Language of document :

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 5ης Σεπτεμβρίου 2024 (1)

Υπόθεση C-387/24 PPU [Bouskoura] (i)

C

κατά

Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid

[αίτηση του Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Roermond
(πρωτοδικείου Χάγης, με μεταβατική έδρα το Roermond, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

« Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Κοινοί κανόνες και διαδικασίες για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Κράτηση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας ενόψει απομάκρυνσης – Οδηγία 2013/33/ΕΕ – Απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία – Άρθρο 9 – Εγγυήσεις για κρατούμενους αιτούντες – Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 – Προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας – Άρθρο 28, παράγραφος 4 – Κράτηση για τον σκοπό της μεταφοράς – Παράνομος χαρακτήρας της κράτησης – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 6 – Δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια – Άρθρο 47 – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου »






I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ (2), του άρθρου 9, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33/ΕΕ (3), καθώς και του άρθρου 28, παράγραφος 4, του κανονισμού 604/2013 (4) (στο εξής: κρίσιμες διατάξεις), σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2.        Οι κρίσιμες αυτές διατάξεις του παράγωγου δικαίου της Ένωσης –οι οποίες εμπίπτουν στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης– υλοποιούν, στον εν λόγω τομέα δικαίου, την αρχή κατά την οποία, όταν προκύπτει ότι δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης, ο υπήκοος τρίτης χώρας που έχει τεθεί υπό κράτηση πρέπει να αφήνεται αμέσως ελεύθερος (5).

3.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του C, υπηκόου τρίτης χώρας για τον οποίο έχει κινηθεί διαδικασία επιστροφής, και του Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, Κάτω Χώρες, στο εξής: Υφυπουργός) σχετικά με τη νομιμότητα μίας συνεχόμενης κράτησης βάσει δύο διαδοχικών μέτρων κράτησης που ελήφθησαν από την αρχή αυτή.

4.        Συγκεκριμένα, το Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Roermond (πρωτοδικείο Χάγης, με μεταβατική έδρα το Roermond, Κάτω Χώρες), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, διερωτάται αν, βάσει των κρίσιμων διατάξεων, πλημμέλεια θίγουσα τη νομιμότητα της πρώτης κράτησης, ήτοι η υπέρβαση της προθεσμίας που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο για τη διαδοχική λήψη του δεύτερου μέτρου κράτησης, πρέπει να οδηγήσει στην άμεση απόλυση του ενδιαφερομένου, μολονότι, κατά τον χρόνο της δικαστικής επανεξέτασης, δεν αμφισβητείται ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούσαν το δεύτερο μέτρο κράτησης.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία περί επιστροφής

5.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 της οδηγίας περί επιστροφής έχουν ως εξής:

«(16)       Η χρήση της κράτησης με σκοπό την απομάκρυνση θα πρέπει να είναι περιορισμένη και να υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τους επιδιωκόμενους στόχους. Η κράτηση δικαιολογείται μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής ή για την εκτέλεση της διαδικασίας απομάκρυνσης και εφόσον δεν αρκεί η εφαρμογή λιγότερο αναγκαστικών μέτρων.

(17)      Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που τίθενται υπό κράτηση θα πρέπει να τυγχάνουν ανθρώπινης και αξιοπρεπούς μεταχείρισης, με σεβασμό των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων και σύμφωνα με το διεθνές και εθνικό δίκαιο. Με την επιφύλαξη της αρχικής σύλληψης […], η κράτηση θα πρέπει κατά κανόνα να γίνεται σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης».

6.        Κατά το άρθρο 15 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κράτηση»:

«1.      Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση δύνανται να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν απλώς υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν:

α)      υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

β)      ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.

Οιαδήποτε κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθ’ όσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια.

2.      Η κράτηση διατάσσεται από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές.

Η κράτηση διατάσσεται εγγράφως και συνοδεύεται από πραγματική και νομική αιτιολόγηση.

Όταν η διαταγή κράτησης εκδίδεται από διοικητικές αρχές, τα κράτη μέλη:

α)      είτε προβλέπουν την ταχεία δικαστική επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησης που αποφασίζεται το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της κράτησης

β)      είτε χορηγούν στο συγκεκριμένο υπήκοο τρίτης χώρας το δικαίωμα να κινήσει διαδικασία για την ταχεία δικαστική επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησής του που αποφασίζεται το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της σχετικής διαδικασίας· εν τοιαύτη περιπτώσει, τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως τους ενδιαφερομένους υπηκόους τρίτων χωρών σχετικά με τη δυνατότητα διεξαγωγής τέτοιας διαδικασίας.

Ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας απολύεται αμέσως αν η κράτηση δεν είναι νόμιμη.

3.      Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση κράτησης επανεξετάζεται ανά εύλογα χρονικά διαστήματα είτε κατ’ αίτηση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας είτε αυτεπαγγέλτως. Σε περίπτωση παραταθείσας διάρκειας κράτησης, η επανεξέταση εποπτεύεται από δικαστική αρχή.

4.      Οσάκις καθίσταται πρόδηλο ότι δεν υφίσταται πλέον λογικά προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους λόγους ή όταν παύουν να ισχύουν οι όροι της παραγράφου 1, η κράτηση παύει να δικαιολογείται και το συγκεκριμένο πρόσωπο απολύεται αμέσως.

5.      Η κράτηση εξακολουθεί καθ’ όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 και είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει περιορισμένη περίοδο κράτησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξάμηνο.

6.      Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρατείνουν το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 5 παρά μόνο για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρ’ όλες τις εύλογες προσπάθειές τους, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή:

α)      ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργασθεί, ή

β)      καθυστερεί η λήψη αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.»

2.      Η οδηγία περί υποδοχής

7.        Το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας περί υποδοχής ορίζει ότι ως «κράτηση» νοείται «ο περιορισμός σε ειδικό χώρο που επιβάλλει ένα κράτος μέλος σε αιτούντα, με αποτέλεσμα τη στέρηση της ελευθερίας κυκλοφορίας του/της».

8.        Το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Η κράτηση αιτούντος έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και εφαρμόζεται μόνο για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3.

[…]

3.      Όταν η κράτηση διατάσσεται από διοικητικές αρχές, τα κράτη μέλη προβλέπουν την ταχεία δικαστική επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησης αυτεπαγγέλτως και/ή κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος. Όταν διεξάγεται αυτεπαγγέλτως, η επανεξέταση αυτή αποφασίζεται το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της κράτησης. Όταν διεξάγεται κατόπιν αίτησης του αιτούντος, αποφασίζεται το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της σχετικής διαδικασίας. Προς τούτο, τα κράτη μέλη ορίζουν στο εθνικό δίκαιο το χρονικό διάστημα εντός του οποίου διεξάγεται η αυτεπάγγελτη δικαστική επανεξέταση και/ή η δικαστική επανεξέταση κατόπιν αίτησης του αιτούντος.

Όταν, κατόπιν της δικαστικής επανεξέτασης, η κράτηση θεωρείται παράνομη, ο αιτών αφήνεται αμέσως ελεύθερος.»

3.      Ο κανονισμός Δουβλίνο III

9.        Το άρθρο 28, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει ως εξής:

«2.      Όταν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος διαφυγής, τα κράτη μέλη δύνανται να κρατούν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ούτως ώστε να εξασφαλίζονται οι διαδικασίες μεταφοράς σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, βάσει ατομικής αξιολόγησης και μόνον εφόσον η κράτηση είναι αναλογική, εάν δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά λιγότερο αυστηρά εναλλακτικά μέτρα.

[...]

4.      Όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης προσώπων και τις εγγυήσεις για τους κρατουμένους, προκειμένου να εξασφαλίζονται οι διαδικασίες μεταφορών στο υπεύθυνο κράτος μέλος, εφαρμόζονται τα άρθρα 9, 10 και 11 της οδηγίας [περί υποδοχής].»

Β.      Το ολλανδικό δίκαιο

10.      Το άρθρο 59, παράγραφος 1, στοιχείο a, του wet tot algehele herziening van de Vreemdelingenwet (Vreemdelingenwet 2000) (νόμου του 2000 περί αλλοδαπών) (6) προβλέπει ότι ο Υφυπουργός δύναται να θέσει υπό κράτηση παρανόμως διαμένοντα αλλοδαπό υπήκοο ενόψει της απομάκρυνσής του από το ολλανδικό έδαφος, εφόσον τούτο απαιτείται για λόγους δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας.

11.      Το άρθρο 59a του νόμου αυτού προβλέπει ότι οι αλλοδαποί υπήκοοι στους οποίους έχει εφαρμογή ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ δύνανται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 28 του εν λόγω κανονισμού, να τεθούν υπό κράτηση ενόψει της μεταφοράς τους στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβλήθηκε στο ολλανδικό έδαφος.

12.      Το άρθρο 94, παράγραφοι 1 και 6, του νόμου περί αλλοδαπών προβλέπει τα εξής:

«1.       Όταν λαμβάνει απόφαση με την οποία επιβάλλει στερητικό της ελευθερίας μέτρο το οποίο προβλέπεται στα άρθρα […] 59, 59a και 59b, [ο Υφυπουργός] ενημερώνει το [αρμόδιο δικαστήριο] το αργότερο είκοσι οκτώ ημέρες από την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης, εκτός εάν ο αλλοδαπός υπήκοος άσκησε ο ίδιος προσφυγή. Μόλις το δικαστήριο ενημερωθεί, ο αλλοδαπός υπήκοος θεωρείται ότι έχει ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης με την οποία επιβάλλεται στερητικό της ελευθερίας μέτρο. Αντικείμενο της προσφυγής είναι επίσης η επιδίκαση αποζημίωσης.

[…]

6.      Εάν εκτιμά ότι η εφαρμογή ή η εκτέλεση του μέτρου αντιβαίνει στον παρόντα νόμο ή εάν εκτιμά, κατόπιν εξέτασης του συνόλου των συμφερόντων που διακυβεύονται, ότι το μέτρο δεν δικαιολογείται, το επιληφθέν δικαστήριο κάνει δεκτή την προσφυγή. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο διατάσσει την άρση του μέτρου ή την τροποποίηση των όρων εκτέλεσής του.»

13.      Το άρθρο 96, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«1.      Εάν η προσφυγή του άρθρου 94 κριθεί αβάσιμη και ο αλλοδαπός υπήκοος ασκήσει προσφυγή κατά της συνέχισης της στέρησης της ελευθερίας του, το δικαστήριο ολοκληρώνει την προκαταρκτική έρευνα εντός προθεσμίας μίας εβδομάδας από την παραλαβή του δικογράφου της προσφυγής. […] [Τ]ο δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφασίσει, χωρίς τη συναίνεση των διαδίκων, ότι δεν θα διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση. […]

[…]

3.      Εάν εκτιμά ότι η εφαρμογή ή η εκτέλεση του μέτρου αντιβαίνει στον παρόντα νόμο ή εάν εκτιμά, κατόπιν εξέτασης του συνόλου των συμφερόντων που διακυβεύονται, ότι το μέτρο αυτό δεν δικαιολογείται ευλόγως, το επιληφθέν δικαστήριο κάνει δεκτή την προσφυγή. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο διατάσσει την άρση του μέτρου ή την τροποποίηση των όρων εκτέλεσής του.»

III. Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

14.      Την 1η Μαΐου 2024, ο C, Μαροκινός υπήκοος, κατά τον έλεγχο εισιτηρίων σε διεθνή αμαξοστοιχία προερχόμενη από το Βέλγιο με προορισμό τις Κάτω Χώρες, συνελήφθη από την ολλανδική αστυνομία αλλοδαπών προκειμένου να εξεταστεί διότι δεν ήταν σε θέση να επιδείξει εισιτήριο για την αμαξοστοιχία. Την ίδια ημέρα υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις Κάτω Χώρες.

15.      Στις 2 Μαΐου 2024 ο C τέθηκε υπό κράτηση στο κέντρο κράτησης του Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες) βάσει μέτρου που ελήφθη από τον Υφυπουργό δυνάμει του άρθρου 59a, παράγραφος 1, του νόμου περί αλλοδαπών και σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (στο εξής: πρώτο μέτρο κράτησης). Με τη λήψη του μέτρου αυτού, ο Υφυπουργός έκρινε ότι ο C ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ότι το εν λόγω μέτρο αποσκοπούσε στη διασφάλιση της μεταφοράς του C στην Ισπανία, ήτοι στο κράτος μέλος που ήταν υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησής του για παροχή διεθνούς προστασίας, και ότι η κράτηση ήταν αναγκαία λόγω του σημαντικού κινδύνου διαφυγής του C.

16.      Στις 3 Μαΐου 2024, ο Υφυπουργός ζήτησε από τις ισπανικές αρχές να αναδεχθούν τον C δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

17.      Στις 6 Μαΐου 2024, ο C ανακάλεσε την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας και το Βασίλειο της Ισπανίας ενημερώθηκε επ’ αυτού δύο ημέρες αργότερα, ήτοι στις 8 Μαΐου 2024.

18.      Στις 14 Μαΐου 2024, οι ισπανικές αρχές απέρριψαν το αίτημα αναδοχής. Ο Υφυπουργός δεν ζήτησε από τις αρχές αυτές να επανεξετάσουν την απορριπτική απόφασή τους.

19.      Στις 16 Μαΐου 2024, ο C ενημερώθηκε για την απόρριψη του αιτήματος μεταφοράς στην Ισπανία και κλήθηκε να συνεργαστεί ώστε επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ήτοι στο Μαρόκο, πράγμα το οποίο αρνήθηκε να πράξει.

20.      Στις 17 Μαΐου 2024, έλαβε χώρα ακρόαση του C σχετικά με την πρόθεση του Υφυπουργού να εκδώσει εις βάρος του απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, καθώς και να επιβάλει απαγόρευση εισόδου και νέα κράτηση, βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας περί επιστροφής.

21.      Κατόπιν της ακροάσεως αυτής, στις 14:51 εκδόθηκε εις βάρος του C απόφαση επιστροφής, με την οποία οριζόταν το Μαρόκο ως χώρα προορισμού (στο εξής: απόφαση επιστροφής), καθώς και απαγόρευση εισόδου στο ολλανδικό έδαφος για χρονικό διάστημα δύο ετών. Την ίδια ημέρα, στις 14:52, ο Υφυπουργός, εκτιμώντας ότι υφίστατο πραγματικός κίνδυνος ο C να «διαφύγει της επιτήρησης και να αποφύγει ή να εμποδίσει την προετοιμασία της επιστροφής ή της διαδικασίας επαναπροώθησης στα σύνορα», έλαβε νέο μέτρο κράτησης, βάσει του άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου περί αλλοδαπών (το οποίο μεταφέρει στην ολλανδική έννομη τάξη το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας περί επιστροφής). Το μέτρο αυτό, το οποίο αποσκοπούσε στη διασφάλιση της απομάκρυνσης του C προς τη χώρα καταγωγής του, βρίσκεται ακόμη σε ισχύ (στο εξής: δεύτερο μέτρο κράτησης). Τέλος, στις 14:55, ο Υφυπουργός ήρε το πρώτο μέτρο κράτησης και, στις 15:00, έθεσε τον C υπό κράτηση βάσει του δεύτερου μέτρου κράτησης.

22.      Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, ο C εξακολουθεί να κρατείται κατά τρόπο αδιάλειπτο από τις 2 Μαΐου 2024 (7).

23.      Ο C άσκησε δύο προσφυγές κατά των δύο μέτρων κράτησης που ελήφθησαν εις βάρος του ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο τις εξέτασε σε μία ενιαία επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Κατά τον C, η κράτηση που επιβλήθηκε βάσει του πρώτου μέτρου κράτησης έπαυσε να δικαιολογείται από τις 14 Μαΐου 2024, δεδομένου ότι, κατόπιν της απόρριψης του αιτήματος αναδοχής από τις ισπανικές αρχές, η κράτησή του δεν μπορούσε πλέον να έχει ως σκοπό τη διασφάλιση της μεταφοράς του στην Ισπανία. Ως εκ τούτου, η κράτηση αυτή έπρεπε να τερματιστεί το συντομότερο δυνατόν. Συναφώς, σύμφωνα με πρακτική απορρέουσα από τη νομολογία του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας, Κάτω Χώρες) (8), πριν από την απόλυση, ο Υφυπουργός έχει μέγιστη προθεσμία 48 ωρών από τη λήξη ισχύος της πρώτης κράτησης προκειμένου να λάβει νέο μέτρο κράτησης δυνάμει άλλης νομικής βάσης. Δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, η προθεσμία αυτή δεν τηρήθηκε, διότι η εν λόγω αρχή έλαβε το δεύτερο μέτρο κράτησης στις 17 Μαΐου 2024, ήτοι μία ημέρα μετά τη λήξη της μέγιστης προθεσμίας των 48 ωρών. Ο C φρονεί ότι το γεγονός αυτό κατέστησε παράνομο τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο μέτρο κράτησης, θίγοντας το θεμελιώδες δικαίωμά του στην ελευθερία. Κατά συνέπεια, προκειμένου να θεραπευθεί η παραβίαση αυτή, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να τον απολύσει αμέσως, παρά το γεγονός ότι το πρώτο μέτρο έχει εν τω μεταξύ αρθεί ή ότι επί του παρόντος κρατείται βάσει του δεύτερου μέτρου κράτησης. Με άλλα λόγια, η έλλειψη νομιμότητας του πρώτου μέτρου κράτησης λόγω παράλειψης επίδειξης επιμέλειας θίγει τη νομιμότητα του δεύτερου μέτρου (9).

24.      Ο Υφυπουργός υποστηρίζει ότι η πλημμέλεια κατά την εκτέλεση του πρώτου μέτρου κράτησης δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα του δεύτερου μέτρου, δεδομένου ότι η συνέχιση της κράτησης του C στηρίζεται στην απόφαση επιστροφής προς το Μαρόκο, λόγος ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει. Ωστόσο, ο Υφυπουργός παραδέχθηκε ότι δεν επέδειξε επιμέλεια κατά την εκτέλεση του πρώτου μέτρου κράτησης, υπερβαίνοντας κατά μία ημέρα τη μέγιστη προθεσμία των 48 ωρών πριν από τη λήψη του δεύτερου μέτρου. Σύμφωνα με πρακτική που προτείνει ο ίδιος, προκειμένου να θεραπευθεί η παρανομία αυτή, ο Υφυπουργός προσέφερε στον C το ποσό των 100 ευρώ προς αποκατάσταση της προσβολής του δικαιώματός του στην ελευθερία. Περαιτέρω, επισήμανε ότι το πρώτο μέτρο κράτησης είχε ήδη αρθεί κατά τον χρόνο που το αιτούν δικαστήριο επελήφθη της υποθέσεως και ότι, ως εκ τούτου, το μέτρο αυτό δεν μπορούσε πλέον να ακυρωθεί. Συνεπώς, δεδομένου ότι το δικαστήριο αυτό δεν είναι πλέον σε θέση να άρει το πρώτο μέτρο κράτησης και το δεύτερο μέτρο έχει επιβληθεί νομίμως, ο C δεν δύναται να απολυθεί.

25.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι, δυνάμει εθνικής πρακτικής, η οποία έχει επικυρωθεί από τη νομολογία του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας), ο παράνομος χαρακτήρας ενός μέτρου κράτησης δεν δύναται να επηρεάσει τη νομιμότητα του μέτρου κράτησης που λαμβάνεται σε μεταγενέστερο χρόνο (10), με αποτέλεσμα ο αρμόδιος δικαστής να μην μπορεί να διατάξει την απόλυση σε περίπτωση μεταγενέστερου μέτρου κράτησης. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, της οδηγίας περί επιστροφής, καθώς και του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας περί υποδοχής, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως αν αποδειχθεί ότι η κράτησή του είναι παράνομη. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά το αιτούν δικαστήριο, τίθεται το ζήτημα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε περίπτωση, όπως αυτή που χαρακτηρίζει τη διαφορά της κύριας δίκης, στην οποία η κράτηση προσώπου συνεχίστηκε πέραν της προθεσμίας των 48 ωρών παρά τον αποδεδειγμένα παράνομο χαρακτήρα της πρώτης κράτησης. Το ζήτημα αυτό απαιτεί, κατ’ ουσίαν, να εκτιμηθεί αν ο (τουλάχιστον εν μέρει) παράνομος χαρακτήρας της πρώτης κράτησης μπορεί να «θεραπευθεί» με την άρση της κράτησης αυτής και την επιδίκαση αποζημιώσεως στον ενδιαφερόμενο (11).

26.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Roermond (πρωτοδικείο Χάγης, με μεταβατική έδρα το Roermond) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας [περί επιστροφής], το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας [περί υποδοχής] και το άρθρο 28, παράγραφος 4, του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ], σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 47 του [Χάρτη], την έννοια ότι η δικαστική αρχή οφείλει πάντοτε να διατάσσει την άμεση απόλυση του κρατουμένου εάν η κράτηση ήταν ή κατέστη παράνομη σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της αδιάλειπτης εκτέλεσης πλειόνων διαδοχικών μέτρων κράτησης;»

IV.    Η επείγουσα διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

27.      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατά την επείγουσα διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, υποστήριξε ότι η υπόθεση αφορά την ερμηνεία διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που εμπίπτουν στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ.

28.      Όσον αφορά το κριτήριο του επείγοντος, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε, αφενός, ότι, από τις 2 Μαΐου 2024, ο C τελεί υπό κράτηση και ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, εξακολουθούσε να τελεί υπό κράτηση και, αφετέρου, ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στο προδικαστικό ερώτημα είναι καθοριστική για να κριθεί αν το δικαστήριο αυτό υποχρεούται, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, να διατάξει την άμεση απόλυσή του.

29.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 14 Ιουνίου 2024, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου να εκδικάσει την υπό κρίση υπόθεση με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

30.      Ο C, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Οι ίδιοι μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν και προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Ιουλίου 2024.

V.      Ανάλυση

Α.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

31.      Προκαταρκτικώς, κρίνω σκόπιμο, πριν αρχίσω την ανάλυσή μου, να παρουσιάσω συνοπτικά το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο και τη σχετική νομολογία (1), καθώς και να διευκρινίσω το περιεχόμενο του προδικαστικού ερωτήματος, όπως αυτό υποβλήθηκε (2).

1.      Επί του εφαρμοστέου κανονιστικού πλαισίου και της σχετικής νομολογίας

α)      Επισκόπηση των νομικών καθεστώτων σχετικά με την κράτηση

32.      Εκ προοιμίου, φρονώ ότι είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφορετικών νομικών καθεστώτων σχετικά με την κράτηση στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής ασύλου και μετανάστευσης και, ειδικότερα, αφενός, της κράτησης που διατάσσεται κατά αιτούντος διεθνή προστασία, μεταξύ άλλων, δυνάμει της οδηγίας περί υποδοχής ή στο πλαίσιο της μεταφοράς αιτούντος τέτοια προστασία στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς του δυνάμει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και, αφετέρου, της κράτησης ενόψει απομάκρυνσης που διέπεται από την οδηγία περί επιστροφής, η οποία αφορά τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών. Μολονότι τα καθεστώτα αυτά έχουν κοινά στοιχεία όσον αφορά τις παρεχόμενες εγγυήσεις και την εφαρμογή τους, διακρίνονται καθόσον επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς (12).

33.      Κατά πρώτον, όσον αφορά τους αιτούντες διεθνή προστασία, επισημαίνεται, αφενός, ότι η κράτηση των αιτούντων αυτών πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία (13). Ειδικότερα, το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας περί υποδοχής περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση των έξι λόγων που μπορούν να δικαιολογήσουν την κράτηση ενός αιτούντος διεθνή προστασία, ενώ καθένας από τους λόγους αυτούς ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένη ανάγκη και έχει αυτοτελή χαρακτήρα (14). Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι ένας αιτών μπορεί να υποβληθεί σε κράτηση μόνο για πολύ συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο (15). Όσον αφορά του αιτούντες διεθνή προστασία που εμπίπτουν στη διαδικασία του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η εν λόγω διάταξη, στο στοιχείο στʹ, παραπέμπει στο άρθρο 28 του κανονισμού αυτού. Ειδικότερα, το άρθρο 28, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να κρατούν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ώστε να εξασφαλίζονται οι διαδικασίες μεταφοράς σύμφωνα με τον ίδιο κανονισμό, εφόσον υπάρχει σημαντικός κίνδυνος διαφυγής τους. Επιπλέον, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι, μόνον εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, επιτρέπεται η θέση υπό κράτηση, εάν δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα. Επομένως, οι εθνικές αρχές μπορούν να θέσουν υπό κράτηση αιτούντα διεθνή προστασία μόνον αφού έχουν προηγουμένως ελέγξει, κατά περίπτωση, αν η κράτηση αυτή είναι ανάλογη προς τους σκοπούς που επιδιώκει (16).

34.      Αφετέρου, όσον αφορά τις παρεχόμενες εγγυήσεις σχετικά με τη διάρκεια της κράτησης, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας περί υποδοχής, η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και εφαρμόζεται μόνο για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι της κράτησης, οι δε διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τους λόγους κράτησης εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις, ενώ οι καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στον αιτούντα δεν δικαιολογούν συνέχιση της κράτησης (17). Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας προσθέτει ότι, όταν, κατόπιν της δικαστικής επανεξέτασης, η κράτηση θεωρείται παράνομη, ο αιτών πρέπει να αφήνεται αμέσως ελεύθερος. Η διάταξη αυτή δεν προβλέπει προθεσμία μετά τη λήξη της οποίας η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία θεωρείται αυτομάτως παράνομη, εφόσον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μεριμνά ώστε, αφενός, η κράτηση να διαρκεί μόνον για όσο διάστημα συντρέχει ο λόγος που τη δικαιολογεί και, αφετέρου, οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τον λόγο αυτόν διεξάγονται με επιμέλεια (18). Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται, δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 4, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, στα μέτρα κράτησης που λαμβάνονται προκειμένου να εξασφαλίζεται η μεταφορά στο υπεύθυνο κράτος μέλος δυνάμει του κανονισμού αυτού (19).

35.      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, αφενός, υπογραμμίζεται ότι η χρήση της κράτησης ενόψει απομάκρυνσης πρέπει να είναι περιορισμένη και να εξαρτάται από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Υπενθυμίζεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 2, η οδηγία περί επιστροφής επιδιώκει την καθιέρωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής απομάκρυνσης και επαναπατρισμού, με βάση κοινούς κανόνες, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να επιστρέφουν με ανθρώπινους όρους και με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους. Συνεπώς, η κράτηση επιτρέπεται μόνο για «την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης» και εφόσον δεν αρκεί η εφαρμογή λιγότερο αναγκαστικών μέτρων (20). Συγκεκριμένα, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη «μπορούν να θέτουν απλώς υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν: α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης». Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι οι δύο αυτοί λόγοι δεν είναι εξαντλητικοί, τα δε κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν και άλλους ειδικούς λόγους κράτησης, συμπληρωματικά προς τους δύο λόγους οι οποίοι ρητώς προβλέπονται στη διάταξη αυτή (21). Ωστόσο, η θέσπιση συμπληρωματικών λόγων κράτησης πρέπει να οριοθετείται αυστηρά τόσο από τις απαιτήσεις που απορρέουν από την ίδια την οδηγία περί επιστροφής όσο και από εκείνες που απορρέουν από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και, ειδικότερα, του θεμελιώδους δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη καθώς και της αρχής της αναλογικότητας (22).  Για παράδειγμα, ένας υπήκοος τρίτης χώρας δεν μπορεί να τεθεί υπό κράτηση για τον λόγο και μόνον ότι έχει εκδοθεί εις βάρος του απόφαση επιστροφής και ότι δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του (23). Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει επίσης επισημάνει ότι το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας δεν αποκλείει να ληφθεί κατά του εν λόγω υπηκόου, εάν αυτός συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια, μέτρο κράτησης εν αναμονή της απομακρύνσεώς του (24).

36.      Αφετέρου, όσον αφορά τις εγγυήσεις σχετικά με τη διάρκεια της κράτησης, ομοίως προς την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία, το άρθρο 15 της οδηγίας περί επιστροφής προβλέπει ότι η κράτηση αυτή πρέπει να έχει «τη μικρότερη δυνατή διάρκεια» και να «διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια». Η απαίτηση κατά την οποία η κράτηση αυτή πρέπει να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη επαναλαμβάνεται πολλές φορές σε άλλες διατάξεις της οδηγίας περί επιστροφής. Συγκεκριμένα, πρώτον, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, «[ο] συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας απολύεται αμέσως εάν η κράτηση δεν είναι νόμιμη». Δεύτερον, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, «[ο]σάκις καθίσταται πρόδηλο ότι δεν υφίσταται πλέον λογικά προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους λόγους ή όταν παύουν να ισχύουν οι όροι της παραγράφου 1, η κράτηση παύει να δικαιολογείται και το συγκεκριμένο πρόσωπο απολύεται αμέσως». Τρίτον, το άρθρο 15, παράγραφος 5, της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι «[η] κράτηση εξακολουθεί καθ’ όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 και είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει περιορισμένη περίοδο κράτησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξάμηνο». Τέταρτον, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 6, της οδηγίας περί επιστροφής, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρατείνουν αυτό το χρονικό διάστημα των έξι μηνών «παρά μόνο για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες», τούτο δε υπό αυστηρές προϋποθέσεις, ήτοι, στην περίπτωση που η μη εκτέλεση της αποφάσεως επιστροφής κατά τη διάρκεια των έξι αυτών μηνών οφείλεται σε άρνηση συνεργασίας του ενδιαφερομένου ή σε καθυστερήσεις στη λήψη των αναγκαίων εγγράφων από την οικεία τρίτη χώρα (25).

β)      Η συναφής νομολογία

37.      Μολονότι τα σχετικά με την κράτηση καθεστώτα μπορεί να διαφέρουν ως προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, εντούτοις παρουσιάζουν κοινά στοιχεία. Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης) (C-704/20 και C‑39/21, στο εξής: απόφαση «Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης», EU:C:2022:858), το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου παρέσχε γενικές κατευθύνσεις σχετικά με τους όρους κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας στο πλαίσιο των διαφορετικών αυτών καθεστώτων, τόσο υπό το πρίσμα του σεβασμού του δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη όσο και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 47 του Χάρτη.

38.      Κατά πρώτον, όσον αφορά τον σεβασμό του δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη, πρώτον, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι κάθε κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων συνιστά σοβαρή επέμβαση στο δικαίωμα στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη (26). Συγκεκριμένα, όπως προβλέπει το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας περί υποδοχής, το μέτρο κράτησης συνίσταται στον περιορισμό ενός προσώπου σε ειδικό χώρο. Από το γράμμα, το ιστορικό θέσπισης και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η συγκεκριμένη διάταξη, το περιεχόμενο της οποίας μπορεί εξάλλου να εφαρμοστεί και ως προς την έννοια του όρου «κράτηση» της οδηγίας περί επιστροφής και του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (27), συνάγεται ότι με την κράτηση επιβάλλεται στον ενδιαφερόμενο να παραμένει μονίμως εντός περιορισμένης και κλειστής περιμέτρου και, ως εκ τούτου, τον απομονώνει από τον υπόλοιπο πληθυσμό και του στερεί την ελευθερία μετακίνησης. Από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη προκύπτει ότι κάθε περιορισμός στην άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο του εν λόγω δικαιώματος, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (28).

39.      Δεύτερον, το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι τα μέτρα κράτησης, κατά την έννοια της οδηγίας περί επιστροφής, της οδηγίας περί υποδοχής και του κανονισμού Δουβλίνο III, δεν σκοπούν στη δίωξη ή την καταστολή ποινικών αδικημάτων, αλλά στην επίτευξη των επιδιωκόμενων με τις εν λόγω νομοθετικές πράξεις σκοπών (29). Τέτοια μέτρα κράτησης δεν έχουν, συνεπώς, κανέναν τιμωρητικό σκοπό (30). Συγκεκριμένα, η οδηγία περί επιστροφής προβλέπει ότι η κράτηση πρέπει να λαμβάνει χώρα κατά κανόνα σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης, οι οποίες διακρίνονται από τα σωφρονιστικά καταστήματα (31), και, όταν τούτο δεν είναι δυνατό, σε σωφρονιστικά καταστήματα, εφόσον ο κρατούμενος κρατείται χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου (32).

40.      Τρίτον, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας της επέμβασης αυτής στο δικαίωμα στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη και της σημασίας του δικαιώματος αυτού, η εξουσία που αναγνωρίζεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να θέτουν υπό κράτηση υπηκόους τρίτων χωρών οριοθετείται αυστηρώς (33). Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή, όπως και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, επιβάλλει μια στενή ερμηνεία των περιστάσεων στις οποίες επιτρέπεται η στέρηση της ελευθερίας, δεδομένου ότι αυτές συνιστούν εξαιρέσεις στο θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια (34). Συνεπώς, η κράτηση μπορεί να διαταχθεί ή να παραταθεί μόνον εφόσον τηρούνται γενικοί και αφηρημένοι κανόνες οι οποίοι καθορίζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις της (35).

41.      Οι εν λόγω γενικοί και αφηρημένοι κανόνες καθορίζουν, εν είδει κοινών προτύπων της Ένωσης, τις προϋποθέσεις της κράτησης που διαλαμβάνονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, καθώς και παράγραφοι 4, 5 και 6, της οδηγίας περί επιστροφής, στο άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, στο άρθρο 9, παράγραφοι 1, 2 και 4, της οδηγίας περί υποδοχής και στο άρθρο 28, παράγραφοι 2, 3 και 4, του κανονισμού Δουβλίνο III (36). Οι ως άνω κανόνες, αφενός, και οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που τους θέτουν σε εφαρμογή, αφετέρου, συνιστούν τους κανόνες οι οποίοι απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και καθορίζουν τις προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης, υπό το πρίσμα επίσης του άρθρου 6 του Χάρτη (37).

42.      Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν μπορεί, όπως διευκρινίζουν το άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί επιστροφής, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας περί υποδοχής και το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, να τεθεί υπό κράτηση, εάν μπορεί να εφαρμοστεί αποτελεσματικά ένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο. Εν συνεχεία, όταν προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης, των οποίων γίνεται μνεία στο σημείο 41 των παρουσών προτάσεων, δεν πληρούνταν ή δεν πληρούνται πλέον, ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας πρέπει να αφήνεται αμέσως ελεύθερος, όπως εξάλλου ορίζει ρητώς ο νομοθέτης της Ένωσης στο άρθρο 15, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, και παράγραφος 4, της οδηγίας περί επιστροφής καθώς και στο άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί υποδοχής. Τέλος, το ίδιο ισχύει, μεταξύ άλλων, όταν διαπιστώνεται ότι η διαδικασία επιστροφής, η διαδικασία εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή η διαδικασία μεταφοράς, κατά περίπτωση, δεν διεξάγεται πλέον με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια (38).

43.      Κατά δεύτερον, όσον αφορά το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των υπό κράτηση υπηκόων τρίτων χωρών, αποτελεί πάγια νομολογία ότι τα κράτη μέλη πρέπει, βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη, να διασφαλίζουν την αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που παρέχονται στους πολίτες βάσει της έννομης τάξης της Ένωσης (39).

44.      Όσον αφορά τη θέση υπό κράτηση, οι προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης που μνημονεύθηκαν στο σημείο 41 των παρουσών προτάσεων αποσκοπούν στην προστασία των υπηκόων τρίτων χωρών από την αυθαίρετη κράτηση (40) και υλοποιούν στον συγκεκριμένο τομέα το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη (41). Επιπλέον, οι κοινοί κανόνες της Ένωσης επί του ζητήματος αυτού διαλαμβάνονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας περί επιστροφής και στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας περί υποδοχής. Η τελευταία αυτή διάταξη εφαρμόζεται επίσης, δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 4, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, στο πλαίσιο των διαδικασιών μεταφοράς που διέπονται από αυτόν. Κατά τις συγκεκριμένες διατάξεις, κάθε κράτος μέλος πρέπει να προβλέπει, στην περίπτωση που η κράτηση διατάσσεται από διοικητική αρχή, την «ταχεία» δικαστική επανεξέταση της νομιμότητάς της είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου (42).

45.      Όσον αφορά τη δικαστική επανεξέταση της νομιμότητας μέτρου κράτησης, το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης απαιτεί, χωρίς εξαίρεση, να ελέγχονται οι προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης «ανά εύλογα χρονικά διαστήματα» (43), η αρμόδια αρχή υποχρεούται να πραγματοποιεί αυτεπαγγέλτως την επανεξέταση, ακόμη και αν δεν το έχει ζητήσει ο ενδιαφερόμενος. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν περιορίστηκε στη θέσπιση κοινών κανόνων ουσιαστικού δικαίου, αλλά εισήγαγε επίσης κοινούς δικονομικούς κανόνες, σκοπός των οποίων είναι να διασφαλιστεί η ύπαρξη, σε κάθε κράτος μέλος, καθεστώτος το οποίο επιτρέπει στην αρμόδια δικαστική αρχή να αφήνει ελεύθερο τον ενδιαφερόμενο, ενδεχομένως κατόπιν αυτεπάγγελτης εξέτασης, μόλις προκύψει ότι η κράτησή του δεν είναι ή έχει παύσει να είναι νόμιμη (44).

46.      Προκειμένου το καθεστώς προστασίας να διασφαλίζει αποτελεσματικά την τήρηση των αυστηρών προϋποθέσεων νομιμότητας όσον αφορά την επιβολή μέτρου κράτησης, η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να είναι σε θέση να αποφαίνεται επί κάθε κρίσιμου πραγματικού ή νομικού στοιχείου για την εξακρίβωση της νομιμότητας του μέτρου, έστω και αν ο ενδιαφερόμενος δεν επικαλέστηκε την έλλειψη νομιμότητας ενός τέτοιου μέτρου. Η ερμηνεία αυτή εγγυάται ότι η δικαστική προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στην ελευθερία διασφαλίζεται κατά τρόπο αποτελεσματικό σε όλα τα κράτη μέλη, ανεξαρτήτως του αν προβλέπεται σε αυτά σύστημα κατά το οποίο η απόφαση κράτησης λαμβάνεται από διοικητική αρχή με δικαστική εποπτεία ή σύστημα κατά το οποίο η εν λόγω απόφαση λαμβάνεται απευθείας από δικαστική αρχή (45).

47.      Υπό το πρίσμα αυτών των διευκρινίσεων προτείνω να εξεταστεί το προδικαστικό ερώτημα.

2.      Επί του περιεχομένου του προδικαστικού ερωτήματος

48.      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, δυνάμει των κρίσιμων διατάξεων, η δικαστική αρχή «οφείλει πάντοτε να διατάσσει την άμεση απόλυση του κρατουμένου εάν η κράτηση ήταν ή κατέστη παράνομη σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της αδιάλειπτης εκτέλεσης πλειόνων διαδοχικών μέτρων κράτησης».

49.      Για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια, φρονώ ότι το ερώτημα αυτό πρέπει να αναδιατυπωθεί.

50.      Πρώτον, το ερώτημα, όπως έχει διατυπωθεί, δεν περιλαμβάνει τον λόγο για τον οποίο η αρχική κράτηση «ήταν ή κατέστη παράνομη», δηλαδή το γεγονός ότι ο C δεν απολύθηκε εντός της προβλεπόμενης από το εθνικό δίκαιο προθεσμίας. Ωστόσο, κάθε ένας από τους λόγους που δικαιολογούν τη θέση υπό κράτηση ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένη ανάγκη, ενώ ο λόγος για τον οποίο η κράτηση θεωρείται παράνομη μπορεί και αυτός να συνδέεται με την ανάγκη αυτή, με αποτέλεσμα η ανάλυση να μην μπορεί να διενεργηθεί κατά το τρόπο αφηρημένο (46).

51.      Δεύτερον, το ερώτημα στηρίζεται σε μία πραιτωρική κατασκευή σύμφωνα με την οποία θα υφίστατο, στην προκειμένη περίπτωση, «αδιάλειπτη εκτέλεση σειράς διαδοχικών μέτρων κράτησης». Μολονότι, βεβαίως, από χρονικής απόψεως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα διαδοχικά μέτρα κράτησης συνιστούν μία και την αυτή κράτηση, από την άποψη της ασκήσεως δικαστικού ελέγχου, τούτο δεν ισχύει. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα σημεία 32 έως 35 των παρουσών προτάσεων, τα σχετικά με την κράτηση νομικά καθεστώτα υπόκεινται σε διαφορετικές προϋποθέσεις, κάθε δε μέτρο έχει αυτοτελή χαρακτήρα. Επομένως, η νομολογιακή κατασκευή στην οποία στηρίζεται το αιτούν δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι καθένα από τα «διαδοχικά μέτρα κράτησης» μπορεί να στηρίζεται σε διαφορετικές νομικές βάσεις και/ή διαφορετικούς λόγους, πράγμα το οποίο, από δικονομικής απόψεως, δικαιολογεί, επιπλέον, το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά αποτελούν, όπως εν προκειμένω, αντικείμενο διαφορετικών προσφυγών.

52.      Τρίτον, η διατύπωση που επέλεξε το αιτούν δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη τη χρονική διάσταση του νομικού καθεστώτος του C, ο οποίος, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, δεν είναι πλέον «αιτών διεθνή προστασία». Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει υποβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, από τις 14 Μαΐου 2024 –ήτοι από την ημερομηνία κατά την οποία οι ισπανικές αρχές έλαβαν την απόφαση να απορρίψουν το αίτημα μεταφοράς, κατά της οποίας ο C δεν έχει ασκήσει προσφυγή– ο Cδεν είναι πλέον αιτών διεθνή προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί υποδοχής, και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής ούτε, κατά μείζονα λόγο, της διαδικασίας που προβλέπεται στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ (47). Ομοίως, στο μέτρο που δεν προκύπτει από τη δικογραφία που έχει διαβιβαστεί στο Δικαστήριο ότι ο C έχει δικαίωμα ή άδεια διαμονής, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί επιστροφής, πρέπει να θεωρηθεί ότι, από τις 14 Μαΐου 2024, o C διαμένει παρανόμως στο ολλανδικό έδαφος (48) και εμπίπτει, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί επιστροφής (49). Περαιτέρω, υπενθυμίζω ότι ένα μέτρο κράτησης που ελήφθη βάσει απόφασης επιστροφής, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 4, της οδηγίας περί επιστροφής, δεν μπορεί να εφαρμοστεί ταυτόχρονα, ακόμη κι αν ελήφθη επικουρικώς, πριν από την απόρριψη της αναδοχής του C από τις ισπανικές αρχές (50).

53.      Τέταρτον, το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα αναφέρει ρητώς το «άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ» της οδηγίας περί επιστροφής, αλλά δεν αναφέρει την παράγραφο 4 της ίδιας διατάξεως, η οποία επιβάλλει την άμεση απόλυση όταν, μεταξύ άλλων, «παύουν να ισχύουν οι όροι της παραγράφου 1» και «η κράτηση παύει να δικαιολογείται», περίσταση που αντικατοπτρίζει περισσότερο τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης.

54.      Τέλος, εκτιμώ ότι είναι αναγκαία μια ορολογική επεξήγηση. Το αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, χαρακτηρίζει ως «παράνομο» το πρώτο μέτρο κράτησης. Εκτιμώ, ωστόσο, ότι ο χαρακτηρισμός αυτός δεν αποδίδει με ακρίβεια τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι, εφόσον ο C δεν απολύθηκε εντός της προθεσμίας των 48 ωρών, παράνομη κατέστη αυτή καθαυτή η κράτηση και όχι το πρώτο μέτρο, με το οποίο αυτή διατάχθηκε, το οποίο απλώς κατέστη άνευ αντικειμένου (έπαυσε να ισχύει) λόγω του ότι απώλεσε το λόγο ύπαρξής του.

55.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων και προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στα ζητήματα που θέτει το αιτούν δικαστήριο, προτείνω να αναδιατυπωθεί το ερώτημα ως εξής:

Έχει το άρθρο 15, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, και παράγραφος 4, της οδηγίας περί επιστροφής, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη, την έννοια ότι επιβάλλει σε δικαστική αρχή, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας ενός μέτρου κράτησης, την υποχρέωση να απολύσει αμέσως υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος έχει τεθεί υπό κράτηση σύμφωνα με τους κανόνες της οδηγίας περί επιστροφής, για τον λόγο και μόνον ότι μία άλλη κράτηση, στην οποία είχε τεθεί ο υπήκοος αυτός προηγουμένως και κατά τρόπο αδιάλειπτο, δυνάμει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις νομιμότητας λόγω του ότι ο εν λόγω υπήκοος δεν απολύθηκε αμέσως μετά τη διαπίστωση ότι η προηγούμενη αυτή κράτηση έπαυσε να δικαιολογείται, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας περί υποδοχής, σε συνδυασμό με το άρθρο 28, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού;

Β.      Επί του προδικαστικού ερωτήματος

56.      Το Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αν ο παράνομος χαρακτήρας της πρώτης κράτησης λόγω της παράλειψης απόλυσης του ενδιαφερομένου εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα του δεύτερου μέτρου κράτησης, με αποτέλεσμα το αιτούν δικαστήριο να πρέπει να διατάξει την άμεση απόλυση του προσώπου αυτού.

57.      Με το ερώτημα αυτό καλείται, συνεπώς, το Δικαστήριο να αποφανθεί επί τριών διαφορετικών πτυχών της εφαρμογής των μέτρων κράτησης: επί των συνεπειών της λήξης μιας κράτησης και επί των διάφορων επιλογών που έχει στη διάθεσή της η διοίκηση (1), επί των χρονικών ορίων της υποχρέωσης άμεσης απόλυσης (2) και επί των διαθέσιμων μέτρων προκειμένου να θεραπευθεί ενδεχόμενη έλλειψη νομιμότητας που συνδέεται με πλημμέλεια ως προς την εφαρμογή μέτρου κράτησης (3).

1.      Επί των συνεπειών της λήξεως μίας κράτησης

58.      Κατά πρώτον, θεωρώ απαραίτητο να εξεταστεί το ζήτημα αν μπορεί να επιτραπεί κράτηση δυνάμει της οδηγίας περί επιστροφής κατόπιν κράτησης επιβληθείσας δυνάμει της οδηγίας περί υποδοχής ή του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

59.      Η απάντηση επί του ζητήματος αυτού είναι καταφατική.

60.      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζοντας τον αυτοτελή χαρακτήρα κάθε μέτρου κράτησης, το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ρητώς ότι, όταν μία κράτηση παύει να δικαιολογείται, πέραν της άμεσης απόλυσης, μια δικαστική αρχή μπορεί να διατάξει εναλλακτικό μέτρο αντί της κράτησης. Συγκεκριμένα, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως και, σε μία τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση, καθώς και να διατάξει «είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου» (51). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση παραμένει σε ισχύ και η κράτηση αυτή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού (52). Η προσέγγιση αυτή συνάδει επίσης με τη νομολογία του ΕΔΔΑ επί της εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, το οποίο έχει αναγνωρίσει ότι η συνέχιση της κράτησης μπορεί να δικαιολογείται πλήρως, εφόσον τηρείται η αρχή της ασφάλειας δικαίου (53).

61.      Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι η οδηγία περί επιστροφής είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου τερματίζεται οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που απορριφθεί η αίτηση ασύλου. Πράγματι, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (54).

62.      Εν συνεχεία, το γεγονός ότι, μετά το πέρας της κράτησης, μπορεί πράγματι να επιτραπεί νέα κράτηση επί διαφορετικής βάσεως, ενισχύεται, έστω και έμμεσα, από το σημείο 14.5 του «εγχειριδίου περί επιστροφής», το οποίο ορίζει ότι «[ο] μέγιστος χρόνος κράτησης που προβλέπεται από την οδηγία περί επιστροφής δεν πρέπει να υπονομεύεται μέσω της εκ νέου κράτησης των επιστρεφόντων αμέσως μετά την απόλυσή τους» (55).

63.      Τέλος, κατ’ αναλογίαν, επισημαίνω ότι, στην πράξη, τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν συχνά την περίπτωση κατά την οποία υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος τελεί υπό κράτηση βάσει της οδηγίας περί επιστροφής, υποβάλλει αίτηση χορήγησης ασύλου, περίσταση που επιτάσσει τη συνέχιση της κράτησης, αυτή τη φορά βάσει της οδηγίας περί υποδοχής, προκειμένου να προσδιοριστούν τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η αίτηση διεθνούς προστασίας όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής.

2.      Επί των χρονικών ορίων της υποχρέωσης άμεσης απόλυσης

64.      Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι, με την αίτησή του, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι η εθνική νομική πρακτική, στο πλαίσιο της οποίας παρέχεται στη διοικητική αρχή προθεσμία 48 ωρών, κατά την οποία συνεχίζεται η κράτηση του ενδιαφερομένου, προκειμένου να επιβάλει νέο μέτρο κράτησης επί άλλης βάσεως, αφότου κατέστη βέβαιο ότι ο επιδιωκόμενος με το πρώτο μέτρο σκοπός δεν μπορεί πλέον να επιτευχθεί, δεν παρίσταται συμβατή με την υποχρέωση «άμεσης» απόλυσης.

65.      Εν προκειμένω, ο Υφυπουργός αναγνώρισε ρητώς ότι δεν εκτέλεσε το εν λόγω μέτρο κράτησης με την απαιτούμενη επιμέλεια, δεδομένου ότι υπερέβη κατά μία ημέρα τη μέγιστη προθεσμία των 48 ωρών πριν από τη λήψη του δεύτερου μέτρου κράτησης και ότι, ως εκ τούτου, η πρώτη κράτηση κατέστη παράνομη λόγω της υπέρβασης αυτής. Για τον λόγο αυτό πρότεινε επίσης αποζημίωση ύψους 100 ευρώ. Εξάλλου, η ανάλυση αυτή δεν αμφισβητείται από τον C, ο οποίος επίσης θεωρεί ότι η παρανομία διήρκεσε μία ημέρα.

66.      Εντούτοις, για λόγους πληρότητας, και στο μέτρο που το ζήτημα αυτό τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο, θεωρώ χρήσιμο να εξεταστεί το ακριβές περιεχόμενο της εκπλήρωσης της υποχρέωσης άμεσης απόλυσης που προβλέπεται από τις κρίσιμες διατάξεις.

67.      Συναφώς, πρώτον, επισημαίνω ότι σύμφωνα με το γράμμα των κρίσιμων διατάξεων που αφορούν τους αιτούντες διεθνή προστασία, η υποχρέωση άμεσης απόλυσης βαρύνει τις δικαστικές αρχές. Συγκεκριμένα, το άρθρο 9 της οδηγίας περί υποδοχής, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 28, παράγραφος 4, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, προβλέπει την άμεση απόλυση «[ό]ταν, κατόπιν της δικαστικής επανεξέτασης, η κράτηση θεωρείται παράνομη» (56). Ομοίως, όσον αφορά τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, μολονότι η οδηγία περί επιστροφής ορίζει, στο άρθρο 15, παράγραφος 2, ότι τα μέτρα κράτησης δύνανται να διατάσσονται από διοικητικές ή δικαστικές αρχές, προβλέπει επίσης ότι τα μέτρα αυτά αποτελούν αντικείμενο ταχείας δικαστικής επανεξέτασης της νομιμότητας (57). Συνεπώς, η διάταξη, η οποία απαιτεί «[ο] συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας [να] απολύεται αμέσως εάν η κράτηση δεν είναι νόμιμη», προϋποθέτει την προηγούμενη δικαστική επανεξέταση, όπερ σημαίνει ότι η υποχρέωση απόλυσης βαρύνει επίσης τις δικαστικές αρχές. Η συλλογιστική αυτή εφαρμόζεται επίσης στην υποχρέωση απόλυσης που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου αυτού.

68.      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι ούτε η οδηγία περί επιστροφής ούτε η οδηγία περί υποδοχής ούτε ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ προβλέπουν μέγιστη προθεσμία πριν από την «άμεση» απόλυση. Ειδικότερα, ο όρος «άμεσος» υποδεικνύει κατά τη συνήθη έννοιά του αυτό «που λαμβάνει χώρα την ίδια στιγμή ή που πρέπει να συμβεί χωρίς καθυστέρηση» (58). Συνεπώς, θα ήταν αντιφατικό να προβλέπεται προθεσμία, ακόμη και σύντομη, για την άμεση απόλυση.

69.      Η εν λόγω ερμηνεία συνάδει επίσης με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο, όσον αφορά την καθυστέρηση στην εκτέλεση απόφασης απόλυσης, έχει κρίνει ότι είναι αδιανόητο, σε ένα κράτος δικαίου, ένα πρόσωπο να στερείται της ελευθερίας του παρά την ύπαρξη δικαστικής απόφασης που διατάσσει την απόλυσή του (59). Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι ορισμένη καθυστέρηση στην εκτέλεση απόφασης απόλυσης ενός κρατούμενου είναι «κατανοητή και συχνά αναπόφευκτη», λαμβανομένων υπόψη των πρακτικών αναγκών της λειτουργίας των δικαστηρίων και της διεκπεραίωσης συγκεκριμένων διοικητικών διατυπώσεων, ωστόσο οι εθνικές αρχές οφείλουν να προσπαθούν να μειώσουν κατά το μέγιστο δυνατόν την καθυστέρηση αυτή (60). Οι διοικητικές διατυπώσεις που σχετίζονται με την απόλυση δεν δύναται να δικαιολογούν καθυστέρηση μεγαλύτερη κάποιων ωρών (61). Η παράνομη σύλληψη προσώπων των οποίων η κράτηση δεν δικαιολογείται πλέον, λόγω διοικητικών κενών κατά τη διαβίβαση εγγράφων μεταξύ διαφόρων κρατικών οργάνων, συνιστά παράβαση του άρθρου 5, ακόμη και αν έχει σύντομη διάρκεια (62).

70.      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν η υποχρέωση απόλυσης μπορεί να ισχύει για τις διοικητικές αρχές που είναι αρμόδιες να επιβάλουν μέτρα κράτησης (μεταξύ άλλων, βάσει της οδηγίας περί επιστροφής). Συναφώς, όταν οι διοικητικές αρχές εκτιμούν ότι απαιτείται νέο διαδοχικό μέτρο κράτησης, τόσο η άρση του πρώτου μέτρου κράτησης όσο και η επανεξέταση και η αιτιολογία του νέου μέτρου κράτησης απαιτούν την έκδοση πλειόνων διοικητικών πράξεων οι οποίες απαιτούν χρόνο, διότι συνεπάγονται όχι μόνο ορισμένη διεργασία προβληματισμού και εσωτερικής διαβουλεύσεως, αλλά και την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου (αν, μεταξύ άλλων, η κράτηση επιβάλλεται επί άλλης βάσεως). Επί του σημείου αυτού, το δίκαιο της Ένωσης, επιδεικνύοντας ρεαλισμό, δεν προβλέπει καμία διάταξη σχετική με τέτοιες πράξεις και τη διάρκειά τους. Πράγματι, η επιβολή συγκεκριμένης προθεσμίας δεν θα ήταν σκόπιμη, δεδομένου ότι οι λόγοι της νέας κράτησης μπορεί να ποικίλλουν και να δικαιολογούν περιόδους κατά το μάλλον ή ήττον μακρές. Επομένως, το ζήτημα αυτό εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.

71.      Υπενθυμίζεται ότι, στηριζόμενο ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας περί επιστροφής, η οποία διευκρινίζει ότι η «αρχική σύλληψη» υπηκόων τρίτων χωρών που είναι ύποπτοι για παράνομη διαμονή εντός κράτους μέλους εξακολουθεί να διέπεται από την εθνική νομοθεσία, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία αυτή δεν απαγορεύει τη θέση υπό κράτηση με σκοπό τον προσδιορισμό του νόμιμου ή μη χαρακτήρα της διαμονής υπηκόου τρίτης χώρας. Προς τούτο, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι ο σκοπός της οδηγίας περί επιστροφής, ήτοι η αποτελεσματική διαδικασία επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων σε κράτος μέλος υπηκόων τρίτων χωρών στη χώρα τους, θα διακυβευόταν αν εμποδίζονταν τα κράτη μέλη να αποτρέψουν, με μέτρο στερητικό της ελευθερίας όπως η προσωρινή κράτηση, την απόδραση ενός προσώπου ύποπτου για παράνομη διαμονή πριν ακόμα αποσαφηνιστεί η κατάστασή του. Μολονότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαθέτουν βραχεία μεν, πλην όμως εύλογη προθεσμία για την ταυτοποίηση του ελεγχόμενου προσώπου και για την αναζήτηση των στοιχείων που επιτρέπουν να καθοριστεί κατά πόσον το πρόσωπο αυτό είναι παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας, οφείλουν επίσης να ενεργούν επιμελώς και να λαμβάνουν αμελλητί θέση επί του παρανόμου ή μη χαρακτήρα της διαμονής του ενδιαφερομένου προσώπου (63). Συνεπώς, κατ’ αναλογίαν και εμμέσως, συνάγεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη παράσχει στις διοικητικές αρχές των κρατών μελών εύλογη προθεσμία για την επιβολή ενδεχόμενης (νέας) κράτησης, εφόσον υφίστανται λόγοι που δικαιολογούν τέτοια κράτηση και υπό την προϋπόθεση ότι ενεργούν ταχέως (64).

72.      Τρίτον, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει, κατά περίπτωση, αν, λαμβανομένης υπόψη της μέσης διάρκειας της διαδικασίας εκδόσεως των διοικητικών πράξεων που επικαλείται η διοίκηση, μια μέγιστη προθεσμία, όπως η προθεσμία των 48 ωρών, συνιστά εύλογη προθεσμία. Εκ πρώτης όψεως (65), τούτο φαίνεται να συμβαίνει. Εντούτοις, παραμένει σημαντικό η διοικητική αρχή να αιτιολογήσει τον λόγο για τον οποίο χρειάζεται 48 ώρες, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις κρίσιμες πραγματικές και νομικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Εν προκειμένω, ο κίνδυνος διαφυγής ήταν αυτός που δικαιολογούσε, κατ’ ουσίαν, την κράτηση βάσει, κατ’ αρχάς, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και, εν συνεχεία, της οδηγίας περί επιστροφής. Ένας τέτοιος λόγος κράτησης, ως εκ της φύσεώς του, δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος παύει να είναι αιτών διεθνή προστασία. Τέλος, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι, ακόμη και πέραν από την υπό κρίση υπόθεση, αν δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί τη λήψη νέου μέτρου κράτησης, ο Υφυπουργός δεν διαθέτει ούτε 48 ώρες για να την τερματίσει, αλλά οφείλει να δράσει το ταχύτερο δυνατόν, συνήθως εντός της ίδιας ημέρας.

3.      Επί του δικαιώματος αποζημιώσεως

73.      Τέλος, κατά τρίτον, υπογραμμίζεται ότι, αντιθέτως προς όσα επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, στα εθνικά διοικητικά συστήματα αλλά και στο δίκαιο της Ένωσης, η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα μίας πράξης δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην πλήρη αποκατάσταση (restitutio in integrum), εν προκειμένω την άμεση απόλυση, η οποία παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να αποκατασταθεί στα δικαιώματά του, όταν αυτό δεν είναι πλέον ουσιαστικώς δυνατό. Πράγματι, από την ίδια τη φύση των πραγμάτων, η μη τήρηση της προθεσμίας απόλυσης δεν μπορεί να παρέχει δικαίωμα για επιπλέον ημέρες εκτός της εγκατάστασης κράτησης, ιδίως όταν η κράτηση έχει ήδη λήξει. Με άλλα λόγια, o ενδιαφερόμενος δεν θα είναι ποτέ σε θέση να ανακτήσει τις ημέρες κατά τις οποίες τελούσε παρανόμως υπό κράτηση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προβλέπεται γενικώς η καταβολή αποζημίωσης στα πρόσωπα που τέθηκαν υπό κράτηση χωρίς τελικώς να καταδικαστούν προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας. Επομένως, η λύση που προτείνει το αιτούν δικαστήριο είναι αμιγώς πραιτωρική και βολονταριστική και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ευχερώς από νομικής απόψεως (66).

74.      Εν προκειμένω, η Ολλανδική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά την οποία ο δικαστής αποφαίνεται επί της νομιμότητας της κράτησης, αλλά και αφού προηγουμένως έχει λήξει το μέτρο κράτησης, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει αποζημίωση και ο δικαστής να διατάξει τον Υφυπουργό να καταβάλει ένα ποσό αποζημίωσης, ενδεχομένως μεγαλύτερο από εκείνο που αντιστοιχεί στην κατ’ αποκοπή αποζημίωση που προτείνεται από τη διοίκηση. Φρονώ ότι ένα τέτοιο σύστημα όχι μόνο μπορεί να θεραπεύσει ενδεχόμενες παρανομίες που απορρέουν από την παράλειψη επίδειξης επιμέλειας κατά την εκτέλεση μέτρου κράτησης, αλλά και να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τη διοίκηση.

75.      Τέλος, το καθήκον επιμέλειας επιβάλλει στη διοίκηση να μην καταφεύγει συστηματικά σε καθυστερημένη απόλυση συνοδευόμενη από αποζημίωση, δεδομένου ότι το άρθρο 6 του Χάρτη αποσκοπεί στην προστασία του ενδιαφερομένου από την αυθαιρεσία, πράγμα που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει να προφυλάσσεται από κάθε κακοπιστία ή παραπλάνηση εκ μέρους των αρχών και ότι πρέπει να υφίσταται σχέση αναλογικότητας μεταξύ της προβαλλόμενης αιτιολογίας και της στέρησης της ελευθερίας.

VI.    Πρόταση

76.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Roermond (πρωτοδικείο Χάγης, με μεταβατική έδρα το Roermond, Κάτω Χώρες) ως εξής:

Το άρθρο 15, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

δεν επιβάλλει σε δικαστική αρχή, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας ενός μέτρου κράτησης, την υποχρέωση να απολύσει αμέσως υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος έχει τεθεί υπό κράτηση σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπει η οδηγία αυτή, για τον λόγο και μόνον ότι μία άλλη κράτηση, στην οποία είχε τεθεί ο υπήκοος αυτός προηγουμένως και κατά τρόπο αδιάλειπτο, δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις νομιμότητας λόγω του ότι ο εν λόγω υπήκοος δεν απολύθηκε αμέσως μετά τη διαπίστωση ότι η προηγούμενη αυτή κράτηση έπαυσε να δικαιολογείται, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33/ΕΕ, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, σε συνδυασμό με το άρθρο 28, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


i      H ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98, στο εξής: οδηγία περί επιστροφής).


3      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96, στο εξής: οδηγία περί υποδοχής).


4      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31, στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο III).


5      Η αρχή αυτή απορρέει από το άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Το άρθρο 6 του Χάρτη κατοχυρώνει επίσης την αρχή αυτή προβλέποντας ότι «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια».


6      Stb. 2000, αριθ. 497, όπως τροποποιήθηκε με ισχύ από 31 Δεκεμβρίου 2011 στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας περί επιστροφής στο ολλανδικό δίκαιο.


7      Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ο C απομακρύνθηκε από το κατάστημα κράτησης μόνο μία φορά προκειμένου να παραστεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και να τύχει αυτοπρόσωπης ακροάσεως σχετικά με τη στέρηση της ελευθερίας του, πριν από τη λήψη του δεύτερου μέτρου κράτησης.


8      Βλ. αποφάσεις του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας), της 6ης Μαΐου 2024 (ECLI:NL:RVS:2024:1869), της 23ης Δεκεμβρίου 2021 (ECLI:NL:RVS:2021:2963) και της 7ης Απριλίου 2021 (ECLI:NL:RVS:2021:705).


9      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο C επιβεβαίωσε ότι η παράλειψη επίδειξης επιμέλειας σε σχέση με τη διάρκεια της πρώτης κράτησης συνιστά τον μόνο λόγο που προβάλλεται προς αμφισβήτηση της νομιμότητας του δεύτερου μέτρου κράτησης.


10      Βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2017 (ECLI:NL:RVS:2017:3059, σκέψη 3.2). Κατά το αιτούν δικαστήριο, η πρακτική αυτή αντικατοπτρίζει το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας, αποτελούμενης από τα άρθρα 59, 59a, 94 και 96, του νόμου περί αλλοδαπών, η οποία δεν προβλέπει ρητώς την υποχρέωση της αρμόδιας δικαστικής αρχής να απολύσει αμέσως τον ενδιαφερόμενο αν εκτιμά ότι η κράτηση είναι παράνομη. Βάσει των διατάξεων αυτών, η δικαστική αρχή υποχρεούται να διατάξει την άμεση απόλυση του κρατουμένου μόνον αν το ειδικό μέτρο βάσει του οποίου συνεχίζεται η κράτηση είναι παράνομο, κατά τον χρόνο που ο δικαστής προβαίνει στη δικαστική επανεξέταση.


11      Υπό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν θα έπρεπε να διατάξει την απόλυση του C, μολονότι το δεύτερο μέτρο κράτησης δεν είναι, καθαυτό, παράνομο. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι το ζήτημα αυτό απαιτεί να καθοριστεί αν το αντικείμενο του ελέγχου της αρμόδιας δικαστικής αρχής είναι η νομιμότητα της «κράτησης», ήτοι του αδιάλειπτου χρονικού διαστήματος στέρησης της ελευθερίας, αυτής καθαυτής ή, εναλλακτικώς, αν η αρχή αυτή πρέπει να περιορίσει τον έλεγχό της στα ισχύοντα μέτρα κράτησης. Δεύτερον, το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει τη δυνατότητα συνέχισης της κράτησης για διοικητικούς λόγους ή για την προετοιμασία της έκδοσης νέας απόφασης, αλλά επιβάλλει την άμεση απόλυση, ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου κατά το οποίο εξετάζεται η νομιμότητα της κράτησης. Τρίτον, η σοβαρότητα και η διάρκεια του παράνομου χαρακτήρα του μέτρου της κράτησης δεν ασκούν επιρροή στην εκτίμηση της απόφασης αυτής, δεδομένου ότι κάθε προσβολή του δικαιώματος στην ελευθερία πρέπει να θεωρείται σοβαρή. Τέταρτον, επί του σημείου αυτού, η θεμελιώδης σημασία του δικαιώματος στην ελευθερία, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη, καθώς και της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι ο C πρέπει να απολυθεί αμέσως εφόσον η κράτηση ήταν παράνομη, ακόμη και αν τούτο συνέβη μόνο στο παρελθόν. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μόνο μέτρο που μπορεί να θεραπεύσει τον παράνομο χαρακτήρα της κράτησης είναι η απόλυση, ενώ η καταβολή αποζημίωσης είναι ανεπαρκής.


12      Πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, Kadzoev (C-357/09 PPU, EU:C:2009:741, σκέψεις 45 και 47), στην οποία διαπιστώθηκε ότι προγενέστερη ή μεταγενέστερη κράτηση βάσει της οδηγίας περί υποδοχής δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του χρόνου κράτησης βάσει της οδηγίας περί επιστροφής. Πρβλ., επίσης, σημείο 14.4.2 της σύστασης (ΕΕ) 2017/2338 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2017, για την καθιέρωση κοινού «εγχειριδίου περί επιστροφής» προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατά την εκτέλεση σχετικών με την επιστροφή καθηκόντων (ΕΕ 2017, L 339, σ. 83, στο εξής: εγχειρίδιο περί επιστροφής).


13      Βλ. άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας περί υποδοχής, καθώς και άρθρο 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60). Η αρχή αυτή επαναλαμβάνεται στο άρθρο 28, παράγραφος 1, και στην αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.


14      Βλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C-924/19 PPU και C-925/19 PPU, στο εξής: απόφαση FMS κ.λπ., EU:C:2020:367, σκέψη 250 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


15      Ήτοι: α) προκειμένου να διαπιστωθεί ή να επαληθευτεί η ταυτότητα ή η υπηκοότητά του, β) προκειμένου να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτούντος, γ) για να αποφασιστεί, στο πλαίσιο διαδικασίας, το δικαίωμα του αιτούντος για είσοδο στο έδαφος, δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει της οδηγίας περί επιστροφής, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή και/ή να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος είναι σε θέση να τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο ασκεί αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, και, στ) σύμφωνα με το άρθρο 28 του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ].


16      Απόφαση FMS κ.λπ. (σκέψη 258).


17      Απόφαση FMS κ.λπ. (σκέψη 262). Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, σε αντίθεση με την πρόταση οδηγίας [COM(2008) 815 τελικό], η οποία προέβλεπε ρητώς ότι η απόφαση για τη θέση υπό κράτηση έπρεπε να προσδιορίζει τη μέγιστη διάρκεια της κράτησης, καμία διάταξη της οδηγίας περί υποδοχής δεν καθορίζει συγκεκριμένη προθεσμία πέραν της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνται να άρουν την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία.


18      Απόφαση FMS κ.λπ. (σκέψη 265).


19      Βλ. αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού Δουβλίνο III.


20      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 της οδηγίας περί επιστροφής και αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2022, Politsei- ja Piirivalveamet (Θέση υπό κράτηση – Κίνδυνος τέλεσης ποινικού αδικήματος) (C-241/21, στο εξής: απόφαση «Κίνδυνος τέλεσης ποινικού αδικήματος», EU:C:2022:753, σκέψη 30), και της 27ης Απριλίου 2023, M.D. (Απαγόρευση εισόδου στην Ουγγαρία) (C-528/21, EU:C:2009:341, σκέψη 72).


21      Απόφαση «Κίνδυνος τέλεσης ποινικού αδικήματος» (σκέψεις 35 και 36).


22      Απόφαση «Κίνδυνος τέλεσης ποινικού αδικήματος» (σκέψεις 37 και 40 έως 43).


23      Απόφαση FMS κ.λπ. (σκέψη 281).


24      Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, ADDE κ.λπ. (C-143/22, EU:C:2023:689, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


25      Βλ., επίσης, εγχειρίδιο περί επιστροφής, κεφάλαιο 14 (με τίτλο «Κράτηση») και κεφάλαιο 15 (με τίτλο «Όροι κράτησης»).


26      Βλ. αποφάσεις «Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης» (σκέψη 72) και «Κίνδυνος τέλεσης ποινικού αδικήματος» (σκέψη 46).


27      Απόφαση «Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης» (σκέψη 73). Πράγματι, στη σκέψη 224 της αποφάσεως FMS κ.λπ., το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να προσδώσει στην έννοια της “κράτησης”, στο πλαίσιο της [οδηγίας περί επιστροφής], σημασία διαφορετική από εκείνη που έχει στο πλαίσιο της [οδηγίας περί υποδοχής]».


28      Απόφαση «Κίνδυνος τέλεσης ποινικού αδικήματος» (σκέψεις 47 έως 50). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor (C-528/15, EU:C:2017:213, σκέψεις 37 έως 40), η οποία παραπέμπει στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) της 21ης Οκτωβρίου 2013, Del Río Prada κατά Ισπανίας (CE:ECHR:2013:1021JUD004275009). Στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε εκείνα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη προβλέπει ότι η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η ΕΣΔΑ, διευκρινιζόμενου ότι το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να παρέχει ευρύτερη προστασία. Για την ερμηνεία του άρθρου 6 του Χάρτη, πρέπει επομένως να λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ ως όριο ελάχιστης προστασίας. Η θέση υπηκόου τρίτης χώρας υπό κράτηση, η οποία συνιστά σοβαρή επέμβαση στο δικαίωμα στην ελευθερία του τελευταίου, υπόκειται στην τήρηση αυστηρών εγγυήσεων, που είναι η ύπαρξη νομικής βάσεως, η σαφήνεια, η προβλεψιμότητα, η προσβασιμότητα και η προστασία κατά της αυθαιρεσίας.


29      Απόφαση «Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης» (σκέψη 74).


30      Πρβλ. αποφάσεις «Κίνδυνος τέλεσης ποινικού αδικήματος» (σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και της 10ης Μαρτίου 2022, Landkreis Gifhorn (C-519/20, στο εξής: απόφαση Landkreis Gifhorn, EU:C:2022:178, σκέψη 38).


31      Απόφαση Landkreis Gifhorn (σκέψη 36).


32      Άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας περί επιστροφής. Σχετικά με τις συνθήκες κράτησης, βλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2014, Pham (C-474/13, EU:C:2014:2096, σκέψη 23), της 2ας Ιουλίου 2020, Stadt Frankfurt am Main (C-18/19, EU:C:2020:511, σκέψη 46), και απόφαση Landkreis Gifhorn (σκέψεις 32 έως 57).


33      Πρβλ., απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, Valstybės sienos apsaugos tarnyba κ.λπ. (C‑72/22 PPU, EU:C:2022:505, σκέψεις 83 και 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, σημείο 26 του «Guide sur l’article 5 de la Convention – Droit à la liberté et à la sûreté» (Οδηγού σχετικά με το άρθρο 5 της Σύμβασης – Δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια), ο οποίος επικαιροποιήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 2024, ΕΔΔΑ.


34      Επισημαίνεται ότι η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας περί επιστροφής παραπέμπει στις «είκοσι κατευθυντήριες αρχές σχετικά με την αναγκαστική επιστροφή», τις οποίες υιοθέτησε στις 4 Μαΐου 2005 η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Κατά την έκτη από τις αρχές αυτές, η κράτηση πριν από την απομάκρυνση «δικαιολογείται μόνο στο πλαίσιο ενεργού διαδικασίας απομακρύνσεως. Εάν η διαδικασία δεν εφαρμόζεται με τη δέουσα επιμέλεια, η κράτηση παύει να είναι νόμιμη». Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι «μόνον η διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης δικαιολογεί τη στέρηση της ελευθερίας βάσει της διατάξεως αυτής (άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ). Αν η διαδικασία δεν εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια, η κράτηση δεν δικαιολογείται πλέον κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ» [απόφαση του ΕΔΔΑ της 15ης Νοεμβρίου 1996, Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου (22414/93, § 113)]. Τούτο συνεπάγεται ότι, όταν η απομάκρυνση ενός προσώπου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος δεν φαίνεται ρεαλιστική, η κράτηση παύει να είναι δικαιολογημένη και πρέπει να διατάσσεται απόλυση [απόφαση της Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 3ης Μαρτίου 1978, Caprino κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1978:0303DEC000687175)].


35      Απόφαση «Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης» (σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


36      Βλ. τους κανόνες που εκτίθενται στα σημεία 33 έως 36 των παρουσών προτάσεων.


37      Απόφαση «Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης» (σκέψεις 76 και 77).


38      Απόφαση «Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης» (σκέψεις 78 έως 80).


39      Αποφάσεις FMS κ.λπ. (σκέψη 142) και «Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης» (σκέψη 81).


40      Συναφώς, στην απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 81), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι από τη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ προκύπτει ότι, για να είναι σύμφωνη η εφαρμογή μέτρου στερητικού της ελευθερίας με τον σκοπό προστασίας του ατόμου από την αυθαιρεσία, πρέπει, ιδίως, να είναι απαλλαγμένη από κάθε στοιχείο κακής πίστεως ή αθέμιτων ενεργειών εκ μέρους των αρχών, να συνάδει με τον σκοπό των επιτρεπόμενων περιορισμών κατά το οικείο εδάφιο του άρθρου 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και να υπάρχει σχέση αναλογίας μεταξύ της προβαλλόμενης αιτιολογίας και της στερήσεως της ελευθερίας (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 29ης Ιανουαρίου 2008, Saadi κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2008:0129JUD001322903, § 68 έως 74).


41      Απόφαση FMS κ.λπ. (σκέψη 289).


42      Απόφαση «Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης» (σκέψεις 82 έως 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


43      Άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας περί επιστροφής και άρθρο 9, παράγραφος 5, της οδηγίας περί υποδοχής.


44      Απόφαση «Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης» (σκέψεις 85 και 86).


45      Απόφαση «Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης» (σκέψεις 87 έως 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


46      Βλ. σημείο 33 και τη μνημονευόμενη νομολογία στην υποσημείωση 14των παρουσών προτάσεων. Συνεπώς, η ανάλυση δεν μπορεί να είναι η ίδια αν το πρώτο μέτρο κράτησης «έχει καταστεί παράνομο» λόγω εσφαλμένης εκτίμησης του κινδύνου διαφυγής (κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί υποδοχής) και αν το δεύτερο μέτρο κράτησης στηρίζεται, αφενός, επίσης στον ίδιο κίνδυνο διαφυγής (κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας περί επιστροφής) ή, αφετέρου, σε εντελώς διαφορετικό λόγο (για παράδειγμα, την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί υποδοχής).


47      Πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Ministerio Fiscal (Αρχή η οποία μπορεί να παραλάβει αίτηση διεθνούς προστασίας) (C-36/20 PPU, EU:C:2020:495, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


48      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, ADDE κ.λπ. (C-143/22, EU:C:2023:689, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


49      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση FMS κ.λπ. (σκέψεις 208 έως 210).


50      Επί του σημείου αυτού, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι απόφαση επιστροφής δεν μπορεί να εκδοθεί κατά το χρονικό διάστημα από την υποβολή της αιτήσεως διεθνούς προστασίας μέχρι την έκδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης επί της αιτήσεως αυτής, δεδομένου ότι η ύπαρξη άδειας παραμονής στο έδαφος του κράτους μέλους αποκλείει τον παράνομο χαρακτήρα της διαμονής του αιτούντος και, επομένως, την εφαρμογή της οδηγίας περί επιστροφής ως προς αυτόν [βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2023,Odbor azylové a migrační politiky MV (Πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί επιστροφής) (C-257/22, EU:C:2023:852, σκέψεις 39 και 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)]. Η λήψη μέτρου κράτησης που λαμβάνεται επικουρικώς για λόγο διαφορετικό από εκείνον που δικαιολογεί το πρώτο μέτρο κράτησης θα ήταν επίσης προβληματική από την άποψη της άσκησης των δικαιωμάτων άμυνας του αιτούντος, διότι αυτός θα έπρεπε να αμφισβητήσει δύο βάσεις κράτησης, εκ των οποίων η μία είναι η κύρια και η άλλη επικουρική (και υποθετική).


51      Βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi (C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Η υπογράμμιση δική μου.


52      Απόφαση FMS κ.λπ. (σκέψεις 292 και 293).


53      Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι η πρακτική που συνίσταται στη συνέχιση της κράτησης ενός προσώπου λόγω καταθέσεως κατηγορητηρίου συνιστούσε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Μαρτίου 2000, Baranowski κατά Πολωνίας, CE:ECHR:2000:0328JUD002835895, § 50 έως 58). Ομοίως, έχει κρίνει ότι η αυτόματη παράταση της προσωρινής κράτησης, πρακτική που δεν στηριζόταν σε κανένα συγκεκριμένο νομοθετικό έρεισμα, ήταν αντίθετη στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (απόφαση του ΕΔΔΑ της 9ης Μαρτίου 2006, Svipsta κατά Λεττονίας, CE:ECHR:2006:0309JUD006682001, § 86). Αντιθέτως, έχει κρίνει ότι η συνέχιση της κράτησης προσώπου βάσει αποφάσεως ποινικού τμήματος με την οποία διατάχθηκε η συλλογή συμπληρωματικών στοιχείων χωρίς να έχει ληφθεί επισήμως απόφαση επί της συνέχισης της κράτησης δεν συνεπαγόταν παράβαση του άρθρου 5 (απόφαση του ΕΔΔΑ της 8ης Νοεμβρίου 2001, Laumont κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2001:1108JUD004362698, § 50). Τέλος, η έλλειψη ικανοποιητικής δικαιολογίας ως προς την αντικατάσταση της νομικής βάσεως της κράτησης μπορεί να οδηγήσει σε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (απόφαση του ΕΔΔΑ της 1ης Ιουλίου 2008, Calmanovici κατά Ρουμανίας, CE:ECHR:2008:0701JUD004225002, § 65).


54      Βλ. αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2013, Arslan (C-534/11, EU:C:2013:343, σκέψη 60), και της 6ης Δεκεμβρίου 2011, Achughbabian (C-329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 30).


55      Η υπογράμμιση δική μου.


56      Η υπογράμμιση δική μου.


57      Βλ. άρθρο 15, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας περί επιστροφής. Στην πράξη, η Επιτροπή εκτιμά ότι, όταν η κράτηση διατάσσεται από διοικητικές αρχές (για παράδειγμα, από την αστυνομία), οι προθεσμίες για την ταχεία δικαστική επανεξέταση κυμαίνονται μεταξύ 24 και 72 ωρών.


58      Βλ. ορισμό στο λεξικό Larousse, διαθέσιμο στην ακόλουθη διεύθυνση: https://www.larousse.fr/dictionnaires/francais/imm%C3%A9diat/41685


59      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 8ης Απριλίου 2004, Assanidzé κατά Γεωργίας (CE:ECHR:2004:0408JUD007150301, § 173 έως 175). Κατά το ΕΔΔΑ, «η κράτηση προσώπου για αόριστο και απρόβλεπτο χρονικό διάστημα, χωρίς η κράτηση αυτή να στηρίζεται σε συγκεκριμένη νομική διάταξη ή σε δικαστική απόφαση, είναι αντίθετη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου, έχει αυθαίρετο χαρακτήρα και αντιβαίνει σε θεμελιώδη στοιχεία του κράτους δικαίου».


60      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 4ης Ιουνίου 2015, Ruslan Yakovenko κατά Ουκρανίας (CE:ECHR:2015:0604JUD000542511, στο εξής: απόφαση Yakovenko, § 68).


61      Βλ. αποφάσεις Υakovenko (καθυστέρηση 2 ημερών) και της 22ας Μαρτίου 1995, Quinn κατά Γαλλίας (CE:ECHR:1995:0322JUD001858091, § 39 έως 43) (καθυστέρηση 11 ωρών).


62      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Σεπτεμβρίου 2021, Kerem Çiftçi κατά Τουρκίας (EC:ECHR:2021:0921JUD003520509, § 32 έως 34), όπου η παράνομη κράτηση του προσφεύγοντος διήρκεσε περίπου μιάμιση ώρα.


63      Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, Achughbabian (C-329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 31).


64      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Arslan (C-534/11, EU:C:2013:52, σημείο 73).


65      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επισήμανε ότι το μέγιστο χρονικό διάστημα των 48 ωρών φαίνεται ότι αντιστοιχεί στη μέση διάρκεια που εφαρμόζεται στα κράτη μέλη.


66      Κατ’ αναλογίαν, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι κάθε μη τήρηση του δικαιώματος ακροάσεως δεν είναι ικανή να καταστήσει εκ συστήματος παράνομη, υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας περί επιστροφής, την εκδοθείσα απόφαση, οπότε δεν συνεπάγεται αυτομάτως την απόλυση του συγκεκριμένου υπηκόου (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, G. και R., C-383/13 PPU, EU:C:2013:533, σκέψεις 39 και 40).