Language of document : ECLI:EU:C:2024:63

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ

της 18ης Ιανουαρίου 2024 (1)

Υπόθεση C766/21 P

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

κατά

Axa Assurances Luxembourg SA,

Bâloise Assurances Luxembourg SA,

La Luxembourgeoise SA,

Nationale-Nederlanden Schadeverzekering Maatschappij NV

«Αίτηση αναιρέσεως – Άρθρο 272 ΣΛΕΕ – Ρήτρα διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση συναπτόμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση – Άρθρο 123 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου – Ερημοδικήσας εναγόμενος – Ερήμην απόφαση – Ανακοπή ερημοδικίας – Άρθρο 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 172 και 176 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως – Ανταναίρεση – Πλάνη περί την ερμηνεία – Ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες»






I.      Εισαγωγή

1.        Οι διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσομοιάζουν με σιδηροδρομικό δίκτυο. Κάθε επιμέρους σιδηροτροχιά αποτελεί δικονομική οδό, ενώ οι αμαξοστοιχίες που κινούνται επί των τροχιών αυτών συμβολίζουν τις υποθέσεις που άγονται ενώπιον του εν λόγω δικαιοδοτικού θεσμικού οργάνου. Όσο εξελίσσεται η υπόθεση, οι δικονομικοί κανόνες χρησιμεύουν ως σιδηροδρομική σήμανση, διασφαλίζοντας ότι η υπόθεση παραμένει στη σωστή σιδηροτροχιά προς τον τελικό προορισμό της.

2.        Ωστόσο, όπως συμβαίνει και σε ένα σιδηροδρομικό ταξίδι, έτσι και το νομικό ταξίδι μιας υποθέσεως ενδέχεται στην πορεία του να συναντήσει διακλαδώσεις. Οι αιτήσεις αναιρέσεως, οι ανταναιρέσεις και άλλοι μηχανισμοί μπορούν να μεταβάλουν την πορεία μιας υποθέσεως, προσφέροντας εναλλακτική οδό προς τον προορισμό της, πάντοτε σε συμμόρφωση με τις επιταγές των προβλεπόμενων δικονομικών κανόνων. Στο πλαίσιο αυτό, όπως ακριβώς μια αμαξοστοιχία βασίζεται στην ομαλή λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου, έτσι και οι νομικές υποθέσεις εξαρτώνται από καθορισμένους με ακρίβεια δικονομικούς κανόνες, ώστε να διασφαλίζεται η δίκαιη και κατάλληλη επίλυσή τους.

3.        Η υπό κρίση υπόθεση αποτυπώνει τις ανωτέρω σκέψεις.

4.        Με την αίτησή του αναιρέσεως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει, εν μέρει, την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, Κοινοβούλιο κατά Axa Assurances Luxembourg κ.λπ. (2), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, ως επί το πλείστον, την αγωγή του πρώτου με αίτημα την καταβολή αποζημίωσης για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν, τον Μάιο του 2016, από ύδατα στο κτίριο Konrad Adenauer (στο εξής: KAD) που βρίσκεται στην πόλη του Λουξεμβούργου (Λουξεμβούργο).

5.        Συγχρόνως, η υπό κρίση υπόθεση αφορά ανταναίρεση την οποία άσκησε η Nationale-Nederlanden Schadeverzekering Maatschappij NV (στο εξής: NN), μία από τις εναγόμενες πρωτοδίκως, με αίτημα την αναίρεση (των λοιπών μερών) της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επειδή το Γενικό Δικαστήριο την καταδίκασε, ερήμην, να καταβάλει στο Κοινοβούλιο μέρος των ζητηθέντων από αυτό δικαστικών εξόδων, πλέον των νομίμων τόκων υπερημερίας.

6.        Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στην ανταναίρεση που άσκησε η NN. Ωστόσο, οι ιδιαιτερότητες της υπό κρίση υποθέσεως παρέχουν στο Δικαστήριο την ευκαιρία να παράσχει περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία των ερήμην διαδικασιών, όπερ είναι ιδιαιτέρως σημαντικό εν προκειμένω, διότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, κατά τη γνώμη μου, σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή των οικείων κανόνων στο πλαίσιο αυτό. Κατά συνέπεια, οι παρούσες προτάσεις θα ασχοληθούν και με τα ζητήματα αυτά.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

7.        Το άρθρο 41 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Οργανισμός) έχει ως εξής:

«Όταν ο διάδικος κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή, αν και έχει κληθεί κανονικά, δεν καταθέσει έγγραφες προτάσεις, η απόφαση εκδίδεται ερήμην του. Η απόφαση υπόκειται σε ανακοπή εντός προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεώς της. [...]»

8.        Κατά το άρθρο 56 του Οργανισμού:

« [...] [Μ]πορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, σε δύο μήνες από της κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως [...]

Η αναίρεση αυτή μπορεί να ασκηθεί από τον εν όλω ή εν μέρει ηττηθέντα διάδικο. [...]»

Β.      Ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου

9.        Το άρθρο 172 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (στο εξής: ΚΔΔ), με τίτλο «Διάδικοι που επιτρέπεται να καταθέσουν υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως», ορίζει ότι «[κ]άθε διάδικος της συγκεκριμένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποθέσεως που έχει συμφέρον να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να υποβάλει υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως εντός δύο μηνών από την επίδοσή της [...]».

10.      Το άρθρο 176 του ΚΔΔ αφορά τις ανταναιρέσεις. Κατά το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου, «[ο]ι διάδικοι που αναφέρονται στο Άρθρο 172 του [ΚΔΔ] μπορούν να ασκήσουν ανταναίρεση εντός της ίδιας προθεσμίας με αυτή που προβλέπεται για την υποβολή του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως». Συναφώς, κατά το άρθρο 178, παράγραφος 1, του ΚΔΔ, η ανταναίρεση έχει ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

Γ.      Ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου

11.      Κατά το άρθρο 123 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (στο εξής: ΚΔΓΔ), το οποίο επιγράφεται «Ερήμην αποφάσεις»:

«1.      Όταν το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο καθού, που κλητεύθηκε προσηκόντως, δεν απάντησε στην προσφυγή κατά τον τύπο ή εντός της προθεσμίας [...] ο προσφεύγων μπορεί [...], εντός προθεσμίας που τάσσει ο πρόεδρος, να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να του επιδικάσει τα αιτήματά του.

2.      Ο ερημοδικών καθού δεν μετέχει στην ερήμην διαδικασία και δεν του επιδίδεται κανένα διαδικαστικό έγγραφο πλην της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη.

3.      Με την ερήμην απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο επιδικάζει στον προσφεύγοντα τα αιτήματά του, εκτός αν είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή αν η προσφυγή αυτή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη.

[...]»

12.      Σύμφωνα με το άρθρο 166 του ΚΔΓΔ, ο ερημοδικήσας καθού μπορεί, κατά το άρθρο 41 του Οργανισμού, να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας.

III. Το ιστορικό της διαφοράς, η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Α.      Το ιστορικό της διαφοράς

13.      Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται λεπτομερώς στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (3). Τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά για τους σκοπούς των παρουσών προτάσεων μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως.

14.      Το 2011, το Κοινοβούλιο προκήρυξε διαγωνισμό για τη σύναψη συμβάσεως ασφαλίσεως για την κάλυψη tous risques chantier  («κατά παντός κινδύνου εργοταξίου») στο πλαίσιο μεγάλης κλίμακας εργασιών ανακαινίσεων και κατασκευών που αποτελούν μέρος του έργου επεκτάσεως του KAD στην πόλη του Λουξεμβούργου. Επελέγη η προσφορά που υπέβαλαν οι AXA Assurances Luxembourg SA (στο εξής: AXA), Bâloise Assurances Luxembourg SA, La Luxembourgeoise SA και Delta Lloyd Schadeverzekering NV. Στις 12 Δεκεμβρίου 2018, η τελευταία ως άνω εταιρία απορροφήθηκε από την NN (στο εξής, από κοινού: εναγόμενες πρωτοδίκως).

15.      Στις 3 Απριλίου 2012, η Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από το Κοινοβούλιο, συνήψε με τις εναγόμενες πρωτοδίκως την αναφερόμενη στην προκήρυξη σύμβαση κατά παντός κινδύνου εργοταξίου (στο εξής: σύμβαση CAR). Η σύμβαση όριζε ως κύριο ασφαλιστή (4) την AXA.

16.      Μετά από σφοδρούς υετούς που έλαβαν χώρα στις 27 και 30 Μαΐου 2016, σημειώθηκε συγκέντρωση των ομβρίων υδάτων του εργοταξίου του KAD στο υπόγειο του κτιρίου. Η αποστράγγιση των εν λόγω συσσωρευμένων υδάτων δεν κατέστη δυνατή με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί υγρό περιβάλλον σε χώρους όπου είχε ήδη εγκατασταθεί τεχνικός εξοπλισμός. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιών στον εν λόγω εξοπλισμό.

17.      Στις 30 Μαΐου 2016, η εποπτεύουσα τις κύριες εργασίες στο ως άνω εργοτάξιο εταιρία ζήτησε την καταβολή ασφαλιστικής αποζημιώσεως επί τη βάσει των εν λόγω περιστάσεων. Με έγγραφο της 15ης Ιουλίου 2016, η AXA, ενεργώντας ως κύριος ασφαλιστής, ενημέρωσε το Κοινοβούλιο ότι, βάσει των στοιχείων που εξέτασαν οι πραγματογνώμονές της, οι μνημονευθείσες ανωτέρω περιστάσεις δεν καλύπτονταν από τη σύμβαση CAR και, ως εκ τούτου, αποποιήθηκε κάθε ευθύνη.

18.      Μολονότι έλαβε χώρα ανταλλαγή αλληλογραφίας και σχετική συνάντηση, η διαφωνία μεταξύ της AXA και του Κοινοβουλίου εξακολούθησε να υφίσταται. Το τελευταίο απέστειλε έγγραφο οχλήσεως στις ενάγουσες πρωτοδίκως, βασιζόμενο σε προσωρινή εκτίμηση της ζημίας.

19.      Σε συνέχεια του πρώτου αυτού εγγράφου, το Κοινοβούλιο απέστειλε νέα όχληση, στις 28 Νοεμβρίου 2018, επισημαίνοντας ότι η ζημία που υπέστη ανερχόταν σε 800 624,33 ευρώ χωρίς τον φόρο προστιθέμενης αξίας.

Β.      Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

20.      Στις 20 Ιουνίου 2019, το Κοινοβούλιο άσκησε αγωγή δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ζητώντας να υποχρεωθούν οι εναγόμενες πρωτοδίκως να καταβάλουν αποζημίωση για τις δαπάνες που συνδέονται με τις ζημίες που προκλήθηκαν εξαιτίας των υδάτων στον εξοπλισμό του KAD τον Μάιο του 2016. Προς στήριξη της αγωγής του, το Κοινοβούλιο προέβαλε έξι ισχυρισμούς.

21.      Στις 10 Σεπτεμβρίου 2019, οι AXA, Bâloise Assurances Luxembourg και La Luxembourgeoise κατέθεσαν υπόμνημα αντικρούσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

22.      Αφού πληροφορήθηκε ότι η Delta Lloyd Schadeverzekering είχε απορροφηθεί από την NN, με έγγραφο της 13ης Ιανουαρίου 2020, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου γνωστοποίησε στην τελευταία ότι είχε ασκηθεί αγωγή καθορίζοντας την προθεσμία για την κατάθεση εκ μέρους της υπομνήματος αντικρούσεως.

23.      Η NN δεν κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

24.      Με έγγραφο της 29ης Ιουνίου 2020, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου ενημέρωσε την NN ότι, σύμφωνα με το άρθρο 123 του ΚΔΓΔ, το οποίο αφορά τις ερήμην αποφάσεις, και κατόπιν αιτήματος του Κοινοβουλίου, δεν θα συμμετείχε πλέον στην ερήμην διαδικασία και θα της επιδιδόταν μόνον η περατώνουσα τη δίκη απόφαση.

25.      Στις 29 Σεπτεμβρίου 2021, με το δεύτερο και το τέταρτο σημείο του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος που αφορούσε τις εναγόμενες πρωτοδίκως, πλην της NN. Με το πρώτο και το τρίτο σημείο του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την NN να επιστρέψει στο Κοινοβούλιο το ποσό των 79 653,89 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό που το Κοινοβούλιο ζήτησε να του καταβάλει η NN με το αίτημα της αγωγής του), πλέον των νομίμων τόκων υπερημερίας, καθώς και να φέρει τα έξοδα που συνδέονται με την ερήμην διαδικασία κατά το μέρος που την αφορούσε.

26.      Στις 18 Νοεμβρίου 2021, σύμφωνα με το άρθρο 41 του Οργανισμού και το άρθρο 166 του ΚΔΓΔ, η NN άσκησε ανακοπή ερημοδικίας κατά του πρώτου και του τρίτου σημείου του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Με απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2022, το Γενικό Δικαστήριο ανέστειλε την εν λόγω διαδικασία μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

27.      Με δικόγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2021, το Κοινοβούλιο άσκησε την υπό κρίση αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

28.      Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει το δεύτερο και το τέταρτο σημείο του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως·

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο·

–        να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα, με εξαίρεση εκείνα που αποτελούν το αντικείμενο του τρίτου σημείου του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως· και

–        επικουρικώς, να αναιρέσει το δεύτερο και το τέταρτο σημείο του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και να κάνει δεκτό το αίτημα του Κοινοβουλίου κατά των εναγομένων πρωτοδίκως.

29.      Με το υπόμνημα αντικρούσεως της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, οι εναγόμενες πρωτοδίκως, μεταξύ των οποίων και η NN, ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του Κοινοβουλίου·

–        να απορρίψει το αίτημα του Κοινοβουλίου περί επιφυλάξεως του Δικαστηρίου ως προς τα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως του Κοινοβουλίου, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου· και

–        επικουρικώς, να απορρίψει τα αιτήματα του Κοινοβουλίου κατά των AXA, Bâloise Assurances Luxembourg και La Luxembourgeoise επί τη βάσει των πρωτοδίκως προβληθέντων ισχυρισμών τους και, κατά συνέπεια, να κάνει δεκτά τα αιτήματά τους.

30.      Με την ανταναίρεσή της, η οποία ασκήθηκε στις 6 Απριλίου 2022, η NN ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να κρίνει παραδεκτή την ανταναίρεση· και

–        να αναιρέσει το πρώτο και το τρίτο σημείο του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

31.      Με το υπόμνημα επί της ανταναιρέσεως, το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ανταναίρεση ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την ανταναίρεση ως αβάσιμη· και

–        να καταδικάσει την NN στα δικαστικά έξοδα της ανταναιρέσεως.

V.      Ανάλυση

32.      Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το Δικαστήριο επελήφθη δύο αιτήσεων αναιρέσεως, μία από το Κοινοβούλιο και μία από την NN.

33.      Προς στήριξη της κυρίας αιτήσεως αναιρέσεως, το Κοινοβούλιο προβάλλει τρεις λόγους για να αμφισβητήσει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του όρου «πλημμύρα» που διαλαμβάνεται στο άρθρο I.15.1.1 της συμβάσεως CAR. Συναφώς, το Κοινοβούλιο επικαλείται i) παραβίαση των αρχών ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, ii) έλλειψη αιτιολογίας και iii) παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

34.      Προς στήριξη της ανταναιρέσεώς της, η NN προβάλλει δύο λόγους. Κατ’ αρχάς, προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 45, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ΚΔΓΔ, το οποίο αφορά τον τρόπο καθορισμού της γλώσσας της υποθέσεως, παραλείποντας να διαπιστώσει ότι η αγωγή του Κοινοβουλίου, η οποία είχε συνταχθεί στη γαλλική γλώσσα, ήταν προδήλως απαράδεκτη ως προς την NN.

35.      Δεύτερον, και επικουρικώς, προβάλλει παράβαση του άρθρου 123, παράγραφος 3, του ΚΔΓΔ (το οποίο αφορά τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί το Γενικό Δικαστήριο για την έκδοση ερήμην αποφάσεως), καθώς και έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή όσον αφορά την NN, ενώ την απέρριψε όσον αφορά τις λοιπές εναγόμενες πρωτοδίκως, παρά το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί του Κοινοβουλίου στηρίζονται στα ίδια νομικά και πραγματικά επιχειρήματα.

36.      Όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν κατά κύριο λόγο στην ανάλυση του παραδεκτού της δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως, ήτοι της ανταναιρέσεως της NN. Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ανταναίρεση της NN δεν μπορεί να εξεταστεί μεμονωμένα, χωρίς να ληφθούν δεόντως υπόψη οι ευρύτερες περιστάσεις –ιδίως το γεγονός ότι η NN είναι ερημοδικήσασα εναγομένη και ότι έχει κάνει χρήση δύο διακριτών δικονομικών μηχανισμών. Φρονώ ότι είναι αναγκαίο να εξετάσω και τις πτυχές αυτές, έστω και αν κατά κάποιον τρόπο βαίνουν πέραν του πλαισίου της ανταναιρέσεως.

37.      Υπό τις συνθήκες αυτές, θα ξεκινήσω τις προτάσεις μου με ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις, οι οποίες αφορούν την ιδιότητα της NN ως ερημοδικήσασας εναγομένης και –όπως επισήμανα στο σημείο 26 των παρουσών προτάσεων– την ανακοπή ερημοδικίας που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (ή: της ερήμην αποφάσεως) (υπό Α). Στη συνέχεια, θα εξετάσω το παραδεκτό του υπομνήματος της NN επί της κυρίας αιτήσεως αναιρέσεως (υπό B). Κατόπιν, θα εξετάσω αν η NN μπορεί να ασκήσει ανταναίρεση (υπό Γ). Τέλος, θα ολοκληρώσω την ανάλυσή μου εστιάζοντας σε ορισμένα ερμηνευτικά ζητήματα που προκύπτουν από το γράμμα του άρθρου 123, παράγραφος 3, του ΚΔΓΔ, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο το εφάρμοσε στο πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (υπό Δ).

Α.      Η ερήμην απόφαση και η ανακοπή ερημοδικίας της NN

38.      Δυνάμει του άρθρου 41 του Οργανισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του ΚΔΓΔ, όταν ο διάδικος κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή, αν και έχει κληθεί κανονικά, δεν καταθέσει έγγραφες προτάσεις με το υπόμνημά του αντικρούσεως νομοτύπως ή εμπροθέσμως και εφόσον το ζητήσει ο προσφεύγων διάδικος, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει απόφαση ερήμην του διαδίκου αυτού.

39.      Υπό τις συνθήκες αυτές, προσδίδεται στον εν λόγω διάδικο η ιδιότητα του «ερημοδικήσαντος καθού» (5).

40.      Πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 41 του Οργανισμού και το άρθρο 166 του ΚΔΓΔ, ο ερημοδικήσας καθού μπορεί να προβάλει αντιρρήσεις υπό τη μορφή ανακοπής ερημοδικίας κατά της ερήμην αποφάσεως, η οποία ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την επίδοση της εν λόγω αποφάσεως (6). Ως εκ τούτου, οι διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης προβλέπουν ρητώς διορθωτική δικονομική οδό για κάθε διάδικο ο οποίος προσλαμβάνει την ιδιότητα του ερημοδικήσαντος καθού. Η αξιοποίηση της εν λόγω δικονομικής οδού παρέχει στον εν λόγω καθού τη δυνατότητα να επιτύχει την επανάληψη της δίκης και την επανεξέταση του ζητήματος το οποίο κρίθηκε (προσωρινά) χωρίς να έχει λάβει χώρα εκατέρωθεν ακρόαση των διαδίκων (inaudita altera parte).

41.      Στις 18 Νοεμβρίου 2021, η NN έκανε χρήση της εν λόγω δικονομικής οδού ασκώντας ανακοπή ερημοδικίας κατά της ερήμην αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Ωστόσο, στις 10 Ιανουαρίου 2022, το εν λόγω δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία αυτή, δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο είχε ασκήσει την κύρια αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

42.      Εν συνεχεία, η NN κατέθεσε, στις 6 Απριλίου 2022, υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως και άσκησε ανταναίρεση στο πλαίσιο της κινηθείσας από το Κοινοβούλιο αναιρετικής διαδικασίας.

43.      Στο πλαίσιο αυτό, το Κοινοβούλιο φρονεί ότι τόσο το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως όσο και η ανταναίρεση που άσκησε η NN είναι απαράδεκτα. Στις δύο επόμενες ενότητες, θα εξετάσω τα επιχειρήματα που προέβαλε συναφώς το Κοινοβούλιο.

Β.      Επί του παραδεκτού του υπομνήματος της NN επί της κυρίας αιτήσεως αναιρέσεως

44.      Κατ’ αρχάς, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως που κατέθεσαν από κοινού οι εναγόμενες πρωτοδίκως είναι απαράδεκτο στο μέτρο που αφορά την NN, διότι η εν λόγω εταιρία δεν έχει συμφέρον να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.

45.      Το Κοινοβούλιο προβάλλει ότι η αίτησή του αναιρέσεως αφορά μόνον το δεύτερο και το τέταρτο σημείο του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τα οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των λοιπών εναγουσών πρωτοδίκως. Κατά συνέπεια, υποστηρίζει ότι η κύρια αίτηση αναιρέσεως δεν επηρεάζει τη νομική κατάσταση της NN.

46.      Η ως άνω εκτίμηση δεν με βρίσκει σύμφωνο.

47.      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 172 του ΚΔΔ, «[κ]άθε διάδικος της συγκεκριμένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποθέσεως που έχει συμφέρον να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως» μπορεί να υποβάλει υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως εντός δύο μηνών από την επίδοσή της.

48.      Επομένως, από το σαφές γράμμα του άρθρου 172 του ΚΔΔ προκύπτει ότι όποιος είχε την τυπική ιδιότητα του «διαδίκου» στην πρωτοβάθμια δίκη μπορεί, κατ’ αρχήν, να μετάσχει στην αναιρετική δίκη καταθέτοντας υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκήθηκε από άλλον διάδικο, υπό την προϋπόθεση ότι έχει συμφέρον να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως. Κατά συνέπεια, πέραν της εφαρμοστέας προθεσμίας, η συμμετοχή εξαρτάται από τη συνδρομή δύο σωρευτικών προϋποθέσεων.

49.      Πρώτον, το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να υποβληθεί από «διάδικο της συγκεκριμένης υποθέσεως».

50.      Σύμφωνα με τον ορισμό των όρων «διάδικος» και «κύριος διάδικος», που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ και δʹ, του ΚΔΓΔ, αντιλαμβάνομαι ότι η φράση αυτή περιλαμβάνει τον ή τους ενάγοντες και τον ή τους εναγόμενους, καθώς και τον ή τους παρεμβαίνοντες της συγκεκριμένης υποθέσεως (7). Η NN, αναιρεσίβλητη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πληροί την εν λόγω προϋπόθεση.

51.      Ο χαρακτηρισμός της NN ως «ερημοδικήσασας εναγομένης» δεν επηρεάζει την ιδιότητά της ως «διαδίκου». Μάλιστα, η NN διατήρησε την ιδιότητα της εναγομένης καθ’ όλη τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο της επιδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (8).

52.      Ομοίως, το άρθρο 172 του ΚΔΔ ορίζει σαφώς ότι, εφόσον ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, αυτή επιδίδεται στους διαδίκους της συγκεκριμένης υποθέσεως. Η επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως στην NN από το Κοινοβούλιο αποτελεί επίσης σαφή επιβεβαίωση ότι η NN είναι διάδικος της δίκης (9).

53.      Δεύτερον, ο διάδικος που επιθυμεί να καταθέσει υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να έχει «συμφέρον να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως».

54.      Δεν αμφισβητείται ότι ο διάδικος που επιθυμεί να κινήσει ένδικη διαδικασία πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι η εν λόγω διαδικασία είναι ικανή, εφόσον ευοδωθεί, να ωφελήσει τον διάδικο αυτόν (10). Στο πλαίσιο αυτό, το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και όσον αφορά διάδικο ο οποίος επιθυμεί να καταθέσει υπόμνημα επί αιτήσεως αναιρέσεως, διότι και αυτός πρέπει να έχει «συμφέρον» από την έκβαση της διαδικασίας για να το πράξει. Μολονότι συμφωνώ ότι ο ως άνω όρος μπορεί να συνεπάγεται ένα ευρύ φάσμα πλεονεκτημάτων που εκτείνονται πέρα από παράγοντες που είναι αυστηρά νομικοί (11), η έκβαση της συγκεκριμένης διαδικασίας πρέπει να είναι ικανή να έχει έννομες συνέπειες για τον διάδικο που την κινεί καθώς και, κατά τη γνώμη μου, για όσους επιθυμούν να μετάσχουν σε αυτή (12).

55.      Όπως προαναφέρθηκε, η NN άσκησε ανακοπή ερημοδικίας κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 41 του Οργανισμού και το άρθρο 166 του ΚΔΓΔ. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο ανέστειλε την εκδίκαση της εν λόγω ανακοπής, εν αναμονή της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της κυρίας αιτήσεως αναιρέσεως.

56.      Με την απόφαση που θα εκδώσει επί της κυρίας αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία στηρίζεται στους λόγους που προέβαλε το Κοινοβούλιο, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει αν το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε ως προς την αιτιολογία απορρίπτοντας την αγωγή κατά των λοιπών εναγομένων πρωτοδίκως.

57.      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Κοινοβούλιο επικαλέστηκε τα ίδια πραγματικά περιστατικά και τα ίδια νομικά επιχειρήματα κατά όλων των εναγομένων (επομένως, συμπεριλαμβανομένης της NN). Ως εκ τούτου, είναι απολύτως σαφές ότι η εκ μέρους του Δικαστηρίου εκτίμηση των επιχειρημάτων του Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως θα καθορίσει πιθανότατα την έκβαση της ανακοπής ερημοδικίας της NN η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (μολονότι η εκδίκασή της έχει ανασταλεί). Αν το Δικαστήριο αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και δεχθεί τα αιτήματα του Κοινοβουλίου, η τύχη της ανακοπής ερημοδικίας που άσκησε NN ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι πιθανότατα προδιαγεγραμμένη. Αλλά και αντιστρόφως: αν το Δικαστήριο απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του Κοινοβουλίου, οι πιθανότητες της NN να ευδοκιμήσει η ανακοπή ερημοδικίας που άσκησε κατά της ερήμην αποφάσεως θα αυξηθούν σημαντικά.

58.      Κατά συνέπεια, είναι για μένα προφανές ότι, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα που προβάλλει το Κοινοβούλιο, η NN έχει σημαντικό και άμεσο έννομο συμφέρον από την έκβαση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Ως εκ τούτου, η NN πληροί τις δύο κρίσιμες προϋποθέσεις που μνημονεύονται στα σημεία 49 και 53 των παρουσών προτάσεων και νομιμοποιείται να καταθέσει υπόμνημα επί της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

59.      Τούτου λεχθέντος, φρονώ ότι υφίστανται επίσης λόγοι αρχής για τους οποίους η NN, μολονότι είναι ερημοδικήσασα εναγομένη, θα έπρεπε να νομιμοποιείται, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην παρούσα δίκη, να καταθέσει υπόμνημα επί της κυρίας αιτήσεως αναιρέσεως.

60.      Η άσκηση της κυρίας αναιρέσεως είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή από το Γενικό Δικαστήριο της εκδίκασης της ανακοπής ερημοδικίας που είχε ασκήσει η NN. Συναφώς, το ένδικο μέσο που είχε αρχικώς στη διάθεσή της η NN δυνάμει του άρθρου 41 του Οργανισμού και του άρθρου 166 του ΚΔΓΔ ανεστάλη προσωρινά, ενώ αντιθέτως δόθηκε προτεραιότητα στο ένδικο μέσο που άσκησε το Κοινοβούλιο, συγκεκριμένα στην αίτηση αναιρέσεως.

61.      Κατά τη γνώμη μου, θα αντέβαινε τόσο στο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής όσο και στο δικαίωμα ακροάσεως η κατάσταση στην οποία διάδικος, μολονότι έχει την ιδιότητα του ερημοδικήσαντος εναγομένου πρωτοδίκως, βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση νομικής αβεβαιότητας, στο πλαίσιο της οποίας δεν δύναται ούτε να αξιοποιήσει λυσιτελώς το διαθέσιμο για την περίπτωσή του ένδικο μέσο, ήτοι την ανακοπή ερημοδικίας, ούτε να μετάσχει στην αναιρετική δίκη η οποία αφορά ακριβώς την υπόθεση στην οποία ήταν –και εξακολουθεί να είναι– διάδικος.

62.      Το δικαίωμα ακροάσεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Συγκαταλέγεται στα δικαιώματα άμυνας, όπως αυτά κατοχυρώνονται στις διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ιδίως στο άρθρο 47 αυτού. Γενικά, το δικαίωμα αυτό εγγυάται σε όλους τους διαδίκους το δικαίωμα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, γραπτώς ή προφορικώς, πριν από οποιαδήποτε απόφαση η οποία ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα του οικείου διαδίκου (13).

63.      Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξασφαλίζει σε καθέναν από τους διαδίκους εύλογη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι των λοιπών διαδίκων (14).

64.      Αν διάδικος όπως η NN δεν δύναται να απαντήσει σε ασκηθείσα αναίρεση, δεν θα είναι σε θέση να διατυπώσει τη νομική του θέση και να ασκήσει το δικαίωμα ακρόασης που διαθέτει επί τη βάσει των δικών του νομικών επιχειρημάτων που προβάλλει προς υπεράσπισή του, τα οποία το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει προσηκόντως. Υπό τις συνθήκες αυτές, αδυνατώ να αντιληφθώ πώς το Δικαστήριο θα μπορούσε να διασφαλίσει την άσκηση του δικαιώματος ακροάσεως και πραγματικής προσφυγής της ΝΝ.

65.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως που κατέθεσαν από κοινού οι εναγόμενες πρωτοδίκως είναι παραδεκτό στο σύνολό του, ακόμη και κατά το μέρος που αφορά την NN.

Γ.      Επί του παραδεκτού της ανταναιρέσεως της NN

66.      Δεύτερον, το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει απαράδεκτη την ανταναίρεση της NN για τον λόγο ότι, ως ερημοδικήσασα εναγομένη, δεν πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση του εν λόγω ενδίκου μέσου.

67.      Στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού της ανταναιρέσεως της NN, θα προβώ κατ’ αρχάς σε ανάλυση των κρίσιμων διατάξεων που διέπουν τη χρήση του εν λόγω νομικού μηχανισμού. Προς τούτο, θα εξετάσω το άρθρο 176 του ΚΔΔ για τις ανταναιρέσεις και θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους επίσης εκτιμώ ότι το άρθρο 56 του Οργανισμού, το οποίο αφορά τις αιτήσεις αναιρέσεως, ασκεί επιρροή στο συγκεκριμένο αυτό πλαίσιο (1). Στη συνέχεια, θα εστιάσω στις προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως του Οργανισμού και θα εξηγήσω γιατί εκτιμώ ότι η NN δεν νομιμοποιείται να ασκήσει ανταναίρεση στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως (2). Τέλος, θα διατυπώσω μερικές σύντομες σκέψεις σχετικά με το σύστημα των ένδικων μέσων που διατίθενται στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα αν ο εν λόγω εναγόμενος μπορεί να αξιοποιήσει συγχρόνως πλείονες μηχανισμούς (3).

1.      Οι κρίσιμες διατάξεις για την άσκηση ανταναιρέσεως

68.      Το άρθρο 176 του ΚΔΔ θέτει το δικονομικό πλαίσιο για τις ανταναιρέσεις. Κατά τη διάταξη αυτήν, οι διάδικοι που μνημονεύονται στο άρθρο 172 του ΚΔΔ μπορούν να ασκήσουν ανταναίρεση. Συναφώς, ανταναιρεσείων μπορεί να είναι κάθε διάδικος της συγκεκριμένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποθέσεως που έχει συμφέρον να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.

69.      Με τη νομολογία του, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι διάδικος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων μπορεί να καταθέσει υπόμνημα επί αιτήσεως αναιρέσεως και, συγχρόνως, να ασκήσει ανταναίρεση (15). Εντούτοις, το υπόμνημα επί αιτήσεως αναιρέσεως δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου για λόγους διαφορετικούς και αυτοτελείς σε σχέση με τους προβαλλόμενους με την αίτηση αναιρέσεως, δεδομένου ότι τέτοιοι λόγοι μπορούν να προβληθούν μόνο στο πλαίσιο ανταναιρέσεως (16). Συναφώς, η ανταναίρεση πρέπει να ασκείται με δικόγραφο διαφορετικό από το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως και πρέπει να περιέχει διαφορετικούς και ανεξάρτητους λόγους και επιχειρήματα από εκείνα που προβάλλονται με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως του ίδιου αυτού διαδίκου (17).

70.      Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω, η NN αποτελεί διάδικο ο οποίος νομιμοποιείται να υποβάλει υπόμνημα επί της κυρίας αιτήσεως αναιρέσεως κατά την έννοια του άρθρου 172 του ΚΔΔ. Κατά συνέπεια, βάσει γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 176 του ΚΔΔ, η NN θα νομιμοποιείτο επίσης να ασκήσει ανταναίρεση σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν ανωτέρω.

71.      Οι εν λόγω προϋποθέσεις φαίνεται να πληρούνται στην υπό κρίση υπόθεση. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι εναγόμενες πρωτοδίκως, συμπεριλαμβανομένης της NN, κατέθεσαν υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως την ίδια ημέρα κατά την οποία η NN άσκησε την ανταναίρεσή της, με χωριστό δικόγραφο και εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Με την εν λόγω ανταναίρεση ζητείται η αναίρεση του πρώτου και του τρίτου σημείου του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, το περιεχόμενο της ανταναιρέσεως στηρίζεται σε λόγους διαφορετικούς από εκείνους που προβάλλονται με την κύρια αίτηση αναιρέσεως (η οποία αφορά το δεύτερο και το τέταρτο σημείο του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), είναι δε διακριτό και αυτοτελές όσον αφορά τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το υπόμνημα επί της κυρίας αιτήσεως αναιρέσεως.

72.      Συναφώς, και σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει το Κοινοβούλιο επί του σημείου αυτού, δεν διακρίνω κανένα ζήτημα σχετικά με το γεγονός ότι με την ανταναίρεση της NN προβάλλονται επιχειρήματα διαφορετικά από τα εκείνα που προέβαλε ο διάδικος αυτός με την κύρια αίτηση αναιρέσεως και ζητείται διακριτή επίλυση από εκείνη που επιδιώκεται με την τελευταία (18).

73.      Εντούτοις, η τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων των άρθρων 172 και 176 του ΚΔΔ δεν αποτελεί παρά ένα μόνον από τα εμπόδια που πρέπει να υπερβεί ο διάδικος ώστε να μπορέσει να ασκήσει παραδεκτά ανταναίρεση.

74.      Το άρθρο 56 του Οργανισμού ορίζει τις βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να μπορεί ο διάδικος να ασκήσει αναίρεση. Συναφώς, το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου ορίζει ότι αναίρεση μπορεί να ασκηθεί από «τον εν όλω ή εν μέρει ηττηθέντα διάδικο».

75.      Στο πλαίσιο αυτό, ανακύπτει το εξής ερώτημα: ελλείψει ρητής αναφοράς, περιλαμβάνει το άρθρο 56 του Οργανισμού τόσο την τυπική «αίτηση αναιρέσεως» όσο και την «ανταναίρεση»;

76.      Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση είναι αρκετά σαφής.

77.      Στην εν λόγω διάταξη αναφέρεται ο όρος «αναίρεση», ο οποίος περιγράφει ένα ένδικο μέσο το οποίο μπορεί να ασκήσει διάδικος για να προσβάλει δικαστική απόφαση, ή μέρος αυτής, προβάλλοντας νομικά επιχειρήματα με σκοπό την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

78.      Η «ανταναίρεση» αποτελεί ένδικο μέσο που εξυπηρετεί ακριβώς τον ίδιο σκοπό. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για κατ’ ουσίαν πανομοιότυπο ένδικο μέσο, με τη βασική διαφορά ότι ο διάδικος θα ασκήσει ανταναίρεση αφότου έχει ασκηθεί κύρια αναίρεση και θα στηριχθεί, βεβαίως, σε νομικούς ισχυρισμούς και λόγους αναιρέσεως διαφορετικούς από εκείνους που προβλήθηκαν με την κύρια αίτηση αναιρέσεως. Στο πλαίσιο αυτό, η διαφορά μεταξύ αιτήσεως αναιρέσεως και ανταναιρέσεως δεν έγκειται στην ουσία των εν λόγω μηχανισμών, αλλά στη χρονική τους διάσταση καθώς και στον αυτοτελή ή παρεπόμενο χαρακτήρα τους.

79.      Πράγματι, η αναίρεση πρέπει να ασκηθεί εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (19), ενώ ανταναίρεση μπορεί να ασκηθεί ακόμη και μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας. Σύμφωνα με τα άρθρα 172 και 176 του ΚΔΔ, η ανταναίρεση μπορεί να ασκηθεί «εντός της ίδιας προθεσμίας με αυτή που προβλέπεται για την υποβολή του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως», ήτοι εντός δύο μηνών από την επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως στον διάδικο (20).

80.      Επιπλέον, αν διαφορετικοί διάδικοι ασκήσουν χωριστές αναιρέσεις κατά της ίδιας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, καθεμία από τις εν λόγω αναιρέσεις θα έχει ανεξάρτητη πορεία. Κατά περίπτωση, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τη συνεκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων (κάποιων ή όλων εξ αυτών) προς διευκόλυνση της έγγραφης ή της προφορικής διαδικασίας ή προς έκδοση κοινής αποφάσεως (21). Ωστόσο, εάν μία από τις εν λόγω υποθέσεις αποσυρθεί ή απορριφθεί ως απαράδεκτη, η διαδικασία επί της άλλης ή των άλλων αναιρέσεων δεν επηρεάζεται.

81.      Αντιθέτως, η ανταναίρεση αποτελεί υπόθεση η οποία ενσωματώνεται σε υφιστάμενη υπόθεση. Τούτο σημαίνει ότι η εξέταση της ανταναιρέσεως από το Δικαστήριο εξαρτάται ενδεχομένως από την κύρια αίτηση αναιρέσεως. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 183 του ΚΔΔ, η ανταναίρεση λογίζεται άνευ αντικειμένου όταν ο αναιρεσείων παραιτείται από την αίτηση αναιρέσεως ή όταν η αίτηση αναιρέσεως κρίνεται προδήλως απαράδεκτη για ορισμένους συγκεκριμένους λόγους (22).

82.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, ο μηχανισμός της ανταναιρέσεως φαίνεται να σχεδιάστηκε, πρωτίστως, για λόγους δικονομικής οικονομίας, και ιδίως για να αποθαρρύνει τις περιττές ένδικες διαδικασίες και να καταστήσει δυνατή την εξέταση υποθέσεων που παρουσιάζουν σημεία σύνδεσης μεταξύ τους στο πλαίσιο μίας και της αυτής διαδικασίας.

83.      Μετά την έκδοση αποφάσεως (ή άλλης πράξεως δεκτικής προσβολής) του Γενικού Δικαστηρίου, η συνήθης αντίδραση κάθε μη ικανοποιηθέντος διαδίκου θα ήταν η άμεση άσκηση αναιρέσεως. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ένας διάδικος μπορεί να μην είναι ικανοποιημένος από ορισμένες πτυχές μιας αποφάσεως και συγχρόνως να είναι ικανοποιημένος από άλλες πτυχές της. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν αποκλείεται ο διάδικος να είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί την έκβαση της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό, υπό την προϋπόθεση ότι η έκβαση αυτή θα γίνει αποδεκτή και από τους λοιπούς διαδίκους, οπότε επέρχεται η οριστική επίλυση της διαφοράς.

84.      Ωστόσο, ελλείψει διατάξεως όπως το άρθρο 176, παράγραφος 1, του ΚΔΔ, θα ήταν παρακινδυνευμένο για οποιονδήποτε διάδικο να υιοθετήσει μια προσέγγιση «βλέποντας και κάνοντας», διότι κάποιος άλλος διάδικος θα μπορούσε προς το τέλος της δίμηνης προθεσμίας να ασκήσει αναίρεση, όπερ θα καθιστούσε δυσχερή την έγκαιρη αντίδραση του πρώτου. Στην περίπτωση αυτή, θα υπήρχε αυξημένη πιθανότητα ασκήσεως περιττών αναιρέσεων, ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες οι διάδικοι ενδεχομένως να είχαν την πρόθεση να μην κινήσουν περαιτέρω ένδικες διαδικασίες.

85.      Για τους λόγους που εξέθεσα ανωτέρω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι ανταναιρέσεις και οι κύριες αιτήσεις αναιρέσεως αποτελούν απλώς δύο είδη του ίδιου γένους: των αναιρέσεων.

86.      Ως εκ τούτου, η ελαφρά απόκλιση στην ορολογία που χρησιμοποιείται στους κανόνες εκάστου είδους αναιρέσεως χρησιμεύει απλώς για να διακρίνονται μεταξύ τους, όταν γίνεται αναφορά στα αντίστοιχα ένδικα μέσα στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαδικασίας. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα δύο αυτά ένδικα μέσα πρέπει να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο.

87.      Αντιθέτως, η εφαρμογή του άρθρου 56 του Οργανισμού μόνο στον διάδικο που επιθυμεί να ασκήσει αναίρεση και όχι στον διάδικο που επιθυμεί να ασκήσει ανταναίρεση μετά την άσκηση της κυρίας αναιρέσεως θα αντέβαινε στη σημασία που έχει η διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης καθώς και στην επιταγή να επιφυλάσσεται στους διαδίκους ισότιμη μεταχείριση.

88.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το άρθρο 56 του Οργανισμού τυγχάνει εφαρμογής σε κάθε είδους αναίρεση που μπορεί να ασκηθεί σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης, συνεπώς, της ανταναίρεσης.

89.      Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, αν και είμαι πεπεισμένος ότι η NN πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 172 και 176 του ΚΔΔ, πρέπει να διαπιστωθεί αν πληροί και τις τυπικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 56 του Οργανισμού (23).

2.      Οι προϋποθέσεις του άρθρου 56 του Οργανισμού

90.      Όπως επισήμανα στο σημείο 74 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 56, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού ορίζει ότι αναίρεση μπορεί να ασκηθεί από «τον εν όλω ή εν μέρει ηττηθέντα διάδικο».

91.      Μολονότι, στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, θα πρέπει να είναι σχετικά εύκολο να εξακριβωθεί αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, εντούτοις, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η εν λόγω διαπίστωση δεν είναι τόσο απλή. Τούτο μπορεί να συμβαίνει, μεταξύ άλλων, διότι ο όρος «ηττηθείς διάδικος» (24) (διάδικος του οποίου τα αιτήματα απορρίφθηκαν) (25) παρουσιάζει κάποια ασάφεια. Η ασάφεια αυτή οφείλεται εν μέρει σε ορισμένες αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του Οργανισμού (26).

92.      Εντούτοις, ανεξαρτήτως των ερμηνευτικών αυτών αμφιβολιών, δύσκολα μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αμφισβητηθεί ότι ο ερημοδικήσας εναγόμενος δεν πληροί τα εν λόγω κριτήρια. Ο εν λόγω εναγόμενος δεν έχει διατυπώσει κανένα συγκεκριμένο αίτημα. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο διάδικος αυτός «ηττήθηκε», κατά την έννοια του άρθρου 56 του Οργανισμού.

93.      Στο πλαίσιο της μεταφοράς που χρησιμοποιήθηκε στην εισαγωγή των παρουσών προτάσεων, προκειμένου κάποιος να φτάσει στον προορισμό του πρέπει πρώτα να προμηθευτεί εισιτήριο και να ενημερωθεί για τα δρομολόγια και στη συνέχεια να επιβιβαστεί στην οικεία αμαξοστοιχία.

94.      Η θέση αυτή φαίνεται να συνάδει με την προσέγγιση που ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση Bayer CropScience και Bayer κατά Επιτροπής. Στην εν λόγω υπόθεση, τόσο η Bayer CropScience όσο και η Bayer άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ μόνον η πρώτη ήταν διάδικος στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία. Δεδομένου ότι η Bayer δεν είχε λάβει μέρος στην αρχική αυτή διαδικασία και δεν επικαλέστηκε καμία ιδιαίτερη περίσταση ικανή να της παράσχει ενδεχομένως τη δυνατότητα να ασκήσει αναίρεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση αναιρέσεως ήταν απαράδεκτη κατά το μέρος που είχε ασκηθεί εξ ονόματος της εταιρίας αυτής (27).

95.      Ομοίως, το Δικαστήριο κατέληξε σε παρόμοιο συμπέρασμα σε ορισμένες υποθέσεις σημάτων, οι οποίες αφορούσαν δυνητικούς παρεμβαίνοντες στην αναιρετική διαδικασία. Πράγματι, σε περιπτώσεις στις οποίες ο αναιρεσείων δεν είχε υποβάλει υπόμνημα αντικρούσεως του εισαγωγικού δικογράφου, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω διάδικος μετέσχε στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία, δεδομένου ότι δεν είχε υποβάλει δικά του αιτήματα ούτε είχε δηλώσει ότι υποστήριζε τα αιτήματα των λοιπών διαδίκων (28).

96.      Υπ’ αυτό το πρίσμα, φρονώ, συμμεριζόμενος και τα επιχειρήματα που προέβαλε το Κοινοβούλιο, ότι η ανταναίρεση της NN είναι απαράδεκτη.

3.      Οι ευρύτερες δικονομικές πτυχές

97.      Κατόπιν των ανωτέρω, μολονότι καταλήγω στο ανωτέρω συμπέρασμα υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, εντούτοις, η ίδια λογική ισχύει στο ευρύτερο δικονομικό πλαίσιο που διέπει τα μέσα ένδικης προστασίας που ασκούνται ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

98.      Τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάφοροι διάδικοι στην παρούσα διαδικασία αποκαλύπτουν μια αξιοσημείωτη ασάφεια ως προς τη χρήση συγκεκριμένων νομικών μηχανισμών ενώπιον του εν λόγω δικαιοδοτικού θεσμικού οργάνου, καθώς και το κατάλληλο χρονικό σημείο κατά το οποίο μπορούν να αξιοποιηθούν.

99.      Στο πλαίσιο αυτό, αφήνοντας προς στιγμήν κατά μέρος τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, είναι σκόπιμο να εξεταστούν δύο ζητήματα τα οποία είναι προφανώς αλληλένδετα: i) αν ο ερημοδικήσας εναγόμενος νομιμοποιείται να ασκήσει αναίρεση κατά αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην ή αν υποχρεούται να κάνει χρήση της δικονομικής οδού που του παρέχει τη δυνατότητα να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της αποφάσεως αυτής· και, αν ισχύει το δεύτερο, ii) αν ο εν λόγω εναγόμενος δύναται να αξιοποιήσει ταυτόχρονα αμφότερες τις δικονομικές οδούς ή, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, να ασκήσει ανακοπή μαζί με ανταναίρεση.

100. Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση σε αμφότερα τα ερωτήματα είναι σχετικά σαφής.

101. Συγκεκριμένα, ο ερημοδικήσας εναγόμενος δεν δύναται να ασκήσει αναίρεση κατά πρωτόδικης αποφάσεως, διότι είναι υποχρεωμένος να κάνει χρήση του ειδικού για την προσβολή της ερήμην αποφάσεως ενδίκου μέσου. Κατά μείζονα λόγο, ο ερημοδικήσας εναγόμενος δεν μπορεί να αξιοποιήσει αμφότερες τις οδούς ταυτόχρονα ασκώντας αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου και ανακοπή ερημοδικίας κατά της ερήμην αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

102. Η ερμηνεία αυτή φαίνεται να έχει επιβεβαιωθεί προσφάτως από το Δικαστήριο με την απόφασή του στην υπόθεση Eulex Kosovo κατά SC, η οποία εκδόθηκε την ίδια ημέρα με την ανάπτυξη των παρουσών προτάσεων (29).

103. Επομένως, οι δύο δικονομικές οδοί δεν είναι μόνον εναλλακτικές και αμοιβαία αποκλειόμενες, αλλά και μη υποκαταστατές.

104. Αφενός, για την άσκηση αναιρέσεως, ο διάδικος πρέπει να πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 56 του Οργανισμού, οι οποίες απαιτούν, κατ’ ουσίαν, συμμετοχή στην πρωτόδικη διαδικασία. Ως εκ τούτου, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω, ο ερημοδικήσας εναγόμενος δεν πληροί το εν λόγω κριτήριο. Τυχόν απόπειρά του να ασκήσει παραδεκτά αναίρεση θα απέβαινε άκαρπη.

105. Αντιθέτως, αν ένας διάδικος έχει μετάσχει στην πρωτόδικη διαδικασία, εξ ορισμού δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ερημοδικήσας εναγόμενος. Επομένως, δεν υφίσταται ερήμην απόφαση κατά της οποίας ο εν λόγω διάδικος θα μπορούσε να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας.

106. Τυχόν διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων θα αντέβαινε στη λογική του συστήματος των μέσων ένδικης προστασίας της Ένωσης.

107. Πράγματι, κάτι τέτοιο δεν θα καταστρατηγούσε απλώς τους κανόνες που προβλέπουν ένδικο μέσο ειδικά σχεδιασμένο για την προσβολή ερήμην αποφάσεων, αλλά επιπλέον θα υποβίβαζε την αξία του εν λόγω ένδικου μέσου, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών προθεσμιών που διέπουν τους εν λόγω μηχανισμούς και της καθοριστικής βαρύτητας που έχει μια απόφαση του Δικαστηρίου η οποία εκδίδεται επί αιτήσεως αναιρέσεως. Ομοίως, θα υπονόμευε την ίδια την ουσία των ερήμην αποφάσεων, οι οποίες επιδιώκουν την ενθάρρυνση της ενεργούς συμμετοχής στις ένδικες διαδικασίες περιορίζοντας την εκ των υστέρων εμπλοκή καθώς και τα μέσα που τίθενται στη διάθεση διαδίκου ο οποίος δεν μετείχε στην αρχική διαδικασία, παρότι του ζητήθηκε να το πράξει.

108. Επιπλέον, το να είναι επιτρεπτή η ταυτόχρονη άσκηση δύο ένδικων μέσων θα σήμαινε ότι ο ερημοδικήσας εναγόμενος έχει μια δεύτερη ευκαιρία ή, στο πλαίσιο της αρχικής μεταφοράς, ότι επιβαίνει ταυτόχρονα σε δύο αμαξοστοιχίες. Κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στην αρχή της ισότητας των όπλων μεταξύ όλων των διαδίκων. Υπό αυτή την έννοια, πώς θα μπορούσε γίνει δεκτό διάδικος ο οποίος δεν μετείχε στην πρωτοβάθμια δίκη να έχει μολαταύτα τη δυνατότητα να ασκήσει ένα ένδικο μέσο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ένα άλλο ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αμφότερα επιδιώκουν εν τέλει το ίδιο αποτέλεσμα;

109. Τέλος, μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε ακόμη και να διαταράξει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, θίγοντας την ακεραιότητα του δικονομικού πλαισίου, καθώς δημιουργεί σύγχυση ως προς το προσήκον ένδικο μέσο για τη συγκεκριμένη περίπτωση, εκτός του ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε ραγδαία αύξηση των δικαστικών εξόδων ως προς όποιον διάδικο εμπλέκεται σε παράλληλες διαδικασίες, καθώς και των εξόδων του οικείου δικαιοδοτικού οργάνου (30).

110. Οι ως άνω παρατηρήσεις ισχύουν ομοίως όσον αφορά την ανταναίρεση.

111. Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα επιχειρήματα που προβάλλει ο ερημοδικήσας εναγόμενος με την ανακοπή ερημοδικίας που ασκεί κατά ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως μπορεί να προσομοιάζουν με εκείνα που προβάλλει ο ίδιος εναγόμενος με την ανταναίρεση. Εντούτοις, δεν αποκλείεται, όπως προκύπτει από την ανταναίρεση που άσκησε η NN, τα επιχειρήματα που προβάλλονται με την ανταναίρεση να είναι εντελώς διαφορετικά.

112. Επί του σημείου αυτού, δεν συμμερίζομαι την άποψη της NN ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είχε ως αποτέλεσμα την απλούστευση της διαδικασίας παρέχοντας στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκδώσει απόφαση περατώνουσα τη διαδικασία, η οποία επιπλέον επιλύει οριστικά τα ζητήματα που εγείρονται με την ανακοπή ερημοδικίας κατά της ερήμην αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

113. Αντιθέτως, η ως άνω κατάσταση παρέχει ακουσίως στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο το πλεονέκτημα να αξιοποιήσει μια πρόσθετη δικονομική οδό προκειμένου να προβάλει επιπλέον νομικά επιχειρήματα, δίχως να διασφαλίζεται ότι τα αρχικά επιχειρήματα που προβλήθηκαν με την ανακοπή ερημοδικίας κατά της ερήμην αποφάσεως στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου θα εξεταστούν προσηκόντως, ακόμη και αν το Δικαστήριο κρίνει την ανταναίρεση βάσιμη. Τούτο διότι, στο πλαίσιο της ανταναιρέσεως, το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάζει μόνο νομικά ζητήματα.

114. Κατά τη γνώμη μου, οι συνέπειες που μόλις εκτέθηκαν δεν αντικατοπτρίζουν την επιδιωκόμενη λειτουργία του συστήματος των μέσων ένδικης προστασίας, όπως προβλέπεται στους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης –μία αμαξοστοιχία δεν μπορεί να καταλαμβάνει ταυτόχρονα δύο σιδηροτροχιές.

115. Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, φρονώ ότι η δικονομική οδός που επιτρέπει στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο να ασκήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ανακοπή ερημοδικίας κατά ερήμην αποφάσεως αποτελεί τον πλέον κατάλληλο (ορθότερα, τον μοναδικό) τρόπο που μπορεί να αξιοποιήσει ο εν λόγω διάδικος υπό αυτές τις περιστάσεις.

116. Όταν εναγόμενος ασκεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ανακοπή ερημοδικίας, η αρχική πρωτόδικη απόφαση δεν θεωρείται τελεσίδικη. Στην πράξη, αν η ανακοπή ερημοδικίας ευδοκιμήσει, τότε θα εκδοθεί νέα απόφαση η οποία θα αντικαταστήσει την ερήμην απόφαση.

117. Αντιθέτως, σε περίπτωση απορρίψεως της ανακοπής ερημοδικίας, η ερήμην απόφαση θα παραμείνει σε ισχύ και θα καταστεί, όσον αφορά την πρωτοβάθμια δίκη, τελεσίδικη. Σε αυτό το στάδιο, ο ερημοδικήσας εναγόμενος μπορεί να ασκήσει αναίρεση εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως, εφόσον το επιθυμεί. Κατά τη γνώμη μου, η εν λόγω διαδικασία συνάδει με την επιδιωκόμενη λειτουργία του συστήματος των μέσων ένδικης προστασίας που είναι διαθέσιμα βάσει του δικονομικού πλαισίου (31).

118. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, επαναλαμβάνω το συμπέρασμά μου ότι η ανταναίρεση της NN θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη. Κατά συνέπεια, παρέλκει η εκ μέρους του Δικαστηρίου εξέταση των δύο λόγων αναιρέσεως που προέβαλε η NN.

119. Εντούτοις, σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμμεριστεί την ανωτέρω ανάλυσή μου και, ως εκ τούτου, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ανταναίρεση της NN είναι παραδεκτή, φρονώ ότι –για τους λόγους που θα εκθέσω κατωτέρω– θα πρέπει να κρίνει βάσιμη την εν λόγω ανταναίρεση και, κατά συνέπεια, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά την NN.

Δ.      Επί της προσεγγίσεως που υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο κατά την έκδοση ερήμην αποφάσεως όσον αφορά την NN

120. Όπως επισήμανα στο σημείο 34 των παρουσών προτάσεων, η NN προβάλλει με την ανταναίρεσή της δύο λόγους αναιρέσεως. Για λόγους οικονομίας της δίκης, προτείνω στο Δικαστήριο να εξετάσει πρώτα τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως. Δεδομένου ότι ο λόγος αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, προδήλως βάσιμος, παρέλκει η εξέταση από το Δικαστήριο του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

121. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η ΝΝ προβάλλει παράβαση του άρθρου 123, παράγραφος 3, του ΚΔΓΔ, το οποίο αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει ερήμην απόφαση, καθώς και έλλειψη αιτιολογίας, κατά το μέρος που η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκανε δεκτή την ασκηθείσα κατ’ αυτής αγωγή ενώ απέρριψε την αγωγή κατά των λοιπών εναγομένων πρωτοδίκως, παρά το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί του Κοινοβουλίου στηρίζονταν στα ίδια νομικά και πραγματικά επιχειρήματα.

122. Στις σκέψεις 45 έως 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν έπρεπε να γίνει δεκτό το αίτημα του Κοινοβουλίου για έκδοση ερήμην αποφάσεως κατά της NN, υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του άρθρου 123, παράγραφος 3, του ΚΔΓΔ. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, για να μπορέσει το Γενικό Δικαστήριο να εκδώσει ερήμην απόφαση υπέρ του ενάγοντος, πρέπει να εξακριβώσει ότι: i) είναι αρμόδιο να επιληφθεί της αγωγής που έχει ασκηθεί ενώπιόν του, ii) η αγωγή δεν είναι προδήλως απαράδεκτη και iii) η αγωγή δεν είναι προδήλως αβάσιμη.

123. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 123, παράγραφος 3, του ΚΔΓΔ.

124. Αφού έκρινε εαυτό αρμόδιο να επιληφθεί και να αποφανθεί επί της αγωγής του Κοινοβουλίου καθώς και ότι η εν λόγω αγωγή δεν ήταν προδήλως απαράδεκτη, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την τρίτη από τις ως άνω προϋποθέσεις. Σε μία μόνο σύντομη παράγραφο, επισήμανε τα εξής:

«[...] η εκ πρώτης όψεως ανάλυση των επιχειρημάτων του Κοινοβουλίου δεν αποδεικνύει ότι η αγωγή είναι προδήλως αβάσιμη. Πράγματι, το ζήτημα αν η αξίωση αποζημίωσης καλύπτεται ή όχι από τη σύμβαση CAR, χωρίς να αποτελεί αντικείμενο ρήτρας αποκλεισμού απορρέουσας από την εν λόγω σύμβαση, απαιτεί ενδελεχέστερη εξέταση των όρων της συμβάσεως αυτής, ερμηνευομένων εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται και λαμβανομένης υπόψη της προθέσεως των συμβαλλομένων» (32).

125. Στη βάση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή του Κοινοβουλίου κατά της NN. Ωστόσο, κατά την εκτίμηση της βασιμότητας της αγωγής κατά των λοιπών εναγομένων πρωτοδίκως, το Γενικό Δικαστήριο –αφού εξέτασε ενδελεχώς τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου– κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα επιχειρήματα αυτά ήταν αβάσιμα και, ως εκ τούτου, απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος αυτό (33).

126. Διαπιστώνω δύο χωριστά νομικά σφάλματα στα εν λόγω χωρία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως: εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 123 του ΚΔΓΔ και έλλειψη αιτιολογίας.

127. Πρώτον, η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου υποδηλώνει παρανόηση του σκοπού και της εκτάσεως του δικαστικού ελέγχου που επιβάλλει το άρθρο 123 του ΚΔΓΔ, καθώς και του όρου «προδήλως» που διαλαμβάνεται σε αυτό.

128. Λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που εξέθεσα στις πρόσφατες προτάσεις μου στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Απόφαση του Supreme Court) (34), θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι από τους δικονομικούς κανόνες της Ένωσης σχετικά με τις ερήμην διαδικασίες, καθώς και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκύπτει σαφώς ότι η μη συμμετοχή του εναγομένου στη δίκη δεν συνεπάγεται αυτοδίκαιη αποδοχή, από το επιληφθέν δικαστήριο, των ισχυρισμών του ενάγοντος. Πράγματι, στο πλαίσιο μιας ερήμην διαδικασίας, αποκλείεται εντελώς το ενδεχόμενο επικλήσεως οποιουδήποτε τεκμηρίου αξιοπιστίας υπέρ των ισχυρισμών του ενάγοντος.

129. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η εξέταση των ισχυρισμών του ενάγοντος που πρέπει να εφαρμόσει ο δικαστής της Ένωσης είναι σχετικά ήπιας έντασης. Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να προβεί σε πλήρη εξέταση των πραγματικών περιστατικών και των νομικών επιχειρημάτων που προβάλλονται από τον ενάγοντα και ούτε θα μπορούσε να αναμένεται από αυτό να εξετάζει τα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα τα οποία θα μπορούσε να είχε προβάλει ο εναγόμενος αν είχε μετάσχει στη διαδικασία. Απεμπολώντας το δικαίωμά του να παραστεί στη δίκη, ο εναγόμενος επιλέγει να παραιτηθεί από τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών τα οποία έχει επικαλεστεί ο ενάγων ή να προβάλει αμυντικούς ισχυρισμούς τους οποίους οφείλει, κατά κανόνα, να προσκομίζει και να τεκμηριώνει ο εναγόμενος (35).

130. Εν τέλει, στο πλαίσιο ερήμην διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο ενάγων φέρει το βάρος να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του «δεν στερούνται, εκ πρώτης όψεως, σοβαρού ερείσματος» (36). Ο ενάγων ανταποκρίνεται στο βάρος αυτό όταν τα επιχειρήματα που προβάλλει προς στήριξη των ισχυρισμών του φαίνονται, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί ενδελεχής ανάλυση, αληθοφανή: ήτοι, επαρκώς εύλογα από νομική και πραγματική άποψη και, κατά περίπτωση, υποστηριζόμενα από επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

131. Για λόγους οικονομίας της δίκης, οι δικονομικοί κανόνες της Ένωσης παρέχουν στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης τη δυνατότητα να παραλείψουν μια ενδελεχή εξέταση των ισχυρισμών του ενάγοντος όταν ο εναγόμενος, μολονότι του έχει κοινοποιηθεί νομοτύπως το δικόγραφο της αγωγής, επιλέγει να μη μετάσχει στη διαδικασία.

132. Αντιθέτως, οι εν λόγω κανόνες δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι παρέλκει οποιαδήποτε εξέταση όταν τα επιχειρήματα που προβάλλει ο ενάγων είναι περίπλοκα. Είναι προφανές ότι υφίσταται διαφορά μεταξύ ήπιας εξετάσεως και καμίας εξετάσεως.

133. Επιμένω στο σημείο αυτό. Το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 123, παράγραφος 3, του ΚΔΓΔ δεν δίνει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να κρίνει ότι η αγωγή είναι εκ πρώτης όψεως βάσιμη απλώς και μόνο διότι το ζήτημα που εγείρει ο ενάγων είναι τόσο περίπλοκο (από νομικής και/ή πραγματικής απόψεως) ώστε να χρήζει λεπτομερέστερου ελέγχου. Η περιπλοκότητα, όσον αφορά τα προβληθέντα επιχειρήματα, δεν αποτελεί δικαιολογία για την απουσία οποιασδήποτε μορφής δικαστικής εκτιμήσεως των επιχειρημάτων αυτών (37).

134. Ωστόσο, αυτό ακριβώς συνέβη εν προκειμένω όσον αφορά τις αξιώσεις που προέβαλε το Κοινοβούλιο κατά της NN. Από τη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε καμία εκτίμηση επί της ουσίας των εν λόγω αξιώσεων.

135. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 123 του ΚΔΓΔ. Το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, τουλάχιστον, να εξετάσει αν, λαμβανομένων υπόψη των όρων της συμβάσεως, εξεταζομένων εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, η προτεινόμενη από το Κοινοβούλιο ερμηνεία της συμβάσεως ήταν αρκούντως εύλογη ώστε καταστεί η αγωγή του εκ πρώτης όψεως βάσιμη.

136. Εν πάση περιπτώσει, είναι, κατ’ εμέ, εξίσου προφανές ότι ένα δεδομένο επιχείρημα δεν είναι πλέον εύλογο αν, στο πλαίσιο της ίδιας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξετάσει το εν λόγω επιχείρημα επί της ουσίας και καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, κατόπιν ενδελεχούς ελέγχου, είναι αβάσιμο.

137. Όπως διευκρίνισα ανωτέρω, το άρθρο 123 του ΚΔΓΔ παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να μην προβαίνει σε ενδελεχή εξέταση των ισχυρισμών του ενάγοντος στις ερήμην διαδικασίες. Ωστόσο, η ως άνω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει το εν λόγω δικαστήριο να περιοριστεί σε μια ήπια μορφή ελέγχου κατά την εκτίμηση των επιχειρημάτων που προβάλλονται κατά ερημοδικήσαντος εναγομένου όταν, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, τα ίδια αυτά επιχειρήματα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διεξοδικότερης εξετάσεως.

138. Αδυνατώ να αντιληφθώ τη λογική μιας δικαστικής αποφάσεως στο πλαίσιο της οποίας το δικαστήριο εκτιμά ότι τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα (τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως) δεν είναι προδήλως εσφαλμένα σε ένα μέρος της εν λόγω αποφάσεως (εν προκειμένω, στην εκτίμηση ως προς την NN) και στη συνέχεια εκτιμά ότι αυτά είναι εσφαλμένα σε άλλο μέρος της εν λόγω αποφάσεως (εν προκειμένω, στην εκτίμηση ως προς τις λοιπές εναγόμενες πρωτοδίκως).

139. Η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 123 του ΚΔΓΔ φαίνεται να συνεπάγεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το Γενικό Δικαστήριο είναι ουσιαστικά υποχρεωμένο να δεχθεί ένα επιχείρημα έχοντας πλήρη επίγνωση ότι το εν λόγω επιχείρημα είναι εσφαλμένο και –ακόμη χειρότερα– μολονότι έχει αναγνωρίσει ρητώς το γεγονός αυτό στην ίδια απόφαση.

140. Κατά τη γνώμη μου, τούτο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προσήκουσα και δίκαιη άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας του εν λόγω δικαστηρίου. Κατ’ ουσίαν, ένα δικαστήριο αποφαίνεται κατά του ερημοδικήσαντος διαδίκου για τον λόγο και μόνον ότι ο διάδικος αυτός επέλεξε να μη μετάσχει στη διαδικασία. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, τούτο δεν είναι κάτι που προβλέπεται από τους κανόνες της Ένωσης σχετικά με τις ερήμην διαδικασίες. Οι εν λόγω κανόνες εξακολουθούν να απαιτούν από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διενεργούν εκτίμηση του ζητήματος: εκτίμηση η οποία, μολονότι δεν είναι ενδελεχής, πρέπει εντούτοις να τηρεί τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 47 του Χάρτη.

141. Συναφώς, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η επιλογή της μη συμμετοχής στη διαδικασία, όσο λυπηρό και αν είναι το γεγονός αυτό, επαφίεται εξ ολοκλήρου στον εκάστοτε διάδικο και, ως εκ τούτου, είναι θεμιτή (38). Ασφαλώς, η εν λόγω επιλογή ενέχει τον κίνδυνο να αντιμετωπισθεί κανείς ως ερημοδικήσας εναγόμενος, ιδιότητα η οποία ενδέχεται να έχει ως συνέπεια την έκδοση ερήμην αποφάσεως, η οποία, όπως διευκρινίστηκε, έχει ορισμένες δικονομικές συνέπειες, ορισμένες εκ των οποίων είναι δυσμενείς για τον εναγόμενο.

142. Εντούτοις, η εκ μέρους δικαστηρίου ερμηνεία των δικονομικών κανόνων της Ένωσης κατά τρόπον που θα επέβαλλε στο ίδιο το δικαστήριο την υποχρέωση να δέχεται εκ των προτέρων τα επιχειρήματα του ενάγοντος ανεξαρτήτως των περιστάσεων θα διεύρυνε σε υπερβολικό βαθμό το γράμμα και τον σκοπό των εν λόγω κανόνων και θα ενείχε τον κίνδυνο προκλήσεως ενός αποτελέσματος ιδιαιτέρως τιμωρητικού χαρακτήρα.

143. Η θέση μου φαίνεται να επιρρωννύεται από την απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Tomkins, με την οποία το Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να μειώσει τη διάρκεια της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς που καταλογίστηκε σε εταιρία, βάσει των διαπιστώσεων που αφορούσαν άλλη εταιρία, ενώ η πρώτη εταιρία δεν είχε προβάλει κανέναν ισχυρισμό σχετικά με τη διάρκεια της παραβάσεως (39). Η Επιτροπή είχε προσάψει στο Γενικό Δικαστήριο ότι αποφάνθηκε ultra petita. Εντούτοις, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως επισημαίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι οι δύο εταιρίες συνδέονταν μεταξύ τους (η μητρική εταιρία και η θυγατρική) και ότι δεν επρόκειτο για δύο διακριτά είδη συμπεριφοράς με τα οποία προκαλείτο παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού, αλλά, αντιθέτως, για ενιαία παράβαση, για την οποία αμφότερες οι εταιρίες μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνες.

144. Οι αρχές που απορρέουν από την εν λόγω απόφαση φαίνεται να είναι κρίσιμες, τηρουμένων των αναλογιών, και για την υπό κρίση υπόθεση. Οι πρωτοδίκως εναγόμενες συνδέονται μεταξύ τους καθόσον δεσμεύονται όλες από μία και την αυτή σύμβαση και ενήχθησαν από κοινού από το Κοινοβούλιο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για προβαλλόμενη αθέτηση της συμβάσεως αυτής. Στην εν λόγω δίκη, οι τέσσερις ασφαλιστές βρίσκονταν σε πανομοιότυπη πραγματική και νομική θέση: το Κοινοβούλιο ισχυρίστηκε, στηριζόμενο στους ίδιους νομικούς λόγους, ότι ήταν από κοινού υπεύθυνοι για την κάλυψη των εξόδων λόγω των ζημιών που προκλήθηκαν από ένα συγκεκριμένο γεγονός (ήτοι την προβαλλόμενη πλημμύρα του κτιρίου KAD).

145. Όπως στην απόφαση Tomkins, στην οποία τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούσαν να καταλογίσουν δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους στην ίδια συμπεριφορά, αναλόγως της οικείας εταιρίας, για λόγους αναγόμενους στη συμπεριφορά τους στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει ότι οι ίδιοι όροι της ίδιας συμβάσεως προσλαμβάνουν δύο διαφορετικές έννοιες, αναλόγως της οικείας εταιρίας, για λόγους αναγόμενους στη συμπεριφορά της στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας.

146. Εξάλλου, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει επίσης από έλλειψη αιτιολογίας: η σκέψη 57 της εν λόγω αποφάσεως ουδόλως περιέχει εκτίμηση εκ πρώτης όψεως των επιχειρημάτων που προέβαλε το ενάγον, ενώ αντικρούεται από τις σκέψεις 62 έως 138 της εν λόγω αποφάσεως (40).

147. Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ, επομένως, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει i) εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 123 του ΚΔΓΔ και ii) ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία ως προς τους λόγους για τους οποίους πληρούται η τρίτη προϋπόθεση που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, η οποία παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκδώσει ερήμην απόφαση υπέρ του ενάγοντος.

148. Κατά συνέπεια, αν το Δικαστήριο κρίνει παραδεκτή την ανταναίρεση της NN, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αναιρεθεί το πρώτο και το τρίτο σημείο του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

VI.    Πρόταση

149. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να κρίνει ότι το υπόμνημα επί της κυρίας αιτήσεως αναιρέσεως της Nationale‑Nederlanden Schadeverzekering Maatschappij NV είναι παραδεκτό·

–        να απορρίψει την ανταναίρεση της Nationale-Nederlanden Schadeverzekering Maatschappij NV ως απαράδεκτη.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2021 (T‑384/19, EU:T:2021:630, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).


3      Βλ., ιδίως, σκέψεις 1 έως 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


4      Στον τομέα των ασφαλίσεων, όταν πλείονες ασφαλιστικές εταιρίες συμμετέχουν στην κάλυψη σημαντικού κινδύνου, η πάγια πρακτική συνίσταται στον ορισμό μιας ασφαλιστικής εταιρίας ως κυρίου ασφαλιστή. Η εν λόγω εταιρία διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο, μολονότι όλες οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές εταιρίες μοιράζονται από κοινού τον κίνδυνο.


5      Από το άρθρο 41 του Οργανισμού και το άρθρο 123 του ΚΔΓΔ προκύπτει με σαφήνεια ότι, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος να εκδοθεί ερήμην απόφαση κατά την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο καθού, κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή, πρέπει να ανταποκριθεί στις τυπικές απαιτήσεις καταθέτοντας υπόμνημα αντικρούσεως το οποίο περιέχει, μεταξύ άλλων, τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται σε απάντηση του δικογράφου της προσφυγής. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. άρθρο 81 του ΚΔΓΔ, το οποίο ορίζει τα βασικά στοιχεία που ο καθού πρέπει να περιλαμβάνει στο υπόμνημα αντικρούσεως.


6      Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. σκέψεις 45 έως 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


7      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του ΚΔΓΔ, με τους όρους «διάδικος» και «διάδικοι» νοείται «κάθε διάδικος, συμπεριλαμβανομένων των παρεμβαινόντων». Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του ίδιου κανονισμού, με τους όρους «κύριος διάδικος» και «κύριοι διάδικοι» νοούνται «ο προσφεύγων ή ο καθού ή αμφότεροι».


8      Σύμφωνα με το άρθρο 55 του Οργανισμού.


9      Από τη δικογραφία προκύπτει σαφώς ότι η αίτηση αναιρέσεως επιδόθηκε στην NN στις 26 Ιανουαρίου 2022, σύμφωνα με το άρθρο 171, παράγραφος 1, του ΚΔΔ.


10      Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2023, Επιτροπή κατά Jiangsu Seraphim Solar System και Συμβούλιο κατά Jiangsu Seraphim Solar System και Επιτροπής (C‑439/20 P και C‑441/20 P, EU:C:2023:211, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


11      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑33/14 P, EU:C:2015:409, σημείο 28) και της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Fresh Del Monte Produce (C‑293/13 P και C‑294/13 P, EU:C:2014:2439, σημεία 44 και 45).


12      Βλ. κατ’ αναλογίαν, σχετικά με την παραδοχή ότι ένα ένδικο βοήθημα πρέπει να παράγει έννομες συνέπειες, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55), και της 27ης Μαρτίου 2019, Canadian Solar Emea κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑236/17 P, EU:C:2019:258, σκέψη 91).


13      Βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, ACRE κατά Κοινοβουλίου (T‑107/19, EU:T:2020:560, σκέψη 182 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


14      Βλ. διάταξη της 16ης Ιουλίου 2020, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑883/19 P, EU:C:2020:601 και EU:C:2020:561, σκέψη 22). Κατά τη γνώμη μου, μπορεί να διαπιστωθεί αναλογία μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της αποφάσεως του Προέδρου του Δικαστηρίου στην εν λόγω υπόθεση να παράσχει σε ορισμένες εταιρίες το δικαίωμα να παρέμβουν υπέρ των εταιριών HSBC βάσει του άμεσου και ενεστώτος συμφέροντός τους από την έκβαση της εν λόγω υποθέσεως. Η απόφαση υπογράμμισε ότι, αν δεν επιτρεπόταν στις εταιρίες αυτές να παρέμβουν, θα στερούνταν της δυνατότητας να διατυπώσουν την άποψή τους.


15      Βλ., επί παραδείγματι, πρόσφατη απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Land Rheinland-Pfalz κατά Επιτροπής (C‑466/21 P, EU:C:2023:666, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Βλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 48).


17      Βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Land Rheinland-Pfalz κατά Επιτροπής (C-466/21 P, EU:C:2023:666, σκέψη 51), και απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 47).


18      Συναφώς, βλ. τη νομολογία που μνημονεύεται στην υποσημείωση 16 των παρουσών προτάσεων.


19      Άρθρο 56 του Οργανισμού.


20      Η σύγκλιση των δύο προθεσμιών (του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως και της ανταναιρέσεως) αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι ο διάδικος έχει πράγματι τη δυνατότητα, εντός εύλογης προθεσμίας, να αντιδράσει μετά την κοινοποίηση της κυρίας αιτήσεως αναιρέσεως άλλου διαδίκου.


21      Άρθρο 54 του ΚΔΔ.


22      Τούτου δοθέντος, μολονότι συνδέονται, η απόρριψη της κυρίας αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμποδίζει κατ’ ανάγκην το Δικαστήριο να εξετάσει την ανταναίρεση επί της ουσίας. Επί παραδείγματι, με την απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39), το Δικαστήριο απέρριψε την κύρια αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, αλλά δέχθηκε την ανταναίρεση. Για πιο πρόσφατο παράδειγμα, βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, International Skating Union κατά Επιτροπής (C-124/21 P, EU:C:2023:1012). Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως της International Skating Union, αλλά έκανε δεκτή την ανταναίρεση που άσκησαν οι πρωτοδίκως καθών, με την οποία ζητούσαν να αναιρεθεί εν μέρει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.


23      Θα μπορούσε, μάλιστα, να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω διαπίστωση θα έπρεπε λογικά να διενεργηθεί πριν εξεταστεί η τήρηση των διατάξεων του ΚΔΔ και του ΚΔΓΔ. Πράγματι, ο Οργανισμός, ο οποίος θεσπίζεται σε ιδιαίτερο πρωτόκολλο που προσαρτάται στις Συνθήκες της Ένωσης, έχει ιδιαίτερη σημασία ως κείμενο που κατοχυρώνεται στο πλαίσιο του πρωτογενούς δικαίου (άρθρο 281 ΣΛΕΕ). Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση HF κατά Κοινοβουλίου (C‑570/18 P, EU:C:2020:44, σημείο 34) και της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Fresh Del Monte Produce (C‑293/13 P και C‑294/13 P, EU:C:2014:2439, σημεία 50 έως 55).


24      Βλ., επί παραδείγματι, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Société des produits Nestlé και Mondelez UK Holdings & Services κατά EUIPO και EUIPO κατά Mondelez UK Holdings & Services (C‑84/17 P, C‑85/17 P και C‑95/17 P, EU:C:2018:266, σημεία 32 έως 41).


25      Βλ., επί παραδείγματι, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση British Airways κατά Επιτροπής (C‑122/16 P, EU:C:2017:406, σημεία 39 έως 42).


26      Όπ.π.


27      Απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, Bayer CropScience και Bayer κατά Επιτροπής (C‑499/18 P, EU:C:2021:367, σκέψη 43).


28      Βλ. διατάξεις της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Enercon κατά Gamesa Eólica (C‑35/14 P, EU:C:2015:158), και της 24ης Νοεμβρίου 2015, Sun Mark και Bulldog Energy Drink κατά Red Bull (C‑206/15 P, EU:C:2015:773).


29      Απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2024, Eulex Kosovo κατά SC (C-785/22 P, σκέψεις 31 έως 33).


30      Πρβλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, Electrabel και Dunamenti Erőmű κατά Επιτροπής (C‑357/14 P, EU:C:2015:642, σκέψη 30).


31      Υπό τις περιστάσεις αυτές, φαίνεται ότι πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπουν οι οικείες διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του άρθρου 56 του Οργανισμού.


32      Σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Δεδομένου ότι μόνον η γαλλική απόδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι διαθέσιμη, παραθέτω την ως άνω μετάφραση. Η υπογράμμιση δική μου.


33      Σκέψεις 62 έως 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


34      Βλ. προτάσεις μου (C‑516/22, EU:C:2023:857, σημείο 44), οι οποίες παραπέμπουν επίσης στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑365/99, EU:C:2001:184, σημείο 16).


35      Όπ.π. (σημεία 46 και 47).


36      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπογραμμίσω ότι στο γράμμα των διατάξεων που διέπουν τις ερήμην διαδικασίες ενώπιον των δύο επιμέρους δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης υφίσταται μια μικρή διαφορά. Σύμφωνα με το άρθρο 152, παράγραφος 3, του ΚΔΔ, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει «αν τα αιτήματα του προσφεύγοντος φαίνονται βάσιμα», ενώ το άρθρο 123, παράγραφος 3, του ΚΔΓΔ αναθέτει στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει αν η προσφυγή είναι «προδήλως αβάσιμη». Φρονώ ότι το επίπεδο της εκτιμήσεως των επιχειρημάτων των αναιρεσειουσών από το Γενικό Δικαστήριο είναι κατά τι χαμηλότερο από αυτό του Δικαστηρίου. Τούτο οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι το Δικαστήριο είναι, στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης, δικαστήριο τελευταίου βαθμού.


37      Βλ., κατ’ αναλογίαν, προτάσεις μου στην υπόθεση ΕΚΤ κατά Crédit lyonnais (C‑389/21 P, EU:C:2022:844, σημεία 56 έως 58 και 62).


38      Βλ., συναφώς, προτάσεις μου στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Απόφαση του Supreme Court) (C‑516/22, EU:C:2023:857, σημείο 52).


39      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Tomkins (C‑286/11 P, EU:C:2013:29).


40      Πράγματι, αν το Γενικό Δικαστήριο είχε αποφασίσει να εξετάσει τους ισχυρισμούς του Κοινοβουλίου κατά των λοιπών τριών εναγομένων πρωτοδίκως πριν από τις αξιώσεις του κατά της NN, ο αντιφατικός χαρακτήρας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως θα ήταν ακόμη πιο προφανής. Στο πλαίσιο αυτό, αμφιβάλλω αν το Γενικό Δικαστήριο θα είχε καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα όσον αφορά την NN.