Language of document : ECLI:EU:C:2023:150

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 2ας Μαρτίου 2023 (1)

Υπόθεση C718/21

L.G.

κατά

Krajowa Rada Sądownictwa

[αίτηση του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Έννοια του “δικαστηρίου” – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης – Αρχές της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών – Δυνατότητα συνέχισης της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης – Αποτελέσματα της δήλωσης της βούλησης για συνέχιση της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας πέραν της ηλικίας αυτής υπό την προϋπόθεση χορηγήσεως έγκρισης άλλου οργάνου – Συνέπειες της εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης βούλησης»






I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το Izba Kontroli Nadzwyczajnej i Spraw Publicznych (τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων, στο εξής: τμήμα εκτάκτου ελέγχου) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής που άσκησε ο L.G. (στο εξής: προσφεύγων), δικαστής στο Sąd Okręgowy w K. (περιφερειακό δικαστήριο K., Πολωνία), κατά του πορίσματος του Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, Πολωνία, στο εξής: KRS) περί περατώσεως της διαδικασίας για την έγκριση της συνέχισης άσκησης δικαστικών καθηκόντων πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησής του, λόγω παρέλευσης της προθεσμίας για την υποβολή της προβλεπόμενης δήλωσης βούλησης.

2.        Με την ως άνω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως τίθεται, κατ’ αρχάς, το λεπτό ζήτημα του κατά πόσον το τμήμα εκτάκτου ελέγχου έχει τον χαρακτήρα «δικαστηρίου», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Επί της ουσίας, η εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, κατά βάση, την ερμηνεία της αρχής της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών, ως ειδικότερης εκδήλωσης της αρχής της «αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας» που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε σχέση με εθνική νομοθεσία η οποία, αφενός, εξαρτά την ισχύ της δήλωσης της βούλησης δικαστή να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του και μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από την προϋπόθεση της έγκρισης του KRS και, αφετέρου, προβλέπει αποκλειστική προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης αυτής.

3.        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων του πολωνικού δικαστικού συστήματος (2) και της πλούσιας συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου, ιδίως κατόπιν των προσφυγών λόγω παραβάσεως που άσκησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (3) ή των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλαν πολωνικά δικαστήρια (4).

II.    Το νομικό πλαίσιο: το πολωνικό δίκαιο

Α.      Ο νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου

4.        Ο ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (5), με τον οποίο, μεταξύ άλλων, συστάθηκε το τμήμα εκτάκτου ελέγχου, ορίζει στο άρθρο 26, παράγραφος 1, τα εξής:

«Το [τμήμα εκτάκτου ελέγχου] είναι αρμόδιο για την εξέταση των εκτάκτων ενδίκων μέσων, των εκλογικών διαφορών και των αμφισβητήσεων του κύρους εθνικού δημοψηφίσματος ή συνταγματικού δημοψηφίσματος, για τη διαπίστωση του κύρους εκλογών και δημοψηφισμάτων, καθώς και για την εκδίκαση λοιπών διαφορών του δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών που αφορούν την προστασία του ανταγωνισμού, τη ρύθμιση των τομέων της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και των σιδηροδρομικών μεταφορών, καθώς και για την εξέταση των προσφυγών κατά αποφάσεων του Przewodniczy Krajowej Rady Radiofonii i Telewizji (προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, Πολωνία)] ή των προσφυγών που βάλλουν κατά της υπερβολικής διάρκειας της ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, των στρατοδικείων και του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] δίκης.»

Β.      Ο νόμος περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων

5.        Το άρθρο 69, παράγραφοι 1 και 1b, του ustawa – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2001, όπως τροποποιήθηκε (6), προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Οι δικαστές συνταξιοδοτούνται με τη συμπλήρωση της ηλικίας των 65 ετών, εκτός εάν καταθέσουν στο [KRS], έξι μήνες το αργότερο και δώδεκα μήνες το νωρίτερο πριν από τη συμπλήρωση της προαναφερόμενης ηλικίας, δήλωση με την οποία γνωστοποιούν τη βούλησή τους να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους και πιστοποιητικό, σύμφωνα με τους όρους που ισχύουν για τους υποψήφιους του δικαστικού σώματος, με το οποίο βεβαιώνεται ότι η κατάσταση της υγείας τους τούς επιτρέπει να ασκήσουν δικαστικά καθήκοντα.

[…]

1b.      Το [KRS] δύναται να επιτρέψει σε δικαστή να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του, εφόσον η παραμονή του στην ενεργό υπηρεσία δικαιολογείται για λόγους απονομής της δικαιοσύνης ή από σημαντικό κοινωνικό συμφέρον, λαμβανομένων υπόψη των επιτακτικών αναγκών περί ορθολογικής κατανομής των μελών του προσωπικού των τακτικών δικαστηρίων και των αναγκών που οφείλονται στον φόρτο εργασίας των διαφόρων δικαστηρίων. Το πόρισμα του [KRS] είναι απρόσβλητο. Σε περίπτωση που δικαστής συμπληρώσει το όριο ηλικίας της παραγράφου 1 πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας παρατάσεως της θητείας του, αυτός εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι την περάτωση της εν λόγω διαδικασίας.

[…]»

Γ.      Ο νόμος περί του KRS

6.        Το άρθρο 42 του ustawa o Krajowej Radzie Sądownictwa (νόμου περί του KRS), της 12ης Μαΐου 2011, όπως τροποποιήθηκε, έχει ως εξής (7):

«1.      Τα πορίσματα του Συμβουλίου επί ατομικών υποθέσεων είναι αιτιολογημένα.

2.      Η αιτιολογία του πορίσματος συντάσσεται εντός ενός μηνός από την έκδοσή του.

3.      Πορίσματα επί ατομικών υποθέσεων επιδίδονται στους μετέχοντες στη διαδικασία, με την αντίστοιχη αιτιολογία τους καθώς και με οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να προσβληθούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

7.        Το άρθρο 44, παράγραφος 1, του νόμου περί του KRS ορίζει τα εξής:

«Μετέχων στη διαδικασία δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] λόγω του παράνομου χαρακτήρα του πορίσματος [του KRS], εκτός εάν ειδικές διατάξεις ορίζουν άλλως. […]»

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

8.        Με έγγραφο της 30ής Δεκεμβρίου 2020, ο προσφεύγων γνωστοποίησε στο KRS τη δήλωση της βούλησής του να συνεχίσει να ασκεί τα δικαστικά του καθήκοντα και μετά την ηλικία συνταξιοδότησης των 65 ετών, την οποία θα συμπλήρωνε στις 12 Ιουνίου 2021, σύμφωνα με το άρθρο 69 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων (8). Με έγγραφο της 31ης Δεκεμβρίου 2020, ο προσφεύγων ζήτησε επίσης από το KRS να μη ληφθεί υπόψη η παρέλευση της τασσομένης στην ως άνω διάταξη προθεσμίας των έξι μηνών προ της συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για την υποβολή της δήλωσης βούλησης (9).

9.        Με πόρισμα της 18ης Φεβρουαρίου 2022, το KRS έκρινε την ως άνω δήλωση απαράδεκτη λόγω του ότι υποβλήθηκε μετά την παρέλευση της τασσομένης στην εν λόγω διάταξη προθεσμίας των έξι μηνών προ της συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης και κήρυξε την περάτωση της διαδικασίας περί χορηγήσεως έγκρισης για τη συνέχιση άσκησης δικαστικών καθηκόντων (10).

10.      Επιληφθέν της προσφυγής που άσκησε ο προσφεύγων κατά του ως άνω πορίσματος (11), το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), συνεδριάζοντας υπό τη σύνθεση του τμήματος εκτάκτου ελέγχου, το οποίο αποτελεί το αιτούν δικαστήριο, διερωτάται αν το άρθρο 69 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων παραβιάζει την αρχή της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, στον βαθμό που η διάταξη αυτή, αφενός, εξαρτά την παραμονή δικαστή στην ενεργό υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από την έγκριση άλλου οργάνου, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενο των αποφάσεων που εκδίδει ο συγκεκριμένος δικαστής και, αφετέρου, προβλέπει την απόρριψη αιτήσεως περί παραμονής δικαστή στην ενεργό υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, σε περίπτωση παρέλευσης της προθεσμίας για την υποβολή της, ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων της συνταξιοδότησης υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ιδίως όσον αφορά λόγους απονομής της δικαιοσύνης ή την ενδεχόμενη ύπαρξη σημαντικού κοινωνικού συμφέροντος.

11.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το τμήμα εκτάκτου ελέγχου του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιβαίνει στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, [ΣΕΕ] διάταξη του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 69, παράγραφος 1b, πρώτη περίοδος, του [νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων], η οποία εξαρτά από την έγκριση άλλου οργάνου την ισχύ δήλωσης της βούλησης δικαστή να παραμείνει στην ενεργό υπηρεσία και μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησής του;

2)      Αποκλείει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, [ΣΕΕ] την ερμηνεία εθνικής διάταξης κατά την οποία είναι ανίσχυρη η εκπρόθεσμη δήλωση της βούλησης δικαστή να παραμείνει στην ενεργό υπηρεσία και μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησής του, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο αυτός δεν τήρησε την προβλεπόμενη προθεσμία και ανεξαρτήτως της σημασίας που έχει η εκπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης αυτής για τη διαδικασία έγκρισης της περαιτέρω παραμονής του στην ενεργό υπηρεσία;»

12.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν το KRS, η Πολωνική, η Δανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Το KRS, η Πολωνική, η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Νοεμβρίου 2022. Ο προσφεύγων, το KRS, η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή υπέβαλαν επίσης γραπτές παρατηρήσεις επί της διατάξεως του αιτούντος δικαστηρίου της 3ης Νοεμβρίου 2022, με την οποία αυτό υπέβαλε στο Δικαστήριο συμπληρωματικές παρατηρήσεις επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, όσον αφορά ειδικότερα την ιδιότητά του ως «δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

IV.    Ανάλυση

Α.      Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

1.      Επί των αμφιβολιών που εγείρονται ως προς την ιδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου ως «δικαστηρίου», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ

13.      Η Επιτροπή καθώς και η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση εκφράζουν αμφιβολίες ως προς το αν το αιτούν δικαστήριο αποτελεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

14.      Ειδικότερα, τα μέλη του τμήματος εκτάκτου ελέγχου, το οποίο συστάθηκε με τον νόμο περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διορίστηκαν ως δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), κατόπιν προτάσεως του KRS, με το πόρισμα υπ’ αριθ. 331/2018 της 28ης Αυγούστου 2018 (στο εξής: πόρισμα 331/2018), υπό τις ακόλουθες περιστάσεις:

–        το πόρισμα αυτό εκδόθηκε από το KRS υπό σύνθεση, η ανεξαρτησία της οποίας αμφισβητήθηκε με πλείονες αποφάσεις του Δικαστηρίου (12

–        κατά του εν λόγω πορίσματος ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πολωνία) το οποίο εξέδωσε, στις 27 Σεπτεμβρίου 2018, διάταξη ασφαλιστικών μέτρων περί αναστολής εκτελέσεως του πορίσματος·

–        το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής: ΕΔΔΑ) έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι δύο τριμελείς δικαστικοί σχηματισμοί του τμήματος εκτάκτου ελέγχου, αποτελούμενοι από δικαστές διορισμένους δυνάμει του ίδιου πορίσματος, δεν συνιστούν «δικαστήρια που λειτουργούν νόμιμα» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της υπογραφείσας στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ) (13

–        το πόρισμα 331/2018, μετά τον διορισμό των δικαστών βάσει αυτού, ακυρώθηκε οριστικώς από το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) στις 21 Σεπτεμβρίου 2021 (14).

15.      Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ σκόπιμο, προτού απαντήσω στα προδικαστικά ερωτήματα, να εξακριβωθεί αν το τμήμα εκτάκτου ελέγχου, υπό την τριμελή του σύνθεση, αποτελεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και, συνεπώς, αν το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα υποβληθέντα από αυτό προδικαστικά ερωτήματα.

2.      Επί των αρχών που διέπουν την έννοια της «ανεξαρτησίας» του αιτούντος δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ

16.      Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του(15). Εν προκειμένω, υπό αμφισβήτηση τελεί μόνον το τελευταίο αυτό στοιχείο, ήτοι η ανεξαρτησία του τμήματος εκτάκτου ελέγχου, καθόσον θεωρείται εκ πρώτης όψεως προφανές –και σε κάθε περίπτωση δεν αμφισβητείται– ότι το ως άνω όργανο πληροί τα λοιπά προαναφερόμενα κριτήρια.

17.      Κατά πάγια, επίσης, νομολογία του Δικαστηρίου, η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαστηρίων της οποίας την τήρηση οφείλουν να διασφαλίζουν τα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (16), όσον αφορά τα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να αποφαίνονται επί ζητημάτων απτομένων της ερμηνείας και της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβάνει δύο πτυχές, μια πρώτη, εξωτερική πτυχή που αφορά την αυτονομία του οργάνου (17) και μια δεύτερη πτυχή, εσωτερικής φύσεως, που αφορά την αμεροληψία του (18). Οι εγγυήσεις αυτές περί αυτονομίας και αμεροληψίας, οι οποίες συνιστούν τις δύο όψεις της «ανεξαρτησίας», απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους, καθώς και τους λόγους εξαιρέσεως και παύσεως των μελών του, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το ανεπηρέαστο του εν λόγω οργάνου από εξωγενή στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντικρουόμενων συμφερόντων (19).

18.      Όσον αφορά, ειδικότερα, την απαίτηση περί ανεξαρτησίας που είναι συνυφασμένη με την έννοια του «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο, στην απόφασή του Getin Noble Bank, καθιέρωσε, κατ’ ουσίαν, τεκμήριο ότι ένα εθνικό δικαστήριο, όπως, μεταξύ άλλων, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου ένα όργανο να δύναται να χαρακτηρισθεί ως «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης συνθέσεώς του (20), διευκρινίζοντας ότι, στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, δεν απόκειται σε αυτό να διακριβώσει αν η απόφαση περί παραπομπής εκδόθηκε σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί οργανώσεως των δικαστηρίων και με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες (21). Συγχρόνως, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί, αφενός, σε περίπτωση κατά την οποία από αμετάκλητη δικαστική απόφαση, εκδοθείσα από εθνικό ή διεθνές δικαστήριο, προκύπτει ότι το δικαιοδοτικό όργανο που υπέβαλε την αίτηση δεν έχει την ιδιότητα ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ερμηνευόμενου με γνώμονα το άρθρο 47 του Χάρτη (22), ή, αφετέρου, όταν άλλα στοιχεία, ανεξάρτητα από την προσωπική κατάσταση των δικαστών που υποβάλλουν επισήμως αίτηση δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, είναι πιθανό να έχουν αντίκτυπο στη λειτουργία του αιτούντος δικαστηρίου στη σύνθεση του οποίου μετέχουν οι δικαστές αυτοί και συντείνουν, επομένως, στην προσβολή της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του εν λόγω δικαστηρίου (23).

19.      Τούτων δοθέντων, κρίνω σκόπιμο να υπογραμμίσω ότι, κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία της αρχής της ανεξαρτησίας στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προϋποθέτει εξέταση διαφοροποιούμενη από την απαιτούμενη, αντιστοίχως, στο πλαίσιο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη, λόγω των διαφορετικών σκοπών και της διαφορετικής λειτουργίας που επιτελούν οι εν λόγω κανόνες. Η προσέγγιση αυτή, η οποία αναπτύχθηκε, ως επί το πλείστον, από ορισμένους γενικούς εισαγγελείς(24), δεν έχει επιβεβαιωθεί πλήρως, εξ όσων γνωρίζω, από το Δικαστήριο, το οποίο, στις αποφάσεις του που άπτονται της συνυφασμένης με την έννοια του «δικαστηρίου» του άρθρου 267 ΣΛΕΕ απαιτήσεως περί ανεξαρτησίας, εξακολουθεί να επισημαίνει την ανάγκη το εξεταζόμενο δικαστήριο να έχει την ιδιότητα ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, «κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ερμηνευόμενου με γνώμονα το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη» (25).

20.      Κατά βάση, η εν λόγω προσέγγιση διακρίνει τις προϋποθέσεις εφαρμογής των τριών επίμαχων διατάξεων ως εξής:

–        το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σκοπεί να διασφαλίσει ότι το σύστημα ένδικης προστασίας που έχει θεσπίσει κάθε κράτος μέλος εγγυάται την αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης(26). Απαιτεί, επομένως, μια «συστημικής» φύσεως εξέταση των χαρακτηριστικών του δικαιοδοτικού συστήματος·

–        το άρθρο 47 του Χάρτη κατοχυρώνει τον σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κάθε πολίτη ο οποίος επικαλείται, σε συγκεκριμένη περίπτωση, δικαίωμα που αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης (27). Συνεπώς, απαιτεί μια «πρακτικής» φύσεως (περιπτωσιολογική) εξέταση για να εκτιμηθεί η ύπαρξη αποτελεσματικής προσφυγής στη συγκεκριμένη περίπτωση(28

–        το άρθρο 267 ΣΛΕΕ προβλέπει την έννοια του «δικαστηρίου» με «λειτουργικό» χαρακτήρα, στο μέτρο που χρησιμεύει στον προσδιορισμό των εθνικών οργάνων τα οποία μπορούν να αποτελέσουν συνομιλητές του Δικαστηρίου στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής (29). Σύμφωνα με αυτήν την έννοια της «λειτουργικής ανεξαρτησίας», η οποία παραπέμπει κυρίως στην απουσία ιεραρχικής υπαγωγής στη διοίκηση, η ανεξαρτησία πρέπει να χαρακτηρίζει τη λειτουργία (και, συνεπώς, το όργανο), ανεξαρτήτως του εάν οι δικαστές (ως πρόσωπα) ενδέχεται να συνδέονται με την εκτελεστική εξουσία, μεταξύ άλλων, με σχέση αναγνώρισης (όταν έχουν διοριστεί με «προνομιακό» τρόπο) ή πίστεως (όταν προσβλέπουν σε πλεονεκτήματα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, όπως προαγωγές, παρατάσεις κ.λπ.) (30). Συνεπώς, η έννοια αυτή απαιτεί μια εξέταση «τυπικής» φύσεως, η οποία πραγματοποιείται με σημείο αναφοράς το ίδιο το όργανο και όχι σε σχέση με τα άτομα τα οποία μετέχουν στη σύνθεση του οργάνου που υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως (31).

21.      Επιπλέον, έχει σημασία να διευκρινιστεί ότι η εκτίμηση της, λίαν συγκεκριμένης, έννοιας της «ανεξαρτησίας» στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί το τελευταίο από μια σειρά στοιχείων τα οποία, χωρίς να είναι stricto sensu σωρευτικά, εντάσσονται σε μια σφαιρική εξέταση και με βάση τα οποία, στο σύνολό τους, γίνεται δεκτή η ύπαρξη «δικαστηρίου» κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως (32). Η εξέταση του ανεξάρτητου χαρακτήρα του δικαστηρίου πραγματοποιείται, επομένως, με γνώμονα άλλα στοιχεία, με αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη μου, η σχετική εκτίμηση να καθίσταται αυστηρότερη όταν είναι αμφίβολη η παρουσία ορισμένων άλλων στοιχείων, και αντιστρόφως (33). Περαιτέρω, θεωρώ ότι το Δικαστήριο τείνει να διενεργεί συχνότερα έναν τέτοιο «έλεγχο ανεξαρτησίας» έναντι οργάνων που λειτουργούν εκτός του παραδοσιακού εθνικού δικαστικού συστήματος –ή που δεν θεωρούνται «δικαστήριο» κατά το εθνικό δίκαιο– (34), ενώ συνήθως δεν αμφισβητεί τον ανεξάρτητο χαρακτήρα οργάνου που εντάσσεται τυπικά στο δικαιοδοτικό σύστημα του οικείου κράτους μέλους (35), όπως, άλλωστε, επιβεβαιώνεται από το τεκμήριο που καθιερώθηκε στην υπόθεση Getin Noble Bank (36).

22.      Η «μινιμαλιστική» αυτή ερμηνεία της έννοιας της «ανεξαρτησίας» στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ έχει, κατά τη γνώμη μου, το πλεονέκτημα ότι, αφενός, δεν θίγει υπέρμετρα την αρχή της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του μηχανισμού αυτού για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης και συνεπούς ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης(37)και, αφετέρου, επιτρέπει τη διατήρηση του κρίσιμου ρόλου των προδικαστικών παραπομπών όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών. Ειδικότερα, μόνον η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ επιτρέπει στους ιδιώτες, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αξιώνουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης (38). Τούτο ισχύει έτι περαιτέρω υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, λόγω των πλειόνων κινήσεων του Πολωνού νομοθέτη, με σκοπό, μεταξύ άλλων, να αποτραπεί η υποβολή αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο σχετικά με το ζήτημα της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων στην Πολωνία (39).

23.      Επομένως, λόγω της ειδικής λειτουργίας της, η ερμηνεία της έννοιας της ανεξαρτησίας «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν προδικάζει την ερμηνεία αυτής της έννοιας στο πλαίσιο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ή του άρθρου 47 του Χάρτη. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ένα όργανο να μπορεί να συνιστά, κατ’ αρχήν, «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ανεξαρτήτως του αν από τα συγκεκριμένα στοιχεία, συστημικού ή μεμονωμένου χαρακτήρα, θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το δικαιοδοτικό αυτό όργανο δεν αποτελεί ανεξάρτητο, αμερόληπτο και προηγουμένως νομίμως συσταθέν δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ή του άρθρου 47 του Χάρτη (40).

24.      Γνωρίζω, βεβαίως ότι, κατ’ αρχήν, στο θεμελιώδες σύστημα της απονομής δικαιοσύνης δεν χωρούν «διαβαθμίσεις», ενώ η ανωτέρω προσέγγιση, η οποία εδράζεται στο τεκμήριο που καθιερώθηκε με την απόφαση Getin Noble Bank, εξειδικεύοντας την εφαρμογή του, αποσκοπεί, μέσω μιας πιο ευέλικτης ερμηνείας της έννοιας της «ανεξαρτησίας» στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να επιτρέψει σε ένα εθνικό δικαστήριο, ακόμη και όταν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία του, να επιτελεί τα ουσιώδη καθήκοντά του, κατοχυρώνοντάς του τη δυνατότητα, αφενός, να εξετάζει, με τη συνδρομή του Δικαστηρίου, την ανεξαρτησία του και, αφετέρου, να διασφαλίζει στους πολίτες της Ένωσης το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης.

25.      Μήπως θα ήταν, αντιθέτως, σκόπιμο να υιοθετηθεί μια διαφορετική προσέγγιση η οποία, εν προκειμένω, θα έθετε όρια στις καταχρήσεις της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας σε βάρος της δικαστικής εξουσίας στην Πολωνία, οι οποίες μέχρι τούδε γίνονται ανεκτές, και η οποία θα υποστήριζε, επομένως, τους Πολωνούς δικαστές που διορίστηκαν με το παλαιό σύστημα στην προσπάθειά τους, στο όνομα της αρχής της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος, να απομακρύνουν από τον κύκλο δικαστών της Ένωσης τους «νέους δικαστές» που διορίστηκαν κατόπιν των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων, κατά παράβαση της αρχής αυτής; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Σε κάθε περίπτωση, η αυστηρότερη αυτή προσέγγιση έχει συνέπειες: όπως προέκυψε από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, περίπου ένας στους τέσσερις από τους δικαστές που υπηρετούν στα τακτικά και διοικητικά δικαστήρια της Πολωνίας έχει, πλέον, διορισθεί με το νέο σύστημα. Η εν λόγω προσέγγιση θα περιόριζε σημαντικά την πρόσβαση στον μηχανισμό προδικαστικής παραπομπής για τα περισσότερα πολωνικά δικαστήρια, αφήνοντάς τον ανοικτό μόνο για εκείνα που απαρτίζονται αποκλειστικώς από δικαστές που διορίστηκαν υπό το παλαιό σύστημα. Τούτο θα επέφερε την εν τοις πράγμασιν απομάκρυνση της πολωνικής δικαιοσύνης από το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης, αποτέλεσμα το οποίο, κατά τη γνώμη μου, ενέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί ακόμη και ως εισπήδηση στη διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ (41).

26.      Εν κατακλείδι, μολονότι, κατά κανόνα, σύμφωνα με τη γνωστή παροιμία, «τα ράσα δεν κάνουν τον παπά», είμαι της γνώμης ότι, κάνοντας έναν παραλληλισμό, στο τυπικό και οριοθετημένο πλαίσιο της εκτίμησης της έννοιας του «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, «η τήβεννος κάνει τον δικαστή(42)».

3.      Επί της επιρροής των κανόνων περί διορισμού των δικαστών στην ιδιότητα του «ανεξάρτητου δικαστηρίου»

27.      Αφού εκτέθηκε και αποσαφηνίστηκε η νομολογία που περιβάλλει την ερμηνεία της έννοιας του «ανεξάρτητου δικαστηρίου» στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, οι αμφιβολίες ως προς τον ανεξάρτητο χαρακτήρα του αιτούντος δικαστηρίου σχετίζονται με τους κανόνες περί διορισμού των δικαστών που το απαρτίζουν. Πρέπει, συνεπώς, οι αρχές που εκτέθηκαν στην προηγούμενη ενότητα να εφαρμοστούν στο ειδικό πλαίσιο των κανόνων περί διορισμού των δικαστών και, ειδικότερα, των κανόνων σχετικά με την ανάμιξη μη δικαιοδοτικών οργάνων κατά τον ως άνω διορισμό, εν προκειμένω, του KRS.

28.      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το γεγονός ότι τα κράτη μέλη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στον τομέα της οργάνωσης της δικαιοσύνης, συμπεριλαμβάνουν ένα μη δικαιοδοτικό όργανο, όπως ένα διοικητικό όργανο, στη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τον διορισμό δικαστών ή την παραμονή τους στην ενεργό υπηρεσία, δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να γίνει δεκτή η ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών που διορίζονται με τον τρόπο αυτό (43). Ειδικότερα, κατά το Δικαστήριο, το γεγονός και μόνον ότι η νομοθετική ή η εκτελεστική εξουσία παρεμβαίνουν στη διαδικασία διορισμού δικαστή δεν δύναται να δημιουργήσει εξάρτηση του δικαστή αυτού έναντι των ως άνω εξουσιών ούτε να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του, εφόσον, κατόπιν του διορισμού του, ο ενδιαφερόμενος δεν υπόκειται σε καμία πίεση και δεν δέχεται εντολές κατά την άσκηση των καθηκόντων του(44).

29.      Επομένως, είμαι της γνώμης ότι ενδεχόμενες πλημμέλειες κατά τον διορισμό των μελών ενός δικαστικού σχηματισμού δεν πρέπει να στερούν από ένα όργανο την ιδιότητα του «ανεξάρτητου δικαστηρίου», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, παρά μόνον εάν υπονομεύουν την ίδια την ικανότητα ενός τέτοιου οργάνου να δικάζει κατά τρόπο ανεξάρτητο (45). Ως εκ τούτου, εάν τα μέλη ενός δικαστικού σχηματισμού, κατόπιν του διορισμού τους, διαθέτουν την απαιτούμενη επάρκεια για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους και αναμένεται (σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες) να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους με πλήρη ανεξαρτησία, τούτο θα πρέπει να αρκεί προκειμένου να συντρέχει η ιδιότητα του «ανεξάρτητου δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

4.      Επί της ιδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου ως «ανεξάρτητου δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις

30.      Το τμήμα εκτάκτου ελέγχου είναι ένας από τους ειδικούς δικαστικούς σχηματισμούς του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Καίτοι το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαστήριο αυτό πληροί, κατ’ αρχήν, τις προϋποθέσεις του άρθρου 267 ΣΛΕΕ(46), ο σχηματισμός του ως τμήμα εκτάκτου ελέγχου δημιουργήθηκε στο πλαίσιο των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων του πολωνικού δικαστικού συστήματος και οι δικαστές του τμήματος αυτού διορίστηκαν στη θέση δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) υπό τις εξαιρετικά αμφιλεγόμενες συνθήκες που υπενθυμίζονται στο σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.

31.      Κατ’ ουσίαν, οι αμφιβολίες ως προς την προϋπόθεση της ανεξαρτησίας του αιτούντος δικαστηρίου σχετίζονται με την έμμεση ανάμιξη της εκτελεστικής εξουσίας στον διορισμό των δικαστών που το απαρτίζουν, μέσω της παρέμβασης του KRS το οποίο, μετά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις του πολωνικού δικαστικού συστήματος, έχει καταστεί «όργανο δεσμώτης», ελεγχόμενο από την εκτελεστική εξουσία.

32.      Χωρίς να θέλω να δικαιολογήσω μια τέτοια νομοθετική εξέλιξη, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της αποδοκιμαστέας αποδυνάμωσης του πολωνικού δικαστικού συστήματος, υπενθυμίζω ότι, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στο σημείο 28 των παρουσών προτάσεων, η ανάμιξη οργάνου εκτός του δικαστικού σώματος στον διορισμό των δικαστών δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να γίνει δεκτή η ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι δικαστές που διορίστηκαν στο αιτούν δικαστήριο κατόπιν της μεταρρύθμισης δεν έχουν την επάρκεια να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, ούτε ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο ή το καθεστώς τους δεν τους επιτρέπει να ασκήσουν τα καθήκοντά τους κατά τρόπο ανεξάρτητο (47).

33.      Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια εκτιμήσεως που καθιέρωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Getin Noble Bank, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) απολαύει «τεκμηρίου ανεξαρτησίας» το οποίο μπορεί να ανατραπεί είτε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι το δικαιοδοτικό όργανο που υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν έχει την ιδιότητα ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως είτε με άλλα στοιχεία που προσβάλλουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του εν λόγω δικαστηρίου (48).

34.      Ωστόσο, χωρίς να χρειάζεται να επανέλθω στην πρότασή μου να διαφοροποιηθεί ελαφρώς η αρχή αυτή (49), φρονώ ότι, εν προκειμένω, δεν συντρέχει κάποια από τις ως άνω περιπτώσεις.

35.      Ασφαλώς, με την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2021, Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας(50), η οποία αναφέρθηκε επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της δίκης, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δικαστικός σχηματισμός αποτελούμενος από δικαστές του ίδιου τμήματος εκτάκτου ελέγχου (51) δεν πληρούσε την απαίτηση περί δικαστηρίου που λειτουργεί νόμιμα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Τούτου δοθέντος, αμφιβάλλω αν πρόκειται για αμετάκλητη δικαστική απόφαση η οποία βεβαιώνει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν έχει, κατ’ ουσίαν, την ιδιότητα του ανεξάρτητου δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, βάσει της αποφάσεως Getin Noble Bank(52). Φρονώ ότι η ως άνω απόφαση [του ΕΔΔΑ] αφορά τον έλεγχο του σεβασμού του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και το οποίο, συνεπώς, θα μπορούσε να ασκεί επιρροή για την εφαρμογή του άρθρου 47 του Χάρτη, όχι, όμως, κατ’ ανάγκην για την εφαρμογή του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (53).

36.      Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι, με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να χαρακτηριστεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, στον βαθμό που, ανεξαρτήτως των αμφισβητήσεων σχετικά με τον διορισμό των μελών του, καλείται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί επί της υποθέσεως της κύριας δίκης υπό καθεστώς πλήρους αυτονομίας από την εκτελεστική εξουσία η οποία εμπλέκεται (εμμέσως) στον ως άνω διορισμό (54), και με πλήρη αμεροληψία έναντι των συμφερόντων των διαδίκων.

37.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, είμαι της γνώμης ότι, για τους σκοπούς της υπό κρίση διαδικασίας, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), υπό τη σύνθεση των τριών μελών του που απαρτίζουν το τμήμα εκτάκτου ελέγχου, μπορεί να θεωρηθεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και ότι, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει το εν λόγω δικαστήριο.

Β.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

38.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αποκλείει εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 69 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, η οποία εξαρτά τη δυνατότητα ενός δικαστή να εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από την έγκριση άλλου οργάνου, εν προκειμένω του KRS.

39.      Υπενθυμίζω, εξαρχής, ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένως σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής και το περιεχόμενο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε σχέση με τους εθνικούς (ιδίως πολωνικούς) κανόνες που διέπουν το δικαιοδοτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν την παραμονή δικαστών στην ενεργό υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης(55).

40.      Στα σημεία που ακολουθούν, θα εξετάσω, στο μέτρο που παρουσιάζει συνάφεια με την υπό κρίση υπόθεση, το περιεχόμενο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (1) και τα νομολογιακά προηγούμενα σχετικά με την παραμονή δικαστών στην ενεργό υπηρεσία πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης (2), προτού προτείνω απάντηση επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος (3).

1.      Επί του περιεχομένου του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ

α)      Επί της αρχής της «αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας» στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης

41.      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ορίζει ότι τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και, συνεπώς, τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ικανών να διασφαλίσουν τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο στους εν λόγω τομείς (56). Επιπλέον, στον βαθμό που η διάταξη αυτή παραπέμπει στην απαίτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το άρθρο 47 του Χάρτη, ανεξαρτήτως του αν η τελευταία αυτή διάταξη έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση (57).

42.      Δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αναθέτει στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών και της ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό (58), έπεται ότι αφορά τους «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», ανεξαρτήτως της περιπτώσεως στην οποία τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη(59).

43.      Εν προκειμένω, είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα πολωνικά τακτικά δικαστήρια ενδέχεται να κληθούν να αποφανθούν επί ζητημάτων που συνδέονται με την εφαρμογή και την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εντάσσονται στο πολωνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων στους «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και, συνεπώς, τα δικαστήρια αυτά πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (60).

β)      Επί της αρχής της ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστηρίων ως απόρροιας της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

44.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για να εξασφαλίζεται αποτελεσματική δικαστική προστασία, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας του οργάνου έχει πρωταρχική σημασία, όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε «ανεξάρτητο» δικαστήριο σε μία από τις απαιτήσεις που συνδέονται με το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής(61).

45.      Όπως υπενθυμίζεται στα σημεία 17 και 18 των παρουσών προτάσεων, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστηρίων έχει μια πρώτη, εξωτερική, πτυχή, που αφορά την αυτονομία του οργάνου, και μια δεύτερη, εσωτερικής φύσεως, πτυχή, που αφορά την αμεροληψία του, και ότι οι εν λόγω εγγυήσεις αυτονομίας και αμεροληψίας επιτάσσουν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους, καθώς και τους λόγους εξαιρέσεως και παύσεως των μελών του, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το ανεπηρέαστο και την ουδετερότητα του εν λόγω οργάνου(62).

γ)      Επί της απαιτήσεως περί ισοβιότητας των δικαστών ως συνυφασμένης με την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων

46.      Όσον αφορά ειδικότερα την «εξωτερική» ανεξαρτησία (αυτονομία) των δικαστηρίων, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η ελευθερία των δικαστών από κάθε είδους εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις επιτάσσει ορισμένες εγγυήσεις για την προστασία των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί το δικαιοδοτικό έργο, όπως είναι η ισοβιότητα (63).

47.      Η αρχή της ισοβιότητας επιτάσσει, ιδίως, να έχουν οι δικαστές τη δυνατότητα να παραμένουν στη θέση τους ενόσω δεν έχουν συμπληρώσει το υποχρεωτικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης ή έως τη λήξη της θητείας τους οσάκις αυτή έχει ορισμένη χρονική διάρκεια. Η αρχή αυτή, χωρίς να έχει εντελώς απόλυτο χαρακτήρα, επιδέχεται εξαιρέσεις μόνον εφόσον το δικαιολογούν θεμιτοί και επιτακτικοί λόγοι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι δικαστές μπορούν να παυθούν από τα καθήκοντά τους εφόσον κριθεί ότι είναι ακατάλληλοι για την άσκησή τους λόγω αδυναμίας ή σοβαρού παραπτώματος, τηρουμένων των προσηκουσών διαδικασιών(64).

48.      Το ίδιο ισχύει, κατά τη γνώμη μου, για τους κανόνες σχετικά με τη δυνατότητα παραμονής των δικαστών στην ενεργό υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, οι οποίοι, ως εκ τούτου, υπόκεινται στις απαιτήσεις που επιβάλλει η αρχή της ισοβιότητας των δικαστών.

2.      Επί των νομολογιακών προηγουμένων περί της παραμονής των δικαστών στην ενεργό υπηρεσία πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης

49.      Αρχικώς, υπενθυμίζω ότι οι πολωνικές νομοθετικές διατάξεις σχετικά με την παραμονή των δικαστών στην ενεργό υπηρεσία πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης εξετάστηκαν σε δύο πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου:

–        στην απόφαση περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σχετικά με διάταξη (65) η οποία ανέθετε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την εξουσία να εγκρίνει την παράταση της ενεργού υπηρεσίας των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης (66

–        στην απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων, σε σχέση με το προϊσχύσαν άρθρο 69, παράγραφος 1, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων(67), το οποίο προέβλεπε ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορούσε να αποφασίσει την έγκριση της παραμονής των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων στην ενεργό υπηρεσία πέραν της ηλικίας συνταξιοδότησης (68) και το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία εν προκειμένω.

50.      Στις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι απόκειται αποκλειστικώς στα κράτη μέλη να αποφασίζουν αν θα επιτρέπουν ή όχι την παράταση της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας πέραν του κανονικού ορίου της ηλικίας συνταξιοδότησης και ότι το γεγονός ότι πολιτειακά όργανα όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας [στην περίπτωση της παρατάσεως της θητείας των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] και ο Υπουργός Δικαιοσύνης (στην περίπτωση της παρατάσεως της θητείας των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων) διαθέτουν την εξουσία να αποφασίζουν αν θα επιτρέψουν ή όχι μια τέτοια ενδεχόμενη παράταση δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να γίνει δεκτή η ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών (69). Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι, οσάκις τα κράτη μέλη επιλέγουν να προβλέψουν τέτοιους μηχανισμούς, οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και οι όροι της διαδικασίας στους οποίους υπόκειται η παράταση αυτή να μην μπορούν να θίξουν την αρχή της ανεξαρτησίας(70).

51.      Ειδικότερα, όσον αφορά τις εν λόγω ουσιαστικές προϋποθέσεις και όρους της διαδικασίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Υπουργού Δικαιοσύνης, αντιστοίχως, να επιτρέπουν ή όχι την παράταση της ενεργού υπηρεσίας δικαστή μπορούσε να προκαλέσει εύλογες αμφιβολίες, ιδίως στους πολίτες, ως προς το ανεπηρέαστο των οικείων δικαστών από εξωτερικά στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των συμφερόντων που ενδέχεται να αντιπαρατεθούν ενώπιόν τους(71).

52.      Το Δικαστήριο στήριξε το συμπέρασμα αυτό, κατ’ ουσίαν, στο γεγονός ότι οι αποφάσεις για την έγκριση ή μη της ενδεχόμενης παράτασης της θητείας δικαστή βασίστηκαν σε κριτήρια ιδιαιτέρως αόριστα και μη επαληθεύσιμα, ενώ, κατά τα λοιπά, δεν ήταν αιτιολογημένες και, επιπλέον, δεν ήταν δεκτικές ένδικης προσφυγής (72), όσον αφορά δε την αποφασιστική αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης, δεν προβλεπόταν οποιαδήποτε προθεσμία για την έκδοση της αποφάσεως του Υπουργού επί της αιτήσεως περί παρατάσεως (73). Το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι η εξουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης να εγκρίνει ή όχι την παράταση της ενεργού υπηρεσίας των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων παραβιάζει, ιδίως, την αρχή της ισοβιότητας, καθόσον παρασχέθηκε στο γενικότερο πλαίσιο μεταρρυθμίσεως η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κανονικού ορίου της ηλικίας συνταξιοδότησης των εν λόγω δικαστών (74).

53.      Εν προκειμένω, απαιτείται μια εκτίμηση σχεδόν πανομοιότυπη με εκείνη της αποφάσεως περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων, λαμβανομένου υπόψη ότι, μετά την εν λόγω απόφαση, η Δημοκρατία της Πολωνίας τροποποίησε τη νομοθεσία της σχετικά με την παραμονή στην ενεργό υπηρεσία των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, μεταξύ άλλων, επαναφέροντας το όριο ηλικίας που ίσχυε προηγουμένως για τους δικαστές και αναθέτοντας στο KRS, και όχι πλέον στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, την εξουσία να εγκρίνει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την παραμονή δικαστή στην ενεργό υπηρεσία και πέραν της ηλικίας αυτής.

3.      Επί της εκτιμήσεως των περιστάσεων της υποθέσεως

54.      Εν προκειμένω, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1b, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων προβλέπει, καθ’ ο μέρος αφορά την υπό κρίση υπόθεση, ότι το KRS δύναται να επιτρέψει σε δικαστή που το επιθυμεί να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, εφόσον η παραμονή του στην ενεργό υπηρεσία δικαιολογείται για λόγους απονομής της δικαιοσύνης ή από σημαντικό κοινωνικό συμφέρον, λαμβανομένων υπόψη των επιτακτικών αναγκών περί ορθολογικής κατανομής των μελών του προσωπικού των τακτικών δικαστηρίων και των αναγκών των διαφόρων δικαστηρίων λόγω φόρτου εργασίας (75).

55.      Στα σημεία που ακολουθούν, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 50 των παρουσών προτάσεων, θα παράσχω ενδείξεις για την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, συνεκτιμώντας, αφενός, τον χαρακτήρα του KRS (α) και, αφετέρου, τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και τους όρους της διαδικασίας που διέπουν την έκδοση των αποφάσεών του σχετικά με την παραμονή δικαστών στην ενεργό υπηρεσία (β).

1)      Επί του χαρακτήρα του KRS

56.      Όσον αφορά τον χαρακτήρα του KRS, υπενθυμίζω, κατ’ αρχάς, ότι στην πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου έχει διαπιστωθεί επανειλημμένως ότι, μετά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις του πολωνικού δικαστικού συστήματος, το όργανο αυτό δεν είναι ανεξάρτητο έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας (76).

57.      Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται επίσης από τη σχετική με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ νομολογία του ΕΔΔΑ. Ειδικότερα, με την απόφασή του της 8ης Νοεμβρίου 2021, στην υπόθεση Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας (77), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το τμήμα εκτάκτου ελέγχου δεν αποτελεί «δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως» και ότι, συνεπώς, η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, για τον λόγο ότι τα μέλη του ως άνω τμήματος διορίζονταν κατόπιν προτάσεως του KRS το οποίο δεν ήταν ανεξάρτητο έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας (78).

58.      Με το εν λόγω συμπέρασμα, άλλωστε, συμφώνησαν, σε διαφορετικές περιπτώσεις, τα ανώτατα πολωνικά δικαστήρια. Συγκεκριμένα, αφενός, το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), με αποφάσεις της 6ης και της 13ης Μαΐου 2021, διαπίστωσε ότι το KRS δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις ανεξαρτησίας και ότι η εξάρτηση του KRS έναντι των νομοθετικών και των εκτελεστικών αρχών ήταν τέτοιας έκτασης ώστε, κατ’ ανάγκην, να ασκεί επιρροή κατά την εκτίμηση του αν οι δικαστές που επιλέγει πληρούν τις αντικειμενικές απαιτήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του άρθρου 47 του Χάρτη. Αφετέρου, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), με ψήφισμα της 23ης Ιανουαρίου 2020, επισήμανε επίσης ότι το KRS δεν ήταν ανεξάρτητο όργανο, καθόσον υπαγόταν απευθείας στις πολιτικές αρχές(79).

59.      Τούτων δοθέντων, φρονώ ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός, όσο ατυχές και αν είναι, ότι ένα όργανο όπως το KRS διαθέτει την εξουσία να αποφασίζει να επιτρέψει ή όχι μια ενδεχόμενη παράταση της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας πέραν του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να γίνει δεκτή η ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών(80). Ειδικότερα, το Δικαστήριο, αναγνωρίζοντας την κατ’ αρχήν αρμοδιότητα των κρατών μελών στον τομέα της οργανώσεως της δικαιοσύνης, δέχεται ότι, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν σε μη δικαιοδοτικό όργανο (είτε ανεξάρτητο είτε υπαγόμενο στη νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία) τη λήψη αποφάσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τον διορισμό δικαστών ή την παραμονή τους στην ενεργό υπηρεσία (81).

60.      Πάντως, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, επιβάλλεται να διασφαλισθεί ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και οι όροι της διαδικασίας για την έκδοση τέτοιων αποφάσεων δεν θα μπορούν να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των οικείων δικαστών από εξωτερικά στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων (82), παράμετρο που θα εξετάσω στη συνέχεια.

β)      Επί των ουσιαστικών προϋποθέσεων και των όρων της διαδικασίας που διέπουν την έκδοση αποφάσεων περί παραμονής δικαστών στην ενεργό υπηρεσία

61.      Όσον αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και τους όρους της διαδικασίας που διέπουν την έκδοση αποφάσεων σχετικά με την παραμονή δικαστών στην ενεργό υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 1b, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, όπως εξετάστηκε στην απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (83), ο Υπουργός Δικαιοσύνης δύναται να επιτρέψει σε δικαστή να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του, «λαμβανομένων υπόψη των επιτακτικών αναγκών περί ορθολογικής κατανομής των μελών του προσωπικού των τακτικών δικαστηρίων και των αναγκών των διαφόρων δικαστηρίων λόγω φόρτου εργασίας». Το Δικαστήριο, αφενός, έκρινε τα εν λόγω κριτήρια ως ιδιαιτέρως αόριστα και μη επαληθεύσιμα, αποδοκιμάζοντας ταυτόχρονα την απουσία υποχρέωσης αιτιολόγησης και την αδυναμία ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά μιας τέτοιας αποφάσεως και, αφετέρου, επέκρινε την απουσία προθεσμίας τασσομένης στον Υπουργό Δικαιοσύνης για τη λήψη της αποφάσεώς του (84).

62.      Κατά πρώτον, ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, επισημαίνω ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1b, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, ως ισχύει στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, προβλέπει ότι το KRS δύναται να επιτρέψει σε δικαστή να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του, «εφόσον η παραμονή του στην ενεργό υπηρεσία δικαιολογείται για λόγους απονομής της δικαιοσύνης ή από σημαντικό κοινωνικό συμφέρον, λαμβανομένων υπόψη των επιτακτικών αναγκών περί ορθολογικής κατανομής των μελών του προσωπικού των τακτικών δικαστηρίων και των αναγκών των διαφόρων δικαστηρίων λόγω φόρτου εργασίας». Σε σύγκριση με την προϊσχύσασα μορφή της, η επίμαχη διάταξη προσθέτει, επομένως, την προϋπόθεση ότι η παραμονή στην ενεργό υπηρεσία πρέπει να «δικαιολογείται για λόγους απονομής της δικαιοσύνης ή από σημαντικό κοινωνικό συμφέρον».

63.      Αμφιβάλλω, ωστόσο, ότι η νέα αυτή διευκρίνιση αποσαφηνίζει τα κριτήρια επί των οποίων βασίζεται το πόρισμα του KRS, κατά τρόπο ώστε να περιορίζεται το περιθώριο εκτιμήσεως που αποδοκιμάστηκε από το Δικαστήριο (85).

64.      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τους όρους της διαδικασίας, φρονώ κατ’ αρχάς ότι, όπως και η προϊσχύσασα ρύθμιση η οποία επικρίθηκε από το Δικαστήριο, η νέα ρύθμιση δεν προβλέπει προθεσμία εντός της οποίας το KRS υποχρεούται να εκδώσει το πόρισμά του, δεδομένου ότι η Πολωνική Κυβέρνηση περιορίστηκε να διευκρινίσει, στις γραπτές παρατηρήσεις της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, κατά την έννοια του άρθρου 69, παράγραφος 1b, τελευταία περίοδος, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, σε περίπτωση που δικαστής συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας παρατάσεως της θητείας του, αυτός εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι την περάτωση της εν λόγω διαδικασίας.

65.      Εν συνεχεία, φρονώ ότι, στο μέτρο που το άρθρο 42, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί του KRS εφαρμόζεται σε τέτοιου είδους πορίσματα, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, πρέπει να παρέχεται η αιτιολογία τους εντός ενός μηνός από την έκδοσή τους, απαίτηση η οποία διασκεδάζει, κατ’ αρχήν, τις επικρίσεις που εξέφρασε συναφώς το Δικαστήριο υπό την προϊσχύσασα ρύθμιση.

66.      Τέλος, όπως αποδεικνύεται στην υπόθεση της κύριας δίκης, το πόρισμα του KRS, σε αντίθεση με την προϊσχύσασα νομοθεσία, μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του τμήματος εκτάκτου ελέγχου (86), η ανεξαρτησία του οποίου, ωστόσο, έχει επικριθεί πλειστάκις (87).

67.      Εν κατακλείδι, με την επιφύλαξη των διακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο βάσει των προεκτεθέντων, αμφιβάλλω αν ο μηχανισμός έγκρισης από το KRS της παραμονής δικαστών στην ενεργό υπηρεσία πέραν της συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ανεξαρτησίας έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών πραγματικών και νομικών στοιχείων που άπτονται τόσο των όρων διορισμού των μελών του εν λόγω οργάνου όσο και του τρόπου με τον οποίο αυτό εκπληρώνει την αποστολή του στην πράξη.

68.      Προτείνω, επομένως, επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την ισχύ της δήλωσης της βούλησης δικαστή να συνεχίσει να ασκεί τα δικαστικά καθήκοντά του πέραν της συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από την έγκριση οργάνου το οποίο αποδεδειγμένα δεν είναι ανεξάρτητο έναντι της νομοθετικής ή της εκτελεστικής εξουσίας και το οποίο εκδίδει τις αποφάσεις του βάσει αόριστων και δυσχερώς επαληθεύσιμων κριτηρίων.

Γ.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

69.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 69 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, η οποία έχει την έννοια ότι αποκλείει την εκπρόθεσμη δήλωση της βούλησης συνεχίσεως ασκήσεως δικαστικών καθηκόντων μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, ανεξαρτήτως των περιστάσεων και των αποτελεσμάτων της μη τηρήσεως της επίμαχης προθεσμίας.

70.      Υπενθυμίζω ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση, στο μέτρο που είναι κρίσιμη για τη διάρκεια της θητείας των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ισοβιότητας των δικαστών, η οποία είναι συνυφασμένη με την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ(88).

71.      Επιπλέον, ελλείψει λεπτομερών κανόνων σε επίπεδο Ένωσης, η συμβατότητα της εν λόγω διατάξεως με την αρχή της ανεξαρτησίας πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα των αρχών της διαδικαστικής αυτονομίας και της αποτελεσματικότητας(89).

72.      Εν προκειμένω, επισημαίνω, κατ’ αρχάς, ότι στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (90) και περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (91) δεν υπήρξε διάταξη αντίστοιχη με την επίμαχη η οποία να αποτέλεσε αντικείμενο αιτιάσεων εκ μέρους της Επιτροπής.

73.      Όμως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, οι σαφείς και προβλέψιμες προθεσμίες για τη δήλωση από τον ενδιαφερόμενο δικαστή της βούλησής του να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του πέραν της συμπλήρωσης της ηλικίας συνταξιοδότησης αποτελούν αντικειμενικές διαδικαστικές απαιτήσεις ικανές να συμβάλουν στην ασφάλεια δικαίου και την αντικειμενικότητα της όλης διαδικασίας έγκρισης της παραμονής στην ενεργό δικαστική υπηρεσία. Εν προκειμένω, επισημαίνω ότι η επίμαχη προθεσμία, η οποία αρχίζει από τον χρόνο συμπληρώσεως του 64ου έτους της ηλικίας του δικαστή και λήγει έξι μήνες πριν από τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του, αφενός, καθορίζεται σε σχέση με ένα γεγονός που είναι απολύτως γνωστό στον ενδιαφερόμενο δικαστή, ήτοι την ημερομηνία των 65ων γενεθλίων του, και, αφετέρου, είναι επαρκώς μεγάλη ώστε να παρέχει στον εν λόγω δικαστή τη δυνατότητα να λάβει μια σταθμισμένη απόφαση σχετικά με την ευκαιρία να εκδηλώσει την πρόθεσή του περί παραμονής στην ενεργό υπηρεσία.

74.      Ως εκ τούτου, αφενός, εκτιμώ ότι το αποκλειστικό αποτέλεσμα της ως άνω προθεσμίας συνιστά σαφή διαδικαστική απαίτηση ικανή να συμβάλει στην αντικειμενικότητα της διαδικασίας και στην ασφάλεια δικαίου, εξυπηρετώντας την εύρυθμη οργάνωση του δικαστικού συστήματος.

75.      Αφετέρου, όσον αφορά την έλλειψη δυνατότητας να αρθεί το αποκλειστικό αποτέλεσμα της ως άνω προθεσμίας, με συνέπεια το απαράδεκτο κάθε δηλώσεως που υποβάλλεται μετά την παρέλευση της προθεσμίας, επισημαίνω ότι, κατ’ αρχήν, η έλλειψη αυτή ουδόλως ασκεί στους δικαστές εξωτερική πίεση ή επιρροή και, επιπλέον, στερεί από το KRS τη δυνατότητα να ενεργήσει κατά διακριτική ευχέρεια.

76.      Η μόνη αμφιβολία που θα μπορούσε, κατ’ εμέ, να εκφραστεί έναντι του άρθρου 69 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, αφορά την αναλογικότητα μιας απόλυτης αποκλειστικής προθεσμίας η οποία δεν λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις αρχές της αναγκαιότητας ή της ανωτέρας βίας, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο επιβεβαιώνεται από το αιτούν δικαστήριο.

77.      Ωστόσο, φρονώ, αφενός, ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η κατάσταση αυτή παραμένει υποθετική, δεδομένου ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν μνημονεύει περίπτωση ανωτέρας βίας ή οποιοδήποτε έκτακτο στοιχείο που θα μπορούσε να εμποδίσει τον ενδιαφερόμενο δικαστή να υποβάλει εμπρόθεσμα τη δήλωσή του (92), και, αφετέρου, ότι η ενδεχόμενη επέλευση μιας κατάστασης πέραν του ελέγχου του εν λόγω δικαστή που θα τον εμπόδιζε να τηρήσει την αποκλειστική προθεσμία θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να σταθμίζεται έναντι των απαιτήσεων της απονομής της δικαιοσύνης(93).

78.      Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη των προμνημονευόμενων διακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η επίμαχη εθνική διάταξη δεν παραβιάζει την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών.

79.      Εν κατακλείδι, προτείνω επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση έχουσα την έννοια ότι η εκπρόθεσμη δήλωση δικαστή ότι επιθυμεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαστικά καθήκοντά του μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης δεν παράγει αποτελέσματα, ανεξαρτήτως των περιστάσεων της μη τηρήσεως της προθεσμίας και της σημασίας που έχει η ως άνω μη τήρηση για τη διαδικασία έγκρισης της παραμονής δικαστή στην ενεργό υπηρεσία, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.

V.      Πρόταση

80.      Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την ισχύ της δήλωσης της βούλησης δικαστή να συνεχίσει να ασκεί τα δικαστικά καθήκοντά του πέραν της συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από την έγκριση οργάνου το οποίο αποδεδειγμένα δεν είναι ανεξάρτητο έναντι της νομοθετικής ή της εκτελεστικής εξουσίας και το οποίο εκδίδει τις αποφάσεις του βάσει αόριστων και δυσχερώς επαληθεύσιμων κριτηρίων.

2)      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, εθνική ρύθμιση έχουσα την έννοια ότι η εκπρόθεσμη δήλωση δικαστή ότι επιθυμεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαστικά καθήκοντά του μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης δεν παράγει αποτελέσματα, ανεξαρτήτως των περιστάσεων της μη τηρήσεως της προθεσμίας και της σημασίας που έχει η ως άνω μη τήρηση για τη διαδικασία έγκρισης της παραμονής δικαστή στην ενεργό υπηρεσία, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Μεταξύ άλλων, των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), όσον αφορά το τμήμα εκτάκτου ελέγχου, και του KRS.


3      Βλ. αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑619/18, στο εξής: απόφαση περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, EU:C:2019:531)· της 5ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία των τακτικών δικαστηρίων) (C‑192/18, στο εξής: απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων, EU:C:2019:924), και της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών) (C‑791/19, στο εξής: απόφαση περί πειθαρχικού καθεστώτος των δικαστών, EU:C:2021:596). Μια τέταρτη προσφυγή λόγω παραβάσεως εκκρεμεί (Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑204/21) και αποτελεί αντικείμενο των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Α. Μ. Collins της 15ης Δεκεμβρίου 2022 (EU:C:2022:991).


4      Βλ. αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2019, Α. Κ. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, στο εξής: απόφαση Α. Κ., EU:C:2019:982)· της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234)· της 2ας Μαρτίου 2021, Α.Β. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C‑824/18, στο εξής: απόφαση Α.Β., EU:C:2021:153)· της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός) (C‑487/19, στο εξής: απόφαση W.Ż., EU:C:2021:798)· της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ. (C‑748/19 έως C‑754/19, EU:C:2021:931)· της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny κ.λπ. (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός) (C‑508/19, EU:C:2022:201), καθώς και της 29ης Μαρτίου 2022, Getin Noble Bank (C‑132/20, EU:C:2022:235, στο εξής: απόφαση Getin Noble Bank, EU:C:2022:235). Οι μεταρρυθμίσεις αυτές εξετάζονται επίσης σε πλείονες τρέχουσες υποθέσεις, μεταξύ των οποίων οι συνεκδικασθείσες υποθέσεις YP κ.λπ. (Άρση ασυλίας και αναστολή καθηκόντων δικαστή) (C‑615/20 και C‑671/20) καθώς και G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια της Πολωνίας) (C‑181/21 και C‑269/21), οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Α. Μ. Collins (αντιστοίχως, EU:C:2022:986 και EU:C:2022:990).


5      Dz. U. του 2018, θέση 5.


6      Κωδικοποιημένο κείμενο, Dz. U. του 2020, θέση 2072.


7      Κωδικοποιημένο κείμενο, Dz. U. του 2021, θέση 269.


8      Η επίμαχη δήλωση, η οποία διαβιβάστηκε από τον πρόεδρο του Sąd Okręgowy w K. (περιφερειακό δικαστήριο K.), συνοδευόταν από ιατρική βεβαίωση, ψυχολογική γνωμάτευση και πιστοποιητικό ικανότητας, καθώς και από πιστοποιητικό ψυχολογικής καταλληλότητας, όπως απαιτείται από τη σχετική νομοθεσία.


9      Συναφώς, υποστηρίζει ότι η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής οφείλεται στον φόρτο εργασίας του λόγω ενασχόλησης με τρέχουσες δικαστικές υποθέσεις.


10      Το ως άνω πόρισμα εκδόθηκε κατόπιν εισήγησης για την περάτωση της διαδικασίας εκδοθείσας από επιτροπή διορισθείσα ad hoc από τον πρόεδρο του KRS, ελλείψει γνωμοδότησης του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος ενημερώθηκε για τον διορισμό αυτό.


11      Ο προσφεύγων υπέβαλε επίσης αίτηση αναστολής της ισχύος του επίμαχου πορίσματος, η οποία έγινε δεκτή με διάταξη του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 29ης Απριλίου 2021.


12      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Α. Κ. (σκέψεις 136 έως 145), A.B. (σκέψεις 130 και 131) και απόφαση περί πειθαρχικού καθεστώτος των δικαστών (σκέψεις 100 έως 108). Πρόκειται για τη σύνθεση που προέκυπτε από τον νόμο περί του KRS, όπως τροποποιήθηκε με τον ustawa o zmianie ustawy o Krajowej Radzie Sądownictwa oraz niektórych innych ustaw (νόμο περί τροποποιήσεως του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz U. του 2018, θέση 3).


13      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 8ης Νοεμβρίου 2021, Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2021:1108JUD004986819). Η εκ μέρους του ΕΔΔΑ εκτίμηση του πορίσματος 331/2018 εξετάσθηκε επίσης στην απόφαση W.Ż. (σκέψεις 134 έως 154).


14      Οι περιστάσεις αυτές είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενες, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο, στις συμπληρωματικές παρατηρήσεις του, διατύπωσε, όπως και το KRS και η Πολωνική Κυβέρνηση, πλείονες επικρίσεις, μεταξύ άλλων, ως προς την ερμηνεία της διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων και της αποφάσεως του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου) από τη νομολογία της Ένωσης και του ΕΔΔΑ.


15      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Getin Noble Bank (σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει επανειλημμένως ότι η διάταξη αυτή συνιστά γενική αρχή με την οποία συγκεκριμενοποιείται η αξία του κράτους δικαίου την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 2 ΣΕΕ, ερμηνεύει δε παγίως την εν λόγω διάταξη με γνώμονα το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) ο οποίος, επίσης, κατοχυρώνει την ως άνω γενική αρχή, όπως αυτή απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψεις 32 και 35, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Η πτυχή αυτή προϋποθέτει, κατ’ ουσίαν, ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε φορέα και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους (βλ. απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Οι κανόνες οι οποίοι διέπουν το καθεστώς των δικαστών και την άσκηση του λειτουργήματός τους πρέπει, ειδικότερα, να αποκλείουν όχι μόνον κάθε άμεση επιρροή, υπό τη μορφή εντολών, αλλά και πιο έμμεσες μορφές επιρροής δυνάμενες να κατευθύνουν τις αποφάσεις τους, ώστε να μη δημιουργείται η εντύπωση ότι οι δικαστές δεν είναι ανεξάρτητοι ή αμερόληπτοι, η οποία θα μπορούσε να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη που πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου (βλ. απόφαση W.Ż., σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      Η πτυχή αυτή συναρτάται, κατ’ ουσίαν, προς την τήρηση ίσων αποστάσεων ως προς τους διαδίκους και τα αντιπαρατιθέμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και επιτάσσει την τήρηση αντικειμενικότητας, καθώς και την απουσία κάθε συμφέροντος ως προς την επίλυση της διαφοράς πέραν της αυστηρής εφαρμογής των κανόνων δικαίου (βλ. απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


19      Βλ. απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και απόφαση W.Ż. (σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Σύμφωνα με το Δικαστήριο, το οποίο στηρίζεται ως προς το σημείο αυτό στη νομολογία του ΕΔΔΑ, οι δύο αυτές απαιτήσεις της αυτονομίας και της αμεροληψίας πρέπει να διασφαλίζουν την εμπιστοσύνη που κάθε δικαστήριο πρέπει να εμπνέει στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας, βασιζόμενο (ιδίως όσον αφορά την αμεροληψία) στη «θεωρία της εντύπωσης περί ανεξαρτησίας» [πρβλ. απόφαση Α. Κ. (σκέψεις 127 έως 129), καθώς και, στη θεωρία, Krajewski, M., Ziółkowski, M., «EU judicial independence decentralized: A.K.», Common market law review, 2020, τόμος 57, αριθ. 4, σ. 1123, και Pappalardo, F., Renoud, E., «La théorie des apparences, les juges et l’État de droit en Pologne», Revue des affaires européennes, 2021, αριθ. 3, σ. 667.


20      Απόφαση Getin Noble Bank (σκέψη 69). Στη συγκεκριμένη υπόθεση επρόκειτο επίσης για το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), αν και υπό μονομελή σύνθεση. Εν προκειμένω, η από 10 Οκτωβρίου 2018 πράξη διορισμού του μόνου μέλους του δικαστικού σχηματισμού είχε εκδοθεί υπό όρους πανομοιότυπους με εκείνους που αποτέλεσαν αντικείμενο της αποφάσεως W.Ż. Η ως άνω πράξη στηριζόταν στο πόρισμα 331/2018, η εκτέλεση του οποίου ανεστάλη με διάταξη του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου) (βλ. σημείο 14 των παρουσών προτάσεων, καθώς και απόφαση W.Ż., σκέψεις 32 έως 34).


21      Βλ. απόφαση Getin Noble Bank (σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


22      Πρβλ. απόφαση Getin Noble Bank (σκέψεις 68 έως 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


23      Πρβλ. απόφαση Getin Noble Bank (σκέψη 75). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο αρκέστηκε να επισημάνει ότι, καθόσον δεν είχε λάβει γνώση περί του ότι έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση κατά του δικαστή από τον οποίο συγκροτείται το αιτούν δικαστήριο, οι πλημμέλειες που ενδεχομένως ενείχε η εθνική διαδικασία διορισμού του δεν μπορούν να έχουν ως συνέπεια το απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (σκέψη 73 της ως άνω αποφάσεως). Στην απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, W. J. (Αλλαγή της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής) (C‑644/20, EU:C:2022:371, σκέψη 52), το Δικαστήριο διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να ανατρέψουν το επίμαχο τεκμήριο πρέπει να είναι συγκεκριμένα και ακριβή.


24      Κατά τον γενικό εισαγγελέα Μ. Bobek, καίτοι στο δίκαιο της Ένωσης η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών είναι μία και ενιαία, εντούτοις, στο μέτρο που οι τρεις ως άνω διατάξεις διαφέρουν όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και τον σκοπό τους, το είδος της εξετάσεως που θα πρέπει να διενεργηθεί προκειμένου να ελεγχθεί η τήρηση της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών μπορεί να διαφέρει, ιδίως ως προς την ένταση του ελέγχου του Δικαστηρίου ως προς την τήρηση της εν λόγω αρχής και τα όρια των οποίων η υπέρβαση συνεπάγεται παραβίασή της (βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Getin Noble Bank, C‑132/20, EU:C:2021:557, σημείο 36). Ο γενικός εισαγγελέας Ν. Wahl είχε, προηγουμένως, ταχθεί υπέρ μιας λιγότερο στενής ερμηνείας της ιδιότητας του ανεξάρτητου οργάνου στο πλαίσιο της έννοιας του «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ σε σχέση με εκείνη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 47 του Χάρτη (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Torresi, C‑58/13 και C‑59/13, EU:C:2014:265, σημεία 48 έως 51).


25      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Getin Noble Bank (σκέψη 72). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διευκρίνισε, ωστόσο, ότι το τεκμήριο κατά το οποίο το εθνικό δικαστήριο από το οποίο προέρχεται η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πληροί, μεταξύ άλλων, την απαίτηση περί ανεξαρτησίας (βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων) ισχύει «αποκλειστικώς για την εκτίμηση του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ» και ότι «[ε]ξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι συνθήκες διορισμού των δικαστών που συγκροτούν το αιτούν δικαστήριο πληρούν κατ’ ανάγκην τα εχέγγυα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ή του άρθρου 47 του Χάρτη» (απόφαση Getin Noble Bank, σκέψη 74· βλ., επίσης, απόφαση της 13 Οκτωβρίου 2022, Perfumesco.pl, C‑355/21, EU:C:2022:791, σκέψη 33).


26      Βλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 52).


27      Βλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 52). Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης, συναφώς, ότι στο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη αντιστοιχεί η υποχρέωση την οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund, C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψη 44). Στη θεωρία, βλ., μεταξύ άλλων, Wildemeersch, J., «L’avènement de l’article 47 de la Charte des droits fondamentaux et de l’article 19, paragraphe 1, second alinéa, TUE: un droit renouvelé à la protection juridictionnelle effective», Cahiers de droit européen, 2021, αριθ. 3, σ. 867.


28      Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να χρησιμοποιήσει το άρθρο 47 του Χάρτη ως παράμετρο για την εκτίμηση της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και απόφαση περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σκέψη 54).


29      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek στην υπόθεση Getin Noble Bank (C‑132/20, EU:C:2021:557, σημεία 48, 50 έως 52 και 65). Ο γενικός εισαγγελέας διευκρίνισε ότι, για να εκτιμηθεί η ύπαρξη ανεξαρτησίας κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η έννοια του δικαστηρίου πρέπει να εξετάζεται σε διαρθρωτικό, θεσμικό επίπεδο, επίκεντρο δε της εν λόγω εξέτασης αποτελεί το αιτούν δικαιοδοτικό όργανο αυτό καθεαυτό, ενώ παράλληλα συνεκτιμάται η λειτουργία που το εν λόγω όργανο καλείται να επιτελέσει υπό τις ειδικές περιστάσεις μιας υποθέσεως (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ., C‑748/19 έως C‑754/19, EU:C:2021:403, σημεία 52, 56 και 166, και στην υπόθεση Ministerstwo Sprawiedliwości, C‑55/20, EU:C:2021:500, σημείο 56).


30      Με άλλα λόγια, στο πλαίσιο της σχετικής ανάλυσης του Δικαστηρίου δεν διερευνάται κατά πόσον τα άτομα τα οποία υπηρετούν στο εν λόγω δικαστήριο και μετέχουν στον δικαστικό σχηματισμό που υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πληρούν το καθένα τα επίμαχα κριτήρια, αλλά η ανάλυση επικεντρώνεται στο αιτούν όργανο (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek στην υπόθεση Getin Noble Bank, C‑132/20, EU:C:2021:557, σημείο 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


31      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek στην υπόθεση Getin Noble Bank (C‑132/20, EU:C:2021:557, σημείο 47). Το Δικαστήριο, προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον το όργανο που υποβάλλει την προδικαστική παραπομπή είναι ανεξάρτητο από διαρθρωτικής απόψεως από τα μέρη της διαφοράς («εσωτερική» ανεξαρτησία), καθώς και από κάθε εξωτερική καθοδήγηση από άλλες δημόσιες εξουσίες («εξωτερική» ανεξαρτησία) οφείλει, συνεπώς, να λάβει υπόψη το νομικό (τυπικό) πλαίσιο (σημείο 63).


32      Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, Dorsch Consult (C‑54/96, EU:C:1997:413, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


33      Στη θεωρία, έγινε δεκτό ότι η συνδρομή των στοιχείων αυτών δεν θεωρείται πάντοτε απαραίτητη (βλ. Pertek, J., «Notion de juridiction: le droit au renvoi préjudiciel des organes ordinaux des professions libérales», Revue des affaires européennes, 2022, αριθ. 1, σ. 127).


34      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2000, Gabalfrisa κ.λπ. (C‑110/98 έως C‑147/98, EU:C:2000:145, σκέψη 40), σχετικά με όργανα αρμόδια για εκδίκαση και έκδοση αποφάσεως επί των οικονομικοδιοικητικού χαρακτήρα ενστάσεων, τα μέλη των οποίων διορίζονταν μεταξύ των υπαλλήλων διοικητικών υπηρεσιών και ανακαλούνταν με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών· της 29ης Νοεμβρίου 2001, De Coster (C‑17/00, EU:C:2001:651, σκέψη 18), σχετικά με όργανο αρμόδιο για τον τομέα φορολογικών διαφορών τοπικής φύσεως στο Βέλγιο, τα μέλη του οποίου διορίζονταν από το συμβούλιο της περιφέρειας των Βρυξελλών· της 21ης Οκτωβρίου 2010, Nidera Handelscompagnie (C‑385/09, EU:C:2010:627, σκέψεις 34 έως 40), σε σχέση με όργανο αρμόδιο για την εξέταση φορολογικών προσφυγών των φορολογουμένων, συνδεόμενο οργανικά με το Υπουργείο Οικονομικών, προς το οποίο όφειλε να υποβάλλει ετήσιες εκθέσεις και με το οποίο είχε την υποχρέωση να συνεργάζεται· της 22ας Νοεμβρίου 2012, Westbahn Management (C‑136/11, EU:C:2012:740, σκέψη 28), σχετικά με όργανο αρμόδιο για την επίλυση συμβατικών διαφορών στον τομέα των σιδηροδρόμων στην Αυστρία, τα περισσότερα μέλη του οποίου διορίζονταν από την κυβέρνηση, καθώς και της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Forposta και ABC Direct Contact (C‑465/11, EU:C:2012:801, σκέψη 18), σχετικά με όργανο αρμόδιο για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ οικονομικού φορέα και αναθέτουσας αρχής στο πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων. Όσον αφορά τη θεωρία, βλ. Krajewski, M., και Ziółkowski, M., «EU judicial independence decentralized: A.K.», Common market law review, 2020, τόμος 57, αριθ. 4, σ. 1118.


35      Όσον αφορά, για παράδειγμα, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), βλ. αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2021, FORMAT Urządzenia i Montaże Przemysłowe (C‑879/19, EU:C:2021:409)· της 8ης Ιουλίου 2021, Koleje Mazowieckie (C‑120/20, EU:C:2021:553)· W.Ż. (σχετικά με το τμήμα αστικών υποθέσεων)· της 21ης Οκτωβρίου 2021, Zakład Ubezpieczeń Społecznych I Oddział w Warszawie (C‑866/19, EU:C:2021:865), και της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny κ.λπ. (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός) (C‑508/19, EU:C:2022:201) (τμήμα εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών), στις οποίες το Δικαστήριο απάντησε στο αιτούν δικαστήριο χωρίς να αμφισβητήσει την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου οργάνου.


36      Εξάλλου, καίτοι οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που απαιτεί το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιτάσσουν την ύπαρξη κανόνων όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον διορισμό των μελών του οργάνου, ώστε να μην υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς το ανεπηρέαστο και την ουδετερότητα του εν λόγω οργάνου, το Δικαστήριο έχει κρίνει, προ πολλού, ότι δεν εναπόκειται σε αυτό, κατά την εξέταση της ιδιότητας του «δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να θεωρήσει ότι οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται κατά τρόπο που αντιβαίνει προς τις αρχές που κατοχυρώνονται στην εθνική έννομη τάξη ή τις αρχές του κράτους δικαίου (πρβλ. απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1999, Köllensperger και Atzwanger, C‑103/97, EU:C:1999:52, σκέψη 24, καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek στην υπόθεση Getin Noble Bank, C‑132/20, EU:C:2021:557, σημείο 62).


37      Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή επιτρέπει στο αιτούν δικαστήριο να εκπληρώσει την υποχρέωση που υπέχει κάθε δικαστήριο να εξετάζει αν, με την εκάστοτε σύνθεσή του, συνιστά ανεξάρτητο, αμερόληπτο και προηγουμένως νομίμως συσταθέν δικαστήριο όταν ανακύπτει επί του θέματος αυτού σοβαρή αμφιβολία (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής, C‑542/18 RX-II και C‑543/18 RX-II, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑204/21 R, EU:C:2021:593, σκέψη 164).


38      Ειδικότερα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Ν. Wahl, υφίσταται ο κίνδυνος η υπερβολικά αυστηρή εφαρμογή των προβλεπόμενων στη νομολογία του Δικαστηρίου κριτηρίων ως προς το παραδεκτό των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο της ενίσχυσης της προστασίας των ατόμων και της διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 47 του Χάρτη, καθόσον τα άτομα θα στερούνταν τη δυνατότητα κρίσεως των αξιώσεών τους που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης από τον «φυσικό δικαστή» τους (το Δικαστήριο) και, ως εκ τούτου, θα αποδυναμωνόταν η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης σε ολόκληρη της επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Torresi, C‑58/13 και C‑59/13, EU:C:2014:265, σημείο 49). Όπως έχει επισημανθεί στη θεωρία, στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, κύριο μέλημα του Δικαστηρίου ήταν να εφαρμόσει, όχι το ουσιαστικό κριτήριο της ανεξαρτησίας, αλλά το λειτουργικό κριτήριο της διεύρυνσης της πρόσβασης στη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των δικαιωμάτων της Ένωσης και η αποτελεσματική προστασία τους [βλ. Tridimas, T., «Knocking on Heaven’s Door: Fragmentation, Efficiency and Defiance in the Preliminary Reference Procedure», Common market law review, 2003, τόμος 40, αριθ. 1, σ. 28, καθώς και Bonelli, M., Monica, C., «Judicial serendipity: how Portuguese judges came to the rescue of the Polish judiciary», European constitutional law review, 2018, τόμος 14, αριθ. 3, σ. 622].


39      Η διαπίστωση αυτή έγινε από το Δικαστήριο στην απόφαση A.B. (σκέψη 100).


40      Υπό το πρίσμα της διαπίστωσης αυτής, εκτιμώ ότι πρέπει να διαφοροποιηθεί ελαφρώς η έκφραση που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο στην απόφαση Getin Noble Bank (σκέψη 72) κατά τη διατύπωση της πρώτης περίπτωσης στην οποία μπορεί να ανατραπεί το τεκμήριο του «δικαστηρίου». Συγκεκριμένα, μολονότι το Δικαστήριο αναφέρεται σε «αμετάκλητη δικαστική απόφαση […] [από την οποία προκύπτει] ότι το δικαιοδοτικό όργανο που υπέβαλε την αίτηση δεν έχει την ιδιότητα ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου το οποίο έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ερμηνευόμενου με γνώμονα το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη» (η υπογράμμιση δική μου), θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και ότι η εξέταση της αρχής της ανεξαρτησίας στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκην με την ίδια εξέταση που διενεργείται στο πλαίσιο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ή του άρθρου 47 του Χάρτη.


41      Παρατηρώ, εξάλλου, ότι, ακόμη και στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 7 ΣΕΕ, όταν το Συμβούλιο αποφασίζει την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών ως προς το οικείο κράτος μέλος, λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας αναστολής στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων.


42      Υπό τον όρο «τήβεννος» νοούνται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα καθήκοντα.


43      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Land Hessen (C‑272/19, EU:C:2020:535, σκέψεις 55 και 56), σχετικά με την ανάμιξη της Επιτροπής Επιλογής Δικαστών, στην οποία υπερτερούν αριθμητικά τα μέλη που επιλέγονται από τη νομοθετική εξουσία, στη διαδικασία διορισμού των δικαστών, καθώς και αποφάσεις περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (σκέψη 111) και περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψη 119), σχετικά με τις αντίστοιχες εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας να αποφασίζει για την παραμονή στην ενεργό υπηρεσία των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και του Υπουργού Δικαιοσύνης να αποφασίζει για την παραμονή στην ενεργό υπηρεσία των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων. Θα εξετάσω αναλυτικότερα την πτυχή αυτή σε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (βλ., μεταξύ άλλων, σημεία 56 έως 60 των παρουσών προτάσεων).


44      Πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Land Hessen (C‑272/19, EU:C:2020:535, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


45      Αντιστοίχως με όσα ανέπτυξα στις προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Openbaar Ministerie (Δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος) (C‑562/21 PPU και C‑563/21 PPU, EU:C:2021:1019, σημεία 46 και 47), κρίνω σκόπιμη τη διάκριση μεταξύ ουσιαστικών κανόνων για την ικανότητα και την επάρκεια των δικαστών να ασκούν τα καθήκοντά τους, αφενός, και κανόνων που άπτονται των αμιγώς τυπικών πτυχών του διορισμού τους, αφετέρου (βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής, C‑542/18 RX-II και C‑543/18 RX-II, EU:C:2020:232, σκέψη 79).


46      Βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.


47      Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.


48      Βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.


49      Βλ. υποσημείωση 40 των παρουσών προτάσεων.


50      CE:ECHR:2021:1108JUD004986819.


51      To KRS διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ένας από τους τρεις δικαστές του αιτούντος δικαστηρίου συμμετείχε στον δικαστικό σχηματισμό που αποτέλεσε αντικείμενο της ως άνω αποφάσεως.


52      Βλ. σκέψη 72 της ως άνω αποφάσεως.


53      Βλ. σημεία 19 έως 23 των παρουσών προτάσεων.


54      Πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander (C‑274/14, EU:C:2020:17, σκέψεις 66 έως 69). Στην υπόθεση της κύριας δίκης η ανάμιξη της εκτελεστικής εξουσίας εντοπίζεται στο γεγονός ότι, κατόπιν των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων του πολωνικού δικαστικού συστήματος, τα μέλη του KRS που εξέδωσαν το πόρισμα 331/2018 συνέχονται, ως επί το πλείστον, με την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία στην Πολωνία.


55      Βλ., ειδικότερα, αποφάσεις περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σχετικά με την παραμονή στην ενεργό υπηρεσία των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου δικαστηρίου), και περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων, σχετικά με την παραμονή στην ενεργό υπηρεσία των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων.


56      Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, εκκινεί από την παραδοχή ότι, προκειμένου να εξασφαλισθεί η συνοχή και η ενότητα κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, μεταξύ άλλων, μέσω του θεμελιώδους μηχανισμού της προδικαστικής παραπομπής που προβλέπεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, και λαμβάνοντας υπόψη το δικαίωμα των ιδιωτών να αμφισβητούν δικαστικώς τη νομιμότητα κάθε εθνικής ρυθμίσεως σχετικής με την έναντί τους εφαρμογή πράξεως της Ένωσης, βάσει του άρθρου 19 ΣΕΕ, το οποίο συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου που μνημονεύεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο ανατίθεται η διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών και της ένδικης προστασίας που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό (πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σκέψεις 42 έως 47).


57      Πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτέλεσμα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου) (C‑430/21, EU:C:2022:99, σκέψεις 34 έως 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


58      Βλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ειδικότερα, κάθε κράτος μέλος οφείλει, βάσει της εν λόγω διατάξεως, να διασφαλίζει ότι τα όργανα που εντάσσονται ως «δικαστήρια», υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης, στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και τα οποία, ως εκ τούτου, δύνανται να αποφαίνονται υπό την ιδιότητα αυτή επί της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης πληρούν τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ. απόφαση W.Ż., σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


59      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση W.Ż. (σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, μολονότι, όπως υποστηρίζει η Πολωνική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητα αυτών, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Τούτο μάλιστα μπορεί να ισχύει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση εθνικών κανόνων σχετικών με την έκδοση αποφάσεων περί διορισμού των δικαστών (βλ. απόφαση W.Ż., σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


60      Πρβλ. απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψη 104) και απόφαση W.Ż. (σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


61      Βλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 41), και περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συνοψίζοντας, η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, τα οποία είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου (πρβλ. απόφαση περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και απόφαση W.Ż., σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


62      Κατά τη λεγόμενη θεωρία της «εντύπωσης περί ανεξαρτησίας» (βλ. σημείο 17 των παρουσών προτάσεων).


63      Βλ. απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


64      Βλ. απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


65      Επρόκειτο για το άρθρο 37 του ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U. του 2018, θέση 5).


66      Συγκεκριμένα, παράταση τριετούς διάρκειας, άπαξ ανανεώσιμη, από την ηλικία των 65 ετών. Η επίμαχη στην ως άνω υπόθεση εθνική ρύθμιση περιείχε επίσης διάταξη περί μειώσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης (από τα 70 στα 65 έτη), η οποία αποτέλεσε αντικείμενο χωριστής αιτιάσεως της Επιτροπής και ελέγχου του Δικαστηρίου υπό το πρίσμα της παραβιάσεως της αρχής της ισοβιότητας των δικαστών (βλ. απόφαση περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σκέψη 96).


67      Επρόκειτο, κατά τη συγκεκριμένη απόφαση, για τη διάταξη αυτή ως ίσχυε κατόπιν των τροποποιήσεων που επήλθαν με τον ustawa o zmianie ustawy – Prawo o ustroju sądów powszechnych oraz niektórych innych ustaw (νόμο περί τροποποιήσεως του νόμου περί της οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων και ορισμένων άλλων νόμων), της 12ης Ιουλίου 2017 (Dz. U. του 2017, θέση 1452).


68      Ήτοι, από την ηλικία των 60 έως 70 ετών για τις γυναίκες και από την ηλικία των 65 έως 70 ετών για τους άνδρες. Η εθνική ρύθμιση που εξετάστηκε στην υπόθεση εκείνη περιλάμβανε επίσης διάταξη περί μειώσεως της ηλικίας συνταξιοδότησης (από τα 67 στα 60 έτη για τις γυναίκες και στα 65 έτη για τους άνδρες), η οποία, ωστόσο, δεν αποτέλεσε αντικείμενο χωριστής αιτιάσεως της Επιτροπής.


69      Πρβλ. αποφάσεις περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (σκέψη 111) και περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψη 119).


70      Πρβλ. αποφάσεις περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (σκέψεις 110 και 111) και περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψεις 118 και 119).


71      Πρβλ. αποφάσεις περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (σκέψη 118) και περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψη 124).


72      Πρβλ. αποφάσεις περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (σκέψη 114) και περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψη 122). Επιπλέον, στην πρώτη υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι, καίτοι η συμμετοχή του KRS στη διαδικασία, στην έκταση που καλείται να γνωμοδοτήσει προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, πριν αυτός εκδώσει την απόφασή του, δύναται, κατ’ αρχήν, να συμβάλει προκειμένου η διαδικασία αυτή να καταστεί αντικειμενική, τούτο δεν ίσχυε υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, καθόσον το KRS αρκέσθηκε να εκδίδει γνωμοδοτήσεις άνευ αιτιολογίας ή με αμιγώς τυπική αιτιολογία (βλ. απόφαση περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σκέψεις 115 έως 117).


73      Πρβλ. απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψη 123). Όσον αφορά, ειδικότερα, την απουσία προθεσμίας για τη λήψη της αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η επίμαχη διάταξη, σε συνδυασμό με τη διάταξη που προέβλεπε ότι, σε περίπτωση κατά την οποία δικαστής συμπληρώνει το κανονικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης πριν από την ολοκλήρωση της διαδικασίας παρατάσεως της θητείας του, ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι την περάτωση της εν λόγω διαδικασίας, δύναται να παρατείνει επί μακρόν το χρονικό διάστημα αβεβαιότητας όσον αφορά τον ενδιαφερόμενο δικαστή και συνήγαγε ότι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι δικαστές ενδέχεται να αναμένουν την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, κατόπιν της υποβολής της αιτήσεως περί παρατάσεως της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας, εξαρτάται εν τέλει και αυτό από τη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού.


74      Πρβλ. απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψεις 125 έως 130). Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, ο συνδυασμός του μέτρου της μειώσεως του κανονικού ορίου της ηλικίας συνταξιοδότησης, αφενός, και της διακριτικής ευχέρειας που παρεχόταν εν προκειμένω στον Υπουργό Δικαιοσύνης να εγκρίνει ή να απορρίπτει την παράταση της ενεργού υπηρεσίας των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων, αφετέρου, ήταν εκείνος που, κατά το Δικαστήριο, παραβίαζε την αρχή της ισοβιότητας.


75      Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, η παραμονή δικαστή στην ενεργό υπηρεσία εξαρτάται επίσης από την προσκόμιση πιστοποιητικού, που εκδίδεται σύμφωνα με τους όρους που ισχύουν για τους υποψήφιους του δικαστικού σώματος, με το οποίο βεβαιώνεται ότι η κατάσταση της υγείας του επιτρέπει την άσκηση δικαστικών καθηκόντων, προϋπόθεση η οποία, ωστόσο, δεν εγείρει, κατ’ αρχήν, προβληματισμό υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, καθόσον η διάταξη αυτή αποσκοπεί απλώς στο να διασφαλίσει ότι η σωματική και ψυχολογική κατάσταση του δικαστή τού επιτρέπει να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του.


76      Βλ. αποφάσεις A.K. (σκέψεις 141 έως 152), A.B. (σκέψεις 130 έως 135), περί πειθαρχικού καθεστώτος των δικαστών (σκέψεις 104 έως 110) και W.Ż. (σκέψεις 149 και 150). Το Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι το σύνολο σχεδόν των μελών που απαρτίζουν το KRS στη νέα του σύνθεση έχουν διορισθεί από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία ή είναι μέλη τους, γεγονός που ενέχει ενδεχομένως κίνδυνο ασκήσεως αυξημένης επιρροής της εν λόγω νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας επί του KRS και προσβολής της ανεξαρτησίας του οργάνου αυτού (βλ. απόφαση περί πειθαρχικού καθεστώτος των δικαστών, σκέψη 104).


77      CE:ECHR:2021:1108JUD004986819 (§§ 290, 320 και 353 έως 355). Στο ίδιο πνεύμα, βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουλίου 2021, Reczkowicz κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2021:0722JUD004344719 §§ 274 και 276).


78      Επιπλέον, με την απόφαση της 15ης Μαρτίου 2022, Grzęda κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2022:0315JUD004357218 § 348), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη επίσης το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, τερματίζοντας πρόωρα τη θητεία δικαστή μέλους του KRS χωρίς αυτός να έχει πρόσβαση σε δικαστικό έλεγχο του μέτρου. Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι πολωνικές μεταρρυθμίσεις του δικαιοδοτικού συστήματος, ιδίως η αναδιοργάνωση του KRS, αποσκοπούσαν στην αποδυνάμωση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας και ότι, ως εκ τούτου, η δικαστική εξουσία ήταν εκτεθειμένη σε παρεμβάσεις της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας με αποτέλεσμα τη σημαντική αποδυνάμωσή της.


79      Υπόθεση BSA I‑4110-1/20. Με το εν λόγω ψήφισμα, που εκδόθηκε με πρωτοβουλία του πρώτου προέδρου του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) μετά την απόφαση A.K., η ολομέλεια του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, μετά τη μεταρρύθμιση του 2017, το KRS δεν ήταν ανεξάρτητο και ότι δικαστικός σχηματισμός στον οποίο μετείχε πρόσωπο που διορίστηκε ως δικαστής βάσει συστάσεως του KRS δεν είναι σύννομος. Το εν λόγω ψήφισμα ελήφθη επίσης ευρέως υπόψη στην απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Ιουλίου 2021, Reczkowicz κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2021:0722JUD004344719 §§ 89 έως 106).


80      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι ένα όργανο, όπως εθνικό δικαστικό συμβούλιο, το οποίο εμπλέκεται στη διαδικασία διορισμού των δικαστών απαρτίζεται, κατά πλειονότητα, από μέλη που επιλέγονται από τη νομοθετική εξουσία δεν δύναται, αφ’ εαυτού, να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία των δικαστών που διορίζονται κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Land Hessen, C‑272/19, EU:C:2020:535, σκέψεις 55 και 56). Το συμπέρασμα αυτό συνάδει, εξάλλου, με τη νομολογία του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε ότι ακόμη και οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, αφενός, να αποφασίζει για την παράταση της θητείας των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και του Υπουργού Δικαιοσύνης, αφετέρου, να αποφασίζει για την παράταση της θητείας των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων (βάσει της προγενέστερης νομοθεσίας) δεν αρκούσαν, αφ’ εαυτών, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι θίγεται η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών (βλ. αποφάσεις περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σκέψεις 108 και 110, και περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων, σκέψη 119).


81      Η νομολογία του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού ευθυγραμμίζεται με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία, κατ’ ουσίαν, ο διορισμός των δικαστών από αρχές υπαγόμενες στην εκτελεστική εξουσία δεν εγείρει εύλογες αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία τους, εφόσον στους δικαστές αυτούς, μετά τον διορισμό τους, δεν ασκούνται επιρροές ή πιέσεις κατά την άσκηση της αποφασιστικής τους αρμοδιότητας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 30ής Νοεμβρίου 2010, Henryk Urban και Ryszard Urban κατά Πολωνίας, CE:ECHR:2010:1130JUD002361408 § 49).


82      Βλ. κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις περί ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (σκέψεις 108 και 110), και περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψη 119).


83      Βλ., επίσης, υποσημείωση 66 των παρουσών προτάσεων.


84      Βλ. απόφαση περί ανεξαρτησίας των τακτικών δικαστηρίων (σκέψεις 122 και 123).


85      Πρέπει, βεβαίως, να εκτιμηθεί το περιεχόμενο των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας τους από τα εθνικά δικαστήρια (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑490/04, EU:C:2007:430, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), εκτίμηση στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο συνεκτιμώντας την ενδεχόμενη ύπαρξη νομολογιακής γραμμής του τμήματος εκτάκτου ελέγχου, την οποία προβάλλει η Πολωνική Κυβέρνηση και η οποία θα αποσαφήνιζε την εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων.


86      Όπως διευκρίνισε η Πολωνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και με την επιφύλαξη όσων πρέπει να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο, τούτο προκύπτει από το άρθρο 44, παράγραφος 1, του νόμου περί του KRS, σύμφωνα με το οποίο, κατ’ ουσίαν, μετέχων στη διαδικασία μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά του πορίσματος του KRS ενώπιον του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), καθώς και από το άρθρο 26 του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο προβλέπει την αρμοδιότητα του τμήματος εκτάκτου ελέγχου για την εκδίκαση των προσφυγών αυτού του είδους. Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθούν υπόψη οι τροποποιήσεις της τελευταίας ως άνω διατάξεως με τον ustawa o zmianie ustawy – Prawo o ustroju sądów powszechnych, ustawy o Sądzie Najwyższym oraz niektórych innych ustaw (νόμο για την τροποποίηση του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 20ής Δεκεμβρίου 2019 (Dz. U. 2020, θέση 190), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 14 Φεβρουαρίου 2020. Η εν λόγω διάταξη, όπως τροποποιήθηκε, αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής λόγω παραβάσεως εκ μέρους της Επιτροπής (υπόθεση C‑204/01), η οποία εκκρεμεί (βλ. διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑204/21 R, EU:C:2021:593, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. M. Collins στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑204/21, EU:C:2022:991).


87      Παραπέμπω στις αιτιάσεις περί ελλείψεως ανεξαρτησίας του τμήματος εκτάκτου ελέγχου που διατυπώθηκαν από ορισμένους παρεμβαίνοντες στο πλαίσιο της συζήτησης για τον χαρακτηρισμό του ως «δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (βλ., μεταξύ άλλων, σημεία 30 έως 37 των παρουσών προτάσεων), υπενθυμίζοντας, παράλληλα, ότι η εκτίμηση της ανεξαρτησίας ενός δικαστηρίου στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προϋποθέτει διαφορετική εξέταση σε σχέση με την απαιτούμενη βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη (βλ. σημεία 19 έως 23 των παρουσών προτάσεων).


88      Βλ. σημεία 44 έως 48 των παρουσών προτάσεων.


89      Βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia (C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι απόκειται αποκλειστικώς στα κράτη μέλη να αποφασίζουν αν θα επιτρέπουν ή όχι την παράταση της ενεργού δικαστικής υπηρεσίας πέραν του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, καίτοι αυτά οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι προϋποθέσεις και οι όροι στους οποίους υπόκειται η παράταση αυτή να μην μπορούν να θίξουν την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών (σημείο 50 των παρουσών προτάσεων).


90      Βλ. σκέψη 15 της αποφάσεως αυτής.


91      Βλ. σκέψη 9 της αποφάσεως αυτής. Πρέπει να επισημανθεί ότι η τότε ισχύουσα νομοθεσία προέβλεπε ότι η δήλωση της βούλησης του δικαστή να συνεχίσει να ασκεί τα δικαστικά του καθήκοντα έπρεπε να αποσταλεί το αργότερο έξι μήνες πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης.


92      Όπως επισημαίνεται στο σημείο 8 των παρουσών προτάσεων, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η μη τήρηση της αποκλειστικής προθεσμίας δικαιολογείται, κατ’ ουσίαν, από τον μεγάλο φόρτο εργασίας του.


93      Υπενθυμίζω, μεταξύ άλλων, ότι το Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι δεν χωρεί παρέκκλιση από την εφαρμογή των ρυθμίσεων της Ένωσης περί των δικονομικών προθεσμιών ειμή μόνον υπό όλως εξαιρετικές περιστάσεις, δεδομένου ότι η αυστηρή εφαρμογή των ρυθμίσεων ανταποκρίνεται στην απαιτούμενη ασφάλεια του δικαίου και στην ανάγκη αποφυγής κάθε διάκρισης ή αυθαίρετης μεταχείρισης κατά την απονομή της δικαιοσύνης (πρβλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1985, Cockerill-Sambre κατά Επιτροπής, 42/85, EU:C:1985:471, σκέψη 10) και, αφετέρου, ότι οι έννοιες της ανωτέρας βίας ή του τυχαίου συμβάντος εμπεριέχουν ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον αιτούντα περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του αιτούντος να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες. Συγκεκριμένα, ο αιτών πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη της αρξαμένης διαδικασίας και, ιδίως, να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών (βλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994, Bayer κατά Επιτροπής, C‑195/91 P, EU:C:1994:412, σκέψη 32). Για παράδειγμα, είναι, κατ’ εμέ, προφανές ότι, από ένα σημείο και μετά, δεν θα ήταν πλέον δυνατό για τους φορείς που είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση του προσωπικού των τακτικών δικαστηρίων να ασχοληθούν αποτελεσματικά είτε με την παραμονή δικαστή στην ενεργό υπηρεσία είτε με την αντικατάστασή του και ότι, επομένως, ούτε καν η αρχή της ανωτέρας βίας, για την οποία δεν τίθεται, άλλωστε, ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παράταση της προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεως περί παραμονής στην ενεργό υπηρεσία έως χρονικού σημείου πλησίον της ημερομηνίας συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τον ενδιαφερόμενο.