Language of document : ECLI:EU:T:2014:896

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 16ης Οκτωβρίου 2014 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Ηλεκτρική ενέργεια — Προτιμησιακό τιμολόγιο — Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά — Έννοια κρατικής ενισχύσεως — Νέα ενίσχυση — Ίση μεταχείριση — Εύλογη προθεσμία»

Στην υπόθεση T‑291/11,

Portovesme Srl, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους F. Ciulli, G. Dore, M. Liberati και A. Vinci, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci και É. Gippini Fournier,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, εν όλω ή εν μέρει, «στο μέτρο που θα κριθεί εύλογο», της αποφάσεως 2011/746/ΕΕ της Επιτροπής, της 23ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις C 38/B/04 (πρώην NN 58/04) και C 13/06 (πρώην N 587/05) που η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή υπέρ της Portovesme Srl, ILA SpA, Eurallumina SpA [και] Syndial SpA (ΕΕ L 309, σ. 1), και, επικουρικώς, αίτημα ακυρώσεως της ως άνω αποφάσεως καθόσον με αυτή διατάσσεται η επιστροφή των επίμαχων ενισχύσεων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, M. Kancheva και C. Wetter (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Portovesme Srl, είναι παραγωγός μη σιδηρούχων μετάλλων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, όσον αφορά τα εργοστάσιά της στο Portoscuso (Ιταλία) και στο San Gavino (Ιταλία), ο ψευδάργυρος, ο άργυρος και ο μόλυβδος.

2        Με το άρθρο 1 του διατάγματος του προέδρου του υπουργικού συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 2004 (GURI αριθ. 93, της 21ης Απριλίου 2004, σ. 5, στο εξής: διάταγμα του 2004), ορίστηκε ότι «το καθεστώς [τιμολογήσεως] που προβλέπεται στο σημείο 2 του διατάγματος του Υπουργείου Βιομηχανίας, Εμπορίου και Βιοτεχνίας της 19ης Δεκεμβρίου 1995 [επεκτείνεται] στις προμήθειες ενέργειας που προορίζονται για την παραγωγή και επεξεργασία αλουμινίου, μολύβδου, αργύρου και ψευδαργύρου, μόνο για τις υφιστάμενες κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος διατάγματος μονάδες οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε νησιωτικές περιοχές οι οποίες χαρακτηρίζονται από έλλειψη ή ανεπάρκεια συνδέσεων προς τα εθνικά δίκτυα φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας».

3        Με το διάταγμα του 2004 κατέστη δυνατόν νέοι δικαιούχοι, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, να τύχουν του προτιμησιακού τιμολογίου, του οποίου είχε ήδη τύχει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005 η Alcoa Trasformazioni Srl, παραγωγός αλουμινίου επίσης εγκατεστημένη στη Σαρδηνία (Ιταλία), με το υπουργικό διάταγμα της 19ης Δεκεμβρίου 1995 (GURI αριθ. 39, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, σ. 8, στο εξής: διάταγμα του 1995). Η επέκταση αυτή ήταν προσωρινή και θα έληγε με την υλοποίηση ή την ενίσχυση των ως άνω συνδέσεων ή, το αργότερο, στις 30 Ιουνίου 2007.

4        Πρέπει να επισημανθεί ότι το διάταγμα του 1995 εντασσόταν στο πλαίσιο της ιδιωτικοποιήσεως της Alumix SpA. Επί της ιδιωτικοποιήσεως αυτής εκδόθηκε η ανακοίνωση της Επιτροπής προς τα άλλα κράτη μέλη και τους λοιπούς ενδιαφερομένους, σύμφωνα με το άρθρο [88], παράγραφος 2, [ΕΚ], όσον αφορά ενίσχυση του ιταλικού δημοσίου στην Alumix, η οποία κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία και δημοσιεύθηκε την 1η Οκτωβρίου 1996 (ΕΕ C 288, σ. 4, στο εξής: απόφαση Alumix).

5        Το διάταγμα του 2004 προβλέπει, στο άρθρο του 1, πρώτο εδάφιο, ότι η Autorità per l’energia elettrica e il gas (ιταλική αρχή για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο, στο εξής: AEEG) «επεκτείνει το καθεστώς τιμολογήσεως του σημείου 2» του διατάγματος του 1995. Τούτο περιλαμβάνει πέντε σημεία, εκ των οποίων τα δύο πρώτα είναι κρίσιμα στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς. Το σημείο 1 του ως άνω διατάγματος ορίζει ότι «η κλίμακα της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας για την παραγωγή πρωτογενούς αλουμινίου στον πίνακα Α-9 που προσαρτάται στην απόφαση αριθ. 15 της 14ης Δεκεμβρίου 1993 καταργείται από 1ης Ιανουαρίου 1996» και ότι «σε αντικατάσταση αυτής εφαρμόζονται οι τιμές βάσει χρονοθυρίδων που προβλέπονται στον πίνακα Α-6 του μέτρου αυτού». Το σημείο 2 του διατάγματος του 1995 ορίζει ότι «το σύστημα των προσαυξήσεων το οποίο προβλέπεται στην απόφαση CIP αριθ. 13 της 24ης Ιουλίου 1992 και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της, το οποίο εφαρμόζεται σε κάθε προμήθεια προοριζόμενη για την παραγωγή πρωτογενούς αλουμινίου στο πλαίσιο των υφιστάμενων μονάδων κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος διατάγματος, καταργείται από 31ης Δεκεμβρίου 2005.»

6        Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στην Ιταλία, απόκειται στην Comitato interministeriale dei prezzi (διυπουργική επιτροπή τιμών, στο εξής: CIP) να καθορίζει το επίπεδο τιμών και τις συνθήκες σχετικά με την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας. Το τιμολόγιο ηλεκτρικής ενέργειας περιλαμβάνει ένα πάγιο «που αντιστοιχεί στην υποσχεθείσα ή παραδοθείσα ενέργεια» και ένα μεταβλητό μέρος, «που αντιστοιχεί στην καταναλωθείσα ενέργεια» (σημείο 2.5.1 της αποφάσεως Alumix). Το εν λόγω μεταβλητό μέρος αποτελείται, με τη σειρά του, από δύο σκέλη, την «τιμή ενέργειας» και τη «θερμική επιβάρυνση». Όπως ακριβώς το πάγιο, η «τιμή ενέργειας» χρησιμοποιείται «για να καλύψει […] τα χρηματοοικονομικά και διοικητικά έξοδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος» (ίδιο σημείο της αποφάσεως Alumix), ενώ η «θερμική επιβάρυνση» «σχετίζεται με το κόστος του καυσίμου που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και το κόστος εξασφαλίσεως εγχώριου και ξένου ηλεκτρικού ρεύματος» (ίδιο σημείο της αποφάσεως Alumix).

7        Το πάγιο και η «τιμή ενέργειας» είχαν καθοριστεί, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως Alumix, με την απόφαση 45/1990 της CIP, ενώ η «θερμική επιβάρυνση» με την απόφασή της 26/1989. Με την απόφαση 13/1992 της CIP, η «θερμική επιβάρυνση» για την παραγωγή πρωτογενούς αλουμινίου στο χυτήριο που βρίσκεται στο έδαφος του Δήμου του Portovesme στη Σαρδηνία μειώθηκε κατά δύο τρίτα, από 26,6 ιταλικές λίρες (ITL) ανά κιλοβατώρα σε 8,8 ITL. Το τιμολόγιο αυτό (στο εξής: τιμολόγιο προ της αποφάσεως Alumix) είναι προγενέστερο των αποφάσεων που ελήφθησαν από τις ιταλικές αρχές στο πλαίσιο της ιδιωτικοποιήσεως της Alumix, σχετικά με τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας που ισχύουν για τα χυτήρια αλουμινίου τα οποία είναι εγκατεστημένα στο έδαφος των Δήμων του Portovesme και της Fusina, στο Βένετο (Ιταλία).

8        Συναφώς, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχε επισημάνει ότι, «[ό]σον αφορά το παλαιό τιμολόγιο ηλεκτρικού ρεύματος για την κάμινο τήξεως αλουμινίου στο Portovesme βάσει της απόφασης CIP 13/[1992], που μείωνε τη θερμική επιβάρυνση, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εν λόγω απόφαση συνιστούσε κρατική ενίσχυση», και ότι η απόφαση αυτή «ελήφθη μονομερώς από το ιταλικό κράτος και μείωνε τα έξοδα της εν λόγω καμίνου τήξεως χωρίς να προσφέρει την ίδια δυνατότητα σε άλλες βιομηχανίες στην υπόλοιπη Ιταλία» (σημείο 4.2 της αποφάσεως Alumix).

9        Το προ της αποφάσεως Alumix τιμολόγιο εξετάσθηκε, στη συνέχεια, «στο πλαίσιο της επίτευξης του στόχου όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη περιφερειακή ανάπτυξη κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ» (σημείο 4.2 της αποφάσεως Alumix) και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα εν λόγω προτιμησιακά τιμολόγια καταργήθηκαν από 1ης Ιανουαρίου 1996. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι εισφορές κεφαλαίου και η εξόφληση των χρεών, καθώς και [το προ της αποφάσεως Alumix τιμολόγιο] εμπίπτουν στην παρέκκλιση του άρθρου 92 παράγραφος 3 [στοιχεία α΄ και γ΄] της συνθήκης ΕΚ» (σημείο 5 της αποφάσεως Alumix).

10      Η ιδιωτικοποίηση της Alumix (η οποία κατέληξε στην πώληση των περισσοτέρων περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alumix στην Alcoa Italia SpA, η οποία, κατόπιν της ολοκληρώσεως της σχετικής διαδικασίας, μετεξελίχθηκε σε Alcoa Trasformazioni) οδήγησε τον Ιταλό νομοθέτη στη θέσπιση σειράς μέτρων, ορισμένα εκ των οποίων αφορούσαν τη μείωση των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας για την εν λόγω εταιρία. Στο πλαίσιο αυτό, καθορίστηκαν τρία διαφορετικά τιμολόγια, το ένα για το εργοστάσιο που βρίσκεται στο Portovesme και τα άλλα δύο για το εργοστάσιο που βρίσκεται στη Fusina. Για τα δύο αυτά εργοστάσια, η τιμή περιελάμβανε το οριακό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην οικεία περιοχή, ήτοι 36 ITL ανά κιλοβατώρα για το εργοστάσιο του Portovesme και 39 ITL ανά κιλοβατώρα για το εργοστάσιο της Fusina, στα οποία προστίθεται κάποια συμμετοχή στα πάγια έξοδα.

11      Ο πίνακας ο οποίος παρατίθεται μετά το τέταρτο εδάφιο του σημείου 2.5.2 της αποφάσεως Alumix εκθέτει το τιμολόγιο που ίσχυσε για το χυτήριο που βρίσκεται στο Portovesme, για τα έτη 1996 έως 2005. Όσον αφορά το χυτήριο στη Fusina, ο εφοδιασμός του αποτελούσε αντικείμενο δύο διαφορετικών συμβάσεων, μίας μεταξύ της Ente nazionale per l’energia elettrica (ENEL) και της SAVA, εταιρίας που εξαγοράσθηκε από την Alumix, και μιας δεύτερης, η οποία καθόριζε το τιμολόγιο υπολογίζοντάς το με βάση το μέσο οριακό κόστος της παραχθείσας ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι 39 ITL ανά κιλοβατώρα. Το πρώτο και το τρίτο τιμολόγιο αποτελούσαν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως Alumix, την τελευταία εξέλιξη των προτιμησιακών τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: τιμολόγιο Alumix).

12      Στην πρώτη περίπτωση, αναφορικά με το εργοστάσιο στο Portovesme, η Επιτροπή προέβη στην ακόλουθη εκτίμηση:

«[Υ]πό τις εν λόγω συνθήκες, ο ENEL συμπεριφέρεται ως κανονικός εμπορικός φορέας και […] το τιμολόγιο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, [της Συνθήκης ΕΚ].» (σημείο 4.2 της αποφάσεως Alumix).

13      Στη δεύτερη περίπτωση, αναφορικά με το εργοστάσιο στη Fusina, η Επιτροπή διατύπωσε παρόμοιο σκεπτικό όσον αφορά το τρίτο τιμολόγιο, το οποίο υπολογίζεται με αφετηρία το μέσο οριακό κόστος της παραχθείσας ηλεκτρικής ενέργειας.

14      Τέλος, επίσης όσον αφορά το εργοστάσιο αυτό, αλλά αναφορικά με τη σύμβαση μεταξύ ENEL και SAVA (δεύτερο τιμολόγιο), η Επιτροπή επισήμανε ότι επρόκειτο για συνήθη εμπορική συναλλαγή και ότι, αντί εφάπαξ καταβολής, η πληρωμή για πέντε υδροηλεκτρικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και το σχετικό δίκτυο κατατμήθηκε χρονικώς και πραγματοποιήθηκε υπό τη μορφή προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

15      Συνεπώς, η Επιτροπή έκρινε ότι τα ως άνω τρία τιμολόγια —μεταξύ των οποίων και το τιμολόγιο Alumix— δεν περιελάμβαναν «κανένα στοιχείο κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της συνθήκης [ΕΚ]» (τελευταίο εδάφιο του σημείου 4.2 της αποφάσεως Alumix).

16      H εφαρμογή του προτιμησιακού τιμολογίου του διατάγματος του 2004, το οποίο προεκτέθηκε στις σκέψεις 2 και εξής, προϋπέθετε σχετική απόφαση της AEEG.

17      Η AEEG εξέδωσε την απόφαση 110/04, της 5ης Ιουλίου 2004, θέτοντας ως προϋπόθεση για τη χορήγηση του προτιμησιακού τιμολογίου το θετικό αποτέλεσμα της διαδικασίας κοινοποιήσεως, βάσει των κανόνων που ισχύουν στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

18      Εντούτοις, αποδείχθηκε ότι οι ιταλικές αρχές δεν είχαν προβεί στην ως άνω κοινοποίηση, και ότι η Επιτροπή, κατόπιν ενημερώσεώς της για τα δημοσιεύματα στον τύπο, ζήτησε από την Ιταλική Δημοκρατία, με έγγραφα της 22ας Ιανουαρίου και της 19ης Μαρτίου 2004, διευκρινίσεις σχετικά με τα επίμαχα μέτρα. Με επιστολές της 9ης Φεβρουαρίου, της 9ης Ιουνίου και της 20ής Σεπτεμβρίου 2004, η Ιταλία παρέσχε διευκρινίσεις στην Επιτροπή, ιδίως όσον αφορά το διάταγμα του 2004, ενημέρωσε την AEEG για το πλαίσιο εντός του οποίου προσκομίστηκαν τα στοιχεία αυτά και έδωσε εντολή στην τελευταία να εφαρμόσει το ως άνω διάταγμα, το οποίο έγινε με την απόφαση 148/04 της Επιτροπής της 9ης Αυγούστου 2004.

19      Με την απόφαση 2005/C 30/06, η οποία κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία με έγγραφο της 16ης Νοεμβρίου 2004, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 38/2004 (πρώην NN 58/04) — Ενισχύσεις υπέρ της εταιρείας Portovesme SRL (περίληψη στην ΕΕ 2005, C 30, σ. 7).

20      Στις 17 Δεκεμβρίου 2004, η AEEG ενημέρωσε τον Ιταλό Υπουργό Παραγωγικών Δραστηριοτήτων ότι, δεδομένης της ως άνω αποφάσεως, θα διέκοπτε πρόωρα την εφαρμογή του καθεστώτος που προέβλεπε το διάταγμα του 2004.

21      Από τα στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν από την Ιταλική Δημοκρατία στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας προκύπτει ότι, κατ’ εφαρμογήν του ως άνω καθεστώτος, για την καταναλωθείσα ηλεκτρική ενέργεια μεταξύ του Απριλίου και του Οκτωβρίου 2004, η προσφεύγουσα έλαβε από τον δημόσιο οργανισμό Cassa Conguaglio per il settore elettrico (ειδικό ταμείο για τον τομέα ηλεκτρικής ενέργειας) ποσά συνολικώς ανερχόμενα στα 12 845 892,82 ευρώ, ως αντισταθμιστική πληρωμή προκύπτουσα από τη διαφορά μεταξύ της τιμής που εφάρμοζε ο προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας της προσφεύγουσας και της καθορισμένης από το κράτος προτιμησιακής τιμής, πολλαπλασιαζόμενης με την καταναλωθείσα ηλεκτρική ενέργεια.

22      Εντούτοις, στις 14 Μαρτίου 2005, οι ιταλικές αρχές εξέδωσαν το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 35 (GURI αριθ. 111, της 14ης Μαρτίου 2005, σ. 4), στο οποίο προσδόθηκε ισχύς νόμου, κατόπιν τροποποιήσεως, με τον νόμο αριθ. 80, της 14ης Μαΐου 2005 (τακτικό συμπλήρωμα GURI αριθ. 91, της 14ης Μαΐου 2005, στο εξής: νόμος του 2005).

23      Δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 12, του νόμου του 2005, το προτιμησιακό τιμολόγιο του οποίου είχε τύχει η προσφεύγουσα παρατάθηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010. Εντούτοις, ενώ δεν είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή ούτε το διάταγμα του 2004 ούτε το άρθρο 11, παράγραφος 11, του νόμου του 2005, σχετικά με το προτιμησιακό τιμολόγιο που εφαρμόζεται στην Alcoa Trasformazioni, το άρθρο 11, παράγραφος 12, του ίδιου νόμου κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ στις 23 Νοεμβρίου 2005, και στις 28 Νοεμβρίου του ίδιου έτους εστάλη συμπληρωματική επιστολή.

24      Με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από την Ιταλική Δημοκρατία, η οποία τις προσκόμισε με επιστολή στις 3 Μαρτίου 2006.

25      Με την απόφαση 2006/C 145/03, η οποία κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία με έγγραφο της 26ης Απριλίου 2006, η Επιτροπή κίνησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασία, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 13/06 (πρώην N 587/05) — Προτιμησιακή τιμολόγηση στον τομέα του ηλεκτρισμού για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας στη Σαρδηνία (περίληψη στην ΕΕ C 145, σ. 8).

26      Στις 22 Αυγούστου 2006, ζητήθηκαν από την Επιτροπή συμπληρωματικές διευκρινίσεις, τις οποίες η Ιταλική Δημοκρατία παρέσχε με επιστολή της 28ης Σεπτεμβρίου 2006.

27      Δεδομένου ότι η εφαρμογή του καθεστώτος του άρθρου 11, παράγραφος 12, του νόμου του 2005 προϋπέθετε άδεια της Επιτροπής, δεδομένης της μεσολαβήσασας κοινοποιήσεως, τούτο δεν τέθηκε σε εφαρμογή.

28      Στις 29 Οκτωβρίου 2008, η Επιτροπή αποφάσισε να εξετάσει χωριστά το προτιμησιακό τιμολόγιο του διατάγματος του 2004 καθ’ ό μέρος αφορούσε, αφενός, την Alcoa Trasformazioni και, αφετέρου, τους νέους δικαιούχους του ως άνω τιμολογίου, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και η προσφεύγουσα.

29      Κατόπιν μακράς αλληλογραφίας μεταξύ Επιτροπής και Ιταλικής Δημοκρατίας, διεφάνη ότι το προτιμησιακό καθεστώς του οποίου ετύγχανε η Alcoa Trasformazioni δεν είχε, στην πραγματικότητα, παραταθεί με το διάταγμα του 2004, καθώς η εν λόγω εταιρία εξακολουθούσε να διέπεται από το διάταγμα του 1995, έως τη θέση σε ισχύ του άρθρου 11, παράγραφος 11, του νόμου του 2005.

30      Με την απόφαση 2011/746/ΕΕ, της 23ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις C 38/B/04 (πρώην NN 58/04) και C 13/06 (πρώην N 587/05) που η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή υπέρ της Portovesme Srl, ILA SpA, Eurallumina SpA [και] Syndial SpA (ΕΕ L 309, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή, αφενός, όσον αφορά την ενίσχυση η οποία απορρέει, κατ’ αυτήν, από το άρθρο 11, παράγραφος 12, του νόμου του 2005, έκρινε ότι τούτη είναι ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά και, ως εκ τούτου, απαγόρευσε στην Ιταλική Δημοκρατία να τη θέσει σε εφαρμογή και, αφετέρου, όσον αφορά την ενίσχυση η οποία, κατ’ αυτήν, απορρέει από το διάταγμα του 2004, την έκρινε επίσης ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά και, κατά συνέπεια, διέταξε την Ιταλική Δημοκρατία να προβεί στην ανάκτησή της από τους λήπτες της.

31      Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 31 Μαρτίου 2011.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

[παραλειπόμενα]

39      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει, «στο μέτρο που θα κριθεί εύλογο», την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την ως άνω απόφαση καθόσον με αυτήν διατάσσεται η επιστροφή των επίμαχων ενισχύσεων,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

40      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

41      Στο πλαίσιο του κύριου αιτήματός της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει, καταρχάς, εν όλω την προσβαλλόμενη απόφαση και, εν συνεχεία, αν το αίτημα αυτό δεν γίνει δεκτό, να την ακυρώσει εν μέρει, «στο μέτρο που θα κριθεί εύλογο». Στο πλαίσιο του επικουρικού αιτήματός της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση «καθόσον με αυτή διατάσσεται η επιστροφή των επίμαχων ενισχύσεων».

42      Εντούτοις, όταν κλήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να διευκρινίσει το περιεχόμενο του αιτήματός της, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι με αυτό ζητείται απλώς η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αυτή την αφορά, δήλωση η οποία καταχωρίσθηκε στα πρακτικά.

43      Βάσει αυτών των διευκρινίσεων, η προσφυγή κρίνεται παραδεκτή, στο μέτρο που η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον την αφορά και, επικουρικώς, την ακύρωση της ίδιας αποφάσεως καθόσον της επιβάλλει υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως η οποία της είχε χορηγηθεί.

44      Εντούτοις, όσον αφορά το αίτημα μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως «στο μέτρο που θα κριθεί εύλογο», υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξεως μνημονευόμενης στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, η αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑5/93 P, DSM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4695, σκέψη 36, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουνίου 2009, T‑152/06, NDSHT κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1517, σκέψη 73).

45      Συνεπώς, εάν ο δικαστής της Ένωσης διαπιστώσει την ύπαρξη παρανομίας για έναν από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγους, θα πρέπει να ακυρώσει την πράξη αυτή, κατά περίπτωση, εν όλω ή εν μέρει, αναλόγως, μεταξύ άλλων, προς τη φύση και το περιεχόμενο της ως άνω παρανομίας, χωρίς να μπορεί να αποφασίσει την ακύρωση αυτή ή να διαμορφώσει την έκτασή της για λόγους σχετικούς με ζητήματα δικαιοσύνης ή σκοπιμότητας (βλ., κατ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑50/04, Micha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑339 και Συλλογή 2005, σ. II‑1499, σκέψη 46), λόγους τους οποίους φαίνεται να επικαλείται η προσφεύγουσα με τη χρήση της φράσεως «στο μέτρο που θα κριθεί εύλογο».

46      Επομένως, η προσφυγή είναι παραδεκτή, πλην του δεύτερου σκέλους του κύριου αιτήματος της προσφεύγουσας, με το οποίο ζητείται η εν μέρει ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως «στο μέτρο που θα κριθεί εύλογο».

 Επί της ουσίας

47      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει ένδεκα λόγους ακυρώσεως.

48      Ο πρώτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και παράβαση των άρθρων 4, 7, 10 και 14 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), ο δεύτερος λόγος αφορά εσφαλμένη και ελλιπή παράθεση του εφαρμοστέου στην υπό κρίση υπόθεση νομικού πλαισίου και συνακόλουθη παράβαση του καθήκοντος επιμελείας και αμεροληψίας της Επιτροπής, ο τρίτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ της Alcoa Trasformazioni και της προσφεύγουσας, ο τέταρτος λόγος αφορά τη μη ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ο πέμπτος λόγος αφορά το ότι η Επιτροπή βασίστηκε σε ανακριβείς παραδοχές για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο έκτος λόγος αφορά το ανυπόστατο της επίμαχης κρατικής ενισχύσεως, ο έβδομος λόγος αφορά τη συμβατότητά της «προς την ενιαία αγορά», ο όγδοος λόγος αφορά παράβαση των άρθρων 2 ΕΚ, 3 ΕΚ, 5 ΕΚ και 12 ΕΚ, καθώς και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αρχής της αναλογικότητας, ο ένατος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 174 ΣΛΕΕ και της δηλώσεως αριθ. 30 για τις νησιωτικές περιοχές, η οποία έχει προσαρτηθεί στην τελική πράξη της συνθήκης του Άμστερνταμ που τροποποιεί τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ορισμένες συναφείς πράξεις (ΕΕ 1997, C 340, σ. 136, στο εξής: δήλωση για τις νησιωτικές περιοχές), ο δέκατος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ έως γ΄, ΣΛΕΕ, των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ 1998, C 74, σ. 9) και τη μη συνεκτίμηση των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 (ΕΕ 2006, C 54, σ. 13) και ο ενδέκατος λόγος, όπως και ο πρώτος, αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

[παραλειπόμενα]

 Επί του ογδόου λόγου, σχετικά με παράβαση των άρθρων 2 ΕΚ, 3 ΕΚ, 5 ΕΚ και 12 ΕΚ, καθώς και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας

[παραλειπόμενα]

 Επί του τετάρτου λόγου, δεύτερο σκέλος, δεύτερη αιτίαση, σχετικά με παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αναφορικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου

[παραλειπόμενα]

 Επί του πρώτου λόγου, που αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και παράβαση των άρθρων 4, 7, 10 και 14 του κανονισμού 659/1999, και επί του ενδέκατου λόγου, που αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

[παραλειπόμενα]

 Επί του δευτέρου λόγου, που αφορά εσφαλμένη και ελλιπή παράθεση του εφαρμοστέου στην υπό κρίση υπόθεση νομικού πλαισίου και συνακόλουθη παράβαση του καθήκοντος επιμελείας και αμεροληψίας της Επιτροπής

80      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι ο καθορισμός, με το διάταγμα του 2004 και τις εκτελεστικές αυτού αποφάσεις, του προτιμησιακού τιμολογίου συνεπάγεται την ύπαρξη τιμολογίου ίδιου με εκείνο που ίσχυε προ της αποφάσεως Αlumix, το οποίο η Επιτροπή είχε κρίνει συμβατό προς την ενιαία αγορά με την απόφαση Alumix. Εκτιμά, δε, ότι δικαιούται να επικαλεστεί το προηγούμενο αυτό, ώστε η ενίσχυση να κριθεί ως συμβατή προς την εσωτερική αγορά. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν θα υποχρεούτο να επιστρέψει τα ποσά που έλαβε στο πλαίσιο του ως άνω μέτρου. Εντούτοις, αυτό προϋποθέτει ότι η επίμαχη ακολουθούμενη πρακτική είναι νόμιμη και μπορεί να γίνει επίκλησή της (διότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από την προγενέστερη πρακτική που ακολουθούσε στις σχετικές αποφάσεις αλλά, αντιθέτως, δεσμεύεται από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά όμοιες ενισχύσεις).

81      Η προσφεύγουσα στηρίζει την ανάλυσή της στην ακόλουθη συλλογιστική: το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, του διατάγματος του 2004 αναφέρεται στο σημείο 2 του διατάγματος του 1995, το οποίο, με τη σειρά του, παραπέμπει στην απόφαση 13/92 της CIP. Ωστόσο, η απόφαση αυτή διαμόρφωσε, ιδίως όσον αφορά τη «θερμική επιβάρυνση», το προ της αποφάσεως Alumix τιμολόγιο. Επομένως, αυτό το τιμολόγιο, το οποίο είχε αναγνωριστεί το 1996 ως συμβατό προς την ενιαία αγορά, εφαρμόστηκε και για την ίδια το 2004, το οποίο φυσικά συνεπάγεται, κατά την προσφεύγουσα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επί του ζητήματος δεν ήταν σύννομη.

82      Ο δεύτερος λόγος που προβάλλει η προσφεύγουσα δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

83      Καταρχάς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, στο πλαίσιο της ιδιωτικοποιήσεως της Alumix, η Ιταλική Δημοκρατία δεσμεύθηκε έναντι της Alcoa Italia να τηρήσει το τιμολόγιο Alumix [η Alcoa Italia είχε μάλιστα συμβατικώς το δικαίωμα να αναστείλει την εκμετάλλευση των ως άνω εργοστασίων εάν, «για τρεις ή περισσότερους μήνες, κατά τη διάρκεια περιόδου έξι μηνών, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας υπερ[έβαιναν] κατά τουλάχιστον 5 % το προβλεπόμενο τιμολόγιο» (σημείο 2.7 της αποφάσεως Alumix)], και, ως εκ τούτου, όταν εκδόθηκε το διάταγμα του 1995, επανέλαβε τα χαρακτηριστικά του τιμολογίου Alumix, όπως επιβεβαίωσε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Η απόφαση Alumix, η οποία εκδόθηκε το 1996, το επικυρώνει, συνεπώς, σιωπηρώς.

84      Όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 6 έως 15 ανωτέρω, το προτιμησιακό τιμολόγιο το οποίο εγκρίθηκε από την Επιτροπή στην απόφαση Alumix κάλυπτε μια πολύπλευρη πραγματικότητα, ήτοι, πρώτον, το αρχικό τιμολόγιο που είχε χορηγήσει η ENEL στην Alumix βάσει, μεταξύ άλλων, της αποφάσεως 13/1992 της CIP (προ της αποφάσεως Alumix τιμολόγιο) και, δεύτερον, τα τιμολόγια που χορηγήθηκαν στην Alumix στο πλαίσιο της ιδιωτικοποιήσεώς της και διατηρήθηκαν σε ισχύ με το διάταγμα του 1995 χάριν του κυρίου αγοραστή του ομίλου Alumix, της Alcoa Italia, η οποία μετεξελίχθηκε σε Alcoa Trasformazioni (τιμολόγιο Alumix).

85      Εν συνεχεία, πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι από τυπικής απόψεως αληθεύει ότι το διάταγμα του 2004 παραπέμπει στο σημείο 2 του διατάγματος του 1995, τούτο δεν μπορεί, όπως ορθώς σημειώνει η Επιτροπή, να εξετασθεί χωριστά από το σημείο 1. Σύμφωνα με αυτό, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 5 ανωτέρω, το ειδικό καθεστώς τιμολογήσεως για την παραγωγή πρωτογενούς αλουμινίου στον πίνακα Α-9 που είχε προσαρτηθεί στην απόφαση 15/93 της CIP θα καταργείτο από 1ης Ιανουαρίου 1996 και σε αντικατάσταση αυτού θα εφαρμοζόταν καθεστώς το οποίο περιλαμβάνει τιμολόγηση βάσει χρονοθυρίδων, στοιχείο το οποίο προβλεπόταν στον πίνακα Α-6 της εν λόγω αποφάσεως, χωρίς τούτο να επιφέρει αλλαγές όσον αφορά τη «θερμική επιβάρυνση», η οποία οριζόταν βάσει της αποφάσεως 13/92 της CIP.

86      Κατά συνέπεια, τόσο το προ της αποφάσεως Alumix τιμολόγιο όσο και το τιμολόγιο Alumix περιελάμβαναν, μεταξύ των στοιχείων που τα συγκαθορίζουν, τη μειωμένη «θερμική επιβάρυνση», το μοναδικό στοιχείο το οποίο συμπεριελήφθη στον καθορισμό του τελικού τιμολογίου ηλεκτρικής ενέργειας που ορίστηκε με την απόφαση 13/92 της CIP.

87      Επομένως, επί της προσφεύγουσας δεν εφαρμόστηκε ούτε το προ της αποφάσεως Alumix τιμολόγιο ούτε το τιμολόγιο Alumix, αλλά το καθεστώς του διατάγματος του 1995 όπως εξελίχθηκε μέχρι το 2004. Το 2004, η επέκταση σε άλλους δικαιούχους του ως άνω τιμολογίου με το διάταγμα του 2004 δεν είχε πλέον το ίδιο αντικείμενο όπως το 1996, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως Alumix.

88      Τούτο συνεπάγεται την απόρριψη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, καθώς και των σχετικών με την απαίτηση περί αμεροληψίας της Επιτροπής, δεδομένου ότι τούτη αντιμετώπισε κατά τον ίδιο τρόπο την προσφεύγουσα και την Alcoa Trasformazioni από την έκδοση των νέων νομοθετημάτων και εξής (ήτοι το διάταγμα του 2004 και τον νόμο του 2005), στοιχείο το οποίο θα αναλυθεί διεξοδικότερα από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της απαντήσεώς του επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ της Alcoa Trasformazioni και της προσφεύγουσας

89      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή, με την απόφαση 2010/460, εκτίμησε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο που συμφωνήθηκε για την Alcoa Trasformazioni ήταν παράνομο μόνο για την περίοδο μετά την 31η Δεκεμβρίου 2005, ημερομηνία κατά την οποία, κατά την Επιτροπή, έληξε η ισχύς της αποφάσεως Αlumix. Η προσφεύγουσα έχει την άποψη ότι εφόσον το τιμολόγιο που εφαρμόζεται στην Alcoa Trasformazioni και εκείνο που είχε εφαρμοστεί γι’ αυτήν από την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της αποφάσεως 148/04 της AEEG ταυτίζονται (δυνάμει του διατάγματος του 1995 και αργότερα, όπως υποστηρίζει, του διατάγματος του 2004, όσον αφορά την Alcoa Trasformazioni, και δυνάμει αποκλειστικώς του διατάγματος του 2004 όσον αφορά την ίδια), η διαφορετική μεταχείριση δεν φαίνεται δικαιολογημένη ούτε ως προς τη διαπίστωση υπάρξεως παράνομης ενισχύσεως ούτε, κατά συνέπεια, ως προς την απαίτηση επιστροφής των αντισταθμιστικών αποζημιώσεων που ελήφθησαν βάσει του διατάγματος του 2004.

90      Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2006, C‑248/04, Koninklijke Coöperatie Cosun, Συλλογή 2006, σ. I‑10211, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

91      Στην προκειμένη περίπτωση, η Alcoa Trasformazioni και η προσφεύγουσα δεν βρίσκονταν, καταρχάς, σε συγκρίσιμη έννομη κατάσταση: η Alcoa Trasformazioni τύγχανε προτιμησιακού τιμολογίου, το οποίο είχε εγκριθεί από την Επιτροπή με την απόφαση Alumix, και το οποίο ανανεώθηκε, ενώ αντιθέτως η προσφεύγουσα είναι νέα δικαιούχος του ως άνω τιμολογίου δυνάμει του διατάγματος του 2004 το οποίο, στην πράξη, δεν εφαρμόστηκε επί της Alcoa Trasformazioni. Επιπροσθέτως, ο νόμος του 2005 περιλαμβάνει δύο διαφορετικές διατάξεις, αφενός, το άρθρο 11, παράγραφος 11, το οποίο δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή και το οποίο αφορούσε την Alcoa Trasformazioni και, αφετέρου, το άρθρο 11, παράγραφος 12, το οποίο αφορούσε τους νέους δικαιούχους του προτιμησιακού τιμολογίου και το οποίο κοινοποιήθηκε κανονικώς στην Επιτροπή. Αυτά τα αποκλίνοντα στοιχεία εξαρκούν, κατά τα λοιπά, για να δικαιολογήσουν την επιλογή της Επιτροπής να διαφοροποιήσει την εξέταση των υποθέσεων αναλόγως του εάν αφορούσαν τον αρχικό δικαιούχο του προτιμησιακού τιμολογίου ή νέους δικαιούχους του.

92      Αντιθέτως, όσον αφορά το προτιμησιακό τιμολόγιο, όπως εξελίχθηκε, οι δύο εταιρίες βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση και έτυχαν ίδιας μεταχειρίσεως από την Επιτροπή η οποία, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, έκρινε το ως άνω τιμολόγιο ως κρατική ενίσχυση ασύμβατη προς την ενιαία αγορά και, κατά συνέπεια, διέταξε την επιστροφή της.

93      Αληθεύει, βεβαίως, ότι, δεδομένου ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο από την 31η Δεκεμβρίου 2005 και εξής κρίθηκε παράνομο με την προσβαλλόμενη απόφαση, και ότι τούτο ταυτίζεται με εκείνο που ίσχυε πριν την ημερομηνία αυτή, η προσφεύγουσα λυσιτελώς προβάλλει το επιχείρημα ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να παρέμβει νωρίτερα, λόγω της σημαντικής μεταβολής της φύσεως της αρχικώς εγκριθείσας ενισχύσεως. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η Αlcoa Trasformazioni έλαβε, λόγω των αλλαγών που επήλθαν σχετικά με τον καθορισμό και τη χορήγηση του προτιμησιακού τιμολογίου σε αυτήν, κατά τη λήξη της αρχικής περιόδου (1995-2005), και ειδικότερα το 2004 και το 2005, παράνομη κρατική ενίσχυση (κρίση η οποία συνάδει πλήρως, κατά τα λοιπά, με την απόφαση 2010/460 και το γεγονός ότι η παράταση του προτιμησιακού τιμολογίου κρίθηκε ότι συνιστά τέτοια ενίσχυση).

94      Εντούτοις, προκύπτει από πάγια νομολογία ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συμβαδίζει με την τήρηση της νομιμότητας, κατά την οποία ουδείς δύναται να επικαλεστεί υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε υπέρ άλλου (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Οκτωβρίου 1984, 188/83, Witte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 3465, σκέψη 15, της 4ης Ιουλίου 1985, 134/84, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1985, σ. 2225, σκέψη 14, και της 10ης Νοεμβρίου 2011, C‑259/10 και C‑260/10, The Rank Group, Συλλογή 2011, σ. I‑10947, σκέψη 62).

95      Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου, ο οποίος αφορά τη μη ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

[παραλειπόμενα]

 Επί του πέμπτου λόγου, ο οποίος αφορά το ότι η Επιτροπή βασίστηκε σε ανακριβείς παραδοχές για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

[παραλειπόμενα]

 Επί του έκτου λόγου, ο οποίος αφορά το ανυπόστατο της επίμαχης ενισχύσεως

112    Υπενθυμίζεται ότι πρέπει να εκλαμβάνονται ως νέες ενισχύσεις, για τις οποίες υφίσταται η προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ υποχρέωση κοινοποιήσεως, τα μέτρα τα οποία αποσκοπούν στη θέσπιση ή την τροποποίηση ενισχύσεων, με τη διευκρίνιση ότι οι τροποποιήσεις μπορούν να αφορούν είτε υφιστάμενες ενισχύσεις είτε αρχικά σχέδια κοινοποιηθέντα στην Επιτροπή (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Οκτωβρίου 1984, 91/83 και 127/83, Heineken Brouwerijen, Συλλογή 1984, σ. 3435, σκέψεις 17 και 18, και της 9ης Αυγούστου 1994, C‑44/93, Namur-Les assurances du crédit, Συλλογή 1994, σ. Ι‑3829, σκέψη 13).

113    Στην προκειμένη περίπτωση, αποδεικνύεται σαφώς ότι πρόκειται περί νέας ενισχύσεως.

114    Αφενός, οι οικονομικές και νομικές μεταβολές που επήλθαν από την υιοθέτηση του τιμολογίου Alumix και εξής αποτυπώνουν τη μετάβαση από τιμολόγιο που χρεώνεται από προμηθευτή σε τιμολόγιο επιδοτούμενο από την Ιταλική Δημοκρατία. Μολονότι, στην περίπτωση του τιμολογίου Alumix, η συμφωνηθείσα τιμή ήταν ισοδύναμη προς τις εκπτώσεις που χορηγούνται από τον ως άνω προμηθευτή, ακόμα και σε κατάσταση μονοπωλίου (ENEL), σε έναν από τους πιο σημαντικούς πελάτες του, τα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως συνεπάγονται μείωση τιμής καθοριζόμενη από τις ιταλικές αρχές, και η οποία χρηματοδοτείται από οιονεί φορολογική επιβάρυνση η οποία καθιστά δυνατή την επιστροφή στην προσφεύγουσα της διαφοράς μεταξύ του τιμολογίου βάσει του οποίου κανονικώς χρεώνονται οι επιχειρήσεις και του προτιμησιακού τιμολογίου που της έχει χορηγηθεί.

115    Επομένως, κρίνεται ότι η μεταβολή που επήλθε μεταξύ των όρων χορηγήσεως και καθορισμού του προτιμησιακού τιμολογίου το οποίο αρχικώς είχε χορηγηθεί στην Alcoa Trasformazioni δυνάμει του διατάγματος του 1995 και εκείνων που αποτέλεσαν το αντικείμενο του διατάγματος του 2004, και, μεταγενέστερα, του νόμου του 2005, καθιστά, καθεαυτή, εύλογη την εκτίμηση ότι επρόκειτο περί νέας ενισχύσεως.

116    Αφετέρου, η εκτίμηση ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά την επέκταση του προτιμησιακού τιμολογίου σε νέους δικαιούχους, οι οποίοι, μολονότι δεν εντάσσονται στο πλαίσιο ήδη εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων, εντούτοις τους χορηγείται ενίσχυση η οποία, μέχρι τότε, είχε έναν και μόνο δικαιούχο.

117    Επομένως, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εβδόμου λόγου, που αφορά τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως «προς την ενιαία αγορά»

[παραλειπόμενα]

 Επί του ενάτου λόγου, ο οποίος αφορά την παράβαση του άρθρου 174 ΣΛΕΕ και τη δήλωση για τις νησιωτικές περιοχές

[παραλειπόμενα]

 Επί του δεκάτου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ έως γ΄, ΣΛΕΕ, των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα και τη μη συνεκτίμηση των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013

[παραλειπόμενα]

 Επί των δικαστικών εξόδων

139    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικασθεί η προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα και δεδομένου ότι η δεύτερη ηττήθηκε, πρέπει, βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Portovesme Srl στα δικαστικά έξοδα.

Γρατσίας

Kancheva

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Οκτωβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.


1 —      Παρατίθενται μόνο οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.