Language of document : ECLI:EU:T:2007:214

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2007 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως ως κοινοτικού του εικονιστικού σήματος TOSCA BLU – Προγενέστερο λεκτικό εθνικό σήμα TOSCA – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Παγκοίνως γνωστό σήμα κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 – Άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94»

Στην υπόθεση T-150/04,

Mülhens GmbH & Co. KG, με έδρα την Κολωνία (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον T. Schulte-Beckhausen, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου αρχικώς από την M. Capostagno, ακολούθως δε από τον O. Montalto,

καθού,

αντίδικος κατά την ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου:

Minoronzoni Srl, με έδρα το Ponte San Pietro (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους G. Floridia, F. Polettini και R. Floridia, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) της 18ης Φεβρουαρίου 2004 (υπόθεση R 949/2001-1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ των Mülhens GmbH & Co. KG και Minoronzoni Srl,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, A. W. H. Meij και I. Pelikánová, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Απριλίου 2004,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Οκτωβρίου 2004,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Οκτωβρίου 2004,

λαμβάνοντας υπόψη τα μέτρα οργανώσεως της δίκης της 14ης Δεκεμβρίου 2005,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η παρεμβαίνουσα υπέβαλε στις 2 Δεκεμβρίου 1998 ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (στο εξής: Γραφείο) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.

2        Η αίτηση είχε ως αντικείμενο την καταχώριση του ακόλουθου εικονιστικού σήματος:

Image not found

3        Η καταχώριση ζητήθηκε για τα προϊόντα που εμπίπτουν στις κλάσεις 18 και 25 του Διακανονισμού της Νίκαιας σχετικά με τη διεθνή κατάταξη των προϊόντων και των υπηρεσιών για τους σκοπούς της καταχωρίσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 18: «Τσάντες, γυναικείες τσάντες, βαλίτσες, σακίδια, πορτοφόλια, πορτοφόλια για κέρματα, χαρτοφύλακες, χαρτοφύλακες από δέρμα και απομιμήσεις δέρματος· ανδρικά τσαντάκια, κιβώτια, δέρματα, δερμάτινα είδη, δέρμα και δερμάτινα είδη, απομιμήσεις δέρματος και είδη από αυτά τα υλικά, αλεξήλια, αλεξήλια θαλάσσης, ομπρέλες, ράβδοι περιπάτου, ιπποσκευές και άλλα είδη σελοποιίας»·

–        κλάση 25: «Ανδρικά, γυναικεία και παιδικά ενδύματα γενικά, στα οποία περιλαμβάνονται: δερμάτινα ενδύματα, πουκάμισα, γυναικεία πουκάμισα, φούστες, γυναικεία σύνολα (ταγιέρ)· σακάκια, παντελόνια, κοντά παντελόνια, πλεκτές μπλούζες, λεπτές μπλούζες, μάλλινες ή βαμβακερές πιτζάμες, κάλτσες, φανελάκια, κορσέδες, καλτσοδέτες, κιλότες, σώβρακα, στηθόδεσμοι, μεσοφόρια (κομπινεζόν), καπέλα, μαντήλια λαιμού (φουλάρια), γραβάτες, αδιάβροχα πανωφόρια, παλτά, μαγιό, αθλητικές φόρμες, αντιανεμικά μπουφάν, παντελόνια χιονοδρομίας, ζώνες, γούνες, κασκόλ, γάντια, ρόμπες δωματίου, υποδήματα κάθε μορφής, όπου περιλαμβάνονται: παντόφλες, παπούτσια, αθλητικά υποδήματα, μπότες και σανδάλια».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως σήματος δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 59/99 Δελτίο κοινοτικών σημάτων της 22ας Ιουλίου 1999.

5        Η προσφεύγουσα άσκησε στις 14 Οκτωβρίου 1999, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, ανακοπή κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

6        Προς στήριξη της ανακοπής της, η προσφεύγουσα επικαλέστηκε το λεκτικό σημείο TOSCA, μη καταχωρισμένο σήμα, το οποίο, κατ’ αυτήν, ήταν παγκοίνως γνωστό στη Γερμανία για τα ακόλουθα προϊόντα: «άρωμα, eau de toilette, κολόνια, λοσιόν για το σώμα, σαπούνια καλλωπισμού, γέλη καταιονισμού κ.λπ.».

7        Η ανακοπή ασκήθηκε ως προς όλα τα προϊόντα που καλύπτει το προϋφιστάμενο σήμα και βάλλει κατά του συνόλου των προϊόντων στα οποία αναφέρεται η αίτηση καταχωρίσεως σήματος.

8        Με απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2001, το τμήμα ανακοπών έκρινε ότι η προσφεύγουσα απέδειξε ότι το προγενέστερο σήμα ήταν παγκοίνως γνωστό στη Γερμανία ως προς τα ακόλουθα προϊόντα: «προϊόντα αρωματοποιίας: κολόνιες, αρώματα». Πάντως, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή με το αιτιολογικό, αφενός, ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 λόγω της διαφοράς μεταξύ των επίδικων προϊόντων και, αφετέρου, ότι η κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 προστασία δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής δεδομένου ότι η ανακοπή θεμελιωνόταν σε μη καταχωρισμένο σήμα.

9        Η προσφεύγουσα άσκησε στις 6 Νοεμβρίου 2001 προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

10      Με απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2004 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή και καταδίκασε την προσφεύγουσα στα συναφή με τη διαδικασία έξοδα.

11      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 απαιτεί να αποδεικνύεται το ταυτόσημο ή η ομοιότητα μεταξύ των σημείων, καθώς και η ταυτότητα ή η ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Μολονότι έκρινε ότι τα επίδικα σημεία εμφάνιζαν μη επιδεχόμενη αμφισβήτηση ομοιότητα, έκρινε, πάντως, ότι τα οικεία προϊόντα εμφάνιζαν σημαντικές διαφορές. Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η φήμη ενός σήματος δεν παρέχει τη δυνατότητα να τεκμαίρεται η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως απλώς και μόνον λόγω της υπάρξεως κινδύνου συσχετίσεώς τους κατά κυριολεξία. Όσον αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η ανακοπή δεν μπορούσε να γίνει δεκτή με βάση την ανωτέρω διάταξη, εφόσον η τελευταία απαιτεί το προγενέστερο σήμα να έχει αποτελέσει αντικείμενο καταχωρίσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

12      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το Γραφείο στα δικαστικά έξοδα.

13      Το Γραφείο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

14      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

15      Η προσφεύγουσα επικαλείται δύο λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, αντιστοίχως, από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 και του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

16      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των επίδικων σημάτων κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Τα επίδικα σήματα εμφανίζουν υψηλό βαθμό ομοιότητας τόσον από οπτικής όσον και από ηχητικής απόψεως. Η ομοιότητα αυτή είναι απόρροια του στοιχείου «tosca», που αιχμαλωτίζει και αναδεικνύεται ιδιαζόντως, ενώ το συμπληρωματικό στοιχείο «blu» δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να προσελκύει την προσοχή του καταναλωτή λόγω του περιγραφικού χαρακτήρα του. Εξάλλου, το προγενέστερο σήμα TOSCA εμφανίζει ισχυρό διακριτικό χαρακτήρα λόγω του κύρους του, γεγονός που απαιτεί τα διεκδικούμενα με την αίτηση καταχωρίσεως προϊόντα να διαφέρουν σαφώς από εκείνα για τα οποία το παγκοίνως γνωστό σήμα προστατεύεται.

17      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα προϊόντα πρέπει να θεωρούνται ως παρεμφερή οσάκις το κοινό φρονεί ότι αυτά προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικά συνδεόμενες επιχειρήσεις. Κατ’ αυτήν, με βάση τα κριτήρια που παρατίθενται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C-39/97, Canon (Συλλογή 1998, σ. I-5507), επιβάλλεται η εκτίμηση ότι τα επίδικα προϊόντα είναι συμπληρωματικά και πρέπει να εκληφθούν τουλάχιστον ως μετρίως παρεμφερή. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απολύτως ανόμοια.

18      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι πολυάριθμες επιχειρήσεις στον τομέα της μόδας ή των συμπληρωματικών εξαρτημάτων ενδύσεως παραχωρούν άδειες επί των σημάτων τους για την παραγωγή και την εμπορία προϊόντων αρωματοποιίας. Άλλωστε, ορισμένες από τις ανωτέρω επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνταν αρχικά στον τομέα της μόδας, όπως οι Gucci, Chanel ή Rochas, είναι πλέον γνωστές μόνον ως παρασκευαστές αρωμάτων. Έτσι, το κοινό είναι εθισμένο στην ιδέα ότι προϊόντα του τομέα της μόδας, καθώς και δερμάτινα είδη, προσφέρονται και διατίθενται στην αγορά υπό τη μορφή σημάτων αρωμάτων. Εξάλλου, πλήθος σχεδιαστών μόδας ασκούν τις δραστηριότητές τους στους τομείς τόσο των αρωμάτων όσο και της μόδας και συνδέουν τα ονόματά τους με τις δυο μορφές προϊόντων. Επειδή κατά κανόνα το ενδιαφερόμενο κοινό δεν είναι ενημερωμένο σχετικά με τις παραχωρούμενες άδειες συνδέει τα προϊόντα του ιδίου σήματος με την ίδια επιχείρηση.

19      Με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε απαντώντας στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι πολυάριθμα σήματα προσδιορίζουν διάφορα προϊόντα πολυτελείας, όπως δερμάτινες τσάντες, υποδήματα, είδη ενδύσεως και αρώματα. Συναφώς, αναφέρεται στα σήματα Yves Saint Laurent, Bulgari, Prada, Gucci, Lacoste, Cacharel, Chanel, Dior, Kenzo, Joop!, Davidoff, Armani, Hugo Boss, Bogner και Adidas.

20      Συμπληρωματικώς, η προσφεύγουσα αναφέρεται στην απόφαση του Oberlandesgericht Köln (ανώτατο περιφερειακό δικαστήριο της Κολωνίας, Γερμανία) της 28ης Μαρτίου 2003 (υπόθεση 6 U 113/02). Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε απαντώντας στα ερωτήματα του Πρωτοδικείου, υπενθυμίζει επίσης άλλες αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων τείνουσες στην αποδοχή του ότι προϊόντα που διαφέρουν ως προς τη φύση και τη λειτουργία τους, όπως τα αρώματα και τα είδη ενδύσεως, επιδέχονται τουλάχιστον κάποια ομοιότητα λόγω του ότι διανέμονται υπό τη μορφή των ιδίων σημάτων ως εκ της πρακτικής της παραχωρήσεως αδειών.

21      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι τα οικεία προϊόντα έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι είναι σημαντικά για την εικόνα ενός προσώπου, γεγονός που απηχεί το ότι σε περιοδικά μόδας, όπως το Vogue, η διαφήμιση αφορά σχεδόν αποκλειστικά τη μόδα, τα εξαρτήματα μόδας και τα είδη αρωματοποιίας. Έτσι, τα προϊόντα αυτά συμπληρώνονται και τελούν σε σχέση αμοιβαιότητας που δημιουργεί στον καταναλωτή την άποψη ότι προέρχονται από κοινή σφαίρα ευθύνης.

22      Απαντώντας στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ προγενέστερου και νεότερου σήματος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος με τον οποίο οι κατασκευαστές διευρύνουν διαδοχικά το φάσμα των προϊόντων τους. Ούτε το άρθρο 8 ούτε οι λοιπές διατάξεις του κανονισμού 40/94 δικαιολογούν τυχόν εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως λαμβάνοντας υπόψη τη σειρά με την οποία ο δικαιούχος σήματος δημιουργεί τον δικό του συνδυασμό.

23      Το Γραφείο και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν το βάσιμο του συγκεκριμένου λόγου ακυρότητας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

24      Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν γίνεται δεκτό, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, αν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητάς του με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως για το κοινό της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, ως προγενέστερα νοούνται τα σήματα τα οποία, κατά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως κοινοτικού σήματος, είναι παγκοίνως γνωστά σε ένα κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, της 20ής Μαρτίου 1883, η οποία αναθεωρήθηκε για τελευταία φορά στη Στοκχόλμη στις 14 Ιουλίου 1967 και τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 828, αριθ. 11847, σ. 108, στο εξής: Σύμβαση των Παρισίων).

25      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως είναι ο κίνδυνος ο οποίος συνίσταται στο ότι το κοινό μπορεί να εκλάβει ότι τα επίδικα προϊόντα ή οι υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από συνδεόμενες οικονομικώς επιχειρήσεις.

26      Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα επίμαχα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων εν προκειμένω παραγόντων, ιδίως της αλληλεξαρτήσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και εκείνης των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T-162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. ΙΙ-2821, σκέψεις 31 έως 33, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιουνίου 2004, T-185/02, Ruiz-Picasso κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ – DaimlerChrysler (PICARO), Συλλογή 2004, σ. II-1739, σκέψεις 49 και 50].

27      Όπως προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, ο κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως κίνδυνος συγχύσεως προϋποθέτει ταυτότητα ή ομοιότητα των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, ακόμη και στην περίπτωση όπου υφίσταται ταυτότητα του αιτούμενου σημείου με σήμα, ο διακριτικός χαρακτήρας του οποίου είναι ιδιαίτερα έντονος, εξακολουθεί να είναι αναγκαία η απόδειξη της υπάρξεως ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα αντιτιθέμενα σήματα [απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Φεβρουαρίου 2005, T-296/02, Lidl Stiftung κατά ΓΕΕΑ – REWE-Zentral (LINDENHOF), Συλλογή 2005, σ. II-563, σκέψη 48· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Canon, σκέψη 22].

28      Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως λόγω της μη αποδείξεως της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων με τα επίδικα σήματα προϊόντων, αρκεί, για τους σκοπούς της εξετάσεως του βασίμου του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η εξέταση του ζητήματος της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων.

29      Για την εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες οι οποίοι χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων αυτών. Μεταξύ των παραγόντων αυτών, περιλαμβάνονται ειδικότερα, η φύση, ο προορισμός, η χρήση, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας αυτών (προπαρατεθείσα απόφαση LINDENHOF, σκέψη 49· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Canon, σκέψη 23).

30      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη μη αμφισβητούμενη επί του σημείου αυτού προσβαλλόμενη απόφαση, τα προϊόντα που καλύπτει το προγενέστερο σήμα αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «προϊόντα αρωματοποιίας: κολόνιες, αρώματα». Τα προσδιοριζόμενα με το αιτούμενο σήμα προϊόντα συνίστανται στα εμπίπτοντα στις κλάσεις 18 και 25 προϊόντα, τα οποία απαριθμούνται ανωτέρω, στη σκέψη 3.

31      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αφ’ εαυτών, τα προϊόντα αρωματοποιίας και τα δερμάτινα προϊόντα που εμπίπτουν στην κλάση 18 δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παρεμφερή. Πράγματι, τα προϊόντα αρωματοποιίας και τα δερμάτινα προϊόντα διαφέρουν προδήλως υπό το πρίσμα τόσο της φύσεως όσο και του προορισμού και της χρήσεώς τους. Εξάλλου, κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι αυτά είναι ανταγωνιστικά ή λειτουργικώς συμπληρωματικά.

32      Το αυτό συμπέρασμα επιβάλλεται όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ των προϊόντων αρωματοποιίας και των ειδών ενδύσεως που εμπίπτουν στην κλάση 25. Και αυτά διαφέρουν μεταξύ τους υπό το πρίσμα τόσο της φύσεως όσο και του προορισμού και της χρήσεώς τους. Κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει περαιτέρω να εκληφθούν ως ανταγωνιστικά ή συμπληρωματικά.

33      Πάντως, η προσφεύγουσα προβάλλει το επιχείρημα ότι για τα προσδιοριζόμενα με τα επίδικα σήματα προϊόντα υπάρχει κάποιος βαθμός ομοιότητας στο μέτρο που, λόγω των αδειών που παραχωρούν οι επιχειρήσεις του τομέα της μόδας επί των σημάτων τους για την εμπορία ειδών αρωματοποιίας, το κοινό είναι εθισμένο στην ιδέα ότι είδη μόδας διατίθενται στο εμπόριο υπό τη μορφή των σημάτων αρωμάτων και συνδέει τα εν λόγω προϊόντα με την ίδια επιχείρηση.

34      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, ο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ δύο ομοίων ή παρεμφερών σημάτων μπορεί να γίνει δεκτός μόνον εντός των ορίων της αρχής της ειδικότητας, ήτοι οσάκις τα επίμαχα προϊόντα ή οι υπηρεσίες είναι, κατά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, ταυτόσημα ή παρεμφερή, και τούτο, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 27, ανεξάρτητα από τον διακριτικό χαρακτήρα του οποίου απολαύει το προγενέστερο σήμα λόγω της γνώσεως που μπορεί να έχει συναφώς το οικείο κοινό.

35      Τούτου δοθέντος, δεν μπορεί να αποκλείεται ότι, ιδίως στους τομείς της μόδας και των προϊόντων που προορίζονται για την περιποίηση της εξωτερικής εμφανίσεως, πέραν μιας λειτουργικής αλληλοσυμπληρώσεως, και μια από αισθητική άποψη συμπληρωματικότητα προκύπτει ενδεχομένως, κατά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, μεταξύ προϊόντων των οποίων η φύση, ο προορισμός και η χρήση διαφέρουν.

36      Για να είναι γενεσιουργός ενός βαθμού ομοιότητας κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, μια τέτοια αισθητικής φύσεως αλληλοσυμπλήρωση πρέπει να αποτελεί πραγματική αισθητική ανάγκη, υπό την έννοια ότι ένα προϊόν είναι απαραίτητο ή σημαντικό για τη χρήση του άλλου, οι δε καταναλωτές να θεωρούν σύνηθες και κανονικό να χρησιμοποιούν από κοινού τα εν λόγω προϊόντα [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Μαρτίου 2005, T-169/03, Sergio Rossi κατά ΓΕΕΑ – Sissi Rossi (SISSI ROSSI), Συλλογή 2005, σ. II-685, σκέψεις 60 και 62].

37      Πάντως, προέχει η υπόμνηση ότι δεν αρκεί η ύπαρξη αισθητικής αλληλοσυμπληρώσεως μεταξύ των επίμαχων προϊόντων, όπως η αναφερθείσα στην προηγούμενη σκέψη, προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα της μεταξύ τους ομοιότητας. Ακόμη, προς τούτο, απαιτείται οι καταναλωτές να θεωρούν ως τρέχον ότι τα προϊόντα διατίθενται στο εμπόριο υπό το αυτό σήμα, γεγονός που συνεπάγεται, συνήθως, ότι οι αντίστοιχοι παραγωγοί ή διανομείς των εν λόγω προϊόντων είναι κατά μέγα μέρος ίδιοι (προπαρατεθείσα απόφαση SISSI ROSSI, σκέψη 63).

38      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επικαλείται απλώς ότι το κοινό είναι εθισμένο στο ότι τα είδη του τομέα της μόδας διατίθενται στο εμπόριο υπό σήματα αρωμάτων λόγω των πρακτικών παραχωρήσεως αδειών. Ακόμη και αν υποτεθεί ως αποδεδειγμένο, αυτό και μόνον το γεγονός δεν αρκεί για να ισοφαρίσει την έλλειψη ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων. Ειδικότερα, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αποδεικνύεται η ύπαρξη σχέσεως αισθητικής αλληλοσυμπληρώσεως μεταξύ των προϊόντων αρωματοποιίας, αφενός, και των δερμάτινων προϊόντων και των ενδυμάτων για τα οποία γίνεται λόγος ανωτέρω στη σκέψη 3, αφετέρου, υπό την έννοια ότι τα μεν είναι απαραίτητα ή σημαντικά για τη χρησιμοποίηση των δε και οι καταναλωτές θεωρούν σύνηθες και κανονικό να χρησιμοποιούν από κοινού τα εν λόγω προϊόντα.

39      Εντούτοις, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα επίδικα προϊόντα εμφανίζουν ένα κοινό στοιχείο, ήτοι ότι είναι σημαντικά για την εικόνα ενός προσώπου και απαντούν από κοινού στα περιοδικά μόδας. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, πέραν του όψιμου χαρακτήρα του εν λόγω επιχειρήματος, το οποίο δεν προβλήθηκε στο πλαίσιο των οργάνων του Γραφείου, παρόμοιο γεγονός δεν αρκεί, εν πάση περιπτώσει, για την απόδειξη της υπάρξεως αισθητικής αλληλοσυμπληρώσεως τέτοιας φύσεως όπως η προπαρατεθείσα στη σκέψη 36.

40      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο αντλείται από την απόφαση του Oberlandesgericht Köln της 28ης Μαρτίου 2003 (βλ. ανωτέρω σκέψη 20), πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, με απόφασή του της 30ής Μαρτίου 2006 (υπόθεση I ZR 96/03), το Bundesgerichtshof (ομοσπονδιακό δικαστήριο της Γερμανίας) εξαφάνισε την εν λόγω απόφαση, ενώ, εν πάση περιπτώσει, απόφαση εθνικού δικαστηρίου δεν δεσμεύει ούτε τα όργανα του Γραφείου ούτε τον κοινοτικό δικαστή. Πράγματι, το κοινοτικό καθεστώς σημάτων είναι αυτόνομο σύστημα, η εφαρμογή του οποίου είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε εθνικό σύστημα [απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2000, T-32/00, Messe München κατά ΓΕΕΑ (electronica), Συλλογή 2000, σ. II-3829, σκέψη 47].

41      Όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες σκέψεις, το τμήμα προσφυγών ορθώς κατέληξε ότι δεν συντρέχει ομοιότητα μεταξύ των επίδικων προϊόντων. Κατόπιν αυτού, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

42      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ανακοπή πρέπει επίσης να γίνει δεκτή με βάση το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94. Κατ’ αυτήν, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι είναι αδύνατη η επίκληση του άρθρου 8, παράγραφος 5, για τα καταχωρισμένα σήματα.

43      Κατά την προσφεύγουσα, η στάση του τμήματος προσφυγών είναι αντίθετη προς το γράμμα και τον σκοπό του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, στον βαθμό κατά τον οποίο η εν λόγω διάταξη παραπέμπει στα προγενέστερα σήματα κατά την έννοια της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου και, ως εκ τούτου, ιδίως, στα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του ιδίου κανονισμού παγκοίνως γνωστά σήματα. Κατά την προσφεύγουσα, αν το άρθρο 8, παράγραφος 5, παρέπεμπε αποκλειστικά στα καταχωρισμένα σήματα στην παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου θα γινόταν μνεία μόνον της παραγράφου 2, στοιχεία α΄ και β΄.

44      Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα της φράσεως «για τα οποία έχει καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα», το οποίο απαντά στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, οφείλεται σε συντακτικό λάθος. Η διάταξη αυτή θα έπρεπε να αναφέρει «για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα», ώστε να καλύπτονται και τα παγκοίνως γνωστά σήματα κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων.

45      Προς στήριξη του επιχειρήματος ότι το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 μπορεί να ερμηνευθεί διασταλτικώς και σε αντίθεση προς το γράμμα του, η προσφεύγουσα παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιανουαρίου 2003, C-292/00, Davidoff (Συλλογή 2003, σ. I-389, σκέψη 24), όπου το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 5, παράγραφος 2, της πρώτης οδηγίας 89/104/EOK του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), όχι αποκλειστικά υπό το πρίσμα του γράμματός της αλλά και λαμβάνοντας υπόψη την εν γένει οικονομία και τους στόχους του συστήματος στο οποίο αυτή εντάσσεται. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, αν ο σκοπός του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 έγκειται, όπως ακριβώς και αυτός του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/104, στη διευρυμένη προστασία του χαίροντος φήμης σήματος, εξ αυτού απορρέει ότι όχι μόνον τα καταχωρισμένα αλλά και τα προγενέστερα σήματα, τα οποία τυγχάνουν προστασίας λόγω της φήμης τους, πρέπει να δύνανται να απολαύουν της διευρυμένης αυτής προστασίας.

46      Απαντώντας στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα παρατηρεί επίσης ότι η γερμανική νομοθεσία διασφαλίζει τη διευρυμένη προστασία των κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων παγκοίνως γνωστών σημάτων.

47      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα φρονεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94. Κατ’ αρχάς, το σήμα TOSCA απολαύει φήμης κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Ακολούθως, το αιτηθέν σήμα εμφανίζει έντονη ομοιότητα με το προγενέστερο σήμα. Εξάλλου, με τη χρησιμοποίηση του αιτηθέντος σήματος προκύπτει αδικαιολογήτως αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα και τη φήμη του παγκοίνως γνωστού σήματος TOSCA, οπότε τη ζημιώνει. Συγκεκριμένα, η φήμη της οποίας απολαύει το προγενέστερο σήμα για τα προϊόντα αρωματοποιίας μπορεί να μετακυλιστεί στα προϊόντα για τα οποία ζητείται προστασία με την υποβληθείσα αίτηση καταχωρίσεως σήματος. Εξάλλου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ουδεμία δικαιολογία μπορεί να προβληθεί προς όφελος της αιτούσας.

48      Το Γραφείο και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν το βάσιμο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

49      Το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 40/94 περιλαμβάνει στην έννοια του προγενέστερου σήματος και τα κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων παγκοίνως γνωστά σήματα.

50      Το άρθρο 6α, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Παρισίων έχει ως εξής:

«Αι χώραι της Ενώσεως [για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας] υποχρεούνται, είτε αυτεπαγγέλτως, εφόσον επιτρέπει τούτο η νομοθεσία της χώρας, είτε τη αιτήσει του ενδιαφερομένου, να απορρίψωσιν ή ακυρώσωσι την καταχώρισιν και να απαγορεύσωσι την χρήσιν εμπορικού ή βιομηχανικού σήματος, όπερ αποτελεί αναπαράστασιν, απομίμησιν ή παραποίησιν, δυναμένην να δημιουργήσει σύγχυσιν, σήματος όπερ η αρμόδια αρχή της χώρας καταχωρίσεως ή χρήσεως ήθελε κρίνει ότι είναι παγκοίνως γνωστόν εν αυτή ως ανήκον ήδη εις πρόσωπον, το οποίον απολαύει των πλεονεκτημάτων της παρούσας συμβάσεως και χρησιμοποιούμενον επί των αυτών ή παρομοίων προϊόντων […].»

51      Όπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη, τα κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων παγκοίνως γνωστά σήματα είναι σήματα που απολαύουν προστασίας από τον κίνδυνο συγχύσεως, και τούτο με βάση τη φήμη τους εντός της επίδικης εδαφικής περιοχής και ανεξάρτητα από την προσκόμιση ή μη αποδείξεως περί καταχωρίσεως.

52      Στο μέτρο κατά το οποίο οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 8 του κανονισμού 40/94 έχουν εφαρμογή επί των προγενέστερων σημάτων, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, τα κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων παγκοίνως γνωστά σήματα απολαύουν των καθεστώτων προστασίας που έχουν θέσει σε εφαρμογή οι ανωτέρω διατάξεις. Πάντως, για να γίνει δεκτή, βάσει των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 8 του κανονισμού 40/94, μια ανακοπή, πρέπει να πληρούνται οι προβλεπόμενες με τις εν λόγω διατάξεις αντίστοιχες προϋποθέσεις.

53      Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι οι παράγραφοι 1 και 5 του άρθρου 8 του κανονισμού 40/94 προβλέπουν σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος οι οποίοι είναι διακριτοί. Αφενός, το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 προστατεύει το προγενέστερο σήμα από τον κίνδυνο συγχύσεως. Η σχετική προστασία προβλέπεται μόνον εντός των ορίων της αρχής της ειδικότητας, ήτοι οσάκις τα προσδιοριζόμενα με τα επίδικα σήματα προϊόντα ή υπηρεσίες είναι πανομοιότυπα ή παρεμφερή. Εξάλλου, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 δεν διευκρινίζει αν το προγενέστερο σήμα πρέπει να έχει αποτελέσει αντικείμενο καταχωρίσεως.

54      Αφετέρου, το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 προστατεύει το προγενέστερο σήμα που χαίρει φήμης κατά των σημάτων που δύνανται να προσπορίσουν αδικαιολογήτως όφελος από τη φήμη τους ή από τον διακριτικό χαρακτήρα τους, είτε να επιφέρουν βλάβη στη φήμη αυτή ή στον διακριτικό αυτό χαρακτήρα. Καίτοι η ανωτέρω προστασία μπορεί να τύχει εφαρμογής οσάκις τα προσδιοριζόμενα με τα επίδικα σήματα προϊόντα ή οι υπηρεσίες είναι ταυτόσημα ή παρεμφερή, απέβλεπε πρωτίστως στο να τύχει εφαρμογής έναντι ανόμοιων προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2003, C-408/01, Adidas-Salomon και Adidas Benelux, Συλλογή 2003, σ. I-12537, σκέψη 22).

55      Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, το οποίο κάνει χρήση των όρων «για τα οποία έχει καταχωριστεί το προγενέστερο σήμα», η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή επί των, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού, προγενέστερων σημάτων μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο έχουν αποτελέσει αντικείμενο καταχωρίσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, C-375/97, General Motors, Συλλογή 1999, σ. I-5421, σκέψη 23, προπαρατεθείσα απόφαση Davidoff, σκέψη 20, και προπαρατεθείσα απόφαση Adidas-Salomon και Adidas Benelux, σκέψη 22).

56      Επομένως, σε αντίθεση προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, το οποίο επιτρέπει τις έναντι πανομοιότυπων ή παρεμφερών υπηρεσιών ανακοπές λόγω σημάτων για τα οποία ουδεμία απόδειξη περί καταχωρίσεως προσκομίζεται, τα οποία, όμως, είναι παγκοίνως γνωστά κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων, το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 προστατεύει, σε σχέση με μη παρεμφερή προϊόντα ή υπηρεσίες, μόνο τα κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων παγκοίνως γνωστά σήματα για τα οποία προσκομίζεται απόδειξη περί καταχωρίσεως.

57      Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι ο αποκλεισμός από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 των παγκοίνως γνωστών σημάτων, για τα οποία δεν προσκομίζεται απόδειξη περί καταχωρίσεώς τους, συμφωνεί με το άρθρο 6α της Συμβάσεως των Παρισίων, το οποίο δεν προβλέπει καμία προστασία έναντι των μη παρεμφερών προϊόντων, αφ’ ης στιγμής τυγχάνει εφαρμογής μόνον εντός των ορίων της αρχής της ειδικότητας.

58      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 οφείλεται σε συντακτικό λάθος.

59      Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν είναι σε θέση να υποστηρίξει ότι τυχόν ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, λαμβανομένης υπόψη της εν γένει οικονομίας του, θα έπρεπε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι έχει εφαρμογή και επί των μη καταχωρισμένων σημάτων που χαίρουν φήμης. Πράγματι, όπως προκύπτει ακριβώς από την οικονομία του άρθρου 8 του κανονισμού 40/94, κανένα, κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων, παγκοίνως γνωστό σήμα, για το οποίο δεν προσκομίζεται καμία απόδειξη περί καταχωρίσεως, δεν απολαύει παρά μόνον προστασίας από τον κίνδυνο συγχύσεως σε σχέση με πανομοιότυπα ή παρεμφερή προϊόντα ή υπηρεσίες, όπως ακριβώς προβλέπει το άρθρο 6α της Συμβάσεως των Παρισίων σχετικά με τα προϊόντα.

60      Κατά τα λοιπά, το Πρωτοδικείο υπογραμμίζει ότι ο κανονισμός 40/94 συγκλίνει επί του σημείου αυτού με το άρθρο 16, παράγραφος 3, της συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου, της 15ης Απριλίου 1994 (παράρτημα 1 Γ της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ΕΕ L 336, σ. 214), το οποίο διευρύνει την εφαρμογή του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων επί των καταστάσεων εκείνων στις οποίες τα επίδικα προϊόντα ή οι υπηρεσίες δεν είναι παρεμφερή, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι το προγενέστερο σήμα έχει καταχωριστεί.

61      Το προβαλλόμενο από την προσφεύγουσα γεγονός ότι η γερμανική νομοθεσία διασφαλίζει τη διευρυμένη προστασία των μη καταχωρισμένων σημάτων τα οποία είναι παγκοίνως γνωστά κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων δεν είναι ικανό να μεταβάλει τη διαπίστωση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 εφαρμόζεται επί των γνωστών σημάτων μόνον εφόσον έχουν αποτελέσει αντικείμενο καταχωρίσεως. Όπως υπομνήστηκε ανωτέρω στη σκέψη 40, το κοινοτικό καθεστώς σημάτων είναι αυτόνομο σύστημα, η εφαρμογή του οποίου είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε εθνικό σύστημα (προπαρατεθείσα απόφαση electronica, σκέψη 47).

62      Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, ορθώς το τμήμα προσφυγών απέρριψε την ασκηθείσα βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 ανακοπή της προσφεύγουσας.

63      Κατόπιν αυτού, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

64      Δεδομένου ότι ουδείς από τους λόγους της ακυρώσεως μπορεί να γίνει δεκτός, η παρούσα προσφυγή είναι απορριπτέα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

65      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα του Γραφείου και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Mühlens GmbH & Co. KG στα δικαστικά έξοδα.

Pirrung

Meij

Pelikánová

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      J. Pirrung


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.