Language of document : ECLI:EU:C:2021:959

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 25ης Νοεμβρίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου – Καθεστώς δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής – Απόφαση 2011/278/ΕΕ – Άρθρο 3, στοιχείο δʹ – Υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς καυσίμου – Έννοιες της “καύσης” και του “καυσίμου” – Παραγωγή πρωτογενούς χαλκού με ακαριαία τήξη – Αίτηση κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής – Ζητηθέντα δικαιώματα εκπομπής, τα οποία κατά την ημερομηνία λήξης της περιόδου εμπορίας δεν έχουν ακόμη κατανεμηθεί – Δυνατότητα χορήγησης των εν λόγω δικαιωμάτων κατά την επόμενη περίοδο εμπορίας σε εκτέλεση εκδοθείσας μετά την ημερομηνία αυτή δικαστικής αποφάσεως»

Στην υπόθεση C‑271/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικό πρωτοδικείο Βερολίνου, Γερμανία) με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Ιουνίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

Aurubis AG

κατά

Bundesrepublik Deutschland,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πέμπτου τμήματος, Κ. Λυκούργο (εισηγητή), πρόεδρο του τέταρτου τμήματος, I. Jarukaitis και M. Ilešič, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Hogan

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Μαΐου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Aurubis AG, εκπροσωπούμενη από τον S. Altenschmidt και την D. Helling, Rechtsanwälte,

–        η Bundesrepublik Deutschland, εκπροσωπούμενη από τις J. Steegmann και A. Leskovar,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. De Meester, C. Hermes και G. Wils,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιουνίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία, αφενός, του άρθρου 3, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2011/278/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2011, σχετικά με τον καθορισμό ενωσιακών μεταβατικών κανόνων για την εναρμονισμένη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10α της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 130, σ. 1), και, αφετέρου, του χρονικού πεδίου εφαρμογής της εν λόγω απόφασης όσον αφορά την τρίτη περίοδο εμπορίας (2013 έως 2020).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Aurubis AG και της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), η οποία εκπροσωπείται από την Umweltbundesamt, Deutsche Emissionshandelsstelle (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Περιβάλλοντος, υπηρεσία εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής, Γερμανία) (στο εξής: DEHSt), με αντικείμενο τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (στο εξής: δικαιώματα εκπομπής) στην Aurubis για δραστηριότητα παραγωγής πρωτογενούς χαλκού.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2003/87

3        Η οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2003, L 275, σ. 32), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης 2011/278 και αποτελεί το κρίσιμο ratione temporis κείμενο για την εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, περιλαμβάνει τις τροποποιήσεις που επέφερε η οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τροποποίηση της οδηγίας 2003/87 με στόχο τη βελτίωση και την επέκταση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου της Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 140, σ. 63) (στο εξής: οδηγία 2003/87).

4        Στην οδηγία 2003/87 επήλθαν στη συνέχεια και άλλες τροποποιήσεις, μεταξύ των οποίων αυτές που επέφεραν η απόφαση (ΕΕ) 2015/1814 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2015, σχετικά με τη θέσπιση και τη λειτουργία αποθεματικού για τη σταθερότητα της αγοράς όσον αφορά το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου και την τροποποίηση της οδηγίας 2003/87 (ΕΕ 2015, L 264, σ. 1), και η οδηγία (ΕΕ) 2018/410 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/87 με σκοπό την ενίσχυση οικονομικά αποδοτικών μειώσεων των εκπομπών και την προώθηση επενδύσεων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών και της απόφασης 2015/1814 (ΕΕ 2018, L 76, σ. 3). Κρίσιμες διατάξεις για την εξέταση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος είναι το άρθρο 10, παράγραφος 1, το άρθρο 10α, παράγραφοι 5 και 7, και το άρθρο 13 της οδηγίας 2003/87, όπως τροποποιήθηκαν με την οδηγία 2018/410. Οι λοιπές διατάξεις της οδηγίας 2003/87, όπως παρατίθενται κατωτέρω, βρίσκονταν ήδη σε ισχύ κατά την έκδοση της αποφάσεως 2011/278, εξακολουθούν δε να ισχύουν μέχρι σήμερα με το ίδιο λεκτικό.

5        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/87, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει στο πρώτο εδάφιό του τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία καθιερώνει ένα σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου […] προκειμένου να προωθήσει τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό.»

6        Το άρθρο 2 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις εκπομπές από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι και στα αέρια θερμοκηπίου που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ.»

7        Το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

κ)      Με τον όρο “καύση”, νοείται κάθε οξείδωση καυσίμων, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται η παραγόμενη από τη διαδικασία αυτήν θερμότητα ή ηλεκτρική ή μηχανική ενέργεια και οποιεσδήποτε άλλες άμεσα συνδεόμενες δραστηριότητες, περιλαμβανομένου του καθαρισμού απαερίων·

[…]».

8        Το άρθρο 10 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πλειστηριασμός δικαιωμάτων», προβλέπει στην παράγραφο 1, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2018/410, τα εξής:

«Από το 2019 και μετά, τα κράτη μέλη θέτουν σε πλειστηριασμό όλα τα δικαιώματα που δεν έχουν κατανεμηθεί δωρεάν σύμφωνα με τα άρθρα 10α και 10γ της παρούσας οδηγίας και δεν έχουν τοποθετηθεί στο αποθεματικό για τη σταθερότητα της αγοράς που θεσπίστηκε με την απόφαση [2015/1814] ή δεν έχουν ακυρωθεί […]

[…]».

9        Το άρθρο 10α της οδηγίας 2003/87, το οποίο τιτλοφορείται «Μεταβατικοί [ενωσιακοί] κανόνες για εναρμονισμένη δωρεάν κατανομή», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«[…]

Τα μέτρα [που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την εναρμονισμένη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής] καθορίζουν, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, [ενωσιακής] εμβέλειας εκ των προτέρων δείκτες αναφοράς, ούτως ώστε να διασφαλίσουν ότι η κατανομή πραγματοποιείται κατά τρόπο που παρέχει κίνητρα για μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και τεχνικές αποδοτικές, λαμβάνοντας υπόψη τις αποδοτικότερες τεχνικές […]

[…]».

10      Επιπλέον, το άρθρο 10α, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2018/410, προβλέπει στις παραγράφους 5 και 7 τα εξής:

«5.      Για να τηρηθεί το ποσοστό προς πλειστηριασμό που προβλέπεται στο άρθρο 10, για κάθε έτος κατά το οποίο το σύνολο των δωρεάν δικαιωμάτων δεν επιτυγχάνει το μέγιστο ποσόν που τηρείται όσον αφορά το ποσοστό προς πλειστηριασμό, χρησιμοποιούνται τα εναπομείναντα δικαιώματα έως εκείνο το ποσόν για την πρόληψη ή τον περιορισμό της μείωσης των δωρεάν δικαιωμάτων για την τήρηση του ποσοστού προς πλειστηριασμό κατά τα επόμενα έτη. Όταν, ωστόσο, επιτυγχάνεται το μέγιστο ποσόν, τα δωρεάν δικαιώματα προσαρμόζονται αναλόγως. […]

[…]

7.      Δικαιώματα από το μέγιστο ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου τα οποία δεν κατανεμήθηκαν δωρεάν έως το 2020 δεσμεύονται για τους νεοεισερχόμενους, μαζί με 200 εκατομμύρια δικαιώματα που εγγράφονται στο αποθεματικό για τη σταθερότητα της αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 της απόφασης [2015/1814]. Από τα δικαιώματα που έχουν δεσμευθεί, έως 200 εκατομμύρια επιστρέφονται στο αποθεματικό για τη σταθερότητα της αγοράς κατά το πέρας της περιόδου από το 2021 έως το 2030. Από το 2021, τα δικαιώματα που σύμφωνα με τις παραγράφους 19 και 20 δεν έχουν κατανεμηθεί στις εγκαταστάσεις προστίθενται στο ποσό των δικαιωμάτων που έχουν δεσμευθεί σύμφωνα με την πρώτη περίοδο του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. […]»

11      Το άρθρο 13 της οδηγίας 2003/87, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ισχύς των δικαιωμάτων», προβλέπει κατόπιν της τροποποίησής του από την οδηγία 2018/410 τα εξής:

«Τα δικαιώματα που εκδίδονται από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά ισχύουν επ’ αόριστον. Δικαιώματα που εκδίδονται από την 1η Ιανουαρίου 2021 και μετά περιλαμβάνουν ένδειξη με την οποία δηλώνεται σε ποια δεκαετία, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2021, εκδόθηκαν και ισχύουν για τις εκπομπές από το πρώτο έτος της εν λόγω περιόδου και μετά.»

12      Το άρθρο 19 της οδηγίας 2003/87, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μητρώα», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα δικαιώματα που εκχωρούνται από την 1η Ιανουαρίου 2012 και μετά τηρούνται στο μητρώο [της Ένωσης] για την εκτέλεση των διαδικασιών που σχετίζονται με τη διατήρηση των λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί στα κράτη μέλη και με την κατανομή, επιστροφή και ακύρωση δικαιωμάτων […]».

13      Το άρθρο 20 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κεντρικός διαχειριστής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η Επιτροπή ορίζει κεντρικό διαχειριστή για την τήρηση ανεξάρτητου συστήματος καταγραφής συναλλαγών για τις εκχωρήσεις, μεταβιβάσεις και ακυρώσεις δικαιωμάτων.»

14      Το παράρτημα I της οδηγίας περιλαμβάνει πίνακα στον οποίο απαριθμούνται οι δραστηριότητες στις οποίες εφαρμόζεται η οδηγία. Στις εν λόγω δραστηριότητες περιλαμβάνεται και η «[π]αραγωγή ή επεξεργασία μη σιδηρούχων μετάλλων, όπου περιλαμβάνεται η παραγωγή κραμάτων, ο εξευγενισμός, η χύτευση κ.λπ., όπου λειτουργούν μονάδες καύσης με συνολική ονομαστική θερμική κατανάλωση (συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων που χρησιμοποιούνται ως αναγωγικά μέσα) άνω των 20 MW».

15      Στο παράρτημα II της οδηγίας απαριθμούνται τα οικεία αέρια θερμοκηπίου. Μεταξύ αυτών, αναφέρεται και το διοξείδιο του άνθρακα (CO2).

 Η οδηγία 2009/29

16      Η αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας 2009/29 έχει ως εξής:

«Προκειμένου να διευκρινιστεί η κάλυψη […], κάθε είδους λέβητα, καυστήρα, στροβίλου, θερμαντήρα, κλιβάνου, αποτεφρωτήρα, φρυκτήρα, κάμινου, φούρνου, στεγνωτηρίου, κινητήρα, κυψέλης καυσίμου, πυρσού καύσης και θερμικής ή καταλυτικής μονάδας μετάκαυσης από την οδηγία [2003/87], θα πρέπει να προστεθεί ένας ορισμός της “καύσης”.»

 Η απόφαση 2011/278

17      Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 12 και 18 της απόφασης 2011/278 έχουν ως εξής:

«(1)      Το άρθρο 10α της οδηγίας [2003/87] ορίζει ότι τα πλήρως εναρμονισμένα μέτρα εφαρμογής, που θα ισχύουν σε ολόκληρη την [Ένωση], για τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής πρέπει να καθορίζουν, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, εκ των προτέρων δείκτες αναφοράς, ούτως ώστε να διασφαλίσουν ότι η δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής πραγματοποιείται κατά τρόπο που παρέχει κίνητρα για μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, και ενεργειακά αποδοτικές τεχνικές, λαμβάνοντας υπόψη τις αποδοτικότερες τεχνικές, υποκατάστατα, εναλλακτικές διαδικασίες παραγωγής, υψηλής απόδοσης συμπαραγωγή θερμότητας‑ηλεκτρικής ενέργειας, αποδοτική ανάκτηση ενέργειας από απαέρια, χρήση βιομάζας και δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, όπου διατίθενται τέτοιου είδους εγκαταστάσεις, και να μην παρέχουν κίνητρα για αύξηση των εκπομπών. Οι κατανομές πρέπει να καθορίζονται πριν από την περίοδο εμπορίας ούτως ώστε να καθιστούν δυνατή τη σωστή λειτουργία της αγοράς.

[…]

(12)      Εάν δεν είναι εφικτή η συναγωγή δείκτη αναφοράς προϊόντος, αλλά υπάρχουν αέρια του θερμοκηπίου επιλέξιμα για δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής, τα εν λόγω δικαιώματα πρέπει να κατανέμονται βάσει γενικών εφεδρικών προσεγγίσεων. Για τη μεγιστοποίηση των μειώσεων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της εξοικονόμησης ενέργειας, τουλάχιστον για μέρη των σχετικών διεργασιών παραγωγής, αναπτύχθηκε ιεραρχική κατάταξη τριών εφεδρικών προσεγγίσεων. Ο δείκτης αναφοράς θερμότητας εφαρμόζεται σε διεργασίες με κατανάλωση θερμότητας, όταν χρησιμοποιείται μετρήσιμος θερμοφορέας. Ο δείκτης αναφοράς καυσίμου εφαρμόζεται όταν καταναλώνεται μη μετρήσιμη ενέργεια. […] Για τις εκπομπές διεργασίας, τα δικαιώματα εκπομπής πρέπει να κατανέμονται βάσει των ιστορικών εκπομπών. […]

[…]

(18)      Για την αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς διοξειδίου του άνθρακα, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι δεν γίνεται διπλή προσμέτρηση ούτε διπλή κατανομή κατά τον καθορισμό των δικαιωμάτων που πρόκειται να κατανεμηθούν στις επιμέρους εγκαταστάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη πρέπει να αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή σε περιπτώσεις στις οποίες ένα προϊόν καλυπτόμενο από δείκτη αναφοράς παράγεται σε περισσότερες από μία εγκαταστάσεις, περισσότερα του ενός προϊόντα καλυπτόμενα από δείκτη αναφοράς παράγονται στην ίδια εγκατάσταση ή ενδιάμεσα προϊόντα ανταλλάσσονται πέραν των ορίων εγκαταστάσεων.»

18      Το άρθρο 3 της απόφασης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

β)      “υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς προϊόντος”: οι εισροές, οι εκροές και οι αντίστοιχες εκπομπές, που σχετίζονται με την παραγωγή ενός προϊόντος για το οποίο καθορίζεται δείκτης αναφοράς στο παράρτημα Ι·

γ)      “υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς θερμότητας”: οι εισροές, οι εκροές και οι αντίστοιχες εκπομπές, οι οποίες δεν καλύπτονται από υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς προϊόντος και σχετίζονται με την παραγωγή ή την εισαγωγή από εγκατάσταση ή άλλη οντότητα υπαγόμενη στο σύστημα της Ένωσης, ή και τα δύο, μετρήσιμης θερμότητας, που είτε:

–        καταναλώνεται εντός των ορίων της εγκατάστασης για την παραγωγή προϊόντων, για την παραγωγή άλλης μηχανικής ενέργειας πλην της χρησιμοποιούμενης για ηλεκτροπαραγωγή, και για θέρμανση ή ψύξη, με εξαίρεση την κατανάλωση για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, είτε

–        εξάγεται σε εγκατάσταση ή άλλη οντότητα μη υπαγόμενη στο σύστημα της Ένωσης, εξαιρούμενων των εξαγωγών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας·

δ)      “υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς καυσίμου”: οι εισροές, οι εκροές και οι αντίστοιχες εκπομπές, οι οποίες δεν καλύπτονται από υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς προϊόντος και σχετίζονται με την παραγωγή μη μετρήσιμης θερμότητας, με καύση καυσίμου, που καταναλώνεται για την παραγωγή προϊόντων, για την παραγωγή άλλης μηχανικής ενέργειας πλην της χρησιμοποιούμενης για ηλεκτροπαραγωγή, και για θέρμανση ή ψύξη, με εξαίρεση την κατανάλωση για ηλεκτροπαραγωγή, συμπεριλαμβανομένων των πυρσών ασφαλείας·

ε)      “μετρήσιμη θερμότητα”: καθαρή ροή θερμότητας, η οποία μεταφέρεται μέσω αναγνωρίσιμων αγωγών ή σωλήνων με τη βοήθεια μέσου μεταφοράς της θερμότητας, όπως, ειδικότερα, ατμός, θερμός αέρας, νερό, πετρέλαιο, ρευστά μέταλλα και άλατα, και για την οποία έχει εγκατασταθεί ή μπορεί να εγκατασταθεί θερμιδόμετρο·

[…]

ζ)      “μη μετρήσιμη θερμότητα”: κάθε άλλη θερμότητα εκτός της μετρήσιμης·

η)      “υποεγκατάσταση εκπομπών διεργασίας”: οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας [2003/87], εκτός του [CO2], και προκύπτουν εκτός των ορίων συστήματος ενός δείκτη αναφοράς προϊόντος που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I ή οι εκπομπές [CO2] οι οποίες προκύπτουν εκτός των ορίων συστήματος ενός δείκτη αναφοράς προϊόντος που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I ως αποτέλεσμα των ακόλουθων δραστηριοτήτων, διαζευκτικά, και οι εκπομπές που οφείλονται στην καύση ατελώς οξειδωμένου άνθρακα, ο οποίος έχει παραχθεί μέσω των κάτωθι δραστηριοτήτων, με σκοπό την παραγωγή θερμότητας, μετρήσιμης ή μη, ή ηλεκτρικής ενέργειας, υπό τον όρο ότι αφαιρούνται οι εκπομπές που θα προέκυπταν από την καύση ποσότητας φυσικού αερίου ισοδύναμης με το ενεργειακό περιεχόμενο του καιόμενου ατελώς οξειδωμένου άνθρακα:

i)      χημική ή ηλεκτρολυτική αναγωγή μεταλλικών ενώσεων των μεταλλευμάτων, συμπυκνωμάτων και δευτερογενών υλικών,

ii)      αφαίρεση προσμείξεων από μέταλλα και μεταλλικές ενώσεις,

iii)      διάσπαση ανθρακικών αλάτων, εκτός εκείνων που προορίζονται για υγρό καθαρισμό (scrubbing) καμιναερίων,

iv)      χημικές συνθέσεις όπου το ανθρακικό υλικό συμμετέχει στην αντίδραση, για άλλους πρωταρχικούς σκοπούς πλην της παραγωγής θερμότητας,

v)      χρήση ανθρακούχων προσθέτων ή πρώτων υλών για άλλους πρωταρχικούς σκοπούς πλην της παραγωγής θερμότητας,

vi)      χημική ή ηλεκτρολυτική αναγωγή οξειδίων μεταλλοειδών ή αμετάλλων, όπως τα οξείδια του πυριτίου και οι φωσφορικές ενώσεις·

[…]».

19      Το άρθρο 6 της απόφασης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαίρεση σε υποεγκαταστάσεις», ορίζει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, τα κράτη μέλη διαιρούν κάθε εγκατάσταση που είναι επιλέξιμη για δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής βάσει του άρθρου 10α της οδηγίας [2003/87] σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες υποεγκαταστάσεις, όπως απαιτείται:

α)      υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς προϊόντος·

β)      υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς θερμότητας·

γ)      υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς καυσίμου·

δ)      υποεγκατάσταση εκπομπών διεργασίας.

Οι υποεγκαταστάσεις αντιστοιχούν, στο μέτρο του δυνατού, σε υλικά τμήματα της εγκατάστασης.

[…]

2.      Το άθροισμα των εισροών, εκροών και εκπομπών κάθε υποεγκατάστασης δεν υπερβαίνει τις εισροές, εκροές και συνολικές εκπομπές της εγκατάστασης.»

20      Η απόφαση 2011/278 καταργήθηκε, από την 1η Ιανουαρίου 2021, με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/331 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2018, σχετικά με τον καθορισμό ενωσιακών μεταβατικών κανόνων για την εναρμονισμένη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10α της οδηγίας 2003/87 (ΕΕ 2019, L 59, σ. 8).

21      Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 27 του ως άνω κανονισμού, η συγκεκριμένη απόφαση εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε κατανομές που αφορούν την περίοδο πριν από την 1η Ιανουαρίου 2021.

 Ο κανονισμός (ΕΕ) 389/2013

22      Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) 389/2013 της Επιτροπής, της 2ας Μαΐου 2013, για τη σύσταση ενωσιακού μητρώου δυνάμει της οδηγίας 2003/87 και των αποφάσεων αριθ. 280/2004/ΕΚ και αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 920/2010 και αριθ. 1193/2011 της Επιτροπής (ΕΕ 2013, L 122, σ. 1), το οποίο έφερε τον τίτλο «Ενωσιακό μητρώο», όριζε τα εξής:

«1.      Δημιουργείται ενωσιακό μητρώο για την περίοδο εμπορίας στο πλαίσιο του ενωσιακού συστήματος εμπορίας εκπομπών, η οποία αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2013 και για τις επόμενες περιόδους.

2.      Ο κεντρικός διαχειριστής διαχειρίζεται και συντηρεί το ενωσιακό μητρώο, συμπεριλαμβανομένης της τεχνικής υποδομής του.

3.      Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το ενωσιακό μητρώο για να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει του άρθρου 19 της οδηγίας [2003/87] και […] για να εξασφαλίζουν την ορθή λογιστική καταγραφή των δικαιωμάτων εκπομπής […]

[…]».

23      Το άρθρο 6 του κανονισμού έφερε τον τίτλο «Ημερολόγιο συναλλαγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και όριζε τα εξής:

«1.      Για τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού δημιουργείται ημερολόγιο συναλλαγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUTL) υπό τη μορφή τυποποιημένης ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων, δυνάμει του άρθρου 20 της οδηγίας [2003/87]. […]

2.      Ο κεντρικός διαχειριστής διαχειρίζεται και συντηρεί το EUTL […]

[…]».

24      Το άρθρο 16 του κανονισμού, το οποίο έφερε τον τίτλο «Άνοιγμα λογαριασμών χαρτοφυλακίου φορέα εκμετάλλευσης στο ενωσιακό μητρώο», προέβλεπε τα εξής:

«1.      Εντός 20 εργάσιμων ημερών από την έναρξη ισχύος άδειας εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, η οικεία αρμόδια αρχή ή ο φορέας εκμετάλλευσης υποβάλλει στον οικείο εθνικό διαχειριστή τις πληροφορίες [που απαιτούνται] και ζητά από τον εθνικό διαχειριστή να ανοίξει λογαριασμό χαρτοφυλακίου φορέα εκμετάλλευσης στο ενωσιακό μητρώο.

2.      Εντός 20 εργάσιμων ημερών από τη λήψη πλήρους συνόλου [των εν λόγω] πληροφοριών […], ο εθνικός διαχειριστής ανοίγει λογαριασμό χαρτοφυλακίου φορέα εκμετάλλευσης στο ενωσιακό μητρώο για κάθε εγκατάσταση ή πληροφορεί τον δυνητικό κάτοχο λογαριασμού ότι απορρίπτει την αίτηση ανοίγματος του λογαριασμού […]».

25      Το άρθρο 41 του κανονισμού, το οποίο έφερε τον τίτλο «Δημιουργία δικαιωμάτων εκπομπής», όριζε στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο κεντρικός διαχειριστής μπορεί να δημιουργήσει λογαριασμό συνολικής ποσότητας της ΕΕ, λογαριασμό συνολικής ποσότητας της ΕΕ για τις αερομεταφορές, λογαριασμό πλειστηριασμών της ΕΕ, λογαριασμό πλειστηριασμών της ΕΕ για τις αερομεταφορές, λογαριασμό ανταλλαγών πιστωτικών μορίων της ΕΕ και λογαριασμό διεθνών πιστωτικών μορίων της ΕΕ, κατά περίπτωση, και δημιουργεί ή ακυρώνει λογαριασμούς και δικαιώματα εκπομπής, όπως επιβάλλουν οι νομοθετικές πράξεις της Ένωσης […]».

26      Το άρθρο 43 του κανονισμού 389/2013, το οποίο έφερε τον τίτλο «Μεταφορά γενικών δικαιωμάτων εκπομπής που πρόκειται να κατανεμηθούν δωρεάν», όριζε τα εξής:

«Ο κεντρικός διαχειριστής μεταφέρει εγκαίρως, από τον λογαριασμό συνολικής ποσότητας της ΕΕ στον λογαριασμό κατανομής της ΕΕ, ποσότητα γενικών δικαιωμάτων εκπομπής που αντιστοιχεί στο σύνολο των δικαιωμάτων τα οποία κατανέμονται δωρεάν σύμφωνα με τους εθνικούς πίνακες κατανομής κάθε κράτους μέλους.»

27      Το άρθρο 51 του κανονισμού έφερε τον τίτλο «Καταχώριση των εθνικών πινάκων κατανομής στο EUTL» και όριζε τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, τον οικείο εθνικό πίνακα κατανομής για την περίοδο 2013-2020 […]

2.      Η Επιτροπή δίνει εντολή στον κεντρικό διαχειριστή να καταχωρίσει τον εθνικό πίνακα κατανομής στο EUTL, εάν θεωρεί ότι ο εν λόγω πίνακας είναι σύμφωνος με την οδηγία [2003/87], την απόφαση [2011/278] και με τις αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 10γ παράγραφος 6 της οδηγίας [2003/87] […]».

28      Το άρθρο 52 του κανονισμού, το οποίο έφερε τον τίτλο «Μεταβολές των εθνικών πινάκων κατανομής», όριζε τα εξής:

«1.      Ο εθνικός διαχειριστής τροποποιεί τον εθνικό πίνακα κατανομής στο EUTL, σε περίπτωση:

α)      ανάκλησης ή με άλλον τρόπο λήξης της άδειας μιας εγκατάστασης·

β)      παύσης των δραστηριοτήτων εγκατάστασης·

γ)      διάσπασης εγκατάστασης σε δύο ή περισσότερες εγκαταστάσεις·

δ)      συγχώνευσης δύο ή περισσότερων εγκαταστάσεων σε μία.

2.      Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις μεταβολές των οικείων εθνικών πινάκων κατανομής οι οποίες αφορούν:

α)      κατανομές σε νεοεισερχόμενους ή κατανομές σε νεοεισερχόμενους μετά από σημαντική επέκταση της δυναμικότητας·

β)      τη μερική παύση δραστηριοτήτων και σημαντικές μειώσεις της δυναμικότητας·

γ)      τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων δυνάμει του άρθρου 10γ της οδηγίας [2003/87] η οποία δικαιολογείται με βάση την πρόοδο των ανειλημμένων επενδύσεων για τις οποίες έχει υποβληθεί έκθεση στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10γ παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας·

δ)      άλλες αλλαγές, που δεν αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Μετά τη λήψη γνωστοποίησης δυνάμει του πρώτου εδαφίου, η Επιτροπή δίνει εντολή στον κεντρικό διαχειριστή να επιφέρει τις αντίστοιχες τροποποιήσεις στον εθνικό πίνακα κατανομής που διατηρείται στο EUTL, εάν θεωρεί ότι οι μεταβολές του εθνικού πίνακα κατανομής είναι σύμφωνες με την οδηγία [2003/87], την απόφαση [2011/278] και με τις αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 10γ παράγραφος 6 της οδηγίας [2003/87]. Σε αντίθετη περίπτωση, απορρίπτει τις μεταβολές εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση το οικείο κράτος μέλος, αναφέροντας τους λόγους και καθορίζοντας κριτήρια που πρέπει να πληρούνται ώστε να γίνει δεκτή μεταγενέστερη γνωστοποίηση.»

29      Το άρθρο 53 του κανονισμού έφερε τον τίτλο «Δωρεάν κατανομή γενικών δικαιωμάτων εκπομπής» και όριζε τα εξής:

«1.      Ο εθνικός διαχειριστής σημειώνει στον εθνικό πίνακα κατανομής, για κάθε φορέα εκμετάλλευσης, για κάθε έτος και για κάθε νομική βάση […], αν πρέπει να κατανεμηθούν δικαιώματα σε μια εγκατάσταση για το εν λόγω έτος ή όχι.

2.      Από την 1η Φεβρουαρίου 2013 ο κεντρικός διαχειριστής εξασφαλίζει ότι το ενωσιακό μητρώο μεταφέρει αυτόματα από τον λογαριασμό κατανομής της ΕΕ γενικά δικαιώματα σύμφωνα με τον σχετικό εθνικό πίνακα κατανομής στον […] λογαριασμό χαρτοφυλακίου φορέα εκμετάλλευσης […]

[…]».

30      Ο κανονισμός 389/2013 καταργήθηκε, από την 1η Ιανουαρίου 2021, με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/1122 της Επιτροπής, της 12ης Μαρτίου 2019, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2003/87 όσον αφορά τη λειτουργία του ενωσιακού μητρώου (ΕΕ 2019, L 177, σ. 3).

31      Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 88, δεύτερο εδάφιο, του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, ο κανονισμός 389/2013 εξακολουθεί να εφαρμόζεται έως την 1η Ιανουαρίου 2026 για όλες τις πράξεις που απαιτούνται για την τρίτη περίοδο εμπορίας (2013 έως 2020).

 Η απόφαση 2015/1814

32      Η αιτιολογική σκέψη 7 της απόφασης 2015/1814 έχει ως εξής:

«[…] [Γ]ια να αποφευχθεί η ανισορροπία στην αγορά όσον αφορά την προσφορά δικαιωμάτων στο τέλος μιας περιόδου εμπορίας και την αρχή της επόμενης, με πιθανή συνέπεια τη διατάραξη της αγοράς, θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη ώστε μέρος οποιασδήποτε μεγάλης αύξησης της προσφοράς στο τέλος της μιας περιόδου εμπορίας να τίθεται σε πλειστηριασμό κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών της επόμενης περιόδου. Για να ενισχυθεί περαιτέρω η σταθερότητα της ευρωπαϊκής αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα και να αποφευχθεί η τεχνητή αύξηση της προσφοράς προς το τέλος της περιόδου εμπορίας που ξεκίνησε το 2013, τα δικαιώματα τα οποία δεν έχουν κατανεμηθεί σε εγκαταστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 7 της οδηγίας [2003/87] και τα δικαιώματα τα οποία δεν έχουν κατανεμηθεί σε εγκαταστάσεις λόγω της εφαρμογής του άρθρου 10α παράγραφοι 19 και 20 της εν λόγω οδηγίας (“μη κατανεμημένα δικαιώματα”) θα πρέπει να τεθούν στο αποθεματικό το 2020. […]»

33      Το άρθρο 1 της απόφασης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποθεματικό για τη σταθερότητα της αγοράς», ορίζει τα εξής:

«1.      Θεσπίζεται το 2018 αποθεματικό για τη σταθερότητα της αγοράς και η τοποθέτηση δικαιωμάτων στο αποθεματικό θα λειτουργεί από την 1η Ιανουαρίου 2019.

[…]

3.      Τα δικαιώματα τα οποία δεν έχουν κατανεμηθεί σε εγκαταστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 10α παράγραφος 7 της οδηγίας [2003/87] και τα δικαιώματα τα οποία δεν έχουν κατανεμηθεί σε εγκαταστάσεις λόγω της εφαρμογής του άρθρου 10α παράγραφοι 19 και 20 της εν λόγω οδηγίας τίθενται στο αποθεματικό το 2020. […]

[…]»

 Το γερμανικό δίκαιο

34      Το άρθρο 9 του Treibhausgas-Emissionshandelsgesetz (νόμου περί εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου), της 21ης Ιουλίου 2011 (BGBl. 2011 I, σ. 1475), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τη διαφορά της κύριας δίκης χρόνο, προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Στους φορείς εκμεταλλεύσεως εγκαταστάσεων κατανέμονται δωρεάν δικαιώματα εκπομπής σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 10α […] της οδηγίας [2003/87] […], όπως ισχύει, και στην […] απόφαση [2011/278].»

35      Το άρθρο 2 της Verordnung über die Zuteilung von Treibhausgas-Emissionsberechtigungen in der Handelsperiode 2013 bis 2020 (κανονιστικής πράξης σχετικά με την κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου για την περίοδο εμπορίας 2013 έως 2020), της 26ης Σεπτεμβρίου 2011 (BGBl. 2011 I, σ. 1921), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τη διαφορά της κύριας δίκης χρόνο (στο εξής: ZuV 2020), στα σημεία 27 και 29 ορίζει τις έννοιες «υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς καυσίμου» και «υποεγκατάσταση εκπομπών διεργασίας», χρησιμοποιώντας ορολογία ανάλογη με αυτή του άρθρου 3, στοιχεία δʹ και ηʹ, της απόφασης 2011/278.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

36      Η Aurubis εκμεταλλεύεται στο Αμβούργο (Γερμανία) εγκατάσταση στην οποία παράγεται πρωτογενής χαλκός. Δεδομένου ότι η δραστηριότητα αυτή εμπίπτει στην αναφερόμενη στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87 κατηγορία δραστηριοτήτων «[π]αραγωγή ή επεξεργασία μη σιδηρούχων μετάλλων, […] όπου λειτουργούν μονάδες καύσης με συνολική ονομαστική θερμική κατανάλωση […] άνω των 20 MW», η Aurubis είναι υποχρεωμένη να συμμετέχει στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (στο εξής: ΣΕΔΕ).

37      Η ως άνω εγκατάσταση αποτελείται από δύο υποεγκαταστάσεις, και συγκεκριμένα από την υποεγκατάσταση του Rohhüttenwerk Nord και από την υποεγκατάσταση του Rohhüttenwerk Ost. Αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης αποτελεί μόνον η δραστηριότητα της δεύτερης υποεγκατάστασης.

38      Το Rohhüttenwerk Ost είναι χυτήριο στο οποίο παράγεται πρωτογενής χαλκός μέσω ακαριαίας τήξεως συμπυκνώματος χαλκού, με τη χρήση της καλούμενης «διεργασίας Outokumpu».

39      Το χρησιμοποιούμενο από το εν λόγω χυτήριο συμπύκνωμα χαλκού αποτελείται κυρίως από χαλκό, θείο και σίδηρο. Περιέχει επίσης ίχνη άνθρακα και άλλων ουσιών. Για την παραγωγή του πρωτογενούς χαλκού, το συμπύκνωμα χαλκού αναμειγνύεται κατ’ αρχάς με άμμο και άλλα λεπτόκοκκα υλικά. Το μείγμα που παράγεται με τον τρόπο αυτό εισάγεται στη συνέχεια σε κάμινο ακαριαίας τήξεως μαζί με μείγμα αέρα και οξυγόνου. Λόγω της χημικής αντίδρασης μεταξύ του οξυγόνου και, ιδίως, των θειούχων ουσιών που περιέχει το συμπύκνωμα χαλκού, η θερμοκρασία στην κάμινο υπερβαίνει τους 1 200 βαθμούς Κελσίου, προκαλώντας την υγροποίηση του συμπυκνώματος χαλκού. Οι παραγόμενες με την ως άνω διαδικασία ουσίες είναι σύμπηγμα χαλκού (μείγμα θειούχου χαλκού και θειούχου σιδήρου), πυριτικός σίδηρος και θειώδης ανυδρίτης (SO2). Στη συνέχεια, το σύμπηγμα χαλκού εισάγεται σε μετατροπέα, όπου τα υπολείμματα θείου και σιδήρου οξειδώνονται. Στο σημείο αυτό της διαδικασίας παράγεται επίσης θερμότητα. Το παραγόμενο σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας προϊόν τοποθετείται σε κάμινο ανόδου, όπου τα υπολείμματα θείου μετατρέπονται σε SO2. Με τον τρόπο αυτόν παράγεται τελικά πρωτογενής χαλκός.

40      Το Rohhüttenwerk Ost εκπέμπει CO2 στην ατμόσφαιρα, καθώς το χρησιμοποιούμενο συμπύκνωμα χαλκού περιέχει άνθρακα σε ποσοστό περίπου 0,7 %. Το συγκεκριμένο χυτήριο εκπέμπει ετησίως περίπου 29 000 τόνους CO2.

41      Κατόπιν αιτήσεως της Aurubis, της 20ής Ιανουαρίου 2012, με την οποία ζήτησε να της κατανεμηθούν δικαιώματα εκπομπής για το εν λόγω χυτήριο, η DEHSt, με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2014, της κατένειμε δωρεάν 2 596 999 μονάδες εκπομπής για την τρίτη περίοδο εμπορίας (2013 έως 2020).

42      Με απόφαση της 3ης Απριλίου 2018, η οποία εκδόθηκε επί διοικητικής ενστάσεως της Aurubis, η DEHSt ανακάλεσε εν μέρει την απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2014, καθόσον με αυτή είχε κατανεμηθεί ποσότητα δικαιωμάτων εκπομπής η οποία υπερέβαινε τις 1 784 398 μονάδες. Η DEHSt προέβαλε ως αιτιολογία ότι η παραγωγή πρωτογενούς χαλκού από συμπύκνωμα χαλκού δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο «υποεγκατάστασης δείκτη αναφοράς καυσίμου», αλλά έπρεπε να συναρτάται με «υποεγκατάσταση εκπομπών διεργασίας».

43      Στις 30 Απριλίου 2018, η Aurubis άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προσφυγή κατά της αποφάσεως της 3ης Απριλίου 2018. Υποστηρίζει ότι η δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής θα έπρεπε να είχε στηριχθεί στο άρθρο 2, σημείο 27, του ZuV 2020 και στο άρθρο 3, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2011/278. Κατά την Aurubis, η παραγωγή πρωτογενούς χαλκού με ακαριαία τήξη δεν εμπίπτει σε καμία από τις αναφερόμενες στο άρθρο 2, σημείο 29, του ZuV 2020 και στο άρθρο 3, στοιχείο ηʹ, της απόφασης 2011/278 δραστηριότητες.

44      Κατά την DEHSt, «υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς καυσίμου» υφίσταται μόνον εφόσον ο πρωταρχικός σκοπός για τον οποίο χρησιμοποιείται ορισμένο υλικό είναι η παραγωγή θερμότητας. Πλην όμως, το συμπύκνωμα χαλκού αποτελεί πρώτη ύλη και ο πρωταρχικός σκοπός χρήσης του είναι η παραγωγή πρωτογενούς χαλκού. Εκτός αυτού, δεν συντελείται πλήρης καύση του εν λόγω συμπυκνώματος, σε αντίθεση με τα απαιτούμενα για την εφαρμογή του δείκτη αναφοράς καυσίμου. Εξάλλου, «καύσιμο», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2011/278, αποτελούν καύσιμα τα οποία μπορούν να αντικατασταθούν από άλλα καύσιμα, και ιδίως από φυσικό αέριο. Το συμπύκνωμα χαλκού δεν προσφέρεται για τέτοια αντικατάσταση.

45      Η DEHSt επισημαίνει επίσης ότι η Aurubis ήδη υπερκαλύπτει τις ανάγκες της σε δικαιώματα εκπομπής, με ένα ποσοστό της τάξης του 130 %, και ότι, αν ο αριθμός των κατανεμόμενων σε αυτή δικαιωμάτων έπρεπε να υπολογισθεί με βάση τον δείκτη αναφοράς καυσίμου, η συγκεκριμένη επιχείρηση θα κάλυπτε περίπου το 220 % των αναγκών της και θα μπορούσε, συνακόλουθα, να πωλήσει μεγάλο μέρος των δικαιωμάτων που της κατανεμήθηκαν.

46      Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι, σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι το Rohhüttenwerk Ost αποτελεί «υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς καυσίμου», τούτο θα ισοδυναμούσε με χαρακτηρισμό του συμπυκνώματος χαλκού ή τουλάχιστον του θείου το οποίο αυτό περιέχει ως «καυσίμου».

47      Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 53 της αποφάσεως της 20ής Ιουνίου 2019, ExxonMobil Production Deutschland (C‑682/17, EU:C:2019:518), ότι το άρθρο 3, στοιχείο κʹ, της οδηγίας 2003/87 δεν περιορίζει την έννοια της «καύσης» αποκλειστικά στις αντιδράσεις οξείδωσης που παράγουν οι ίδιες αέριο του θερμοκηπίου. Εντούτοις, η ερμηνεία αυτή στην οποία προέβη το Δικαστήριο δεν είναι κατ’ ανάγκην κρίσιμη για την ερμηνεία του περιεχομένου της έννοιας του «καυσίμου» κατά το άρθρο 3, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2011/278.

48      Λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας της απόφασης της DEHSt περί κατανομής, πρέπει να εξεταστεί αν η κατανομή με βάση τον δείκτη αναφοράς καυσίμου προϋποθέτει, όπως υποστηρίζει η εν λόγω αρχή, ότι ο πρωταρχικός σκοπός της καύσης συνίσταται στην παραγωγή θερμότητας, ενώ διευκρινίζεται ότι, εν προκειμένω, το συμπύκνωμα χαλκού χρησιμοποιείται τόσο ως πρώτη ύλη όσο και ως καύσιμο. Επιπλέον, θα πρέπει να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2011/278 αφορά αποκλειστικώς, όπως επίσης υποστηρίζει η DEHSt, την καύση καυσίμων τα οποία μπορούν να αντικατασταθούν από άλλα καύσιμα.

49      Κατά τα λοιπά, το εν λόγω δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις όσον αφορά τις συνέπειες της λήξης, την 31η Δεκεμβρίου 2020, της τρίτης περιόδου εμπορίας. Επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τη γερμανική νομολογία, η λήξη της πρώτης και της δεύτερης περιόδου εμπορίας είχε ως συνέπεια, ελλείψει ρητής μεταβατικής διατάξεως στο γερμανικό δίκαιο, απαιτήσεις που αφορούν δικαιώματα εκπομπής τα οποία δεν είχαν ακόμη κατανεμηθεί στις 30 Απριλίου του επόμενου της λήξης της οικείας περιόδου εμπορίας έτους να παύουν να υφίστανται. Στο εν λόγω δίκαιο δεν υπάρχει μεταβατική διάταξη ούτε όσον αφορά την τρίτη περίοδο εμπορίας.

50      Οι οικείες πράξεις της Ένωσης δεν περιέχουν διατάξεις σχετικές με αντιστάθμιση δικαιωμάτων μεταξύ περισσοτέρων περιόδων. Πέραν τούτου, δεν έχει προβλεφθεί αποθεματικό δικαιωμάτων ειδικά για την κάλυψη περιπτώσεων εκδόσεως δικαστικών αποφάσεων. Πάντως, ένδειξη συνηγορούσα υπέρ της θέσεως ότι η μετάβαση από την τρίτη στην τέταρτη περίοδο εμπορίας δεν αποσβένει δικαιώματα κατανομής τα οποία δεν έχουν ικανοποιηθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020 μπορεί να αποτελέσει η απόφαση 2015/1814, η οποία απαιτεί την τοποθέτηση σε αποθεματικό ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία στις 31 Δεκεμβρίου 2020 δεν έχουν ακόμη κατανεμηθεί.

51      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικό πρωτοδικείο Βερολίνου, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, στοιχείο δʹ, της αποφάσεως [2011/278] για δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής βάσει υποεγκατάστασης με δείκτη αναφοράς καυσίμου, όταν σε μια εγκατάσταση παραγωγής μη σιδηρούχων μετάλλων σύμφωνα με το Παράρτημα I της οδηγίας [2003/87] χρησιμοποιείται σε κάμινο ακαριαίας τήξεως θειούχο συμπύκνωμα χαλκού για την παραγωγή πρωτογενούς χαλκού, η δε μη μετρήσιμη θερμότητα που απαιτείται για την τήξη του ορυκτού χαλκού που περιέχεται στο συμπύκνωμα παράγεται κυρίως μέσω της οξειδώσεως του θείου που περιέχεται στο συμπύκνωμα, με αποτέλεσμα το συμπύκνωμα χαλκού να χρησιμοποιείται τόσο ως πηγή πρώτης ύλης όσο και ως καύσιμο υλικό για την παραγωγή θερμότητας;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Μπορούν απαιτήσεις χορηγήσεως πρόσθετων δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής για την τρίτη περίοδο εμπορίας να ικανοποιούνται μετά το τέλος της τρίτης περιόδου εμπορίας με δικαιώματα της τέταρτης περιόδου εμπορίας, όταν η ύπαρξη μιας τέτοιας απαιτήσεως χορηγήσεως δικαιωμάτων διαπιστώνεται δικαστικώς για πρώτη φορά μετά τη λήξη της τρίτης περιόδου εμπορίας, ή παύουν να υφίστανται, κατά τη λήξη της τρίτης περιόδου εμπορίας, απαιτήσεις χορηγήσεως δικαιωμάτων που δεν έχουν ακόμη ικανοποιηθεί;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

52      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2011/278 έχει την έννοια ότι ο όρος «υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς καυσίμου» καλύπτει, στο πλαίσιο εγκαταστάσεως παράγουσας πρωτογενή χαλκό, της οποίας η δραστηριότητα εμπίπτει στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87, χυτήριο ακαριαίας τήξεως στο οποίο πραγματοποιείται η οξείδωση του θείου που περιέχει η χρησιμοποιούμενη πρώτη ύλη, η οποία συνίσταται σε συμπύκνωμα χαλκού.

53      Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση 2011/278 θεσπίζει εναρμονισμένους κανόνες για τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής και εκδόθηκε από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10α της οδηγίας 2003/87. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, για τις εγκαταστάσεις σε ορισμένους τομείς δραστηριότητας, τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής, των οποίων η ποσότητα μειώνεται σταδιακά κατά την τρίτη περίοδο εμπορίας (2013 έως 2020), με στόχο να καταστεί μηδενική το 2027 (πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Ingredion Germany, C‑320/19, EU:C:2020:983, σκέψεις 41 και 43).

54      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι η εγκατάσταση παραγωγής πρωτογενούς χαλκού την οποία εκμεταλλεύεται η Aurubis εμπίπτει στο ως άνω μεταβατικό καθεστώς δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής.

55      Όσον αφορά την τρίτη περίοδο εμπορίας, η οποία είναι και η μόνη επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η DEHSt, προκειμένου να καθορίσει τον αριθμό των δικαιωμάτων εκπομπής τα οποία έπρεπε να κατανεμηθούν δωρεάν στην Aurubis, όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 6 της απόφασης 2011/278, να διαιρέσει την εν λόγω εγκατάσταση σε μία ή περισσότερες «υποεγκαταστάσεις», αντιστοιχούσες, κατά το μέτρο του δυνατού, σε υλικά τμήματα αυτής.

56      Η απόφαση αυτή προέβλεπε, για τον σκοπό αυτό, τέσσερις κατηγορίες υποεγκαταστάσεων, οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 6 και ορίζονται στο άρθρο 3, στοιχεία βʹ έως δʹ και ηʹ, της απόφασης. Οι κατηγορίες αυτές υποεγκαταστάσεων, ήτοι, αντιστοίχως, οι «υποεγκαταστάσεις δείκτη αναφοράς προϊόντος», οι «υποεγκαταστάσεις δείκτη αναφοράς θερμότητας», οι «υποεγκαταστάσεις δείκτη αναφοράς καυσίμου» και οι «υποεγκαταστάσεις εκπομπών διεργασίας», αλληλοαποκλείονταν, διότι εκάστη δραστηριότητα μπορεί να εμπίπτει σε μία μόνον από τις εν λόγω κατηγορίες (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Borealis κ.λπ., C‑180/15, EU:C:2016:647, σκέψεις 62 και 69).

57      Εξάλλου, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 12 της απόφασης 2011/278, η κατάταξη των κατηγοριών των υποεγκαταστάσεων «δείκτη αναφοράς θερμότητας», «δείκτη αναφοράς καυσίμου» και «εκπομπών διεργασίας», οι οποίες αποκαλούνται «εφεδρικές προσεγγίσεις» και είχαν εφαρμογή σε περίπτωση που δεν ήταν εφικτή η συναγωγή «δείκτη αναφοράς προϊόντος» αλλά υπήρχαν αέρια θερμοκηπίου επιλέξιμα για δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής, ήταν ιεραρχική (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Borealis κ.λπ., C‑180/15, EU:C:2016:647, σκέψεις 67 και 68). Η κατηγορία των «υποεγκαταστάσεων εκπομπών διεργασίας» αντιπροσώπευε, συναφώς, την έσχατη εφεδρική προσέγγιση (απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2018, INEOS, C‑58/17, EU:C:2018:19, σκέψη 36).

58      Επομένως, η DEHSt όφειλε, πριν από τον χαρακτηρισμό ορισμένης υποεγκατάστασης ως «υποεγκατάστασης εκπομπών διεργασίας», να εξακριβώσει, κατ’ αρχάς, αν υπήρχε για αυτή «δείκτης αναφοράς προϊόντος» και, εφόσον δεν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση, να εξετάσει αν τα οικεία μέσα βιομηχανικής παραγωγής της επίμαχης εγκαταστάσεως ενέπιπταν στην έννοια της «υποεγκατάστασης δείκτη αναφοράς θερμότητας» ή στην έννοια της «υποεγκατάστασης δείκτη αναφοράς καυσίμου».

59      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη χυτήριο χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη θειούχο συμπύκνωμα χαλκού. Το θείο που περιέχεται στο εν λόγω συμπύκνωμα οξειδώνεται, διαδοχικά, σε κάμινο ακαριαίας τήξεως, σε μετατροπέα και σε κάμινο ανόδου. Η παραγόμενη με τον τρόπο αυτόν θερμότητα δεν είναι μετρήσιμη και επιτρέπει την τήξη των ορυκτών χαλκού που υπάρχουν στο εν λόγω συμπύκνωμα, διαδικασία από την οποία προκύπτει το τελικό προϊόν, ήτοι ο πρωτογενής χαλκός. Δεδομένου ότι το ίδιο συμπύκνωμα περιέχει και άνθρακα, το συγκεκριμένο χυτήριο εκπέμπει CO2 στην ατμόσφαιρα.

60      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το συγκεκριμένο χυτήριο παράγει θερμότητα η οποία δεν εμπίπτει στην έννοια της «μετρήσιμης θερμότητας» του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της απόφασης 2011/278, αλλά στην έννοια της «μη μετρήσιμης θερμότητας» του άρθρου 3, στοιχείο ζʹ, της εν λόγω απόφασης, η θερμότητα δε αυτή καταναλώνεται για την παραγωγή προϊόντος, ήτοι του πρωτογενούς χαλκού, για το οποίο δεν ορίζεται δείκτης αναφοράς στο παράρτημα I της απόφασης 2011/278.

61      Επομένως, ένα τέτοιο χυτήριο δεν εμπίπτει ούτε στην έννοια της «υποεγκατάστασης δείκτη αναφοράς προϊόντος» ούτε στην έννοια της «υποεγκατάστασης δείκτη αναφοράς θερμότητας».

62      Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η DEHSt έκρινε ότι το χυτήριο του Rohhüttenwerk Ost εμπίπτει στην έννοια της «υποεγκατάστασης εκπομπών διεργασίας» του άρθρου 3, στοιχείο ηʹ, της απόφασης 2011/278, ενώ η Aurubis θεωρεί ότι το συγκεκριμένο χυτήριο εμπίπτει στην έννοια της «υποεγκατάστασης δείκτη αναφοράς καυσίμου» του άρθρου 3, στοιχείο δʹ, της εν λόγω απόφασης, πρέπει να εξεταστεί αν ο προβλεπόμενος στην τελευταία αυτή διάταξη ορισμός, ο οποίος, εφόσον τυγχάνει εφαρμογής, υπερισχύει του άρθρου 3, στοιχείο ηʹ, καλύπτει ένα τέτοιο χυτήριο.

63      Συναφώς, όσον αφορά το ζήτημα αν, σε χυτήριο το οποίο έχει τα χαρακτηριστικά που μνημονεύονται στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, η θερμότητα παράγεται «με καύση καυσίμου», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο δʹ, της εν λόγω αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί ουσιαστικά να διευκρινιστεί αν η DEHSt ορθώς έκρινε ότι η φράση αυτή αναφέρεται αποκλειστικά στην πλήρη καύση καυσίμων τα οποία δεν περιέχονται στη χρησιμοποιηθείσα πρώτη ύλη και τα οποία μπορούν, στην επίμαχη στην κύρια δίκη υποεγκατάσταση, να αντικατασταθούν από άλλα καύσιμα, όπως είναι το φυσικό αέριο.

64      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 42 έως 44 των προτάσεών του, ούτε το άρθρο 3, στοιχείο κʹ, της οδηγίας 2003/87, ούτε το άρθρο 3, στοιχείο δʹ, της αποφάσεως 2011/278 περιορίζουν κατά τέτοιο τρόπο το περιεχόμενο των εννοιών «καύση» και «καύσιμο».

65      Δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρίνισε, με τον ορισμό του άρθρου 3, στοιχείο κʹ, της οδηγίας 2003/87, ότι η έννοια της «καύσης» αφορά γενικώς «κάθε οξείδωση καυσίμων», δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι καύση, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας και των πράξεων που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογήν αυτής, λαμβάνει χώρα μόνον όταν ένα καύσιμο οξειδώνεται ολόκληρο.

66      Μια τέτοια συσταλτική ερμηνεία δεν θα αποτύπωνε με πιστότητα την πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης, όπως αυτή εκφράζεται στην αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας 2009/29. Όπως προκύπτει από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η προσθήκη του άρθρου 3, στοιχείο κʹ, στην οδηγία 2003/87 έγινε προκειμένου «να διευκρινιστεί» ότι η έννοια της «καύσης» έχει ιδιαιτέρως ευρύ περιεχόμενο, το οποίο καλύπτει τη δραστηριότητα «κάθε είδους λέβητα, καυστήρα, στροβίλου, θερμαντήρα, κλιβάνου, αποτεφρωτήρα, φρυκτήρα, κάμινου, φούρνου, στεγνωτηρίου, κινητήρα, κυψέλης καυσίμου, πυρσού καύσης και θερμικής ή καταλυτικής μονάδας μετάκαυσης». Ουδεμία διάταξη θεσπισθείσα έκτοτε από τον νομοθέτη της Ένωσης ή από την Επιτροπή, δυνάμει των κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιοτήτων της, δημιουργεί την εντύπωση ότι ο όρος «καύση» καλύπτει, συνακόλουθα, μόνον τις αντιδράσεις οι οποίες οξειδώνουν πλήρως κάθε συστατικό των εισροών που υπόκεινται στη δραστηριότητα των ως άνω μέσων βιομηχανικής παραγωγής.

67      Δεδομένου ότι ούτε και η έννοια «καύσιμο» έχει οριστεί στενά από τον νομοθέτη της Ένωσης ή από την Επιτροπή, δυνάμει των κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιοτήτων της, η σχετική με το ΣΕΔΕ ρύθμιση δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατά τρόπο ο οποίος θα συνεπαγόταν την εξαίρεση, από το πεδίο εφαρμογής του όρου «καύση καυσίμου», της καύσης καύσιμων ουσιών που περιέχονται σε πρώτη ύλη της οποίας η περιεκτικότητα σε άνθρακα είναι χαμηλότερη από εκείνη άλλων υλών που χρησιμοποιούνται συχνότερα και η οποία δεν μπορεί, στο πλαίσιο συγκεκριμένης τεχνολογικής διαδικασίας, να αντικατασταθεί από μια τέτοια ουσία, υψηλότερης περιεκτικότητας σε άνθρακα.

68      Πράγματι, ούτε από την οδηγία 2003/87 ούτε από την απόφαση 2011/278 προκύπτει ότι η εφαρμογή του μεταβατικού καθεστώτος δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες χρησιμοποιούν ύλη με υψηλή περιεκτικότητα σε άνθρακα και παράγουν κατ’ αυτόν τον τρόπο εκπομπές των οποίων οι ποσότητες υπερβαίνουν ορισμένο όριο. Από τις ως άνω πράξεις δεν συνάγεται ούτε ότι η καύση πρέπει να εξαιρείται από τον δείκτη αναφοράς καυσίμου όταν οι ουσίες που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα περιέχονται στην πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της σχετικής βιομηχανικής δραστηριότητας.

69      Το εύρος του περιεχομένου του ορισμού που διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2011/278 δεν μπορεί να περιοριστεί ερμηνευτικώς με την προσθήκη απαιτήσεων ή εξαιρέσεων που δεν διαλαμβάνονται σε αυτόν και ούτε μπορούν να συναχθούν από άλλες διατάξεις της εν λόγω απόφασης ή της οδηγίας 2003/87. Μια τέτοια προσέγγιση θα προσέκρουε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απαιτεί να παρέχει η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Jumbocarry Trading, C‑39/20, EU:C:2021:435, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70      Άλλωστε, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 48 των προτάσεών του, παραπέμποντας στο άρθρο 10α, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87 και στην αιτιολογική σκέψη 1 της απόφασης 2011/278, σκοπός του καθεστώς δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής είναι να παρέχει κίνητρα για τη χρήση αποδοτικών τεχνικών προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Το όφελος που μπορεί να αντληθεί από την πώληση δικαιωμάτων εκπομπής τα οποία έχουν κατανεμηθεί στον οικείο φορέα εκμετάλλευσης αλλά δεν θα χρειαστεί πλέον να επιστραφούν, καθόσον αυτός μείωσε τις εκπομπές του επενδύοντας σε καινοτόμες τεχνικές, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εν λόγω κινήτρου (πρβλ. απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, PPC Power, C‑302/17, EU:C:2018:245, σκέψη 27). Επομένως, το γεγονός ότι ο εν λόγω φορέας εκμετάλλευσης αντλεί, λόγω των επενδύσεων αυτών, μεγαλύτερο όφελος από τα δωρεάν δικαιώματα που έχει λάβει βάσει των κριτηρίων της εφαρμοστέας ρύθμισης δεν θίγει τον σκοπό του ΣΕΔΕ.

71      Κατά συνέπεια, ελλείψει διευκρινίσεων περί του αντιθέτου στην απόφαση 2011/278, ο όρος «καύση καυσίμου» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, στοιχείο δʹ, της απόφασης πρέπει να χρησιμοποιείται κατά την έννοια η οποία του αποδίδεται στο άρθρο 3, στοιχείο κʹ, της οδηγίας 2003/87, η οποία καλύπτει κάθε οξείδωση καυσίμων ουσιών. Δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι, σε χυτήριο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, η μη μετρήσιμη θερμότητα παράγεται κυρίως μέσω της οξείδωσης θειούχων ουσιών οι οποίες περιέχονται σε συμπύκνωμα το οποίο έχει εισαχθεί σε κάμινο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητα του εν λόγω χυτηρίου συνίσταται στην «παραγωγή μη μετρήσιμης θερμότητας, με καύση καυσίμου, που καταναλώνεται για την παραγωγή προϊόντων», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, στοιχείο δʹ.

72      Όσον αφορά, τέλος, το ζήτημα αν οι εισροές, οι εκροές και οι αντίστοιχες εκπομπές τέτοιου χυτηρίου «σχετίζονται» με την παραγωγή αυτή μη μετρήσιμης θερμότητας, η οποία καταναλώνεται για την παραγωγή προϊόντων, επισημαίνεται ότι ούτε και η φράση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο ο οποίος θα είχε ως αποτέλεσμα την προσθήκη στον ορισμό τον οποίο διατύπωσε η Επιτροπή ουσιαστικής προϋπόθεσης μη προβλεπόμενης σε αυτόν.

73      Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της χρήσης των ως άνω φράσεων, το άρθρο 3, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2011/278 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτεί, για τον σκοπό της εφαρμογής δείκτη αναφοράς καυσίμου, η παραγωγή της μη μετρήσιμης θερμότητας να αποτελεί «σκοπό», και μάλιστα τον «πρωταρχικό σκοπό», της οικείας δραστηριότητας.

74      Αντιθέτως, από το γράμμα της εν λόγω διάταξης προκύπτει ότι αυτή αφορά, ιδίως, υποεγκαταστάσεις ο σκοπός των οποίων συνίσταται στην παραγωγή προϊόντων ή στην παραγωγή ενέργειας και οι οποίες καταναλώνουν προς τούτο μη μετρήσιμη θερμότητα. Η παραγωγή της θερμότητας αυτής δεν συνιστά, κατά συνέπεια, τον σκοπό των οικείων υποεγκαταστάσεων, αλλά μάλλον το αναγκαίο μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

75      Η απαίτηση, η οποία διαλαμβάνεται στον ορισμό του άρθρου 3, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2011/278, κατά την οποία οι εισροές, οι εκροές και οι αντίστοιχες εκπομπές πρέπει να «σχετίζονται» με την παραγωγή, με καύση καυσίμου, της μη μετρήσιμης θερμότητας η οποία καταναλώνεται για την παραγωγή προϊόντων, υποδηλώνει ότι πρέπει να υπάρχει λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ των εν λόγω εισροών, εκροών και εκπομπών, αφενός, και της εν λόγω καύσης, αφετέρου. Υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί, προκύπτει, λαμβανομένων υπόψη των περιγραφόμενων στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως χαρακτηριστικών της λειτουργίας του επίμαχου στην κύρια δίκη χυτηρίου, ότι υπάρχει τέτοιος σύνδεσμος μεταξύ του οικείου συμπυκνώματος χαλκού, ως εισροής, και της καύσης που παράγει τη μη μετρήσιμη θερμότητα, καθώς και μεταξύ της εν λόγω καύσης και των εκροών και εκπομπών του εν λόγω χυτηρίου.

76      Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι πρέπει να διορθωθεί ο αριθμός των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής τον οποίο δικαιούτο η Aurubis κατά την τρίτη περίοδο εμπορίας (2013 έως 2020), στο πλαίσιο της διόρθωσης αυτής θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο αριθμός των δικαιωμάτων εκπομπής τα οποία της έχουν ήδη κατανεμηθεί κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 18 και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της απόφασης 2011/278, ότι δεν γίνεται διπλή προσμέτρηση καμίας από τις δραστηριότητες που ασκούνται στην επίμαχη στην κύρια δίκη εγκατάσταση.

77      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2011/278 έχει την έννοια ότι ο όρος «υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς καυσίμου» καλύπτει, στο πλαίσιο εγκαταστάσεως παράγουσας πρωτογενή χαλκό, της οποίας η δραστηριότητα εμπίπτει στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87, χυτήριο ακαριαίας τήξεως στο οποίο πραγματοποιείται η οξείδωση του θείου που περιέχει η χρησιμοποιούμενη πρώτη ύλη, η οποία συνίσταται σε συμπύκνωμα χαλκού.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

78      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η απόφαση 2011/278 έχει την έννοια ότι τα δωρεάν δικαιώματα εκπομπής τα οποία ο φορέας εκμετάλλευσης εγκατάστασης έχει απαίτηση να του χορηγηθούν για την τρίτη περίοδο εμπορίας (2013 έως 2020) μπορούν να του χορηγηθούν και μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020, σε εκτέλεση εκδοθείσας μετά την ημερομηνία αυτή δικαστικής αποφάσεως.

79      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι υπέρ παντός προσώπου του οποίου παραβιάστηκε δικαίωμα ή ελευθερία που διασφαλίζεται από το δίκαιο της Ένωσης κατοχυρώνεται το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika, C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Κατά συνέπεια, εφόσον ο αιτών τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής για την τρίτη περίοδο εμπορίας (2013 έως 2020) προσέβαλε εγκαίρως και βασίμως την απόφαση της αρμόδιας εθνικής αρχής με την οποία καθορίζεται ο αριθμός των εν λόγω δικαιωμάτων, πρέπει να είναι σε θέση να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, ακόμη και στην περίπτωση που το επιληφθέν της οικείας διαφοράς εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει το πρώτον μετά τη λήξη της ως άνω περιόδου ότι η εν λόγω αρχή εφάρμοσε εσφαλμένως τη σχετική με το ΣΕΔΕ ρύθμιση της Ένωσης. Σε αντίθετη περίπτωση, ο αιτών θα στερείτο το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας από τη στιγμή που αποδεικνύεται αδύνατη η έκδοση δικαστικής αποφάσεως κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου εμπορίας.

81      Όσον αφορά το ζήτημα αν, σε τέτοιες περιπτώσεις, το δικαίωμα κατανομής για την τρίτη περίοδο εμπορίας μπορεί ακόμη να ικανοποιηθεί με τη δωρεάν χορήγηση δικαιωμάτων εκπομπής κατόπιν της εκδοθείσας μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου δικαστικής αποφάσεως, επισημαίνεται ότι η σχετική με το ΣΕΔΕ ρύθμιση δεν επιτρέπει τη χορήγηση, για τον σκοπό αυτόν, δικαιωμάτων για την τέταρτη περίοδο εμπορίας. Τα τελευταία αυτά δικαιώματα, περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 13, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/87, πρέπει, σύμφωνα με το γράμμα της ως άνω διατάξεως, να εκδίδονται για περίοδο εμπορίας η οποία έπεται της 31ης Δεκεμβρίου 2020, ισχύουν δε μόνο για τις εκπομπές από το πρώτο έτος της εν λόγω νέας περιόδου και μετά.

82      Αντιθέτως, η εν λόγω ρύθμιση δεν αντιτίθεται στη μεταφορά δωρεάν δικαιωμάτων, τα οποία αφορούν την τρίτη περίοδο εμπορίας και είναι ακόμη διαθέσιμα για την αρμόδια αρχή με οποιονδήποτε προβλεπόμενο από τη νομοθεσία τρόπο, στον λογαριασμό χαρτοφυλακίου του φορέα εκμετάλλευσης της οικείας εγκατάστασης, σε εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται το δικαίωμα προς κατανομή τέτοιων δικαιωμάτων. Το γεγονός ότι τα εν λόγω δικαιώματα, σε μια τέτοια περίπτωση, εκδίδονται μετά την 31η Δεκεμβρίου 2020 δεν αποκλείει τη δυνατότητα χαρακτηρισμού τους ως «δικαιωμάτων που εκδίδονται από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά», κατά την έννοια του άρθρου 13, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2003/87. Δεδομένου ότι τα εν λόγω δικαιώματα ισχύουν, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, επ’ αόριστον, η μεταφορά τους στον ως άνω λογαριασμό χαρτοφυλακίου μπορεί να περιλαμβάνεται στα μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή για να συμμορφωθεί με δικαστική απόφαση.

83      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2019/331, ο οποίος άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2021 και του οποίου το άρθρου 27 ορίζει ότι η απόφαση 2011/278 εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε κατανομές που αφορούν την περίοδο πριν από την 1η Ιανουαρίου 2021. Όπως προκύπτει από το εν λόγω άρθρο, μετά τη λήξη της τρίτης περιόδου εμπορίας, η απόφαση 2011/278 δεν πρέπει να παύει να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της όσον αφορά την περίοδο αυτή.

84      Κατά τα λοιπά, οι διατάξεις της σχετικής με το ΣΕΔΕ ρυθμίσεως που αφορούν ειδικώς τους λογαριασμούς, το μητρώο και το EUTL, αφενός, και τους εθνικούς πίνακες κατανομής, αφετέρου, επιτρέπουν τη διόρθωση κατανομής η οποία αφορά την τρίτη περίοδο εμπορίας μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020 και την έκδοση ακόμη και τότε δικαιωμάτων εκπομπής τα οποία αφορούν την περίοδο αυτή.

85      Συναφώς, πρώτον, από το άρθρο 52, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 389/2013 συνάγεται ότι η εθνική αρμόδια αρχή μπορεί να επιφέρει οποιαδήποτε τροποποίηση επιβάλλεται στον εθνικό πίνακα κατανομής για την τρίτη περίοδο εμπορίας, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 51, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Δεδομένου ότι ο κανονισμός 389/2013 εξακολουθεί, σύμφωνα με το άρθρο 88, δεύτερο εδάφιο, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2019/1122, να εφαρμόζεται και μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020 για τις πράξεις που απαιτούνται για την εν λόγω περίοδο εμπορίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα τροποποίησης του εν λόγω εθνικού πίνακα κατανομής.

86      Δεύτερον, από το άρθρο 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 389/2013 συνάγεται ότι ο κεντρικός διαχειριστής, ο οποίος ορίζεται από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 20 της οδηγίας 2003/87, και είναι υπεύθυνος, βάσει των άρθρων 4 και 6 του κανονισμού 389/2013, για τη διαχείριση και την ενημέρωση του μητρώου και του EUTL, οφείλει να μεριμνά ώστε κάθε τροποποίηση του εθνικού πίνακα κατανομής να έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση του κατά τα ανωτέρω διορθωμένου αριθμού δικαιωμάτων, με τη μεταφορά αυτών από τον «λογαριασμό κατανομής της ΕΕ» στον λογαριασμό χαρτοφυλακίου του οικείου φορέα εκμετάλλευσης.

87      Συγκεκριμένα, το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, από το οποίο προκύπτει, αφενός, ότι τυχόν τροποποίηση του εθνικού πίνακα κατανομής, όπως αυτή που επιβάλλεται σε περίπτωση έκδοσης δικαστικής απόφασης υπέρ του αιτούντος τη χορήγηση δικαιωμάτων, πρέπει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή και, αφετέρου, ότι ο κεντρικός διαχειριστής οφείλει να εγγράφει την τροποποίηση αυτή στο EUTL, θα στερείτο πρακτικής αποτελεσματικότητας αν το άρθρο 53, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού είχε την έννοια ότι ο κεντρικός διαχειριστής δεν πρέπει, στη συνέχεια, να μεριμνά ώστε ο τροποποιηθείς κατά τα ως άνω αριθμός δικαιωμάτων εκπομπής στον εθνικό πίνακα κατανομής και στο EUTL να μεταφερθεί πράγματι στον λογαριασμό χαρτοφυλακίου του φορέα εκμετάλλευσης της ενδιαφερόμενης εγκατάστασης.

88      Τρίτον, από τα άρθρα 41 και 43 του ίδιου κανονισμού προκύπτει ότι ο κεντρικός διαχειριστής οφείλει να δημιουργεί δικαιώματα εκπομπής, καθόσον το επιβάλλει η εφαρμοστέα ρύθμιση, και να τροφοδοτεί τον «λογαριασμό κατανομής της ΕΕ» με την ποσότητα των δικαιωμάτων που αντιστοιχεί στον αριθμό των δικαιωμάτων τα οποία, κατά τον εθνικό πίνακα κατανομής κάθε κράτους μέλους, κατανέμονται δωρεάν.

89      Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω υποχρέωσης που τον βαρύνει, ο κεντρικός διαχειριστής, στην περίπτωση δικαστικής αποφάσεως η οποία εκδόθηκε μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020 και η οποία συνεπάγεται τροποποίηση του εθνικού πίνακα κατανομής υπέρ του φορέα εκμετάλλευσης της εγκατάστασης, οφείλει να ελέγξει αν τα δικαιώματα εκπομπής τα οποία εσφαλμένως δεν χορηγήθηκαν στον συγκεκριμένο φορέα εκμετάλλευσης κατά την τρίτη περίοδο εμπορίας τοποθετήθηκαν, βάσει του άρθρου 10α, παράγραφος 7, της οδηγίας 2003/87, στο αποθεματικό που θεσπίστηκε με την απόφαση 2015/1814 ή αν τέθηκαν σε πλειστηριασμό βάσει του άρθρου 10 της οδηγίας 2003/87. Εν συνεχεία, ο εν λόγω διαχειριστής οφείλει να καθορίσει αν η χορήγηση των οικείων δικαιωμάτων εκπομπής στον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης πρέπει να πραγματοποιηθεί με άντληση των δικαιωμάτων αυτών από το εν λόγω αποθεματικό ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο το οποίο συνάδει με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ένωσης.

90      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η απόφαση 2011/278 έχει την έννοια ότι τα δωρεάν δικαιώματα εκπομπής τα οποία ο φορέας εκμετάλλευσης εγκατάστασης έχει απαίτηση να του χορηγηθούν για την τρίτη περίοδο εμπορίας (2013 έως 2020) μπορούν να του χορηγηθούν και μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020, σε εκτέλεση εκδοθείσας μετά την ημερομηνία αυτή δικαστικής αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

91      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 3, στοιχείο δʹ, της απόφασης 2011/278/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2011, σχετικά με τον καθορισμό ενωσιακών μεταβατικών κανόνων για την εναρμονισμένη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10α της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι ο όρος «υποεγκατάσταση δείκτη αναφοράς καυσίμου» καλύπτει, στο πλαίσιο εγκαταστάσεως παράγουσας πρωτογενή χαλκό, της οποίας η δραστηριότητα εμπίπτει στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τροποποίηση της οδηγίας 2003/87 με στόχο τη βελτίωση και την επέκταση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου της Κοινότητας, χυτήριο ακαριαίας τήξεως στο οποίο πραγματοποιείται η οξείδωση του θείου που περιέχει η χρησιμοποιούμενη πρώτη ύλη, η οποία συνίσταται σε συμπύκνωμα χαλκού.

2)      Η απόφαση 2011/278 έχει την έννοια ότι τα δωρεάν δικαιώματα εκπομπής τα οποία ο φορέας εκμετάλλευσης εγκατάστασης έχει απαίτηση να του χορηγηθούν για την τρίτη περίοδο εμπορίας (2013 έως 2020) μπορούν να του χορηγηθούν και μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020, σε εκτέλεση εκδοθείσας μετά την ημερομηνία αυτή δικαστικής αποφάσεως.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.