Language of document : ECLI:EU:T:2015:269

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Μαΐου 2015 (*)

«Σύστημα των εγγυημένων παραδοσιακών ιδιότυπων προτύπων – Κανονισμός (ΕΕ) 1151/2012 – Απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως της ονομασίας “pomazánkové máslo” (βούτυρο για επάλειψη) ως εγγυημένου παραδοσιακού ιδιότυπου προτύπου – Αμοιβαία σχέση με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 για τον καθορισμό των προϋποθέσεων χρησιμοποιήσεως της ονομασίας πωλήσεως “βούτυρο”»

Στην υπόθεση T‑51/14,

Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil και την J. Vitáková,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον J. Guillem Carrau και τις Z. Malůšková και K. Walkerová,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2013/658/ΕΕ της Επιτροπής, της 13ης Νοεμβρίου 2013, σχετικά με την απόρριψη αίτησης καταχώρισης στο μητρώο των εγγυημένων παραδοσιακών ιδιότυπων προϊόντων που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [Pomazánkové máslo (ΕΠΙΠ)] (ΕΕ L 305, σ. 22),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, S. Gervasoni (εισηγητή) και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Ιανουαρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

 Κανονισμοί 1234/2007 και 445/2007

1        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (ΕΕ L 299, σ. 1), προέβη στη συγκέντρωση του συνόλου των 21 κοινών οργανώσεων αγορών που καλύπτουν διάφορα προϊόντα ή ομάδες προϊόντων, τα οποία διέπονταν προηγουμένως από ισάριθμους διαφορετικούς βασικούς κανονισμούς καθώς και από άλλους κανονισμούς του Συμβουλίου που τους συμπλήρωναν. Όσον αφορά το γάλα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τις λιπαρές ύλες, πολλές νομοθετικές πράξεις εκδόθηκαν για τη ρύθμιση της εμπορίας τους και της ονομασίας τους, όπως ο κανονισμός (ΕΚ) 2991/94 του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 1994, για τον καθορισμό των κανόνων για λιπαρές ύλες για επάλειψη (ΕΕ L 316, σ. 2).

2        Ο κανονισμός 1234/2007, ο οποίος κατήργησε και αντικατέστησε, μεταξύ άλλων, τον κανονισμό 2991/94, επαναλαμβάνοντας το σύνολο των διατάξεών του, αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει ειδικότερα από την αιτιολογική του σκέψη 51, στην εναρμόνιση της χρήσεως των εμπορικών ονομασιών προκειμένου να διαφυλάξει τον ανταγωνισμό και να προστατεύσει τους καταναλωτές (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, C‑37/11, στο εξής: απόφαση C‑37/11, Συλλογή, EU:C:2012:640, σκέψεις 2 και 61).

3        Επομένως, το άρθρο 115 του κανονισμού 1234/2007 καθορίζει τα πρότυπα εμπορίας τα οποία εφαρμόζονται στα προϊόντα των οποίων η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες είναι τουλάχιστον 10 % αλλά μικρότερη από 90 % κατά βάρος και προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, παραπέμποντας στο παράρτημά του XV.

4        Το προσάρτημα του παραρτήματος XV του κανονισμού 1234/2007, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 115 του κανονισμού αυτού, προβλέπει ότι η ονομασία πωλήσεως «βούτυρο» προορίζεται μόνο για «το προϊόν που έχει περιεκτικότητα σε γαλακτικές λιπαρές ύλες ίση ή μεγαλύτερη από 80 % και μικρότερη από 90 %, μέγιστη περιεκτικότητα σε νερό 16 % και σε ξηρές μη λιπαρές γαλακτικές ύλες 2 %». Οι εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτό προβλέπονται στο σημείο I, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος αυτού και αφορούν:

α)      την ονομασία προϊόντων των οποίων η ακριβής φύση είναι γνωστή λόγω παραδοσιακής χρήσης ή/και όταν οι ονομασίες χρησιμοποιούνται σαφώς για να περιγράφουν μια χαρακτηριστική ιδιότητα του προϊόντος·

β)      τα συμπυκνωμένα προϊόντα (βούτυρο, μαργαρίνη, μείγματα) των οποίων η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες είναι ίση ή μεγαλύτερη από 90 %.

5        Τα προϊόντα των οποίων η περιεκτικότητα σε γαλακτικές λιπαρές ύλες είναι μικρότερη από 80 % και η περιεκτικότητα σε νερό μεγαλύτερη από 16 % πρέπει να φέρουν μία από τις λοιπές ονομασίες που περιλαμβάνονται στο τμήμα A του προσαρτήματος του παραρτήματος XV του κανονισμού 1234/2007. Επομένως, το σημείο 4 του τμήματος A του εν λόγω προσαρτήματος προβλέπει ότι τα προϊόντα των οποίων η περιεκτικότητα σε γαλακτικές λιπαρές ύλες είναι είτε μικρότερη από 39 % είτε μεγαλύτερη από 41 % αλλά μικρότερη από 60 %, είτε ανώτερη από 62 % αλλά μικρότερη από 80 %, πρέπει να φέρουν τη μνεία «γαλακτική λιπαρή ύλη προς επάλειψη X %».

6        Το άρθρο 121, στοιχείο γ΄, σημείο i, του κανονισμού 1234/2007 παρέχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την εξουσία να θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των εξαιρέσεων από τους κανόνες που θεσπίζει ο εν λόγω κανονισμός και, ειδικότερα, να καταρτίζει, με βάση τους καταλόγους που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη, τον εξαντλητικό κατάλογο των προϊόντων που τυγχάνουν της εξαιρέσεως αυτής.

7        Ο κανονισμός (ΕΚ) 445/2007 της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 2007, για ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 2991/94 και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1898/87 του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία της ονομασίας του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων κατά τη διάθεσή τους στο εμπόριο (ΕΕ L 106, σ. 24), ο οποίος υποκατέστησε τον κανονισμό (ΕΚ) 577/97 της Επιτροπής, της 1ης Απριλίου 1997, περί ορισμένων λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 2991/94 και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1898/87 του Συμβουλίου σχετικά με την προστασία της ονομασίας του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων κατά τη διάθεσή τους στο εμπόριο (ΕΕ L 87, σ. 3), περιλαμβάνει, στο παράρτημά του I, τον κατάλογο των προϊόντων που τυγχάνουν της εξαιρέσεως του σημείου I, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του παραρτήματος XV του κανονισμού 1234/2007. Κατά την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 445/2007, ο κατάλογος αυτός είναι εξαντλητικός και το Δικαστήριο το υπενθύμισε στην απόφαση C‑37/11, σκέψη 2 ανωτέρω (EU:C:2012:640, σκέψη 59).

 Κανονισμοί 509/2006 και 1151/2012

8        Ο κανονισμός (ΕΚ) 509/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα που χαρακτηρίζονται ως εγγυημένα παραδοσιακά ιδιότυπα προϊόντα (ΕΕ L 93, σ. 1), εγκαθίδρυσε μητρώο εγγυημένων παραδοσιακών ιδιότυπων προτύπων, βάσει του οποίου καθίσταται δυνατή η καταχώριση γεωργικών προϊόντων ή τροφίμων που παράγονται από παραδοσιακές πρώτες ύλες ή χαρακτηρίζονται από παραδοσιακή σύσταση ή τρόπο παραγωγής ή/και μεταποίησης που να αντικατοπτρίζει παραδοσιακό τύπο παραγωγής ή/και μεταποίησης.

9        Ο κανονισμός 509/2006 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από τις 3 Ιανουαρίου 2013, από τον κανονισμό (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (ΕΕ L 343, σ. 1). Ο σκοπός του νέου αυτού κανονισμού ήταν, αφενός, να συγχωνεύσει τις διάφορες νομοθετικές πράξεις περί της ποιότητας των γεωργικών προϊόντων (αιτιολογικές σκέψεις 10 έως 13) και, αφετέρου, να βελτιώσει, να αποσαφηνίσει και να διευκρινίσει τις διατάξεις του κανονισμού 509/2006, ώστε το σύστημα των εγγυημένων παραδοσιακών ιδιότυπων προτύπων (στο εξής: ΕΠΙΠ) να καταστεί πιο ελκυστικό, εφόσον μόνον ορισμένες ονομασίες είχαν καταχωρισθεί (αιτιολογική σκέψη 34).

10      Ο κανονισμός 1151/2012 θεσπίζει, κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 2, συστήματα ποιότητας τα οποία παρέχουν τη βάση για την ταυτοποίηση και, κατά περίπτωση, την προστασία ονομασιών και ενδείξεων που δηλώνουν ή περιγράφουν ιδίως τα γεωργικά προϊόντα με χαρακτηριστικά που προσδίδουν αξία ή ιδιότητες που προσδίδουν αξία λόγω των μεθόδων γεωργικής παραγωγής ή μεταποίησης που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή τους ή λόγω του τόπου παραγωγής ή εμπορίας τους. Συγκεντρώνει τρία διαφορετικά συστήματα ποιότητας: τις προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις, τα ΕΠΙΠ και τις προαιρετικές ενδείξεις ποιότητας.

11      Το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012 ορίζει ότι «[ο] παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη άλλων ειδικών διατάξεων της Ένωσης που αφορούν τη διάθεση προϊόντων στην αγορά και, ειδικότερα, την ενιαία κοινή οργάνωση των αγορών και την επισήμανση των τροφίμων».

12      Δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1151/2012, ονομασία μπορεί να καταχωρισθεί ως ονομασία ΕΠΙΠ όταν περιγράφει ιδιότυπο προϊόν ή τρόφιμο το οποίο παρασκευάζεται με τρόπο παραγωγής, μεταποίησης ή σύνθεσης που αντιστοιχεί στην παραδοσιακή πρακτική για το εν λόγω προϊόν ή τρόφιμο ή παράγεται από πρώτες ύλες ή συστατικά που είναι αυτά που χρησιμοποιούνται παραδοσιακώς. Εξάλλου, το άρθρο 18, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι, για να μπορεί να καταχωρισθεί μια ονομασία ως ονομασία ΕΠΙΠ, πρέπει να χρησιμοποιείται κατά παράδοση για την περιγραφή του ιδιότυπου προϊόντος ή να προσδιορίζει τον παραδοσιακό χαρακτήρα ή τον ιδιότυπο χαρακτήρα του προϊόντος. Η καταχώριση ως ΕΠΙΠ της ονομασίας προϊόντος ή τροφίμου πρέπει, συναφώς, να πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει ο κανονισμός αυτός και, ειδικότερα, να συνάδει προς τις προδιαγραφές που τίθενται στο άρθρο 19 του ίδιου κανονισμού. Η καταχώριση παρέχει στην εν λόγω ονομασία την προστασία των άρθρων 23 και 24 του επίμαχου κανονισμού.

13      Τα άρθρα 49 έως 52 του κανονισμού 1151/2012 θεσπίζουν διαδικασία καταχωρίσεως βάσει της οποίας ομάδες οι οποίες ασχολούνται με τα επίμαχα προϊόντα ή φυσικά πρόσωπα πληρούντα ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να υποβάλουν αίτηση καταχωρίσεως ενός ΕΠΙΠ στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως της ομάδας. Το κράτος μέλος εξετάζει αν η αίτηση είναι δικαιολογημένη και, ενδεχομένως, καταθέτει φάκελο στην Επιτροπή. Όταν η Επιτροπή κρίνει ότι ο φάκελος δεν πληροί τις τεθείσες από τον κανονισμό προϋποθέσεις για την καταχώριση ενός ΕΠΙΠ, εκδίδει εκτελεστικές πράξεις περί απορρίψεως της αιτήσεως.

 Ιστορικό της διαφοράς

14      Στις 22 Δεκεμβρίου 2010, η Τσεχική Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση καταχωρίσεως της ονομασίας «pomazánkové máslo» (βούτυρο για επάλειψη) στο μητρώο των ΕΠΙΠ, βάσει των διατάξεων του κανονισμού 509/2006.

15      Την 1η Απριλίου 2011, η Επιτροπή ενημέρωσε την Τσεχική Δημοκρατία ότι ολοκλήρωσε την εξέταση η οποία προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 509/2006 και έκρινε ότι η αίτηση δεν πληροί τις τεθείσες με τον κανονισμό αυτό προϋποθέσεις και, μεταξύ άλλων, την προϋπόθεση την οποία θέτει το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού, κατά το οποίο δεν μπορεί να καταχωρισθεί όνομα που εκφράζει την ιδιοτυπία γεωργικού προϊόντος ή τροφίμου «[το οποίο] είναι παραπλανητικό, όπως ιδίως εκείνο που αναφέρεται σε προφανές χαρακτηριστικό του προϊόντος που δεν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές και, συνεπώς, είναι δυνατόν να παραπλανήσει τον καταναλωτή σχετικά με τα χαρακτηριστικά του προϊόντος».

16      Επομένως, η Επιτροπή θεώρησε ότι η ονομασία «pomazánkové máslo» περιελάμβανε τον όρο «máslo» (βούτυρο), το οποίο είναι παραπλανητικό για τον καταναλωτή, εφόσον υπονοεί ότι το προϊόν διαθέτει χαρακτηριστικά τα οποία δεν έχει. Συγκεκριμένα, η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες του προϊόντος δεν συνάδει, κατά την Επιτροπή, με τις απαιτήσεις του κανονισμού 1234/2007.

17      Στις 30 Μαΐου 2011, η Τσεχική Δημοκρατία απάντησε στην Επιτροπή ότι θα προέβαινε σε νομική ανάλυση της θέσεως της Επιτροπής όσον αφορά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση C‑37/11, σκέψη 2 ανωτέρω (EU:C:2012:640).

18      Συγκεκριμένα, η Τσεχική Δημοκρατία ζήτησε από την Επιτροπή δύο φορές, στις 18 Ιουνίου 2004 και στις 14 Μαρτίου 2007, να εφαρμόσει στο προϊόν «pomazánkové máslo» την εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 2991/94 (η οποία περιλαμβάνεται στο σημείο I, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του παραρτήματος XV του κανονισμού 1234/2007), αλλά η Επιτροπή αρνήθηκε, με έγγραφα της 23ης Σεπτεμβρίου 2005 και της 27ης Αυγούστου 2007, να δώσει ευνοϊκή συνέχεια στα αιτήματα αυτά. Εφόσον η Τσεχική Δημοκρατία δεν τροποποίησε τη νομοθεσία της, η Επιτροπή της απηύθυνε έγγραφο οχλήσεως στις 6 Ιουνίου 2008. Στις 3 Νοεμβρίου 2009, η Επιτροπή της απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη και κατόπιν, στις 25 Ιανουαρίου 2011, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή κατά παραβάσεως.

19      Με την απόφαση C-37/11, σκέψη 2 ανωτέρω (EU:C:2012:640), το Δικαστήριο έκρινε ότι η Τσεχική Δημοκρατία, επιτρέποντας την πώληση του pomazánkové máslo (βούτυρο για επάλειψη) με την ονομασία «máslo» (βούτυρο), μολονότι το προϊόν αυτό έχει περιεκτικότητα σε γαλακτικές λιπαρές ύλες μικρότερη από 80 % και περιεκτικότητα σε νερό και ξηρές μη λιπαρές ύλες ανώτερη από 16 % και 2 % αντιστοίχως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 115 του κανονισμού 1234/2007, σε συνδυασμό με το σημείο I, παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος XV του εν λόγω κανονισμού, καθώς και με το μέρος A, σημεία 1 και 4, του προσαρτήματος στο παράρτημα αυτό.

20      Με έγγραφο της 23ης Οκτωβρίου 2012, η Τσεχική Δημοκρατία επισήμανε στην Επιτροπή ότι, κατά την άποψή της, δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο για τη συνέχιση της διαδικασίας καταχωρίσεως του ονόματος «pomazánkové máslo» στο μητρώο των ΕΠΙΠ και ότι, κατόπιν έρευνας σε εθνικό επίπεδο, αποδείχθηκε ότι οι Τσέχοι καταναλωτές δεν θεωρούν το όνομα αυτό παραπλανητικό.

21      Ο κανονισμός 1151/2012, ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 3 Ιανουαρίου 2013, κατάργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό 509/2006.

22      Στις 14 Μαΐου 2013, η Τσεχική Δημοκρατία πληροφόρησε την Επιτροπή ότι, κατόπιν της αποφάσεως C‑37/11, σκέψη 2 ανωτέρω (EU:C:2012:640), θα κινούσε νομοθετική διαδικασία με σκοπό την αντικατάσταση της ονομασίας πωλήσεως του «pomazánkové máslo» με το «tradiční pomazánkové» (παραδοσιακό προϊόν προς επάλειψη), ονομασία συνοδευόμενη από τη μνεία «mléčná pomazánka 34 %» (γαλακτική λιπαρή ύλη 34 % προς επάλειψη).

23      Στις 2 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή πληροφόρησε την Τσεχική Δημοκρατία ότι, λαμβανομένης υπόψη της εξετάσεως η οποία διεξήχθη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 1151/2012, η αίτηση καταχωρίσεως δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του εν λόγω κανονισμού, διότι δεν τηρούσε τις διατάξεις του κανονισμού 1234/2007, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012.

24      Η Επιτροπή ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως της ονομασίας «pomazánkové máslo» ως ΕΠΙΠ κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής για την πολιτική ποιότητας των γεωργικών προϊόντων της 17ης Οκτωβρίου 2013. Η επιτροπή αυτή εξέδωσε κατά πλειοψηφία ευνοϊκή γνώμη για την πρόταση της Επιτροπής.

25      Με απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2013 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση 2013/658/ΕΕ, σχετικά με την απόρριψη αίτησης καταχώρισης στο μητρώο των ΕΠΙΠ που προβλέπεται στον κανονισμό 1151/2012 [Pomazánkové máslo (ΕΠΙΠ)] (ΕΕ L 305, σ. 22).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιανουαρίου 2014, η Τσεχική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

27      Η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Τσεχική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

29      Προς στήριξη της προσφυγής, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει ένα μόνο λόγο, αντλούμενο από παράβαση των άρθρων 50 και 52 του κανονισμού 1151/2012 σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του ίδιου κανονισμού, καθόσον η Επιτροπή δεν εξέτασε τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την καταχώριση του ΕΠΙΠ «pomazánkové máslo» και απέρριψε την αίτησή της για άλλο λόγο και όχι επειδή το προϊόν αυτό δεν πληρούσε τις εν λόγω προϋποθέσεις.

30      Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στήριξε την άρνηση καταχωρίσεως της ονομασίας «pomazánkové máslo» στη μη τήρηση των προδιαγραφών του κανονισμού 1234/2007, ο οποίος καθορίζει, μεταξύ άλλων, τους κανόνες σχετικά με τη χρήση της ονομασίας πωλήσεως του βουτύρου και των λοιπών λιπαρών ουσιών προς επάλειψη, ενώ καμία διάταξη του κανονισμού 1151/2012 δεν προβλέπει τέτοια προϋπόθεση. Η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί ότι οι εν λόγω κανονισμοί συνιστούν εναλλακτικούς τρόπους καταχωρίσεως ονομασιών γεωργικών προϊόντων και αποσκοπούν αμφότεροι στη διασφάλιση της πληροφορήσεως των καταναλωτών για τις ιδιότητες ενός προϊόντος χάρη στην ονομασία του. Εκτιμά ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012, σύμφωνα με το οποίο ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη άλλων ειδικών διατάξεων της Ένωσης που αφορούν τη διάθεση προϊόντων στην αγορά και, ειδικότερα, την ενιαία κοινή οργάνωση των αγορών και την επισήμανση των τροφίμων, απλώς γνωστοποιεί ότι η εν λόγω νομοθετική πράξη δεν ρυθμίζει εξαντλητικώς το ζήτημα κυκλοφορίας στην αγορά και προσδιορισμού των τροφίμων.

31      Κατά το άρθρο 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 1151/2012, «η Επιτροπή εξετάζει, με τον ενδεδειγμένο τρόπο, οποιαδήποτε αίτηση λαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο 49, προκειμένου να εξακριβώσει εάν είναι αιτιολογημένη και εάν πληροί τους όρους του αντίστοιχου συστήματος». Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει ότι, «[ό]ταν η Επιτροπή, βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της μετά την εξέταση που διενήργησε δυνάμει του άρθρου 50 παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, θεωρεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της καταχώρισης, εκδίδει εκτελεστικές πράξεις με τις οποίες απορρίπτει την αίτηση» και ότι «[ο]ι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 57, παράγραφος 2».

32      Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1151/2012, «[μ]ία ονομασία μπορεί να καταχωρισθεί ως ονομασία εγγυημένου παραδοσιακού ιδιότυπου προϊόντος όταν περιγράφει ένα ιδιότυπο προϊόν ή τρόφιμο το οποίο […] παρασκευάζεται με τρόπο παραγωγής, μεταποίησης ή σύνθεσης που αντιστοιχεί στην παραδοσιακή πρακτική για το εν λόγω προϊόν ή τρόφιμο[,] ή […] παράγεται από πρώτες ύλες ή συστατικά που είναι τα χρησιμοποιούμενα παραδοσιακά». Το άρθρο 18, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού αναφέρει εξάλλου, ότι, «[γ]ια να μπορεί να καταχωρισθεί μια ονομασία ως ονομασία εγγυημένου παραδοσιακού ιδιότυπου προϊόντος, πρέπει […] να χρησιμοποιείται κατά παράδοση για την περιγραφή του ιδιότυπου προϊόντος […] ή […] να προσδιορίζει τον παραδοσιακό χαρακτήρα ή τον ιδιότυπο χαρακτήρα του προϊόντος».

33      Ενώ η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί ότι η Επιτροπή έπρεπε, κατά την εξέταση της αιτήσεως καταχωρίσεως, να ελέγξει μόνον κατά πόσον η επίμαχη ονομασία πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 18 του κανονισμού 1151/2012, η Επιτροπή φρονεί ότι έπρεπε επίσης να ελέγξει αν η αίτηση αυτή πληροί τις προϋποθέσεις του κανονισμού 1234/2007, στηριζόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012. Κατά την τελευταία αυτή παράγραφο, η οποία αποτελεί μέρος των γενικών διατάξεων που εφαρμόζονται στον κανονισμό και καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του, «[ο] παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη άλλων ειδικών διατάξεων της Ένωσης που αφορούν τη διάθεση προϊόντων στην αγορά και, ειδικότερα, την ενιαία κοινή οργάνωση των αγορών και την επισήμανση των τροφίμων».

34      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2005, VEMW κ.λπ., C‑17/03, Συλλογή, EU:C:2005:362, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2010, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑236/07, Συλλογή, EU:T:2010:451, σκέψη 44). Επομένως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο σκοπός των κανόνων της Ένωσης ώστε να τύχουν ερμηνείας διασφαλίζουσας πλήρως την πρακτική τους αποτελεσματικότητα (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑27/04, Συλλογή, EU:C:2004:436, σκέψη 74).

35      Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξετασθεί αν οι διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012, σύμφωνα με τις οποίες ο κανονισμός αυτός «εφαρμόζεται με την επιφύλαξη άλλων ειδικών διατάξεων της Ένωσης που αφορούν τη διάθεση προϊόντων στην αγορά και, ειδικότερα, την ενιαία κοινή οργάνωση των αγορών και την επισήμανση των τροφίμων», πρέπει να γίνουν αντιληπτές υπό την έννοια ότι ονομασία μπορεί να καταχωριστεί στο μητρώο των ΕΠΙΠ μόνον υπό την προϋπόθεση ότι πληροί τις προϋποθέσεις εμπορίας, οι οποίες καθορίζονται στον κανονισμό 1234/2007.

36      Πρώτον, φαίνεται ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να συναχθεί από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012, δεδομένης της σαφούς έννοιας της φράσεως «με την επιφύλαξη άλλων ειδικών διατάξεων της Ένωσης που αφορούν τη διάθεση προϊόντων στην αγορά και, ειδικότερα, την ενιαία κοινή οργάνωση των αγορών και την επισήμανση των τροφίμων». Συγκεκριμένα, η φράση αυτή σημαίνει ότι ο κανονισμός αυτός δεν εμποδίζει την εφαρμογή του κανονισμού 1234/2007, ο οποίος καθορίζει τους κανόνες της εν λόγω κοινής οργανώσεως.

37      Δεύτερον, η ερμηνεία που έγινε δεκτή στη σκέψη 36 ανωτέρω συνάδει προφανώς με την όλη οικονομία του κανονισμού 1234/2007. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ο θεμελιώδης ρόλος του κανονισμού αυτού στη λειτουργία της ευρωπαϊκής γεωργικής πολιτικής. Κατά το άρθρο 288, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ο εν λόγω κανονισμός είναι, όπως κάθε κανονισμός, υποχρεωτικός σε όλα τα στοιχεία του και εφαρμόζεται απευθείας σε κάθε κράτος μέλος. Περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων αφορώντων τη διαχείριση των γεωργικών αγορών, τα πρότυπα εμπορίας και παραγωγής των γεωργικών προϊόντων καθώς και τις εισαγωγές και εξαγωγές τους.

38      Όσον αφορά το γάλα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τις λιπαρές ουσίες, έχουν εκδοθεί διάφορες νομικές πράξεις για τη ρύθμιση της εμπορίας και της ονομασίας των προϊόντων αυτών, οι οποίες αποσκοπούν, «προς όφελος των παραγωγών και των καταναλωτών, αφενός μεν, [στο] να βελτιωθεί η θέση του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων στην αγορά, αφετέρου δε, [στο] να εξασφαλιστεί θεμιτός ανταγωνισμός μεταξύ λιπαρών ουσιών για επάλειψη προερχόμενων από το γάλα ή μη» (αιτιολογική σκέψη 51 του κανονισμού 1234/2007). Ο κανονισμός 2991/94, ο οποίος περιελάμβανε ταξινόμηση συνοδευόμενη από κανόνες σχετικούς με την ονομασία, καθόριζε επομένως τα πρότυπα εμπορίας για τα γαλακτοκομικά και μη προϊόντα (αιτιολογική σκέψη 51 του κανονισμού 1234/2007). Ο κανονισμός 1234/2007, ο οποίος κατήργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό 2991/94, επαναλαμβάνοντας το σύνολο των διατάξεών του (απόφαση C‑37/11, σκέψη 2 ανωτέρω, EU:C:2012:640, σκέψη 2), διατήρησε την ταξινόμηση αυτή, η οποία πρέπει επίσης να εξακολουθήσει να ισχύει (απόφαση C‑37/11, σκέψη 2 ανωτέρω, EU:C:2012:640, σκέψη 56). Συνεπώς, αποσκοπεί επίσης στην εναρμόνιση της χρήσεως των εμπορικών ονομασιών με σκοπό τη διασφάλιση του ανταγωνισμού και την προστασία των καταναλωτών (αιτιολογική σκέψη 51 του κανονισμού 1234/2007 και απόφαση C‑37/11, σκέψη 2 ανωτέρω, EU:C:2012:640, σκέψη 61).

39      Το προσάρτημα του παραρτήματος XV του κανονισμού 1234/2007, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 115 του κανονισμού αυτού, προβλέπει ότι η ονομασία πωλήσεως «βούτυρο» προορίζεται μόνο για το «προϊόν που έχει περιεκτικότητα σε γαλακτικές λιπαρές ύλες ίση ή μεγαλύτερη από 80 % και μικρότερη από 90 %, μέγιστη περιεκτικότητα σε νερό 16 % και σε ξηρές μη λιπαρές γαλακτικές ύλες 2 %». Οι μόνες εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτό τίθενται στο σημείο I, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω παραρτήματος και αφορούν:

α)      την ονομασία προϊόντων των οποίων η ακριβής φύση είναι γνωστή λόγω παραδοσιακής χρήσης ή/και όταν οι ονομασίες χρησιμοποιούνται σαφώς για να περιγράφουν μια χαρακτηριστική ιδιότητα του προϊόντος·

β)      τα συμπυκνωμένα προϊόντα (βούτυρο, μαργαρίνη, μείγματα) των οποίων η περιεκτικότητα σε λιπαρές ουσίες είναι ίση ή μεγαλύτερη από ή ίση προς 90 %.

40      Ο κανονισμός 445/2007 περιλαμβάνει, στο παράρτημα I, τον κατάλογο των προϊόντων που εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2991/94. Όπως αναγνώρισαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συνεδρίαση, η κατάργηση του κανονισμού 2991/94 από τον κανονισμό 1234/2007 δεν είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση του κανονισμού 445/2007, εφόσον οι διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2991/94 επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα στο σημείο I, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του παραρτήματος XV του κανονισμού 1234/2007. Συνεπώς, ο εν λόγω κατάλογος εξακολουθεί να ισχύει και διευκρινίζει το περιεχόμενο του σημείου I, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του εν λόγω παραρτήματος. Όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στην απόφαση C‑37/11, σκέψη 2 ανωτέρω (EU:C:2012:640, σκέψη 57), οι προβλεπόμενες στο σημείο I, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος αυτού παρεκκλίσεις αποτελούν κατ’ ανάγκην εξαίρεση, εφόσον, σύμφωνα με την έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2991/94, αυτός αποσκοπεί στη θέσπιση ενιαίας ταξινομήσεως των λιπαρών υλών προς επάλειψη. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 445/2007 και προκύπτει από την απόφαση C‑37/11, σκέψη 2 ανωτέρω (EU:C:2012:640, σκέψη 59), ο κατάλογος αυτός είναι εξαντλητικός.

41      Στο πλαίσιο αυτό, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη σημασία την οποία αποδίδει ο Ευρωπαίος νομοθέτης στην εναρμόνιση της χρήσεως των εμπορικών ονομασιών των γεωργικών προϊόντων για τη διασφάλιση του ανταγωνισμού και την προστασία των καταναλωτών, στους σχετικούς με την ονομασία πωλήσεως «βούτυρο» πρέπει να δοθεί ερμηνεία διασφαλίζουσα πλήρως την πρακτική αποτελεσματικότητά τους. Ωστόσο, η προταθείσα από την Τσεχική Δημοκρατία ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012 θα είχε ως αποτέλεσμα κράτος μέλος να μπορεί να χρησιμοποιήσει το σύστημα των ΕΠΙΠ για να καταστρατηγήσει τους σχετικούς με τα πρότυπα εμπορίας κανόνες τους οποίους θέτει ο κανονισμός 1234/2007 και, αν υποτεθεί ότι το επίμαχο προϊόν μπορεί να τεθεί σε εμπορία, να του χορηγήσει αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να παραπλανήσει τον καταναλωτή. Αντιθέτως, η ερμηνεία της διατάξεως αυτής την οποία δέχθηκε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση, υπομνησθείσα στη σκέψη 36 ανωτέρω, καθιστά δυνατή την τήρηση των σχετικών με την ονομασία πωλήσεως «βούτυρο» κανόνων.

42      Τρίτον, η ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012, η οποία έγινε δεκτή στη σκέψη 36 ανωτέρω, φαίνεται ότι συνάδει με τους σκοπούς του κειμένου αυτού.

43      Συγκεκριμένα, κατά την αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού 1151/2012, ο συγκεκριμένος στόχος του συστήματος των ΕΠΙΠ είναι να διευκολύνει τους παραγωγούς παραδοσιακών προϊόντων στην ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τα στοιχεία τα οποία προσδίδουν αξία στα προϊόντα τους. Το άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού ορίζει, επίσης, ότι το σύστημα των ΕΠΙΠ «καθιερώνεται με σκοπό να διαφυλαχθούν οι παραδοσιακές μέθοδοι παραγωγής και συνταγές με την παροχή βοήθειας προς τους παραγωγούς παραδοσιακών προϊόντων για την εμπορική προώθηση και τη γνωστοποίηση στους καταναλωτές των στοιχείων που προσδίδουν αξία στις παραδοσιακές συνταγές και τα προϊόντα τους». Αντιθέτως, ουδόλως πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή παράλληλο και εναλλακτικό σύστημα προτύπων εμπορίας γεωργικών προϊόντων σε σχέση με αυτό που προβλέπει ο κανονισμός 1234/2007, και ακόμα λιγότερο να υπάρξει παρέκκλιση από τους κανόνες που θέτει η νομική αυτή πράξη.

44      Επιπλέον, αν γίνει δεκτή η άποψη της Τσεχικής Δημοκρατίας, θα είχε ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα καταχωρίσεως ως ΕΠΙΠ προϊόντων τα οποία δεν πληρούν τις προδιαγραφές εμπορίας του κανονισμού 1234/2007 και δεν μπορούν, συνεπώς, κατ’ αρχήν, να τεθούν σε εμπορία, ενώ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1151/2012, ονομασία καταχωρισμένη ως ΕΠΙΠ μπορεί να χρησιμοποιείται από οποιαδήποτε επιχείρηση διαθέτει στην αγορά προϊόν το οποίο είναι σύμφωνο με τις αντίστοιχες προδιαγραφές.

45      Τέταρτον και τέλος, τα λοιπά επιχειρήματα της Τσεχικής Δημοκρατίας δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012 την οποία δέχθηκε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση, υπομνησθείσα στη σκέψη 36 ανωτέρω.

46      Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012 την οποία προτείνει, συνάδει προς τα ανωτέρω, εφόσον οι προϋποθέσεις που τίθενται με το άρθρο 18 του κανονισμού 1151/2012 συμπίπτουν με τις προβλεπόμενες στις διατάξεις του σημείου I, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του παραρτήματος XV του κανονισμού 1234/2007 προϋποθέσεις.

47      Πάντως, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς και εν πάση περιπτώσει, ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 18 του κανονισμού 1151/2012 και οι διατάξεις του σημείου I, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του παραρτήματος XV του κανονισμού 1234/2007 αλληλεπικαλύπτονται, η Επιτροπή εξακολουθεί να δεσμεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012, οι οποίες της επιβάλλουν να τηρεί τις διατάξεις του κανονισμού 1234/2007. Εξάλλου, το περιεχόμενο των διατάξεων του σημείου I, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του παραρτήματος XV του κανονισμού 1234/2007 οριοθετείται από τον εξαντλητικό κατάλογο του παραρτήματος I του κανονισμού 445/2007 (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω).

48      Επικουρικώς, διαπιστώνεται, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι οι προϋποθέσεις του σημείου I, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του παραρτήματος XV του κανονισμού 1234/2007 και οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 18 του κανονισμού 1151/2012 είναι διαφορετικές. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός 1234/2007, ο οποίος προβλέπει την εφαρμογή παρεκκλίσεως από τους κανόνες ονομασίας των λιπαρών υλών προς επάλειψη, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις «ονομασίες προϊόντων των οποίων η ακριβής φύση προκύπτει σαφώς από την παραδοσιακή τους χρήση», πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι επιβάλλει όχι μόνον η επίμαχη ονομασία να αποτελεί αντικείμενο παραδοσιακής χρήσεως, αλλά και η ακριβής φύση του επίμαχου προϊόντος να διακρίνεται από τη φύση του προϊόντος με προστατευόμενη ονομασία. Αντιθέτως, ο κανονισμός 1151/2012 επιβάλλει μόνον το επίμαχο προϊόν να προκύπτει από μέθοδο παραγωγής, μεταποιήσεως ή συνθέσεως αντιστοιχούσα σε παραδοσιακή πρακτική και να πρόκειται για παραδοσιακώς χρησιμοποιούμενη ονομασία ή ονομασία επισημαίνουσα τον παραδοσιακό χαρακτήρα του προϊόντος.

49      Συγκεκριμένα, τέτοιου είδους ερμηνεία του σημείου I, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του παραρτήματος XV του κανονισμού 1234/2007 συνάδει με τους σκοπούς της προστασίας των καταναλωτών και της διασφαλίσεως του ανταγωνισμού τους οποίους επιδιώκει ο κανονισμός αυτός, ο οποίος επιτρέπει παρεκκλίσεις μόνο για προϊόντα των οποίων η πραγματική φύση δεν μπορεί να συγχέεται με τη φύση των προϊόντων με προστατευόμενη ονομασία.

50      Επίσης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Τσεχικής Δημοκρατίας σύμφωνα με το οποίο η συλλογιστική της Επιτροπής έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κανονισμού 1151/2012 επιβάλλοντας συμπληρωματική διαδικασία και περιορίζοντας την ελκυστικότητα του χαρακτηρισμού ΕΠΙΠ. Συγκεκριμένα, οι δύο κανονισμοί έχουν εν μέρει διαφορετικούς σκοπούς (βλ. σκέψεις 38 και 43 ανωτέρω) και προβλέπουν διαφορετικές προϋποθέσεις (βλ. σκέψη 48 ανωτέρω). Προς τα ανωτέρω συνάδει το ότι, στις γενικές προϋποθέσεις εμπορίας των γεωργικών προϊόντων, τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός 1234/2007, προστίθεται η συγκεκριμένη και διαφορετική διαδικασία την οποία προβλέπει ο κανονισμός 1151/2012, με σκοπό να διασφαλισθεί στους καταναλωτές ότι ορισμένα γεωργικά προϊόντα διαθέτουν δικαίως χαρακτηριστικά τα οποία τους προσδίδουν αξία.

51      Τέλος, μολονότι είναι αληθές, όπως υποστηρίζει η Τσεχική Δημοκρατία, ότι το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του αν το «pomazánkové máslo» πληρούσε τις προϋποθέσεις του κανονισμού 1151/2012 στην απόφαση C‑37/11, σκέψη 2 ανωτέρω (EU:C:2012:640), το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, στο σημείο 2 της τελευταίας αυτής αποφάσεως, παραπέμπει στην κρίση του Δικαστηρίου ότι η επίμαχη ονομασία δεν συνάδει με τον κανονισμό 1234/2007, κρίση η οποία δικαιολογούσε, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012, την απόρριψη της επίμαχης αιτήσεως καταχωρίσεως.

52      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012 κρίνοντας ότι ονομασία δεν μπορεί να καταχωριστεί στο μητρώο των ΕΠΙΠ εάν δεν πληροί τις προϋποθέσεις εμπορίας του κανονισμού 1234/2007.

53      Επομένως, ο μοναδικός λόγος, ο οποίος αφορά την παράβαση των διατάξεων των άρθρων 50 και 52 του κανονισμού 1151/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του ίδιου κανονισμού, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και, συνεπώς, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

54      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

55      Δεδομένου ότι η Τσεχική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Τσεχική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Martins Ribeiro

Gervasoni

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαΐου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.