, η Πολωνική, η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Νοεμβρίου 2022. Ο προσφεύγων, το KRS, η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή υπέβαλαν επίσης γραπτές παρατηρήσεις επί της διατάξεως του αιτούντος δικαστηρίου της 3ης Νοεμβρίου 2022, με την οποία αυτό υπέβαλε στο Δικαστήριο συμπληρωματικές παρατηρήσεις επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, όσον αφορά ειδικότερα την ιδιότητά του ως «δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.
IV. Ανάλυση
Α. Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου
1. Επί των αμφιβολιών που εγείρονται ως προς την ιδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου ως «δικαστηρίου», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ
13. Η Επιτροπή καθώς και η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση εκφράζουν αμφιβολίες ως προς το αν το αιτούν δικαστήριο αποτελεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.
14. Ειδικότερα, τα μέλη του τμήματος εκτάκτου ελέγχου, το οποίο συστάθηκε με τον νόμο περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διορίστηκαν ως δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), κατόπιν προτάσεως του KRS, με το πόρισμα υπ’ αριθ. 331/2018 της 28ης Αυγούστου 2018 (στο εξής: πόρισμα 331/2018), υπό τις ακόλουθες περιστάσεις:
– το πόρισμα αυτό εκδόθηκε από το KRS υπό σύνθεση, η ανεξαρτησία της οποίας αμφισβητήθηκε με πλείονες αποφάσεις του Δικαστηρίου (12)·
– κατά του εν λόγω πορίσματος ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πολωνία) το οποίο εξέδωσε, στις 27 Σεπτεμβρίου 2018, διάταξη ασφαλιστικών μέτρων περί αναστολής εκτελέσεως του πορίσματος·
– το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής: ΕΔΔΑ) έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι δύο τριμελείς δικαστικοί σχηματισμοί του τμήματος εκτάκτου ελέγχου, αποτελούμενοι από δικαστές διορισμένους δυνάμει του ίδιου πορίσματος, δεν συνιστούν «δικαστήρια που λειτουργούν νόμιμα» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της υπογραφείσας στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ) (13)·
– το πόρισμα 331/2018, μετά τον διορισμό των δικαστών βάσει αυτού, ακυρώθηκε οριστικώς από το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) στις 21 Σεπτεμβρίου 2021 (14).
15. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ σκόπιμο, προτού απαντήσω στα προδικαστικά ερωτήματα, να εξακριβωθεί αν το τμήμα εκτάκτου ελέγχου, υπό την τριμελή του σύνθεση, αποτελεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και, συνεπώς, αν το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα υποβληθέντα από αυτό προδικαστικά ερωτήματα.
2. Επί των αρχών που διέπουν την έννοια της «ανεξαρτησίας» του αιτούντος δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ
16. Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του(15). Εν προκειμένω, υπό αμφισβήτηση τελεί μόνον το τελευταίο αυτό στοιχείο, ήτοι η ανεξαρτησία του τμήματος εκτάκτου ελέγχου, καθόσον θεωρείται εκ πρώτης όψεως προφανές –και σε κάθε περίπτωση δεν αμφισβητείται– ότι το ως άνω όργανο πληροί τα λοιπά προαναφερόμενα κριτήρια.
17. Κατά πάγια, επίσης, νομολογία του Δικαστηρίου, η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαστηρίων της οποίας την τήρηση οφείλουν να διασφαλίζουν τα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (16), όσον αφορά τα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να αποφαίνονται επί ζητημάτων απτομένων της ερμηνείας και της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβάνει δύο πτυχές, μια πρώτη, εξωτερική πτυχή που αφορά την αυτονομία του οργάνου (17) και μια δεύτερη πτυχή, εσωτερικής φύσεως, που αφορά την αμεροληψία του (18). Οι εγγυήσεις αυτές περί αυτονομίας και αμεροληψίας, οι οποίες συνιστούν τις δύο όψεις της «ανεξαρτησίας», απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους, καθώς και τους λόγους εξαιρέσεως και παύσεως των μελών του, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το ανεπηρέαστο του εν λόγω οργάνου από εξωγενή στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντικρουόμενων συμφερόντων (19).
18. Όσον αφορά, ειδικότερα, την απαίτηση περί ανεξαρτησίας που είναι συνυφασμένη με την έννοια του «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο, στην απόφασή του Getin Noble Bank, καθιέρωσε, κατ’ ουσίαν, τεκμήριο ότι ένα εθνικό δικαστήριο, όπως, μεταξύ άλλων, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου ένα όργανο να δύναται να χαρακτηρισθεί ως «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης συνθέσεώς του (20), διευκρινίζοντας ότι, στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, δεν απόκειται σε αυτό να διακριβώσει αν η απόφαση περί παραπομπής εκδόθηκε σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί οργανώσεως των δικαστηρίων και με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες (21). Συγχρόνως, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί, αφενός, σε περίπτωση κατά την οποία από αμετάκλητη δικαστική απόφαση, εκδοθείσα από εθνικό ή διεθνές δικαστήριο, προκύπτει ότι το δικαιοδοτικό όργανο που υπέβαλε την αίτηση δεν έχει την ιδιότητα ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ερμηνευόμενου με γνώμονα το άρθρο 47 του Χάρτη (22), ή, αφετέρου, όταν άλλα στοιχεία, ανεξάρτητα από την προσωπική κατάσταση των δικαστών που υποβάλλουν επισήμως αίτηση δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, είναι πιθανό να έχουν αντίκτυπο στη λειτουργία του αιτούντος δικαστηρίου στη σύνθεση του οποίου μετέχουν οι δικαστές αυτοί και συντείνουν, επομένως, στην προσβολή της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του εν λόγω δικαστηρίου (23).
19. Τούτων δοθέντων, κρίνω σκόπιμο να υπογραμμίσω ότι, κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία της αρχής της ανεξαρτησίας στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προϋποθέτει εξέταση διαφοροποιούμενη από την απαιτούμενη, αντιστοίχως, στο πλαίσιο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη, λόγω των διαφορετικών σκοπών και της διαφορετικής λειτουργίας που επιτελούν οι εν λόγω κανόνες. Η προσέγγιση αυτή, η οποία αναπτύχθηκε, ως επί το πλείστον, από ορισμένους γενικούς εισαγγελείς(24), δεν έχει επιβεβαιωθεί πλήρως, εξ όσων γνωρίζω, από το Δικαστήριο, το οποίο, στις αποφάσεις του που άπτονται της συνυφασμένης με την έννοια του «δικαστηρίου» του άρθρου 267 ΣΛΕΕ απαιτήσεως περί ανεξαρτησίας, εξακολουθεί να επισημαίνει την ανάγκη το εξεταζόμενο δικαστήριο να έχει την ιδιότητα ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, «κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ερμηνευόμενου με γνώμονα το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη» (25).
20. Κατά βάση, η εν λόγω προσέγγιση διακρίνει τις προϋποθέσεις εφαρμογής των τριών επίμαχων διατάξεων ως εξής:
– το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σκοπεί να διασφαλίσει ότι το σύστημα ένδικης προστασίας που έχει θεσπίσει κάθε κράτος μέλος εγγυάται την αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης(26). Απαιτεί, επομένως, μια «συστημικής» φύσεως εξέταση των χαρακτηριστικών του δικαιοδοτικού συστήματος·
– το άρθρο 47 του Χάρτη κατοχυρώνει τον σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κάθε πολίτη ο οποίος επικαλείται, σε συγκεκριμένη περίπτωση, δικαίωμα που αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης (27). Συνεπώς, απαιτεί μια «πρακτικής» φύσεως (περιπτωσιολογική) εξέταση για να εκτιμηθεί η ύπαρξη αποτελεσματικής προσφυγής στη συγκεκριμένη περίπτωση(28)·
– το άρθρο 267 ΣΛΕΕ προβλέπει την έννοια του «δικαστηρίου» με «λειτουργικό» χαρακτήρα, στο μέτρο που χρησιμεύει στον προσδιορισμό των εθνικών οργάνων τα οποία μπορούν να αποτελέσουν συνομιλητές του Δικαστηρίου στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής (29). Σύμφωνα με αυτήν την έννοια της «λειτουργικής ανεξαρτησίας», η οποία παραπέμπει κυρίως στην απουσία ιεραρχικής υπαγωγής στη διοίκηση, η ανεξαρτησία πρέπει να χαρακτηρίζει τη λειτουργία (και, συνεπώς, το όργανο), ανεξαρτήτως του εάν οι δικαστές (ως πρόσωπα) ενδέχεται να συνδέονται με την εκτελεστική εξουσία, μεταξύ άλλων, με σχέση αναγνώρισης (όταν έχουν διοριστεί με «προνομιακό» τρόπο) ή πίστεως (όταν προσβλέπουν σε πλεονεκτήματα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, όπως προαγωγές, παρατάσεις κ.λπ.) (30). Συνεπώς, η έννοια αυτή απαιτεί μια εξέταση «τυπικής» φύσεως, η οποία πραγματοποιείται με σημείο αναφοράς το ίδιο το όργανο και όχι σε σχέση με τα άτομα τα οποία μετέχουν στη σύνθεση του οργάνου που υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως (31).
21. Επιπλέον, έχει σημασία να διευκρινιστεί ότι η εκτίμηση της, λίαν συγκεκριμένης, έννοιας της «ανεξαρτησίας» στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί το τελευταίο από μια σειρά στοιχείων τα οποία, χωρίς να είναι stricto sensu σωρευτικά, εντάσσονται σε μια σφαιρική εξέταση και με βάση τα οποία, στο σύνολό τους, γίνεται δεκτή η ύπαρξη «δικαστηρίου» κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως (32). Η εξέταση του ανεξάρτητου χαρακτήρα του δικαστηρίου πραγματοποιείται, επομένως, με γνώμονα άλλα στοιχεία, με αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη μου, η σχετική εκτίμηση να καθίσταται αυστηρότερη όταν είναι αμφίβολη η παρουσία ορισμένων άλλων στοιχείων, και αντιστρόφως (33). Περαιτέρω, θεωρώ ότι το Δικαστήριο τείνει να διενεργεί συχνότερα έναν τέτοιο «έλεγχο ανεξαρτησίας» έναντι οργάνων που λειτουργούν εκτός του παραδοσιακού εθνικού δικαστικού συστήματος –ή που δεν θεωρούνται «δικαστήριο» κατά το εθνικό δίκαιο– (34), ενώ συνήθως δεν αμφισβητεί τον ανεξάρτητο χαρακτήρα οργάνου που εντάσσεται τυπικά στο δικαιοδοτικό σύστημα του οικείου κράτους μέλους (35), όπως, άλλωστε, επιβεβαιώνεται από το τεκμήριο που καθιερώθηκε στην υπόθεση Getin Noble Bank (36).
22. Η «μινιμαλιστική» αυτή ερμηνεία της έννοιας της «ανεξαρτησίας» στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ έχει, κατά τη γνώμη μου, το πλεονέκτημα ότι, αφενός, δεν θίγει υπέρμετρα την αρχή της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του μηχανισμού αυτού για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης και συνεπούς ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης(37)και, αφετέρου, επιτρέπει τη διατήρηση του κρίσιμου ρόλου των προδικαστικών παραπομπών όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών. Ειδικότερα, μόνον η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ επιτρέπει στους ιδιώτες, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αξιώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης (38). Τούτο ισχύει έτι περαιτέρω υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, λόγω των πλειόνων κινήσεων του Πολωνού νομοθέτη, με σκοπό, μεταξύ άλλων, να αποτραπεί η υποβολή αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο σχετικά με το ζήτημα της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων στην Πολωνία (39).
23. Επομένως, λόγω της ειδικής λειτουργίας της, η ερμηνεία της έννοιας της ανεξαρτησίας «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν προδικάζει την ερμηνεία αυτής της έννοιας στο πλαίσιο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ή του άρθρου 47 του Χάρτη. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ένα όργανο να μπορεί να συνιστά, κατ’ αρχήν, «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ανεξαρτήτως του αν από τα συγκεκριμένα στοιχεία, συστημικού ή μεμονωμένου χαρακτήρα, θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το δικαιοδοτικό αυτό όργανο δεν αποτελεί ανεξάρτητο, αμερόληπτο και προηγουμένως νομίμως συσταθέν δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ή του άρθρου 47 του Χάρτη (40).
24. Γνωρίζω, βεβαίως ότι, κατ’ αρχήν, στο θεμελιώδες σύστημα της απονομής δικαιοσύνης δεν χωρούν «διαβαθμίσεις», ενώ η ανωτέρω προσέγγιση, η οποία εδράζεται στο τεκμήριο που καθιερώθηκε με την απόφαση Getin Noble Bank, εξειδικεύοντας την εφαρμογή του, αποσκοπεί, μέσω μιας πιο ευέλικτης ερμηνείας της έννοιας της «ανεξαρτησίας» στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να επιτρέψει σε ένα εθνικό δικαστήριο, ακόμη και όταν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία του, να επιτελεί τα ουσιώδη καθήκοντά του, κατοχυρώνοντάς του τη δυνατότητα, αφενός, να εξετάζει, με τη συνδρομή του Δικαστηρίου, την ανεξαρτησία του και, αφετέρου, να διασφαλίζει στους πολίτες της Ένωσης το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης.
25. Μήπως θα ήταν, αντιθέτως, σκόπιμο να υιοθετηθεί μια διαφορετική προσέγγιση η οποία, εν προκειμένω, θα έθετε όρια στις καταχρήσεις της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας σε βάρος της δικαστικής εξουσίας στην Πολωνία, οι οποίες μέχρι τούδε γίνονται ανεκτές, και η οποία θα υποστήριζε, επομένως, τους Πολωνούς δικαστές που διορίστηκαν με το παλαιό σύστημα στην προσπάθειά τους, στο όνομα της αρχής της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος, να απομακρύνουν από τον κύκλο δικαστών της Ένωσης τους «νέους δικαστές» που διορίστηκαν κατόπιν των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων, κατά παράβαση της αρχής αυτής; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Σε κάθε περίπτωση, η αυστηρότερη αυτή προσέγγιση έχει συνέπειες: όπως προέκυψε από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, περίπου ένας στους τέσσερις από τους δικαστές που υπηρετούν στα τακτικά και διοικητικά δικαστήρια της Πολωνίας έχει, πλέον, διορισθεί με το νέο σύστημα. Η εν λόγω προσέγγιση θα περιόριζε σημαντικά την πρόσβαση στον μηχανισμό προδικαστικής παραπομπής για τα περισσότερα πολωνικά δικαστήρια, αφήνοντάς τον ανοικτό μόνο για εκείνα που απαρτίζονται αποκλειστικώς από δικαστές που διορίστηκαν υπό το παλαιό σύστημα. Τούτο θα επέφερε την εν τοις πράγμασιν απομάκρυνση της πολωνικής δικαιοσύνης από το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, αποτέλεσμα το οποίο, κατά τη γνώμη μου, ενέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί ακόμη και ως εισπήδηση στη διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ (41).
26. Εν κατακλείδι, μολονότι, κατά κανόνα, σύμφωνα με τη γνωστή παροιμία, «τα ράσα δεν κάνουν τον παπά», είμαι της γνώμης ότι, κάνοντας έναν παραλληλισμό, στο τυπικό και οριοθετημένο πλαίσιο της εκτίμησης της έννοιας του «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, «η τήβεννος κάνει τον δικαστή(42)».
3. Επί της επιρροής των κανόνων περί διορισμού των δικαστών στην ιδιότητα του «ανεξάρτητου δικαστηρίου»
27. Αφού εκτέθηκε και αποσαφηνίστηκε η νομολογία που περιβάλλει την ερμηνεία της έννοιας του «ανεξάρτητου δικαστηρίου» στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, οι αμφιβολίες ως προς τον ανεξάρτητο χαρακτήρα του αιτούντος δικαστηρίου σχετίζονται με τους κανόνες περί διορισμού των δικαστών που το απαρτίζουν. Πρέπει, συνεπώς, οι αρχές που εκτέθηκαν στην προηγούμενη ενότητα να εφαρμοστούν στο ειδικό πλαίσιο των κανόνων περί διορισμού των δικαστών και, ειδικότερα, των κανόνων σχετικά με την ανάμιξη μη δικαιοδοτικών οργάνων κατά τον ως άνω διορισμό, εν προκειμένω, του KRS.
28. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το γεγονός ότι τα κράτη μέλη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στον τομέα της οργάνωσης της δικαιοσύνης, συμπεριλαμβάνουν ένα μη δικαιοδοτικό όργανο, όπως ένα διοικητικό όργανο, στη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τον διορισμό δικαστών ή την παραμονή τους στην ενεργό υπηρεσία, δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να γίνει δεκτή η ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών που διορίζονται με τον τρόπο αυτό (43). Ειδικότερα, κατά το Δικαστήριο, το γεγονός και μόνον ότι η νομοθετική ή η εκτελεστική εξουσία παρεμβαίνουν στη διαδικασία διορισμού δικαστή δεν δύναται να δημιουργήσει εξάρτηση του δικαστή αυτού έναντι των ως άνω εξουσιών ούτε να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του, εφόσον, κατόπιν του διορισμού του, ο ενδιαφερόμενος δεν υπόκειται σε καμία πίεση και δεν δέχεται εντολές κατά την άσκηση των καθηκόντων του(44).
29. Επομένως, είμαι της γνώμης ότι ενδεχόμενες πλημμέλειες κατά τον διορισμό των μελών ενός δικαστικού σχηματισμού δεν πρέπει να στερούν από ένα όργανο την ιδιότητα του «ανεξάρτητου δικαστηρίου», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, παρά μόνον εάν υπονομεύουν την ίδια την ικανότητα ενός τέτοιου οργάνου να δικάζει κατά τρόπο ανεξάρτητο (45). Ως εκ τούτου, εάν τα μέλη ενός δικαστικού σχηματισμού, κατόπιν του διορισμού τους, διαθέτουν την απαιτούμενη επάρκεια για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους και αναμένεται (σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες) να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους με πλήρη ανεξαρτησία, τούτο θα πρέπει να αρκεί προκειμένου να συντρέχει η ιδιότητα του «ανεξάρτητου δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.
4. Επί της ιδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου ως «ανεξάρτητου δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις
30. Το τμήμα εκτάκτου ελέγχου είναι ένας από τους ειδικούς δικαστικούς σχηματισμούς του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Καίτοι το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαστήριο αυτό πληροί, κατ’ αρχήν, τις προϋποθέσεις του άρθρου 267 ΣΛΕΕ(46), ο σχηματισμός του ως τμήμα εκτάκτου ελέγχου δημιουργήθηκε στο πλαίσιο των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων του πολωνικού δικαστικού συστήματος και οι δικαστές του τμήματος αυτού διορίστηκαν στη θέση δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) υπό τις εξαιρετικά αμφιλεγόμενες συνθήκες που υπενθυμίζονται στο σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.
31. Κατ’ ουσίαν, οι αμφιβολίες ως προς την προϋπόθεση της ανεξαρτησίας του αιτούντος δικαστηρίου σχετίζονται με την έμμεση ανάμιξη της εκτελεστικής εξουσίας στον διορισμό των δικαστών που το απαρτίζουν, μέσω της παρέμβασης του KRS το οποίο, μετά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις του πολωνικού δικαστικού συστήματος, έχει καταστεί «όργανο δεσμώτης», ελεγχόμενο από την εκτελεστική εξουσία.
32. Χωρίς να θέλω να δικαιολογήσω μια τέτοια νομοθετική εξέλιξη, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της αποδοκιμαστέας αποδυνάμωσης του πολωνικού δικαστικού συστήματος, υπενθυμίζω ότι, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στο σημείο 28 των παρουσών προτάσεων, η ανάμιξη οργάνου εκτός του δικαστικού σώματος στον διορισμό των δικαστών δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να γίνει δεκτή η ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι δικαστές που διορίστηκαν στο αιτούν δικαστήριο κατόπιν της μεταρρύθμισης δεν έχουν την επάρκεια να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, ούτε ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο ή το καθεστώς τους δεν τους επιτρέπει να ασκήσουν τα καθήκοντά τους κατά τρόπο ανεξάρτητο (47).
33. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια εκτιμήσεως που καθιέρωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Getin Noble Bank, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) απολαύει «τεκμηρίου ανεξαρτησίας» το οποίο μπορεί να ανατραπεί είτε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι το δικαιοδοτικό όργανο που υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν έχει την ιδιότητα ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως είτε με άλλα στοιχεία που προσβάλλουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του εν λόγω δικαστηρίου (48).
34. Ωστόσο, χωρίς να χρειάζεται να επανέλθω στην πρότασή μου να διαφοροποιηθεί ελαφρώς η αρχή αυτή (49), φρονώ ότι, εν προκειμένω, δεν συντρέχει κάποια από τις ως άνω περιπτώσεις.
35. Ασφαλώς, με την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2021, Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας(50), η οποία αναφέρθηκε επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της δίκης, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δικαστικός σχηματισμός αποτελούμενος από δικαστές του ίδιου τμήματος εκτάκτου ελέγχου (51) δεν πληρούσε την απαίτηση περί δικαστηρίου που λειτουργεί νόμιμα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Τούτου δοθέντος, αμφιβάλλω αν πρόκειται για αμετάκλητη δικαστική απόφαση η οποία βεβαιώνει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν έχει, κατ’ ουσίαν, την ιδιότητα του ανεξάρτητου δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, βάσει της αποφάσεως Getin Noble Bank(52). Φρονώ ότι η ως άνω απόφαση [του ΕΔΔΑ] αφορά τον έλεγχο του σεβασμού του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και το οποίο, συνεπώς, θα μπορούσε να ασκεί επιρροή για την εφαρμογή του άρθρου 47 του Χάρτη, όχι, όμως, κατ’ ανάγκην για την εφαρμογή του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (53).
36. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι, με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να χαρακτηριστεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, στον βαθμό που, ανεξαρτήτως των αμφισβητήσεων σχετικά με τον διορισμό των μελών του, καλείται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί επί της υποθέσεως της κύριας δίκης υπό καθεστώς πλήρους αυτονομίας από την εκτελεστική εξουσία η οποία εμπλέκεται (εμμέσως) στον ως άνω διορισμό (54), και με πλήρη αμεροληψία έναντι των συμφερόντων των διαδίκων.
37. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, είμαι της γνώμης ότι, για τους σκοπούς της υπό κρίση διαδικασίας, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), υπό τη σύνθεση των τριών μελών του που απαρτίζουν το τμήμα εκτάκτου ελέγχου, μπορεί να θεωρηθεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και ότι, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει το εν λόγω δικαστήριο.
Β. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
38. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αποκλείει εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 69 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, η οποία εξαρτά τη δυνατότητα ενός δικαστή να εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από την έγκριση άλλου οργάνου, εν προκειμένω του KRS.
39. Υπενθυμίζω, εξαρχής, ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένως σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής και το περιεχόμενο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε σχέση με τους εθνικούς (ιδίως πολωνικούς) κανόνες που διέπουν το δικαιοδοτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν την παραμονή δικαστών στην ενεργό υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης(55).
40. Στα σημεία που ακολουθούν, θα εξετάσω, στο μέτρο που παρουσιάζει συνάφεια με την υπό κρίση υπόθεση, το περιεχόμενο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (1) και τα νομολογιακά προηγούμενα σχετικά με την παραμονή δικαστών στην ενεργό υπηρεσία πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης (2), προτού προτείνω απάντηση επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος (3).
1. Επί του περιεχομένου του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ
α) Επί της αρχής της «αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας» στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης
41. Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ορίζει ότι τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και, συνεπώς, τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ικανών να διασφαλίσουν τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο στους εν λόγω τομείς (56). Επιπλέον, στον βαθμό που η διάταξη αυτή παραπέμπει στην απαίτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το άρθρο 47 του Χάρτη, ανεξαρτήτως του αν η τελευταία αυτή διάταξη έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση (57).
42. Δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αναθέτει στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών και της ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό (58), έπεται ότι αφορά τους «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», ανεξαρτήτως της περιπτώσεως στην οποία τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη(59).
43. Εν προκειμένω, είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα πολωνικά τακτικά δικαστήρια ενδέχεται να κληθούν να αποφανθούν επί ζητημάτων που συνδέονται με την εφαρμογή και την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εντάσσονται στο πολωνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων στους «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και, συνεπώς, τα δικαστήρια αυτά πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (60).
β) Επί της αρχής της ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστηρίων ως απόρροιας της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας
44. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για να εξασφαλίζεται αποτελεσματική δικαστική προστασία, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας του οργάνου έχει πρωταρχική σημασία, όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε «ανεξάρτητο» δικαστήριο σε μία από τις απαιτήσεις που συνδέονται με το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής(61).
45. Όπως υπενθυμίζεται στα σημεία 17 και 18 των παρουσών προτάσεων, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστηρίων έχει μια πρώτη, εξωτερική, πτυχή, που αφορά την αυτονομία του οργάνου, και μια δεύτερη, εσωτερικής φύσεως, πτυχή, που αφορά την αμεροληψία του, και ότι οι εν λόγω εγγυήσεις αυτονομίας και αμεροληψίας επιτάσσουν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους, καθώς και τους λόγους εξαιρέσεως και παύσεως των μελών του, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το ανεπηρέαστο και την ουδετερότητα του εν λόγω οργάνου(62).
γ) Επί της απαιτήσεως περί ισοβιότητας των δικαστών ως συνυφασμένης με την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων
46. Όσον αφορά ειδικότερα την «εξωτερική» ανεξαρτησία (αυτονομία) των δικαστηρίων, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η ελευθερία των δικαστών από κάθε είδους εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις επιτάσσει ορισμένες εγγυήσεις για την προστασία των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί το δικαιοδοτικό έργο, όπως είναι η ισοβιότητα (63).
47. Η αρχή της ισοβιότητας επιτάσσει, ιδίως, να έχουν οι δικαστές τη δυνατότητα να παραμένουν στη θέση τους ενόσω δεν έχουν συμπληρώσει το υποχρεωτικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης ή έως τη λήξη της θητείας τους οσάκις αυτή έχει ορισμένη χρονική διάρκεια. Η αρχή αυτή, χωρίς να έχει εντελώς απόλυτο χαρακτήρα, επιδέχεται εξαιρέσεις μόνον εφόσον το δικαιολογούν θεμιτοί και επιτακτικοί λόγοι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι δικαστές μπορούν να παυθούν από τα καθήκοντά τους εφόσον κριθεί ότι είναι ακατάλληλοι για την άσκησή τους λόγω αδυναμίας ή σοβαρού παραπτώματος, τηρουμένων των προσηκουσών διαδικασιών(64).
48. Το ίδιο ισχύει, κατά τη γνώμη μου, για τους κανόνες σχετικά με τη δυνατότητα παραμονής των δικαστών στην ενεργό υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, οι οποίοι, ως εκ τούτου, υπόκεινται στις απαιτήσεις που επιβάλλει η αρχή της ισοβιότητας των δικαστών.
2. Επί των νομολογιακών προηγουμένων περί της παραμονής των δικαστών στην ενεργό υπηρεσία πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης
49. Αρχικώς, υπενθυμίζω ότι οι πολωνικές νομοθετικές διατάξεις σχετικά με την παραμονή των δικαστών στην ενεργό υπηρεσία πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης εξετάστηκαν σε δύο πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου:
– στην απόφαση περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σχετικά με διάταξη (65) η οποία ανέθετε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την εξουσία να εγκρίνει την παράταση της ενεργού υπηρεσίας των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης (66)·
– στην απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων, σε σχέση με το προϊσχύσαν άρθρο 69, παράγραφος 1, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων(67), το οποίο προέβλεπε ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορούσε να αποφασίσει την έγκριση της παραμονής των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων στην ενεργό υπηρεσία πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης (68) και το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία εν προκειμένω.
50. Στις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι απόκειται αποκλειστικώς στα κράτη μέλη να αποφασίζουν αν θα επιτρέπουν ή όχι την παράταση της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας πέραν του κανονικού ορίου της ηλικίας συνταξιοδότησης και ότι το γεγονός ότι πολιτειακά όργανα όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας [στην περίπτωση της παρατάσεως της θητείας των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] και ο Υπουργός Δικαιοσύνης (στην περίπτωση της παρατάσεως της θητείας των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων) διαθέτουν την εξουσία να αποφασίζουν αν θα επιτρέψουν ή όχι μια τέτοια ενδεχόμενη παράταση δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να γίνει δεκτή η ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών (69). Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι, οσάκις τα κράτη μέλη επιλέγουν να προβλέψουν τέτοιους μηχανισμούς, οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και οι όροι της διαδικασίας στους οποίους υπόκειται η παράταση αυτή να μην μπορούν να θίξουν την αρχή της ανεξαρτησίας(70).
51. Ειδικότερα, όσον αφορά τις εν λόγω ουσιαστικές προϋποθέσεις και όρους της διαδικασίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Υπουργού Δικαιοσύνης, αντιστοίχως, να επιτρέπουν ή όχι την παράταση της ενεργού υπηρεσίας δικαστή μπορούσε να προκαλέσει εύλογες αμφιβολίες, ιδίως στους πολίτες, ως προς το ανεπηρέαστο των οικείων δικαστών από εξωτερικά στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των συμφερόντων που ενδέχεται να αντιπαρατεθούν ενώπιόν τους(71).
52. Το Δικαστήριο στήριξε το συμπέρασμα αυτό, κατ’ ουσίαν, στο γεγονός ότι οι αποφάσεις για την έγκριση ή μη της ενδεχόμενης παράτασης της θητείας δικαστή βασίστηκαν σε κριτήρια ιδιαιτέρως αόριστα και μη επαληθεύσιμα, ενώ, κατά τα λοιπά, δεν ήταν αιτιολογημένες και, επιπλέον, δεν ήταν δεκτικές ένδικης προσφυγής (72), όσον αφορά δε την αποφασιστική αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης, δεν προβλεπόταν οποιαδήποτε προθεσμία για την έκδοση της αποφάσεως του Υπουργού επί της αιτήσεως περί παρατάσεως (73). Το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι η εξουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης να εγκρίνει ή όχι την παράταση της ενεργού υπηρεσίας των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων παραβιάζει, ιδίως, την αρχή της ισοβιότητας, καθόσον παρασχέθηκε στο γενικότερο πλαίσιο μεταρρυθμίσεως η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κανονικού ορίου της ηλικίας συνταξιοδότησης των εν λόγω δικαστών (74).
53. Εν προκειμένω, απαιτείται μια εκτίμηση σχεδόν πανομοιότυπη με εκείνη της αποφάσεως περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων, λαμβανομένου υπόψη ότι, μετά την εν λόγω απόφαση, η Δημοκρατία της Πολωνίας τροποποίησε τη νομοθεσία της σχετικά με την παραμονή στην ενεργό υπηρεσία των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, μεταξύ άλλων, επαναφέροντας το όριο ηλικίας που ίσχυε προηγουμένως για τους δικαστές και αναθέτοντας στο KRS, και όχι πλέον στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, την εξουσία να εγκρίνει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την παραμονή δικαστή στην ενεργό υπηρεσία και πέραν της ηλικίας αυτής.
3. Επί της εκτιμήσεως των περιστάσεων της υποθέσεως
54. Εν προκειμένω, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1b, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων προβλέπει, καθ’ ο μέρος αφορά την υπό κρίση υπόθεση, ότι το KRS δύναται να επιτρέψει σε δικαστή που το επιθυμεί να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, εφόσον η παραμονή του στην ενεργό υπηρεσία δικαιολογείται για λόγους απονομής της δικαιοσύνης ή από σημαντικό κοινωνικό συμφέρον, λαμβανομένων υπόψη των επιτακτικών αναγκών περί ορθολογικής κατανομής των μελών του προσωπικού των τακτικών δικαστηρίων και των αναγκών των διαφόρων δικαστηρίων λόγω φόρτου εργασίας (75).
55. Στα σημεία που ακολουθούν, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 50 των παρουσών προτάσεων, θα παράσχω ενδείξεις για την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, συνεκτιμώντας, αφενός, τον χαρακτήρα του KRS (α) και, αφετέρου, τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και τους όρους της διαδικασίας που διέπουν την έκδοση των αποφάσεών του σχετικά με την παραμονή δικαστών στην ενεργό υπηρεσία (β).
1) Επί του χαρακτήρα του KRS
56. Όσον αφορά τον χαρακτήρα του KRS, υπενθυμίζω, κατ’ αρχάς, ότι στην πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου έχει διαπιστωθεί επανειλημμένως ότι, μετά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις του πολωνικού δικαστικού συστήματος, το όργανο αυτό δεν είναι ανεξάρτητο έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας (76).
57. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται επίσης από τη σχετική με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ νομολογία του ΕΔΔΑ. Ειδικότερα, με την απόφασή του της 8ης Νοεμβρίου 2021, στην υπόθεση Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας (77), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το τμήμα εκτάκτου ελέγχου δεν αποτελεί «δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως» και ότι, συνεπώς, η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, για τον λόγο ότι τα μέλη του ως άνω τμήματος διορίζονταν κατόπιν προτάσεως του KRS το οποίο δεν ήταν ανεξάρτητο έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας (78).
58. Με το εν λόγω συμπέρασμα, άλλωστε, συμφώνησαν, σε διαφορετικές περιπτώσεις, τα ανώτατα πολωνικά δικαστήρια. Συγκεκριμένα, αφενός, το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), με αποφάσεις της 6ης και της 13ης Μαΐου 2021, διαπίστωσε ότι το KRS δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις ανεξαρτησίας και ότι η εξάρτηση του KRS έναντι των νομοθετικών και των εκτελεστικών αρχών ήταν τέτοιας έκτασης ώστε, κατ’ ανάγκην, να ασκεί επιρροή κατά την εκτίμηση του αν οι δικαστές που επιλέγει πληρούν τις αντικειμενικές απαιτήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του άρθρου 47 του Χάρτη. Αφετέρου, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), με ψήφισμα της 23ης Ιανουαρίου 2020, επισήμανε επίσης ότι το KRS δεν ήταν ανεξάρτητο όργανο, καθόσον υπαγόταν απευθείας στις πολιτικές αρχές(79).
59. Τούτων δοθέντων, φρονώ ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός, όσο ατυχές και αν είναι, ότι ένα όργανο όπως το KRS διαθέτει την εξουσία να αποφασίζει να επιτρέψει ή όχι μια ενδεχόμενη παράταση της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας πέραν του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να γίνει δεκτή η ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών(80). Ειδικότερα, το Δικαστήριο, αναγνωρίζοντας την κατ’ αρχήν αρμοδιότητα των κρατών μελών στον τομέα της οργανώσεως της δικαιοσύνης, δέχεται ότι, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν σε μη δικαιοδοτικό όργανο (είτε ανεξάρτητο είτε υπαγόμενο στη νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία) τη λήψη αποφάσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τον διορισμό δικαστών ή την παραμονή τους στην ενεργό υπηρεσία (81).
60. Πάντως, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, επιβάλλεται να διασφαλισθεί ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και οι όροι της διαδικασίας για την έκδοση τέτοιων αποφάσεων δεν θα μπορούν να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των οικείων δικαστών από εξωτερικά στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων (82), παράμετρο που θα εξετάσω στη συνέχεια.
β) Επί των ουσιαστικών προϋποθέσεων και των όρων της διαδικασίας που διέπουν την έκδοση αποφάσεων περί παραμονής δικαστών στην ενεργό υπηρεσία
61. Όσον αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και τους όρους της διαδικασίας που διέπουν την έκδοση αποφάσεων σχετικά με την παραμονή δικαστών στην ενεργό υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 1b, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, όπως εξετάστηκε στην απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (83), ο Υπουργός Δικαιοσύνης δύναται να επιτρέψει σε δικαστή να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του, «λαμβανομένων υπόψη των επιτακτικών αναγκών περί ορθολογικής κατανομής των μελών του προσωπικού των τακτικών δικαστηρίων και των αναγκών των διαφόρων δικαστηρίων λόγω φόρτου εργασίας». Το Δικαστήριο, αφενός, έκρινε τα εν λόγω κριτήρια ως ιδιαιτέρως αόριστα και μη επαληθεύσιμα, αποδοκιμάζοντας ταυτόχρονα την απουσία υποχρέωσης αιτιολόγησης και την αδυναμία ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά μιας τέτοιας αποφάσεως και, αφετέρου, επέκρινε την απουσία προθεσμίας τασσομένης στον Υπουργό Δικαιοσύνης για τη λήψη της αποφάσεώς του (84).
62. Κατά πρώτον, ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, επισημαίνω ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1b, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, ως ισχύει στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, προβλέπει ότι το KRS δύναται να επιτρέψει σε δικαστή να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του, «εφόσον η παραμονή του στην ενεργό υπηρεσία δικαιολογείται για λόγους απονομής της δικαιοσύνης ή από σημαντικό κοινωνικό συμφέρον, λαμβανομένων υπόψη των επιτακτικών αναγκών περί ορθολογικής κατανομής των μελών του προσωπικού των τακτικών δικαστηρίων και των αναγκών των διαφόρων δικαστηρίων λόγω φόρτου εργασίας». Σε σύγκριση με την προϊσχύσασα μορφή της, η επίμαχη διάταξη προσθέτει, επομένως, την προϋπόθεση ότι η παραμονή στην ενεργό υπηρεσία πρέπει να «δικαιολογείται για λόγους απονομής της δικαιοσύνης ή από σημαντικό κοινωνικό συμφέρον».
63. Αμφιβάλλω, ωστόσο, ότι η νέα αυτή διευκρίνιση αποσαφηνίζει τα κριτήρια επί των οποίων βασίζεται το πόρισμα του KRS, κατά τρόπο ώστε να περιορίζεται το περιθώριο εκτιμήσεως που αποδοκιμάστηκε από το Δικαστήριο (85).
64. Κατά δεύτερον, όσον αφορά τους όρους της διαδικασίας, φρονώ κατ’ αρχάς ότι, όπως και η προϊσχύσασα ρύθμιση η οποία επικρίθηκε από το Δικαστήριο, η νέα ρύθμιση δεν προβλέπει προθεσμία εντός της οποίας το KRS υποχρεούται να εκδώσει το πόρισμά του, δεδομένου ότι η Πολωνική Κυβέρνηση περιορίστηκε να διευκρινίσει, στις γραπτές παρατηρήσεις της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, κατά την έννοια του άρθρου 69, παράγραφος 1b, τελευταία περίοδος, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, σε περίπτωση που δικαστής συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας παρατάσεως της θητείας του, αυτός εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι την περάτωση της εν λόγω διαδικασίας.
65. Εν συνεχεία, φρονώ ότι, στο μέτρο που το άρθρο 42, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί του KRS εφαρμόζεται σε τέτοιου είδους πορίσματα, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, πρέπει να παρέχεται η αιτιολογία τους εντός ενός μηνός από την έκδοσή τους, απαίτηση η οποία διασκεδάζει, κατ’ αρχήν, τις επικρίσεις που εξέφρασε συναφώς το Δικαστήριο υπό την προϊσχύσασα ρύθμιση.
66. Τέλος, όπως αποδεικνύεται στην υπόθεση της κύριας δίκης, το πόρισμα του KRS, σε αντίθεση με την προϊσχύσασα νομοθεσία, μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του τμήματος εκτάκτου ελέγχου (86), η ανεξαρτησία του οποίου, ωστόσο, έχει επικριθεί πλειστάκις (87).
67. Εν κατακλείδι, με την επιφύλαξη των διακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο βάσει των προεκτεθέντων, αμφιβάλλω αν ο μηχανισμός έγκρισης από το KRS της παραμονής δικαστών στην ενεργό υπηρεσία πέραν της συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ανεξαρτησίας έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών πραγματικών και νομικών στοιχείων που άπτονται τόσο των όρων διορισμού των μελών του εν λόγω οργάνου όσο και του τρόπου με τον οποίο αυτό εκπληρώνει την αποστολή του στην πράξη.
68. Προτείνω, επομένως, επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την ισχύ της δήλωσης της βούλησης δικαστή να συνεχίσει να ασκεί τα δικαστικά καθήκοντά του πέραν της συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από την έγκριση οργάνου το οποίο αποδεδειγμένα δεν είναι ανεξάρτητο έναντι της νομοθετικής ή της εκτελεστικής εξουσίας και το οποίο εκδίδει τις αποφάσεις του βάσει αόριστων και δυσχερώς επαληθεύσιμων κριτηρίων.
Γ. Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
69. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 69 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, η οποία έχει την έννοια ότι αποκλείει την εκπρόθεσμη δήλωση της βούλησης συνεχίσεως ασκήσεως δικαστικών καθηκόντων μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, ανεξαρτήτως των περιστάσεων και των αποτελεσμάτων της μη τηρήσεως της επίμαχης προθεσμίας.
70. Υπενθυμίζω ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση, στο μέτρο που είναι κρίσιμη για τη διάρκεια της θητείας των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ισοβιότητας των δικαστών, η οποία είναι συνυφασμένη με την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ(88).
71. Επιπλέον, ελλείψει λεπτομερών κανόνων σε επίπεδο Ένωσης, η συμβατότητα της εν λόγω διατάξεως με την αρχή της ανεξαρτησίας πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των αρχών της διαδικαστικής αυτονομίας και της αποτελεσματικότητας(89).
72. Εν προκειμένω, επισημαίνω, κατ’ αρχάς, ότι στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (90) και περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (91) δεν υπήρξε διάταξη αντίστοιχη με την επίμαχη η οποία να αποτέλεσε αντικείμενο αιτιάσεων εκ μέρους της Επιτροπής.
73. Όμως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, οι σαφείς και προβλέψιμες προθεσμίες για τη δήλωση από τον ενδιαφερόμενο δικαστή της βούλησής του να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του πέραν της συμπλήρωσης της ηλικίας συνταξιοδότησης αποτελούν αντικειμενικές διαδικαστικές απαιτήσεις ικανές να συμβάλουν στην ασφάλεια δικαίου και την αντικειμενικότητα της όλης διαδικασίας έγκρισης της παραμονής στην ενεργό δικαστική υπηρεσία. Εν προκειμένω, επισημαίνω ότι η επίμαχη προθεσμία, η οποία αρχίζει από τον χρόνο συμπληρώσεως του 64ου έτους της ηλικίας του δικαστή και λήγει έξι μήνες πριν από τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του, αφενός, καθορίζεται σε σχέση με ένα γεγονός που είναι απολύτως γνωστό στον ενδιαφερόμενο δικαστή, ήτοι την ημερομηνία των 65ων γενεθλίων του, και, αφετέρου, είναι επαρκώς μεγάλη ώστε να παρέχει στον εν λόγω δικαστή τη δυνατότητα να λάβει μια σταθμισμένη απόφαση σχετικά με την ευκαιρία να εκδηλώσει την πρόθεσή του περί παραμονής στην ενεργό υπηρεσία.
74. Ως εκ τούτου, αφενός, εκτιμώ ότι το αποκλειστικό αποτέλεσμα της ως άνω προθεσμίας συνιστά σαφή διαδικαστική απαίτηση ικανή να συμβάλει στην αντικειμενικότητα της διαδικασίας και στην ασφάλεια δικαίου, εξυπηρετώντας την εύρυθμη οργάνωση του δικαστικού συστήματος.
75. Αφετέρου, όσον αφορά την έλλειψη δυνατότητας να αρθεί το αποκλειστικό αποτέλεσμα της ως άνω προθεσμίας, με συνέπεια το απαράδεκτο κάθε δηλώσεως που υποβάλλεται μετά την παρέλευση της προθεσμίας, επισημαίνω ότι, κατ’ αρχήν, η έλλειψη αυτή ουδόλως ασκεί στους δικαστές εξωτερική πίεση ή επιρροή και, επιπλέον, στερεί από το KRS τη δυνατότητα να ενεργήσει κατά διακριτική ευχέρεια.
76. Η μόνη αμφιβολία που θα μπορούσε, κατ’ εμέ, να εκφραστεί έναντι του άρθρου 69 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, αφορά την αναλογικότητα μιας απόλυτης αποκλειστικής προθεσμίας η οποία δεν λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις αρχές της αναγκαιότητας ή της ανωτέρας βίας, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο επιβεβαιώνεται από το αιτούν δικαστήριο.
77. Ωστόσο, φρονώ, αφενός, ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η κατάσταση αυτή παραμένει υποθετική, δεδομένου ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν μνημονεύει περίπτωση ανωτέρας βίας ή οποιοδήποτε έκτακτο στοιχείο που θα μπορούσε να εμποδίσει τον ενδιαφερόμενο δικαστή να υποβάλει εμπρόθεσμα τη δήλωσή του (92), και, αφετέρου, ότι η ενδεχόμενη επέλευση μιας κατάστασης πέραν του ελέγχου του εν λόγω δικαστή που θα τον εμπόδιζε να τηρήσει την αποκλειστική προθεσμία θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να σταθμίζεται έναντι των απαιτήσεων της απονομής της δικαιοσύνης(93).
78. Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη των προμνημονευόμενων διακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η επίμαχη εθνική διάταξη δεν παραβιάζει την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών.
79. Εν κατακλείδι, προτείνω επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση έχουσα την έννοια ότι η εκπρόθεσμη δήλωση δικαστή ότι επιθυμεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαστικά καθήκοντά του μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης δεν παράγει αποτελέσματα, ανεξαρτήτως των περιστάσεων της μη τηρήσεως της προθεσμίας και της σημασίας που έχει η ως άνω μη τήρηση για τη διαδικασία έγκρισης της παραμονής δικαστή στην ενεργό υπηρεσία, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.
V. Πρόταση
80. Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία) ως εξής:
1) Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την ισχύ της δήλωσης της βούλησης δικαστή να συνεχίσει να ασκεί τα δικαστικά καθήκοντά του πέραν της συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από την έγκριση οργάνου το οποίο αποδεδειγμένα δεν είναι ανεξάρτητο έναντι της νομοθετικής ή της εκτελεστικής εξουσίας και το οποίο εκδίδει τις αποφάσεις του βάσει αόριστων και δυσχερώς επαληθεύσιμων κριτηρίων.
2) Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση έχουσα την έννοια ότι η εκπρόθεσμη δήλωση δικαστή ότι επιθυμεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαστικά καθήκοντά του μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης δεν παράγει αποτελέσματα, ανεξαρτήτως των περιστάσεων της μη τηρήσεως της προθεσμίας και της σημασίας που έχει η ως άνω μη τήρηση για τη διαδικασία έγκρισης της παραμονής δικαστή στην ενεργό υπηρεσία, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.