Language of document : ECLI:EU:T:2007:219

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2007 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση κοινοτικού εικονιστικού σήματος PiraÑAM diseño original Juan Bolaños – Προγενέστερα εθνικά λεκτικά σήματα PIRANHA – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Κίνδυνος σύγχυσης – Ομοιότητα προϊόντων – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94»

Στην υπόθεση T‑443/05,

El Corte Inglés, SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον J. Rivas Zurdo, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (σήματα, σχέδια, υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από την J. García Murillo,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνων ενώπιον του Πρωτοδικείου:

Juan Bolaños Sabri, κάτοικος Τορρελλάνο (Ισπανία), εκπροσωπούμενος από τους P. López Ronda και G. Marín Raigal, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε κατά της απόφασης του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ στις 21 Σεπτεμβρίου 2005 (υπόθεση R 1191/2004-1), στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής μεταξύ της El Corte Inglés, SA και του Juan Bolaños Sabri,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Legal, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka, V. Vadapalas, E. Moavero Milanesi και N. Wahl, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Δεκεμβρίου 2005,

το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 24 Ιουλίου 2006,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 10ης Μαΐου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 9 Νοεμβρίου 2001, ο παρεμβαίνων υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το αμέσως κατωτέρω εικονιστικό σημείο, το οποίο περιλαμβάνει τα λεκτικά στοιχεία «Pirañam diseño original Juan Bolaños»:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στις κλάσεις 16, 21 και 25 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας σχετικά με τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αυτός αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε (στο εξής: Διακανονισμός της Νίκαιας), και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 16: «Χαρτί, χαρτόνι και είδη από αυτά τα υλικά μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· έντυπο υλικό, εγκυκλοπαιδικά έργα, καταχωρίσεις επαγγελματικών τομέων (τηλεφωνικοί κατάλογοι)· υλικό βιβλιοδεσίας· φωτογραφίες· είδη χαρτοπωλείου· κολλώδεις ύλες για χαρτικά ή οικιακές χρήσεις· υλικά για καλλιτέχνες· χρωστήρες (πινέλα)· γραφομηχανές και είδη γραφείου (εκτός των επίπλων)· παιδαγωγικό ή εκπαιδευτικό υλικό (εκτός συσκευών)· πλαστικά υλικά συσκευασίας (μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις)· παιγνιόχαρτα· τυπογραφικά στοιχεία· στερεότυπα (κλισέ)»·

–        κλάση 21: «Μικρά σκεύη και δοχεία οικιακής και μαγειρικής χρήσης (μη κατασκευασμένα ή επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα)· χτένια και σφουγγάρια· βούρτσες (εκτός πινέλων)· είδη ψηκτροποιίας· είδη καθαρισμού· σύρμα καθαρισμού· ακατέργαστο ή ημικατεργασμένο γυαλί (εκτός της οικοδομικής υάλου)· είδη υαλουργίας, πορσελάνη και φαγεντιανά μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις»·

–        κλάση 25: «Ενδύματα, υποδήματα, είδη πιλοποιίας».

4        Η αίτηση αυτή δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 76/2002, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002.

5        Στις 28 Νοεμβρίου 2002, η προσφεύγουσα άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος. Η ανακοπή στηριζόταν στις ακόλουθες προγενέστερες ισπανικές καταχωρίσεις των λεκτικών σημάτων PIRANHA:

–        σήμα αριθ. 790520, καταχωρισθέν στις 28 Φεβρουαρίου 1978 για προϊόντα της κλάσεως 25: «Ενδύματα, συμπεριλαμβανομένων των μποτών, υποδημάτων και παντοφλών»·

–        σήμα αριθ. 2116007, καταχωρισθέν στις 20 Μαρτίου 1998 για προϊόντα της κλάσεως 18: «δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, είδη από αυτά τα υλικά μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· δέρματα ζώων· γούνες, κιβώτια και βαλίτσες ταξιδίου· ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδοι περιπάτου· σακίδια πλάτης και σάκοι».

6        Η ανακοπή στρεφόταν κατά του συνόλου των μνημονευομένων στην αίτηση καταχωρίσεως προϊόντων.

7        Προς στήριξη της ανακοπής προβλήθηκαν οι λόγοι των άρθρων 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης εξαιτίας της ομοιότητας των επίμαχων σημάτων και της ομοιότητας των προϊόντων που διακρίνει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και το προγενέστερο σήμα καθώς και εξαιτίας της φήμης του προγενέστερου σήματος.

8        Την 1η Ιουλίου 2004, το ΓΕΕΑ απηύθυνε γνωστοποίηση στην προσφεύγουσα για να προσκομίσει τις αποδείξεις χρήσης του προγενέστερου σήματος αριθ. 790520. Καθώς δεν τις προσκόμισε εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το τμήμα ανακοπών αποφάνθηκε μόνο βάσει των αποδείξεων που διέθετε.

9        Το τμήμα ανακοπών, με απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2004, δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή για τα προϊόντα της κλάσεως 25 («ενδύματα, υποδήματα, είδη πιλοποιίας») απορρίπτοντας την αίτηση καταχωρίσεως για τα προϊόντα αυτά. Το τμήμα ανακοπών θεώρησε ότι τα προϊόντα της κλάσεως 25 για τα οποία είχε ζητηθεί η καταχώριση του κοινοτικού σήματος και τα προϊόντα της κλάσεως 18 τα οποία καλύπτονταν από το προγενέστερο σήμα αριθ. 2116007 προσομοίαζαν αρκετά. Η σύγκριση των επίμαχων σημείων κατέληξε στη διαπίστωση ότι τα εν λόγω σήματα παρουσιάζουν φανερές οπτικές και εννοιολογικές ομοιότητες καθώς και μια σχετική φωνητική ομοιότητα. Ως εκ τούτου, το τμήμα ανακοπών διαπίστωσε την ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης.

10      Το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή όσον αφορά τα προϊόντα των κλάσεων 16 και 21 ελλείψει αποδείξεως της φήμης του προγενέστερου σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου.

11      Στις 15 Δεκεμβρίου 2004, ο παρεμβαίνων άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

12      Το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ, με απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2005 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), δέχθηκε την προσφυγή και απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της. Το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ θεώρησε ότι τα επίμαχα προϊόντα έχουν διαφορετική φύση και σκοπιμότητα, παράγονται από διαφορετικούς κατασκευαστές και πωλούνται μέσω διαφορετικών διανομέων. Κατά το τμήμα προσφυγών, δεν υπάρχει ανταγωνιστική σχέση ή υποκατάσταση μεταξύ των προϊόντων αυτών και ως εκ τούτου δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παρόμοια. Εξάλλου, η αισθητική συμπληρωματικότητα μεταξύ των επίμαχων προϊόντων είναι πολύ υποκειμενική για να ληφθεί υπόψη. Δεδομένου ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση της ομοιότητας των προϊόντων, αναγκαία για την απόδειξη της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης εντός της οικείας εδαφικής περιοχής, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι παρέλκει η εξέταση της ομοιότητας ή της ενδεχόμενης ταυτότητας των επίμαχων σημείων.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ να απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος PiraÑAM diseño original Juan Bolaños για τα προϊόντα της κλάσεως 25· 

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

14      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο, κατά κύριο λόγο, :

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να αναπέμψει την υπόθεση στα τμήματα προσφυγών για να κρίνουν, μετά από εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης στην προκειμένη περίπτωση, πόσο ισχυρός είναι ο δεσμός μεταξύ των επίμαχων προϊόντων·

–        κάθε διάδικος να φέρει τα δικαστικά του έξοδα,

ή, επικουρικά :

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

15      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΓΕΕΑ δήλωσε ότι η εκτίμηση των αιτημάτων του επαφίεται στην κρίση του Πρωτοδικείου.

16      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο παρεμβαίνων ζήτησε από το Πρωτοδικείο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού ορισμένων αιτημάτων των διαδίκων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

17      Το ΓΕΕΑ ισχυρίζεται ότι το αίτημα της προσφεύγουσας προς το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ να απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος PiraÑAM diseño original Juan Bolaños είναι απαράδεκτο. Το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να απευθύνει διαταγές στο ΓΕΕΑ, αλλά το ΓΕΕΑ υποχρεούται να συμμορφώνεται προς το διατακτικό και το αιτιολογικό των δικαστικών αποφάσεων.

18      Το ΓΕΕΑ, όσον αφορά τα δικά του αιτήματα, υποστηρίζει ότι τίποτε δεν το εμποδίζει να συντάσσεται με αίτημα του προσφεύγοντος ή ακόμα να επαφίεται απλώς στην κρίση του Πρωτοδικείου, προβάλλοντας συγχρόνως όλα τα επιχειρήματα που θεωρεί πρόσφορα, για να διαφωτίσει το Πρωτοδικείο.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

19      Η προσφεύγουσα, με το δεύτερο αίτημά της, ζητεί από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ να απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος PiraÑAM diseño original Juan Bolaños για προϊόντα της κλάσεως 25.

20      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας ενώπιον του κοινοτικού δικαστή κατά αποφάσεως τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, το ΓΕΕΑ υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94, να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να απευθύνει διαταγές στο ΓΕΕΑ, στο οποίο εναπόκειται να συμμορφωθεί προς το διατακτικό και το αιτιολογικό των αποφάσεων του κοινοτικού δικαστή [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 31ης Ιανουαρίου 2001, Τ-331/99, Mitsubishi HiTec Paper Bielefeld κατά ΓΕΕΑ (Giroform), Συλλογή 2001, σ. II‑433, σκέψη 33, και της 5ης Απριλίου 2006, Τ‑202/04, Madaus κατά ΓΕΕΑ – Optima Healthcare (ECHINAID), Συλλογή 2006, σ. II‑1115, σκέψη 14]. Επομένως, το αίτημα με το οποίο η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ να απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως του επίδικου σήματος είναι απαράδεκτο.

21      Όσον αφορά το αίτημα του ΓΕΕΑ με το οποίο επαφίεται στην κρίση του Πρωτοδικείου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τίποτε δεν εμποδίζει το ΓΕΕΑ να συντάσσεται με αίτημα του προσφεύγοντος ή ακόμα να επαφίεται απλώς στην κρίση του Πρωτοδικείου, προβάλλοντας συγχρόνως όλα τα επιχειρήματα που θεωρεί πρόσφορα, για να διαφωτίσει το Πρωτοδικείο [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2004, Τ-107/02, GE Betz κατά ΓΕΕΑ – Atofina Chemicals (BIOMATE), Συλλογή 2004, σ. II‑1845, σκέψη 36, και της 16ης Ιανουαρίου 2007, Τ-53/05, Calavo Growers κατά ΓΕΕΑ – Calvo Sanz (Calvo), που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 27]. Αντιθέτως, δεν μπορεί να διατυπώσει αιτήματα με σκοπό την ακύρωση ή την αναδιατύπωση της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών επί σημείου που δεν έχει προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής ή να προβάλει επιχειρήματα που δεν έχουν προβληθεί με το δικόγραφο προσφυγής [απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, Τ-379/03, Peek & Cloppenburg κατά ΓΕΕΑ (Cloppenburg), Συλλογή 2005, σ. II‑4633, σκέψη 22].

22      Συνεπώς, δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ επαφίεται στην κρίση του Πρωτοδικείου, τα αιτήματά του είναι παραδεκτά.

 Επί της ουσίας

23      Η προσφεύγουσα, προς στήριξη των αιτημάτων της, επικαλείται ένα και μοναδικό λόγο αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών θεώρησε εσφαλμένα ότι δεν υφίσταται καμία ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων της κλάσεως 25 που διακρίνει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και των προϊόντων της κλάσεως 18 που διακρίνει το προγενέστερο σήμα. Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών εξυπηρετεί αποκλειστικά διοικητικούς σκοπούς και ότι για την εκτίμηση της ομοιότητάς τους αποφασιστικοί παράγοντες είναι οι ουσιαστικοί δεσμοί μεταξύ των προϊόντων και όχι η συμβατική υπαγωγή τους στη μία ή στην άλλη κλάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το τμήμα προσφυγών χρησιμοποίησε κατά τρόπο αυτόματο κριτήρια υπερβολικά γενικά και αφηρημένα. Η φύση, η χρήση ή ο προορισμός, ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας των προϊόντων δεν είναι απόλυτοι παράγοντες ούτε αποκλείουν την ύπαρξη και άλλων παραγόντων για την εκτίμηση της ομοιότητας των εν λόγω προϊόντων.

25      Όσον αφορά τις ιδιομορφίες της προκειμένης περίπτωσης και, ιδίως, το γεγονός ότι τα επίμαχα προϊόντα ανήκουν στον τομέα της μόδας, η ομοιότητα των προϊόντων θα έπρεπε να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τους οικείους καταναλωτές. Οι καταναλωτές αυτοί συνδέουν στενά τα προϊόντα αυτά λόγω της κοινής αισθητικής λειτουργίας τους. Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν εκτίμησε όπως θα έπρεπε τη σημασία των αισθητικών αναγκών στη σύγχρονη κοινωνία. Εξάλλου, η αντίληψη της ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων εκ μέρους των καταναλωτών επιτείνεται από το γεγονός ότι τα προϊόντα αυτά συχνά διανέμονται και πωλούνται μέσω του ιδίου δικτύου και τις περισσότερες φορές κατασκευάζονται από το ίδιο υλικό της κλάσεως 18, ήτοι από δέρμα.

26      Κατά συνέπεια, τα επίμαχα προϊόντα συνδέονται με επαρκείς δεσμούς ώστε να θεωρούνται παρόμοια. Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι το ίδιο το ΓΕΕΑ, σε προγενέστερη ένδικη διαδικασία, υποστήριξε την άποψη ότι υπάρχει αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ των προϊόντων της κλάσεως 25 και των προϊόντων της κλάσεως 18 από δέρμα ή απομίμηση δέρματος που δεν περιλαμβάνονται στις λοιπές κλάσεις, λόγω της κοινής αισθητικής διάστασής τους. Η αλληλοσυμπλήρωση αυτή καταλαμβάνει το σύνολο των προϊόντων της κλάσεως 18.

27      Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι τα επίμαχα σημεία είναι επίσης παρόμοια και συνάγει εντεύθεν ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94.

28      Το ΓΕΕΑ, προς τον σκοπό της ανάλυσης της ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων της κλάσεως 25 και των προϊόντων της κλάσεως 18, διακρίνει δύο ομάδες προϊόντων της κλάσεως 18.

29      Όσον αφορά, αφενός, τα προϊόντα της κλάσεως 18 από δέρμα και απομίμηση δέρματος που δεν περιλαμβάνονται σε άλλες κλάσεις, όπως τα προσωπικά μικροαντικείμενα (αξεσουάρ), το ΓΕΕΑ θεωρεί ότι πέρα από τη βασική λειτουργία τους επιτελούν σημαντική διακοσμητική, καλλωπιστική και αισθητική λειτουργία που διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο κατά την απόκτησή τους. Εξάλλου, τα προϊόντα αυτά κατασκευάζονται συχνά από το ίδιο υλικό και διανέμονται από τα ίδια σημεία πώλησης που διανέμονται τα προϊόντα της κλάσεως 25. Ως εκ τούτου, τα επίμαχα προϊόντα έχουν περισσότερα κοινά σημεία και παρουσιάζουν έτσι τουλάχιστον σε ασθενή βαθμό ομοιότητα μεταξύ τους. Επομένως, το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94, θεωρώντας ότι οι διαφορές μεταξύ των προϊόντων αυτών είναι τέτοιες που αποκλείουν κάθε κίνδυνο σύγχυσης του ενδιαφερόμενου κοινού.

30      Εξάλλου, το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο ν’ αποφανθεί αν από μια αφηρημένη εξέταση των προϊόντων αυτών καθίσταται δυνατή η απόδειξη ότι υπάρχει, ή ότι θα μπορούσε να υπάρξει, μεταξύ τους κάποια ομοιότητα εξαιτίας μιας ενδεχόμενης σχέσης αλληλοσυμπληρώσεως και ενδεχομένως, να καθορίσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις όσον αφορά τους άλλους παράγοντες που καθιστούν δυνατή την απόδειξη της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης στις οικείες εδαφικές περιφέρειες.

31      Το ΓΕΕΑ επιβεβαιώνει ότι έχει υποστηρίξει, στο πλαίσιο προγενέστερων δικαστικών διαδικασιών, την άποψη ότι υφίσταται στενή σχέση αλληλοσυμπληρώσεως μεταξύ ορισμένων προϊόντων της κλάσεως 18 όπως τσάντες, πορτοφόλια για χαρτονομίσματα ή για κέρματα και άλλα μικροαντικείμενα από δέρμα ή απομίμηση δέρματος (που περιλαμβάνονται μεταξύ των προϊόντων από δέρμα και απομίμηση δέρματος που δεν ανήκουν σε άλλες κλάσεις που αφορούν το προγενέστερο σήμα) και των ενδυμάτων, υποδημάτων και ειδών πιλοποιίας που αφορούν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση. Η νομολογία του Πρωτοδικείου δεν αντιβαίνει στη θέση αυτή.

32      Όσον αφορά, αφετέρου, τα λοιπά προϊόντα της κλάσεως 18 (δέρμα και απομίμηση δέρματος, γούνες, δέρματα ζώων, κιβώτια, βαλίτσες ταξιδίου, ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδους περιπάτου· σακίδια πλάτης και σάκους), το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι διαφέρουν κατά πολύ από τα προϊόντα της κλάσεως 25 και ότι για τα λοιπά αυτά προϊόντα η αισθητική διάσταση δεν είναι προέχουσα.

33      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο παρεμβαίνων υποστήριξε ότι το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ορθά τη νομολογία θεωρώντας ότι τα επίμαχα προϊόντα δεν προσομοιάζουν. Στην ουσία, ο παρεμβαίνων ισχυρίζεται ότι τα δίκτυα διανομής των επίμαχων προϊόντων διαφέρουν γενικώς. Περαιτέρω, η αισθητική αλληλοσυμπλήρωση αποτελεί πολύ ασαφές κριτήριο για να ληφθεί υπόψη. Εξάλλου, ο παρεμβαίνων θεωρεί ότι, αφού τα επίμαχα σημεία δεν παρουσιάζουν παρά ελάχιστη ομοιότητα, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης του ενδιαφερόμενου κοινού.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

34      Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση «εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που [διακρίνουν] τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα· ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα». Εξάλλου, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94, ως προγενέστερα σήματα νοούνται τα καταχωρημένα σήματα σε κράτος μέλος τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αίτησης καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

35      Κατά πάγια νομολογία, ο κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος συνίσταται στον κίνδυνο να πιστέψει ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις, πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών με τη συγκεκριμένη περίπτωση παραγόντων [βλ., ως προς την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), του οποίου το κανονιστικό περιεχόμενο είναι, στην ουσία, όμοιο με το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 29, και της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 17, και όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94, απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑104/01, Oberhauser κατά ΓΕΕΑ – Petit Liberto (Fifties), Συλλογή 2002, σ. II‑4359, σκέψεις 25 και 26].

36      Η σφαιρική αυτή εκτίμηση συνεπάγεται ορισμένη αλληλεξάρτηση των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη και, ιδίως, της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των διακρινόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Έτσι, μια ελαφρά ομοιότητα μεταξύ των διακρινόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από μια έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως (προαναφερθείσες στη σκέψη 35 αποφάσεις Canon, σκέψη 17, Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 19 και Fifties, σκέψη 27).

37      Για την εκτίμηση της ομοιότητας των προϊόντων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων αυτών, ειδικότερα δε η φύση, ο προορισμός, η χρήση, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους (προαναφερθείσα στη σκέψη 35 απόφαση Canon, σκέψη 23). Άλλοι παράγοντες μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη όπως, για παράδειγμα, τα δίκτυα διανομής των οικείων προϊόντων [απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Απριλίου 2005, Τ-164/03, Ampafrance κατά ΓΕΕΑ – Johnson & Johnson (monBeBé), Συλλογή 2005, σ. II‑1401, σκέψη 53].

38      Σύμφωνα με τον κανόνα 2, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε, η ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών από τον Διακανονισμό της Νίκαιας εξυπηρετεί αποκλειστικά διοικητικούς σκοπούς. Συνεπώς, ορισμένα προϊόντα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως διαφορετικά επειδή περιλαμβάνονται σε διαφορετικές κλάσεις και μόνον.

39      Υπό το φως αυτών των σκέψεων πρέπει να εξεταστεί η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

40      Επισημαίνεται ότι το τμήμα προσφυγών θεωρεί ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος σύγχυσης για το οικείο κοινό βάσει της σύγκρισης και μόνον των επίμαχων προϊόντων. Ωστόσο, μια έστω ελαφρά ομοιότητα μεταξύ των επίμαχων προϊόντων καθιστά αναγκαία την εκ μέρους του τμήματος προσφυγών εξέταση αν μια ενδεχομένως έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημείων δεν μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο σύγχυσης του καταναλωτή ως προς την προέλευση των προϊόντων.

41      Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν είναι βάσιμη η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών σύμφωνα με την οποία τα επίμαχα προϊόντα δεν προσομοιάζουν.

42      Πρώτον, τα προϊόντα της κλάσεως 25 και τα προϊόντα της κλάσεως 18 κατασκευάζονται συχνά από την ίδια πρώτη ύλη, ήτοι από δέρμα ή απομίμηση δέρματος. Το γεγονός αυτό μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της ομοιότητας των προϊόντων. Ωστόσο, λόγω της μεγάλης ποικιλίας των προϊόντων που μπορούν να κατασκευαστούν από δέρμα ή απομίμηση δέρματος, ο παράγοντας αυτός δεν αρκεί, από μόνος του, για να αποδειχθεί η ομοιότητα των προϊόντων [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Μαρτίου 2005, Τ‑169/03, Sergio Rossi κατά ΓΕΕΑ – Sissi Rossi (SISSI ROSSI), Συλλογή 2005, σ. II‑685, σκέψη 55].

43      Δεύτερον, φαίνεται πάντως ότι τα δίκτυα διανομής ορισμένων από τα επίμαχα προϊόντα ταυτίζονται. Πρέπει ωστόσο να γίνεται διάκριση ανάλογα με το αν τα προϊόντα της κλάσεως 25 συγκρίνονται με τη μία ή την άλλη από τις ομάδες προϊόντων της κλάσεως 18 που αναγνωρίζει το ΓΕΕΑ.

44      Αφετέρου, όσον αφορά τη δεύτερη ομάδα προϊόντων της κλάσεως 18 (δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, δέρματα ζώων· γούνες, κιβώτια, βαλίτσες ταξιδίου· ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδους περιπάτου· σακίδια πλάτης και σάκους), το τμήμα προσφυγών ορθώς διαπιστώνει ότι τα δίκτυα διανομής είναι διαφορετικά από τα δίκτυα διανομής των προϊόντων της κλάσεως 25. Το γεγονός ότι οι εν λόγω δύο κατηγορίες προϊόντων μπορούν να πωλούνται στα ίδια εμπορικά καταστήματα, όπως είναι τα μεγάλα καταστήματα ή οι υπεραγορές, δεν είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, αφού μπορεί να βρίσκει κανένας στα σημεία αυτά πώλησης προϊόντα πολλών διαφορετικών ειδών, χωρίς οι καταναλωτές να θεωρούν αυτόματα ότι έχουν την ίδια προέλευση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Σεπτεμβρίου 2004, Τ-8/03, El Corte Ingles κατά ΓΕΕΑ – Pucci (EMILIO PUCCI), Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-4297, σκέψη 13).

45      Αφετέρου, όσον αφορά την πρώτη ομάδα προϊόντων της κλάσεως 18, ήτοι τα προϊόντα από δέρμα και απομιμήσεις δέρματος που δεν περιλαμβάνονται στις άλλες κλάσεις, όπως είναι, για παράδειγμα, οι τσάντες χειρός, τα πορτοφόλια χαρτονομισμάτων ή κερμάτων, επισημαίνεται ότι τα προϊόντα αυτά συχνά διατίθενται στο εμπόριο με τα προϊόντα της κλάσεως 25 σε σημεία πώλησης που δεν είναι απαραίτητα μεγάλα αλλά εξειδικευμένα καταστήματα. Αυτός είναι ένας παράγοντας που πρέπει να συνεκτιμηθεί κατά την εξέταση της ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων.

46      Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι το Πρωτοδικείο έχει διαπιστώσει την ύπαρξη ελαφράς ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων «γυναικεία τσάντα» και «γυναικείο υπόδημα» (απόφαση SISSI ROSSI, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 68). Το συμπέρασμα αυτό πρέπει να επεκταθεί και στις σχέσεις μεταξύ του συνόλου των προϊόντων της κλάσεως 25 που διακρίνει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και των προϊόντων από δέρμα και απομιμήσεις δέρματος της κλάσεως 18 που δεν περιλαμβάνονται σε άλλες κλάσεις και τα οποία διακρίνει το προγενέστερο σήμα.

47      Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι υφίσταται ελαφρά ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων της κλάσεως 25 και της πρώτης ομάδας προϊόντων της κλάσεως 18. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του ενδιαφερομένου κοινού κατόπιν συγκρίσεως των επίμαχων προϊόντων.

48      Όσον αφορά την ενδεχόμενη αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ των ενδυμάτων, των υποδημάτων και των ειδών πιλοποιίας της κλάσεως 25 και των προϊόντων της κλάσεως 18 «από δέρμα και απομιμήσεις δέρματος που δεν περιλαμβάνονται σε άλλες κλάσεις», υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, συμπληρωματικά είναι τα προϊόντα μεταξύ των οποίων υφίσταται στενός σύνδεσμος, υπό την έννοια ότι το ένα είναι απαραίτητο ή σημαντικό για τη χρήση του άλλου, έτσι ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να θεωρήσουν ότι τα προϊόντα αυτά κατασκευάζονται από την ίδια επιχείρηση [απόφαση SISSI ROSSI, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 60].

49      Ωστόσο, προϊόντα όπως υποδήματα, ενδύματα, καπέλα ή τσάντες χειρός μπορούν να επιτελούν, πέρα από τη βασική λειτουργία τους, κοινή αισθητική λειτουργία συμβάλλοντας, από κοινού, στην εξωτερική εμφάνιση του ενδιαφερόμενου καταναλωτή.

50      Η αντίληψη των δεσμών που συνδέουν τα προϊόντα αυτά πρέπει να εκτιμηθεί αφού ληφθεί υπόψη η ενδεχόμενη έρευνα ενός συνδυασμού στην παρουσίαση της εξωτερικής αυτής εμφάνισης, πράγμα που προϋποθέτει ένα συνδυασμό των μεταξύ τους συνθετικών στοιχείων κατά τη δημιουργία ή την απόκτησή τους. Ο συνδυασμός αυτός μπορεί ιδίως να είναι σημαντικός μεταξύ των ενδυμάτων, των υποδημάτων και των ειδών πιλοποιίας της κλάσεως 25 και των διαφόρων ενδυματολογικών μικροαντικειμένων (αξεσουάρ) που τα συνοδεύουν, όπως είναι οι τσάντες χειρός της κλάσεως 18. Ο ενδεχόμενος αυτός συνδυασμός εξαρτάται από τον ενδιαφερόμενο καταναλωτή, το είδος της δραστηριότητας για την οποία προορίζεται η εξωτερική εμφάνιση αυτή (ιδίως εργασία, αθλητισμό ή ψυχαγωγία) ή τις προσπάθειες μάρκετινγκ των οικονομικών παραγόντων του συγκεκριμένου τομέα. Εξάλλου, το γεγονός ότι τα προϊόντα αυτά συχνά πωλούνται στα ίδια εξειδικευμένα σημεία πώλησης καθιστά εύκολη την αντίληψη εκ μέρους του ενδιαφερόμενου καταναλωτή των στενών δεσμών που υφίστανται μεταξύ τους και ενδυναμώνει την εντύπωση ότι η ευθύνη της κατασκευής τους ανήκει στην ίδια επιχείρηση.

51      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ορισμένοι καταναλωτές αντιλαμβάνονται την ύπαρξη στενού συνδέσμου μεταξύ των ενδυμάτων, των υποδημάτων και των ειδών πιλοποιίας της κλάσεως 25 και των ενδυματολογικών μικροαντικειμένων (αξεσουάρ) που αποτελούν προϊόντα της κλάσεως 18 «από δέρμα και απομιμήσεις δέρματος που δεν περιλαμβάνονται στις άλλες κλάσεις» και μπορούν να θεωρήσουν ότι η ευθύνη της κατασκευής τους ανήκει στην ίδια επιχείρηση. Ως εκ τούτου, τα προϊόντα της κλάσεως 25 που διακρίνει το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση προσομοιάζουν σε βαθμό που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ασθενής με τα ενδυματολογικά μικροαντικείμενα (αξεσουάρ) που ανήκουν στα προϊόντα της κλάσεως 18 «από δέρμα και απομιμήσεις δέρματος που δεν περιλαμβάνονται σε άλλες κλάσεις».

52      Επομένως, το τμήμα προσφυγών εσφαλμένα θεώρησε ότι δεν υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση κίνδυνος σύγχυσης χωρίς να προβεί στην προηγούμενη ανάλυση της ενδεχόμενης ομοιότητας των σημείων.

53      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 και, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

54      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

55      Δεδομένου ότι η απόφαση του τμήματος προσφυγών ακυρώθηκε και για τον λόγο αυτόν πρέπει να θεωρηθεί ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, παρά το περιεχόμενο των αιτημάτων του, πρέπει αυτό να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το αίτημά της. Ο παρεμβαίνων φέρει τα δικαστικά του έξοδα δεδομένου ότι ηττήθηκε.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 21ης Σεπτεμβρίου 2005 (υπόθεση R 1191/2004-1).

2)      Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και τα έξοδα της El Corte Inglés, SA.

3)      Ο Juan Bolaños Sabri φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Legal

Wiszniewska-Białecka

Vadapalas

Moavero Milanesi

 

       Wahl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       H. Legal


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.