Language of document : ECLI:EU:T:2021:605

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 22ας Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Πλάνη εκτιμήσεως – Αναλογικότητα – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Προσβολή της φήμης»

Στην υπόθεση T‑203/20,

Maher Al-Imam, κάτοικος Δαμασκού (Συρία), εκπροσωπούμενος από την M. Brillat, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον V. Piessevaux και την M.-C. Cadilhac,

καθού-εναγομένου,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της αποφάσεως 2013/255/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2013, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2013, L 147, σ. 14), του κανονισμού (ΕΕ) 36/2012 του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 442/2011 (ΕΕ 2012, L 16, σ. 1), της εκτελεστικής αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2020/212 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2020, για την εφαρμογή της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2020, L 43I, σ. 6), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2020/211 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2020, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ 2020, L 43I, σ. 1), της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2020/719 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2020, που τροποποιεί την απόφαση 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2020, L 168, σ. 66), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2020/716 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2020, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ 2020, L 168, σ. 1), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, και, αφετέρου, αίτημα δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ για την αποκατάσταση της ζημίας που ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω των πράξεων αυτών,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, R. Frendo και J. Martín y Pérez de Nanclares (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

I.      Ιστορικό της διαφοράς και μεταγενέστερα της ασκήσεως της προσφυγήςαγωγής πραγματικά περιστατικά

[παραλειπόμενα]

Α.      Επί της αρχικής εγγραφής του ονόματος του προσφεύγοντος-ενάγοντος στους καταλόγους του παραρτήματος I της αποφάσεως 2013/255 και του παραρτήματος II του κανονισμού 36/2012

12      Με την εκτελεστική απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2020/212 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2020, για την εφαρμογή της απόφασης 2013/255 (ΕΕ 2020, L 43 I, σ. 6), και με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/211 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2020, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 36/2012 (ΕΕ 2020, L 43 I, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: αρχικές πράξεις), το όνομα του προσφεύγοντος-ενάγοντος [στο εξής: προσφεύγων] περιελήφθη στη γραμμή 289 του πίνακα A των καταλόγων των προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών τους οποίους αφορούν τα περιοριστικά μέτρα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της αποφάσεως 2013/255 και στο παράρτημα II του κανονισμού 36/2012 (στο εξής, από κοινού: επίμαχοι κατάλογοι), με μνεία του ακόλουθου σκεπτικού:

«Εξέχων επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στη Συρία με οικονομικά συμφέροντα στον τομέα του τουρισμού, των τηλεπικοινωνιών και των ακινήτων. Ως γενικός διευθυντής των υποστηριζόμενων από το καθεστώς [Telsa Group LLC] και Castro LLC, και μέσω των λοιπών επιχειρηματικών του συμφερόντων, ο Mahir Burhan Eddine al-Ιmam αντλεί όφελος από το συριακό καθεστώς και υποστηρίζει την πολιτική του καθεστώτος για χρηματοδότηση και άσκηση πιέσεων, καθώς και την πολιτική του στον κατασκευαστικό τομέα.»

[παραλειπόμενα]

Β.      Επί της διατηρήσεως του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους

21      Στις 28 Μαΐου 2020 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2020/719, που τροποποιεί την απόφαση 2013/255 (ΕΕ 2020, L 168, σ. 66), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/716, για την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 36/2012 (ΕΕ 2020, L 168, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις διατηρήσεως των περιοριστικών μέτρων). Δυνάμει των ως άνω πράξεων, η ισχύς της αποφάσεως 2013/255 παρατάθηκε έως την 1η Ιουνίου 2021. Η εγγραφή του ονόματος του προσφεύγοντος διατηρήθηκε στη γραμμή 289 του πίνακα Α των επίμαχων καταλόγων βάσει του ίδιου σκεπτικού με εκείνο που περιλαμβανόταν στις αρχικές πράξεις.

[παραλειπόμενα]

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Απριλίου 2020, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή] με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 2013/255, του κανονισμού 36/2012 και των αρχικών πράξεων, καθόσον οι πράξεις αυτές τον αφορούν.

25      Την ίδια ημέρα, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση εκδικάσεως κατά προτεραιότητα δυνάμει του άρθρου 67, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του προέδρου του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2020.

26      Στις 23 Απριλίου 2020, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτημα ανωνυμίας δυνάμει του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο απορρίφθηκε με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2020, δεδομένου ότι τα επίμαχα στοιχεία, ιδίως τα στοιχεία ταυτοποιήσεως, διαλαμβάνονταν στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα, και, ως εκ τούτου, είχαν καταστεί δημόσια. Πλην όμως, η απόφαση περί απορρίψεως του αιτήματος ανωνυμίας ελήφθη με την επιφύλαξη της αποδοχής του αιτήματος περί απαλείψεως οικονομικών στοιχείων και στοιχείων σχετικών με τρίτους.

27      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Ιουλίου 2020, ο προσφεύγων προσάρμοσε βάσει του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας την προσφυγή, ζητώντας επίσης την ακύρωση των πράξεων διατηρήσεως των περιοριστικών μέτρων, καθόσον οι πράξεις αυτές τον αφορούν.

28      Στις 27 Ιουλίου 2020, το Συμβούλιο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το υπόμνημα αντικρούσεως.

29      Στις 10 Σεπτεμβρίου 2020 το Συμβούλιο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου παρατηρήσεις επί του υπομνήματος προσαρμογής της προσφυγής.

30      Τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως κατατέθηκαν, αντιστοίχως, στις 14 Σεπτεμβρίου και στις 26 Οκτωβρίου 2020.

31      Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2020.

32      Στο πλαίσιο των προβλεπόμενων στο άρθρο 89, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε, στις 10 Μαρτίου 2021, από τους διαδίκους να απαντήσουν σε σειρά ερωτήσεων. Οι διάδικοι απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

33      Δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε στις 26 Μαΐου 2021, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία.

34      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να διαπιστώσει τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως 2013/255, του κανονισμού 36/2012, των αρχικών πράξεων και των πράξεων διατηρήσεως των περιοριστικών μέτρων, καθόσον οι πράξεις αυτές τον αφορούν·

–        κατά συνέπεια, να ακυρώσει την απόφαση 2013/255, τον κανονισμό 36/2012, τις αρχικές πράξεις και τις πράξεις διατηρήσεως των περιοριστικών μέτρων, καθόσον οι πράξεις αυτές τον αφορούν·

–        πρώτον, να υποχρεώσει το Συμβούλιο να του καταβάλει, αφενός, το ποσό των 10 000 ευρώ και, αφετέρου, το ποσό των 15 000 ευρώ ανά εβδομάδα από τις 18 Φεβρουαρίου 2020 για την αποκατάσταση, αντιστοίχως, της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων και, δεύτερον, να υποχρεώσει το Συμβούλιο να αποκαταστήσει κάθε μελλοντική ζημία την οποία θα υποστεί λόγω των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

35      Όσον αφορά τα τρία υποβληθέντα αιτήματα αποζημιώσεως, ο προσφεύγων διευκρίνισε με το υπόμνημα απαντήσεως ότι, για τον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως που ζητεί, η ημερομηνία λήξεως της κρίσιμης περιόδου είναι η ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

36      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρώσεως των αρχικών πράξεων και των πράξεων διατηρήσεως των περιοριστικών μέτρων (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις) όσον αφορά τον προσφεύγοντα, να διατάξει τη διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων της εκτελεστικής αποφάσεως 2020/212 και της αποφάσεως 2020/719 όσον αφορά τον προσφεύγοντα έως την έναρξη ισχύος των αποτελεσμάτων της μερικής ακυρώσεως των εκτελεστικών κανονισμών 2020/211 και 2020/716·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

Β.      Επί του ακυρωτικού αιτήματος

[παραλειπόμενα]

2.      Επί της ουσίας

[παραλειπόμενα]

α)      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

[παραλειπόμενα]

1)      Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο

[παραλειπόμενα]

ii)    Μετά τη δημοσίευση των αρχικών πράξεων

–       Επί της επανεξετάσεως των αρχικών πράξεων

84      Πρώτον, όσον αφορά τις αρχικές πράξεις, ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως επανεξετάσεως και παρατηρήσεων ήταν υπερβολικά σύντομη και δεν του παρείχε τη δυνατότητα να αναπτύξει λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του. Κατά τον προσφεύγοντα, η προθεσμία αυτή άρχισε την ημέρα της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως που μνημονεύεται στη σκέψη 13 ανωτέρω στην Επίσημη Εφημερίδα, ήτοι στις 18 Φεβρουαρίου 2020, και έληξε κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την ανακοίνωση προθεσμίας, ήτοι την 1η Μαρτίου 2020.

85      Επιπλέον, ο προσφεύγων εκτιμά ότι υφίσταται ασυμμετρία μεταξύ, αφενός, της προθεσμίας που του τάχθηκε για την υποβολή αιτήσεως επανεξετάσεως και παρατηρήσεων και, αφετέρου, του χρονικού διαστήματος που διαθέτει το Συμβούλιο για την εξέταση των εν λόγω αιτήσεων και την υποβολή παρατηρήσεων. Το χρονικό αυτό διάστημα άρχισε την ημερομηνία λήξεως της ως άνω προθεσμίας, την 1η Μαρτίου 2020, και έληξε την καταληκτική ημερομηνία της τελευταίας παρατάσεως της αποφάσεως 2013/255 δυνάμει της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2019/806 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2019 (ΕΕ 2019, L 132, σ. 36), ήτοι την 1η Ιουνίου 2020.

86      Δεύτερον, όσον αφορά τις πράξεις διατηρήσεως των περιοριστικών μέτρων, ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν συνάδει με το δικαίωμα ακροάσεως το γεγονός ότι, σύμφωνα με την ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 29 Μαΐου 2020, οι ενδεχόμενες παρατηρήσεις του θα λαμβάνονταν υπόψη στην επόμενη ετήσια επανεξέταση των επίμαχων καταλόγων αντί να αποτελέσουν αντικείμενο άμεσης ανάλυσης.

87      Τρίτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι το Συμβούλιο αποφασίζει να εξετάσει τους επίμαχους καταλόγους άπαξ ετησίως δεν συνάδει προς την απόφαση 2013/255, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2015/1836, και προς τον κανονισμό 36/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/1828. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 4, του κανονισμού 36/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/1828, το Συμβούλιο υποχρεούται να εξετάζει τους επίμαχους καταλόγους σε τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά δωδεκάμηνο. Επομένως, η ετήσια εξέταση αποτελεί μέρος μόνον της υποχρεώσεως επανεξετάσεως που προβλέπουν οι πράξεις αυτές.

88      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

89      Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα αν το δικαίωμα ακροάσεως του προσφεύγοντος προσβλήθηκε λόγω του ότι η προθεσμία για την υποβολή αιτήσεως επανεξετάσεως ήταν υπερβολικά σύντομη, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η προθεσμία αυτή, την οποία δεν αμφισβητούν οι διάδικοι, ήταν οκτώ εργάσιμες ημέρες, από την ημέρα της δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της ανακοινώσεως που μνημονεύεται στη σκέψη 13 ανωτέρω, ήτοι από τις 18 Φεβρουαρίου 2020, έως την εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε με την ανακοίνωση αυτή, ήτοι την 1η Μαρτίου 2020.

90      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 32, παράγραφος 3, του κανονισμού 36/2012, «[ό]ταν υποβάλλονται παρατηρήσεις ή προσκομίζονται ουσιαστικά νέα στοιχεία, το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφασή του και ενημερώνει σχετικά το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, την οντότητα ή τον οργανισμό». Εξάλλου, στην παράγραφο 4 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι «[ο]ι κατάλογοι των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙα επανεξετάζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, και τουλάχιστον ανά δωδεκάμηνο». Συνεπώς, ο κανονισμός 36/2012 δεν προβλέπει χρονικό όριο για την υποβολή αιτήσεως επανεξετάσεως ή παρατηρήσεων.

91      Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 3, του κανονισμού 36/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/1828, ο προσφεύγων μπορούσε κάλλιστα να υποβάλει ανά πάσα στιγμή αίτηση επανεξετάσεως ή παρατηρήσεις. Συναφώς, το Συμβούλιο επισήμανε ότι γενικώς απαντούσε στις εν λόγω παρατηρήσεις χωρίς να αναμένει την ετήσια καταληκτική ημερομηνία.

92      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση τηρήσεως εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, της οποίας τον σεβασμό διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης και η οποία, εξάλλου, προβλέπεται ως συστατικό στοιχείο του δικαιώματος σε χρηστή διοίκηση στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2006, Angeletti κατά Επιτροπής, T‑394/03, EU:T:2006:111, σκέψη 162, και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Füller-Tomlinson κατά Κοινοβουλίου, T‑390/10 P, EU:T:2012:652, σκέψη 115). Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, όταν η διάρκεια της διαδικασίας δεν καθορίζεται από διάταξη του δικαίου της Ένωσης, ο «εύλογος» χαρακτήρας της προθεσμίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕ, C‑334/12 RX‑II, EU:C:2013:134, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Συναφώς, αφενός, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι η τρίμηνη προθεσμία, ήτοι από την 1η Μαρτίου 2020 έως την καταληκτική ημερομηνία της τελευταίας παρατάσεως της αποφάσεως 2013/255 δυνάμει της αποφάσεως 2019/806, ήτοι την 1η Ιουνίου 2020, ήταν αναγκαία προκειμένου να είναι σε θέση να προβεί στην ετήσια επανεξέταση. Η επανεξέταση αυτή συνεπάγεται, κατά το Συμβούλιο, την εξέταση της ατομικής καταστάσεως σχεδόν τριακοσίων πενήντα ατόμων και οντοτήτων των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στους επίμαχους καταλόγους. Αφετέρου, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι απαντά στις υποβαλλόμενες παρατηρήσεις και παρέχει τη δυνατότητα υποβολής νέων σχολίων, με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της ως άνω τρίμηνης περιόδου να λαμβάνει χώρα ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του ιδίου και των προσώπων και οντοτήτων που υπέβαλαν παρατηρήσεις.

94      Επισημαίνεται ότι μια προθεσμία τριών μηνών για την εξέταση της ατομικής καταστάσεως περίπου τριακοσίων πενήντα ατόμων και οντοτήτων κρίνεται σχετικά σύντομη. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο καθορισμός καταληκτικής ημερομηνίας για την υποβολή των αιτήσεων επανεξετάσεως αποτελεί θεμιτό μέσο προς διασφάλιση του ότι το Συμβούλιο θα παραλαμβάνει τις παρατηρήσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία των ενδιαφερομένων προσώπων και οντοτήτων πριν από το πέρας του σταδίου της επανεξετάσεως και ότι θα διαθέτει επαρκή χρόνο για να τα εξετάσει με την απαιτούμενη επιμέλεια. Είναι αληθές ότι η προθεσμία δώδεκα ημερών που προέκυπτε από τον καθορισμό της καταληκτικής ημερομηνίας ήταν σύντομη, καθόσον ο προσφεύγων όφειλε εντός αυτής να λάβει γνώση του σκεπτικού του Συμβουλίου και να προβεί στη σύνταξη παρατηρήσεων συνοδευόμενων ενδεχομένως από αποδεικτικά στοιχεία. Εντούτοις, αφενός, δεν επιβάλλεται κανένας συγκεκριμένος τύπος για την υποβολή αιτήσεως επανεξετάσεως. Ομοίως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, δεν απαιτείται να εκπροσωπείται από δικηγόρο προκειμένου να καταθέσει τέτοια αίτηση. Αφετέρου, η κατάθεση αιτήσεως επανεξετάσεως ανοίγει διάλογο μεταξύ του Συμβουλίου και του ενδιαφερομένου προσώπου ή οντότητας, ο οποίος δεν περιορίζεται ούτε ως προς τον χρόνο ούτε ως προς το πλήθος των εκατέρωθεν εγγράφων. Αυτό σημαίνει ότι κάλλιστα νοείται η υποβολή συνοπτικής αιτήσεως επανεξετάσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας και η εν συνεχεία συμπλήρωσή της με περαιτέρω παρατηρήσεις ή αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διάρκεια μεταγενέστερης κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως με το Συμβούλιο. Επομένως, η μνημονευθείσα στη σκέψη 13 ανωτέρω προθεσμία των δώδεκα ημερών, την οποία έταξε το Συμβούλιο με την ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 18 Φεβρουαρίου 2020 για την υποβολή αιτήσεως επανεξετάσεως, δεν ενέχει προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως του προσφεύγοντος.

95      Εν πάση περιπτώσει, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 91 ανωτέρω και όπως αναγνωρίζει το Συμβούλιο, ουδέν εμπόδιζε τον προσφεύγοντα να υποβάλει ανά πάσα στιγμή τέτοια αίτηση ή παρατηρήσεις, ακόμη και μετά την εκπνοή της προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 3, του κανονισμού 36/2012. Υπό την έννοια αυτή, η καταληκτική ημερομηνία την οποία καθόρισε το Συμβούλιο με την ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 18 Φεβρουαρίου 2020, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 13 ανωτέρω, έχει απλώς ενδεικτικό χαρακτήρα. Η σχετική μνεία είναι χρήσιμη προκειμένου τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και οντότητες να μπορούν να υποβάλουν την αίτησή τους επανεξετάσεως πριν από την ολοκλήρωση του σταδίου εσωτερικής επανεξετάσεως στο Συμβούλιο και πριν από την έκδοση νέων πράξεων από το Συμβούλιο.

96      Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος με τα οποία προβάλλεται, αφενός, ότι οι τυχόν υποβαλλόμενες παρατηρήσεις δεν αποτελούν αντικείμενο άμεσης ανάλυσης και, αφετέρου, ότι το Συμβούλιο αποφασίζει να εξετάσει τους επίμαχους καταλόγους άπαξ μόνον ετησίως, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 91 και 95 ανωτέρω, ότι ο προσφεύγων μπορεί ανά πάσα στιγμή να υποβάλει παρατηρήσεις στις οποίες το Συμβούλιο θα απαντήσει χωρίς να αναμείνει την ετήσια καταληκτική ημερομηνία.

97      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 34 της αποφάσεως 2013/255, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2015/1836, η απόφαση αυτή τελεί υπό διαρκή επανεξέταση, οπότε παρατείνεται ή τροποποιείται, κατά περίπτωση, αν το Συμβούλιο κρίνει ότι οι στόχοι της δεν έχουν επιτευχθεί. Τούτο αποδεικνύεται, όπως ορθώς υπογραμμίζει το Συμβούλιο, από το ότι οι αρχικές πράξεις δεν εκδόθηκαν κατόπιν ετήσιας επανεξετάσεως διενεργηθείσας σύμφωνα με το άρθρο 32, παράγραφος 4, του κανονισμού 36/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/1828, αλλά αντιθέτως εκδόθηκαν τον Φεβρουάριο του 2020.

98      Επομένως, πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις του προσφεύγοντος που αφορούν, αφενός, τη βραχύτητα της ταχθείσας προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεως επανεξετάσεως των αρχικών πράξεων και, αφετέρου, το γεγονός ότι το Συμβούλιο, δεδομένου ότι εξετάζει τους καταλόγους άπαξ μόνον ετησίως, δεν εξέτασε αμέσως τις παρατηρήσεις του.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τον Maher Al-Imam στα δικαστικά έξοδα.

Gervasoni

Frendo

Martín y Pérez de Nanclares

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Σεπτεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας αποφάσεως των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.