Language of document : ECLI:EU:F:2009:48

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 18ης Μαΐου 2009

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F-138/06 και F-37/08

Herbert Meister

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Εκτίμηση – Εκθέσεις αξιολογήσεως 2001/2002, 2003/2004 και 2004/2005 – Καθυστερημένη κατάρτιση – Αρμοδιότητα – Διάλογος – Προαγωγή – Μόρια προαγωγής – Ηθική παρενόχληση – Προσφυγή ακυρώσεως – Αγωγή αποζημιώσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγές-αγωγές, ασκηθείσες δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με τις οποίες ο Η. Meister ζητεί, κατ’ ουσίαν, πρώτον, να ακυρωθούν οι εκθέσεις αξιολογήσεώς του που καταρτίσθηκαν για τις περιόδους από την 1η Απριλίου 2001 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002, από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2004 και από την 1η Οκτωβρίου 2004 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, δεύτερον, να ακυρωθούν οι αποφάσεις περί της χορηγήσεως μορίων προαγωγής για τις περιόδους προαγωγής 2006 και 2007, τρίτον, να ακυρωθεί η απορριπτική απόφαση επί της αιτήσεώς του αρωγής βάσει του άρθρου 24 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως έχει κατά τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίησή του (ΕΕ L 124, σ. 1), τέταρτον, να ακυρωθεί η απόφαση του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για τη δημιουργία ενός ατομικού προγράμματος αναπτύξεως της προσωπικότητας για τα μέλη του προσωπικού που είχαν ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, πριν αναλάβουν υπηρεσία στο ΓΕΕΑ, και, πέμπτον, να υποχρεωθεί το ΓΕΕΑ να του καταβάλει αποζημίωση.

Απόφαση: Η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος που καταρτίσθηκε για την περίοδο από την 1η Απριλίου 2001 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 ακυρώνεται. Η έκθεση αξιολογήσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος που καταρτίσθηκε για την περίοδο από την 1 Οκτωβρίου 2004 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005 ακυρώνεται. Η απόφαση περί χορηγήσεως μορίων προαγωγής του προσφεύγοντος-ενάγοντος για την περίοδο προαγωγών 2006 ακυρώνεται. Το ΓΕΕΑ καταδικάζεται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 5 000 ευρώ. Η προσφυγή-αγωγή F‑138/06, καθώς και η προσφυγή-αγωγή F‑37/08 απορρίπτονται κατά τα λοιπά. Στην υπόθεση F‑138/06, το ΓΕΕΑ φέρει, εκτός από τα δικά του δικαστικά έξοδα, τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Στην υπόθεση F‑37/08, ο προσφεύγων-ενάγων φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων, ήτοι των δικών του εξόδων, καθώς και αυτών του ΓΕΕΑ.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση – Πεδίο εφαρμογής – Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

2.      Υπάλληλοι – Ατομική απόφαση – Κοινοποίηση απορριπτικής αποφάσεως – Διατύπωση σε γλώσσα που καθιστά δυνατό στον ενδιαφερόμενο να λάβει λυσιτελώς γνώση του περιεχομένου της

3.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Έννοια – Συμπεριφορά σκοπούσα στην απαξίωση του ενδιαφερομένου ή στην υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας του

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α §§ 3 και 4. οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 1 και 2 § 3)

4.      Υπάλληλοι – ΚΥΚ – Παρεκκλίσεις μέσω γενικών εκτελεστικών διατάξεων – Δεν επιτρέπονται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 43, εδ. 1, και 90 § 2)

5.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Ταυτότητα αντικειμένου και υποθέσεως – Λόγοι ακυρώσεως και ισχυρισμοί που δεν περιλαμβάνονται στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενώς με αυτή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

6.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας –Παρέμβαση του επικυρωτή στη διαδικασία αξιολογήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

7.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση βαθμολογίας – Κατάρτιση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

8.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική διαδικασία – Μη τήρηση από τη Διοίκηση των προθεσμιών απαντήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

1.      Βάσει της προβλεπόμενης από το άρθρο 24 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) υποχρεώσεως αρωγής, η Διοίκηση οφείλει, προκειμένου να αντιμετωπίσει επεισόδιο που θίγει την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να παρέμβει με όλη την αναγκαία δραστικότητα και να ανταποκριθεί με την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούν οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως για να εξακριβώσει τα περιστατικά, εν πλήρει επιγνώσει, και να συναγάγει τις δέουσες συνέπειες.

Το γεγονός ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, κατά παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, δεν απάντησε με την απαιτούμενη ταχύτητα σε αίτηση αρωγής, μολονότι μπορεί να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του οικείου οργάνου για την ενδεχομένως προκληθείσα στον ενδιαφερόμενο ζημία, δεν μπορεί, αφεαυτού, να θίξει τη νομιμότητα της ρητής απορριπτικής αποφάσεως επί της αιτήσεως. Πράγματι, αν μια τέτοια απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί για τον λόγο και μόνον ότι εκδόθηκε καθυστερημένα, η νέα απόφαση που θα αντικαθιστούσε την ακυρωθείσα δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να εκδοθεί με λιγότερη καθυστέρηση έναντι της ακυρωθείσας.

(βλ. σκέψεις 73 και 76)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1989, σ. 99, σκέψεις 15 και 16

ΠΕΚ: 21 Απριλίου 1993, T‑5/92, Tallarico κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1993, σ. II‑477, σκέψη 31· 6 Νοεμβρίου 1997, T‑15/96, Liao κατά Συμβουλίου Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑329 και II‑897, σκέψη 34· 5 Δεκεμβρίου 2000, T‑136/98, Campogrande κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑267 και II‑1225, σκέψη 42· 25 Οκτωβρίου 2007, T‑154/05, Lo Giudice κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 136

2.      Επιπλέον, για να γίνει δεκτό ότι μια απόφαση κοινοποιήθηκε προσηκόντως, πρέπει όχι μόνον να κοινοποιήθηκε στον αποδέκτη της, αλλά και να είχε ο τελευταίος τη δυνατότητα να λάβει λυσιτελώς γνώση του περιεχομένου της. Επομένως, η απορριπτική απόφαση επί αιτήσεως αρωγής βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, η οποία έχει διατυπωθεί σε γλώσσα που δεν είναι ούτε η μητρική γλώσσα του υπαλλήλου ούτε αυτή στην οποία συντάχθηκε η αίτηση αρωγής, δεν πάσχει πλημμέλεια, υπό τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος μπορεί λυσιτελώς να λάβει γνώση του περιεχομένου της.

(βλ. σκέψεις 84 και 85)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 9 Ιουνίου 1994, T‑94/92, X κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑149 και II‑481, σκέψη 24· 23 Μαρτίου 2000, T‑197/98, Rudolph κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑55 και II‑241, σκέψη 44· 7 Φεβρουαρίου 2001, T‑118/99, Bonaiti Brighina κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑25 και II‑97, σκέψεις 16 και 17

3.      Το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ορίζει την ηθική παρενόχληση ως μια «καταχρηστική διαγωγή», ως προς την οποία απαιτείται, προκειμένου να αποδειχθεί, να πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη προϋπόθεση έχει σχέση με την ύπαρξη ειδών συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που εκδηλώνονται «επί ορισμένο χρονικό διάστημα […] κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό», οπότε η ηθική παρενόχληση πρέπει να νοείται ως διαδικασία η οποία έχει κατ’ ανάγκη χρονική διάρκεια και περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες ή συνεχείς πράξεις, οι οποίες «γίνονται με πρόθεση». Η δεύτερη προϋπόθεση, που χωρίζεται από την πρώτη με τον σύνδεσμο «και», απαιτεί αυτά τα είδη συμπεριφορών, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να έχουν ως αποτέλεσμα να θίγεται η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου.

Το γεγονός ότι ο προσδιορισμός «με πρόθεση» αφορά την πρώτη προϋπόθεση και όχι τη δεύτερη σημαίνει, αφενός, ότι τα είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ πρέπει να έχουν εκούσιο χαρακτήρα, οπότε αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής της διατάξεως οι πράξεις που γίνονται τυχαίως. Αφετέρου, δεν απαιτείται αντιθέτως αυτά τα είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις να έχουν διαπραχθεί με την πρόθεση να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου. Με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρχει ηθική παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, χωρίς ο παρενοχλών να επιδίωκε, με τις πράξεις του, να απαξιώσει το θύμα ή να υποβαθμίσει εσκεμμένα τις συνθήκες εργασίας του. Αρκεί μόνο οι πράξεις αυτές, εφόσον έγιναν εκουσίως, να είχαν αντικειμενικώς τέτοιες συνέπειες. Αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί αυτή η διάταξη κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας, λόγω της δυσκολίας να αποδειχθεί η κακόβουλη πρόθεση αυτού που συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο που συνιστά ηθική παρενόχληση.

Μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από τις διατάξεις του άρθρου 12α, παράγραφος 4, πρώτη φράση, του ΚΥΚ, κατά τις οποίες «[ω]ς “σεξουαλική παρενόχληση”, νοείται μια συμπεριφορά γενετήσιου περιεχομένου, μη επιθυμητή από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται και η οποία έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειάς του ή τη δημιουργία ενός εκφοβιστικού, εχθρικού, υβριστικού ή ενοχλητικού περιβάλλοντος». Μολονότι η έκφραση «έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα» περιλαμβάνεται στις διατάξεις του άρθρου 12α, παράγραφος 4, πρώτη φράση, του ΚΥΚ, ενώ δεν υπάρχει στις διατάξεις του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, η απουσία αυτή δεν δύναται να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για να υπάρξει ηθική παρενόχληση, ως συστατικά ηθικής παρενοχλήσεως μπορούν να θεωρηθούν μόνον οι ενέργειες που έχουν «ως στόχο» να απαξιώσουν ένα πρόσωπο ή να υποβαθμίσουν τις συνθήκες εργασίας του.

Τέλος, ερμηνεία του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, στηριζόμενη στην κακόβουλη πρόθεση του προσώπου που τεκμαίρεται ότι παρενοχλεί, δεν θα αντιστοιχούσε στον ορισμό που δίνει στην «παρενόχληση» η οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16). Η χρησιμοποίηση, στην οδηγία 2000/78, της εκφράσεως «με σκοπό ή αποτέλεσμα» καθιστά εναργές ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να εγγυηθεί «κατάλληλη δικαστική προστασία» στα θύματα ηθικής παρενοχλήσεως».

(βλ. σκέψεις 102, 104 έως 108 και 111 έως 113)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 9 Δεκεμβρίου 2008, F‑52/05, Q κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 135 και 144, που αποτελεί το αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως εκκρεμούσας ενώπιον του Πρωτοδικείου, υπόθεση T‑80/09 P

4.      Η έκθεση βαθμολογίας συνιστά βλαπτική πράξη κατά της οποίας ο υπάλληλος μπορεί να ασκήσει είτε προσφυγή άμεσα ενώπιον του Πρωτοδικείου είτε διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Μολονότι είναι επιθυμητό να χρησιμοποιούνται οι εσωτερικές διαδικασίες που θεσπίζονται με τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 43 του ΚΥΚ, τέτοιες διατάξεις δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τους ανωτέρω κανόνες του υπαλληλικού δικαίου, που παρέχουν στους υπαλλήλους τη δυνατότητα να ασκούν προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου ή να υποβάλλουν διοικητική ένσταση κατά εκθέσεως αξιολογήσεως, χωρίς να εξαντλούν προηγουμένως αυτές τις εσωτερικές διαδικασίες.

Τα όργανα δεν έχουν την ικανότητα να παρεκκλίνουν από ρητό κανόνα του ΚΥΚ μέσω μιας εκτελεστικής διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 138 έως 140)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 1 Δεκεμβρίου 1994, T‑54/92, Schneider κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑281 και II‑887, σκέψη 22· 4 Μαΐου 2005, T‑398/03, Castets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑109 και II‑507, σκέψη 32

5.      Ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ της προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής απαιτεί, επί ποινή απαραδέκτου, ένας λόγος που προβάλλεται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή να έχει ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασίας, προκειμένου η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να ήταν σε θέση να γνωρίζει αρκούντως συγκεκριμένα τις επικρίσεις που διατυπώνει ο ενδιαφερόμενος κατά της βαλλομένης αποφάσεως. Μολονότι τα αιτήματα που προβάλλονται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή μπορούν να περιέχουν μόνον «αμφισβητήσεις» στηριζόμενες στην ίδια αιτία με τις περιληφθείσες στην ένσταση, εντούτοις οι αμφισβητήσεις αυτές μπορούν να αναπτυχθούν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή με την προβολή ισχυρισμών και επιχειρημάτων που δεν περιελήφθησαν κατ’ ανάγκη στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτήν.

(βλ. σκέψη 145)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 8 Ιουνίου 1995, T‑496/93, Allo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑127 και II‑405, σκέψη 26

6.      Ένα σύστημα που προβλέπει ότι η έκθεση αξιολογήσεως καταρτίζεται από έναν αξιολογητή και προσυπογράφεται από έναν επικυρωτή και ότι, σε περίπτωση διαφωνίας με τον αξιολογητή, εναπόκειται στον επικυρωτή να λάβει την τελική απόφαση, οπότε ο επικυρωτής είναι ο κατά κυριολεξία αξιολογητής, πρέπει να θεωρηθεί ως εγγύηση ικανή να εξουδετερώσει ενδεχόμενο κίνδυνο μεροληψίας του αξιολογητή .

(βλ. σκέψη 156)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F‑28/06, Sequeira Wandschneider κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 43

7.      Μια έκθεση βαθμολογίας δεν μπορεί να ακυρωθεί, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, για τον λόγο και μόνον ότι καταρτίσθηκε καθυστερημένα. Μολονότι η καθυστέρηση στην κατάρτιση μιας εκθέσεως βαθμολογίας μπορεί να θεμελιώσει δικαίωμα αποκαταστάσεως της ζημίας υπέρ του οικείου υπαλλήλου, δεν μπορεί εντούτοις να θίξει το κύρος της εκθέσεως βαθμολογίας, ούτε, κατά συνέπεια, να δικαιολογήσει την ακύρωσή της.

(βλ. σκέψη 171)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 20 Νοεμβρίου 2007, T‑205/04, Ianniello κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 139

8.      Η μη τήρηση των προβλεπομένων στο άρθρο 90 του ΚΥΚ προθεσμιών μπορεί να στοιχειοθετήσει την ευθύνη του οικείου οργάνου για τη ζημία που ενδεχομένως προκαλείται στους ενδιαφερομένους.

(βλ. σκέψη 212)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 26 Ιανουαρίου 2005, T‑267/03, Roccato κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑1 και II‑1, σκέψη 84