Language of document : ECLI:EU:C:2020:343

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2020 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινοί κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου – Οδηγία 2009/73/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 3, και άρθρο 41, παράγραφος 16 – Υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας – Υποχρεώσεις αποθηκεύσεως φυσικού αερίου για τη διασφάλιση του εφοδιασμού και της τακτικής παροχής – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα ότι οι οικονομικές επιβαρύνσεις οι οποίες συνδέονται με τις υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις φυσικού αερίου μετακυλίονται στους πελάτες τους – Προϋποθέσεις – Έκδοση πράξεως εθνικής ρυθμιστικής αρχής με την οποία επιβάλλεται υποχρέωση παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας – Διαδικασία – Άρθρα 36 και 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑5/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιανουαρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

«Оvergas Mrezhi» AD,

«Balgarska gazova asotsiatsia»

κατά

Komisia za energiyno i vodno regulirane,

παρισταμένης της:

Prokuratura na Republika Bulgaria,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Jarukaitis (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Juhász και M. Ilešič, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η «Оvergas Mrezhi» AD, εκπροσωπούμενη από τον S. Dimitrov,

–        η «Balgarska gazova asotsiatsia», εκπροσωπούμενη από τον P. Pavlov,

–        η Komisia za energiyno i vodno regulirane, εκπροσωπούμενη από τον I. Ivanov,

–        η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Petranova και T. Mitova,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις O. Beynet και Y. Marinova,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 36 και 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και του άρθρου 3 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 94).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της «Оvergas Mrezhi» AD, ανώνυμης εταιρίας βουλγαρικού δικαίου, και της «Balgarska gazova asotsiatsia», ενώσεως μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, και, αφετέρου, της Komisia za energiyno i vodno regulirane (ρυθμιστικής επιτροπής ενέργειας και υδάτων, Βουλγαρία) (στο εξής: ρυθμιστική επιτροπή), με αντικείμενο τη νομιμότητα διατάξεων που θέσπισε η τελευταία, σύμφωνα με τις οποίες η οικονομική επιβάρυνση που απορρέει από τις υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις του τομέα της ενέργειας πρέπει να αντισταθμίζεται από τους πελάτες τους οι οποίοι μπορεί να είναι ιδιώτες.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο Χάρτης

3        Το άρθρο 36 του Χάρτη, με τίτλο «Πρόσβαση στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος», ορίζει τα εξής:

«Η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται την πρόσβαση στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, όπως αυτό προβλέπεται στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, σύμφωνα με τις Συνθήκες, προκειμένου να προαχθεί η κοινωνική και εδαφική συνοχή της Ένωσης.»

4        Το άρθρο 38 του Χάρτη, με τίτλο «Προστασία του καταναλωτή», ορίζει τα εξής:

«Οι πολιτικές της Ένωσης διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή.»

 Η οδηγία 2009/73

5        Οι αιτιολογικές σκέψεις 22, 44 και 47 έως 49 της οδηγίας 2009/73 έχουν ως εξής:

«(22)      Η διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού συνιστά σημαντικό στοιχείο της δημόσιας ασφάλειας και, κατά συνέπεια, συνδέεται εγγενώς με την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου και την ενσωμάτωση των απομονωμένων αγορών φυσικού αερίου των κρατών μελών. […]

[…]

(44)      Η τήρηση των απαιτήσεων περί υπηρεσιών κοινής ωφέλειας αποτελεί θεμελιώδη απαίτηση της παρούσας οδηγίας, η δε παρούσα οδηγία θα πρέπει προπάντων να καθορίζει κοινά ελάχιστα πρότυπα τα οποία θα τηρούνται από όλα τα κράτη μέλη και τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη τους στόχους της προστασίας των καταναλωτών, της ασφάλειας του εφοδιασμού, της προστασίας του περιβάλλοντος και των ισοδύναμων επιπέδων ανταγωνισμού σε όλα τα κράτη μέλη. Είναι σημαντικό οι απαιτήσεις περί υπηρεσιών κοινής ωφέλειας να μπορούν να ερμηνεύονται σε εθνική βάση, [λαμβανομένων] υπόψη των εθνικών συνθηκών και τηρουμένου του […] δικαίου [της Ένωσης].

[…]

(47)      Οι απαιτήσεις περί υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και τα κοινά ελάχιστα πρότυπα που αυτές συνεπάγονται πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω ώστε να διασφαλισθεί ότι όλοι οι καταναλωτές, και ιδιαίτερα οι πιο ευάλωτοι, έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τον ανταγωνισμό και τις δικαιότερες τιμές. Οι απαιτήσεις δημόσιας υπηρεσίας ορίζονται σε εθνικό επίπεδο, με συνεκτίμηση των εθνικών συνθηκών και με παράλληλο σεβασμό του […] δικαίου [της Ένωσης] εκ μέρους των κρατών μελών. Οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, όταν αυτό κρίνεται σκόπιμο από τα κράτη μέλη, οι μικρές επιχειρήσεις, θα πρέπει να μπορούν να απολαμβάνουν υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας, ιδίως όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού και τις εύλογες τιμές. […] οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα κατανάλωσής τους, τις συναφείς τιμές και τις δαπάνες εξυπηρέτησης […]

(48)      Τα συμφέροντα των καταναλωτών θα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της παρούσας οδηγίας και η ποιότητα εξυπηρέτησης να αποτελεί κεντρική ευθύνη των επιχειρήσεων φυσικού αερίου. Τα υφιστάμενα δικαιώματα των καταναλωτών θα πρέπει να ενισχυθούν και να διασφαλισθούν, και να περιλαμβάνουν μεγαλύτερη διαφάνεια. […] Τα δικαιώματα των καταναλωτών θα πρέπει να επιβάλλονται από τα κράτη μέλη ή, όταν το κράτος μέλος έχει προβλέψει σχετικά, από τις ρυθμιστικές αρχές.

(49)      Οι καταναλωτές θα πρέπει να διαθέτουν σαφείς και κατανοητές πληροφορίες όσον αφορά τα δικαιώματά τους σε σχέση με τον ενεργειακό τομέα. […]»

6        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής περιλαμβάνει τους ακόλουθους ορισμούς:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.      “επιχείρηση φυσικού αερίου”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί τουλάχιστον μια από τις ακόλουθες δραστηριότητες: παραγωγή, μεταφορά, διανομή, προμήθεια, αγορά ή αποθήκευση φυσικού αερίου, περιλαμβανομένου του [υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ)], και είναι υπεύθυνο για τα εμπορικά και τεχνικά καθήκοντα ή/και τα καθήκοντα συντήρησης τα σχετικά με τις δραστηριότητες αυτές· στον ορισμό αυτό δεν περιλαμβάνονται οι τελικοί πελάτες,

[…]

5.      “διανομή”: η μεταφορά φυσικού αερίου μέσω τοπικών ή περιφερειακών δικτύων αγωγών με σκοπό την παράδοσή του σε πελάτες, μη συμπεριλαμβανομένης όμως της προμήθειας·

[…]

7.      “προμήθεια”: η πώληση, συμπεριλαμβανομένης της μεταπώλησης, φυσικού αερίου καθώς και ΥΦΑ σε πελάτες·

[…]

24.      “πελάτης”: ο χονδρικός και ο τελικός πελάτης φυσικού αερίου και οι επιχειρήσεις φυσικού αερίου που αγοράζουν φυσικό αέριο,

[…]».

7        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και προστασία των πελατών», ορίζει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, βάσει της θεσμικής τους οργάνωσης και τηρώντας δεόντως την αρχή της επικουρικότητας, ότι, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι επιχειρήσεις φυσικού αερίου λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της παρούσας οδηγίας, με σκοπό την επίτευξη ανταγωνιστικής, ασφαλούς και περιβαλλοντικώς βιώσιμης αγοράς φυσικού αερίου και δεν κάνουν διακρίσεις μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων όσον αφορά τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις τους.

2.      Τηρώντας πλήρως τις οικείες διατάξεις της συνθήκης [ΛΕΕ], και ιδίως το άρθρο [106], τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας οι οποίες μπορούν να αφορούν την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας του εφοδιασμού, την τακτική παροχή, την ποιότητα και τις τιμές παροχής, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του κλίματος, της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και της ενεργειακής αποδοτικότητας. Οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει να ορίζονται σαφώς, να είναι διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες και να διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της [Ένωσης] στους εθνικούς καταναλωτές. Όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού, την ενεργειακή αποδοτικότητα και διαχείριση της ζήτησης […], τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμο προγραμματισμό, λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο τρίτα μέρη να ζητήσουν πρόσβαση στο σύστημα.

3.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τελικών πελατών και μεριμνούν ιδίως ώστε να υπάρχουν επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία των ευάλωτων πελατών. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε κράτος μέλος ορίζει την έννοια των ευάλωτων πελατών, η οποία μπορεί να αναφέρεται στην ενεργειακή πενία και, μεταξύ άλλων, στην απαγόρευση αποσύνδεσης των πελατών αυτών σε κρίσιμες περιόδους. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την εφαρμογή των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που συνδέονται με ευάλωτους πελάτες. […] Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας του καταναλωτή, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις, τη γενική πληροφόρηση και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. […]»

8        Τα άρθρα 39 και 41 της ίδιας οδηγίας περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο VIII αυτής, σχετικά με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Το εν λόγω άρθρο 39 προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι «[κ]άθε κράτος μέλος ορίζει μία εθνική ρυθμιστική αρχή σε εθνικό επίπεδο». Όσον αφορά το εν λόγω άρθρο 41, με τίτλο «Καθήκοντα και αρμοδιότητες της ρυθμιστικής αρχής», ορίζει στις παραγράφους 1 και 16 τα εξής:

«1.      Στη ρυθμιστική αρχή ανατίθενται τα εξής καθήκοντα:

α)      να καθορίζει ή να εγκρίνει, σύμφωνα με διαφανή κριτήρια, ρυθμισμένα τιμολόγια μεταφοράς ή διανομής ή τις μεθόδους υπολογισμού τους·

[…]

16.      Οι αποφάσεις των ρυθμιστικών αρχών είναι πλήρως αιτιολογημένες προκειμένου να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο και διαθέσιμες στο κοινό, ενώ παράλληλα προστατεύουν την εμπιστευτικότητα των εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών.»

 Ο κανονισμός (ΕΕ) 994/2010

9        Ο κανονισμός (ΕΕ) 994/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με τα μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με αέριο και την κατάργηση της οδηγίας 2004/67/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2010, L 295 σ. 1), καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1938 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με τα μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο και με την κατάργηση του κανονισμού 994/2010 (ΕΕ 2017, L 280, σ. 1), με ισχύ, ουσιαστικά, από 1ης Νοεμβρίου 2017.

10      Το άρθρο 4 του κανονισμού 994/2010 έφερε τον τίτλο «Κατάρτιση προληπτικού σχεδίου δράσης και σχεδίου έκτακτης ανάγκης». Το άρθρο αυτό προέβλεπε στην παράγραφο 1, στοιχείο βʹ, ότι η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους, έπειτα από διαβούλευση με τις επιχειρήσεις φυσικού αερίου, τις σχετικές οργανώσεις που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των οικιακών και βιομηχανικών πελατών και την εθνική ρυθμιστική αρχή, εφόσον αυτή δεν είναι η αρμόδια αρχή, καταρτίζει σε εθνικό επίπεδο σχέδιο έκτακτης ανάγκης που περιέχει τα ληπτέα μέτρα για την εξάλειψη ή τον μετριασμό των επιπτώσεων ενδεχόμενης διαταραχής του εφοδιασμού με αέριο σύμφωνα με το άρθρο 10. Το εν λόγω άρθρο 10 προσδιόριζε, κατ’ ουσίαν, τα κριτήρια βάσει των οποίων έπρεπε να καταρτιστούν τα εθνικά σχέδια έκτακτης ανάγκης καθώς και τους στόχους, το περιεχόμενό τους και τη διαδικασία με την οποία έπρεπε να εγκριθούν.

 Το βουλγαρικό δίκαιο

 Ο νόμος περί των κανονιστικών πράξεων

11      O zakon za normativnite aktove (νόμος περί των κανονιστικών πράξεων), της 3ης Απριλίου 1973 (DV αριθ. 27, της 3ης Απριλίου 1973), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί των κανονιστικών πράξεων), προβλέπει στο άρθρο 26 τα εξής:

«(1) Το σχέδιο κανονιστικής πράξης καταρτίζεται τηρουμένων των αρχών της αναγκαιότητας, της αιτιολογήσεως, της προβλεψιμότητας, της διαφάνειας, της συνοχής, της επικουρικότητας, της αναλογικότητας και της σταθερότητας.

(2)      Κατά την κατάρτιση του σχεδίου κανονιστικής πράξεως διεξάγονται δημόσιες διαβουλεύσεις με τους πολίτες και τα νομικά πρόσωπα.

(3)      Πριν από την υποβολή του σχεδίου κανονιστικής πράξεως για την έκδοσή του ή την έγκρισή του από την αρμόδια αρχή, ο συντάκτης του σχεδίου το δημοσιεύει στον διαδικτυακό τόπο του οικείου οργάνου, συνοδευόμενο από την αιτιολογική έκθεση […]

[…]».

12      Κατά το άρθρο 28 του νόμου αυτού:

«(1)      Το σχέδιο κανονιστικής πράξης, συνοδευόμενο από την αιτιολογική έκθεση […], υποβάλλεται στην κρίση της αρμόδιας αρχής.

(2)      Η αιτιολογική έκθεση […] περιλαμβάνει:

[…]

5.      ανάλυση της συμβατότητας με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

13      Ο εν λόγω νόμος προβλέπει στην παράγραφο 5 των μεταβατικών και τελικών διατάξεων τα εξής:

«Εκτός εάν ορίζεται άλλως στον παρόντα νόμο, αυτός εφαρμόζεται σε όλες τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται από τις αρχές τις οποίες προβλέπει το Σύνταγμα. Για τις λοιπές κανονιστικές πράξεις, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν τα άρθρα 2, 9 έως 16, 34 έως 46 και 51 του νόμου.»

 Ο νόμος περί ενέργειας

14      Ο zakon za energetikata (νόμος περί ενέργειας), της 9ης Δεκεμβρίου 2003 (DV αριθ. 107, της 9ης Δεκεμβρίου 2003), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί ενέργειας), προβλέπει στο άρθρο 10, παράγραφος 1, ότι η ρύθμιση των δραστηριοτήτων που συνδέονται με την ενέργεια, την ύδρευση και την αποχέτευση πραγματοποιείται από τη ρυθμιστική επιτροπή και στο άρθρο 21, παράγραφος 1, σημείο 8 ότι η επιτροπή αυτή ρυθμίζει τις τιμές στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος αυτός.

15      Το άρθρο 30 του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«(1)      Η [ρυθμιστική επιτροπή] ρυθμίζει τις τιμές:

[…]

14.      για την πρόσβαση και αποθήκευση φυσικού αερίου σε χώρο αποθηκεύσεως·

[…]

(2) Οι τιμές της ενέργειας, του φυσικού αερίου και των παρεχόμενων από τις επιχειρήσεις ενέργειας υπηρεσιών δεν ρυθμίζονται από τη [ρυθμιστική επιτροπή], οσάκις αυτή διαπιστώνει ότι υφίσταται ανταγωνισμός ο οποίος καθιστά δυνατή, ως προς τη σχετική δραστηριότητα του ενεργειακού τομέα, την ελεύθερη διαπραγμάτευση των τιμών υπό συνθήκες αγοράς.

[…]»

16      Το άρθρο 31 του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής:

«Κατά την άσκηση των εξουσιών της για τη ρύθμιση των τιμών, η [ρυθμιστική επιτροπή] καθοδηγείται, πέραν των αρχών που αναφέρονται στα άρθρα 23 και 24, από τις ακόλουθες αρχές:

1.      οι τιμές πρέπει να μην εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, να στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια και να καθορίζονται με διαφάνεια·

2.      τα τιμολόγια των επιχειρήσεων ενέργειας πρέπει να αντισταθμίζουν τα οικονομικώς δικαιολογούμενα κόστη των τελευταίων, συμπεριλαμβανομένου του κόστους:

[…]

b)      για τη διατήρηση των προβλεπόμενων από τον νόμο αποθεμάτων και των δυνατοτήτων που απαιτούνται για τον αξιόπιστο εφοδιασμό των πελατών·

[…]

3.      πέραν του κόστους που αναφέρεται στο σημείο 2, οι τιμές είναι επίσης δυνατό να περιλαμβάνουν μη δυνάμενα να αναζητηθούν κόστη που συνδέονται με τη μετάβαση σε μια ανταγωνιστική αγορά, καθώς και κόστη που απορρέουν από την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας οι οποίες συνδέονται με την ασφάλεια του εφοδιασμού, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των εγκαταστάσεων που αποτελούν στρατηγικές υποδομές του ενεργειακού τομέα·

4.      οι τιμές πρέπει να εξασφαλίζουν ένα εύλογο από οικονομικής απόψεως ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου·

5.      οι τιμές που ισχύουν για τις διάφορες ομάδες πελατών πρέπει να αντιστοιχούν στο κόστος εφοδιασμού αυτών των πελατών σε ενέργεια και φυσικό αέριο·

6.      οι τιμές δεν περιλαμβάνουν καμία σταυροειδή επιδότηση: […]

[…]».

17      Το άρθρο 35 του νόμου περί ενέργειας ορίζει τα εξής:

«(1)      Οι επιχειρήσεις ενέργειας μπορούν να ζητήσουν αποζημίωση για τα κόστη που απορρέουν από υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας οι οποίες τους έχουν επιβληθεί, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με την ασφάλεια του εφοδιασμού, […]

[…]

(3)      Οι φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υποβάλλουν τακτικά στη [ρυθμιστική επιτροπή] αίτηση αντισταθμίσεως για το αντίστοιχο κόστος. Η αίτηση συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την αιτιολόγηση και το ύψος του κόστους αυτού.

(4)      Η [ρυθμιστική επιτροπή] καθορίζει το ύψος της αντισταθμίσεως για κάθε επιχείρηση καθώς και το συνολικό ποσό των αντισταθμίσεων για τη συγκεκριμένη περίοδο.

(5)      Οι όροι αντισταθμίσεως του κόστους που απορρέει από υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας καθορίζονται βάσει μεθόδου που εφαρμόζει η [ρυθμιστική επιτροπή] με σκοπό τη διαφανή κατανομή των κόστους αυτού μεταξύ όλων των τελικών πελατών, συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγέων ηλεκτρικής ενέργειας που συνδέονται με το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας, του διαχειριστή του δικτύου μεταφοράς και των διαχειριστών συστημάτων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας ή/και οι όροι αυτοί καθορίζονται με άλλο τρόπο προβλεπόμενο από τον νόμο.»

18      Το άρθρο 36 του νόμου αυτού, προβλέπει στις παραγράφους 1 και 3 τα εξής:

«(1)      Οι τιμές που υπόκεινται σε ρύθμιση διαμορφώνονται από τις επιχειρήσεις ενέργειας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και των κανονιστικών αποφάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Οι οδηγίες που εκδίδονται από τη [ρυθμιστική επιτροπή] σχετικά με τη διαμόρφωση των τιμών είναι δεσμευτικές για τις επιχειρήσεις ενέργειας.

[…]

(3)      Οι μέθοδοι ρυθμίσεως των τιμών, οι κανόνες σχετικά με τη διαμόρφωση, τον καθορισμό ή την τροποποίησή τους, οι λεπτομέρειες υποβολής πληροφοριών, προτάσεων τιμών και εγκρίσεως των τιμολογίων, […] θεσπίζονται με κανονιστικές αποφάσεις που εκδίδει η [ρυθμιστική επιτροπή] και αφορούν την ηλεκτρική ενέργεια, τη θερμική ενέργεια και το φυσικό αέριο.»

19      Το άρθρο 69 του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Οι επιχειρήσεις ενέργειας οφείλουν να ασκούν τη δραστηριότητά τους προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και των επιμέρους πελατών και σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και των λοιπών κανονιστικών πράξεων, διαφυλάσσοντας την ασφάλεια του εφοδιασμού, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των εγκαταστάσεων που αποτελούν στρατηγικές υποδομές του ενεργειακού τομέα, τη συνεχή παροχή και την ποιότητα της ηλεκτρικής ενέργειας, της θερμικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, […]».

20      Το άρθρο 70 του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής:

«(1)      Ο Υπουργός Ενέργειας μπορεί να επιβάλλει στις επιχειρήσεις ενέργειας πρόσθετες υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

(2)      Οι πρόσθετες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 επιβάλλονται οσάκις αφορούν:

1.      τον αδιάλειπτο εφοδιασμό με ηλεκτρική ενέργεια, θερμική ενέργεια και φυσικό αέριο·

[…]

(3)      Οι πρόσθετες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 επιβάλλονται με υπουργική απόφαση η οποία αναφέρει:

1.      το πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η υποχρέωση·

2.      το περιεχόμενο της υποχρεώσεως·

3.      την προθεσμία και τους όρους εκπληρώσεως της υποχρεώσεως·

4.      λοιπούς όρους.

(4)      Τα πρόσθετα κόστη στα οποία υποβάλλονται οι επιχειρήσεις ενέργειας βάσει της παραγράφου 3 εξομοιώνονται με τα κόστη που αναφέρονται στο άρθρο 35.»

 Η κανονιστική απόφαση αριθ. 2/2013

21      Βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 3, του νόμου περί ενέργειας εκδόθηκε η naredba no 2 za regulirane na tsenite na prirodniya gaz (κανονιστική απόφαση αριθ. 2 περί ρυθμίσεως των τιμών του φυσικού αερίου), της 19ης Μαρτίου 2013 (DV αριθ. 33, της 5ης Απριλίου 2013), η οποία, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε προσφάτως με κανονιστική απόφαση η οποία δημοσιεύθηκε στην DV αριθ. 105, της 30ής Δεκεμβρίου 2016 (στο εξής: κανονιστική απόφαση αριθ. 2/2013).

22      Το άρθρο 1, σημείο 2, της κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 2 ορίζει ότι η κανονιστική αυτή απόφαση καθορίζει «τη μέθοδο αντισταθμίσεως του κόστους που απορρέει για τις επιχειρήσεις ενέργειας από τις υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας τις οποίες επιβάλλει σε αυτές ο νόμος περί ενέργειας».

23      Το άρθρο 11 της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως προβλέπει τα εξής:

«(1)      Τα κόστη που αναγνωρίζονται από τη [ρυθμιστική επιτροπή], τα οποία βαρύνουν τις επιχειρήσεις ενέργειας λόγω των επιβαλλόμενων σε αυτές υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, αντισταθμίζονται, κατά τρόπο διαφανή και μη συνεπαγόμενο διακρίσεις, μέσω των τιμών που καταβάλλονται από όλους τους πελάτες.

(2)      Το συνολικό ποσό του κόστους που αναγνωρίζεται από τη [ρυθμιστική επιτροπή] και συνδέεται με υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας ενσωματώνεται στα απαραίτητα ετήσια έσοδα της επιχειρήσεως μεταφοράς.

(3)      Τα κόστη που αναφέρονται στην παράγραφο 2 επιβαρύνουν τους καταναλωτές φυσικού αερίου υπό τη μορφή μέρους της αξίας της υπηρεσίας προμήθειας, βάσει της καταμετρώμενης κατανάλωσής τους, και αποτελούν ξεχωριστή συνιστώσα του τιμολογίου σε σχέση με την τιμή μεταφοράς μέσω του δικτύου προμήθειας φυσικού αερίου –τιμή η οποία καθορίζεται ή προσδιορίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέρεται στο άρθρο 2, σημείο 3.

(4)      Οι λεπτομέρειες για την αντιστάθμιση του κόστους με το οποίο επιβαρύνονται οι οικείες επιχειρήσεις ενέργειας λόγω των επιβαλλόμενων σε αυτές υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, καθώς και ο μηχανισμός ανακτήσεως του κόστους αυτού από τις επιχειρήσεις που το επωμίστηκαν καθορίζονται με βάση μέθοδο που υιοθετεί η [ρυθμιστική επιτροπή].»

24      Το άρθρο 11a της ίδιας κανονιστικής αποφάσεως έχει ως εξής:

«(1)      Οσάκις επιβάλλονται υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας σε περισσότερες από μία επιχειρήσεις ενέργειας, οι εν λόγω επιχειρήσεις ανακτούν το κόστος που απορρέει από τις υποχρεώσεις αυτές κατ’ αναλογίαν της επιβληθείσας σε αυτές υποχρεώσεως μέσω των καταβαλλόμενων από τους πελάτες τιμών.

(2)      Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, τα κόστη που αναγνωρίζονται από τη [ρυθμιστική επιτροπή] αποτελούν ξεχωριστή συνιστώσα της τιμής την οποία καθορίζει η οικεία επιχείρηση ενέργειας και βαρύνουν τους πελάτες της ή/και από τους τελικούς προμηθευτές φυσικού αερίου με τους οποίους έχει συνάψει σύμβαση προμήθειας, βάσει της καταμετρώμενης κατανάλωσής τους.

(3)      Η κατά την παράγραφο 2 ξεχωριστή συνιστώσα της τιμής καθορίζεται βάσει αιτιολογημένης προγνώσεως του κόστους που απορρέει από την υποχρέωση παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας για το συγκεκριμένο έτος, καθώς και των προβλεπόμενων ποσοτήτων φυσικού αερίου που παραγγέλθηκαν για το ίδιο έτος.

(4)      Οσάκις η επιχείρηση ενέργειας έχει περισσότερες από μία περιόδους χρέωσης στη διάρκεια του έτους που αναφέρεται στην παράγραφο 3, η ξεχωριστή συνιστώσα της τιμής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 προσαρμόζεται για κάθε περίοδο χρεώσεως, βάσει της διαφοράς μεταξύ του προβλεπόμενου και του πραγματικού κόστους με το οποίο επιβαρύνθηκε λόγω των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας κατά την προηγούμενη περίοδο χρεώσεως.»

 Η σχετική με τις τιμές μέθοδος της Bulgartransgaz

25      Η μέθοδος καθορισμού των τιμών για την πρόσβαση και τη μεταφορά φυσικού αερίου μέσω των δικτύων που ανήκουν στην «Bulgartransgaz» EAD, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (DV αριθ. 76, της 30ής Σεπτεμβρίου 2016) (στο εξής: σχετική με τις τιμές μέθοδος της Bulgartransgaz), διευκρινίζει, στο άρθρο 17, τα εξής:

«(1) Το άμεσα καταλογιστέο κόστος για το συγκεκριμένο έτος της περιόδου ρυθμίσεως καθορίζεται κατ’ έτος και περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

1.      το κόστος για την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που συνδέονται με την ασφάλεια του εφοδιασμού και την εκπλήρωση υποχρεώσεων που επιβάλλονται στον φορέα με σχέδιο έκτακτης ανάγκης που έχει εγκριθεί με απόφαση του Υπουργού Ενέργειας σύμφωνα με τον κανονισμό [994/2010]·

[…]».

26      Το άρθρο 25 της σχετικής με τις τιμές μεθόδου της Bulgartransgaz προβλέπει, στην παράγραφο 3, ότι «[η] τιμή μεταφοράς μπορεί να περιλαμβάνει κόστη που απορρέουν από την επιβολή υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας» και ότι «[τ]α κόστη αυτά προσδιορίζονται ως χωριστή συνιστώσα η οποία αποτελεί μέρος της τιμής».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

27      Η Bulgartransgaz είναι διαχειριστής συνδυασμένου συστήματος μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου και, υπό την ιδιότητα αυτή, διαχειρίζεται το εθνικό δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου στη Βουλγαρία, μέσω του οποίου το φυσικό αέριο διοχετεύεται στα δίκτυα διανομής και σε ορισμένους μη οικιακούς πελάτες. Διαχειρίζεται επίσης την εγκατάσταση υπόγειας αποθηκεύσεως φυσικού αερίου που βρίσκεται στο Chiren (Βουλγαρία), βασικός σκοπός της οποίας είναι η διασφάλιση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο και η εξομάλυνση των εποχιακών διακυμάνσεων της κατανάλωσης.

28      Η «Bulgargaz» EAD είναι ο δημόσιος πάροχος φυσικού αερίου στη Βουλγαρία και προμηθεύει σε τιμές προκαθορισμένες από τη ρυθμιστική επιτροπή. Το 2016 κατείχε μερίδιο 98 % της αγοράς πωλήσεως φυσικού αερίου στη Βουλγαρία.

29      Οι εταιρίες διανομής ασκούν δραστηριότητες διανομής φυσικού αερίου και προμήθειας φυσικού αερίου στους τελικούς προμηθευτές. Το 2016, 24 επιχειρήσεις κατείχαν σχετική άδεια στην επικράτεια της Βουλγαρίας και ο συνολικός αριθμός πελατών τους ανερχόταν σε 87 274, εκ των οποίων 80 705 ήταν οικιακοί πελάτες, ήτοι ποσοστό 92 %, και 6 569 ήταν επιχειρήσεις, ήτοι ποσοστό 8 %.

30      Η Overgas, η οποία προμηθεύεται από την Bulgargaz, τροφοδοτεί το 66 % του συνόλου των καταναλωτών φυσικού αερίου στη Βουλγαρία. Η Overgas αμφισβητεί, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Varhoven administrativen sad (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία), τη νομιμότητα του άρθρου 1, σημείο 2, καθώς και των άρθρων 11 και 11a της κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 2, δυνάμει των οποίων, στη διάρκεια του δευτέρου τριμήνου του 2017, η Bulgargaz εφάρμοσε στην τιμή του φυσικού αερίου προσαύξηση 2,40 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 1,22 ευρώ) ανά 1 000 m3, γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια, για τους μήνες Απρίλιο και Μάιο 2017, πρόσθετη χρέωση 85 980 BGN (περίπου 43 960 ευρώ), αυτό δε το στοιχείο χρέωσης αυξήθηκε σε 2,42 BGN (περίπου 1,23 ευρώ) ανά 1 000 m3 την 1η Ιουλίου 2017.

31      Η Balgarska gazova asotsiatsia αμφισβητεί, ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, τη νομιμότητα των ως άνω διατάξεων, υποστηρίζοντας ότι συνιστούν παράβαση των κανόνων της διοικητικής διαδικασίας καθώς και του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου και ότι θίγουν το γενικό συμφέρον, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις συνεπάγονται αισθητή αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου.

32      Η ρυθμιστική επιτροπή, η οποία θέσπισε τις επίμαχες διατάξεις, υποστηρίζει, πρώτον, ότι, όταν καταρτίζει τις πράξεις της, απαλλάσσεται από την τήρηση ορισμένων διαδικαστικών επιταγών που διέπουν την έκδοση των κανονιστικών πράξεων. Επισημαίνει, δεύτερον, ότι το άρθρο 69 του νόμου περί ενέργειας προβλέπει ότι μπορούν να επιβάλλονται στις επιχειρήσεις ενέργειας του τομέα του φυσικού αερίου υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και ότι η ίδια έχει την εξουσία να ορίζει τα στοιχεία χρέωσης που συνιστούν την τιμή καθώς και ποιες κατηγορίες κόστους πρέπει να ανακτά ο δημόσιος πάροχος.

33      Συναφώς, η ρυθμιστική επιτροπή διευκρινίζει ότι, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η απειλή που υφίσταται στη Βουλγαρία όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού με φυσικό αέριο, το σχέδιο δράσεως για τις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, το οποίο εγκρίθηκε από τον Υπουργό Ενέργειας σύμφωνα με τον κανονισμό 994/2010, προβλέπει, αφενός, ότι η Bulgartransgaz αποθηκεύει ορισμένη ποσότητα φυσικού αερίου στην εγκατάσταση του Chiren, με σκοπό τη διασφάλιση του αδιάλειπτου εφοδιασμού, η δε ποσότητα αυτή χρησιμοποιείται μόνο σε περίπτωση διακοπής του εφοδιασμού. Κατά τη ρυθμιστική επιτροπή, το σχέδιο αυτό προβλέπει, αφετέρου, ότι οι επιχειρήσεις του τομέα του φυσικού αερίου, κατηγορία στην οποία υπάγεται η Bulgargaz, υποχρεούνται επίσης να διατηρούν στην εν λόγω εγκατάσταση, κατά την έναρξη της χειμερινής περιόδου, ορισμένες ποσότητες φυσικού αερίου προκειμένου να αμβλύνουν τις εποχιακές ελλείψεις, τα δε αποθέματα αυτά χρησιμοποιούνται κατά τη χειμερινή περίοδο για να αντισταθμίσουν τις διακυμάνσεις της κατανάλωσης.

34      Η ρυθμιστική επιτροπή επισημαίνει ότι το εν λόγω σχέδιο προβλέπει, επιπλέον, ότι τα κόστη που συνεπάγονται οι ανωτέρω υποχρεώσεις καλύπτονται, όσον αφορά την πρώτη από αυτές, διά των τιμών για την πρόσβαση και τη μεταφορά του φυσικού αερίου μέσω των δικτύων, σύμφωνα με το άρθρο 35 του νόμου περί ενέργειας, οι δε προϋποθέσεις και οι λεπτομέρειες καθορισμού των τιμών αυτών διέπονται από τη σχετική με τις τιμές μέθοδο της Bulgartransgaz. Προσθέτει ότι, όσον αφορά τη δεύτερη από αυτές τα κόστη καλύπτονται από την αξία των υπό παραχώρηση υπηρεσιών, επίσης σύμφωνα με το άρθρο 35 του νόμου περί ενέργειας, κατ’ εφαρμογήν του οποίου εκδόθηκε η κανονιστική απόφαση αριθ. 2.

35      Η Prokuratura na Republika Bulgaria (εισαγγελική αρχή της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας) εκτιμά ότι η βουλγαρική νομοθεσία δεν προστατεύει αποτελεσματικά τους καταναλωτές. Οι προσβαλλόμενες διατάξεις της κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 2 παραβιάζουν τις αρχές της διοικητικής διαδικασίας, ιδίως την αρχή της αναλογικότητας, και παρέχουν στις επιχειρήσεις του ενεργειακού τομέα τη δυνατότητα να καθορίζουν τιμές που δεν είναι ανάλογες προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες.

36      Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στις αποφάσεις της 20ής Απριλίου 2010, Federutility κ.λπ. (C‑265/08, EU:C:2010:205), της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑36/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:570), καθώς και της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE (C‑121/15, EU:C:2016:637), και επισημαίνει ότι αμφιβάλλει ως προς τα όρια που το δίκαιο της Ένωσης θέτει στη δυνατότητα των κρατών μελών να παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση των τιμών για την προμήθεια φυσικού αερίου. Κατά το αιτούν δικαστήριο, μολονότι από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι μια τέτοια παρέμβαση, όσον αφορά την προμήθεια των τελικών καταναλωτών, μπορεί να γίνει δεκτή στο πλαίσιο της οδηγίας 2009/73, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως ορισμένων προϋποθέσεων, εντούτοις η νομολογία αυτή δεν είναι ικανή να άρει τις αμφιβολίες του. Ειδικότερα, οι εν λόγω αποφάσεις δεν εξετάζουν το ζήτημα της συνιστώσας της τιμής που αντιστοιχεί στα κόστη που συνεπάγονται οι υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας οι οποίες επιβάλλονται στις επιχειρήσεις του ενεργειακού τομέα, η δε οδηγία 2009/73 δεν προσδιορίζει ποιος πρέπει να φέρει την επιβάρυνση αυτή.

37      Υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2009/73, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο μηχανισμός προσδιορισμού των επιχειρήσεων στις οποίες επιβάλλονται υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών γενικού συμφέροντος ή υποχρεώσεις ανάληψης του κόστους μιας τέτοιας υπηρεσίας δεν θα έπρεπε να απαλλάσσει καμία επιχείρηση του τομέα του φυσικού αερίου, ούτε καν τον δημόσιο πάροχο ή τον διαχειριστή του συνδυασμένου δικτύου.

38      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η αρχή της αναλογικότητας τηρείται, όταν το οικονομικό βάρος των υποχρεώσεων αυτών φέρουν οι τελικοί πελάτες αδιακρίτως, οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, δεν είναι επιχειρήσεις ενέργειας. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι το βουλγαρικό δίκαιο δεν περιορίζει από χρονικής απόψεως την υποχρέωση του δημοσίου παρόχου να προμηθεύει φυσικό αέριο σε προκαθορισμένες τιμές ούτε την υποχρέωση των τελικών πελατών να φέρουν την οικονομική επιβάρυνση που απορρέει από τις επιβαλλόμενες στις επιχειρήσεις ενέργειας υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Τίθεται επίσης το ζήτημα ποια είναι τα κόστη που συνδέονται με τις εν λόγω υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό των προκαθορισμένων τιμών.

39      Το εν λόγω δικαστήριο προσθέτει ότι οι τελικοί πελάτες δεν έχουν τη δυνατότητα, ελλείψει άμεσου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος, να προσβάλουν δικαστικώς τις αποφάσεις της ρυθμιστικής επιτροπής που καθορίζουν, για κάθε περίοδο, τις ποσότητες φυσικού αερίου που πρέπει να διατηρούνται στην εγκατάσταση του Chiren και ότι οι εν λόγω πελάτες δεν μπορούν να αμφισβητήσουν ούτε τον εκ μέρους της ως άνω επιτροπής καθορισμό του κόστους εκπλήρωσης της επίμαχης υποχρεώσεως αποθηκεύσεως. Επομένως, διερωτάται αν τα δικαιώματα των καταναλωτών προστατεύονται στον βαθμό που απαιτεί η οδηγία 2009/73.

40      Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την απαλλαγή που προβλέπει η παράγραφος 5 των μεταβατικών και τελικών διατάξεων του νόμου περί των κανονιστικών πράξεων και η οποία έχει εφαρμογή στη ρυθμιστική επιτροπή. Λαμβανομένης υπόψη της απαιτήσεως της οδηγίας 2009/73, κατά την οποία οι υποχρεώσεις που συνδέονται με υπηρεσία γενικού ενδιαφέροντος πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένες, διαφανείς, αμερόληπτες, επαληθεύσιμες και ικανές να διασφαλίσουν την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους εθνικούς καταναλωτές, κρίνεται αναγκαίο οι εθνικές διατάξεις που θεσπίζουν τέτοιες υποχρεώσεις να περιέχουν λεπτομερή αιτιολογία.

41      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι σύμφωνο με τα άρθρα 36 και 38 του [Χάρτη] και με το άρθρο 3 της οδηγίας [2009/73], ένα εθνικό μέτρο, όπως το επίμαχο, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 35 του Zakon za energetikata (νόμου περί ενέργειας) και εξειδικεύεται στο άρθρο 11 της [κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 2] και σύμφωνα με το οποίο οι πελάτες των επιχειρήσεων ενέργειας πρέπει να φέρουν τη συνολική οικονομική επιβάρυνση η οποία συνδέεται με τις υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις αυτές, λαμβανομένου υπόψη ότι:

α)      η οικονομική επιβάρυνση που προκύπτει από τις υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας δεν πλήττει όλες τις επιχειρήσεις ενέργειας·

β)      τα έξοδα των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας καλύπτονται κυρίως από τους τελικούς πελάτες, οι οποίοι δεν μπορούν να τα αμφισβητήσουν, παρά το ότι προμηθεύονται από τους τελικούς προμηθευτές φυσικό αέριο σε ελεύθερα διαμορφούμενες τιμές·

γ)      δεν προβλέπεται διαφοροποίηση της οικονομικής επιβαρύνσεως από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας αναλόγως των διαφορετικών κατηγοριών πελατών·

δ)      δεν προβλέπεται προθεσμία για την εφαρμογή του μέτρου αυτού·

ε)      ο υπολογισμός της αξίας των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας γίνεται επί τη βάσει μεθόδου υπολογισμού των εξόδων σύμφωνα με μοντέλο πρόγνωσης;

2)      Είναι σύμφωνη με το άρθρο 3 της οδηγίας [2009/73], λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων 44, 47, 48 και 49 της οδηγίας αυτής, εθνική διάταξη όπως εκείνη της παραγράφου 5 των μεταβατικών και τελικών διατάξεων του νόμου περί των κανονιστικών πράξεων, η οποία απαλλάσσει τη [ρυθμιστική επιτροπή] από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 26 έως 28 του ίδιου νόμου και ειδικότερα από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται κατά την επεξεργασία του σχεδίου κανονιστικών πράξεων με ισχύ κατώτερη του νόμου, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές της αναγκαιότητας, της αιτιολογήσεως, της προβλεψιμότητας, της διαφάνειας, της συνοχής, της επικουρικότητας, της αναλογικότητας και της σταθερότητας, να διενεργείται δημόσια διαβούλευση με τους πολίτες και τα νομικά πρόσωπα, να δημοσιεύεται προηγουμένως το σχέδιο μαζί με την αιτιολογική του έκθεση καθώς και να παρατίθεται αιτιολογία, ακόμη και όσον αφορά τη συμφωνία με το δίκαιο της Ένωσης;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

 Επί του παραδεκτού

42      Δεδομένου ότι η ρυθμιστική επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος για τον λόγο ότι, αν ληφθεί υπόψη η πραγματική νομική και πραγματική κατάσταση, η οποία δεν αποτυπώνεται στο ερώτημα, η απάντηση σε αυτό απορρέει σαφώς από τη νομολογία, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι για τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, ισχύει τεκμήριο λυσιτελείας (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târşia, C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 12 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Ειδικότερα, δεν απόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο του κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συστήματος δικαστικής συνεργασίας, να διακριβώνει ή να θέτει εν αμφιβόλω την ακρίβεια της εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου ερμηνείας εθνικών διατάξεων, δεδομένου ότι η ερμηνεία αυτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο οφείλει, οσάκις αποφαίνεται προδικαστικώς επί ερωτημάτων που του υποβάλλει εθνικό δικαστήριο, να δέχεται την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, όπως αυτή παρατίθεται από το οικείο δικαστήριο (αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Essent Belgium, C‑204/12 έως C‑208/12, EU:C:2014:2192, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târşia, C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 13 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Essent Belgium, C‑204/12 έως C‑208/12, EU:C:2014:2192, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târşia, C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 14 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Αφετέρου, και κατά τα λοιπά, ουδόλως απαγορεύεται σε εθνικό δικαστήριο να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα, για το οποίο, κατά την άποψη των διαδίκων της κύριας δίκης, δεν υπάρχει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία όσον αφορά την απάντηση σε αυτό. Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν υπάρχει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία όσον αφορά την απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, το ερώτημα αυτό δεν καθίσταται εντούτοις απαράδεκτο (απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Painer, C‑145/10, EU:C:2011:798, σκέψεις 64 και 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Εν προκειμένω, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα έχει προδήλως σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, καθόσον, αφενός, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, με το ερώτημά του, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου των οποίων η νομιμότητα αμφισβητείται ενώπιόν του είναι συμβατές με τις υποχρεώσεις τις οποίες το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/73, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 36 και 38 του Χάρτη, επιβάλλει στα κράτη μέλη στον τομέα του φυσικού αερίου και, αφετέρου, δεν προκύπτει ότι το πρόβλημα που θέτει είναι υποθετικής φύσεως. Επιπροσθέτως, το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε κατά τρόπο επαρκή τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου παράθεση του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου είναι εσφαλμένη, τούτο δεν σημαίνει ότι το εν λόγω ερώτημα είναι απαράδεκτο.

47      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

48      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, όσον αφορά την οδηγία 2009/73, την ερμηνεία του άρθρου 3 αυτής στο σύνολό του. Εντούτοις, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά, κατ’ ουσίαν, τη συμβατότητα με την οδηγία αυτή εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως η οποία προβλέπει ότι το κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις φυσικού αερίου στο πλαίσιο των επιβαλλόμενων σε αυτές υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινωνικής ωφέλειας μετακυλίεται στους πελάτες τους. Επομένως, μόνον η ερμηνεία των παραγράφων 1 έως 3 του εν λόγω άρθρου είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς.

49      Παρατηρείται, επίσης, ότι από το σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης αμφισβητείται τόσο η απαίτηση μετακυλίσεως του κόστους που συνδέεται με την υποχρέωση αποθηκεύσεως φυσικού αερίου, η οποία επιβάλλεται στη Bulgartransgaz για την εξασφάλιση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο στη Βουλγαρία, όσο και η απαίτηση μετακυλίσεως του κόστους που συνδέεται με τις υποχρεώσεις αποθηκεύσεως φυσικού αερίου οι οποίες επιβάλλονται στις επιχειρήσεις φυσικού αερίου για τη διασφάλιση της τακτικής παροχής φυσικού αερίου κατά τη χειμερινή περίοδο. Συγκεκριμένα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά όχι μόνον τη νομιμότητα του άρθρου 11 της κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 2, αλλά και τη νομιμότητα του άρθρου 11a της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως, το οποίο αφορά τις υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που «επιβάλλονται σε πλείονες του ενός ενεργειακούς φορείς».

50      Εντούτοις, και εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι από την απόφαση αυτή προκύπτει επίσης ότι οι αρχές που διέπουν τον προσδιορισμό του προαναφερθέντος κόστους και τον τρόπο μετακυλίσεώς του είναι ανάλογες, τα δύο αυτά είδη υποχρεώσεων μπορούν, καθόσον αφορά τη διαφορά της κύριας δίκης, να αποτελέσουν αντικείμενο ενιαίας ανάλυσης.

51      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2009/73, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 36 και 38 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι το κόστος που απορρέει από τις υποχρεώσεις αποθηκεύσεως φυσικού αερίου οι οποίες επιβάλλονται στις επιχειρήσεις φυσικού αερίου για τη διασφάλιση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο και της τακτικής παροχής του εντός του κράτους μέλους αυτού βαρύνει εξ ολοκλήρου τους πελάτες των εν λόγω επιχειρήσεων, οι οποίοι μπορεί να είναι ιδιώτες.

52      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/73, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, βάσει της θεσμικής τους οργάνωσης και τηρώντας δεόντως την αρχή της επικουρικότητας, ότι, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι επιχειρήσεις φυσικού αερίου λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της παρούσας οδηγίας, με σκοπό την επίτευξη ανταγωνιστικής, ασφαλούς και περιβαλλοντικώς βιώσιμης αγοράς φυσικού αερίου και δεν κάνουν διακρίσεις μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων όσον αφορά τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις.

53      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι τηρώντας πλήρως τις οικείες διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, και ιδίως το άρθρο 106, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας οι οποίες μπορούν να αφορούν την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας του εφοδιασμού, και την τακτική παροχή. Η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει ότι οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει να ορίζονται σαφώς, να είναι διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες και να διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους εθνικούς καταναλωτές. Επιπλέον, όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού, την ενεργειακή απόδοση και τη διαχείριση της ζήτησης, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμο προγραμματισμό, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τρίτοι ενδέχεται να επιθυμούν να έχουν πρόσβαση στο δίκτυο.

54      Το εν λόγω άρθρο 3 ορίζει περαιτέρω, στην παράγραφο 3, ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τελικών πελατών και, ειδικότερα, μεριμνούν ώστε να υπάρχουν επαρκείς διασφαλίσεις για την προστασία των ευάλωτων καταναλωτών και διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας των καταναλωτών.

55      Εν προκειμένω, στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι οι υποχρεώσεις αποθηκεύσεως οι οποίες επιβάλλονται στις επιχειρήσεις φυσικού αερίου συνιστούν «υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/73, ούτε ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις αποθηκεύσεως είναι συμβατές με τις προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω διάταξη. Πράγματι, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας το κόστος που επωμίζονται οι επιχειρήσεις φυσικού αερίου λόγω των ως άνω υποχρεώσεων πρέπει να ενσωματώνεται στην τιμή που οι επιχειρήσεις αυτές χρεώνουν στους πελάτες τους. Επομένως, η διαφορά αυτή αφορά το συμβατό με την εν λόγω οδηγία εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία συνίσταται, κατ’ ουσίαν, σε κρατική παρέμβαση επί της τιμής του φυσικού αερίου, είτε πρόκειται για την τιμή της μεταφοράς είτε για την τιμή της προμήθειας αυτού.

56      Υπενθυμίζεται, στο πλαίσιο αυτό ότι, καίτοι η κρατική παρέμβαση στον καθορισμό της τιμής του φυσικού αερίου αποτελεί εμπόδιο στη δημιουργία ανταγωνιστικής αγοράς του φυσικού αερίου, εντούτοις, η εν λόγω παρέμβαση μπορεί να γίνει δεκτή στο πλαίσιο της οδηγίας 2009/73, εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, η εν λόγω παρέμβαση πρέπει να επιδιώκει σκοπό γενικού οικονομικού συμφέροντος, δεύτερον, πρέπει να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και, τρίτον, πρέπει να προβλέπει υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας σαφώς καθορισμένες, διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες και να διασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους καταναλωτές (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Όσον αφορά, κατά πρώτον, την προϋπόθεση σχετικά με την επιδίωξη γενικού οικονομικού συμφέροντος, διαπιστώνεται ότι η οδηγία 2009/73 δεν ορίζει την προϋπόθεση αυτή. Εντούτοις, η αναφορά του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής τόσο στην εν λόγω προϋπόθεση όσο και στο άρθρο 106 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά τις επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, συνεπάγεται ερμηνεία της ίδιας προϋποθέσεως υπό το πρίσμα της διατάξεως αυτής της Συνθήκης (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη διάταξη).

58      Η ερμηνεία της σχετικής με την επιδίωξη γενικού οικονομικού συμφέροντος προϋποθέσεως πρέπει, επιπλέον, να λαμβάνει υπόψη το άρθρο 14 ΣΛΕΕ, το πρωτόκολλο (αριθ. 26) σχετικά με τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος, το οποίο έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, και στη Συνθήκη ΛΕΕ, το οποίο αναγνωρίζει ρητώς τον ουσιώδη ρόλο και την ευρεία διακριτική ευχέρεια των αρχών των κρατών μελών κατά την παροχή, την εκτέλεση και την οργάνωση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, καθώς και τον Χάρτη, ειδικότερα δε το άρθρο 36 αυτού σχετικά με την πρόσβαση στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψεις 40 και 41).

59      Όσον αφορά ειδικώς τον τομέα του φυσικού αερίου, από τη δεύτερη περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 47 της οδηγίας 2009/73 προκύπτει ότι οι υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας ορίζονται σε εθνικό επίπεδο, με συνεκτίμηση των εθνικών συνθηκών και με παράλληλο σεβασμό του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους των κρατών μελών.

60      Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αποσκοπεί στον συγκερασμό του συμφέροντος των κρατών μελών να χρησιμοποιούν ορισμένες επιχειρήσεις ως όργανο οικονομικής ή κοινωνικής πολιτικής με το συμφέρον της Ένωσης προς τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού και διατήρηση της ενότητας της εσωτερικής αγοράς (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Επομένως, τα κράτη μέλη δικαιούνται, τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης, να καθορίζουν το περιεχόμενο και την οργάνωση των υπηρεσιών τους γενικού οικονομικού συμφέροντος και μπορούν, ειδικότερα, να λαμβάνουν υπόψη σκοπούς που προσιδιάζουν στην εθνική τους πολιτική (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως στην οποία πρέπει, σύμφωνα με την οδηγία 2009/73, να προβαίνουν τα κράτη μέλη για να καθορίσουν αν, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, πρέπει να επιβάλουν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας, εναπόκειται στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε συγκερασμό του σκοπού της ελευθερώσεως της αγοράς και των λοιπών σκοπών που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/73, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 14 και 106 ΣΛΕΕ, παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εκτιμούν αν, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, πρέπει να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που παρεμβαίνουν στον τομέα του φυσικού αερίου υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας όσον αφορά την τιμή παροχής φυσικού αερίου προκειμένου, μεταξύ άλλων, να κατοχυρώσουν την ασφάλεια του εφοδιασμού και την τακτική παροχή, με την επιφύλαξη ότι πληρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω οδηγία (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψη 52).

64      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη απαίτηση μετακυλίσεως του κόστους αφορά το κόστος που απορρέει από τις υποχρεώσεις αποθηκεύσεως οι οποίες επιβάλλονται στις επιχειρήσεις φυσικού αερίου για τη διασφάλιση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο και της τακτικής παροχής του στο βουλγαρικό έδαφος, δηλαδή για σκοπούς οι οποίοι ρητώς μνημονεύονται αμφότεροι στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/73 ως σκοποί γενικού οικονομικού συμφέροντος και δικαιολογούν την επιβολή, από τα κράτη μέλη, υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

65      Εθνική ρύθμιση, πάντως, η οποία προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις φυσικού αερίου πρέπει να ενσωματώνουν στην τιμή που χρεώνουν στους πελάτες τους το κόστος που απορρέει από τις εν λόγω υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας επίσης κατατείνει στην επίτευξη των ως άνω σκοπών γενικού οικονομικού συμφέροντος, δεδομένου ότι, καθόσον έχει ως αντικείμενο να διασφαλίσει ως προς τις εν λόγω επιχειρήσεις ότι οι ως άνω υποχρεώσεις θα είναι, για αυτές, ουδέτερες από απόψεως κόστους, συμβάλλει στην πραγματική εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων από τις επιχειρήσεις αυτές. Τούτο, όμως, πρέπει να εξακριβωθεί από το αιτούν δικαστήριο, το οποίο οφείλει να λάβει υπόψη του ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν αποκλείεται μια εθνική ρύθμιση που επιβάλλει υποχρέωση παροχής φυσικού αερίου σε καθορισμένη τιμή να μπορεί να θεωρηθεί ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη τέτοιων σκοπών (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψη 58).

66      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την προϋπόθεση σχετικά με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 106 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι οι υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, οι οποίες μπορούν, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/73, να επιβάλλονται στις επιχειρήσεις, πρέπει να είναι σύμφωνες με την εν λόγω αρχή και, επομένως, ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν επιτρέπεται να θίγουν τον ελεύθερο καθορισμό της τιμής παροχής του φυσικού αερίου, μετά την 1η Ιουλίου 2007, παρά μόνο στον βαθμό που αυτό απαιτείται για την υλοποίηση του σκοπού γενικού οικονομικού συμφέροντος τον οποίο επιδιώκουν (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Καίτοι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, αν πληρούται η εν λόγω επιταγή περί αναλογικότητας, εντούτοις στο Δικαστήριο εναπόκειται να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, όλα τα απαραίτητα συναφώς στοιχεία όσον αφορά το δίκαιο της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας προϋποθέτει, πρώτον, ότι το επίμαχο μέτρο είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού οικονομικού συμφέροντος (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Συναφώς, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται εν προκειμένω. Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως, η ανάκτηση από τις επιχειρήσεις φυσικού αερίου του κόστους με το οποίο επιβαρύνονται λόγω των υποχρεώσεων αποθηκεύσεως που τους επιβάλλονται για τη διασφάλιση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο και της τακτικής παροχής του αποσκοπεί στη διασφάλιση, ως προς αυτές, της οικονομικής ουδετερότητας των εν λόγω υποχρεώσεων. Μια τέτοια απαίτηση μετακυλίσεως του κόστους φαίνεται, επομένως, ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, στοιχείο, εντούτοις, το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

70      Δεύτερον, για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, η διάρκεια της κρατικής παρεμβάσεως επί των τιμών πρέπει να είναι περιορισμένη σε αυτό που είναι αυστηρώς αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, γεγονός το οποίο συνεπάγεται την περιοδική επανεξέταση της αναγκαιότητας του μέτρου (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Εν προκειμένω, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει, βάσει των συγκεκριμένων στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, αν η εθνική ρύθμιση πληροί την προϋπόθεση αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αν και σε ποιο βαθμό η διοίκηση υπέχει από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο υποχρέωση περιοδικής επανεξετάσεως, σε τακτά χρονικά διαστήματα και χωρίς μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, της αναγκαιότητας και των όρων της παρεμβάσεώς της, ανάλογα με την εξέλιξη του τομέα του φυσικού αερίου, διευκρινιζομένου ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη τον κανονισμό 994/2010, ο οποίος είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης και έχει πλέον αντικατασταθεί από τον κανονισμό 2017/1938, και πιο συγκεκριμένα τις διατάξεις οι οποίες διέπουν, μεταξύ άλλων, τη θέσπιση από κάθε κράτος μέλος ενός προληπτικού σχεδίου δράσεως και ενός σχεδίου έκτακτης ανάγκης για διασφάλιση σε εθνικό επίπεδο του εφοδιασμού με φυσικό αέριο.

72      Τρίτον, η εφαρμοζόμενη μέθοδος παρεμβάσεως δεν πρέπει να βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού οικονομικού συμφέροντος (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει κανένα στοιχείο προκειμένου να εκτιμηθεί αν ο υπολογισμός του κόστους που μετακυλίεται στους πελάτες πληροί την ανωτέρω προϋπόθεση, πέραν της αναφοράς, στη διατύπωση του πρώτου ερωτήματός του, ότι «ο υπολογισμός της αξίας των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας γίνεται επί τη βάσει μεθόδου υπολογισμού του κόστους σύμφωνα με μοντέλο πρόγνωσης».

74      Στο πλαίσιο αυτό, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν η μέθοδος υπολογισμού του κόστους, όπως αυτή ορίζεται στην εθνική νομοθεσία, οδηγεί σε υπεραντιστάθμιση του κόστους που βαρύνει τις οικείες επιχειρήσεις στο πλαίσιο των επιβαλλόμενων σε αυτές υποχρεώσεων αποθηκεύσεως και αν η μέθοδος την οποία χρησιμοποιεί η ρυθμιστική επιτροπή για τον υπολογισμό του κόστους που απορρέει από τις υποχρεώσεις αυτές και της οποίας ο καθορισμός εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών λαμβάνει υπόψη αντικειμενικά και αμερόληπτα κριτήρια.

75      Τέταρτον, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει επίσης να εκτιμάται σε σχέση με το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του επίμαχου μέτρου και ειδικότερα σε σχέση με τους δικαιούχους του. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι πρέπει να εξεταστεί σε ποιο βαθμό η επίμαχη κρατική παρέμβαση ωφελεί αντιστοίχως τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις, ως τελικούς καταναλωτές φυσικού αερίου (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψεις 67 και 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76      Ωστόσο, η τήρηση της εν λόγω αρχής δεν αποκλείει οι υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, τις οποίες τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίσουν στο πλαίσιο του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/73, να αφορούν το σύνολο των τελικών καταναλωτών φυσικού αερίου. Πάντως, στην περίπτωση αυτή, κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας του επίμαχου εθνικού μέτρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη, αφενός, το γεγονός ότι η κατάσταση των επιχειρήσεων είναι, καταρχήν, διαφορετική από εκείνη των οικιακών καταναλωτών, εφόσον οι επιδιωκόμενοι σκοποί και τα υφιστάμενα συμφέροντα δεν ταυτίζονται κατ’ ανάγκην, και, αφετέρου, οι αντικειμενικές διαφορές μεταξύ των επιχειρήσεων, αναλόγως του μεγέθους τους (πρβλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 2010, Federutility κ.λπ., C‑265/08, EU:C:2010:205, σκέψεις 40 έως 42).

77      Εν προκειμένω, η επίμαχη στην κύρια δίκη απαίτηση μετακυλίσεως του κόστους δεν μπορεί, εκ πρώτης όψεως και αφ’ εαυτής, να θεωρηθεί ως μέτρο που «ωφελεί» τους πελάτες ή τους καταναλωτές οι οποίοι πρέπει εν τέλει να επωμιστούν το κόστος αυτό. Εντούτοις, η εν λόγω απαίτηση μετακυλίσεως απορρέει ευθέως από τις υποχρεώσεις αποθηκεύσεως φυσικού αερίου που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις φυσικού αερίου. Οι υποχρεώσεις αυτές, ωστόσο, καθόσον αποσκοπούν στη διασφάλιση του εφοδιασμού και της τακτικής παροχής, ωφελούν το σύνολο των καταναλωτών φυσικού αερίου.

78      Επιπλέον, τίποτε δεν φαίνεται να αποκλείει, καταρχήν, να ισχύει η επίμαχη στην κύρια δίκη απαίτηση μετακυλίσεως του κόστους για όλες τις επιχειρήσεις φυσικού αερίου στις οποίες επιβάλλονται οι υποχρεώσεις αποθηκεύσεως και να αφορά το σύνολο των πελατών των εν λόγω επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτών.

79      Τούτου δοθέντος, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, με τη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, ότι δεν προβλέπεται διαφοροποίηση της οικονομικής επιβαρύνσεως την οποία φέρουν, στο πλαίσιο αυτό, οι επιμέρους κατηγορίες πελατών, υπενθυμίζεται ότι, κατά τα άρθρα 11 και 11a της κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 2, όπως αυτά παρατίθενται από το εν λόγω δικαστήριο, τα επίμαχα στην κύρια δίκη κόστη ανακτώνται μέσω των τιμών που πληρώνουν οι πελάτες «βάσει της καταμετρώμενης κατανάλωσής τους». Τούτο συνεπάγεται ότι, παρά το προφανώς ενιαίο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της, η επίμαχη στην κύρια δίκη απαίτηση μετακυλίσεως του κόστους ενδέχεται, ως προς το σημείο αυτό, να ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας. Τούτο, όμως, πρέπει να εξακριβωθεί από το αιτούν δικαστήριο, διευκρινιζομένου ότι δεν αντιβαίνει στην εν λόγω αρχή το ότι η οικονομική επιβάρυνση που απορρέει από τις υποχρεώσεις αποθηκεύσεως και την οποία φέρουν οι επιμέρους κατηγορίες τελικών πελατών επηρεάζει όλους τους πελάτες κατά τον ίδιο τρόπο ούτε το γεγονός ότι, αν δεν επηρεάζει όλους τους πελάτες κατά τον ίδιο τρόπο, η διαφοροποίηση μεταξύ των κατηγοριών πελατών δικαιολογείται αντικειμενικώς, παραδείγματος χάριν λόγω των συνεπειών της καταναλώσεώς τους επί του κόστους αποθηκεύσεως.

80      Όσον αφορά, κατά τρίτον, την προϋπόθεση κατά την οποία οι υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένες, διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες και να διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους εθνικούς καταναλωτές, υπενθυμίζεται ότι, σε σχέση με τον αμερόληπτο χαρακτήρα των υποχρεώσεων αυτών, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/73 παρέχει τη δυνατότητα επιβολής υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας «στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου» γενικώς, και όχι ειδικώς σε ορισμένες επιχειρήσεις. Επιπλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δεν κάνουν διακρίσεις μεταξύ των επιχειρήσεων φυσικού αερίου όσον αφορά τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις τους. Στο πλαίσιο αυτό, το σύστημα καθορισμού των επιχειρήσεων που επιφορτίζονται με υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας δεν μπορεί να αποκλείει a priori καμία από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της διανομής του φυσικού αερίου (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, ANODE, C‑121/15, EU:C:2016:637, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, οποιαδήποτε τυχόν διαφορετική μεταχείριση πρέπει να δικαιολογείται αντικειμενικώς.

81      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο περιορίστηκε να επισημάνει επ’ αυτού, αφενός, ότι η οικονομική επιβάρυνση που απορρέει από τις επίμαχες στην κύρια δίκη υποχρεώσεις αποθηκεύσεως δεν επηρεάζει «όλες τις επιχειρήσεις του τομέα της ενέργειας» και, αφετέρου, ότι οι τελικοί πελάτες δεν μπορούν να αμφισβητήσουν το κόστος που απορρέει από τις υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και το οποίο τελικώς επωμίζονται.

82      Δεδομένου, ωστόσο, ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη υποχρεώσεις αποθηκεύσεως αφορούν, ως εκ της φύσεώς τους, μόνον επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου, το γεγονός ότι το κόστος που απορρέει από τις υποχρεώσεις αυτές δεν βαρύνει όλες τις επιχειρήσεις του ενεργειακού τομέα δεν αποδεικνύει ότι η απαίτηση μετακυλίσεως του κόστους αυτού εφαρμόζεται κατά τρόπο εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις. Εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν η οικονομική επιβάρυνση που απορρέει από τις εν λόγω υποχρεώσεις επηρεάζει όλες τις επιχειρήσεις παροχής φυσικού αερίου και, στην περίπτωση που τούτο δεν ισχύει, αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς και αν οι όροι που διέπουν την αντιστάθμιση της επιβαρύνσεως αυτής για τις οικείες επιχειρήσεις δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Απριλίου 2010, Federutility κ.λπ., C‑265/08, EU:C:2010:205, σκέψεις 45 και 46).

83      Όσον αφορά το γεγονός ότι οι τελικοί πελάτες δεν έχουν τη δυνατότητα αμφισβητήσεως του κόστους που απορρέει από τις υποχρεώσεις αποθηκεύσεως και το οποίο εν τέλει τους επιβαρύνει, το γεγονός αυτό δεν αποδεικνύει, αυτό καθεαυτό, ότι το κόστος αυτό δεν μπορεί να επαληθευθεί, δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες επιβάλλονται οι υποχρεώσεις αυτές δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσουν οι ίδιες την απόφαση της ρυθμιστικής επιτροπής περί καθορισμού των στοιχείων του κόστους που καλύπτονται από την εν λόγω απαίτηση μετακυλίσεως.

84      Ελλείψει άλλων σχετικών στοιχείων στην απόφαση περί παραπομπής, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, βάσει του συνόλου των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, αν η επίμαχη στην κύρια δίκη απαίτηση πληροί την προϋπόθεση που υπομνήσθηκε στη σκέψη 80 της παρούσας αποφάσεως.

85      Εξάλλου, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης ως προς το εάν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης απαίτηση μετακυλίσεως του κόστους προσκρούει στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/73, καθόσον η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα το κόστος που απορρέει από τις υποχρεώσεις αποθηκεύσεως να βαρύνει τους τελικούς καταναλωτές φυσικού αερίου, οι οποίοι, εν μέρει, είναι ιδιώτες, ανεξαρτήτως μάλιστα του αν πρόκειται για ευάλωτους καταναλωτές, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τελικών πελατών, μεριμνούν ιδίως ώστε να υπάρχουν επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία των ευάλωτων πελατών και διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, στο οποίο επίσης αναφέρεται το άρθρο 38 του Χάρτη.

86      Εντούτοις, εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι μια απαίτηση μετακυλίσεως του κόστους που απορρέει από υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας επιβαλλόμενες στις επιχειρήσεις φυσικού αερίου, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/73 και τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, δεν είναι ικανή να διασφαλίσει το απαιτούμενο από την οδηγία αυτή επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων των ευάλωτων καταναλωτών.

87      Συναφώς επισημαίνεται, ειδικότερα, ότι μια τέτοια απαίτηση μετακυλίσεως έχει συνέπειες ως προς ένα μόνον τμήμα της τιμής προμήθειας φυσικού αερίου, ότι φαίνεται να εξαρτάται από την πραγματική κατανάλωση φυσικού αερίου και ότι το σχετικό τμήμα της τιμής προβλέπεται ότι πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής συνιστώσας της τιμής. Επιπλέον, μια τέτοια ρύθμιση δεν αποκλείει προφανώς τη δυνατότητα του οικείου κράτους μέλους να παρέμβει, ενδεχομένως, επί της τιμής παροχής του φυσικού αερίου προς όφελος των ευάλωτων καταναλωτών.

88      Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2009/73, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 36 και 38 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα ότι το κόστος που απορρέει από τις υποχρεώσεις αποθηκεύσεως φυσικού αερίου οι οποίες επιβάλλονται στις επιχειρήσεις φυσικού αερίου για τη διασφάλιση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο και της τακτικής παροχής του στο εν λόγω κράτος μέλος βαρύνουν εξ ολοκλήρου τους πελάτες των εν λόγω επιχειρήσεων, οι οποίοι ενδέχεται να είναι ιδιώτες, υπό την προϋπόθεση ότι η κανονιστική αυτή ρύθμιση επιδιώκει σκοπό γενικού οικονομικού συμφέροντος, ότι είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και ότι οι υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που αυτή προβλέπει είναι σαφώς καθορισμένες, διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες και διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους εθνικούς καταναλωτές.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

89      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2009/73 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαλλάσσει τη ρυθμιστική αρχή του κράτους μέλους αυτού, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, από την υποχρέωση τηρήσεως ορισμένων διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες διέπουν τη διαδικασία εκδόσεως κανονιστικών πράξεων, οσάκις η αρχή αυτή εκδίδει πράξη με την οποία επιβάλλεται υποχρέωση παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

90      Καταρχάς, παρατηρείται ότι, αφενός, η Βουλγαρική Κυβέρνηση αμφισβητεί την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί του ερωτήματος αυτού για τον λόγο ότι δεν αφορά το δίκαιο της Ένωσης, αλλά το εθνικό δίκαιο, δεδομένου ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση δεν συνιστά μέτρο μεταφοράς του δικαίου της Ένωσης.

91      Επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι, με το εν λόγω ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2009/73 επιτρέπει να διέπεται η έκδοση πράξεων της κατά την έννοια της οδηγίας αυτής ρυθμιστικής αρχής, οσάκις η τελευταία ασκεί ρυθμιστικές αρμοδιότητες δυνάμει της ίδιας οδηγίας, από διαδικασία διαφορετική σε σχέση με το καθεστώς εκδόσεως κανονιστικών πράξεων το οποίο, εξάλλου, προβλέπει η εθνική νομοθεσία. Επομένως, δεδομένου ότι το δεύτερο ερώτημα αφορά σαφώς το δίκαιο της Ένωσης, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επ’ αυτού.

92      Αφετέρου, η ρυθμιστική επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του ερωτήματος αυτού, υποστηρίζοντας ότι η οδηγία 2009/73 δεν περιλαμβάνει καμία απαίτηση όσον αφορά τις διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να εκδίδονται οι εθνικές κανονιστικές πράξεις που έχουν ισχύ κατώτερη του νόμου.

93      Εντούτοις, το ζήτημα αν το δεύτερο ερώτημα αφορά ζήτημα ξένο προς το δίκαιο της Ένωσης, για τον λόγο ότι η οδηγία αυτή δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν στη νομοθεσία τους κανόνες ανάλογους με εκείνους στους οποίους η ρυθμιστική αρχή δεν υπόκειται δυνάμει της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας, άπτεται της ουσίας του υποβληθέντος ερωτήματος και όχι του παραδεκτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, το ερώτημα κρίνεται παραδεκτό.

94      Επί της ουσίας υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/73, τα κράτη μέλη δύνανται, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας οι οποίες είναι σαφώς καθορισμένες, διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες και εγγυώνται την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους εθνικούς καταναλωτές.

95      Καθόσον, όμως, απαιτεί οι υποχρεώσεις αυτές να είναι «σαφώς καθορισμένες», «διαφανείς» και «επαληθεύσιμες», η εν λόγω διάταξη επιτάσσει οι πράξεις με τις οποίες επιβάλλονται τέτοιες υποχρεώσεις να αιτιολογούνται, να δημοσιεύονται και να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.

96      Εξάλλου, το άρθρο 41 της οδηγίας 2009/73, σχετικά με τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των ρυθμιστικών αρχών, προβλέπει, στην παράγραφο 16, ότι οι αποφάσεις των εν λόγω αρχών είναι πλήρως αιτιολογημένες, προκειμένου να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, και διαθέσιμες στο κοινό, ενώ παράλληλα προστατεύουν την εμπιστευτικότητα των εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών.

97      Εντούτοις, πλην των ως άνω διευκρινίσεων, η οδηγία 2009/73 δεν προβλέπει λεπτομερείς διαδικαστικούς κανόνες με τους οποίους πρέπει να συμμορφώνονται οι εν λόγω αρχές όταν εκδίδουν πράξεις με τις οποίες επιβάλλονται υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

98      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να απαλλάσσουν τις ρυθμιστικές αρχές τους, οσάκις αυτές εκδίδουν τέτοια πράξη, από την τήρηση ορισμένων διατάξεων της εθνικής τους νομοθεσίας που διέπουν τη διαδικασία εκδόσεως κανονιστικών πράξεων, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι η νομοθεσία τους εγγυάται ότι, κατά την έκδοση μιας τέτοιας πράξεως, η ως άνω αρχή τηρεί τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2009/73.

99      Εν προκειμένω, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν, παρά την απαλλαγή που προβλέπει η παράγραφος 5 των μεταβατικών και τελικών διατάξεων του νόμου περί των κανονιστικών πράξεων, η ρυθμιστική επιτροπή υποχρεούται εντούτοις, όπως ισχυρίζεται, να τηρήσει τις προϋποθέσεις αυτές.

100    Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2009/73 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαλλάσσει την κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας ρυθμιστική αρχή του κράτους μέλους από την υποχρέωση τηρήσεως ορισμένων διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες διέπουν τη διαδικασία εκδόσεως κανονιστικών πράξεων, οσάκις η αρχή αυτή εκδίδει πράξη με την οποία επιβάλλεται υποχρέωση παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία διασφαλίζει ότι η πράξη αυτή είναι σύμφωνη με τις ουσιαστικές απαιτήσεις της εν λόγω διατάξεως, είναι πλήρως αιτιολογημένη, είναι διαθέσιμη στο κοινό, προστατεύοντας συγχρόνως, την εμπιστευτικότητα των τυχόν εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών, και υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

101    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 36 και 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα ότι το κόστος που απορρέει από τις υποχρεώσεις αποθηκεύσεως φυσικού αερίου οι οποίες επιβάλλονται στις επιχειρήσεις φυσικού αερίου για τη διασφάλιση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο και της τακτικής παροχής του στο εν λόγω κράτος μέλος βαρύνουν εξ ολοκλήρου τους πελάτες των εν λόγω επιχειρήσεων, οι οποίοι ενδέχεται να είναι ιδιώτες, υπό την προϋπόθεση ότι η κανονιστική αυτή ρύθμιση επιδιώκει σκοπό γενικού οικονομικού συμφέροντος, ότι είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και ότι οι υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που αυτή προβλέπει είναι σαφώς καθορισμένες, διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες και διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους εθνικούς καταναλωτές.

2)      Η οδηγία 2009/73 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαλλάσσει την κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας ρυθμιστική αρχή του κράτους μέλους από την υποχρέωση τηρήσεως ορισμένων διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες διέπουν τη διαδικασία εκδόσεως κανονιστικών πράξεων, οσάκις η αρχή αυτή εκδίδει πράξη με την οποία επιβάλλεται υποχρέωση παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία διασφαλίζει ότι η πράξη αυτή είναι σύμφωνη με τις ουσιαστικές απαιτήσεις της εν λόγω διατάξεως, είναι πλήρως αιτιολογημένη, είναι διαθέσιμη στο κοινό, προστατεύοντας συγχρόνως, την εμπιστευτικότητα των τυχόν εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών, και υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.