Language of document : ECLI:EU:T:2012:332

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 29ης Ιουνίου 2012(*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Γερμανική και γαλλική αγορά του φυσικού αερίου — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Κατανομή της αγοράς — Διάρκεια της παραβάσεως — Πρόστιμα»

Στην υπόθεση T‑360/09,

E.ON Ruhrgas AG, με έδρα το Essen (Γερμανία),

E.ON AG, με έδρα το Ντύσσελντορφ (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τους G. Wiedemann και T. Klose, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci, A. Bouquet και R. Sauer, επικουρούμενους από τον M. Buntscheck, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο, κυρίως, αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως Ε(2009) 5355 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/39.401 — E.ON/GDF), και, επικουρικώς, αίτημα περί μειώσεως του προστίμου που επιβάλλεται στις προσφεύγουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα (εισηγητή), πρόεδρο, V. Vadapalas και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Σεπτεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

 1. Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1        Η οδηγία 98/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (ΕΕ L 204, σ. 1, στο εξής: πρώτη οδηγία για το αέριο), θέσπιζε κοινούς κανόνες για τη μεταφορά, τη διανομή, την προμήθεια και την αποθήκευση του φυσικού αερίου. Προσδιόριζε τους όρους σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία του τομέα του φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένου του υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ), την πρόσβαση στην αγορά, την εκμετάλλευση των δικτύων και τα κριτήρια και τις διαδικασίες χορήγησης αδειών μεταφοράς, διανομής, προμήθειας και αποθήκευσης φυσικού αερίου.

2        Η πρώτη οδηγία για το αέριο υποχρέωνε τα κράτη μέλη να ανοίξουν σταδιακά στον ανταγωνισμό την αγορά προμήθειας φυσικού αερίου στους καταναλωτές μεγάλης κλίμακας και να επιτρέψουν την πρόσβαση τρίτων στο υφιστάμενο δίκτυο μεταφοράς.

3        Κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, και το άρθρο 30 της πρώτης οδηγίας για το αέριο, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την οδηγία το αργότερο στις 10 Αυγούστου 2000.

4        Η πρώτη οδηγία για το αέριο καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από 1ης Ιουλίου 2004 από την οδηγία 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 98/30 (ΕΕ L 176, σ. 57).

 2. Τα εθνικά δίκαια


 Γερμανικό δίκαιο

5        Ο Energiewirtschaftsgesetz (νόμος για την εξασφάλιση του εφοδιασμού σε ενέργεια, στο εξής: EnWG του 1935) της 13ης Δεκεμβρίου 1935 (RGBl. I, σ. 1451), προέβλεπε σύστημα εγκρίσεως και εποπτείας των δραστηριοτήτων των γερμανικών εταιριών φυσικού αερίου από τις δημόσιες αρχές.

6        Δυνάμει του άρθρου 103 του Gesetz gegen Wettbewerbsbeschränkungen (νόμου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού, στο εξής: GWB) της 27ης Ιουλίου 1957 (BGBl. I, σ. 1081), ορισμένες συμφωνίες που συνάπτονταν μεταξύ εταιριών διανομής ενέργειας καθώς και μεταξύ των εταιριών αυτών και των δήμων και κοινοτήτων εξαιρούνταν από την απαγόρευση συνάψεως συμφωνιών που νόθευαν τον ανταγωνισμό. Η εξαίρεση αυτή κάλυπτε μεταξύ άλλων τις καλούμενες συμφωνίες οριοθετήσεως, με τις οποίες οι επιχειρήσεις συμφωνούσαν να μην προμηθεύουν ηλεκτρική ενέργεια ή αέριο η καθεμία στην περιοχή της άλλης, καθώς και τις καλούμενες συμφωνίες αποκλειστικής παραχωρήσεως, με τις οποίες ο δήμος ή η κοινότητα παραχωρούσε αποκλειστικό δικαίωμα χρήσεως σε μια εταιρία, επιτρέποντάς της να χρησιμοποιεί δημόσια ακίνητα για την κατασκευή και την εκμετάλλευση δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου. Οι συμφωνίες αυτές έπρεπε, προκειμένου να εφαρμοσθούν, να κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή ανταγωνισμού, που είχε την εξουσία να τις απαγορεύσει εφόσον εκτιμούσε ότι συνιστούσαν κατάχρηση της νόμιμης εξαιρέσεως.

7        Ο Gesetz zur Neuregelung des Energiewirtschaftsrechts (νόμος για την αναθεώρηση του ενεργειακού δικαίου) της 24ης Απριλίου 1998 (BGBl. 1998 I, σ. 730) κατήργησε, με άμεσο αποτέλεσμα, την εξαίρεση που ίσχυε για τις συμφωνίες οριοθετήσεως και αποκλειστικής παραχωρήσεως βάσει του άρθρου 103 του GWB. Ο ως άνω νόμος αντικατέστησε επίσης τον EnWG του 1935 με τον Gesetz über die Elektrizitäts- und Gasversorgung — Energiewirtschaftsgesetz (νόμος για την ορθολογική διαχείριση της ενέργειας, στο εξής: EnWG του 1998).

8        Ο Erstes Gesetz zur Änderung des Gesetzes zur Neuregelung des Energiewirtschaftsrechts (νόμος για την τροποίηση του νόμου για την αναθεώρηση του ενεργειακού δικαίου) της 20ής Μαΐου 2003 (BGBl. 2003 I, σ. 685) τροποποίησε τον EnWG του 1998 με σκοπό την εφαρμογή της πρώτης οδηγίας για το αέριο.

 Γαλλικό δίκαιο

9        Το άρθρο 1 του νόμου 46-628, της 8ης Απριλίου 1946, sur la nationalisation de l’électricité et du gaz (για την εθνικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας και του αερίου) (JORF της 9ης Απριλίου 1946, σ. 2651, στο εξής: νόμος του 1946), όριζε, πριν την κατάργησή του με το διάταγμα 2011-504, της 9ης Μαΐου 2011, περί κωδικοποιήσεως του νομοθετικού τμήματος του ενεργειακού κώδικα (JORF της 10ης Μαΐου 2011, σ. 7954), τα εξής:

«Από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, εθνικοποιούνται:

[…]

2° Η παραγωγή, μεταφορά, διανομή, εισαγωγή και εξαγωγή καύσιμου αερίου.

[…]»

10      Πριν την τροποποίησή του με τον νόμο 2004-803, της 9ης Αυγούστου 2004, relative au service public de l’électricité et du gaz et aux entreprises électriques et gazières (σχετικά με τη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου και τις επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου) (JORF της 11ης Αυγούστου 2004, σ. 14256), το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου του 1946 όριζε τα εξής:

«Η διαχείριση των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων αερίου ανατίθεται σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με βιομηχανικό και εμπορικό χαρακτήρα, το οποίο καλείται Gaz de France (GDF), Service National».

11      Μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου 2003-8, της 3ης Ιανουαρίου 2003, relative aux marchés du gaz et de l’électricité et au service public de l’énergie (για τις αγορές του αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας και τη δημόσια υπηρεσία ενέργειας) (JORF της 4ης Ιανουαρίου 2003, σ. 265, στο εξής: νόμος του 2003), ο νόμος του 1946 παρείχε στην Gaz de France το μονοπώλιο των εισαγωγών και των εξαγωγών αερίου.

12      Ο νόμος του 2003, ο οποίος είχε τον σκοπό να μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την πρώτη οδηγία για το αέριο, άνοιξε τη γαλλική αγορά του αερίου στον ανταγωνισμό. Ιδίως ο νόμος αυτός παρέσχε σε επιλέξιμους πελάτες πρόσβαση στα δίκτυα και στην προμήθεια φυσικού αερίου και κατήργησε το μονοπώλιο εισαγωγής και εξαγωγής αερίου.

13      Η Gaz de France μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με τον νόμο 2004-803.

 Ιστορικό της διαφοράς

 1. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

14      Η πρώτη από τις προσφεύγουσες E.ON Ruhrgas AG, η οποία προήλθε από τη συγκέντρωση μεταξύ E.ON AG και Ruhrgas AG και ανήκει, από τις 31 Ιανουαρίου 2003, σε ποσοστό 100 % στη δεύτερη από τις προσφεύγουσες E.ON, είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου στη Γερμανία και ένας από τους κυριότερους παράγοντες της ευρωπαϊκής αγοράς. Με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2002 με την οποία επέτρεψαν την ως άνω συγκέντρωση, οι γερμανικές αρχές υποχρέωσαν την E.ON Ruhrgas να εφαρμόσει πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου για συνολική ποσότητα 200 τεραβατωρών.

15      Η E.ON είναι γερμανική επιχείρηση παραγωγής, μεταφοράς, διανομής και προμήθειας ενέργειας, και ιδίως φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας.

16      Η GDF Suez SA προέκυψε από τη συγκέντρωση μεταξύ Gaz de France (στο εξής: GDF) και Suez στις 22 Ιουλίου 2008. Πρόκειται για γαλλική επιχείρηση με παρουσία σε ολόκληρη την ενεργειακή αλυσίδα, στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, από την παραγωγή μέχρι τη διάθεση της ενέργειας. Αποτελεί τον παραδοσιακό φορέα και τον πρώτο προμηθευτή φυσικού αερίου στη Γαλλία. Είναι επίσης ένας από τους πρώτους προμηθευτές φυσικού αερίου στην Ευρώπη.

 2. Συμφωνία MEGAL

17      Με συμφωνία της 18ης Ιουλίου 1975 (στο εξής: συμφωνία MEGAL), οι GDF και Ruhrgas αποφάσισαν να κατασκευάσουν και να εκμεταλλευθούν από κοινού τον αγωγό φυσικού αερίου MEGAL. Ο αγωγός αυτός, ο οποίος ευρίσκεται σε πλήρη λειτουργία από την 1η Ιανουαρίου 1980, είναι ένας από τους κυριότερους αγωγούς για την εισαγωγή αερίου στη Γερμανία και στη Γαλλία. Διασχίζει τη νότια Γερμανία και καλύπτει απόσταση 461 χιλιομέτρων συνδέοντας τα σύνορα Γερμανίας-Τσεχίας με τα σύνορα Γαλλίας-Γερμανίας μεταξύ Waidhaus (Γερμανία) και Medelsheim (Γερμανία).

18      Στο παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL καθορίστηκαν τα σημεία εισόδου και εξόδου του αερίου το οποίο αγόραζαν αντιστοίχως οι GDF και Ruhrgas. Για τη Ruhrgas καθορίστηκε ένας συγκεκριμένος αριθμός σημείων εξόδου του αγωγού MEGAL, ενώ αν υπήρχε ανάγκη μπορούσαν να προστεθούν και επιπλέον σημεία εξόδου. Ως προς τη GDF, επισημάνθηκε ότι το σημείο εξόδου του εν λόγω αγωγού για όλες τις ποσότητες αερίου που επρόκειτο να μεταφερθούν μέσω του αγωγού για την ως άνω εταιρία θα ήταν ένα σημείο ευρισκόμενο στα σύνορα μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, πλησίον του Habkirchen (Γερμανία), εκτός αν οι μετέχοντες στη συμφωνία MEGAL συμφωνούσαν διαφορετικά.

19      Βάσει της συμφωνίας MEGAL, οι GDF και Ruhrgas ίδρυσαν την κοινή επιχείρηση MEGAL GmbH Mittel-Europäische Gasleitungsgesellschaft, μετατραπείσα σε MEGAL Mittel-Europäische Gasleitungsgesellschaft mbH & Co. KG (στο εξής: MEGAL), στην οποία ανέθεσαν την κατασκευή και την εκμετάλλευση του αγωγού MEGAL, καθώς και τη μεταφορά του αερίου μέσω του αγωγού αυτού. Η κυριότητα επί του εν λόγω αγωγού μεταβιβάσθηκε και αυτή στη MEGAL.

20      Οι GDF και Ruhrgas ίδρυσαν επίσης, κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας MEGAL, την κοινή επιχείρηση MEGAL Finance Co. Ltd (στο εξής: MEGAL Finco), που είχε ως αποστολή την εξεύρεση και τη διαχείριση των αναγκαίων κεφαλαίων για την κατασκευή του αγωγού MEGAL.

21      Στις 18 Ιουλίου 1975, οι Ruhrgas και GDF υπέγραψαν επίσης δεκατρία έγγραφα (στο εξής: συνοδευτικά έγγραφα) με σκοπό τη διευκρίνιση ορισμένων τεχνικών, οικονομικών και λειτουργικών πτυχών της διαχειρίσεως του αγωγού MEGAL. Σε αυτά περιλαμβάνονται δύο έγγραφα που επονομάζονται, αντιστοίχως, «Direktion I» και «Direktion G».

22      Το έγγραφο Direktion G έχει ως εξής:

«[…]

Η δυναμικότητα μεταφοράς που, βάσει συμβάσεως, έχει παραχωρηθεί ή πρόκειται να παραχωρηθεί στην [GDF] για τη μεταφορά αερίου αφορά αέριο το οποίο έχει αγοράσει ή πρόκειται να αγοράσει η [GDF] και το οποίο θα παραδοθεί στη [MEGAL] και/ή στη [MEGAL Finco] με σκοπό τη διαμετακόμιση για λογαριασμό της [GDF] προς τη Γαλλία και προορίζεται για κατανάλωση στη Γαλλία.

Η δυναμικότητα μεταφοράς που, βάσει συμβάσεως, έχει παραχωρηθεί ή πρόκειται να παραχωρηθεί στην Ruhrgas για τη μεταφορά αερίου αφορά τη μεταφορά για κάθε άλλο σκοπό διαμετακομίσεως, καθώς και αέριο το οποίο μεταφέρεται από τον αγωγό και απορροφάται από αυτόν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και προορίζεται για κατανάλωση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ή έχει αγορασθεί από τη Ruhrgas με σκοπό τη διαμετακόμιση μέσω της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

[…]»

23      Το έγγραφο Direktion I έχει ως εξής:

«[…]

Η [GDF] δεσμεύεται να μην παραδώσει ούτε να προμηθεύσει αέριο, αμέσως ή εμμέσως, στο πλαίσιο της συμφωνίας [MEGAL], σε πελάτες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

[…]»

24      Στις 22 Ιουνίου 1976, οι Ruhrgas και GDF κοινοποίησαν την ίδρυση της MEGAL και της MEGAL Finco στην Bundeskartellamt (Γερμανική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Συμπράξεων).

25      Με συμφωνία της 13ης Αυγούστου 2004 (στο εξής: συμφωνία του 2004), οι GDF και E.ON Ruhrgas επιβεβαίωσαν ότι θεωρούσαν εδώ και καιρό τα έγγραφα Direktion G και Direktion I ως «άκυρα και χωρίς έννομα αποτελέσματα», η δε συμφωνία αυτή καταργεί αναδρομικώς τα εν λόγω έγγραφα.

26      Στις 5 Σεπτεμβρίου 2005, οι GDF και E.ON Ruhrgas υπέγραψαν συμφωνία κοινοπραξίας (στο εξής: συμφωνία του 2005), τεθείσα σε ισχύ στις 13 Οκτωβρίου 2005, με την οποία αναδιαμόρφωσαν τη συμβατική τους σχέση όσον αφορά τη MEGAL. Η συμφωνία κοινοπραξίας προβλέπει ότι καθένας από τους εταίρους της MEGAL διαθέτει «δικαιώματα επωφελούς χρήσεως» για το δικό του μερίδιο δυναμικότητας του αγωγού MEGAL. Η συμφωνία αυτή συμπληρώθηκε από μεταβατική συμφωνία της 9ης Σεπτεμβρίου 2005.

27      Στις 23 Μαρτίου 2006, οι GDF και E.ON συνήψαν συμφωνία με την οποία έπαυσαν να ισχύουν όλες οι άλλες μεταξύ τους συμφωνίες για τη MEGAL τις οποίες είχαν συνάψει πριν τη συμφωνία του 2005.

 3. Διοικητική διαδικασία

28      Στις 5 Μαΐου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε αποφάσεις με τις οποίες διέτασσε τηn GDF και την E.ON, καθώς και όλες τις θυγατρικές τους, να υποβληθούν σε έλεγχο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1). Οι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν στις 16 και 17 Μαΐου 2006.

29      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή απηύθυνε διάφορες αιτήσεις παροχής πληροφοριών στηn GDF, στην E.ON και στην E.ON Ruhrgas (στο εξής, από κοινού: εμπλεκόμενες επιχειρήσεις).

30      Στις 18 Ιουλίου 2007, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003.

31      Στις 9 Ιουνίου 2008, η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση των αιτιάσεων στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις αυτές υπέβαλαν σε απάντηση γραπτές παρατηρήσεις και γνωστοποίησαν τις απόψεις τους κατά τη διάρκεια ακροάσεως που πραγματοποιήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2008.

32      Στις 27 Μαρτίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ότι είχε λάβει υπόψη πρόσθετα πραγματικά στοιχεία μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων και τις κάλεσε να απαντήσουν εγγράφως στα στοιχεία αυτά. Τους παρέσχε επίσης πρόσβαση στη μη εμπιστευτική εκδοχή της απαντήσεως της καθεμίας στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, καθώς και στα έγγραφα που είχε συγκεντρώσει μετά την έκδοση της εν λόγω ανακοινώσεως. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις απέστειλαν τις παρατηρήσεις τους, η μεν GDF στις 4 Μαΐου 2009, οι δε προσφεύγουσες στις 6 Μαΐου 2009.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

33      Στις 8 Ιουλίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση Ε(2009) 5355 τελικό, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/39.401 — E.ON/GDF) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας είναι δημοσιευμένη στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Οκτωβρίου 2009 (ΕΕ C 248, σ. 5).

34      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι επίμαχη συμπεριφορά ήταν η συμφωνία και/ή η εναρμονισμένη πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η οποία συνίστατο στη μη διείσδυση —ή στην περιορισμένη μόνο διείσδυση— της καθεμίας στην εθνική αγορά της άλλης και στην προστασία έτσι των εθνικών τους αγορών μέσω της αποχής από την πώληση στην εθνική αγορά της άλλης μετέχουσας επιχειρήσεως του αερίου που μεταφερόταν μέσω του αγωγού MEGAL.

35      Η Επιτροπή διαπίστωσε ιδίως ότι η συμφωνία MEGAL, το παράρτημα 2 αυτής καθώς και τα έγγραφα Direktion G και Direktion I αποτελούσαν συμφωνίες κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν εκφράσει την κοινή τους βούληση να συμπεριφέρονται στην αγορά καθ’ ορισμένο τρόπο. Κατά την Επιτροπή, οι συμφωνίες αυτές δέσμευαν την εμπορική συμπεριφορά των εν λόγω επιχειρήσεων, υποβάλλοντας αυτές σε περιορισμό όσον αφορά τη χρήση του αερίου που μεταφερόταν μέσω του αγωγού MEGAL.

36      Η Επιτροπή επισήμανε ακόμη ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν επανειλημμένες συσκέψεις για να συζητήσουν τις στρατηγικές που αμοιβαίως ακολουθούσαν στη Γερμανία και στη Γαλλία για την πώληση αερίου μεταφερόμενου μέσω του αγωγού MEGAL και για να ενημερωθούν η καθεμιά για τη στρατηγική της άλλης. Κατά την Επιτροπή, οι επαφές αυτές και η ανταλλαγή ευαίσθητων από εμπορικής απόψεως πληροφοριών είχαν σκοπό να επηρεάσουν την εμπορική συμπεριφορά των εν λόγω επιχειρήσεων, να εφαρμόσουν τα έγγραφα Direktion G και Direktion I και να προσαρμόσουν το περιεχόμενό τους στις νέες συνθήκες της αγοράς κατόπιν της απελευθερώσεως των ευρωπαϊκών αγορών του αερίου (στο εξής: απελευθέρωση), χωρίς πάντως να άρουν τους περιορισμούς που περιείχαν τα έγγραφα αυτά.

37      Η Επιτροπή εκτίμησε συνεπώς ότι η συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, που συνίστατο σε αρχική συμφωνία περί κατανομής των αγορών και σε εναρμονισμένες πρακτικές που είχαν τη μορφή περιοδικών συναντήσεων με σκοπό τη συνεννόηση και την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής επί 25 και πλέον έτη, συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση και «περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου».

38      Όσον αφορά την έναρξη της παραβάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι στη Γερμανία η παράβαση άρχισε από την ημερομηνία ενάρξεως λειτουργίας του αγωγού MEGAL, ήτοι την 1η Ιανουαρίου 1980. Θεώρησε ότι στη Γαλλία η παράβαση άρχισε κατά την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να είχε γίνει η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της πρώτης οδηγίας για το αέριο, ήτοι στις 10 Αυγούστου 2000. Λόγω του μονοπωλίου εισαγωγής και προμήθειας αερίου που ίσχυε βάσει του νόμου του 1946, η Επιτροπή εκτίμησε ειδικότερα ότι η επίμαχη συμπεριφορά δεν περιόριζε τον ανταγωνισμό πριν την απελευθέρωση της αγοράς του αερίου. Συναφώς, έστω και αν η πρώτη οδηγία για το αέριο μεταφέρθηκε στο γαλλικό δίκαιο το 2003, η Επιτροπή επισήμανε ότι ο περιορισμός του ανταγωνισμού υφίστατο από τις 10 Αυγούστου 2000, καθόσον, από την ημερομηνία αυτή, ανταγωνιστές της GDF θα μπορούσαν να εφοδιάζουν επιλέξιμους πελάτες στη Γαλλία.

39      Όσον αφορά τη λήξη της παραβάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, έστω και αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατήργησαν τυπικώς τα έγγραφα Direktion G και Direktion I στις 13 Αυγούστου 2004, δεν έπαυσαν να εφαρμόζουν τους περιορισμούς που εμπόδιζαν τη GDF να χρησιμοποιήσει τα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL στη Γερμανία, εξαιρουμένων των όγκων που αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου, παρά μόνον στα τέλη Σεπτεμβρίου 2005. Η Επιτροπή θεώρησε εξάλλου ότι το γεγονός ότι, από το 2004, η GDF αγόραζε όγκους αερίου της E.ON Ruhrgas που προέρχονταν από τον αγωγό MEGAL προκειμένου να τους παραδώσει στη Γερμανία δεν σηματοδοτούσε τη λήξη της παραβάσεως, δεδομένου ότι, μέχρι τον Οκτώβριο του 2005, οι πωλήσεις αερίου προερχόμενου από τον αγωγό MEGAL τις οποίες πραγματοποιούσε η GDF στη Γερμανία αντιστοιχούσαν στους όγκους τους οποίους αγόραζε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου.

40      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η παράβαση για την οποία ευθύνονταν η GDF και η E.ON Ruhrgas είχε διαρκέσει συνεπώς τουλάχιστον από την 1η Ιανουαρίου 1980 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005 όσον αφορά την παράβαση που διαπράχθηκε στη Γερμανία και τουλάχιστον από τις 10 Αυγούστου 2000 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005 όσον αφορά την παράβαση που διαπράχθηκε στη Γαλλία. Η E.ON, δεδομένου ότι απέκτησε τον έλεγχο της E.ON Ruhrgas στις 31 Ιανουαρίου 2003, ευθύνεται, κατά την Επιτροπή, «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» με την E.ON Ruhrgas για παράβαση η οποία διήρκεσε από τις 31 Ιανουαρίου 2003 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005.

41      Η Επιτροπή επέβαλε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πρόστιμα δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Προς τούτο, εφάρμοσε τη μέθοδο που περιγράφεται στις κατευθυντήριες γραμμές της για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, σημείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006).

42      Έτσι, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι πωλήσεις τις οποίες αφορούσε η παράβαση ήταν οι πωλήσεις αερίου το οποίο μετέφεραν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις χρησιμοποιώντας τον αγωγό MEGAL και οι οποίες πραγματοποιούνταν σε πελάτες στη Γερμανία και σε επιλέξιμους πελάτες στη Γαλλία, εξαιρουμένων των πωλήσεων που πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου.

43      Βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε αρχικό ποσοστό που ανερχόταν στο 15 % των εν λόγω πωλήσεων.

44      Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως που ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου, η Επιτροπή δέχθηκε, ως προς τη Γαλλία, το διάστημα από τις 10 Αυγούστου 2000 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, ήτοι 5 έτη, 1 μήνα και 20 ημέρες. Η Επιτροπή θεώρησε ότι, όσον αφορά τη Γερμανία, η περίοδος για την οποία έπρεπε να επιβληθεί το πρόστιμο έπρεπε να περιορισθεί στο χρονικό διάστημα από 24 Απριλίου 1998, ημερομηνία κατά την οποία ο γερμανός νομοθέτης κατήργησε το εκ των πραγμάτων μονοπώλιο που υφίστατο στη χώρα αυτή λόγω της εξαιρέσεως που ίσχυε για τις συμφωνίες οριοθετήσεως, έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, ήτοι 7 έτη και 5 μήνες.

45      Βάσει του είδους της επίδικης παραβάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε εξάλλου στη σύμπραξη ποσοστό επιπρόσθετου ποσού που ανερχόταν στο 15 % των εν λόγω πωλήσεων.

46      Η Επιτροπή εκτίμησε ότι, βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, έπρεπε να καθορισθεί, κατ’ εξαίρεση, το ίδιο βασικό ποσό και για τις δύο εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Για να μην αδικήσει τη μία εξ αυτών, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ως βασικό ποσό του προστίμου το ποσό που αντιστοιχούσε στη χαμηλότερη αξία πωλήσεων. Καθόρισε έτσι το ίδιο βασικό ποσό του προστίμου για όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, ήτοι 553 εκατομμύρια ευρώ.

47      Μη διαπιστώνοντας κάποια επιβαρυντική ή ελαφρυντική περίσταση, η Επιτροπή δεν αναπροσάρμοσε το ως άνω βασικό ποσό.

48      Η Επιτροπή επέβαλε έτσι πρόστιμο 553 εκατομμυρίων ευρώ στην E.ON και στην E.ON Ruhrgas (αλληλεγγύως και εις ολόκληρον) και ισόποσο πρόστιμο στη GDF.

49      Τα άρθρα 1 και 2 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«Άρθρο πρώτο

[Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις] παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] μετέχοντας σε συμφωνία και σε εναρμονισμένες πρακτικές στον τομέα του φυσικού αερίου.

Η διάρκεια της παραβάσεως ήταν για την [GDF] και την E.ON Ruhrgas […] τουλάχιστον από την 1η Ιανουαρίου 1980 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, όσον αφορά την παράβαση στη Γερμανία, και τουλάχιστον από τις 10 Αυγούστου 2000 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, όσον αφορά την παράβαση στη Γαλλία. Η διάρκεια της παραβάσεως για την E.ON […] ήταν από τις 31 Ιανουαρίου 2003 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005.

Άρθρο 2

Για την παράβαση ή τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

α)      στην E.ON Ruhrgas […] και στην E.ON […], αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: 553 000 000 EUR

β)      στην GDF […]: 553 000 000 EUR

[…]».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

50      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 18 Σεπτεμβρίου 2009, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

51      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε μία ερώτηση και να υποβάλουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

52      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Σεπτεμβρίου 2011.

53      Με έγγραφο της 18ης Νοεμβρίου 2011, οι προσφεύγουσες ζήτησαν την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας για τον λόγο ότι είχαν μόλις λάβει γνώση ενός νέου στοιχείου. Με έγγραφο της 12ης Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή εξέθεσε τις παρατηρήσεις της επί του αιτήματος αυτού και εκτίμησε ότι δεν δικαιολογούνταν επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

54      Με απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας.

55      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να μειώσει προσηκόντως το πρόστιμο που επιβάλλεται στις προσφεύγουσες με την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

56      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

57      Οι προσφεύγουσες ζητούν, κυρίως, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, επικουρικώς, τη μείωση του προστίμου που τους επιβλήθηκε.

 1. Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

58      Προς στήριξη του αιτήματός τους περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε λόγους ακυρώσεως εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, ο δεύτερος από νομική πλάνη κατά την εκτίμηση της διάρκειας της προβαλλομένης παραβάσεως, ο τρίτος από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, ο τέταρτος από παραγραφή των προβαλλομένων παραβάσεων και ο πέμπτος από παραβίαση των αρχών που διέπουν τον καταλογισμό της ευθύνης για τις παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ

59      Ο λόγος αυτός περιλαμβάνει έξι σκέλη, το πρώτο εκ των οποίων αντλείται από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ καθόσον οι περιορισμοί που προβλέπονταν στα έγγραφα Direktion G και Direktion I και στο παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL είναι θεμιτοί παρεπόμενοι περιορισμοί, το δεύτερο από νομική πλάνη λόγω του χαρακτηρισμού της GDF και της E.ON Ruhrgas ως δυνητικών ανταγωνιστών πριν την απελευθέρωση της αγοράς που επήλθε τον Απρίλιο του 1998 (στη Γερμανία) και στις αρχές του 2002 (στη Γαλλία), το τρίτο από εσφαλμένη εκτίμηση του εγγράφου Direktion G, το τέταρτο από έλλειψη επιζήμιου για τον ανταγωνισμό αντικειμένου των εγγράφων Direktion G και Direktion I και του παραρτήματος 2 της συμφωνίας MEGAL, το πέμπτο από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ καθόσον οι παρεπόμενοι περιορισμοί δεν είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού και το έκτο από νομική πλάνη καθόσον οι «επαφές» ανήχθησαν σε συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές.

–       Επί του πρώτου σκέλους

60      Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ διότι τα έγγραφα Direktion G και Direktion I καθώς και το παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL συνιστούν θεμιτούς παρεπόμενους περιορισμούς αναγκαίους για την εύρυθμη λειτουργία των συμβατικών ρυθμίσεων σχετικά με τον αγωγό MEGAL και τελούντες σε αναλογία προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρίνισαν ότι κατά την άποψή τους το έγγραφο Direktion G δεν περιείχε περιορισμούς του ανταγωνισμού, αλλά το επιχείρημα για τους παρεπόμενους περιορισμούς ίσχυε και για το εν λόγω έγγραφο κατά το μέτρο που παρέπεμπε στο έγγραφο Direktion I.

61      Το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει τα σχετικά με το έγγραφο Direktion G επιχειρήματα στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

62      Υπενθυμίζεται ότι η έννοια του παρεπόμενου περιορισμού καλύπτει κάθε περιορισμό που συνδέεται άμεσα και είναι αναγκαίος για την πραγματοποίηση της κύριας πράξεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 2001, T‑112/99, M6 κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2459, σκέψη 104).

63      Ως περιορισμός άμεσα συνδεόμενος με την πραγματοποίηση της κύριας πράξεως νοείται κάθε περιορισμός μειωμένης σημασίας σε σχέση με τη διενέργεια αυτής της πράξεως ο οποίος έχει προφανή σχέση με αυτή (απόφαση M6 κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 105).

64      Η προϋπόθεση που αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα ενός περιορισμού συνεπάγεται ότι πρέπει να εξετάζονται δύο ζητήματα. Ειδικότερα, πρέπει να εξετάζεται, αφενός, αν ο περιορισμός είναι αντικειμενικά αναγκαίος για την υλοποίηση της κύριας πράξεως και, αφετέρου, αν τελεί σε αναλογία προς αυτή (βλ. απόφαση M6 κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 106 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65      Όσον αφορά τον αντικειμενικώς αναγκαίο χαρακτήρα ενός περιορισμού, υπογραμμίζεται ότι, καθόσον δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη «κανόνα της λογικής» στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, θα ήταν εσφαλμένο να θεωρηθεί, στο πλαίσιο του χαρακτηρισμού των παρεπόμενων περιορισμών, ότι η προϋπόθεση της αντικειμενικής αναγκαιότητας συνεπάγεται στάθμιση των υπέρ και κατά του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση M6 κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 107).

66      Η ορθότητα της απόψεως αυτής δεν απορρέει μόνον από την ανάγκη να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, αλλά και από λόγους συνέπειας. Ειδικότερα, εφόσον το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν συνεπάγεται την εξέταση των θετικών και αρνητικών αποτελεσμάτων ενός κύριου περιορισμού για τον ανταγωνισμό, η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται όσον αφορά την εξέταση των περιορισμών που τον συνοδεύουν (βλ., επ’ αυτού, απόφαση M6 κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 108).

67      Συνεπώς, η εξέταση του αντικειμενικώς αναγκαίου χαρακτήρα ενός περιορισμού σε σχέση με την κύρια πράξη δεν μπορεί παρά να είναι κάπως αφηρημένη. Το ζήτημα δεν είναι να εξακριβωθεί αν, βάσει της καταστάσεως του ανταγωνισμού στην επίμαχη αγορά, ο περιορισμός είναι αναγκαίος για την εμπορική επιτυχία της κύριας πράξεως, αλλά αντιθέτως να εξακριβωθεί αν, στο ιδιαίτερο πλαίσιο της κύριας πράξεως, ο περιορισμός είναι αναγκαίος για την υλοποίηση αυτής της πράξεως. Αν χωρίς τον περιορισμό, είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη, η υλοποίηση της κύριας πράξεως, ο περιορισμός μπορεί να θεωρηθεί ως αντικειμενικώς αναγκαίος για την υλοποίησή της (απόφαση M6 κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 109).

68      Οσάκις ένας περιορισμός είναι αντικειμενικά αναγκαίος για την υλοποίηση της κύριας πράξεως, πρέπει ακόμη να επαληθεύεται αν η διάρκειά του και το καθ’ ύλην και κατά τόπον πεδίο εφαρμογής του δεν υπερβαίνουν αυτό που είναι αναγκαίο για την υλοποίηση της εν λόγω πράξεως. Αν η διάρκεια ή το πεδίο εφαρμογής του περιορισμού υπερβαίνουν αυτό που είναι αναγκαίο για την υλοποίηση της πράξεως, ο περιορισμός πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής εξετάσεως στο πλαίσιο του άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ (βλ. απόφαση M6 κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

69      Επισημαίνεται ότι, καθόσον η εκτίμηση του παρεπόμενου χαρακτήρα μιας ιδιαίτερης δεσμεύσεως σε σχέση με την κύρια πράξη προϋποθέτει περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις εκ μέρους της καθής, ο δικαστικός έλεγχος της εκτιμήσεως αυτής περιορίζεται στην επαλήθευση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, της επάρκειας της αιτιολογήσεως και της αλήθειας των πραγματικών περιστατικών, της μη συνδρομής πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας (βλ. απόφαση M6 κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 114 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

70      Όταν διαπιστώνεται ότι ένας περιορισμός συνδέεται άμεσα με την υλοποίηση της κύριας πράξεως και είναι αναγκαίος γι’ αυτήν, το συμβατό του περιορισμού αυτού με τους κανόνες ανταγωνισμού πρέπει να εξετάζεται μαζί με το συμβατό της κύριας πράξεως. Έτσι, όταν η κύρια πράξη δεν εμπίπτει στην απαγόρευση που εξαγγέλλεται στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το ίδιο ισχύει για τους περιορισμούς που συνδέονται άμεσα με την πράξη αυτή και είναι αναγκαίοι γι’ αυτήν. Αν πάλι η κύρια πράξη συνιστά περιορισμό κατά την έννοια αυτής της διατάξεως, αλλά επωφελείται από εξαίρεση βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, η εξαίρεση αυτή καλύπτει και τους εν λόγω παρεπόμενους περιορισμούς (απόφαση M6 κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψεις 115 και 116).

71      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι τα συνοδευτικά έγγραφα δεν μπορούσαν να αποτελούν θεμιτούς παρεπόμενους περιορισμούς, εφόσον προέβλεπαν κατανομή της αγοράς. Επίσης εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 255 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα συνοδευτικά έγγραφα δεν φαίνονταν να είναι ούτε αναγκαία ούτε αναλογικά για την επίτευξη του σκοπού που συνίστατο στη σύναψη συμφωνίας κοινοπραξίας με σκοπό την από κοινού κατασκευή και εκμετάλλευση του αγωγού MEGAL. Κατά την Επιτροπή, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν απέδειξαν, ειδικότερα, ότι θα ήταν αδύνατη η κατασκευή του αγωγού MEGAL χωρίς τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στη Ruhrgas και στη GDF. Τούτο προκύπτει ιδίως από τις δηλώσεις της Ruhrgas ότι, αν η GDF δεν είχε δεχθεί να περιορίσει τις πωλήσεις της αερίου στη Γερμανία, η Ruhrgas θα είχε κατασκευάσει μόνη της τον αγωγό και θα είχε προσφέρει στην GDF δυναμικότητα μεταφοράς αερίου προς τη Γαλλία. Κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα περί διασφαλίσεως των επενδύσεων της Ruhrgas δεν αποδείκνυαν ότι οι επίμαχοι περιορισμοί ήταν αναγκαίοι και αναλογικοί. Η Επιτροπή πρόσθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 256 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η στάση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά την κοινοποίηση της συγκεντρώσεώς τους στην Bundeskartellamt έδειχνε ότι δεν θεωρούσαν ότι τα συνοδευτικά έγγραφα συνδέονταν άρρηκτα με τη γενική συμφωνία.

72      Πρέπει να εξετασθούν καταρχάς τα επιχειρήματα των προσφευγουσών προς απόδειξη του ότι οι περιορισμοί που προβλέπονταν στα συνοδευτικά έγγραφα ήταν αναγκαίοι για την κατασκευή και τη λειτουργία του αγωγού MEGAL. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι συμβατικές διατάξεις σχετικά με τον εν λόγω αγωγό επεδίωκαν θεμιτό σκοπό που συνίστατο στην κατασκευή ενός αγωγού φυσικού αερίου για τη βελτίωση του εφοδιασμού και το άνοιγμα των αγορών του φυσικού αερίου στη Γερμανία και στη Γαλλία. Κατά τις προσφεύγουσες, ο σκοπός αυτός απαιτούσε τη σύσταση κοινοπραξίας με την οποία παραχωρούνταν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί του αγωγού αυτού στην GDF, οπότε εξασφαλιζόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο ο εφοδιασμός. Υποστηρίζουν ακόμη ότι η GDF, ως συνιδιοκτήτρια, μπορούσε να ανταγωνισθεί τη Ruhrgas στη Γερμανία και να θέσει έτσι σε κίνδυνο την επένδυση της Ruhrgas στον νέο αγωγό, γι’ αυτόν δε το λόγο κατέστησαν αναγκαίοι οι παρεπόμενοι περιορισμοί που προβλέπονταν στα συνοδευτικά έγγραφα.

73      Διαπιστώνεται ότι, όπως δέχθηκαν και οι προσφεύγουσες στην απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς τους περιορισμούς που προβλέπονταν στα συνοδευτικά έγγραφα, η Ruhrgas θα είχε κατασκευάσει μόνη της τον αγωγό και θα είχε προσφέρει στην GDF δυναμικότητα μεταφοράς αερίου προς τη Γαλλία.

74      Έτσι, από τα όσα εκθέτουν οι προσφεύγουσες προκύπτει ότι οι επίμαχες συμβατικές διατάξεις για τον αγωγό MEGAL δεν ήταν αναγκαίες προκειμένου να κατασκευασθεί αγωγός για τη βελτίωση του εφοδιασμού και το άνοιγμα των αγορών.

75      Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η κατασκευή ενός αγωγού φυσικού αερίου από τη Ruhrgas και η σύναψη συμβάσεως διαμετακομίσεως με την GDF δεν θα εξασφάλιζαν τον εφοδιασμό του γαλλικού εδάφους, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν το γεγονός ότι η σύμβαση διαμετακομίσεως δεν θα είχε παράσχει στην GDF τη δυνατότητα να εξασφαλίσει εφοδιασμό σύμφωνο προς τις υποχρεώσεις της για παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Συναφώς, προβλήματα ανάλογα προς εκείνα μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας στα οποία αναφέρθηκαν οι προσφεύγουσες δεν φαίνεται ότι θα μπορούσαν να εμφανισθούν στην υπό κρίση περίπτωση η οποία αφορά δύο εταιρίες.

76      Εξάλλου, η θέση των προσφευγουσών ότι, αν η Ruhrgas είχε κατασκευάσει μόνη της έναν αγωγό φυσικού αερίου, αυτός αναμφίβολα θα ήταν διαφορετικός από τον αγωγό MEGAL και η GDF δεν θα είχε ανάλογη ασφάλεια εφοδιασμού, δεν αποδεικνύεται με στοιχεία. Άλλωστε, έστω και αν υποτεθεί ότι η θέση αυτή είναι βάσιμη, το γεγονός αυτό από μόνο του δεν θα αποδείκνυε ότι τα συνοδευτικά έγγραφα συνδέονται άμεσα με την υλοποίηση της πράξεως και είναι αναγκαία γι’ αυτήν.

77      Εξ αυτού συνάγεται ότι η σύσταση κοινοπραξίας μεταξύ της Ruhrgas και της GDF δεν ήταν αναγκαία για την επιδίωξη του σκοπού που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 72 ανωτέρω. Συνεπώς, δεν ήταν αναγκαίοι οι προβλεπόμενοι στα συνοδευτικά έγγραφα περιορισμοί, διότι η Ruhrgas μπορούσε να αποτελεί τη μόνη ιδιοκτήτρια του αγωγού.

78      Έστω και αν η σύσταση κοινοπραξίας θεωρηθεί αναγκαία για την κατασκευή και την εκμετάλλευση του αγωγού MEGAL, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι, χωρίς τους περιορισμούς που προβλέπονταν στα συνοδευτικά έγγραφα, θα ήταν δύσκολη η υλοποίηση της κύριας πράξεως. Ειδικότερα, δεν προσκόμισαν στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τυχόν ανταγωνισμός τον οποίο θα ασκούσε η GDF στη γερμανική αγορά θα υπερέβαινε τον απλό εμπορικό κίνδυνο και θα αντιπροσώπευε τέτοιο κίνδυνο για τις επενδύσεις της Ruhrgas που θα υπονόμευε το όλο εγχείρημα, ενώ αναγνωρίζουν ότι, για την GDF, η δυνατότητα να κερδίσει πελάτες στη Γερμανία αποτελούσε δευτερεύον ζήτημα κατά τον χρόνο της κατασκευής του εν λόγω αγωγού.

79      Εξάλλου, παρά τα όσα εκθέτουν οι προσφεύγουσες, οι συναφθείσες μεταξύ GDF και Ruhrgas απαγορεύσεις παραδόσεων δεν προστάτευαν την κοινοπραξία MEGAL, δεδομένου ότι από το γράμμα των συνοδευτικών εγγράφων προκύπτει ότι οι απαγορεύσεις παραδόσεων αφορούσαν τη δραστηριότητα των μητρικών εταιριών και όχι τη δραστηριότητα της θυγατρικής.

80      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι οι προβλεπόμενοι στα συνοδευτικά έγγραφα περιορισμοί ήταν αντικειμενικώς αναγκαίοι για την υλοποίηση της κύριας πράξεως, δηλαδή για την κατασκευή και την εκμετάλλευση του αγωγού MEGAL.

81      Έτσι, χωρίς καν να απαιτείται να εξετασθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αντλούνται από εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 1986, 161/84, Pronuptia de Paris (Συλλογή 1986, σ. 353), από τη διάρκεια και από το καθ’ ύλην και κατά τόπον πεδίο εφαρμογής του περιορισμού καθώς και από τη μη υποβολή των εγγράφων στην Bundeskartellamt, διαπιστώνεται ότι ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν αποτελούσαν θεμιτούς παρεπόμενους περιορισμούς.

82      Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου σκέλους

83      Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν ήταν δυνητικοί ανταγωνιστές στη Γερμανία πριν τις αρχές του 2000 και στη Γαλλία πριν τις αρχές του 2002. Συνεπώς, τα συνοδευτικά έγγραφα και το παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

84      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ ισχύει αποκλειστικά στους τομείς που είναι ανοικτοί στον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη των όρων που διατυπώνονται στη διάταξη αυτή, σχετικά με τις επιπτώσεις επί του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και τις επιπτώσεις επί του ανταγωνισμού (βλ., κατ’ αναλογίαν, σχετικά με τους όμοιους όρους του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2000, T‑298/97, T‑312/97, T‑313/97, T‑315/97, T‑600/97 έως T‑607/97, T‑1/98, T‑3/98 έως T‑6/98 και T‑23/98, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2319, σκέψη 143).

85      Η εξέταση των όρων του ανταγωνισμού γίνεται όχι μόνο βάσει του νυν υφιστάμενου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι ήδη παρούσες στην επίμαχη αγορά, αλλά και βάσει του δυνητικού ανταγωνισμού, προκειμένου να διαπιστωθεί αν, λαμβανομένης υπόψη της διαρθρώσεως της αγοράς και του οικονομικού και νομικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία της, υφίστανται πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες ανταγωνισμού μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων ή αν ένας νέος ανταγωνιστής μπορεί να διεισδύσει στην επίμαχη αγορά και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες επιχειρήσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 1991, C‑234/89, Δηλιμίτης, Συλλογή 1991, σ. I‑935, σκέψη 21· απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑374/94, T‑375/94, T‑384/94 και T‑388/94, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3141, σκέψη 137, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2011, T‑461/07, Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑1729, σκέψη 68).

86      Προκειμένου να εξακριβώσει αν μια επιχείρηση αποτελεί δυνητικό ανταγωνιστή σε μια αγορά, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει αν, σε περίπτωση που δεν εφαρμοζόταν η επίμαχη συμφωνία, η επιχείρηση αυτή θα είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να διεισδύσει στην εν λόγω αγορά και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες σε αυτήν επιχειρήσεις. Η απόδειξη αυτή δεν μπορεί να βασίζεται σε απλή υπόθεση, αλλά πρέπει να τεκμηριώνεται από πραγματικά στοιχεία ή από ανάλυση των δομών της οικείας αγοράς. Έτσι, μια επιχείρηση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δυνητικός ανταγωνιστής αν η είσοδός της στην αγορά δεν ανταποκρίνεται σε βιώσιμη εμπορική στρατηγική (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψεις 166 και 167).

87      Αναγκαστικά επομένως, μολονότι η πρόθεση της επιχειρήσεως για διείσδυσή της σε αγορά αποτελεί ενδεχομένως στοιχείο κρίσιμο προκειμένου να εξακριβωθεί αν μπορεί να θεωρηθεί δυνητικός ανταγωνιστής στην εν λόγω αγορά, εντούτοις το βασικό στοιχείο επί του οποίου πρέπει να στηρίζεται ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι η ικανότητά της να διεισδύσει στην εν λόγω αγορά (απόφαση Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψη 168).

88      Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της καταστάσεως της γαλλικής αγοράς και της καταστάσεως της γερμανικής αγοράς του αερίου.

89      Αφενός, σε ό,τι αφορά τη γαλλική αγορά, δεν αμφισβητείται ότι το μονοπώλιο εισαγωγής και προμήθειας αερίου το οποίο είχε η GDF από το 1946 καταργήθηκε μόλις την 1η Ιανουαρίου 2003, μολονότι η προθεσμία για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της πρώτης οδηγίας για το αέριο έληγε στις 10 Αυγούστου 2000. Επομένως, τουλάχιστον μέχρι τις 10 Αυγούστου 2000, δεν υφίστατο στη γαλλική αγορά του αερίου ανταγωνισμός, έστω και δυνητικός, και, ως προς την αγορά αυτή, η επίμαχη συμπεριφορά δεν ενέπιπτε στο άρθρο 81 ΕΚ.

90      Όσον αφορά το μετά τις 10 Αυγούστου 2000 διάστημα, από την αιτιολογική σκέψη 290 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, από την ημερομηνία αυτή, ορισμένοι πελάτες χαρακτηρίσθηκαν ως επιλέξιμοι, ενώ διείσδυσαν στη γαλλική αγορά προμηθευτές αερίου. Τούτο εξάλλου δεν αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες, ούτε με τα δικόγραφά τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ούτε με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

91      Υπογραμμίζεται ότι η δυνατότητα αυτή αλλαγής προμηθευτή παρασχέθηκε κατόπιν της εκδόσεως της πρώτης οδηγίας για το αέριο, που είχε λάβει χώρα δύο έτη νωρίτερα. Οι προσφεύγουσες ήταν έτσι σε θέση να προετοιμάσουν την είσοδό τους στη γαλλική αγορά από τον Ιούνιο του 1998.

92      Η Ruhrgas μπορούσε επομένως να διεισδύσει στη γαλλική αγορά από τον Αύγουστο του 2000. Το γεγονός ότι η διείσδυση αυτή αφορούσε μόνο μια περιορισμένη ομάδα πελατών, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν διέθεταν πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα προσβάσεως στην αγορά.

93      Συνεπώς, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι οι Ruhrgas και GDF αποτελούσαν δυνητικούς ανταγωνιστές στη γαλλική αγορά από τις 10 Αυγούστου 2000.

94      Αφετέρου, όσον αφορά τη γερμανική αγορά, η Επιτροπή διέψευσε, στην αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη θέση ότι η GDF ουδέποτε αποτέλεσε δυνητικό ανταγωνιστή της Ruhrgas πριν την απελευθέρωση της αγοράς. Υπογράμμισε συναφώς ότι το γερμανικό δίκαιο ουδέποτε απαγόρευσε την είσοδο νέων προμηθευτών στην αγορά, αλλά επέτρεπε απλώς στους παραδοσιακούς προμηθευτές να θέσουν σημαντικούς φραγμούς εισόδου διά της συνάψεως συμφωνιών, οι οποίες εξαιρούνταν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό. Εξάλλου, η Επιτροπή ανέφερε ότι η εξαίρεση των συμφωνιών αυτών δεν είχε απόλυτη εφαρμογή, αλλά υποβαλλόταν σε ορισμένες προϋποθέσεις. Οι συμφωνίες για τις οποίες γινόταν επίκληση της εξαιρέσεως έπρεπε να κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή ανταγωνισμού, η οποία είχε τη δυνατότητα να απαγορεύσει μια συμφωνία αν θεωρούσε ότι συνιστούσε κατάχρηση της νόμιμης εξαιρέσεως. Τέλος, βρίσκοντας έρεισμα στις περιπτώσεις της Wingas και της Mobil, η Επιτροπή επισήμανε ότι η δυνατότητα ασκήσεως ανταγωνισμού, παρά τους πολύ σημαντικούς φραγμούς εισόδου, δεν ήταν απλώς θεωρητική. Συμπέρανε εξ αυτού ότι η GDF μπορούσε να πωλήσει αέριο στην παραδοσιακή ζώνη εφοδιασμού της Ruhrgas, παρά τους σημαντικούς φραγμούς εισόδου, οπότε μπορούσε να θεωρηθεί ως δυνητικός ανταγωνιστής της Ruhrgas καθ’ όλο το επίμαχο χρονικό διάστημα.

95      Η Επιτροπή υπογράμμισε εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 294 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν προβλεπόταν ούτε από τον EnWG του 1935 ούτε από το άρθρο 103 του GWB νόμιμο μονοπώλιο της Ruhrgas ή οποιουδήποτε άλλου παραδοσιακού φορέα εντός της Γερμανίας. Τούτο εξάλλου δεν αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες.

96      Οι προσφεύγουσες φρονούν πάντως ότι δεν υφίστατο πραγματική, συγκεκριμένη και εύλογη δυνατότητα προσβάσεως στην αγορά και ότι, συνεπώς, η GDF δεν αποτελούσε δυνητικό ανταγωνιστή της Ruhrgas. Φρονούν ότι ο οποιοσδήποτε ανταγωνισμός αποκλειόταν πριν την απελευθέρωση της αγοράς τον Απρίλιο του 1998, και ότι, στην πράξη, η GDF δεν κατέστη ανταγωνιστής της Ruhrgas στη Γερμανία παρά μόνο το 2000.

97      Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, του χρονικού διαστήματος από 1980 μέχρι 1998 και, αφετέρου, του χρονικού διαστήματος από 1998 μέχρι 2000.

98      Όσον αφορά, πρώτον, το χρονικό διάστημα μεταξύ 1980 και 1998, διαπιστώνεται ότι δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι, μέχρι τις 24 Απριλίου 1998, το άρθρο 103, παράγραφος 1, του GWB εξαιρούσε από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου με τις οποίες απαγορεύονταν οι θίγουσες τον ανταγωνισμό συμφωνίες αφενός, τις συμφωνίες οριοθετήσεως, ήτοι τις συμφωνίες με τις οποίες οι παρέχουσες δημόσια υπηρεσία εταιρίες συνήπταν μεταξύ τους συμφωνία για τη μη προμήθεια αερίου σε μια συγκεκριμένη περιοχή και, αφετέρου, τις συμφωνίες αποκλειστικής παραχωρήσεως, ήτοι τις συμφωνίες με τις οποίες ένας οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης παραχωρούσε αποκλειστικό δικαίωμα χρήσεως σε μια εταιρία η οποία παρείχε δημόσια υπηρεσία, επιτρέποντάς της να χρησιμοποιεί δημόσια ακίνητα για την κατασκευή και την εκμετάλλευση δικτύων διανομής αερίου.

99      Ασφαλώς, από την αιτιολογική σκέψη 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, για να εφαρμοσθούν, οι συμφωνίες αυτές έπρεπε να κοινοποιηθούν στο Bundeskartellamt που είχε την εξουσία να τις απαγορεύσει εφόσον εκτιμούσε ότι η επίμαχη συμφωνία συνιστούσε κατάχρηση δικαιώματος. Εντούτοις, σχεδόν ποτέ δεν έγινε χρήση της δυνατότητας αυτής, όπως προκύπτει από την υποσημείωση 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

100    Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η σωρευτική χρήση των συμφωνιών οριοθετήσεως και των συμφωνιών αποκλειστικής παραχωρήσεως είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργείται εκ των πραγμάτων ένα σύστημα αποκλειστικών ζωνών εφοδιασμού εντός των οποίων μία και μόνο επιχείρηση φυσικού αερίου μπορούσε να εφοδιάζει πελάτες με αέριο, χωρίς πάντως να υπάρχει εκ του νόμου απαγόρευση προς άλλες εταιρίες να προμηθεύουν αέριο.

101    Η Επιτροπή δέχεται εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι Γερμανοί παραδοσιακοί προμηθευτές είχαν εκ των πραγμάτων μονοπώλιο ο καθένας στη ζώνη εφοδιασμού του.

102    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι, τουλάχιστον μέχρι τις 24 Απριλίου 1998, η γερμανική αγορά του αερίου χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη εκ των πραγμάτων εδαφικών μονοπωλίων.

103    Διαπιστώνεται ότι η κατάσταση αυτή, που υφίστατο στη γερμανική αγορά του αερίου μέχρι τις 24 Απριλίου 1998, μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρη απουσία ανταγωνισμού, όχι μόνο πραγματικού, αλλά και δυνητικού, στην ως άνω αγορά. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι έχει κριθεί ότι το γεωγραφικό μονοπώλιο τοπικών επιχειρήσεων διανομής αερίου εμπόδιζε οποιονδήποτε υφιστάμενο μεταξύ τους ανταγωνισμό (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑87/05, EDP κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3745, σκέψη 117).

104    Ούτε όμως στην προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε στη δικογραφία περιέχονται στοιχεία που να αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμο ότι, σε περίπτωση μη εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας και παρά τα χαρακτηριστικά της γερμανικής αγοράς του αερίου που εκτίθενται στις σκέψεις 95 έως 102 ανωτέρω, υφίστατο, μέχρι τις 24 Απριλίου 1998, για την GDF πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα να διεισδύσει στη γερμανική αγορά του αερίου και να ανταγωνισθεί τις προσφεύγουσες, όπως επιτάσσει η νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 85 και 86 ανωτέρω.

105    Έτσι, το γεγονός για το οποίο κάνει λόγο η αιτιολογική σκέψη 294 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή δεν υπήρχε στη Γερμανία μονοπώλιο εκ του νόμου, δεν ασκεί επιρροή. Ειδικότερα, για να κριθεί αν υπάρχει σε μια αγορά δυνητικός ανταγωνισμός, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει τις πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες όσον αφορά την ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων ή όσον αφορά το κατά πόσον ένας νέος ανταγωνιστής μπορεί να διεισδύσει στην ως άνω αγορά και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες επιχειρήσεις. Η ως άνω εξέταση της Επιτροπής πρέπει να διενεργείται λαμβανομένων υπόψη αντικειμενικώς των δυνατοτήτων αυτών, με συνέπεια να μην ασκεί επιρροή το αν οι δυνατότητες αυτές αποκλείονται λόγω ενός μονοπωλίου το οποίο ανάγεται ευθέως στην εθνική νομοθεσία ή το οποίο ανάγεται εμμέσως στην πραγματική κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας.

106    Εξάλλου, η διαπίστωση, στην αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η GDF όχι μόνο είχε το δικαίωμα, από νομικής απόψεως, να πωλήσει αέριο στην παραδοσιακή ζώνη εφοδιασμού της Ruhrgas, αλλά αυτό ήταν και στην πράξη δυνατόν (παρά τους σημαντικούς φραγμούς εισόδου), δεν μπορεί να αποτελέσει, αυτή καθεαυτή, επαρκή απόδειξη της υπάρξεως δυνητικού ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η καθαρά θεωρητική δυνατότητα εισόδου της GDF στην αγορά δεν είναι αρκετή για να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιου ανταγωνισμού. Επιπλέον, η ως άνω διαπίστωση στηρίζεται σε απλή υπόθεση και δεν αποτελεί απόδειξη στηριζόμενη σε πραγματικά στοιχεία ή σε ανάλυση των δομών της οικείας αγοράς, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 86 ανωτέρω, αφού μάλιστα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 108 έως 112 κατωτέρω, τα παραδείγματα που παρατέθηκαν προς στήριξή της είναι αλυσιτελή.

107    Το ίδιο ισχύει για τις συνθήκες που επισημαίνονται στην αιτιολογική σκέψη 240 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αποτελούσαν σημαντικούς συντελεστές του ευρωπαϊκού τομέα του φυσικού αερίου και η καθεμία τους έπρεπε να θεωρηθεί ως νέος φυσικός ανταγωνιστής στην αγορά της άλλης, ή ότι ήταν ισχυροί ανταγωνιστές, οι οποίοι καταρχήν είχαν κάθε δυνατότητα να επιτύχουν να διεισδύσουν στη γειτονική αγορά, ή τέλος ότι η Γερμανία και η Γαλλία αποτελούσαν στενά συνδεδεμένες γειτονικές αγορές πράγμα το οποίο αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας. Ειδικότερα, τέτοια γενικά και αφηρημένα στοιχεία δεν παρέχουν τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι, παρά την κατάσταση του ανταγωνισμού που επικρατούσε στη γερμανική αγορά του αερίου, η GDF θα ήταν σε θέση, σε περίπτωση μη εφαρμογής της επίμαχης συμφωνίας, να διεισδύσει στην ως άνω αγορά.

108    Τα ανωτέρω ισχύουν, για τους ίδιους λόγους, και ως προς τα στοιχεία, τα οποία υπενθυμίζονται στην αιτιολογική σκέψη 240 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με τα οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν την αναγκαία ισχύ, τα αναγκαία πλεονεκτήματα και την αναγκαία υποδομή ώστε να μπορέσουν να διεισδύσουν στην αγορά, οι δε θυγατρικές EEG και PEG της GDF, καθώς και η μειοψηφική συμμετοχή της στην GASAG και στη VNG, αποτελούσαν ισχυρά πλεονεκτήματα για την ενίσχυση της θέσεώς της στην ως άνω αγορά.

109    Εξάλλου, είναι αλυσιτελή τα παραδείγματα της Wingas και της Mobil, που υπενθυμίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 30 και 243 της προσβαλλομένης αποφάσεως για να καταστήσουν εναργέστερη τη διαπίστωση ότι οι δυνατότητες εισόδου δεν ήταν καθαρά θεωρητικές.

110    Ειδικότερα, όσον αφορά τη Wingas, επισημαίνεται ότι πρόκειται για κοινοπραξία της BASF και της Gazprom η οποία πέτυχε να διεισδύσει στη γερμανική αγορά του αερίου στη δεκαετία του 1990 χάρη στον εφοδιασμό σε αέριο στον οποίο προέβαινε η τελευταία επιχείρηση και στην κατασκευή ενός τεράστιου δικτύου νέων αγωγών φυσικού αερίου που αναπτύσσονταν παράλληλα προς τους αγωγούς της Ruhrgas και άλλων παραδοσιακών προμηθευτών (αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η περίπτωση της Wingas ήταν ιδιόμορφη σύμφωνα με την Επιτροπή η οποία, στην αιτιολογική σκέψη 100 της από 29 Σεπτεμβρίου 1999 αποφάσεώς στην υπόθεση IV/M.1383 — Exxon/Mobil (στο εξής: απόφαση Exxon/Mobil), διαπίστωνε ότι η εμπειρία της Wingas είχε ελάχιστες πιθανότητες να επαναληφθεί, δεδομένου ότι η ως άνω επιχείρηση ήταν ένας επιτυχημένος συνδυασμός ενός πολύ μεγάλου (πιθανόν και του μεγαλύτερου) Γερμανού βιομηχανικού καταναλωτή φυσικού αερίου και ενός πολύ μεγάλου ρώσου παραγωγού.

111    Σχετικά με τη Mobil, αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι εισήλθε στη γερμανική αγορά του αερίου επίσης κατά τη δεκαετία του 1990, διαπραγματευόμενη την πρόσβαση στα δίκτυα των παραδοσιακών διαχειριστών των δικτύων μεταφοράς. Διαπιστώνεται όμως ότι η ίδια η Επιτροπή επισήμανε ότι η Mobil βρισκόταν σε κάπως ασυνήθιστη κατάσταση στη Γερμανία (βλ. αιτιολογική σκέψη 251 της αποφάσεως Exxon/Mobil). Υπογράμμισε ιδίως ότι η ως άνω επιχείρηση παρήγε σημαντικό μερίδιο του γερμανικού αερίου και ανήκε στις κατεστημένες επιχειρήσεις στον τομέα του φυσικού αερίου στη Γερμανία, αναμφίβολα δε αυτός ήταν ο λόγος, κατά την Επιτροπή, για τον οποίο μπόρεσε να εισαγάγει αέριο στη Γερμανία χωρίς να διαθέτει ιδιόκτητο δίκτυο αγωγών φυσικού αερίου υψηλής πιέσεως, αλλά μέσω προσβάσεως τρίτων στο δίκτυο. Η Επιτροπή ανέφερε και για τη Mobil ότι βρισκόταν σε μοναδική θέση (βλ. αιτιολογική σκέψη 219 της αποφάσεως Exxon/Mobil).

112    Εξάλλου, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η Wingas και η Mobil είναι δύο πολύ διαφορετικές μεταξύ τους επιχειρήσεις, πράγμα που δείχνει ότι η είσοδος στην αγορά ήταν δυνατή, δεν πείθει από τη στιγμή που αποδεικνύεται ότι οι περιπτώσεις της καθεμίας είναι ασυνήθιστες και είχαν ελάχιστες πιθανότητες να επαναληφθούν.

113    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων τους, τα παραδείγματα της Wingas και της Mobil δεν μπορούν να αποδείξουν πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα, για ένα νεοεισερχόμενο στην αγορά, να διεισδύσει στη γερμανική αγορά του αερίου και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες επιχειρήσεις.

114    Εν πάση περιπτώσει, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανένα στοιχείο, έστω και γενικό, που να αποδεικνύει ότι, κατά το διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1980 και 24 Απριλίου 1998, παρά τις περιστάσεις που συνίσταντο στην ύπαρξη περιφερειακών μονοπωλίων στη γερμανική αγορά του αερίου, η κατασκευή αγωγών για τη διέλευση του αερίου ή η σύναψη συμβάσεων για την πρόσβαση στο δίκτυο με παραδοσιακό φορέα στο δρομολόγιο του αγωγού MEGAL δεν ανταποκρινόταν σε βιώσιμη εμπορική στρατηγική, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 86 ανωτέρω, και αντιπροσώπευε πραγματική και συγκεκριμένη δυνατότητα, για φορέα όπως η GDF, που ήταν συνιδιοκτήτρια του αγωγού MEGAL, να διεισδύσει στην ως άνω αγορά και να ανταγωνισθεί τις ήδη εγκατεστημένες σε αυτήν επιχειρήσεις. Ειδικότερα, βάσει κανενός στοιχείου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η είσοδος της GDF στην αγορά μπορούσε να πραγματοποιηθεί, με αυτά τα μέσα, αρκετά γρήγορα ώστε η απειλή της ενδεχόμενης εισόδου να δημιουργεί πίεση στη συμπεριφορά των φορέων που δραστηριοποιούνται στην αγορά ή με οικονομικά ανεκτό κόστος. Διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή προέβη σε εξέταση της υπάρξεως δυνητικού ανταγωνισμού σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 86 ανωτέρω.

115    Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι κατ’ ανάγκην υφίστατο δυνητικός ανταγωνισμός στη γερμανική αγορά, διαφορετικά δεν θα ήταν αναγκαία η κατάρτιση του εγγράφου Direktion I, πρέπει να θεωρηθεί ότι, δεδομένων των φραγμών εισόδου που περιγράφηκαν ανωτέρω, καθώς και των ειδικών χαρακτηριστικών των εισερχομένων, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να αποδείξει ότι η GDF αποτελούσε αντικειμενικώς δυνητικό ανταγωνιστή. Το εν λόγω γεγονός αποδεικνύει, το πολύ, ότι η Ruhrgas φοβόταν ότι τέτοιος ανταγωνισμός θα μπορούσε να υπάρξει μελλοντικά. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το έγγραφο Direktion G το οποίο προέβλεπε απαγόρευση παραδόσεως στη Γαλλία καταρτίσθηκε το 1975 παρά το προβλεπόμενο από τον νόμο μονοπώλιο. Η ύπαρξη απαγορεύσεως παραδόσεως δεν συνεπάγεται επομένως κατ’ ανάγκην την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού κατά την ημερομηνία υπογραφής του εγγράφου Direktion I, αντιθέτως προς όσα αφήνει να εννοηθούν η Επιτροπή.

116    Βάσει των ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού στη γερμανική αγορά του αερίου από την 1η Ιανουαρίου 1980 μέχρι τις 24 Απριλίου 1998.

117    Εξάλλου, υπογραμμίζοντας, στην αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, με την κατάργηση, στις 24 Απριλίου 1998, της εξαιρέσεως από το δίκαιο του ανταγωνισμού η οποία ίσχυε για τις συμφωνίες οριοθετήσεως, ο Γερμανός νομοθέτης όρισε σαφώς ότι ο τομέας του αερίου θα ήταν ανοικτός στον ανταγωνισμό από την ημερομηνία αυτή και στο εξής, η Επιτροπή δέχεται, εμμέσως τουλάχιστον, ότι, πριν από την ως άνω ημερομηνία, ο Γερμανός νομοθέτης εκτιμούσε ότι ο τομέας του αερίου δεν ήταν ανοικτός στον ανταγωνισμό και, κατά συνέπεια, δεν υφίστατο δυνητικός ανταγωνισμός.

118    Όσον αφορά το διάστημα μεταξύ 24ης Απριλίου 1998 και 10ης Αυγούστου 2000, υπενθυμίζεται ότι η εξαίρεση που εφαρμοζόταν στις συμφωνίες οριοθετήσεως και αποκλειστικής παραχωρήσεως είχε παύσει να ισχύει κατά το εν λόγω διάστημα, λόγω των νομοθετικών μεταβολών που είχαν προηγηθεί.

119    Οι προσφεύγουσες φρονούν εντούτοις ότι πριν τις αρχές του 2000 δεν υφίστατο στη γερμανική αγορά δυνητικός ανταγωνισμός.

120    Οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν στο δικόγραφο της προσφυγής κανένα στοιχείο προς στήριξη της θέσεώς τους και αρκούνται να παραπέμψουν στην αιτιολογική σκέψη 207 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και στην απάντηση της GDF στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η οποία δεν επισυνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής, αλλά στο υπόμνημα απαντήσεως.

121    Κατά τη νομολογία όμως, έστω και αν το κύριο μέρος του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να τεκμηριώνεται και να συμπληρώνεται, ως προς συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε ορισμένα αποσπάσματα συνημμένων εγγράφων, η γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ακόμα κι αν επισυνάπτονται στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1992, C‑52/90, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1992, σ. I‑2187, σκέψη 17, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 21ης Μαΐου 1999, T‑154/98, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1703, σκέψη 49).

122    Επομένως, η παραπομπή στα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στην απάντηση της GDF στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η οποία δεν επισυνάπτεται καν στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

123    Όσον αφορά τη διάρθρωση της γερμανικής αγοράς, έστω και αν μπορούσε επίσης να αποτελέσει φραγμό εισόδου κατά το διάστημα μεταξύ 24ης Απριλίου 1998 και 10ης Αυγούστου 2000, εντούτοις κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι, κατά το εν λόγω διάστημα, η διάρθρωση αυτή μπορούσε αφεαυτής να αποκλείσει πλήρως την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού στη γερμανική αγορά.

124    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι κανένα στοιχείο δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι εσφαλμένως θεώρησε η Επιτροπή ότι υφίστατο δυνητικός ανταγωνισμός στη γερμανική αγορά του αερίου μεταξύ 24ης Απριλίου 1998 και 10ης Αυγούστου 2000.

125    Βάσει όλων των ανωτέρω, το δεύτερο σκέλος πρέπει να γίνει δεκτό κατά το μέρος που αναφέρεται στη γερμανική αγορά κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1980 και 24ης Απριλίου 1998. Κατά τα λοιπά, το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τρίτου σκέλους

126    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι βάσει του εγγράφου Direktion G δεν μπορούσε να εξακριβωθεί παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ όσον αφορά τη γαλλική αγορά. Συναφώς, υποστηρίζουν ότι το γράμμα του εγγράφου δεν προέβλεπε απαγόρευση παραδόσεως, ότι μια τέτοια απαγόρευση δεν θα παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον και ότι η είσοδος της E.ON Ruhrgas στη γαλλική αγορά από το 2003 δείχνει ότι δεν υπήρχε τέτοια απαγόρευση.

127    Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του εγγράφου Direktion G, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι το έγγραφο αυτό δεν έχει την ίδια ή συμμετρική διατύπωση προς εκείνη του εγγράφου Direktion I, αυτό καθεαυτό, δεν θίγει τη δυνατότητα της Επιτροπής να θεωρήσει ότι τα έγγραφα αυτά έχουν παρόμοιο σκοπό, ήτοι την κατανομή των εθνικών αγορών του αερίου και τον περιορισμό της προσβάσεως στην εθνική αγορά της καθεμίας εκ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

128    Πρέπει επομένως να εξακριβωθεί αν, βάσει του περιεχομένου του εγγράφου Direktion G, η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι το εν λόγω έγγραφο είχε ως σκοπό να απαγορεύσει στη Ruhrgas να διαθέσει εμπορικά στη Γαλλία αέριο μεταφερόμενο μέσω του αγωγού MEGAL. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το έγγραφο Direktion G έχει ως εξής:

«[…]

Η δυναμικότητα μεταφοράς που, βάσει συμβάσεως, έχει παραχωρηθεί ή πρόκειται να παραχωρηθεί στην [GDF] για τη μεταφορά αερίου αφορά αέριο το οποίο έχει αγοράσει ή πρόκειται να αγοράσει η [GDF] και το οποίο θα παραδοθεί στη [MEGAL] και/ή στη [MEGAL Finco] με σκοπό τη διαμετακόμιση για λογαριασμό της [GDF] προς τη Γαλλία και προορίζεται για κατανάλωση στη Γαλλία.

Η δυναμικότητα μεταφοράς που, βάσει συμβάσεως, έχει παραχωρηθεί ή πρόκειται να παραχωρηθεί στη Ruhrgas για τη μεταφορά αερίου αφορά τη μεταφορά, για κάθε άλλο σκοπό διαμετακομίσεως, αερίου το οποίο μεταφέρεται από τον αγωγό και απορροφάται από αυτόν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το οποίο προορίζεται για κατανάλωση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ή έχει αγορασθεί από τη Ruhrgas με σκοπό τη διαμετακόμιση μέσω της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

[…]»

129    Επισημαίνεται βεβαίως ότι, βάσει του γράμματός του, το έγγραφο Direktion G δεν απαγορεύει ρητώς στη Ruhrgas να παραδίδει ή να προμηθεύει στη Γαλλία αέριο μεταφερόμενο μέσω του αγωγού MEGAL.

130    Εντούτοις, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από το έγγραφο Direktion G μπορεί να συναχθεί ότι, ενώ το αέριο το οποίο μεταφέρει η GDF μέσω του αγωγού MEGAL πρέπει να διοχετευθεί στη Γαλλία, το αέριο το οποίο μεταφέρει η Ruhrgas μέσω του αγωγού αυτού πρέπει είτε να απορροφηθεί στη Γερμανία, είτε να μεταφερθεί για οποιονδήποτε άλλο σκοπό διαμετακομίσεως, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να επιτραπεί στη Ruhrgas να διοχετεύσει στη Γαλλία αέριο μεταφερόμενο μέσω του αγωγού αυτού. Ειδικότερα, η φράση «μεταφορά για κάθε άλλο σκοπό διαμετακομίσεως» πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως της προηγούμενης παραγράφου, με την οποία παραχωρείται στην GDF δυναμικότητα μεταφοράς για το αέριο που παραδίδεται «με σκοπό τη διαμετακόμιση για λογαριασμό [της] προς τη Γαλλία». Η φράση αυτή σημαίνει επομένως ότι η Ruhrgas δικαιούται δυναμικότητα μεταφοράς προκειμένου να παραδίδει υπό διαμετακόμιση αέριο που προορίζεται για άλλες χώρες πλην της Γαλλίας. Έτσι, σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο, το αέριο που μπορούσε να μεταφέρει η Ruhrgas μέσω του αγωγού MEGAL έπρεπε να προορίζεται είτε για κατανάλωση στη Γερμανία, είτε για διαμετακόμιση προς άλλες χώρες πλην της Γαλλίας.

131    Επομένως, έστω και αν το έγγραφο Direktion G δεν απαγορεύει ρητώς στην Ruhrgas να πωλεί αέριο στη Γαλλία, παρ’ όλ’ αυτά περιορίζει τις δυνατότητές της να μεταφέρει αέριο προς τη χώρα αυτή μέσω του αγωγού MEGAL και, κατά συνέπεια, να πωλεί στη Γαλλία το αέριο που προέρχεται από τον αγωγό αυτόν.

132    Η ως άνω ερμηνεία επιβεβαιώνεται από τον συνδυασμό του εγγράφου Direktion G και του παραρτήματος 2 της συμφωνίας MEGAL. Ειδικότερα, η εν λόγω συμφωνία προβλέπει, στο άρθρο της 5, παράγραφος 13, στοιχείο a, μεταξύ άλλων, ότι τα σημεία εισόδου και εξόδου αναφέρονται στο παράρτημά της 2 και ότι η Ruhrgas έχει δικαίωμα απορροφήσεως αερίου από τον αγωγό MEGAL σε οποιοδήποτε σημείο εξόδου. Ωστόσο, το σημείο 2.2 του παραρτήματος 2 της συμφωνίας αυτής, το οποίο καθορίζει τα σημεία εξόδου του αγωγού αυτού για το αέριο που μεταφέρεται για λογαριασμό της Ruhrgas, της παραχωρεί σημεία εξόδου μόνο στη Γερμανία. Κανένα σημείο εξόδου δεν προβλέπεται για τη Ruhrgas στο Medelsheim, όπου ο εν λόγω αγωγός συνδέεται με το γαλλικό δίκτυο. Επομένως, το αέριο που μεταφερόταν για τη Ruhrgas δεν μπορούσε να έχει διέξοδο στη Γαλλία και να πωληθεί έτσι στη χώρα αυτή. Όπως θα αποδειχθεί στις σκέψεις 194 έως 195 κατωτέρω, το περιεχόμενο του εγγράφου της 21ης Μαΐου 2002 που παρατίθεται από τις προσφεύγουσες δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό.

133    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το έγγραφο Direktion G είχε σκοπό να εμποδίσει τη Ruhrgas να εφοδιάσει τους Γάλλους πελάτες με αέριο μεταφερόμενο μέσω του αγωγού MEGAL.

134    Εξάλλου, κανένα από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών, κατά τα οποία τα στοιχεία τα οποία επικαλείται η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούν να θεμελιώσουν την ερμηνεία της, δεν είναι βάσιμο.

135    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, όσον αφορά τη Γαλλία, δεν υπήρχε ενδιαφέρον για την απαγόρευση των παραδόσεων δεδομένου του μονοπωλίου εισαγωγών της GDF στη Γαλλία, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει καθόσον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, μια τέτοια απαγόρευση είχε ως σκοπό να αντισταθμίσει τις τυχόν νομοθετικές και πραγματικές μεταβολές που θα επέρχονταν κατά τη διάρκεια της ζωής του αγωγού. Τούτο είναι εξάλλου απολύτως συνεπές προς την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών σχετικά με την ανάγκη καταρτίσεως του εγγράφου Direktion I παρά την απουσία δυνητικού ανταγωνισμού στη γερμανική αγορά πριν το 1998 (βλ. σκέψη 147 κατωτέρω).

136    Δεύτερον, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι διείσδυσαν στη γαλλική αγορά από το 2003 δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τον περιοριστικό χαρακτήρα του εγγράφου Direktion G όπως προκύπτει από το γράμμα του εν λόγω εγγράφου σε συνδυασμό με παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL.

137    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι το τρίτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τετάρτου σκέλους

138    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα έγγραφα Direktion G και Direktion I δεν είναι δυνατόν να αποσκοπούν στον περιορισμό του ανταγωνισμού καθόσον συνιστούν θεμιτούς παρεπόμενους περιορισμούς. Επικουρικώς, φρονούν ότι το αντικείμενο των συνοδευτικών εγγράφων ήταν ουδέτερο με βάση το υφιστάμενο κατά την εποχή εκείνη οικονομικό πλαίσιο.

139    Πρώτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών σχετικά με την ύπαρξη θεμιτών παρεπόμενων περιορισμών, καθόσον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 60 έως 82 ανωτέρω, τα έγγραφα Direktion G και Direktion I δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τέτοιοι περιορισμοί.

140    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

141    Το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο και αποτέλεσμα μιας συμφωνίας αποτελούν όχι σωρευτικές αλλά διαζευκτικές προϋποθέσεις για να εκτιμηθεί αν μια τέτοια συμφωνία εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά πάγια όμως νομολογία, ο διαζευκτικός χαρακτήρας αυτής της προϋποθέσεως, που εκφράζεται με τη χρήση του συνδέσμου «ή», επιβάλλει να εξετασθεί καταρχάς το αντικείμενο της συμφωνίας, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται. Αν πάντως από την ανάλυση του περιεχομένου της συμφωνίας δεν προκύψει ότι είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξετασθούν τα αποτελέσματά της, προς επιβολή δε της απαγορεύσεως πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε είτε περιορίστηκε είτε νοθεύτηκε αισθητά. Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας εφόσον έχει αποδειχθεί το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο αυτής (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 2009, C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑9291, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

142    Για να εκτιμηθεί ο επιζήμιος για τον ανταγωνισμό χαρακτήρας μιας συμφωνίας πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεών της, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Εξάλλου, έστω και αν η πρόθεση των μερών δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της εξακριβώσεως του περιοριστικού χαρακτήρα μιας συμφωνίας, τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή ή τα δικαιοδοτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να λαμβάνουν υπόψη την πρόθεση αυτή (βλ. απόφαση GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

143    Εξάλλου, μια συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει περιοριστικό αντικείμενο ακόμη και αν δεν έχει ως αποκλειστικό σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού, αλλά επιδιώκει και άλλους, θεμιτούς, σκοπούς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

144    Επισημαίνεται τέλος ότι, κατ’ επανάληψη το Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει συμφωνίες που αποσκοπούν στη στεγανοποίηση των εθνικών αγορών με βάση τα εθνικά σύνορα ή παρακωλύουν την οικονομική αλληλοδιείσδυση των εθνικών αγορών, και ιδίως εκείνες που έχουν σκοπό την απαγόρευση ή τον περιορισμό των παράλληλων εξαγωγών, ως συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

145    Εν προκειμένω, γίνεται η ίδια επισήμανση στην οποία προέβη και η Επιτροπή, ότι δηλαδή η κατασκευή ενός αγωγού φυσικού αερίου όπως ο αγωγός MEGAL αποτελεί επένδυση ενόψει μιας πολύ μακροχρόνιας χρήσεως, δεδομένου ότι η Ruhrgas δήλωσε ότι η περίοδος αποσβέσεως των επενδύσεων για τον αγωγό αυτόν ήταν 25 έτη και η Επιτροπή βεβαίωσε, χωρίς να διαψεύδεται από τις προσφεύγουσες, ότι η περίοδος εκμεταλλεύσεως ενός αγωγού φυσικού αερίου είναι γενικώς από 45 έως 65 έτη.

146    Διαπιστώνεται εξάλλου ότι, βάσει των άρθρων 2 ΕΚ και 3 ΕΚ, όπως ίσχυαν κατά την υπογραφή των εγγράφων Direktion G και Direktion I, η Κοινότητα είχε ήδη, κατά την ημερομηνία εκείνη, ως σκοπό τη δημιουργία κοινής αγοράς, ο δε σκοπός αυτός συνεπαγόταν, μεταξύ άλλων, την άρση, μεταξύ των κρατών μελών, των ποσοτικών περιορισμών κατά την εισαγωγή και την εξαγωγή εμπορευμάτων, καθώς και όλων των άλλων μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος. Εξάλλου, κατά την εν λόγω ημερομηνία, το Δικαστήριο είχε ήδη βρει την ευκαιρία να τονίσει ότι η απομόνωση των εθνικών αγορών έρχεται σε σύγκρουση με έναν από τους κύριους σκοπούς της Συνθήκης, που είναι η συγχώνευση των εθνικών αγορών σε μια ενιαία αγορά (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1974, 192/73, Van Zuylen, Συλλογή τόμος 1974, σ. 371, σκέψη 13).

147    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι, κατά τον χρόνο της υπογραφής των συνοδευτικών εγγράφων, η απελευθέρωση της αγοράς δεν μπορούσε να αποκλεισθεί μακροπρόθεσμα και αποτελούσε μια ευλόγως αναμενόμενη προοπτική. Τούτο εξάλλου επιβεβαιώθηκε κατ’ ουσίαν από την E.ON, η οποία ανέφερε στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το έγγραφο Direktion I καταρτίσθηκε «ως προληπτικό μέτρο […] για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να εκτεθεί το σχέδιο σε, έστω και καθαρά θεωρητικούς, κινδύνους, συνδεόμενους με μεταβολές των νομικών και οικονομικών συνθηκών οι οποίες ήταν αδύνατον να αποκλεισθούν πλήρως». Τούτο δέχθηκαν επίσης οι προσφεύγουσες στα δικόγραφά τους.

148    Το αντικείμενο των εγγράφων Direktion G και Direktion I δεν μπορεί επομένως να χαρακτηρισθεί ως ουδέτερο, εφόσον τα έγγραφα αυτά αποσκοπούσαν στην κατανομή των αγορών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε περίπτωση μεταβολής των νομικών ή πραγματικών συνθηκών, και ιδίως σε περίπτωση απελευθερώσεως της γαλλικής και της γερμανικής αγοράς. Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 227 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα εν λόγω έγγραφα είχαν επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο.

149    Συνεπώς, το τέταρτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του πέμπτου σκέλους

150    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα έγγραφα Direktion G και Direktion I καθώς και το παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL δεν μπορούσαν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

151    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ εφαρμόζεται μόνο στις συμφωνίες που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί μια απόφαση, συμφωνία ή πρακτική να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να προκύπτει από ένα σύνολο αντικειμενικών νομικών ή πραγματικών στοιχείων σημαντική πιθανότητα να επιφέρει άμεσες ή έμμεσες, πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, τούτο δε κατά τέτοιο τρόπο δυνάμενο να εμποδίσει την υλοποίηση ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 2006, C‑238/05, Asnef-Equifax και Administración del Estado, Συλλογή 2006, σ. I‑11125, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

152    Έτσι, η ύπαρξη επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο προϋποθέτει εν γένει τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, εκτιμώμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκην καθοριστικοί. Για να διαπιστωθεί αν μια σύμπραξη επηρεάζει αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να εξετάζεται εντός του οικονομικού και του νομικού της πλαισίου (βλ. απόφαση Asnef-Equifax και Administración del Estado, σκέψη 151 ανωτέρω, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει το αν η επιρροή μιας συμπράξεως επί του εμπορίου είναι δυσμενής, ουδέτερη ή ευνοϊκή. Ειδικότερα, ο περιορισμός του ανταγωνισμού είναι ικανός να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών όταν μπορεί να εκτρέψει τα εμπορικά ρεύματα από την κατεύθυνση που θα είχαν άλλως λάβει (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 172).

153    Εξάλλου, η ικανότητα μιας συμπράξεως να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, ήτοι το δυνητικό αποτέλεσμά της, αρκεί για να υπαχθεί η εν λόγω σύμπραξη στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί η ύπαρξη πραγματικών επιπτώσεων επί του εμπορίου (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 1999, C‑215/96 και C‑216/96, Bagnasco κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I‑135, σκέψη 48, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψη 166). Είναι πάντως αναγκαίο το δυνητικό αποτέλεσμα της συμπράξεως επί του διακρατικού εμπορίου να είναι αισθητό, ή, με άλλα λόγια, να μην είναι επουσιώδες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1998, C‑306/96, Javico, Συλλογή 1998, σ. I‑1983, σκέψεις 12 και 17).

154    Εξάλλου, σύμπραξη η οποία εκτείνεται στο σύνολο του εδάφους κράτους μέλους συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς της, την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκει η Συνθήκη ΕΚ (απόφαση Asnef-Equifax και Administración del Estado, σκέψη 151 ανωτέρω, σκέψη 37).

155    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, εφόσον δεν απέδειξε την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού στη γερμανική αγορά του αερίου από την 1η Ιανουαρίου 1980 μέχρι τις 24 Απριλίου 1998 (βλ. σκέψη 116 ανωτέρω) και εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η γαλλική αγορά ήταν κλειστή στον ανταγωνισμό τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο του 2000, εσφαλμένως δέχθηκε η Επιτροπή ότι η επίμαχη συμφωνία και οι επίμαχες πρακτικές ήταν ικανές να έχουν αισθητή επίδραση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών πριν τις 24 Απριλίου 1998.

156    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η Επιτροπή στήριξε μεταξύ άλλων το σχετικό συμπέρασμά της, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο γεγονός ότι η ως άνω συμφωνία και οι ως άνω πρακτικές εμπόδιζαν τον διασυνοριακό ανταγωνισμό στη γερμανική και στη γαλλική αγορά του αερίου. Εφόσον όμως δεν υπήρχε ανταγωνισμός στις δύο αυτές αγορές, ο εν λόγω ανταγωνισμός δεν μπορούσε να παρεμποδισθεί και κατά συνέπεια, το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών δεν μπορούσε να επηρεασθεί.

157    Αντιθέτως, ως προς το διάστημα μεταξύ 24ης Απριλίου 1998 και 10ης Αυγούστου 2000, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών όσον αφορά τις επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών πρέπει να απορριφθούν, δεδομένου ότι αυτές δεν αμφισβήτησαν βασίμως την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού στη γερμανική αγορά του αερίου (βλ. σκέψη 124 ανωτέρω), ο δε περιορισμός του εν λόγω ανταγωνισμού μπορούσε έτσι να έχει αισθητή επίδραση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

158    Το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει επομένως να γίνει εν μέρει δεκτό.

–       Επί του έκτου σκέλους

159    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, εφόσον η Επιτροπή σκόπευε να υποστηρίξει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, με αντιφατικές παρατηρήσεις, ότι οι επαφές μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων μεταξύ 1999 και 2005 αποτελούσαν εναρμονισμένες πρακτικές ή συμφωνίες ανεξάρτητα από τα συνοδευτικά έγγραφα, παρέβη το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

160    Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι οι επαφές μεταξύ 1999 και 2005 αποτελούσαν παραβάσεις ανεξάρτητες από την παράβαση που προέκυπτε από τα έγγραφα Direktion G και Direktion I (βλ., ιδίως, τις αιτιολογικές σκέψεις 162 και 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τούτο επιβεβαιώνεται εξάλλου από την Επιτροπή στα δικόγραφά της.

161    Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών περί υπάρξεως αντιφάσεων στην προσβαλλόμενη απόφαση, επισημαίνεται ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 177, 199 και 223 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να συνδυασθούν με τις επόμενες ή τις προηγούμενες αιτιολογικές σκέψεις και ότι, στις τελευταίες αυτές αιτιολογικές σκέψεις, διευκρινίζεται ότι οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές που διαπιστώθηκαν ήταν απόρροια της συμφωνίας MEGAL και των εγγράφων Direktion G και Direktion I (βλ., ιδίως, τις αιτιολογικές σκέψεις 178, 181, 197 και 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

162    Κατά συνέπεια, το έκτο σκέλος που προβάλλουν οι προσφεύγουσες πρέπει να απορριφθεί.

163    Εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν είναι βάσιμα, καθόσον η Επιτροπή απέδειξε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν ανταλλάξει στοιχεία σχετικά με τις στρατηγικές τις οποίες προτίθεντο να υιοθετήσουν στις αντίστοιχες αγορές της καθεμίας (βλ., ιδίως, τα έγγραφα που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 84, 87, 120, 121 ή 180 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

164    Παρά τα όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πράγματι αντήλλαξαν κρίσιμα στοιχεία σε σχέση με ζητήματα ανταγωνισμού. Οι ανταλλαγές αυτές εντάχθηκαν σε ένα συνολικό σχέδιο και αποτέλεσαν αντικείμενο συστηματικών συναντήσεων καθόσον, αφενός, αφορούσαν τον ανταγωνισμό μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στη Γερμανία και στη Γαλλία, και, αφετέρου, αποτέλεσαν αντικείμενο τακτικών συναντήσεων όπως μαρτυρεί η ύπαρξη των συναντήσεων με χαρακτήρα επισκόπησης για τις οποίες γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 63, 97, 114, 116, 121, 122, 131 και 132 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι οι ως άνω ανταλλαγές δεν πραγματοποιήθηκαν μεταξύ υψηλόβαθμων στελεχών ή ειδικών, αλλά μεταξύ διαφόρων συνεργατών είναι αλυσιτελές, κατά το μέτρο που δεν μπορεί με το επιχείρημα αυτό να αμφισβητηθεί το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό περιεχόμενο των εν λόγω ανταλλαγών στοιχείων. Επιπλέον, έστω και αν πολλές από τις συναντήσεις αυτές αποσκοπούσαν στην εξέταση νόμιμων θεμάτων συζητήσεως, αυτό δεν δικαιολογεί πάντως συναντήσεις οι οποίες ταυτοχρόνως στοιχειοθετούσαν εναρμονισμένη πρακτική απαγορευόμενη από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

165    Ως εκ τούτου, το έκτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμο.

166    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι το δεύτερο και το πέμπτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτά, ο δε λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

167    Συνεπώς, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως που διαπράχθηκε στη Γερμανία μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1980 και 24ης Απριλίου 1998.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από νομική πλάνη κατά την εκτίμηση της διάρκειας της παραβάσεως

168    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, επικουρικώς, την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τη διάρκεια της επίδικης παραβάσεως, προβάλλεται, αφενός, ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατήργησαν τις συμφωνίες που στοιχειοθετούσαν την εν λόγω παράβαση από τον Δεκέμβριο του 2001 ή τον Ιανουάριο του 2002, αν όχι νωρίτερα, και το αργότερο στις 13 Αυγούστου 2004 και, αφετέρου, ότι οι μετέπειτα ενέργειες των εν λόγω επιχειρήσεων δεν σήμαιναν ότι οι συμφωνίες αυτές εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται.

–       Επί του τερματισμού της επίδικης παραβάσεως

169    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίσει τα στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 173 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

170    Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει όχι μόνον την ύπαρξη της συμπράξεως, αλλά και τη διάρκειά της (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑62/02, Union Pigments κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5057, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

171    Επιπλέον, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, στον δικαστή απόκειται μόνο να ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 169 ανωτέρω, σκέψη 174).

172    Έτσι, ο ρόλος του δικαστή που επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού και επιβάλλονται πρόστιμα στους αποδέκτες της συνίσταται στην εκτίμηση του αν οι αποδείξεις και τα λοιπά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή με την απόφασή της επαρκούν προς απόδειξη της προσαπτομένης παραβάσεως (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 169 ανωτέρω, σκέψη 175 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

173    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση. Ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει έτσι ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 169 ανωτέρω, σκέψη 177 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

174    Έτσι, είναι απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διαπράχθηκε (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 169 ανωτέρω, σκέψη 179 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

175    Υπογραμμίζεται πάντως ότι δεν χρειάζεται οπωσδήποτε κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή να ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά σε σχέση με κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το θεσμικό όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 169 ανωτέρω, σκέψη 180 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

176    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, για να στοιχειοθετηθεί επαρκώς η συμμετοχή επιχειρήσεως σε σύμπραξη, αρκεί να αποδειχθεί ότι η εν λόγω επιχείρηση μετέσχε σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες θίγουσες τον ανταγωνισμό, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές. Όταν έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, στην επιχείρηση αυτή εναπόκειται να προβάλει στοιχεία ικανά να καταδείξουν ότι το πνεύμα της συμμετοχής της στις εν λόγω συναντήσεις δεν στρεφόταν κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συναντήσεις αυτές υπό πρίσμα διαφορετικό απ’ ό,τι εκείνοι (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2009, C‑510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑1843, σκέψη 119 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

177    Συνεπώς, το καθοριστικό στοιχείο για να εκτιμηθεί αν η οικεία επιχείρηση είχε πρόθεση να αποστασιοποιηθεί από την παράνομη συμφωνία είναι η ερμηνεία των προθέσεών της από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη (απόφαση Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 176 ανωτέρω, σκέψη 120).

178    Υπό το φως των ως άνω εκτιμήσεων πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με τον τερματισμό της επίδικης παραβάσεως.

179    Πρώτον, όσον αφορά τον τερματισμό της επίδικης παραβάσεως πριν το τέλος του 2001, υπογραμμίζεται ότι οι προσφεύγουσες δέχονται ότι δεν υπάρχει άμεση απόδειξη ότι μια εμπλεκόμενη επιχείρηση αποστασιοποιήθηκε από τις επίμαχες συμφωνίες, αλλά επικαλούνται σημείωμα σχετικό με τη συνάντηση της 4ης Φεβρουαρίου 1999 από το οποίο προκύπτει ότι, κατά τη συνάντηση μιας ομάδας εργασίας όσον αφορά τα τιμολόγια της MEGAL, ορισμένα στελέχη της GDF ζήτησαν να εξετασθεί το ενδεχόμενο χωριστής εμπορικής διαθέσεως στη Γερμανία αερίου μέσω του αγωγού MEGAL. Η GDF δήλωσε έτσι ότι ο σκοπός της ήταν να βελτιστοποιήσει τη θέση της ως μεταφορέα και μετόχου και ότι, σε περίπτωση μεταβολής των κανόνων για την πρόσβαση των τρίτων, θα υπεράσπιζε τα συμφέροντά της λαμβάνοντας ταυτοχρόνως υπόψη τους παραδοσιακούς δεσμούς με τη Ruhrgas.

180    Διαπιστώνεται ότι οι διαβεβαιώσεις που περιέχονται στο σχετικό με τη συνάντηση της 4ης Φεβρουαρίου 1999 σημείωμα και οι οποίες αφορούν τη βελτιστοποίηση της θέσεως της GDF δεν αρκούν για να αποδείξουν σαφή αποστασιοποίηση της Ruhrgas ή της GDF από τις επίμαχες συμφωνίες.

181    Εξάλλου, υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως επισήμανε η Επιτροπή, από τα οποία προκύπτει ότι το 2000, οι επίμαχες συμφωνίες δεν θεωρούνταν ως παρωχημένες ή ως μη παράγουσες αποτελέσματα. Συναφώς, δύο εσωτερικές ηλεκτρονικές επιστολές της GDF της 9ης και της 17ης Φεβρουαρίου 2000, για τις οποίες γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 65 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρονται ρητώς στα έγγραφα Direktion G και Direktion I, επισημαίνοντας ότι το πρώτο από τα εν λόγω έγγραφα ισοδυναμεί με μια «τεράστια κατανομή της αγοράς» μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, «πράγμα που θέτει το ζήτημα της νομικής αξίας ενός τέτοιου εγγράφου (ακυρότητα!)» και ότι, με το δεύτερο από τα έγγραφα αυτά, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «έξοχο», οι εν λόγω επιχειρήσεις συνεννοούνται ώστε η GDF να μην παραδίδει αέριο (αμέσως ή εμμέσως) σε πελάτες στη Γερμανία.

182    Το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι οι από 9 και 17 Φεβρουαρίου 2000 εσωτερικές ηλεκτρονικές επιστολές της GDF αφορούν την ίδια την GDF και δεν έχουν συνεπώς σημασία σε ό,τι αφορά τη Ruhrgas πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, καμία διάταξη ή γενική αρχή του δικαίου δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται κατά επιχειρήσεως δηλώσεις άλλων κατηγορουμένων επιχειρήσεων. Διαφορετικά, το βάρος της αποδείξεως των συμπεριφορών που αντιβαίνουν στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, το οποίο φέρει η Επιτροπή, θα ήταν δυσβάστακτο και ασυμβίβαστο προς την αποστολή της επιβλέψεως της ορθής εφαρμογής των διατάξεων αυτών, η οποία της ανατίθεται από τη Συνθήκη ΕΚ (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 169 ανωτέρω, σκέψη 192 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 8ης Ιουλίου 2008, T‑54/03, Lafarge κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το ίδιο ισχύει για τα εσωτερικά έγγραφα μιας άλλης κατηγορούμενης επιχειρήσεως. Ειδικότερα, πρακτικά εσωτερικής χρήσεως τα οποία ευρέθησαν σε έλεγχο που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία κατηγορουμένης επιχειρήσεως μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως απόδειξη εις βάρος άλλης κατηγορούμενης επιχειρήσεως (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 1991, T‑3/89, Atochem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1177, σκέψεις 31 έως 38, και της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T‑59/99, Ventouris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5257, σκέψη 91). Περαιτέρω, δεδομένης της φύσεως των επίμαχων πρακτικών και των συνακόλουθων δυσκολιών όσον αφορά την προσκόμιση αποδείξεων, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί να στηριχθεί οπωσδήποτε σε έγραφα τα οποία αντήλλαξαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή τα οποία ήταν κοινά στις επιχειρήσεις αυτές. Μπορεί έτσι να στηριχθεί σε εσωτερικά έγγραφα των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, εφόσον τα έγγραφα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα να αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως.

183    Εξάλλου, όπως θα αποδειχθεί στις σκέψεις 184 έως 240 κατωτέρω, διάφορες άλλες μεταγενέστερες έγγραφες αποδείξεις, ορισμένες από τις οποίες καταρτίσθηκαν από την πρώτη από τις προσφεύγουσες, ανασκευάζουν το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν αποστασιοποιηθεί από τις επίμαχες συμφωνίες από το 2001.

184    Εξάλλου, όσον αφορά την παρουσίαση, από το 2000, ανταγωνιστικής προσφοράς της GDF, αυτή δεν αρκεί, δεδομένων των στοιχείων που προπαρατέθηκαν, για να αποδείξει σαφή και δημόσια αποστασιοποίηση από τις επίμαχες συμφωνίες, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον είναι σύνηθες, στο πλαίσιο των συμπράξεων, ορισμένοι μετέχοντες να παραβιάζουν περιστασιακά τη συμφωνία για να τη χρησιμοποιήσουν για ίδιον όφελος (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 182 ανωτέρω, σκέψη 773 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, πρέπει να υποβαθμιστεί κατά πολύ η σημασία της υπάρξεως της προσφοράς αυτής, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 73 και 74 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η GDF άρχισε να πωλεί αέριο στη γερμανική αγορά μόλις το 2001. Οι πωλήσεις ήταν πολύ χαμηλές μεταξύ 2001 και 2005 και η GDF απέφευγε να πωλεί μεγάλες ποσότητες στη νότια Γερμανία (δηλαδή στη ζώνη του αγωγού MEGAL) μέχρι τον Οκτώβριο του 2005.

185    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών κατά τα οποία η επίμαχη σύμπραξη είχε τερματισθεί πριν τον Δεκέμβριο του 2001 πρέπει να απορριφθούν.

186    Δεύτερον, προς απόδειξη του τερματισμού της επίδικης παραβάσεως από τα τέλη του 2001 ή τις αρχές του 2002, οι προσφεύγουσες στηρίζονται κυρίως σε τηλεομοιοτυπία την οποία απέστειλε η Ruhrgas στην GDF στις 7 Ιανουαρίου 2002 και η οποία ανέφερε ότι τα έγγραφα Direktion G και Direktion I πρέπει να θεωρούνται «παρωχημένα», θέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τέρμα στην παράβαση.

187    Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι η τηλεομοιοτυπία την οποία απέστειλε η Ruhrgas στη GDF στις 7 Ιανουαρίου 2002 έπεται μιας συναντήσεως μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων η οποία είχε λάβει χώρα στις 14 Δεκεμβρίου 2001. Η πρώτη σελίδα της εν λόγω τηλεομοιοτυπίας αναφέρει ότι επισυνάπτεται σε αυτήν ένα σχέδιο του καταλόγου των υφιστάμενων συμφωνιών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και η αντιμετώπιση που θα πρέπει να έχουν οι διατάξεις της καθεμίας στο πλαίσιο της έννοιας της «επωφελούς χρήσεως». Στην εν λόγω τηλεομοιοτυπία επισυνάπτεται κατάλογος των διατάξεων της συμφωνίας MEGAL, των παραρτημάτων της και των συνοδευτικών εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνονται και τα έγγραφα Direktion G και Direktion I. Το ως άνω παράρτημα φέρει στην κεφαλίδα της κάθε σελίδας τη μνεία «Νέα διάρθρωση MEGAL — Μετατροπή της βασικής συμφωνίας και των συνδεδεμένων συμβάσεων σε νέα συμφωνία κοινοπραξίας». Περιγράφει το έγγραφο Direktion G ως έχον ως αντικείμενο τις «δεσμεύσεις χωρητικότητας» των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, ενώ θέτει το ζήτημα κατά πόσον μπορούν να υπάρξουν «συμφωνίες μεταφοράς μέσω του MEGAL με τρίτους». Το δε έγγραφο Direktion I περιγράφεται στο εν λόγω παράρτημα ως έχον ως αντικείμενο τη μη διενέργεια παραδόσεων ή εφοδιασμού από τη GDF στη Γερμανία. Όσον αφορά την αντιμετώπιση που θα πρέπει να έχουν τα έγγραφα αυτά, η εν λόγω τηλεομοιοτυπία θέτει, απέναντι από την παράθεση των εν λόγω εγγράφων, τον όρο «παρωχημένα».

188    Εφόσον εξετασθεί στο σύνολό της η τηλεομοιοτυπία που η Ruhrgas απέστειλε στην GDF στις 7 Ιανουαρίου 2002 και δεδομένου του πλαισίου της, πρέπει να κριθεί ότι, αντί να αναφέρει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν ότι τα έγγραφα Direktion G και Direktion I ήταν πλέον παρωχημένα, η εν λόγω τηλεομοιοτυπία αναφέρει απλώς ότι οι επιχειρήσεις αυτές είχαν κατά νου να θεωρήσουν τα έγγραφα αυτά ως παρωχημένα στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας που τελούσε υπό διαπραγμάτευση. Ειδικότερα, ο όρος «παρωχημένα» δείχνει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν ότι δεν ήταν αναγκαίο να συμπεριλάβουν τέτοιες ρήτρες σε αυτή τη νέα συμφωνία. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, για τις διατάξεις για τις οποίες αναφέρεται ότι αντιμετωπίζονται ως μη «παρωχημένες», δηλώνεται ρητώς ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να ενσωματωθούν, ενδεχομένως τροποποιημένες, στη νέα συμφωνία ή στα παραρτήματά της. Επιπλέον, στην πρώτη σελίδα της εν λόγω τηλεομοιοτυπίας αναγράφεται ότι η τηλεομοιοτυπία αφορά «υφιστάμενες συμφωνίες». Ως εκ τούτου, ορθώς εκτίμησε η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ως άνω τηλεομοιοτυπία αναφερόταν στον ρόλο που τα ως άνω συνοδευτικά έγγραφα θα είχαν κατά το μέλλον στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας MEGAL και της έννοιας της «επωφελούς χρήσεως». Δεν συνάγεται επομένως από την εν λόγω τηλεομοιοτυπία ότι, κατά την ημερομηνία αποστολής της, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν τα έγγραφα Direktion G και Direktion I ως παρωχημένα.

189    Το γεγονός ότι η Επιτροπή ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ερμηνεία της τηλεομοιοτυπίας την οποία απέστειλε η Ruhrgas στην GDF στις 7 Ιανουαρίου 2002 «δεν [ήταν] απολύτως ξεκάθαρη» δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό και να προκαλέσει αμφιβολίες που θα απέβαιναν εις όφελος των προσφευγουσών. Ειδικότερα, η ως άνω περίοδος πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το υπόλοιπο μέρος της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως, από τo οποίo προκύπτει σαφώς ότι η εν λόγω τηλεομοιοτυπία δεν αποδείκνυε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν τα συνοδευτικά έγγραφα ως παρωχημένα κατά την εποχή εκείνη.

190    Επαλλήλως, επισημαίνεται ότι το σημείο 2.1 του παραρτήματος 2 της συμφωνίας MEGAL, που καθορίζει τα σημεία εξόδου για το αέριο που μεταφέρεται από την GDF, δεν παραχωρούσε σε αυτήν παρά μόνο ένα σημείο εξόδου του αγωγού MEGAL στα γαλλογερμανικά σύνορα και κανένα στη Γερμανία. Η ως άνω συμβατική διάταξη επιβεβαίωνε έτσι την αδυναμία της GDF να απορροφήσει αέριο από τον αγωγό MEGAL την οποία συνεπαγόταν το έγγραφο Direktion I. Η τηλεομοιοτυπία όμως την οποία απέστειλε η Ruhrgas στην GDF στις 7 Ιανουαρίου 2002 δεν αναγράφει ότι η εν λόγω συμβατική διάταξη θεωρείται ως «παρωχημένη», αλλά ότι πρόκειται να «ενσωματωθεί στην περιγραφή του αγωγού».

191    Εν συνεχεία, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών περί ανεπαρκούς αποδεικτικής αξίας του εσωτερικού ενημερωτικού σημειώματος της Ruhrgas το οποίο συντάχθηκε ενόψει της συναντήσεως της 20ής Δεκεμβρίου 2001 που είχε χαρακτήρα επισκόπησης, καθώς και του εσωτερικού σημειώματος της GDF της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, τα οποία παραθέτει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 115 και 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι, έστω και αν τα ως άνω έγγραφα δεν παραπέμπουν ρητώς στα έγγραφα Direktion G και Direktion I, δείχνουν ότι η Ruhrgas και η GDF δεν προτίθεντο να ανταγωνιστούν επιθετικά η μία την άλλη. Έτσι, στο προπαρασκευαστικό σημείωμα της συναντήσεως της 20ής Δεκεμβρίου 2001 αναφέρεται ότι η Ruhrgas ήθελε να επισημάνει στην GDF, κατά την ως άνω συνάντηση, ότι είχε ανοίξει στο Παρίσι ένα γραφείο πωλήσεων, ο ρόλος του οποίου ήταν να καταστήσει φανερή την παρουσία της στη Γαλλία και όχι η επιθετική εισχώρηση στη γαλλική αγορά. Ομοίως, το σημείωμα της 24ης Σεπτεμβρίου 2002 δείχνει ότι, κατά την GDF, οι μεγάλοι γερμανικοί φορείς χρειάζονται προσχηματικά άλλοθι στη Γερμανία για να δείξουν ότι η αγορά είναι ανοικτή και ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενδέχεται να έχουν κοινό συμφέρον για τη σύναψη «συμφωνίας με έντονα στρατηγικό περιεχόμενο» η οποία θα τους παρείχε τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν θέσεις στην Ευρώπη.

192    Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή προέβη στην εκτίμηση, στην αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι από τα στοιχεία του φακέλου προέκυπτε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό ως ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος, ακόμη και όταν δεν αφορούσε το αέριο που μεταφερόταν μέσω του αγωγού MEGAL.

193    Τέλος, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων που είναι μεταγενέστερα της τηλεομοιοτυπίας την οποία απέστειλε η E.ON Ruhrgas στην GDF στις 7 Ιανουαρίου 2002 πρέπει να απορριφθεί.

194    Ειδικότερα, όσον αφορά τις επιστολές που αντήλλαξαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στις 13 και 21 Μαΐου 2002, η Επιτροπή εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 81 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι επιβεβαίωναν το γεγονός ότι η Ruhrgas εκτιμούσε ότι το έγγραφο Direktion G ήταν δεσμευτικό και ότι καμία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν είχε αφήσει να εννοηθεί ότι το έγγραφο αυτό και το έγγραφο Direktion I ήταν παρωχημένα. Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από κανένα στοιχείο. Ειδικότερα, το έγγραφο το οποίο απέστειλε η Ruhrgas στην GDF στις 21 Μαΐου 2002, σε απάντηση του από 13 Μαΐου 2002 εγγράφου της, παραπέμπει ρητώς στο έγγραφο Direktion G, επισημαίνοντας ότι η μεταφορά που πραγματοποιήθηκε για άλλη επιχείρηση από τον αγωγό MEGAL ήταν απολύτως σύμφωνη προς το εν λόγω έγγραφο. Αν όμως το έγγραφο αυτό θεωρούνταν ως παρωχημένο και ως μη δεσμεύον τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η Ruhrgas δεν θα είχε αναφέρει ότι η επίμαχη μεταφορά ήταν σύμφωνη προς αυτό.

195    Το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Ruhrgas είχε παραπέμψει στο έγγραφο Direktion G μόνον επικουρικώς και μόνο στο σημείο 3 του εν λόγω εγγράφου ουδόλως αποδεικνύεται από το περιεχόμενο του εγγράφου της 21ης Μαΐου 2002, το οποίο παραθέτει ρητώς ένα τμήμα του σημείου 1 του εγγράφου Direktion G χωρίς να διευκρινίζει ότι αναφέρεται σε αυτό επικουρικώς. Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι η Ruhrgas παρέπεμψε στο έγγραφο Direktion G μόνον επικουρικώς και μόνο στο σημείο 3 του εν λόγω εγγράφου, από αυτό δεν αποδεικνύεται ότι η πρώτη από τις προσφεύγουσες θεωρούσε το έγγραφο αυτό ως παρωχημένο, αλλ’ αντιθέτως επιβεβαιώνεται ότι θεωρούσε το εν λόγω έγγραφο ως έχον εφαρμογή στις σχέσεις της με τη GDF.

196    Εξάλλου, από τα πρακτικά της Ruhrgas που αφορούν συνάντηση της 23ης Μαΐου 2002 προκύπτει σαφώς ότι η GDF διαβεβαίωσε ότι δεν σκεφτόταν, κατά την ημερομηνία εκείνη, να πωλήσει αέριο το οποίο απορροφούσε από τον αγωγό MEGAL στη νότια Γερμανία. Η θέση των προσφευγουσών ότι η επισήμανση αυτή της GDF αποτελούσε απλώς διαπραγματευτική τακτική δεν βρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενο του εν λόγω σημειώματος. Αντιθέτως, από αυτό προκύπτει ότι η εν λόγω επισήμανση έγινε στο πλαίσιο συζητήσεως μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ως αμιγώς μονομερής. Τέλος, παρά τα όσα προβάλλουν οι προσφεύγουσες, το γεγονός ότι η πρώτη από τις προσφεύγουσες δεν υπέβαλε σχετικό ερώτημα ούτε αποδέχθηκε την εν λόγω επισήμανση δεν μπορεί να αποδείξει την έλλειψη συμφωνίας ή συνεννοήσεως, εφόσον τούτο δεν συνιστά ρητή διατύπωση αντιρρήσεων κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 176 ανωτέρω.

197    Η τηλεομοιοτυπία της 24ης Μαΐου 2002 επιβεβαιώνει την πραγματοποίηση της συναντήσεως της 23ης Μαΐου 2002. Εξάλλου, δεν αναφέρεται μόνο στην άρνηση της GDF να πωλήσει μακροπρόθεσμη δυναμικότητα μεταφοράς στο σύστημα «Waidhaus/Medelsheim», αλλά και στη δυνατότητα να γίνουν κατά περίπτωση εξαιρέσεις αν ελάμβανε χώρα η αναδιάρθρωση του συμβατικού πλαισίου του αγωγού MEGAL. Όπως υπογραμμίζουν οι προσφεύγουσες, δεν περιέχει πάντως ανταλλαγή επιχειρηματικών απορρήτων.

198    Στα δικόγραφά της, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως ανέφερε την ως άνω τηλεομοιοτυπία της 24ης Μαΐου 2002 απλώς και μόνον ως συμπληρωματική απόδειξη για το ότι η συνάντηση είχε πράγματι λάβει χώρα. Διευκρίνισε ότι οι εκτιμήσεις όσον αφορά την ανταλλαγή επιχειρηματικών απορρήτων οι οποίες περιλαμβάνονταν στην ίδια αιτιολογική σκέψη αφορούσαν τις δηλώσεις της GDF οι οποίες προκύπτουν από τα πρακτικά της συναντήσεως της 23ης Μαΐου 2002. Η ως άνω ερμηνεία δεν είναι σύμφωνη προς το γράμμα της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως. Τούτο όμως δεν αναιρεί το γενικό συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η ως άνω συνάντηση της 23ης Μαΐου 2002 καταδεικνύει τη βούληση της GDF να παραμείνει εντός του πλαισίου που προβλέπεται από τα συνοδευτικά έγγραφα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 196 ανωτέρω.

199    Εξ αυτού συνάγεται ότι τα επιχειρήματα με τα οποία οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η επίμαχη σύμπραξη τερματίσθηκε από τα τέλη του 2001 ή από τις αρχές του 2002 πρέπει να απορριφθούν.

200    Τρίτον, όσον αφορά τον υποτιθέμενο τερματισμό της παραβάσεως από τις αρχές του 2003, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε σε επαρκή βαθμό υπόψη την ένορκη δήλωση ενός υπαλλήλου της Ruhrgas σύμφωνα με την οποία η δυνατότητα της GDF να απορροφήσει αέριο από όλα τα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL είχε γίνει δεκτή από το 2003, σε διάφορες άλλες ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν πριν τη συμφωνία του 2004. Τούτο επιβεβαιώνεται από ηλεκτρονικές επιστολές που αντηλλάγησαν στις 8 Σεπτεμβρίου 2003 και οι οποίες αναφέρονται σε συνάντηση της 6ης Αυγούστου 2003 και σε σχέδιο ενδιάμεσης συμφωνίας το οποίο όριζε ότι η GDF και η E.ON Ruhrgas μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα σημεία εισόδου και εξόδου σε ολόκληρο το «σύστημα».

201    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η δήλωση του υπαλλήλου της E.ON Ruhrgas πραγματοποιήθηκε το 2008 και δεν είναι συγκεκριμένη όσον αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επισημάνθηκε ότι η GDF είχε το δικαίωμα να απορροφά αέριο από τον αγωγό MEGAL. Ειδικότερα, έστω και αν ο εν λόγω υπάλληλος αναφέρει συγκεκριμένα μία και μόνο συνάντηση η οποία έλαβε χώρα στο Essen (Γερμανία) κατά τις αρχές του 2003, οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν καμία απόδειξη που να επιβεβαιώνει την πραγματοποίηση της εν λόγω συναντήσεως και δεν προσδιορίζουν ούτε τις ημερομηνίες ούτε τους μετέχοντες στις άλλες συζητήσεις κατά τις οποίες η E.ON Ruhrgas διαβεβαίωσε την GDF ότι μπορούσε να απορροφά αέριο από όλα τα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL στη Γερμανία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικρίνεται για τον λόγο ότι θεώρησε περισσότερο αξιόπιστα άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονταν στη δικογραφία και δεν καταρτίσθηκαν σε ύποπτο χρόνο (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑59/02, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3627, σκέψη 272) και τα οποία, επιπλέον, είναι ακριβέστερα. Ακόμη, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η δήλωση του υπαλλήλου της E.ON Ruhrgas δεν αφορά το παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL.

202    Εξάλλου, το σχέδιο συμφωνίας που μνημονεύεται στη σκέψη 200 ανωτέρω προβλέπει ότι οι GDF και E.ON Ruhrgas έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τα σημεία εισόδου και εξόδου σε ολόκληρο τον αγωγό MEGAL, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται η χρήση του επίμαχου σημείου  από τον συμβαλλόμενο για τον οποίο έχει εγκατασταθεί, ότι υπάρχει εύλογη αποζημίωση βάσει του οικείου κόστους και ότι οι λειτουργικές διαδικασίες για την κοινή χρήση έχουν αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας. Έτσι, το σχέδιο αυτό συμφωνίας επρόκειτο να αντικαταστήσει τις υφιστάμενες συμφωνίες τις οποίες είχαν συνάψει οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις για τη MEGAL, μόνον ως προς ό,τι προβλεπόταν ρητώς. Για οτιδήποτε δεν προβλέφθηκε ρητώς στο σχέδιο συμφωνίας θα εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται οι υφιστάμενες συμφωνίες. Η σχεδιαζόμενη συμφωνία θα ετίθετο σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 2003 και θα παρέμενε σε ισχύ μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των συμφωνιών για την εφαρμογή της αναδιαρθρώσεως ή μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2004.

203    Στις ηλεκτρονικές επιστολές που αντηλλάγησαν στις 8 Σεπτεμβρίου 2003 διευκρινίζεται ότι το ως άνω έγγραφο δεν αποτελεί παρά σχέδιο το οποίο προέκυψε από τις συζητήσεις της συναντήσεως της 6ης Αυγούστου 2003. Οι προσφεύγουσες δέχονται εξάλλου ότι το εν λόγω σχέδιο ενδιάμεσης συμφωνίας ουδέποτε υπογράφηκε.

204    Βάσει συνολικής εξετάσεως των εγγράφων αυτών, πρέπει να θεωρηθεί ότι, αντί να αναφέρουν ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν ότι οι GDF και E.ON Ruhrgas μπορούσαν ήδη να χρησιμοποιούν όλα τα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL, τα ως άνω έγγραφα αναφέρουν απλώς ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σχεδίαζαν να θέσουν τέλος στον κατανομή των σημείων εξόδου του εν λόγω αγωγού μεταξύ GDF και E.ON Ruhrgas. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το σχέδιο συμφωνίας αναφέρεται στις προγενέστερες συμφωνίες με τη φράση «υφιστάμενες συμφωνίες» και προβλέπει ότι οι ρήτρες των συμφωνιών αυτών τις οποίες δεν αναφέρει ρητώς το σχέδιο συμφωνίας θα εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται μέχρι τη σύναψη τελικής συμφωνίας για την αναδιάρθρωση ή μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2004. Δεν μπορεί έτσι να συναχθεί από τα ως άνω έγγραφα ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις θεωρούσαν ότι τα έγγραφα Direktion G και Direktion I είχαν παύσει να είναι σε ισχύ.

205    Εν συνεχεία, όσον αφορά τη θέση των προσφευγουσών ότι οι επαφές μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων που αναφέρονται από την Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 87, 94, 115, 118, 121, 122 και 180 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αποδείκνυαν την εξακολούθηση της ισχύος της συμφωνίας καθόσον δεν είχαν καμία σχέση με τη MEGAL με εξαίρεση δύο ηλεκτρονικές επιστολές (βλ. σκέψεις 210 και 213 κατωτέρω), επισημαίνεται καταρχάς ότι τούτο είναι ανακριβές. Ειδικότερα, το ενημερωτικό σημείωμα της GDF της 29ης Αυγούστου 2003 αναφέρει ότι η GDF επικεντρώνεται στις περιοχές της Γερμανίας που μπορούν να αποτελέσουν διέξοδο για το αέριο το οποίο παράγει στην «ολλανδική Βόρεια Θάλασσα», αλλά δεν σχεδιάζει να απορροφήσει αέριο από τον αγωγό MEGAL για να προβεί στην εμπορική διάθεσή του στη νότια Γερμανία, την πιο αποδοτική αγορά της Ruhrgas. Ομοίως, το από 30 Απριλίου 2004 επιχειρησιακό σχέδιο «Γερμανία» της GDF Deutschland αναφέρεται επανειλημμένως στη MEGAL. Περιλαμβάνει τη διαπίστωση ότι η ενίσχυση της παρουσίας της GDF στη Γερμανία θα πραγματοποιηθεί διά της θεσπίσεως ενός νέου πλαισίου με τη Ruhrgas που θα επιτρέπει στην GDF να χρησιμοποιήσει τα συμφέροντά της στη MEGAL για να καταστεί όντως μεταφορέας στη Γερμανία, και αναφέρει ότι η δυνατότητα διαθέσεως στη Γερμανία, στο εγγύς μέλλον, ενός μέρους των ποσοτήτων που διαμετακομίζονται μέσω του αγωγού MEGAL αποτελεί την προϋπόθεση της επιτυχίας του εν λόγω σεναρίου.

206    Εξάλλου, έστω και αν τα λοιπά έγγραφα που μνημονεύονται στη σκέψη 205 ανωτέρω δεν κάνουν ρητώς λόγο για τη συμφωνία MEGAL, επισημαίνεται ότι τα έγγραφα αυτά δείχνουν ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν επαφές κατά τις οποίες συζήτησαν στρατηγικά ή ευαίσθητα ζητήματα και δεν ανταγωνίσθηκαν η μία την άλλη στην εθνική της αγορά ή, τουλάχιστον, διείσδυσαν στις αγορές αυτές κατά τρόπο ηθελημένα περιορισμένο.

207    Κατά συνέπεια, ορθώς διαπίστωσε η Επιτροπή ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν επανειλημμένες επαφές κατά τις οποίες συζητούσαν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, είχαν δεσμευθεί να μην υιοθετήσουν «επιθετική» συμπεριφορά και ότι, κατά περίπτωση, θεωρούσαν λυπηρές τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είχε εκδηλωθεί τέτοια συμπεριφορά (αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

208    Συναφώς, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ορισμένα από τα έγγραφα περιέχουν μόνο προσωπικές σκέψεις της GDF και αφορούν μονομερή έκφραση παραπόνων ή διαφωνίες μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, εφόσον δεν αποδεικνύεται από το περιεχόμενο των εγγράφων. Ειδικότερα, πολλά έγγραφα, έστω και αν συντάχθηκαν από το ένα μέρος, αποτελούν στην πραγματικότητα πρακτικά συνομιλιών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και αποδεικνύουν έτσι πράγματι την ύπαρξη επαφών μεταξύ των επιχειρήσεων όσον αφορά τις συνθήκες ανταγωνισμού. Εξάλλου, η ύπαρξη παραπόνων ή διαφωνιών δείχνει όντως ότι οι δύο αυτές επιχειρήσεις ήρθαν σε επαφή σχετικά με τις πωλήσεις αερίου που πραγματοποιούσε η καθεμιά τους.

209    Ομοίως, το γεγονός ότι ορισμένα από τα στοιχεία που περιέχονταν στα έγγραφα σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές είναι γνωστά στους ειδικευμένους κύκλους —αν υποτεθεί αποδεδειγμένο— δεν ασκεί επιρροή και δεν είναι έτσι ικανό να αποδυναμώσει τα συμπεράσματα της Επιτροπής τα οποία περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Εν πάση περιπτώσει, από το περιεχόμενο των ως άνω εγγράφων προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμώντας ότι τα έγγραφα αυτά έδειχναν ότι οι επαφές μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων είχαν οδηγήσει σε συζητήσεις σχετικά με τον ανταγωνισμό στις εθνικές αγορές.

210    Ως προς την ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Μαρτίου 2004, επισημαίνεται ότι, με την επιστολή αυτή, ο υπεύθυνος πωλήσεων της E.ON Ruhrgas στη Γαλλία πληροφόρησε δύο υπαλλήλους της E.ON Ruhrgas στη Γερμανία για συνάντηση την οποία είχε με υπάλληλο της GDF (πρώην συμμαθητή του) με αντικείμενο τα ζητήματα αποδεσμεύσεως του φυσικού αερίου στη Γαλλία και το ενδεχόμενο συμφέρον της E.ON Ruhrgas και της GDF για τη διερεύνηση λύσεων που θα επέτρεπαν ένα «λελογισμένο ανταγωνισμό». Από την επιστολή αυτή προκύπτει ότι, έστω και αν η GDF δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι φοβόταν την πίεση την οποία ασκούσε η εθνική ρυθμιστική αρχή ενέργειας, πάντως την ελάμβανε υπόψη και δεν ήθελε να υποβληθεί σε υπερβολικά ανοιχτή κριτική, οπότε, αν μπορούσε να γίνει κάτι ώστε να φανεί ότι οι νεοεισερχόμενοι μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στη νότια Γαλλία, θα το έβλεπε ευνοϊκά. Προκύπτει ακόμη ότι, επειδή η GDF ήθελε να ικανοποιήσει την ως άνω ρυθμιστική αρχή, ο υπάλληλός της πρότεινε μια ανταλλαγή στο πλαίσιο της οποίας η GDF θα εφοδίαζε την E.ON Ruhrgas με αέριο στη νότια Γαλλία, έναντι ανταλλάγματος. Συναφώς, ο υπάλληλος αυτός σκόπευε να πραγματευθεί, σύμφωνα με την ηλεκτρονική επιστολή, ιδίως τα σχετικά με τη MEGAL ζητήματα. Από την ως άνω ηλεκτρονική επιστολή προκύπτει επίσης ότι ο υπάλληλος της GDF ανέφερε ότι, με βάση τις γνώσεις που είχε για τη συμφωνία MEGAL, όλο το δυναμικό του αγωγού MEGAL που υπήρχε στο Medelsheim ήταν δεσμευμένο από την GDF, οπότε στην πραγματικότητα ακόμη και οι όγκοι τους οποίους εισήγαγε η E.ON Ruhrgas ήταν παράνομοι κατά την ημερομηνία εκείνη.

211    Η ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Μαρτίου 2004, η οποία συντάχθηκε σε ανύποπτο χρόνο, σε αντίθεση με την ένορκη δήλωση του υπαλλήλου της E.ON Ruhrgas την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες (βλ. σκέψη 201 ανωτέρω), επιβεβαιώνει έτσι σαφώς τα συμπεράσματα της Επιτροπής ότι τον Μάρτιο του 2004 υφίστατο συμφωνία κατανομής των αγορών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

212    Κανένα από τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν φαίνεται ικανό να αναιρέσει το ως άνω συμπέρασμα. Αφενός, το επιχείρημα ότι ο υπάλληλος της GDF που αναφέρεται στην ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Μαρτίου 2004 δεν ήταν υπεύθυνος ούτε για την αγορά ούτε για την εκμετάλλευση του αερίου δεν είναι ορθό, δεδομένων των σαφών και λεπτομερών στοιχείων που αντηλλάγησαν κατά τη συνομιλία. Αφετέρου, οι εναλλακτικές εξηγήσεις τις οποίες έδωσαν οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύονται και δεν αντιστοιχούν στο περιεχόμενο αυτής της ηλεκτρονικής επιστολής. Ειδικότερα, το γεγονός ότι ο όρος «παράνομοι» ακολουθείται από τρία ερωτηματικά και ότι προηγείται η φράση «με βάση τις γνώσεις που είχε» δεν είναι αρκετό ώστε να θεωρηθεί ότι υφίστατο αμφιβολία ως προς το κατά πόσον υπήρχε πράγματι κατανομή των αγορών.

213    Επισημαίνεται ότι, με τα πρακτικά της έχουσας χαρακτήρα επισκόπησης συναντήσεως της 29ης Μαρτίου 2004, υπάλληλος της E.ON Ruhrgas κατέγραψε τα όσα συζητήθηκαν σε συνάντηση με εκπροσώπους της GDF κατά τη διάρκεια της οποίας οι τελευταίοι ανέφεραν ότι η GDF προτίθετο να μετάσχει στο πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου, διότι φοβόταν μήπως το ρωσικό αέριο πέσει «στα λάθος χέρια» και αναπτυχθεί πρόσθετος ανταγωνισμός κατά μήκος του αγωγού MEGAL. Έστω και αν, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, οι δηλώσεις αυτές φαίνονται να έχουν μάλλον σχέση με τον ανταγωνισμό εκ μέρους των τρίτων παρά με τον ανταγωνισμό μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, εντούτοις προκύπτει από το ως άνω έγγραφο ότι οι GDF και E.ON Ruhrgas ήθελαν να ελέγξουν τις ποσότητες αερίου που πωλούνταν «κατά μήκος του αγωγού MEGAL».

214    Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι το έγγραφο αυτό πρέπει να ερμηνευθεί διαφορετικά, δεν αναιρούνται πάντως τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή στην εν λόγω απόφαση, καθόσον συνάγεται από διάφορες άλλες έγγραφες αποδείξεις ότι η συμφωνία κατανομής των αγορών εξακολουθούσε να εφαρμόζεται κατά τις αρχές του 2004, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 200 έως 212 ανωτέρω.

215    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών περί του ότι η επίμαχη σύμπραξη έληξε από τις αρχές του 2003 πρέπει να απορριφθούν.

216    Τέταρτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών κατά τα οποία η φερόμενη σύμπραξη έληξε, εν πάση περιπτώσει, τον Αύγουστο του 2004, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις υπέγραψαν, στις 13 Αυγούστου 2004, μια συμφωνία με την οποία «επιβεβαιώνουν ότι θεωρούν εδώ και καιρό» ότι τα έγγραφα Direktion G και Direktion I είναι «άκυρα και χωρίς έννομα αποτελέσματα» (βλ. αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

217    Η Επιτροπή εκτίμησε όμως ότι η καταγγελία αυτή ήταν πλασματική, καθόσον η GDF εξακολουθούσε να θεωρεί εαυτόν δεσμευμένο από τα έγγραφα Direktion G και Direktion I και από το παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL. Συνεπώς, η Επιτροπή θεώρησε, στην αιτιολογική σκέψη 300 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο επίμαχος συμβατικός περιορισμός έληξε, το νωρίτερο, κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου 2005. Έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η μεταβατική συμφωνία της 9ης Σεπτεμβρίου 2005 επέτρεψε στην GDF να προβεί στην εμπορική διάθεση δυναμικότητας μεταφοράς επί του αγωγού MEGAL από 1ης Οκτωβρίου 2005 και ότι η συμφωνία του 2005 τέθηκε σε ισχύ στις 13 Οκτωβρίου 2005. Επισήμανε εξάλλου, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι, παραλλήλως, οι πωλήσεις εκ μέρους της GDF αερίου προερχόμενου από τον αγωγό αυτό σε πελάτες εγκατεστημένους στη Γερμανία δεν υπερέβησαν σημαντικά τις ποσότητες τις οποίες αγόρασε στο πλαίσιο του προγράμματος αποδεσμεύσεως αερίου παρά μόνον από τον Οκτώβριο του 2005. Εκτίμησε συνεπώς ότι το άρθρο 81 ΕΚ είχε εφαρμογή, δεδομένου ότι η συνεννόηση εξακολούθησε να υφίσταται και μετά τον τερματισμό της προγενέστερης συμφωνίας και να παράγει τα αποτελέσματά της μέχρι την αντικατάσταση της συμφωνίας MEGAL.

218    Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της γερμανικής και της γαλλικής αγοράς.

219    Ως προς τη γερμανική αγορά, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αναφέρεται, στην αιτιολογική σκέψη 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε άρθρο ειδικού περιοδικού της 23ης Αυγούστου 2004, το οποίο εκθέτει τα λεγόμενα του διευθυντή πωλήσεων της GDF στη Γερμανία και το οποίο περιέχει πολύ συγκεκριμένα στοιχεία όσον αφορά τους περιορισμούς των δυνατοτήτων της GDF να απορροφήσει αέριο από τον αγωγό MEGAL. Στο άρθρο αυτό, υποστηρίζεται ιδίως ότι η GDF δεν είχε ακόμη καταλήξει σε οριστικό διακανονισμό με την E.ON Ruhrgas όσον αφορά τη δυνατότητα απορροφήσεως αερίου από τον αγωγό MEGAL στη Γερμανία και ότι, κατά τον χρόνο που συντασσόταν το εν λόγω άρθρο, οι δυνατότητες απορροφήσεως αερίου ήταν περιορισμένες.

220    Τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται από τις προσφεύγουσες, ήτοι τα πρακτικά της συναντήσεως της 23ης Ιουνίου 2004 και η επιστολή της 26ης Αυγούστου 2004, που συντάχθηκε ως αντίδραση στο άρθρο της 23ης Αυγούστου 2004, δεν είναι ικανά να προκαλέσουν αμφιβολίες όσον αφορά την αποδεικτική αξία του εν λόγω άρθρου, καθόσον διαψεύδονται από άλλα μεταγενέστερα έγγραφα, καθώς και από τη συμπεριφορά της GDF στην αγορά (βλ. σκέψεις 221 έως 235 κατωτέρω). Επιπλέον, έστω και αν, όπως προκύπτει από την επιστολή της 26ης Αυγούστου 2004, η E.ON Ruhrgas επιβεβαίωσε επανειλημμένως ότι η GDF μπορούσε να απορροφά αέριο από τον αγωγό MEGAL, από την ίδια επιστολή προκύπτει ότι η δυνατότητα αυτή εξαρτώνταν από την προϋπόθεση ότι διέθετε δυναμικότητα στους σταθμούς μέτρησης και ότι, κατ’ αίτηση της GDF, εξετάζονταν δυνατότητες επεκτάσεως στους σταθμούς, πράγμα που δείχνει ότι, στην πράξη, οι δυνατότητες της GDF να απορροφήσει αέριο στη Γερμανία εξακολουθούσαν να είναι, κατά την ημερομηνία εκείνη, τουλάχιστον περιορισμένες. Τέλος, όπως τόνισε η Επιτροπή, από το ως άνω έγγραφο προκύπτει σαφώς ότι η E.ON Ruhrgas επεσήμαινε στην GDF ότι δεν ήταν εποικοδομητική η δημοσιοποίηση μιας περιγραφής ή οι δημόσιες συζητήσεις όσον αφορά τις δυνατότητες να απορροφήσει αέριο από τον αγωγό MEGAL, οπότε φαίνεται ότι ο σκοπός τον οποίο επεδίωκε η E.ON Ruhrgas ήταν πρωτίστως να καταστήσει σαφές στην GDF ότι ήταν καλύτερο να μην προβεί σε δημόσιες δηλώσεις για το θέμα αυτό.

221    Έτσι, πολλά έγγραφα συνταχθέντα μετά τον Αύγουστο του 2004 αποδεικνύουν τη συνέχιση της παραβάσεως στη γερμανική αγορά.

222    Πρώτον, στην αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε εσωτερικό σημείωμα της GDF του Ιανουαρίου του 2005 στο οποίο αναφερόταν ότι ήδη επί μια τριετία περίπου η εμπορική δραστηριότητα της GDF είχε επικεντρωθεί στις βορειοδυτικές περιοχές της Γερμανίας και ότι, εν συνεχεία, η αγορά μεριδίων κατά τη δημοπρασία της E.ON Ruhrgas τον Μάιο του 2004 είχε νομιμοποιήσει την έναρξη της αναζητήσεως πελατείας και της εμπορικής διαθέσεως στα νότια μέσω του αγωγού MEGAL. Η Επιτροπή αναφέρθηκε ακόμη στο επιχειρηματικό πρόγραμμα της GDF για τη Γερμανία της 2ας Σεπτεμβρίου 2005, από το οποίο προκύπτει ότι, εξαιτίας συμβατικών δεσμεύσεων, η GDF δεν μπορούσε να απορροφά αέριο από τα διάφορα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL, ούτε να προβαίνει σε άμεση εμπορική διάθεση της δυναμικότητας μεταφοράς την οποία διέθετε. Η αναμενόμενη σύναψη νέας συμβάσεως με την E.ON Ruhrgas για την εκμετάλλευση του συστήματος αγωγών θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση αυτή.

223    Σχετικά με το εσωτερικό σημείωμα της GDF του Ιανουαρίου του 2005, πρέπει να απορριφθούν οι εναλλακτικές ερμηνείες στις οποίες προέβησαν οι προσφεύγουσες, καθόσον ουδόλως τεκμηριώνονται. Απεναντίας, η συνεκτίμηση του πλαισίου, και ιδίως των προγενεστέρων εγγράφων για τα οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και του επιχειρηματικού προγράμματος της GDF για τη Γερμανία της 2ας Σεπτεμβρίου 2005, επιβεβαιώνει την ερμηνεία της Επιτροπής κατά την οποία η νομιμοποίηση στην οποία αναφέρεται η GDF αφορά τη συμφωνία MEGAL.

224    Τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν ούτε όσον αφορά το επιχειρηματικό πρόγραμμα της GDF για τη Γερμανία της 2ας Σεπτεμβρίου 2005. Ειδικότερα, η θέση ότι το παρατεθέν απόσπασμα είχε αντιγραφεί κατά βάση από προγενέστερο κείμενο και ότι η αναφορά στην 1η Ιανουαρίου 2004 δεν είχε καμία έννοια δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αποδεικτική αξία του εν λόγω εγγράφου. Απεναντίας, το γεγονός ότι το εν λόγω απόσπασμα επαναλήφθηκε, ενώ άλλα τμήματα του εγγράφου είχαν επικαιροποιηθεί, δείχνει ότι η κατάσταση όσον αφορά την πώληση αερίου στη Γερμανία μέσω του αγωγού MEGAL παρέμενε αμετάβλητη. Εξάλλου, σημειώνεται ότι το έγγραφο φέρει ημερομηνία της 2ας Σεπτεμβρίου 2005, η οποία επομένως δεν έρχεται σε αντίφαση με την ημερομηνία τερματισμού της επίδικης παραβάσεως την οποία δέχθηκε η Επιτροπή.

225    Πρέπει να απορριφθεί επίσης το επιχείρημα των προσφευγουσών κατά το οποίο το γεγονός ότι η GDF εξακολουθεί να θεωρεί εαυτόν δεσμευμένο από τις συμφωνίες, όπως προκύπτει από τα εσωτερικά έγγραφα για τα οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν έχει σημασία όσον αφορά την πρώτη από τις προσφεύγουσες η οποία αποστασιοποιήθηκε εγκύρως από τη σύμπραξη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 182 ανωτέρω, τα εσωτερικά έγγραφα της GDF μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως στοιχείο εις βάρος της πρώτης από τις προσφεύγουσες. Εν προκειμένω όμως, από τα ως άνω έγγραφα και από τη συμπεριφορά της GDF στην αγορά προκύπτει ότι ο τερματισμός της συμπράξεως δεν ήταν πραγματικός όσον αφορά τη γερμανική αγορά.

226    Δεύτερον, η Επιτροπή αναφέρθηκε, στις αιτιολογικές σκέψεις 123, 124 και 131 έως 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις επαφές μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων μετά τον Αύγουστο του 2004. Επικαλείται συναφώς διάφορα έγγραφα τα οποία, έστω και αν δεν κάνουν ρητώς μνεία του αγωγού φυσικού αερίου MEGAL, αποδεικνύουν ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν επαφές όσον αφορά την είσοδο της GDF στη γερμανική αγορά και τα σχετικά παράπονα της E.ON Ruhrgas.

227    Ειδικότερα, προκύπτει ιδίως από ένα σημείωμα της GDF της 9ης Φεβρουαρίου 2005 ότι η E.ON Ruhrgas κατηγορούσε την GDF ότι «κατέστρεφε» την αξία του αερίου στη Γερμανία και ότι επωφελούνταν από την απόκλιση των τιμών μεταξύ του τομέα των βιομηχανικών καταναλωτών και του τομέα των δημοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας προκειμένου να κερδίσει νέους πελάτες, η δε GDF θεωρούσε ότι έπρεπε να «εργασθεί πάνω σε αυτό το ζήτημα». Σε κανονικό όμως ανταγωνιστικό πλαίσιο, μια επιχείρηση δεν θα διανοούνταν να «εργασθεί» πάνω στις κατηγορίες εκ μέρους του ανταγωνιστή της όσον αφορά την πολιτική της για τις τιμές. Τούτο επομένως αποδεικνύει ότι η GDF σκόπευε να δώσει απάντηση στους προβληματισμούς της E.ON Ruhrgas.

228    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση που ένας επιχειρηματίας αποδέχεται τα παράπονα που του απευθύνει άλλος επιχειρηματίας για τον ανταγωνισμό που υφίσταται από τα προϊόντα που διαθέτει ο πρώτος επιχειρηματίας, η συμπεριφορά των ενδιαφερομένων συνιστά εναρμονισμένη πρακτική (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψη 283). Πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ότι, αναφέροντας ότι θα «εργασθεί πάνω σε αυτό το ζήτημα» που αφορούσε τα παράπονα της E.ON Ruhrgas σχετικά με τις τιμές που εφάρμοζε στη Γερμανία και καταρτίζοντας, κατόπιν των παραπόνων της E.ON Ruhrgas όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών της στο πλαίσιο των πωλήσεων προς τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, ένα σημείωμα τον Απρίλιο του 2005, η GDF αποδέχθηκε τα παράπονα αυτά κατά την έννοια της εν λόγω νομολογίας, έστω και αν θεωρούσε, όπως προκύπτει ιδίως από το σημείωμα αυτό του Απριλίου του 2005, ότι δεν έπρεπε να δοθεί τόση βαρύτητα στην αντίληψη που είχε η E.ON Ruhrgas.

229    Ομοίως, το προπαρασκευαστικό σημείωμα της GDF της 5ης Σεπτεμβρίου 2005 για μια συνάντηση που θα πραγματοποιούνταν την επομένη κάνει λόγο για παράπονα της E.ON Ruhrgas όσον αφορά τις τιμές που προσέφερε η GDF, η οποία πάλι διερωτάται πώς η E.ON Ruhrgas πληροφορήθηκε αυτές τις τιμές, πράγμα από το οποίο φαίνεται ότι η GDF ελάμβανε υπόψη τα παράπονα της E.ON Ruhrgas και αντιδρούσε αναλόγως.

230    Συνεπώς, δεδομένου του περιεχομένου των εγγράφων που παρατίθενται στις σκέψεις 227 έως 229 ανωτέρω, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών κατά τα οποία τα έγγραφα αυτά αφορούσαν μονομερείς γνωστοποιήσεις και παράπονα της E.ON Ruhrgas στα οποία η GDF δεν αντέδρασε.

231    Τέλος, επισημαίνεται μεν, όπως σημειώνουν οι προσφεύγουσες, ότι τα έγγραφα για τη συνάντηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, ήτοι ένα ενημερωτικό σημείωμα της 20ής Σεπτεμβρίου 2005 που προετοιμάστηκε ενόψει της συναντήσεως αυτής και μια ηλεκτρονική επιστολή της 22ας Σεπτεμβρίου 2005 που περιείχε την ανακεφαλαίωσή της, τα οποία μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 132 και 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποκαλύπτουν την ύπαρξη διαπραγματεύσεως μεταξύ ενός αγοραστή (E.ON Ruhrgas) και ενός προμηθευτή (GDF Deutschland). Εντούτοις, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της εν λόγω συναντήσεως και όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η GDF έκανε γνωστή, κατά την ως άνω συνάντηση, τη στρατηγική της και την επιτυχία της στη γερμανική αγορά.

232    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον έλαβε υπόψη τα έγγραφα που αφορούσαν τη συνάντηση της 21ης Σεπτεμβρίου 2005 για να θεωρήσει ότι οι δοσοληψίες μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων είχαν χαρακτήρα μάλλον συγκεντρώσεως παρά ανταγωνισμού.

233    Εξάλλου, η συνέχιση της παραβάσεως στη Γερμανία μετά τον Αύγουστο του 2004 επιβεβαιώνεται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τη συμπεριφορά της GDF στην αγορά, καθόσον δεν προμήθευσε αέριο σε πελάτες στη νότια Γερμανία πέραν των όγκων που προβλέπονταν από το πρόγραμμα αποδεσμεύσεως αερίου.

234    Οι εναλλακτικές εξηγήσεις που παρέχουν οι προσφεύγουσες όσον αφορά τη συμπεριφορά της GDF στην αγορά δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το ως άνω συμπέρασμα. Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει ότι η απόδειξη της υπάρξεως περιστάσεων που φωτίζουν διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα και επιτρέπουν έτσι να υποκατασταθεί μια άλλη εύλογη εξήγηση στην εξήγηση που δέχτηκε η Επιτροπή για να διαπιστώσει ότι συντρέχει παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού είναι λυσιτελής μόνον όταν η Επιτροπή στηρίζεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά για να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 169 ανωτέρω, σκέψη 186 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αυτό όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή στηρίζεται σε πολυάριθμες έγγραφες αποδείξεις για τις οποίες οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, ότι δεν είχαν αποδεικτική δύναμη.

235    Επιπλέον, τα στοιχεία στα οποία αναφέρθηκαν οι προσφεύγουσες δεν συμβιβάζονται με τις συμβατικές διατάξεις του παραρτήματος 2 της συμφωνίας MEGAL το οποίο δεν παρείχε στη GDF το δικαίωμα να απορροφήσει αέριο από τον αγωγό MEGAL στη Γερμανία, εκτός αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συμφωνούσαν διαφορετικά, δεν υπάρχει δε κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, οι διατάξεις αυτές είχαν καταργηθεί ή ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις είχαν συμφωνήσει επισήμως να τις τροποποιήσουν.

236    Ειδικότερα, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 107 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η συμφωνία του 2004 δεν αναφέρει το παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL, πράγμα το οποίο δέχονται οι προσφεύγουσες. Προκύπτει πράγματι ρητώς από το γράμμα της συμφωνίας του 2004 ότι αφορούσε μόνο ορισμένα από τα συνοδευτικά έγγραφα και όχι άλλες διατάξεις της συμφωνίας MEGAL.

237    Εξάλλου, η συμφωνία του 2004 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «αντίθετη συμφωνία» κατά την έννοια του σημείου 2.1 του παραρτήματος 2 της συμφωνίας MEGAL. Ειδικότερα, τούτο δεν προκύπτει από το γράμμα της συμφωνίας του 2004, επιπλέον δε θα σήμαινε ότι στην εν λόγω συμφωνία θα καθορίζονταν νέα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η GDF, ενώ δεν γίνεται μνεία σε αυτήν κανενός τέτοιου σημείου.

238    Όσον αφορά τη δυνατότητα προφορικής καταργήσεως του παραρτήματος 2 της συμφωνίας MEGAL, μια τέτοια δυνατότητα δεν συμβιβάζεται με την ανάγκη καθορισμού νέων σημείων εξόδου του αγωγού MEGAL που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 237 ανωτέρω. Ομοίως, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών με την οποία υποστηρίζουν ότι το εν λόγω παράρτημα καταργήθηκε αναγκαστικά βάσει των δηλώσεων που περιέχονται στα έγγραφα της 23ης Ιουνίου και της 26ης Αυγούστου 2004 δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, καθόσον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 220 έως 234 ανωτέρω, από τα εν λόγω έγγραφα δεν αποδείχθηκε ο τερματισμός της επίδικης παραβάσεως.

239    Η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών σχετικά με το παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL πρέπει επομένως να απορριφθεί.

240    Βάσει όλων των ανωτέρω, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η επίδικη παράβαση συνεχίστηκε στη γερμανική αγορά έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005.

241    Ως προς τη γαλλική αγορά, διαπιστώνεται ότι, όπως προβάλλουν και οι προσφεύγουσες, στο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως στο οποίο εξετάζεται η ημερομηνία κατά την οποία έληξε η επίδικη παράβαση, ήτοι στις αιτιολογικές σκέψεις 299 έως 309, η Επιτροπή δεν επικαλέσθηκε κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι η παράβαση συνεχίστηκε, μετά τη συμφωνία του 2004, στην ως άνω αγορά.

242    Ειδικότερα, καταρχάς διαπιστώνεται ότι η συνέχιση της επίδικης παραβάσεως μετά τις 13 Αυγούστου 2004, είτε υπό τη μορφή συμφωνίας είτε υπό τη μορφή εναρμονισμένης πρακτικής, δεν πιστοποιείται από καμία έγγραφη απόδειξη. Έτσι, το τελευταίο έγγραφο που αφορούσε τη γαλλική αγορά είναι το εσωτερικό ενημερωτικό σημείωμα της E.ON Ruhrgas της 26ης Ιουνίου 2004, σχετικά με τη συνάντηση με χαρακτήρα επισκόπησης της 2ας Ιουλίου 2004, το οποίο είναι προγενέστερο της 13ης Αυγούστου 2004, ημερομηνίας συνάψεως της συμφωνίας του 2004. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις συναντήσεις και τις επαφές κατά τις οποίες, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 307 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συζητούσαν για τη στρατηγική της καθεμίας στην εθνική αγορά της άλλης μετά τον Αύγουστο του 2004, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν αναφέρεται, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, σε κανένα συγκεκριμένο έγγραφο στοιχείο σχετικό με συνάντηση που να αφορά τη γαλλική αγορά. Εξάλλου, τα έγγραφα για τις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 13 Αυγούστου 2004 τα οποία παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 123, 124 και 130 έως 136 της εν λόγω αποφάσεως αφορούν μόνο τη γερμανική αγορά του αερίου και όχι τη γαλλική αγορά.

243    Η Επιτροπή παραδέχεται εξάλλου εμμέσως στα δικόγραφά της την απουσία αυτή εγγράφων αποδείξεων, εφόσον υποστηρίζει ότι η συνέχιση της παραβάσεως στη Γαλλία προκύπτει από τον αμοιβαίο χαρακτήρα της κατανομής των αγορών και από την έλλειψη ενδείξεων περί τερματισμού ο οποίος να ισχύει αποκλειστικά για τη γαλλική αγορά.

244    Εξάλλου, όσον αφορά τους περιορισμούς σχετικά με τα σημεία εξόδου του αγωγού MEGAL οι οποίοι ενδεχομένως ίσχυαν για τη Ruhrgas στη Γαλλία, και ιδίως τους περιορισμούς εκείνους που μπορούσαν να απορρεύσουν από το παράρτημα 2 της συμφωνίας MEGAL, η Επιτροπή ούτε καν τους επικαλείται. Ειδικότερα, η Επιτροπή αναφέρεται, στις αιτιολογικές σκέψεις 299, 300 και 307 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μόνο στους συμβατικούς περιορισμούς που εμπόδιζαν την GDF να χρησιμοποιήσει τα σημεία εξόδου του εν λόγω αγωγού στη Γερμανία για να προβεί στον εφοδιασμό πελατών. Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι, παρά τις διατάξεις του παραρτήματος 2 της συμφωνίας MEGAL οι οποίες την αφορούσαν, η E.ON Ruhrgas απορροφούσε αέριο από τον αγωγό MEGAL για να το πωλήσει στη Γαλλία, έστω και αν οι πωλήσεις αυτές αντιπροσώπευαν μόνο ένα πολύ μικρό μερίδιο αγοράς και δεν αφορούσαν παρά ελάχιστους πελάτες, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 73 και 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

245    Τέλος, επισημαίνεται ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαπίστωση της Επιτροπής, που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις διαπραγματεύθηκαν νέα συμφωνία δείχνει ότι εξακολουθούσαν να θεωρούν εαυτόν δεσμευμένο από την υπάρχουσα συμφωνία, ή η διαπίστωση της Επιτροπής ότι, ενόσω δεν υπήρχε νέα συμφωνία, εξακολουθούσε να ισχύει η παλαιά, τεκμηριώνουν επαρκώς κατά νόμον τα συμπεράσματά της σχετικά με τη γαλλική αγορά. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αρκούντως συγκεκριμένα και συγκλίνοντα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι η παράβαση συνεχιζόταν στη Γαλλία μετά τη συμφωνία του 2004.

246    Διαπιστώνεται επομένως ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι η επίδικη παράβαση συνεχίστηκε, μετά τη συμφωνία του 2004, στη γαλλική αγορά.

247    Από τη στιγμή όμως που το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως πραγματοποιεί διάκριση μεταξύ της διάρκειας της παραβάσεως στη γερμανική αγορά και της διάρκειας της παραβάσεως στη γαλλική αγορά, η Επιτροπή έπρεπε να τεκμηριώσει και το συμπέρασμά της και σχετικά με τη γαλλική αγορά. Με άλλα λόγια, καθόσον προσδιόρισε, στο άρθρο 1, διαφορετικές διάρκειες για την παράβαση στη γερμανική αγορά και στη γαλλική αγορά, η Επιτροπή έπρεπε να προσκομίσει τα αναγκαία στοιχεία που να αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της παραβάσεως στις δύο αυτές αγορές για τις δύο αυτές προβαλλόμενες χρονικές διάρκειες. Ειδικότερα, η Επιτροπή φέρει το βάρος της αποδείξεως όσον αφορά την ύπαρξη της παραβάσεως και, ως εκ τούτου, όσον αφορά τη διάρκειά της (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 169 ανωτέρω, σκέψη 341 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

248    Οι εκτιμήσεις αυτές δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι πρόκειται για ενιαία και διαρκή παράβαση. Ειδικότερα, το γεγονός αυτό, το οποίο άπτεται της φύσεως της διαπιστωθείσας παραβάσεως, δεν ασκεί επιρροή στο γεγονός ότι, από τη στιγμή που η Επιτροπή ενσυνείδητα παρέθεσε, στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαφορετική διάρκεια της παραβάσεως για τη γαλλική και τη γερμανική αγορά, είχε την υποχρέωση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον τις διάρκειες αυτές τις οποίες διαπίστωσε.

249    Ομοίως, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι απαγορεύσεις παραδόσεων στηρίζονταν σε συμφωνία περί αμοιβαιότητας πρέπει να απορριφθεί, εφόσον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι απαγορεύσεις παραδόσεων στηρίζονταν σε συμφωνία περί αμοιβαιότητας, το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν αποδεικνύει ότι η επίδικη παράβαση δεν τερματίσθηκε, παρά τη συμφωνία του 2004.

250    Βάσει όλων των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε γραπτά στοιχεία που να αποδεικνύουν τη συνέχιση της επίδικης παραβάσεως στη γαλλική αγορά μετά τη συμφωνία του 2004.

–       Επί της συμπεριφοράς των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων μετά την απελευθέρωση των αγορών του αερίου

251    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το καθεστώς ανταγωνισμού που εισάγεται με τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ ενδιαφέρεται περισσότερο για τα οικονομικά αποτελέσματα των συμφωνιών ή οποιασδήποτε ανάλογης μορφής συνεννοήσεως ή συντονισμού, παρά για τον νομικό τους τύπο. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση συμπράξεων που έχουν παύσει να ισχύουν, για να έχει εφαρμογή το άρθρο 81 ΕΚ αρκεί να εξακολουθούν να παράγουν τα αποτελέσματά τους πέρα από την τυπική τους περάτωση. Επομένως, η διάρκεια μιας παραβάσεως δεν πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τη χρονική περίοδο κατά την οποία ισχύει μια συμφωνία, αλλά σε συνάρτηση με την περίοδο εκείνη κατά την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις επέδειξαν συμπεριφορά απαγορευόμενη από το άρθρο 81 ΕΚ (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

252    Όπως αποδείχθηκε στις σκέψεις 169 έως 245 ανωτέρω, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών προς απόδειξη του ότι η επίμαχη συμφωνία έληξε πριν τον Αύγουστο του 2004 όσον αφορά τη γαλλική αγορά και πριν τον Σεπτέμβριο του 2005 όσον αφορά τη γερμανική αγορά δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Καθόσον η ύπαρξη της παραβάσεως και, όσον αφορά τη γερμανική αγορά, η εξακολούθηση της ισχύος της συμφωνίας παρά την τυπική της κατάργηση προκύπτουν από έγγραφες αποδείξεις, δεν χρειάζεται να εξετασθεί η συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων για τις ως άνω περιόδους και αγορές. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, έστω και αν υποτεθεί ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν εφάρμοσαν την επίμαχη συμφωνία και επέδειξαν αυτόνομη συμπεριφορά μετά την απελευθέρωση των αγορών του αερίου, ένα τέτοιο γεγονός δεν θα είχε σημασία, διότι η εκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας παρέλκει εφόσον η συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1705, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 234 ανωτέρω, από τη νομολογία προκύπτει ότι η απόδειξη της υπάρξεως περιστάσεων που φωτίζουν διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα και επιτρέπουν έτσι να υποκατασταθεί μια άλλη εύλογη εξήγηση στην εξήγηση που δέχτηκε η Επιτροπή για να διαπιστώσει ότι συντρέχει παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού είναι λυσιτελής μόνον όταν η Επιτροπή στηρίζεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά για να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως.

253    Αντιθέτως, όσον αφορά τη γαλλική αγορά του αερίου μετά τις 10 Αυγούστου 2004, από τις σκέψεις 241 έως 245 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε στην προσβαλλόμενη απόφαση κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η καταγγελία της συμφωνίας ήταν πλασματική. Συνεπώς, βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 252 ανωτέρω, είναι απαραίτητο να κριθεί αν η Επιτροπή απέδειξε ότι τα αποτελέσματα στη γαλλική αγορά εξακολούθησαν και πέραν του τυπικού τερματισμού της συμφωνίας.

254    Στην προσβαλλόμενη απόφαση όμως η Επιτροπή δεν επικαλείται τη συμπεριφορά της E.ON Ruhrgas στη γαλλική αγορά προς απόδειξη της συνεχίσεως της συμπράξεως στην αγορά αυτή. Ιδίως δεν αναφέρθηκε στις πωλήσεις της E.ON Ruhrgas στη Γαλλία, ενώ στην αιτιολογική σκέψη 300 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρθηκε στις πωλήσεις της GDF στη Γερμανία.

255    Εξάλλου, από αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες προκύπτει ότι η E.ON Ruhrgas αύξησε σημαντικά τις πωλήσεις της αερίου στη Γαλλία κατά τα έτη 2004/2005 (βλ. ιδίως αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Έτσι, έστω και αν το επίπεδο των πωλήσεων της E.ON Ruhrgas στη Γαλλία παρέμεινε χαμηλό το 2004 και το 2005 και αφορούσε περιορισμένο αριθμό πελατών, επιβεβαιώνει πάντως τον τερματισμό της επίδικης παραβάσεως μετά τον Αύγουστο του 2004 στη γαλλική αγορά.

256    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η επίδικη παράβαση συνεχίστηκε μετά τις 10 Αυγούστου 2004 και μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, κατά το μέτρο που αφορά τη γαλλική αγορά του αερίου.

257    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός και να ακυρωθεί το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως η οποία διαπράχθηκε στη Γαλλία μεταξύ 13ης Αυγούστου 2004 και 30ής Σεπτεμβρίου 2005.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

258    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, επιβάλλοντας σε αυτές πρόστιμο ενώ δεν το είχε πράξει σε προγενέστερες παρόμοιες υποθέσεις (υποθέσεις GDF/ENI και GDF/ENEL), η Επιτροπή παρέβη την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

259    Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 έχει ως σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή την εξουσία να επιβάλλει πρόστιμα, ώστε να μπορεί αυτή να εκπληρώνει την αποστολή επιβλέψεως που της έχει ανατεθεί από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 105, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψη 105). Η αποστολή αυτή περιλαμβάνει το έργο της διερευνήσεως και καταστολής των ατομικών παραβάσεων, καθώς και το καθήκον ασκήσεως μιας γενικής πολιτικής με στόχο την εφαρμογή στον τομέα του ανταγωνισμού των αρχών που καθορίζονται στη Συνθήκη και τον προσανατολισμό της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Εξ αυτού συνάγεται ότι η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά για τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των προστίμων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑456/05 και T‑457/05, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1443, σκέψη 79).

260    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων δεν χρησιμεύει καθαυτή ως νομικό πλαίσιο των προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι το νομικό αυτό πλαίσιο καθορίζουν αποκλειστικά ο κανονισμός 1/2003 και οι κατευθυντήριες γραμμές (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ης Σεπτεμβρίου 2003, T‑203/01, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4071, σκέψη 254 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Έτσι, αποφάσεις επί άλλων υποθέσεων έχουν ενδεικτικό μόνο χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να είναι πανομοιότυπες οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων εκείνων, όπως είναι οι σχετικές αγορές, τα σχετικά προϊόντα, οι σχετικές επιχειρήσεις και οι σχετικές περίοδοι (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψη 60).

261    Πάντως, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία απαγορεύει να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς, αποτελεί υποχρέωση της Επιτροπής, οσάκις αυτή επιβάλλει πρόστιμο σε μια επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, όπως αποτελεί υποχρέωση κάθε θεσμικού οργάνου σε όλες του τις δραστηριότητες (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιανουαρίου 2004, T‑67/01, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑49, σκέψη 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

262    Οι προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με πρόστιμα μπορούν όμως να ασκήσουν επιρροή σχετικά με την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων τις οποίες αφορούν οι άλλες αυτές αποφάσεις, όπως είναι οι αγορές, τα προϊόντα, οι χώρες, οι επιχειρήσεις και οι σχετικές περίοδοι, είναι παρόμοια προς τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως (βλ., επ’ αυτού, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 201 ανωτέρω, σκέψη 316 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

263    Εν προκειμένω όμως, τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι προγενέστερες αποφάσεις τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες δεν είναι παρόμοια προς τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, οπότε οι εν λόγω αποφάσεις δεν μπορούν να ασκήσουν επιρροή σχετικά με την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 262 ανωτέρω.

264    Ειδικότερα, καταρχάς, αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι οι εν λόγω συμπεριφορές σημειώθηκαν στον τομέα του αερίου κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το οποίο χαρακτηριζόταν από την απελευθέρωση των αγορών και επομένως από εκ βάθρων μεταβολές στον εν λόγω τομέα, δεν μπορεί να αποτελέσει απόδειξη ότι τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων GDF/ENI και GDF/ENEL είναι παρόμοια προς εκείνα της υπό κρίση υποθέσεως.

265    Εν συνεχεία, στις υποθέσεις GDF/ENI και GDF/ENEL, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι επρόκειτο για την πρώτη απόφαση που αφορούσε εδαφικούς περιορισμούς στον τομέα του αερίου. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει όμως πλέον εν προκειμένω.

266    Εξάλλου, οι εν λόγω περιορισμοί διαφέρουν κατά τη φύση τους. Ειδικότερα, οι επίμαχοι στις υποθέσεις GDF/ENI και GDF/ENEL περιορισμοί είχαν κάθετο χαρακτήρα, καθόσον απέρρεαν, αφενός, από σύμβαση διαμετακομίσεως και, αφετέρου, από σύμβαση που μπορούσε να θεωρηθεί ως σύμβαση μεταφοράς ή ως σύμβαση πωλήσεως. Από την εξέταση εξάλλου που πραγματοποίησε στις υποθέσεις αυτές η Επιτροπή, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, προκύπτει ότι και η ίδια θεωρούσε τους περιορισμούς αυτούς ως κάθετους. Τούτο όμως δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση στην οποία ο περιορισμός έχει οριζόντιο χαρακτήρα, δεδομένου ότι περιλαμβάνεται σε συμφωνία μεταξύ δύο προμηθευτών όσον αφορά τη χρήση αγωγού φυσικού αερίου και συνδέεται με τη δυνατότητα που έχει ο καθένας τους να πωλήσει αέριο στην αγορά του άλλου. Επιπλέον, οι υποθέσεις GDF/ENI και GDF/ENEL διαφέρουν από την υπό κρίση υπόθεση, όπως επισήμανε η Επιτροπή, δεδομένου ότι οι υποθέσεις εκείνες αφορούσαν μια συμβατική ρήτρα η οποία περιόριζε μονομερώς την εδαφική περιοχή στην οποία η ENI και η ENEL μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το αέριο το οποίο αποτελούσε αντικείμενο της συμβάσεως, ενώ αυτό δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία ο περιορισμός αφορά τις εδαφικές περιοχές της καθεμίας εκ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

267    Τέλος, παρά τα όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, από τα αποδεικτικά στοιχεία που περιλήφθηκαν στη δικογραφία (βλ. ιδίως σκέψη 191 ανωτέρω) προκύπτει ότι τα μέρη της επίμαχης συμφωνίας είχαν συνείδηση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους, τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Οι προσφεύγουσες δεν μπορούν επομένως να επικαλούνται καλή πίστη ώστε να τύχουν της ίδιας αντιμετωπίσεως με τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στις υποθέσεις GDF/ENI και GDF/ENEL οι οποίες αγνοούσαν ότι οι συμπεριφορές τους παραβίαζαν το δίκαιο του ανταγωνισμού.

268    Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών που επισημάνθηκαν προηγουμένως, το γεγονός ότι οι παραβάσεις αφορούσαν επιχειρήσεις με παρόμοιο μέγεθος και τα ίδια ή παρόμοια κράτη μέλη δεν παρέχει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι οι καταστάσεις ήταν παρόμοιες.

269    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι, παρά τα όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, οι συμπεριφορές που ήταν επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση και στις υποθέσεις GDF/ENI και GDF/ENEL δεν είναι παρόμοιας φύσεως και δεν εμφανίζουν τα ίδια χαρακτηριστικά, οπότε ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραγραφή των προβαλλομένων παραβάσεων που προέκυψαν από τις συμφωνίες του 1975

270    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, καθόσον η εξουσία της Επιτροπής για την επιβολή προστίμων υπόκειται σε πενταετή προθεσμία παραγραφής, η δε παραγραφή αυτή διακόπηκε από τους ελέγχους που διενεργήθηκαν στις 16 και στις 17 Μαΐου 2006, μπορούσαν να διωχθούν μόνο οι πράξεις μετά τις 16 Μαΐου 2001. Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι απέδειξαν, στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ότι οι προβαλλόμενες παραβάσεις είχαν τερματισθεί αμέσως μετά την απελευθέρωση των αγορών του αερίου τον Απρίλιο του 1998 όσον αφορά τη Γερμανία και τον Αύγουστο του 2000 όσον αφορά τη Γαλλία.

271    Όπως προκύπτει από τις αναπτύξεις σχετικά με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες, οι επίδικες παραβάσεις τερματίσθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2005 όσον αφορά τη Γερμανία και τον Αύγουστο του 2004 όσον αφορά τη Γαλλία. Οι διωκόμενες πράξεις δεν είχαν επομένως υποπέσει σε παραγραφή τη στιγμή κατά την οποία η Επιτροπή διενήργησε τους ως άνω ελέγχους.

272    Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προέβαλαν οι προσφεύγουσες πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από το ότι η δεύτερη από τις προσφεύγουσες δεν ευθύνεται για τις ενέργειες της πρώτης από τις προσφεύγουσες

273    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ευθύνη για την επίδικη παράβαση δεν μπορεί να καταλογίζεται στη δεύτερη από τις προσφεύγουσες, καθόσον, πρώτον, αυτή δεν μετέσχε άμεσα στην παράβαση και, δεύτερον, ανετράπη το τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία άσκησε αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της την οποία κατείχε σε ποσοστό 100 %.

274    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει πρώτα τη δεύτερη αιτίαση.

275    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία ιδίως όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κατά κύριο λόγο τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8237, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

276    Ειδικότερα, αυτό συμβαίνει διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα και, ως εκ τούτου, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση. Έτσι, το γεγονός ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία συνιστούν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμων στη μητρική εταιρία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση (απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψη 59).

277    Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της, η οποία παρέβη τους κοινοτικούς κανόνες του ανταγωνισμού, αφενός, η ως άνω μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί πράγματι αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

278    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αρκεί η απόδειξη από την Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής ώστε να τεκμαίρεται ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η ως άνω μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει το ως άνω τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτόνομα στην αγορά (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

279    Συναφώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τις οικονομικούς, οργανωτικούς και νομικούς δεσμούς μεταξύ της εν λόγω θυγατρικής και της μητρικής εταιρείας, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση (απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψη 74).

280    Ιδίως δεν πρέπει να περιορισθεί η εκτίμηση αυτή στα στοιχεία και μόνον που αφορούν τη stricto sensu εμπορική πολιτική της θυγατρικής, όπως είναι η στρατηγική της διανομής ή των τιμών. Ειδικότερα, η απόδειξη και μόνον του γεγονότος ότι η θυγατρική είναι αυτή που διαχειρίζεται τις συγκεκριμένες αυτές πτυχές της εμπορικής πολιτικής της χωρίς να λαμβάνει σχετικές οδηγίες δεν αρκεί ώστε να συναχθεί αυτονομία της θυγατρικής. Κατά μείζονα λόγο, το κριτήριο της αναμίξεως της μητρικής εταιρίας στην καθημερινή διαχείριση της θυγατρικής της δεν ασκεί επιρροή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 275 ανωτέρω, σκέψη 73, και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην ίδια υπόθεση, Συλλογή 2009, σ. I‑8241, σημεία 87 έως 94).

281    Εν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 280 και 281 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι η E.ON άσκησε αποφασιστική επιρροή και πραγματικό έλεγχο στην E.ON Ruhrgas, διότι η E.ON κατείχε το 100 % της E.ON Ruhrgas και δεν είχε ανατρέψει το τεκμήριο που προβλέπεται από την παρατιθέμενη στη σκέψη 277 ανωτέρω νομολογία.

282    Συναφώς, επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η E.ON κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της E.ON Ruhrgas από τον Ιανουάριο του 2003. Οι προσφεύγουσες όμως φρονούν ότι ανέτρεψαν το τεκμήριο, καθόσον η E.ON είναι απλή εταιρία χαρτοφυλακίου, χωρίς δική της δραστηριότητα παραγωγής ή εμπορίας. Επιπλέον, φρονούν ότι το γεγονός ότι, κατά τη συνάντηση της 27ης Μαΐου 2004, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της E.ON δέχθηκε ότι δεν γνώριζε την αναδιάρθρωση του συμβατικού πλαισίου όσον αφορά τον αγωγό MEGAL δείχνει ότι δεν υπήρχε επιρροή της μητρικής εταιρίας στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής.

283    Όσον αφορά τη θέση των προσφευγουσών ότι η E.ON είναι εταιρία χαρτοφυλακίου η οποία δεν αναμιγνύεται στη δραστηριότητα εκμεταλλεύσεως της E.ON Ruhrgas, παρατηρείται ότι το γεγονός αυτό και μόνον δεν αρκεί ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να άσκησε αποφασιστική επιρροή επί της εν λόγω θυγατρικής. Ειδικότερα, στο πλαίσιο ενός ομίλου εταιριών, μια εταιρία χαρτοφυλακίου είναι εταιρία που προορίζεται να συγκεντρώσει συμμετοχές σε διάφορες εταιρίες και έχει ως έργο τη διασφάλιση της ενιαίας διευθύνσεως τους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψη 63).

284    Κατά τις προσφεύγουσες όμως, το διοικητικό συμβούλιο της E.ON είναι επιφορτισμένο με «τη διεύθυνση της E.ON ως ολοκληρωμένης επιχειρήσεως ηλεκτρικής ενέργειας» και «[αυτό] καλύπτει τη στρατηγική ανάπτυξη, την πολιτική και τα μέτρα χρηματοδοτήσεως, τη γενική διεύθυνση όσον αφορά την αγορά, τη διαχείριση των κινδύνων και τη μόνιμη βελτιστοποίηση του χαρτοφυλακίου». Οι διαβεβαιώσεις αυτές επιβεβαιώνουν συνεπώς ότι έργο της E.ON ήταν να διασφαλίσει ενιαία διεύθυνση και συντονισμό, οπότε ασκούσε επιρροή στη συμπεριφορά της E.ON Ruhrgas στην αγορά.

285    Εξάλλου, δεδομένων των θέσεων των προσφευγουσών που αναφέρονται στη σκέψη 284 ανωτέρω, και ιδίως της θέσεως ότι η E.ON είναι επιφορτισμένη με τη γενική διεύθυνση όσον αφορά την αγορά, το γεγονός ότι ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της E.ON δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες της αναδιαρθρώσεως του συμβατικού πλαισίου όσον αφορά τον αγωγό MEGAL δεν αρκεί για να αποδείξει αυτονομία της Ruhrgas στην αγορά, καθόσον πρόκειται για μεμονωμένο στοιχείο με εξαιρετικά τεχνικό χαρακτήρα.

286    Επιπλέον, από τα πρακτικά της συναντήσεως της 27ης Μαΐου 2004 προκύπτει ότι, έστω και αν ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου δεν γνώριζε τις λεπτομέρειες της αναδιαρθρώσεως, γνώριζε όμως το γεγονός ότι η GDF προτίθετο να πωλήσει αέριο στη Γερμανία μέσω του αγωγού MEGAL, πράγμα που συνιστά πρόσθετη ένδειξη του ενδιαφέροντος της μητρικής εταιρίας για τα εμπορικά ζητήματα που αφορούσαν τη δραστηριότητα της θυγατρικής της.

287    Εξ αυτού συνάγεται ότι η δεύτερη αιτίαση των προσφευγουσών περί ανατροπής του τεκμηρίου ότι η μητρική εταιρία άσκησε αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της την οποία κατείχε σε ποσοστό 100 % πρέπει να απορριφθεί, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η θυγατρική καθόριζε αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι τα ως άνω έγγραφα είναι απαράδεκτα, διότι προσκομίσθηκαν το πρώτον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

288    Καθόσον η ευθύνη της παραβάσεως μπορούσε να καταλογισθεί στην E.ON λόγω της ιδιότητάς της ως μητρικής εταιρίας με συμμετοχή 100 %, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, διότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτή, δεν θα έθιγε τη δυνατότητα καταλογισμού της παραβάσεως.

289    Εν πάση περιπτώσει, σχετικά με την πρώτη αιτίαση την οποία προέβαλαν οι προσφεύγουσες, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 280 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η E.ON είχε μετάσχει άμεσα στην παράβαση από το 2003, χρονικό σημείο κατά το οποίο εξαγόρασε την E.ON Ruhrgas και ενεπλάκη άμεσα στις δραστηριότητές της. Προς στήριξη αυτής της διαπιστώσεως, αναφέρθηκε σε συνάντηση της 27ης Μαΐου 2004 μεταξύ της GDF και του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της E.ON κατά την οποία ο τελευταίος παραπονέθηκε για την επιθετική συμπεριφορά της GDF στη Γερμανία και παρέσχε τη διαβεβαίωση ότι η E.ON δεν επιθυμούσε να διεισδύσει με επιθετικό τρόπο στη γαλλική αγορά.

290    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η συνάντηση αυτή δεν αποδεικνύει ότι υπήρξε άμεση συμμετοχή της E.ON στην παράβαση, καθόσον, πρώτον, η συνάντηση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοτελή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και, δεύτερον, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου της συναντήσεως, καθόσον η συνάντηση αυτή δεν αφορούσε τον αγωγό MEGAL, αλλά τις στρατηγικές εξαγοράς της E.ON.

291    Ναι μεν η Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι η συνάντηση της 27ης Μαΐου 2004 αποτελούσε αυτοτελή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, από τα πρακτικά όμως της εν λόγω συναντήσεως προκύπτει ότι ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της E.ON δήλωσε ότι «το δυτικό όριο για την επιχειρηματική δραστηριότητα της E.ON στην ηπειρωτική Ευρώπη [ήταν] τα δυτικά σύνορα της Γερμανίας: δεν υπήρχε έντονο ενδιαφέρον ούτε για τη Γαλλία ούτε για την Ισπανία», αλλά ότι «[α]ντιθέτως, [υπήρχε] ενδιαφέρον για την Ιταλία και την Ελβετία». Τίποτε όμως στο περιεχόμενο των πρακτικών αυτών ή στο πλαίσιό τους δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι οι δηλώσεις αυτές συνδέονταν με δραστηριότητες συγχωνεύσεων ή εξαγορών, όπως προβάλλουν οι προσφεύγουσες.

292    Απεναντίας, τα ανωτέρω στοιχεία που μνημονεύονται στα πρακτικά της συναντήσεως της 27ης Μαΐου 2004 αφορούν την εμπορική στρατηγική των επιχειρήσεων, ιδίως δε τη στρατηγική της GDF, για την οποία εξακολουθούσε να θεωρείται ότι συμπεριφερόταν επιθετικά και επικίνδυνα στη γερμανική αγορά, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 121 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

293    Συνεπώς, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

294    Βάσει όλων των ανωτέρω, ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι η συμπεριφορά της E.ON Ruhrgas μπορούσε να καταλογισθεί στη μητρική της εταιρία E.ON. Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προέβαλαν οι προσφεύγουσες πρέπει να απορριφθεί.

 2. Επί του αιτήματος περί μειώσεως του προστίμου

295    Προς στήριξη του αιτήματός τους περί μειώσεως του προστίμου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ένα μοναδικό λόγο που αντλείται από εσφαλμένη επιμέτρηση του προστίμου.

296    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα κατά την επιμέτρηση του προστίμου, καθόσον η επίδικη παράβαση στη γαλλική αγορά τερματίσθηκε τον Αύγουστο του 2004 και όχι τον Σεπτέμβριο του 2005. Θα πρέπει επομένως να γίνει αντίστοιχη μείωση του προστίμου που τους επιβλήθηκε. Στο υπόμνημα απαντήσεως, διευκρινίζουν ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά την επιμέτρηση του προστίμου, η Επιτροπή δεν έπρεπε να λάβει υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η πρώτη από τις προσφεύγουσες μετά το 2004.

297    Όπως προκύπτει από την εξέταση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η επίδικη παράβαση συνεχίστηκε μετά τις 13 Αυγούστου 2004 και μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, κατά το μέτρο που αφορά τη γαλλική αγορά του αερίου.

298    Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει κατά συνέπεια να μεταρρυθμιστεί προκειμένου να ληφθεί υπόψη, κατά τον καθορισμό του τελικού ποσού του προστίμου που επιβάλλεται στις προσφεύγουσες, η διάρκεια της παραβάσεως που διαπράχθηκε στη γαλλική αγορά, εν προκειμένω από τις 10 Αυγούστου 2000 (βλ. σκέψη 93 ανωτέρω) έως τις 13 Αυγούστου 2004 (βλ. σκέψη 257 ανωτέρω). Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατά τα λοιπά ότι δεν συντρέχουν λόγοι δημοσίας τάξεως, τους οποίους οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑389/10 P, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι‑12789, σκέψη 131), που να δικαιολογούν τη μείωση του προστίμου που επιβάλλεται στις προσφεύγουσες.

299    Συναφώς, αν εφαρμοζόταν η μέθοδος την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για την επιμέτρηση του προστίμου, η οποία προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 339 και 358 έως 391 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι (αρχικό ποσοστό που εφαρμόζεται στον μέσο όρο των ετήσιων πωλήσεων στη Γαλλία x διάρκεια της παραβάσεως στη Γαλλία) + (ποσοστό επιπρόσθετου ποσού που εφαρμόζεται στον μέσο όρο των ετήσιων πωλήσεων στη Γαλλία) + (αρχικό ποσοστό που εφαρμόζεται στον μέσο όρο των ετήσιων πωλήσεων στη Γερμανία x διάρκεια της παραβάσεως στη Γερμανία) + (ποσοστό επιπρόσθετου ποσού που εφαρμόζεται στον μέσο όρο των ετήσιων πωλήσεων στη Γερμανία), χρησιμοποιώντας διορθωμένα στοιχεία όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως στη Γαλλία (4 έτη αντί για 5,5) και τον μέσο όρο των πωλήσεων σε σχέση με την παράβαση στη γαλλική αγορά ώστε να ληφθεί υπόψη η μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο, το πρόστιμο των προσφευγουσών θα ανερχόταν σε 267 εκατομμύρια ευρώ.

300    Υπενθυμίζεται όμως ότι η πλήρης δικαιοδοσία την οποία απονέμει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 229 ΕΚ, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 στο Γενικό Δικαστήριο παρέχει σε αυτό την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, που του επιτρέπει μόνο να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να μεταρρυθμίζει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς να την ακυρώνει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πραγματικές περιστάσεις, μεταβάλλοντας ιδίως το ύψος του επιβληθέντος προστίμου όταν το ζήτημα του ύψους αυτού έχει τεθεί στην κρίση του (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψεις 61 και 62, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

301    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής όταν αποφασίζει δυνάμει της πλήρους δικαιοδοσίας του (βλ., επ’ αυτού, απόφαση BASF και UCB κατά Επιτροπής, σκέψη 251 ανωτέρω, σκέψη 213 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), αλλά οφείλει να προβεί σε δική του εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

302    Εν προκειμένω όμως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι με την εφαρμογή της μεθόδου την οποία ακολούθησε η Επιτροπή για την επιμέτρηση του προστίμου, όπως αυτή περιγράφεται στη σκέψη 299 ανωτέρω, δεν λαμβάνονται υπόψη όλες οι κρίσιμες περιστάσεις.

303    Ειδικότερα, η εφαρμογή της ως άνω μεθόδου στα διορθωμένα στοιχεία όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως στη Γαλλία και τον μέσο όρο των πωλήσεων σε σχέση με την παράβαση στη γαλλική αγορά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οδηγεί σε μείωση του προστίμου που επιβάλλεται στις προσφεύγουσες εξαιρετικά δυσανάλογη προς τη σχετική σημασία του διαπιστωθέντος σφάλματος. Ειδικότερα, ενώ το σφάλμα της Επιτροπής αφορά μόνο τη γαλλική αγορά και μόνο δωδεκάμισι μήνες από τα 5 έτη και τον ενάμιση μήνα που προσδιόρισε αρχικώς η Επιτροπή ως διάρκεια της παραβάσεως που διαπράχθηκε στην εν λόγω αγορά, η εφαρμογή της μεθόδου της Επιτροπής θα οδηγούσε σε μείωση του προστίμου υπερβαίνουσα το 50 %.

304    Περαιτέρω, η εφαρμογή της μεθόδου της Επιτροπής θα οδηγούσε, στο πλαίσιο της επιμετρήσεως του προστίμου, σε υποβάθμιση της σχετικής σημασίας της παραβάσεως που διαπράχθηκε στη γερμανική αγορά σε σχέση με την παράβαση που διαπράχθηκε στη γαλλική αγορά.

305    Κατά συνέπεια, μετά από ακρόαση των διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όσον αφορά τα συμπεράσματα που πρέπει ενδεχομένως να αντληθούν για το ύψος του προστίμου από τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως σε ό,τι αφορά την επιμέτρηση του προστίμου βάσει της διάρκειας της παραβάσεως, και κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, και ιδίως των σκέψεων 303 και 304 ανωτέρω, πρέπει, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και ιδίως της διάρκειας και της σοβαρότητας της επίδικης παραβάσεως, να καθοριστεί το τελικό ποσό του προστίμου που επιβάλλεται στις προσφεύγουσες σε 320 εκατομμύρια ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

306    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εντούτοις, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

307    Δεδομένου ότι κάθε διάδικος ηττήθηκε εν μέρει, πρέπει να αποφασισθεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1 της αποφάσεως Ε(2009) 5355 τελικό της Επιτροπής, της 8ης Ιουλίου 2009, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/39.401 — E.ON/GDF), αφενός, κατά το μέτρο που διαπιστώνει ότι η παράβαση διήρκεσε τουλάχιστον από την 1η Ιανουαρίου 1980 έως τις 24 Απριλίου 1998 όσον αφορά τη Γερμανία και, αφετέρου, κατά το μέτρο που διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως που διαπράχθηκε στη Γαλλία μεταξύ 13ης Αυγούστου 2004 και 30ής Σεπτεμβρίου 2005.

2)      Καθορίζει το πρόστιμο που επιβάλλεται στην E.ON Ruhrgas AG και στην E.ON AG με το άρθρο 2, στοιχείο α΄, της αποφάσεως Ε(2009) 5355 τελικό σε 320 εκατομμύρια ευρώ.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

4)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Παπασάββας

Vadapalas

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Ιουνίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

1. Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2. Τα εθνικά δίκαια

Γερμανικό δίκαιο

Γαλλικό δίκαιο

Ιστορικό της διαφοράς

1. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

2. Συμφωνία MEGAL

3. Διοικητική διαδικασία

Προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1. Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ

— Επί του πρώτου σκέλους

— Επί του δευτέρου σκέλους

— Επί του τρίτου σκέλους

— Επί του τετάρτου σκέλους

— Επί του πέμπτου σκέλους

— Επί του έκτου σκέλους

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από νομική πλάνη κατά την εκτίμηση της διάρκειας της παραβάσεως

— Επί του τερματισμού της επίδικης παραβάσεως

— Επί της συμπεριφοράς των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων μετά την απελευθέρωση των αγορών του αερίου

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραγραφή των προβαλλομένων παραβάσεων που προέκυψαν από τις συμφωνίες του 1975

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από το ότι η δεύτερη από τις προσφεύγουσες δεν ευθύνεται για τις ενέργειες της πρώτης από τις προσφεύγουσες

2. Επί του αιτήματος περί μειώσεως του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.