Language of document : ECLI:EU:T:2021:665

Υπόθεση T121/20

IP

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 6ης Οκτωβρίου 2021

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Έρευνα της OLAF – Επιστροφή ιατρικών εξόδων – Πειθαρχική κύρωση – Λύση της σύμβασης χωρίς προειδοποίηση – Άρθρο 10, στοιχείο ηʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ – Υποτροπή – Άρθρο 27 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ – Απόφαση με την οποία γίνεται δεκτή αίτηση περί απάλειψης κάθε μνείας προηγούμενης κύρωσης από τον ατομικό φάκελο – Άρθρο 26 του ΚΥΚ – Δεν είναι δυνατόν να αντιταχθεί στον υπάλληλο, ούτε να προβληθεί εναντίον του, κύρωση της οποίας κάθε μνεία έχει απαλειφθεί από τον ατομικό φάκελο»

1.      Υπάλληλοι – Απόφαση που επηρεάζει τη διοικητική κατάσταση υπαλλήλου – Συνεκτίμηση στοιχείων που δεν περιλαμβάνονται στον ατομικό του φάκελο – Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 26, εδ. 1, στοιχείο αʹ)

(βλ. σκέψεις 47-56, 65)

2.      Υπάλληλοι – Ατομικός φάκελος – Έγγραφα που πρέπει να περιλαμβάνονται σε αυτόν – Απόφαση περί επιβολής κύρωσης ληφθείσα βάσει φακέλου έρευνας – Εμπίπτει – Αφαίρεση της απόφασης κατόπιν αίτησης του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου – Δυνατότητα της διοίκησης να στηριχθεί στην απόφαση αυτή για να συναγάγει ότι συντρέχει υποτροπή – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 26 και παράρτημα IX, άρθρο 13 § 1 και άρθρο 27)

(βλ. σκέψεις 57-59, 67-70)

3.      Υπάλληλοι – Εσωτερική οδηγία θεσμικού οργάνου – Έννομα αποτελέσματα – Όρια – Τήρηση της ιεραρχίας των κανόνων – Υπεροχή κανονισμού έναντι των εσωτερικών οδηγιών θεσμικού οργάνου

(Άρθρο 288 ΣΛΕΕ· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 2)

(βλ. σκέψη 76)

Σύνοψη

Ο προσφεύγων, IP, είναι πρώην συμβασιούχος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το 2019 η Επιτροπή τού επέβαλε την πειθαρχική κύρωση της λύσης, χωρίς προειδοποίηση, της σύμβασης εργασίας του (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), προσάπτοντάς του ότι είχε υποβάλει δύο αιτήσεις επιστροφής ιατρικών εξόδων που δεν αντιστοιχούσαν στα πράγματι καταβληθέντα ποσά ή στην περίθαλψη που πράγματι έλαβε. Η Επιτροπή χαρακτήρισε τις πράξεις αυτές ως απόπειρα απάτης εις βάρος του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα το οποίο συνιστούσε, κατά την άποψή της, ιδιαίτερα σοβαρό παράπτωμα. Για να καθορίσει την εν λόγω πειθαρχική κύρωση, η Επιτροπή στηρίχθηκε, όσον αφορά το στοιχείο της υποτροπής, στην ύπαρξη προηγούμενης κύρωσης συνιστάμενης σε επίπληξη η οποία είχε απευθυνθεί στον προσφεύγοντα το 2010. Συναφώς, αφού διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων τέλεσε πράξεις παρόμοιες με εκείνες που είχαν δικαιολογήσει την επιβολή σε βάρος του της κύρωσης της επίπληξης, η Επιτροπή έκρινε ότι ο προσφεύγων κατέδειξε, με τον τρόπο αυτόν, ότι δεν άντλησε διδάγματα από την προηγούμενη πειθαρχική κύρωση και ότι συνέχισε να προτάσσει τα προσωπικά συμφέροντά του έναντι των συμφερόντων του θεσμικού οργάνου.

Το Γενικό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου προσέφυγε ο προσφεύγων, ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση και διευκρινίζει ότι η πειθαρχική αρχή που στηρίζεται, όσον αφορά το στοιχείο της υποτροπής, σε πειθαρχική κύρωση της οποίας κάθε μνεία έχει απαλειφθεί από τον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου, μετά την αποδοχή αίτησης υποβληθείσας από τον εν λόγω υπάλληλο δυνάμει του άρθρου 27 του παραρτήματος IX του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), προσβάλλει τα δικαιώματα που ο ΚΥΚ, ειδικότερα δε το άρθρο 26 αυτού, διασφαλίζει στους υπαλλήλους.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι το άρθρο 26 του ΚΥΚ προβλέπει ένα σύνολο εγγυήσεων οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία του υπαλλήλου, αποτρέποντας το ενδεχόμενο οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τη διοίκηση και επηρεάζουν τη διοικητική του κατάσταση να στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά των οποίων η ύπαρξη προκύπτει από έγγραφα που δεν έχουν περιληφθεί στον ατομικό του φάκελο.

Λαμβανομένου υπόψη του ουσιώδους ρόλου του ατομικού φακέλου για την προστασία και την ενημέρωση του υπαλλήλου, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια απόφαση περί επιβολής κύρωσης, ακόμη και αν έχει προηγουμένως περιληφθεί στον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου, δεν μπορεί να αντιταχθεί σε αυτόν ή να προβληθεί εναντίον του όταν έχει πλέον απαλειφθεί κάθε μνεία της ως άνω απόφασης από τον εν λόγω φάκελο.

Συγκεκριμένα, εάν παρεχόταν στη διοίκηση το δικαίωμα να στηριχθεί σε απόφαση περί επιβολής κύρωσης η οποία έχει αφαιρεθεί από τον ατομικό φάκελο υπαλλήλου, προκειμένου να συναγάγει ότι υφίσταται υποτροπή κατά την έννοια του άρθρου 10 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, τούτο θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 27 του εν λόγω παραρτήματος, το οποίο παρέχει στον υπάλληλο τη δυνατότητα να ζητήσει την αφαίρεση απόφασης περί επιβολής κύρωσης από τον ατομικό του φάκελο και αναθέτει στη διοίκηση την ευθύνη να αποφασίσει αν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αυτή. Επομένως, η διοίκηση, στηριζόμενη σε μια τέτοια απόφαση περί επιβολής κύρωσης την οποία ωστόσο αποφάσισε να αφαιρέσει –κάνοντας χρήση της ευρείας εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει– από τον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου, επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να επανεντάξει την απόφαση αυτή στον εν λόγω φάκελο.

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο ατομικός φάκελος έχει μοναδικότητα, με συνέπεια να απαγορεύεται η ύπαρξη, υπό οποιαδήποτε μορφή, κάθε άλλου συνόλου στοιχείων που περιέχει έγγραφα σχετικά με τη διοικητική κατάσταση ενός υπαλλήλου.

Βεβαίως, η διοίκηση δύναται να καταρτίσει φάκελο σχετικό με μια έρευνα και, κατά περίπτωση, με την πειθαρχική διαδικασία που αφορά την έρευνα αυτή. Ωστόσο, ένας τέτοιος φάκελος καταρτίζεται αποκλειστικά για τους σκοπούς της επίμαχης διαδικασίας. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία και τα έγγραφα που περιέχονται στον φάκελο αυτόν, ιδίως δε η ενδεχόμενη απόφαση περί επιβολής κύρωσης η οποία περατώνει την ως άνω διαδικασία, δεν μπορούν να αντιταχθούν σε υπάλληλο ή να προβληθούν εναντίον του εκτός του πλαισίου της εν λόγω διαδικασίας, εκτός αν έχουν περιληφθεί στον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου.

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, μολονότι υφίσταται, στους εσωτερικούς κανόνες της Επιτροπής, νομική βάση η οποία επιτρέπει τη διατήρηση για χρονικό διάστημα 20 ετών των αποφάσεων περί επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων, η επίμαχη ρύθμιση δεν έχει ως αντικείμενο, σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ΚΥΚ, τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες τα έγγραφα μπορούν να αντιταχθούν σε υπάλληλο ή να προβληθούν εναντίον του. Επομένως, η ρύθμιση αυτή δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να στηριχθεί, όσον αφορά το στοιχείο της υποτροπής, σε κύρωση η οποία επιβλήθηκε στο παρελθόν κατά υπαλλήλου, αλλά της οποίας κάθε μνεία έχει πλέον απαλειφθεί από τον ατομικό φάκελο του εν λόγω υπαλλήλου.