Language of document : ECLI:EU:T:2011:27

Υπόθεση T-3/09

Ιταλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Προσωρινός αμυντικός μηχανισμός υπέρ της ναυπηγικής βιομηχανίας – Προβλεπόμενη από τις ιταλικές αρχές τροποποίηση συστήματος ενισχύσεων το οποίο είχε προηγουμένως εγκρίνει η Επιτροπή – Απόφαση με την οποία το σύστημα ενισχύσεων κηρύσσεται ασύμβατο με την κοινή αγορά»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγορεύεται – Παρεκκλίσεις – Καθοριζόμενες με κανονισμό κατηγορίες ενισχύσεων δυνάμενες να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά

(Άρθρο 87 § 3 ΕΚ και 88 § 3 ΕΚ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Σχέδια ενισχύσεων – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού δικαίου που ίσχυαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 88 § 3 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 4)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής – Υποχρέωση επιμέλειας του κράτους μέλους που χορήγησε την ενίσχυση και του αποδέκτης της να προσκομίσουν κάθε χρήσιμο στοιχείο

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Μη υποβολή παρατηρήσεων από τους ενδιαφερομένους – Δεν επηρεάζει το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

1.      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ, ορισμένες κατηγορίες ενισχύσεων «δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά». Το γεγονός ότι κανονισμός που εκδίδεται βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ καθορίζει ποιες ενισχύσεις δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι είναι πράγματι συμβατές. Ειδικότερα, η Επιτροπή είναι αρμόδια να εξετάσει, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, εάν οι συγκεκριμένες ενισχύσεις πληρούν όλες τις προϋποθέσεις προκειμένου να κριθούν συμβατές με την κοινή αγορά.

(βλ. σκέψεις 35-37)

2.      Όσον αφορά τη διαχρονική εφαρμογή των κανόνων δικαίου ελλείψει μεταβατικών διατάξεων, επιβάλλεται να γίνει διάκριση μεταξύ κανόνων περί αρμοδιότητας και κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν την αρμοδιότητα των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διάταξη που συνιστά τη νομική βάση μιας πράξεως και παρέχει στο όργανο της Ένωσης εξουσία προς έκδοση της εν λόγω πράξεως πρέπει να ισχύει κατά τον χρόνο εκδόσεώς της. Όσον αφορά τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, αυτοί εφαρμόζονται από της ενάρξεως της ισχύος τους στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεως δημιουργηθείσας υπό το κράτος προγενέστερων ρυθμίσεων. Κατά συνέπεια, οι κανόνες ουσιαστικού δικαίου δεν εφαρμόζονται σε αποτελέσματα τα οποία κατέστησαν οριστικά προ της ενάρξεως της ισχύος των κανόνων αυτών, εκτός και εάν πληρούνται οι εξαιρετικού χαρακτήρα προϋποθέσεις για την αναδρομική εφαρμογή τους.

Όσον αφορά τις κοινοποιηθείσες πλην όμως μη καταβληθείσες ενισχύσεις, στο πλαίσιο του ισχύοντος στην Ένωση συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, η ημερομηνία κατά την οποία τα αποτελέσματα της προβλεπόμενης ενισχύσεως καθίστανται οριστικά συμπίπτει με αυτήν κατά την οποία η Επιτροπή εκδίδει την απόφασή της επί του συμβατού της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά. Ειδικότερα, οι κανόνες, οι αρχές και τα κριτήρια εκτιμήσεως του συμβατού των κρατικών ενισχύσεων που ισχύουν κατά την ημερομηνία κατά την οποίαν η Επιτροπή εκδίδει την απόφασή της μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ότι προσαρμόζονται καλύτερα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού. Η διαπίστωση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι από την επίμαχη ενίσχυση δεν μπορούν να προκύψουν πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα σε σχέση με την κοινή αγορά παρά μόνο κατά την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή αποφασίζει να την εγκρίνει ή να την απαγορεύσει. Αντιθέτως, όσον αφορά τις παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση, οι εφαρμοστέοι κανόνες ουσιαστικού δικαίου είναι αυτοί οι οποίοι ίσχυαν κατά τον χρόνο της χορηγήσεως της ενισχύσεως, εφόσον τα απορρέοντα από την εν λόγω ενίσχυση πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα προέκυψαν διαρκούσης της περιόδου κατά την οποία χορηγήθηκε η επίμαχη ενίσχυση.

Βεβαίως, το γεγονός ότι η ημερομηνία με βάση την οποία καθορίζονται οι εφαρμοστέοι κανόνες ουσιαστικού δικαίου συμπίπτει, όσον αφορά κοινοποιηθείσα πλην όμως μη καταβληθείσα ενίσχυση, με την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεως επί του συμβατού της ως άνω ενισχύσεως, συνεπάγεται ότι το εν λόγω όργανο δύναται, προσαρμόζοντας αναλόγως τη διάρκεια του ελέγχου του κοινοποιηθέντος μέτρου ενισχύσεως, να προκαλέσει την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος άρχισε να ισχύει κατόπιν της κοινοποιήσεως του εξεταζόμενου μέτρου στην Επιτροπή. Συναφώς, προσήκει να επισημανθεί ότι η δυνατότητα της Επιτροπής να επιλέξει μεταξύ του νέου κανόνα ή του προϊσχύσαντος κανόνα υπόκειται σε όρια και αντισταθμίζεται, αφενός, από το γεγονός ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή της ημερομηνίας κατά την οποία πρόκειται να κοινοποιήσουν τα μέτρα ενισχύσεως και, αφετέρου, από το γεγονός ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999, περί εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, καλεί την Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοικήσεως, να ενεργήσει με επιμέλεια.

(βλ. σκέψεις 56-57, 59-61, 64-65)

3.      Όταν η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασία, στο κράτος μέλος και στον δυνητικό δικαιούχο της κρατικής ενισχύσεως εναπόκειται να προβάλουν τα επιχειρήματά τους προκειμένου να αποδειχθεί ότι το σχέδιο ενισχύσεως εμπίπτει στις προβλεπόμενες κατ’ εφαρμογή της Συνθήκης εξαιρέσεις, δεδομένου ότι αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας είναι ακριβώς να διαφωτιστεί η Επιτροπή επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως. Μολονότι η Επιτροπή υποχρεούται, όταν κινεί επίσημη διαδικασία, να διατυπώνει με σαφήνεια τις αμφιβολίες της σχετικά με το συμβατό της ενισχύσεως κατά τρόπον ώστε να καταστεί δυνατό στο κράτος μέλος και στους ενδιαφερομένους να παράσχουν τις καλύτερες δυνατόν απαντήσεις, γεγονός παραμένει ότι στον αιτούμενο την ενίσχυση απόκειται, ιδίως, να διαλύσει τις αμφιβολίες αυτές και να αποδείξει ότι το σχέδιο ενισχύσεως πληροί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως.

(βλ. σκέψη 83)

4.      Μολονότι το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επιβάλλει στην Επιτροπή, πριν εκδώσει την απόφασή της, να συγκεντρώσει τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών, εντούτοις η μη υποβολή παρατηρήσεων δεν την εμποδίζει να κρίνει μια ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά. Επιπλέον, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τυχόν πραγματικά ή νομικά στοιχεία που θα μπορούσαν να της είχαν προσκομιστεί κατά τη διοικητική διαδικασία αλλά δεν της προσκομίστηκαν, εφόσον η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και στηριζόμενη σε εικασίες ποια στοιχεία θα μπορούσαν να της είχαν υποβληθεί.

(βλ. σκέψη 84)