Language of document : ECLI:EU:T:2009:132

Υπόθεση T-18/03

CD-Contact Data GmbH

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά κονσολών βιντεοπαιχνιδιών και κασετών παιχνιδιών Nintendo – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Περιορισμός των παραλλήλων εξαγωγών – Απόδειξη της υπάρξεως συμφωνίας αποσκοπούσας στον περιορισμό του παράλληλου εμπορίου – Πρόστιμα – Διαφορετική μεταχείριση – Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Έννοια – Σύμπτωση βουλήσεων ως προς τη συμπεριφορά που πρόκειται να υιοθετηθεί στην αγορά – Μορφή εκφράσεως των βουλήσεων – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να συντρέχουν – Αναγκαίος βαθμός αποδεικτικής ισχύος

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Επιχείρηση που μετέσχε σε συμφωνία αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού – Συμπεριφορά που αποκλίνει από εκείνη που αποτέλεσε αντικείμενο συμφωνίας στο πλαίσιο της συμπράξεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 1 και 2)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κατανομή των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε κατηγορίες με βάση το ίδιο ειδικό σημείο εκκινήσεως – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Υποχρέωση συνεκτιμήσεως της ελλείψεως γνώσεων μιας επιχειρήσεως μετρίου μεγέθους – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Παθητικός ρόλος ή ρόλος ουραγού, τον οποίο διαδραματίζει η επιχείρηση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

8.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παρέμβαση του συμβούλου ακροάσεων

(Κανονισμός 2842/98 της Επιτροπής, άρθρο 10· απόφαση 2001/462 της Επιτροπής, άρθρο 4)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Μείωση του ύψους του προστίμου ως αντιστάθμισμα για τη συνεργασία της εμπλεκομένης επιχειρήσεως – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

1.      Η κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ έννοια της συμφωνίας προϋποθέτει την ύπαρξη συμπτώσεως των βουλήσεων δύο τουλάχιστον μερών. Η μορφή αυτής της συμπτώσεως των βουλήσεων δεν είναι σημαντική εφόσον συνιστά πιστή έκφραση των βουλήσεων αυτών. Η εν λόγω σύμπτωση των βουλήσεων μπορεί να προκύπτει τόσο από τις ρήτρες μιας συμβάσεως, όπως είναι μια σύμβαση διανομής, όσο και από τις αντίστοιχες εκδηλώσεις συμπεριφοράς των οικείων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψη 48)

2.      Όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη περιστατικών που να στοιχειοθετούν την παράβαση. Συναφώς, είναι αναγκαίο να προσκομίσει η Επιτροπή ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία προς στοιχειοθέτηση της υπάρξεως της παραβάσεως.

(βλ. σκέψη 49)

3.      Το γεγονός ότι μια επιχείρηση, της οποίας έχει αποδειχθεί η συμμετοχή σε μια παράνομη εναρμονισμένη πρακτική δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν συμπεριφέρθηκε στην αγορά κατά τρόπο συνάδοντα προς εκείνο που συμφωνήθηκε με τους ανταγωνιστές της δεν συνιστά κατ’ ανάγκην στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση που ακολουθεί, παρά τη συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, πολιτική που αποκλίνει από εκείνη που αποτέλεσε αντικείμενο συμφωνίας μπορεί απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της.

(βλ. σκέψη 67)

4.      Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της εκτιμήσεως του συγκεκριμένου αντικτύπου μιας παραβάσεως στην αγορά προς τον σκοπό της αξιολογήσεως της σοβαρότητάς της, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα που προκύπτουν από το σύνολο της παραβάσεως και όχι η πραγματική συμπεριφορά κάθε επιχειρήσεως, και, αφετέρου, της εκτιμήσεως της ατομικής συμπεριφοράς κάθε επιχειρήσεως προς τον σκοπό της αξιολογήσεως των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να εξετάζεται, σύμφωνα με την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, η σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση.

Συγκεκριμένα, όταν η Επιτροπή στηρίζεται στον αντίκτυπο της παραβάσεως προκειμένου να αξιολογήσει τη σοβαρότητά της, σύμφωνα με το σημείο 1 A, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τα αποτελέσματα που πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη είναι εκείνα που απορρέουν από την όλη παράβαση στην οποία μετείχαν όλες οι επιχειρήσεις, οπότε δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή η εξέταση της ατομικής συμπεριφοράς ή των ιδιαίτερων στοιχείων κάθε επιχειρήσεως.

Ωστόσο, όταν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πολλές επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής καθεμίας από αυτές στην παράβαση, προκειμένου να προσδιορίζεται αν υφίστανται, έναντι των επιχειρήσεων αυτών, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με τα σημεία 2 και 3 των κατευθυντηρίων γραμμών.

Το συμπέρασμα αυτό συνιστά τη λογική συνέπεια της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων δυνάμει της οποίας σε μια επιχείρηση μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις μόνο για τα γεγονότα που της προσάπτονται ατομικώς, αρχή η οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων δυνάμει των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 95-98)

5.      Η μέθοδος που συνίσταται στην κατανομή των μετεχόντων σε σύμπραξη σε κατηγορίες προκειμένου να τύχουν διαφορετικής μεταχειρίσεως κατά το στάδιο του καθορισμού των αρχικών ποσών των προστίμων, η οποία επί της αρχής επικυρώθηκε από τη νομολογία, μολονότι έχει ως αποτέλεσμα να μη λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές μεγέθους μεταξύ επιχειρήσεων της ίδιας κατηγορίας, συνεπάγεται τον κατ’ αποκοπήν καθορισμό του αρχικού ποσού που ορίσθηκε για τις επιχειρήσεις που ανήκαν στην ίδια κατηγορία. Μια τέτοια κατανομή σε κατηγορίες πρέπει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και, εξάλλου, το ύψος των προστίμων πρέπει, τουλάχιστον, να είναι ανάλογο προς τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως. Για να εξακριβωθεί αν η κατάταξη των μετεχόντων σε σύμπραξη σε κατηγορίες έγινε σύμφωνα με τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, ο εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή έλεγχος νομιμότητας της ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει συναφώς η Επιτροπή πρέπει, πάντως, να περιορίζεται στο αν η εν λόγω κατάταξη παρουσιάζει συνοχή και είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη, χωρίς, ευθύς εξ αρχής, ο εν λόγω δικαστής να υποκαθιστά την Επιτροπή στην εκτίμησή της. Συναφώς, η επιλογή της Επιτροπής να κατανείμει τις επιχειρήσεις σε πολλές κατηγορίες ανάλογα με τα μερίδιά τους αγοράς κατά τη διανομή των οικείων προϊόντων και να εντάξει στην ίδια κατηγορία τις επιχειρήσεις που διαθέτουν μερίδιο αγοράς χαμηλότερο από ένα συγκεκριμένο όριο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αυθαίρετη και δεν υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή στον τομέα αυτόν.

Το γεγονός ότι τα σχετικά με καθεμία από τις κατηγορίες αρχικά ποσά δεν είναι αυστηρώς ανάλογα προς τα αντίστοιχα μερίδια αγοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επικρίσεως, καθόσον συνιστά απλώς και μόνον απόρροια του συστήματος της κατατάξεως σε κατηγορίες και του κατ’ αποκοπήν καθορισμού των ποσών που αυτή συνεπάγεται. Πράγματι, ακόμη και αν, λόγω της κατατάξεως σε ομάδες, σε ορισμένες επιχειρήσεις εφαρμόζεται το ίδιο βασικό ποσό, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές είναι διαφορετικού μεγέθους, η εν λόγω διαφορά μεταχειρίσεως δικαιολογείται αντικειμενικώς από την προέχουσα σημασία που αποδίδεται στη φύση της παραβάσεως σε σχέση προς το μέγεθος των επιχειρήσεων κατά τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως. Η δυνατότητα της Επιτροπής να προβαίνει στην κατάταξη σε κατηγορίες θα εστερείτο, κατά μεγάλο μέρος, της λυσιτέλειάς της αν κάθε απόκλιση μεταξύ μεριδίων αγοράς, που είναι σημαντική σε σχετικά μεγέθη αλλά ελάχιστα σημαντική από την άποψη των ποσοστιαίων μονάδων, αντετίθετο στην κατάταξη διαφορετικών επιχειρήσεων στην ίδια κατηγορία.

(βλ. σκέψεις 104-105, 107-108, 110)

6.      Η περίσταση ότι μια επιχείρηση δεν διαθέτει γνώσεις που να της παρέχουν τη δυνατότητα να έχει επίγνωση του παραβατικού χαρακτήρα της συμπεριφοράς της δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Η περιλαμβανόμενη στο σημείο 1 A των κατευθυντηρίων γραμμών αναφορά στο γεγονός ότι, «γενικά, θα μπορεί επιπλέον να συνεκτιμάται το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους διαθέτουν συνήθως τις γνώσεις και τα νομικο-οικονομικά μέσα που χρειάζονται για να μπορούν να αξιολογήσουν καλύτερα τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους και τις συνέπειές της από την άποψη της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού» δεν συνεπάγεται, εξ αντιδιαστολής, ότι η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη το μέτριο μέγεθος ορισμένων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 114-115)

7.      Όταν οι ρόλοι τους οποίους διαδραματίζουν δύο επιχειρήσεις σε μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού δεν ενέχουν αξιοσημείωτη διαφορά, η Επιτροπή παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ως εκ του ότι αποφασίζει ότι η μία από τις επιχειρήσεις αυτές δεν διαδραματίζει αποκλειστικά παθητικό ρόλο, ενώ αναγνωρίζει στην άλλη επιχείρηση το ευεργέτημα να εφαρμοσθεί επ’ αυτής η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση. Μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση είναι αδικαιολόγητη πολλώ μάλλον εφόσον η επιχείρηση, στην οποία δεν αναγνωρίσθηκε το ευεργέτημα να εφαρμοσθεί επ’ αυτής η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση, εισήλθε με μεγάλη καθυστέρηση στην αγορά που αποτέλεσε αντικείμενο της παραβάσεως και δεν συνήψε, αντιθέτως προς την άλλη επιχείρηση, επίσημη συμφωνία περιορίζουσα τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 119-120)

8.      Από το άρθρο 10 του κανονισμού 2842/98, σχετικά με τις ακροάσεις στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, όπως αυτό διευκρινίστηκε με το άρθρο 4 της αποφάσεως 2001/462, σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού, ουδόλως προκύπτει ότι μόνον οι σύμβουλοι ακροάσεων μπορούν να έρχονται σε επαφή με τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προκειμένου να προβαίνουν σε συζητήσεις με αυτές και να τις ενημερώνουν σχετικά με την ενδεχόμενη διεξαγωγή επίσημης ακροάσεως. Επομένως, μια τέτοια επαφή, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο των τρεχουσών διοικητικών δραστηριοτήτων, δεν σφετερίζεται την αποστολή που έχει ανατεθεί στον σύμβουλο ακροάσεων.

(βλ. σκέψη 124)

9.      Το γεγονός ότι μια επιχείρηση επέλεξε να μη ζητήσει από την Επιτροπή τη διεξαγωγή ακροάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεργασία που της παρέχει δικαίωμα για μείωση του ύψους του επιβληθέντος σ’ αυτήν προστίμου. Συγκεκριμένα, ως συνεργασία που παρέχει δικαίωμα, ενδεχομένως, για μείωση του ύψους του προστίμου σύμφωνα με το σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρο 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ πρέπει να θεωρείται μια «ουσιαστική συνεργασία της επιχειρήσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας», ήτοι μια συμπεριφορά που παρέσχε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαπιστώσει την ύπαρξη της παραβάσεως με λιγότερη δυσκολία και, ενδεχομένως, να θέσει τέρμα στην παράβαση αυτή. Η παραίτηση από το δικαίωμα για επίσημη ακρόαση, έστω και αν υποτεθεί ότι παρέσχε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να μη καθυστερήσει ως προς την έκδοση της αποφάσεώς της, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως συνεργασία κατά την έννοια του σημείου 3 των κατευθυντηρίων γραμμών.

(βλ. σκέψη 125)