Language of document : ECLI:EU:T:2015:187

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 25ης Μαρτίου 2015 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα ληφθέντα κατά του Ιράν, με σκοπό την παρεμπόδιση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων — Δέσμευση κεφαλαίων — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Εσφαλμένη εκτίμηση — Δικαίωμα ιδιοκτησίας — Δικαίωμα προστασίας της φήμης — Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑563/12,

Central Bank of Iran, με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν), εκπροσωπούμενη από τον M. Lester, barrister,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους M. Bishop και V. Piessevaux,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως, αφενός, κατά της αποφάσεως 2012/635/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 282, σ. 58), καθόσον διατήρησε, κατόπιν επανεξετάσεως, την επωνυμία της προσφεύγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39), και, αφετέρου, κατά του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 945/2012 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 282, σ. 16), καθόσον διατήρησε, κατόπιν επανεξετάσεως, την επωνυμία της προσφεύγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 (ΕΕ L 88, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová (εισηγήτρια) και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Σεπτεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Περιοριστικά μέτρα ληφθέντα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν

1        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που θεσπίσθηκαν με σκοπό να ασκηθεί πίεση στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, προκειμένου να θέσει τέρμα στις πυρηνικές δραστηριότητές της που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως και στην ανάπτυξη συστημάτων εκτοξεύσεως πυρηνικών όπλων (στο εξής: διάδοση των πυρηνικών όπλων).

 Περιοριστικά μέτρα εις βάρος της προσφεύγουσας

2        Η προσφεύγουσα, Central Bank of Iran, είναι η κεντρική τράπεζα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

3        Στις 9 Ιουνίου 2010, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα S/RES/1929 (2010) το οποίο σκοπούσε στη διεύρυνση του περιεχομένου των περιοριστικών μέτρων που θεσπίσθηκαν με τα προηγούμενα ψηφίσματα S/RES/1737 (2006), της 27ης Δεκεμβρίου 2006, S/RES/1747 (2007), της 24ης Μαρτίου 2007, και S/RES/1803 (2008), της 3ης Μαρτίου 2008, και στη λήψη πρόσθετων περιοριστικών μέτρων κατά του Ιράν.

4        Στις 17 Ιουνίου 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέδωσε δήλωση για την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, με την οποία υπογράμμισε την αυξανόμενη ανησυχία του για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και εξέφρασε ικανοποίηση για την έκδοση του ψηφίσματος S/RES/1929. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπενθύμισε την από 11 Δεκεμβρίου 2009 δήλωσή του και κάλεσε, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θεσπίσει περιοριστικά μέτρα για την εφαρμογή εκείνων που προβλέπονται στο ψήφισμα S/RES/1929. Σύμφωνα με τη δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τα περιοριστικά μέτρα έπρεπε μεταξύ άλλων να εφαρμόζονται εις βάρος προσώπων και οντοτήτων διαφορετικών από αυτές που υπέδειξε το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ή η επιτροπή που συνεστήθη δυνάμει της παραγράφου 18 του ψηφίσματος S/RES/1737, αλλά με βάση τα ίδια κριτήρια με τα χρησιμοποιηθέντα από τα όργανα αυτά.

5        Την 1η Δεκεμβρίου 2011, το Συμβούλιο εξέφρασε εκ νέου τις εντεινόμενες ανησυχίες του όσον αφορά τη φύση του πυρηνικού προγράμματος που εφαρμόζει η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, ιδίως δε ως προς τα συμπεράσματα που αφορούν τις ιρανικές δραστηριότητες για την ανάπτυξη της στρατιωτικής πυρηνικής τεχνολογίας, τα οποία περιέχονταν στην τελευταία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ). Λόγω των ανησυχιών αυτών και σύμφωνα με τη δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2011, το Συμβούλιο αποφάσισε να διευρύνει τις υφιστάμενες κυρώσεις εξετάζοντας, σε στενή συνεργασία με τους διεθνείς εταίρους του, πρόσθετα μέτρα μεταξύ των οποίων και μέτρα που έχουν ως σκοπό να πλήξουν σοβαρά το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

6        Στις 9 Δεκεμβρίου 2011 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 2011 και κάλεσε το Συμβούλιο να συνεχίσει κατά προτεραιότητα τις εργασίες για τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

7        Με την απόφαση 2012/35/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 23ης Ιανουαρίου 2012, για τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ για τα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 19, σ. 22), η επωνυμία της προσφεύγουσας ενεγράφη στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39).

8        Κατά συνέπεια, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 54/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Ιανουαρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 19, σ. 1), η επωνυμία της προσφεύγουσας ενεγράφη στον κατάλογο του παραρτήματος VIII του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 (ΕΕ L 281, σ. 1). Η εγγραφή αυτή άρχισε να παράγει αποτελέσματα από τις 24 Ιανουαρίου 2012. Είχε μεταξύ άλλων ως συνέπεια τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων και οικονομικών πόρων της προσφεύγουσας.

9        Η εγγραφή της επωνυμίας της προσφεύγουσας στους προμνησθέντες καταλόγους στηρίχθηκε στην ακόλουθη αιτιολογία:

«Εμπλέκεται σε δραστηριότητες για την παράκαμψη των κυρώσεων.»

10      Με έγγραφο της 24ης Ιανουαρίου 2012, το οποίο παρελήφθη από την προσφεύγουσα στις 6 Φεβρουαρίου 2012, το Συμβούλιο την πληροφόρησε ότι η επωνυμία της ενεγράφη στους καταλόγους του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2012/35, και του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 54/2012. Στο έγγραφο αυτό είχε επισυναφθεί αντίγραφο της αποφάσεως 2012/35 και του εκτελεστικού κανονισμού 54/2012.

11      Με την έκδοση του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 961/2010 (ΕΕ L 88, σ. 1), καταργήθηκε ο κατάλογος του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 54/2012, στον οποίο ήταν εγγεγραμμένη η επωνυμία της προσφεύγουσας, η οποία ενεγράφη πλέον, για τους ίδιους λόγους με τους εκτεθέντες στη σκέψη 9 ανωτέρω, στον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012 (στο εξής, από κοινού, ο κατάλογος του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012 και ο κατάλογος του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2012/35: επίμαχοι κατάλογοι), με ισχύ από τις 24 Μαρτίου 2012.

12      Με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 2012, η προσφεύγουσα αρνήθηκε κάθε προσωπική εμπλοκή σε δραστηριότητες που αποσκοπούν στην καταστρατήγηση των κυρώσεων και ζήτησε, ως εκ τούτου, από το Συμβούλιο, να επανεξετάσει την εγγραφή της επωνυμίας της στους καταλόγους του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2012/35, και του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 54/2012. Ζήτησε επίσης να της διαβιβασθούν τα στοιχεία που δικαιολογούσαν την εγγραφή αυτή.

13      Με έγγραφο της 2ας Αυγούστου 2012, το Συμβούλιο ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι σκόπευε να συμπληρώσει την αιτιολογία για την εγγραφή της επωνυμίας της στους επιμάχους καταλόγους, περιλαμβάνοντας μια αναφορά στη χρηματοδοτική στήριξη την οποία παρείχε η προσφεύγουσα στην Ιρανική Κυβέρνηση και ότι, ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 20, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012.

14      Με έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2012, η προσφεύγουσα απάντησε στο Συμβούλιο ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν είχε τηρήσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπείχε. Η προσφεύγουσα αρνήθηκε κάθε εμπλοκή σε δραστηριότητες που αποσκοπούν στην καταστρατήγηση των κυρώσεων εις βάρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν ή στην παροχή χρηματοδοτικής στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση για τη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Τέλος, ζήτησε εκ νέου από το Συμβούλιο να της διαβιβάσει τα στοιχεία που δικαιολογούν την εγγραφή της επωνυμίας της στους επιμάχους καταλόγους.

15      Με την απόφαση 2012/635/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ L 282, σ. 58), η αιτιολογία για την εγγραφή της επωνυμίας της προσφεύγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2012/35, συμπληρώθηκε ως εξής:

«Εμπλέκεται σε δραστηριότητες για την καταστρατήγηση των κυρώσεων. Παρέχει χρηματοδοτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση.»

16      Κατά συνέπεια, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 945/2012 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού 267/2012 (ΕΕ L 282, σ. 16), συμπληρώθηκε επίσης η αιτιολογία για την εγγραφή της προσφεύγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012, κατά τον τρόπο που εκτέθηκε στη σκέψη 15 ανωτέρω.

17      Με έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2012, η προσφεύγουσα ζήτησε μια ακόμη φορά από το Συμβούλιο να της γνωστοποιήσει τα στοιχεία που δικαιολογούσαν την εγγραφή της επωνυμίας της στους επιμάχους καταλόγους.

18      Με έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2012, το Συμβούλιο επισήμανε στην προσφεύγουσα ότι η εγγραφή της επωνυμίας της στους επιμάχους καταλόγους στηριζόταν σε πρόταση εγγραφής διαβιβασθείσα από κράτος μέλος, το οποίο δεν ήταν δυνατό να κατονομασθεί για λόγους εμπιστευτικότητας. Το περιεχόμενο της προτάσεως αυτής, όπως αναγραφόταν στο υπ’ αριθ. 17576/12 διαβιβαστικό σημείωμα του Συμβουλίου, συνημμένο στο έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2012, είχε ως εξής:

«Οι δραστηριότητες της [προσφεύγουσας] συντελούν στην καταστρατήγηση των διεθνών κυρώσεων κατά του Ιράν.

Αυτό το [περιοριστικό] μέτρο [εις βάρος της προσφεύγουσας] θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά τη διπλωματική πίεση που ασκείται αυτή τη στιγμή στο Ιράν.»

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιουνίου 2012, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αντικείμενο, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως 2012/35 και, αφετέρου, του κανονισμού 267/2012, καθόσον με τις δύο αυτές πράξεις περιελήφθη ή διατηρήθηκε, κατόπιν επανεξετάσεως, η επωνυμία της στους συνημμένους στις δύο αυτές πράξεις καταλόγους. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε με αριθμό T‑262/12.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου μέσω της εφαρμογής e-curia, στις 26 Δεκεμβρίου 2012, στις 20:44, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2012/635 και του εκτελεστικού κανονισμού 945/2012, καθόσον με τις πράξεις αυτές διατηρήθηκε, κατόπιν επανεξετάσεως, η επωνυμία της στους επιμάχους καταλόγους. Η προσφυγή αυτή ανατέθηκε στο τέταρτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου λόγω συναφείας. Προς στήριξη της εν λόγω προσφυγής, η προσφεύγουσα προσκόμισε μαρτυρική κατάθεση της υποδιοικήτριάς της επί συναλλαγματικών υποθέσεων, R.

21      Την ίδια ημερομηνία, στις 21:19, η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, μέσω της εφαρμογής e-curia, ένα υπόμνημα περί προσαρμογής των αιτημάτων της στην υπόθεση T‑262/12, ώστε να αφορούν και την απόφαση 2012/635, καθώς και τον εκτελεστικό κανονισμό 945/2012, καθόσον με τις πράξεις αυτές διατηρήθηκε, κατόπιν επανεξετάσεως, η επωνυμία της στους επιμάχους καταλόγους. Με το υπόμνημα αυτό, ζήτησε επίσης από το Γενικό Δικαστήριο, αν κρίνει «την [...] προσφυγή, όπως τροποποιήθηκε [με το υπόμνημα για την προσαρμογή των αιτημάτων], παραδεκτή στο σύνολό της, […] να ενώσει [την υπόθεση T‑262/12 με την υπό κρίση υπόθεση] ή να […] εξετάσει [τις δύο υποθέσεις] ως μία ενιαία προσφυγή ακυρώσεως».

22      Με δικόγραφο της 16ης Απριλίου 2013, το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στην υπό κρίση υπόθεση, με το οποίο ζήτησε να κριθεί απαράδεκτη η προσφυγή λόγω εκκρεμοδικίας.

23      Στις 21 Ιουνίου 2013 η προσφεύγουσα κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως.

24      Στις 20 Σεπτεμβρίου 2013, το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως.

25      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

26      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις. Η προσφεύγουσα και το Συμβούλιο συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως προς το αίτημα αυτό.

27      Με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, Central Bank of Iran κατά Συμβουλίου (T‑262/12, EU:T:2014:777), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τον κανονισμό 267/2012, καθόσον με αυτόν ενεγράφη η επωνυμία της προσφεύγουσας στον κατάλογο του παραρτήματός του ΙX, και απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά. Όσον αφορά το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2012/635 και του εκτελεστικού κανονισμού 945/2012, καθόσον με τις πράξεις αυτές διατηρήθηκε, κατόπιν επανεξετάσεως, η επωνυμία της προσφεύγουσας στους επιμάχους καταλόγους, η απόρριψη της προσφυγής στηρίχθηκε στο απαράδεκτο του αιτήματος αυτού λόγω εκκρεμοδικίας, κατόπιν της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής.

28      Η προσφεύγουσα και το Συμβούλιο αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Σεπτεμβρίου 2014. Η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι το σχετικό με τα δικαστικά έξοδα αίτημά της αφορούσε μόνον τα έξοδα της υπό κρίση υποθέσεως και όχι αυτά της υποθέσεως T‑262/12, πράγμα το οποίο καταχωρίσθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

29      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση 2012/635 και τον κανονισμό 945/2012, καθόσον με τις πράξεις αυτές διατηρήθηκε, κατόπιν επανεξετάσεως, η επωνυμία της στους επιμάχους καταλόγους (στο εξής: προσβαλλόμενες πράξεις)·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

30      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        κυρίως, να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη,

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου λόγω εκκρεμοδικίας

31      Το Συμβούλιο ζήτησε την απόρριψη των υπό κρίση αιτημάτων ως απαραδέκτων λόγω εκκρεμοδικίας. Στο υπόμνημα περί προσαρμογής των αιτημάτων της προσφυγής της υποθέσεως T‑262/12, η προσφεύγουσα είχε ήδη ζητήσει την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων, προβάλλοντας τους ίδιους λόγους.

32      Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ασκηθείσα μετά από μια άλλη, η οποία αφορά τους ίδιους διαδίκους, στηρίζεται στους ίδιους λόγους ακυρώσεως και σκοπεί στην ακύρωση της ίδιας νομικής πράξεως, πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω εκκρεμοδικίας (απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, De Nicola κατά ΕΤΕ, T‑618/11 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2013:479, σκέψη 98· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου, 358/85 και 51/86, Συλλογή, EU:C:1988:431, σκέψη 12).

33      Η προσαρμογή των αιτημάτων που γίνεται με δικόγραφο κατατιθέμενο στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της δίκης, υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως T‑262/12, συνιστά διαδικαστική πράξη η οποία, υπό την επιφύλαξη εκδόσεως μεταγενέστερης αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί του παραδεκτού, ισοδυναμεί με την άσκηση προσφυγής διά της καταθέσεως σχετικού δικογράφου (διάταξη της 21ης Ιουνίου 2012, Hamas κατά Συμβουλίου, T‑531/11, EU:T:2012:317, σκέψη 16).

34      Εν προκειμένω, τα ακυρωτικά αιτήματα που περιέχονται στο υπόμνημα για την προσαρμογή των αιτημάτων της υποθέσεως T‑262/12 (σκέψη 21 ανωτέρω) και αυτά που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο της υπό κρίση υποθέσεως (σκέψη 20 ανωτέρω) αφορούν τους ίδιους διαδίκους, στηρίζονται στους ίδιους λόγους ακυρώσεως και σκοπούν στην ακύρωση των ίδιων νομικών πράξεων, δηλαδή της αποφάσεως 2012/635 και του εκτελεστικού κανονισμού 945/2012, καθόσον με τις πράξεις αυτές διατηρήθηκε, κατόπιν επανεξετάσεως, η επωνυμία της προσφεύγουσας στους επιμάχους καταλόγους.

35      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, το οποίο προέβαλε την ένσταση περί απαραδέκτου της υπό κρίση προσφυγής λόγω εκκρεμοδικίας, δεν είναι δυνατό να κριθεί ότι η εν λόγω προσφυγή ασκήθηκε μετά την κατάθεση του υπομνήματος για την προσαρμογή των αιτημάτων στην υπόθεση T‑262/12. Αντιθέτως, από τις ώρες καταθέσεως που εκτίθενται στις σκέψεις 20 και 21 ανωτέρω, προκύπτει ότι το υπόμνημα αυτό κατατέθηκε μετά την άσκηση της προσφυγής στην υπό κρίση υπόθεση.

36      Πράγματι, στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 27 απόφαση Central Bank of Iran κατά Συμβουλίου, (EU:T:2014:777), το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2012/635 και του εκτελεστικού κανονισμού 945/2012, καθόσον με τις πράξεις αυτές διατηρήθηκε, κατόπιν επανεξετάσεως, η επωνυμία της προσφεύγουσας στους επιμάχους καταλόγους, απορρίφθηκε ως απαράδεκτο λόγω εκκρεμοδικίας, κατόπιν της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής.

37      Συνεπώς, το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2012/635 και του εκτελεστικού κανονισμού 945/2012, καθόσον με τις πράξεις αυτές διατηρήθηκε, κατόπιν επανεξετάσεως, η επωνυμία της προσφεύγουσας στους επιμάχους καταλόγους, δεν μπορεί να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω εκκρεμοδικίας.

38      Συνεπώς, η υπό κρίση ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε το Συμβούλιο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου της προσφυγής λόγω του ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξή της βασίζονται στην εκ μέρους της προσφεύγουσας επίκληση της προστασίας και των εγγυήσεων που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα

39      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, καθόσον στηρίζεται σε λόγους ακυρώσεως που βασίζονται στην εκ μέρους της προσφεύγουσας επίκληση της προστασίας και των εγγυήσεων που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Κατά το Συμβούλιο, η προσφεύγουσα, ως κεντρική τράπεζα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, αποτελεί κυβερνητική οργάνωση η οποία δεν τυγχάνει της προστασίας και των εγγυήσεων που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα τις οποίες επικαλείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

40      Η προσφεύγουσα ζητεί την απόρριψη της προβληθείσας από το Συμβούλιο ενστάσεως απαραδέκτου, με την αιτιολογία ότι νομιμοποιείται να επικαλεσθεί την προστασία και τις εγγυήσεις που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως διαπιστώθηκε στην προπαρατεθείσα στη σκέψη 27 απόφαση Central Bank of Iran κατά Συμβουλίου (EU:T:2014:777).

41      Παρατηρείται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, δεν βασίζονται όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής στην εκ μέρους της προσφεύγουσας επίκληση της προστασίας και των εγγυήσεων που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Πράγματι, ο πρώτος λόγος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συνεπώς, η υπό κρίση ένσταση απαραδέκτου είναι ουσία αβάσιμη.

42      Επιπλέον, η ένσταση αυτή είναι νόμω αβάσιμη, καθόσον, κατά τη νομολογία, το ζήτημα αν η προσφεύγουσα έχει τα δικαιώματα τα οποία επικαλείται στο πλαίσιο του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως δεν αφορά το παραδεκτό των λόγων αυτών και, συνεπώς, της προσφυγής που στηρίζεται σ’ αυτούς, αλλά το βάσιμό τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Post Bank Iran κατά Συμβουλίου, T‑13/11, EU:T:2013:402, σκέψη 54).

43      Συνεπώς, η υπό κρίση ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε το Συμβούλιο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Η απόρριψη αυτή δεν αποκλείει, λαμβανομένου υπόψη του αμυντικού ισχυρισμού τον οποίο προέβαλε το Συμβούλιο, τον έλεγχο της νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας να επικαλεσθεί την προστασία και τις εγγυήσεις που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ο οποίος θα πρέπει να διενεργηθεί, ενδεχομένως, στο στάδιο της επί της ουσίας εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως που στηρίζονται στην προστασία αυτή και στις εγγυήσεις αυτές και συγκεκριμένα, εν προκειμένω, του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως (βλ., συναφώς, σκέψεις 51 έως 100 και 112 έως 120 κατωτέρω).

44      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή στο σύνολό της.

 Επί της ουσίας

45      Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους προς στήριξη των αιτημάτων της περί ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο, το οποίο έκρινε, στις προσβαλλόμενες πράξεις, ότι επληρούτο ένα από τα κριτήρια που προβλέπει το άρθρο 20 της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2012/35, στη συνέχεια δε με την απόφαση 2012/635 (στο εξής: άρθρο 20 της αποφάσεως 2010/413), και το άρθρο 23 του κανονισμού 267/2012, για την εγγραφή του ονόματος ενός προσώπου ή της επωνυμίας μιας οντότητας στους επιμάχους καταλόγους. Ο δεύτερος λόγος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, λόγω του ότι το Συμβούλιο δεν εξέθεσε προσήκοντες και επαρκείς λόγους για να δικαιολογήσει τις προσβαλλόμενες πράξεις. Ο τρίτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου. Ο τέταρτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, ιδίως του δικαιώματος προστασίας της ιδιοκτησίας και της φήμης της.

46      Πρέπει να εξετασθεί κατ’ αρχάς ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, και να επιλυθεί, πρώτον, το γενικό ζήτημα αν, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, η προσφεύγουσα μπορεί να επικαλεσθεί την προστασία και τις εγγυήσεις που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα τις οποίες επικαλείται και, δεύτερον, το ζήτημα αν μπορεί να διαπιστωθεί ειδικώς, εν προκειμένω, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

 Επί της νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας να επικαλεσθεί την προστασία και τις εγγυήσεις που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα

47      Τα επιχειρήματα των διαδίκων έχουν ήδη εκτεθεί στις σκέψεις 39 και 40 ανωτέρω, στις οποίες, κατά συνέπεια, παραπέμπει το Γενικό Δικαστήριο.

48      Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η προσφεύγουσα έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα και συνιστά, ως εκ τούτου, νομικό πρόσωπο τυπικώς διακρινόμενο από το Ιρανικό Δημόσιο.

49      Από το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 67 έως 71 της προπαρατεθείσας στη σκέψη 27 αποφάσεως Central Bank of Iran κατά Συμβουλίου (EU:T:2014:777) προκύπτει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει κανόνα ο οποίος εμποδίζει νομικά πρόσωπα που αποτελούν κυβερνητικές οργανώσεις ή κρατικούς οργανισμούς να επικαλούνται υπέρ εαυτών την προστασία και τις εγγυήσεις που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Συνεπώς, τα εν λόγω πρόσωπα δύνανται να επικαλεστούν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης τα ίδια αυτά δικαιώματα, αρκεί να συμβιβάζονται με την ιδιότητά τους ως νομικών προσώπων (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑35/10 και T‑7/11, Συλλογή, EU:T:2013:397, σκέψη 70).

50      Συνεπώς, η προσφεύγουσα μπορεί να επικαλεσθεί την προστασία και τις εγγυήσεις που συνδέονται με τα θεμελιώδη δικαιώματα τις οποίες προβάλλει, ιδίως, στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

51      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων που θεσπίζει, η οποία απορρέει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία. Στις προσβαλλόμενες πράξεις, το Συμβούλιο δεν επισήμανε σε ποιο συγκεκριμένο κριτήριο, εκτιθέμενο στο άρθρο 20 της αποφάσεως 2010/413 και στο άρθρο 23 του κανονισμού 267/2012, στηρίχθηκε για να διατηρήσει, κατόπιν επανεξετάσεως, την επωνυμία της στους επιμάχους καταλόγους. Οι ισχυρισμοί ότι η προσφεύγουσα «εμπλ[εκόταν] σε δραστηριότητες για την παράκαμψη των κυρώσεων» και ότι «[παρείχε] χρηματοδοτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση» είναι αόριστοι και δεν παρέχουν καμία συγκεκριμένη ένδειξη ως προς το τι ακριβώς της προσάπτεται. Παραφράζουν κατά προσέγγιση ορισμένα κριτήρια που εκτίθενται στις προαναφερθείσες διατάξεις. Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει ότι η ειδική και συγκεκριμένη αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων έπρεπε να της κοινοποιηθεί συγχρόνως με τις πράξεις αυτές και ότι η έλλειψη τέτοιου είδους κοινοποιήσεως δεν μπορεί να θεραπευθεί κατά την παρούσα διαδικασία. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα κατέβαλε κάθε προσπάθεια προκειμένου να αμφισβητήσει τις προσβαλλόμενες πράξεις, χωρίς να γνωρίζει την ακριβή αιτιολογία τους. Πάντως, η προβληθείσα αιτιολογία ήταν τόσο αόριστη και γενική ώστε η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να απαντήσει μόνο με γενικόλογη άρνηση, όπως με τα έγγραφα της 26ης Μαρτίου και της 7ης Οκτωβρίου 2012 ή με τη μαρτυρική κατάθεση της R., και, συνεπώς, δεν ανταποκρινόταν στις επιταγές της νομολογίας. Επιπλέον, το Συμβούλιο παρέλειψε να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν έλαβε υπόψη του τις δηλώσεις της ότι ουδέποτε ενεπλάκη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων ή στην καταστρατήγηση των κυρώσεων, δηλώσεις οι οποίες στη συνέχεια επιβεβαιώθηκαν με τη μαρτυρική κατάθεση της R.

52      Το Συμβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και ζητεί την απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως. Κατά το Συμβούλιο, οι προσβαλλόμενες πράξεις παρέχουν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο των ληφθέντων εις βάρος της περιοριστικών μέτρων και της παρέχουν επαρκείς πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να τις αμφισβητήσει λυσιτελώς. Εν προκειμένω, πρέπει οι προσβαλλόμενες πράξεις να είναι αρκούντως αιτιολογημένες υπό το πρίσμα ενός από τα κριτήρια του άρθρου 20 της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 23 του κανονισμού 267/2012.

53      Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον θιγόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, Συλλογή, EU:C:2012:718, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο ο οποίος να καθιστά δυνατό στον μεν θιγόμενο να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη των μέτρων, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, προπαρατεθείσα στη σκέψη 53, EU:C:2012:718, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55      Εφόσον πρόκειται για πράξη του Συμβουλίου περί επιβολής περιοριστικών μέτρων, η αιτιολογία πρέπει να εκθέτει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι πρέπει να επιβληθούν τέτοια μέτρα στον θιγόμενο (απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, προπαρατεθείσα στη σκέψη 53, EU:C:2012:718, σκέψη 52).

56      Το άρθρο 24, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 46, παράγραφος 3, του κανονισμού 267/2012 επιβάλλουν στο Συμβούλιο να προσδιορίζει τους κατ’ ιδίαν και ειδικούς λόγους για τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, της ίδιας αυτής αποφάσεως και το άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, του ίδιου αυτού κανονισμού και να τους γνωστοποιεί στα θιγόμενα πρόσωπα και οντότητες (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, C‑548/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:735, σκέψη 48). Κατά τη νομολογία, το Συμβούλιο πρέπει, κατ’ αρχήν, να εκπληρώσει την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως μέσω ατομικής κοινοποιήσεως, διότι μόνον η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επαρκεί (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Makhlouf κατά Συμβουλίου, T‑383/11, Συλλογή, EU:T:2013:431, σκέψεις 47 και 48· βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, EU:C:2011:735, σκέψη 52).

57      Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, καθώς και από το άρθρο 24, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 46, παράγραφος 3, του κανονισμού 267/2012 αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στις διατάξεις δυνάμει των οποίων ελήφθησαν τα περιοριστικά μέτρα. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να διασαφηνίζει η αιτιολογία όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον ο επαρκής χαρακτήρας μιας αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, προπαρατεθείσα στη σκέψη 53, EU:C:2012:718, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου γνωστού στον θιγόμενο, το οποίο του επιτρέπει να γνωρίζει το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, προπαρατεθείσα στη σκέψη 53, EU:C:2012:718, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

59      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις στηρίζονται στην ακόλουθη αιτιολογία:

«Εμπλέκεται σε δραστηριότητες για την καταστρατήγηση των κυρώσεων. Παρέχει χρηματοδοτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση.»

60      Δεν αμφισβητείται, όπως προκύπτει από τα σημεία 28 και 29 του υπομνήματος αντικρούσεως, ότι το Συμβούλιο δεν κοινοποίησε συμπληρωματική αιτιολογία στην προσφεύγουσα πριν από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, στις 26 Δεκεμβρίου 2012.

61      Στο σημείο 28 του υπομνήματος αντικρούσεως, το Συμβούλιο επισήμανε ότι «το στοιχείο που εκτίθεται στην [παρατεθείσα στη σκέψη 59 ανωτέρω] αιτιολογία, δηλαδή η “εμπλοκή σε δραστηριότητες για την καταστρατήγηση των κυρώσεων”, αντιστοιχ[ούσε] σε αμφότερα τα [ανωτέρω διατυπωθέντα] κριτήρια [εγγραφής]», δηλαδή, αφενός, στο κριτήριο της «στηρίξεως» στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, «όπως εκτίθεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού […] 267/2012 και στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413», και, αφετέρου, στο κριτήριο της «συνδρομής στην παράβαση ή την καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων» που παρέχεται σε πρόσωπο ή οντότητα του οποίου το όνομα ή η επωνυμία έχει εγγραφεί σε κατάλογο προσώπων και οντοτήτων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, «όπως επισημαίνεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού […] 267/2012 και στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως [2010/413]».

62      Επιπλέον, στο σημείο 29 του υπομνήματος αντικρούσεως, το Συμβούλιο επισήμανε ότι «η επιπλέον αιτιολογία που προστέθηκε με τις προσβαλλόμενες [πράξεις], δηλαδή ότι η προσφεύγουσα “παρέχει χρηματοδοτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση”, αντιστοιχ[ούσε] στο κριτήριο […] του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού […] 267/2012 και του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413».

63      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχεία α΄, β΄ και δ΄, του κανονισμού 267/2012 και το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, της αποφάσεως 2010/413 καθορίζουν εναλλακτικά κριτήρια εγγραφής του ονόματος προσώπου ή της επωνυμίας οντότητας στους επιμάχους καταλόγους.

64      Μεταξύ των κριτηρίων αυτών, κατ’ αρχάς, το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 267/2012 προβλέπει ότι δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι των προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών ως προς τα οποία αναγνωρίσθηκε ότι μετέχουν στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, συνδέονται άμεσα με αυτή ή παρέχουν στήριξη προς αυτήν, μεταξύ άλλων με την ανάμιξή τους στην απόκτηση απαγορευμένων αγαθών και τεχνολογιών (κριτήριο της στηρίξεως στη διάδοση πυρηνικών όπλων). Επιπλέον, το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 267/2012 ορίζει ότι δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια των προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που έχουν συνδράμει πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό του οποίου το όνομα ή η επωνυμία έχει εγγραφεί σε κατάλογο προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών υποκειμένων σε περιοριστικά μέτρα να παραβεί τον ίδιο αυτόν κανονισμό, την απόφαση 2010/413 και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ή να εκφύγει της εφαρμογής τους (κριτήριο της συνδρομής στην καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων). Τέλος, το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012 ορίζει ότι δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια των προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών ως προς τα οποία αναγνωρίσθηκε ότι αποτελούν άλλα πρόσωπα, οντότητες ή οργανισμούς που παρέχουν στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, ιδίως υλική, υλικοτεχνική ή οικονομική, ή που συνδέονται με αυτήν (κριτήριο της στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση).

65      Κατά παρεμφερή τρόπο, αφενός, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2010/413 προβλέπει ότι δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι των προσώπων και των οντοτήτων που μετέχουν στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, συνδέονται άμεσα ή παρέχουν στήριξη προς αυτήν, μεταξύ άλλων μέσω συνεργείας στην απόκτηση απαγορευμένων αγαθών, εξοπλισμών, υλικών και τεχνολογιών (κριτήριο της στηρίξεως στη διάδοση πυρηνικών όπλων). Αφετέρου, ορίζει ότι δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια των προσώπων και των οντοτήτων που έχουν συνδράμει πρόσωπο ή οντότητα του οποίου το όνομα ή η επωνυμία έχει εγγραφεί σε κατάλογο προσώπων ή οντοτήτων υποκειμένων σε περιοριστικά μέτρα εις βάρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν να εκφύγει της εφαρμογής της ίδιας αυτής αποφάσεως 2010/413 και των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (κριτήριο της συνδρομής στην καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων). Εξάλλου, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 ορίζει μεταξύ άλλων ότι δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια των προσώπων και των οντοτήτων που παρέχουν στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση (κριτήριο της στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση).

66      Καθόσον επισημάνθηκε, στη σκέψη 63 ανωτέρω, ότι τα κριτήρια που καθορίζονται, κατά τα άνω, στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχεία α΄, β΄ και δ΄, του κανονισμού 267/2012 και στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, της αποφάσεως 2010/413 είναι εναλλακτικά, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, να διευκρινισθεί κατά πόσον, στις διατάξεις αυτές, το κριτήριο της στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση διακρίνεται από το κριτήριο της στηρίξεως στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το δεύτερο κριτήριο αυτό προϋποθέτει τη θεμελίωση συνδέσμου, αμέσου ή εμμέσου, μεταξύ των δραστηριοτήτων του οικείου προσώπου ή της οικείας οντότητας και της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων. Το δε κριτήριο της στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση, το οποίο διευρύνει το πεδίο εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων, προκειμένου να ενισχυθούν οι πιέσεις που ασκούνται στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, αφορά κάθε δραστηριότητα του οικείου προσώπου ή της οικείας οντότητας η οποία, ακόμη και ανεξαρτήτως της θεμελιώσεως αμέσου ή εμμέσου συνδέσμου με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, είναι ικανή, λόγω της ποσοτικής ή της ποιοτικής σημασίας της, να ευνοήσει την εν λόγω διάδοση, παρέχοντας στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, υπό τη μορφή πόρων ή υλικών, χρηματοπιστωτικών ή υλικοτεχνικών διευκολύνσεων, οι οποίες της παρέχουν τη δυνατότητα να συνεχίσει τη δραστηριότητα αυτή. Συνεπώς, η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της παροχής τέτοιας στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση και της συνεχίσεως των δραστηριοτήτων της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων τεκμαίρεται από την εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση, η οποία έχει ως σκοπό να στερήσει από την Ιρανική Κυβέρνηση τις πηγές εσόδων της, προκειμένου να την αναγκάσει να παύσει να αναπτύσσει το πρόγραμμά της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, λόγω ελλείψεως επαρκών οικονομικών πόρων.

67      Στη συνέχεια, υπενθυμίζεται ότι, εκτός από τη μνεία της νομικής βάσεως του ληφθέντος μέτρου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Συμβούλιο αφορά ακριβώς τις περιστάσεις που επιτρέπουν να κριθεί ότι το μεν ή το δε από τα κριτήρια εγγραφής πληρούται στην περίπτωση των ενδιαφερομένων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑390/08, Συλλογή, EU:T:2009:401, σκέψη 83).

68      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παράλειψη αναφοράς σε συγκεκριμένη διάταξη δεν είναι δυνατό να συνιστά ουσιώδη πλημμέλεια, όταν η νομική βάση μιας πράξεως μπορεί να καθορισθεί βάσει άλλων στοιχείων της πράξεως αυτής. Εντούτοις, η ακριβής αναφορά είναι απαραίτητη όταν, χωρίς αυτήν, οι ενδιαφερόμενοι και ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορούν να είναι βέβαιοι για την ακριβή νομική βάση (απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, 45/86, Συλλογή, EU:C:1987:163, σκέψη 9).

69      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί αν η αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων περιέχει ρητή αναφορά στα τρία κριτήρια που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 64 και 65 ή, τουλάχιστον, στο μεν ή στο δε από αυτά και αν, ενδεχομένως, η αιτιολογία αυτή μπορεί να κριθεί επαρκής προκειμένου να παράσχει στη μεν προσφεύγουσα τη δυνατότητα να ελέγξει το βάσιμο των προσβαλλομένων πράξεων και να αμυνθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο δε δικαστήριο αυτό να ασκήσει τον έλεγχό του.

70      Η αιτιολογία που εκτέθηκε στη σκέψη 59 ανωτέρω δεν επισημαίνει ρητώς σε ποια κριτήρια, προβλεπόμενα στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012 και στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413, εμπίπτει. Εντούτοις, καθόσον αναφέρεται σε «δραστηριότητες για την καταστρατήγηση των κυρώσεων», η αιτιολογία αυτή είναι δυνατό να ερμηνευθεί εύκολα υπό την έννοια ότι εμπίπτει στο κριτήριο της συνδρομής στην καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων. Επιπλέον, όπως ορθώς παρατηρεί το Συμβούλιο, η περιεχόμενη στην ίδια αιτιολογία αναφορά στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα «παρέχει χρηματοδοτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση» εμπίπτει στο κριτήριο της στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση το οποίο, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 66 ανωτέρω, αποτελεί αυτοτελές κριτήριο προς το κριτήριο της στηρίξεως στη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

71      Αντιθέτως, ελλείψει στοιχείου το οποίο να αναφέρεται σε μια ενδεχόμενη «στήριξη» εκ μέρους της προσφεύγουσας στη διάδοση των πυρηνικών όπλων ή σε ενδεχόμενη εκ μέρους της «ανάμιξη» στην απόκτηση απαγορευμένων αγαθών και τεχνολογιών, η αιτιολογία που εκτίθεται στη σκέψη 59 ανωτέρω δεν είναι δυνατό να υπαχθεί, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, στο κριτήριο της στηρίξεως στη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

72      Στα σημεία 26 έως 28 του υπομνήματος αντικρούσεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει βεβαίως ότι η «στήριξη» της προσφεύγουσας στη διάδοση των πυρηνικών όπλων ή στην απόκτηση απαγορευμένων αγαθών, εξοπλισμών, υλικών και τεχνολογιών απορρέει «κατ’ ανάγκην» από «τα καθήκοντα του “τραπεζίτη των ιρανικών δημοσίων αρχών” τα οποία εκπληρώνει», καθόσον «παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες στα ιρανικά υπουργεία και σε άλλες οντότητες ελεγχόμενες από την κυβέρνηση, μεταξύ των οποίων και αυτές που μετέχουν [στη διάδοση των πυρηνικών όπλων]» και «μετείχε κατ’ ανάγκη [σε] αποκτήσεις [υλικών και σε παραδόσεις αναγκαίες για τη διάδοση αυτή]» και στην «παράνομη εξαγωγή εξοπλισμών και άλλων υλικών από το Ιράν προς άλλα “απείθαρχα κράτη”, [με σκοπό τη χρηματοδότηση των αποκτήσεων αυτών]».

73      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο αναφέρεται, εν τοις πράγμασι, σε στοιχεία συνεπαγόμενα κάποιο βαθμό συνδέσεως των δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας προς τις πυρηνικές δραστηριότητες της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν τα οποία δεν προκύπτουν προδήλως από την αιτιολογία που προεκτέθηκε στη σκέψη 59 και τα οποία, συνεπώς, δεν είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προκειμένου να κριθεί σε ποιο κριτήριο εγγραφής πρέπει να υπαχθεί η εν λόγω αιτιολογία.

74      Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, διαπιστώνεται ότι ο επαρκής χαρακτήρας της αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων μπορεί να εκτιμηθεί μόνον όσον αφορά το κριτήριο της συνδρομής στην καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων και στο κριτήριο της στηρίξεως προς την Ιρανική Κυβέρνηση, στα οποία αναφέρεται εμμέσως πλην αναμφιβόλως το Συμβούλιο με τις εν λόγω πράξεις.

75      Καθόσον οι προσβαλλόμενες πράξεις στηρίζονται στο κριτήριο της συνδρομής στην καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων και δεδομένου ότι παρατηρήθηκε στις εν λόγω πράξεις ότι η προσφεύγουσα «[ενεπλάκη] σε δραστηριότητες για την καταστρατήγηση των κυρώσεων», η αιτιολογία τους είναι ανεπαρκής, υπό την έννοια ότι δεν παρέχει στην προσφεύγουσα και στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθούν τις περιστάσεις που ώθησαν το Συμβούλιο να κρίνει ότι το κριτήριο αυτό πληρούνταν στην περίπτωση της προσφεύγουσας και, ως εκ τούτου, να θεσπίσει τις εν λόγω πράξεις. Πράγματι, η εν λόγω αιτιολογία φαίνεται να αποτελεί απλή επανάληψη του κριτηρίου καθεαυτό. Δεν περιέχει κανένα στοιχείο το οποίο να προσδιορίζει τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω κριτήριο έχει εφαρμογή ως προς την προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, η εν λόγω αιτιολογία ουδόλως προσδιορίζει τα πρόσωπα, τις οντότητες ή τους οργανισμούς των οποίων τα ονόματα ή οι επωνυμίες περιλαμβάνονται σε επιβάλλοντα περιοριστικά μέτρα κατάλογο και τα οποία φέρεται να συνέδραμε η προσφεύγουσα στην καταστρατήγηση των κυρώσεων, τον χρόνο και τις περιστάσεις της συνδρομής αυτής, καθώς και τον τρόπο παροχής της. Το Συμβούλιο δεν αναφέρεται σε καμία εξακριβώσιμη πράξη ούτε σε καμία συγκεκριμένη συνδρομή. Ελλείψει κάθε άλλης διευκρινίσεως, η αιτιολογία αυτή κρίνεται ανεπαρκής προκειμένου να παράσχει στη μεν προσφεύγουσα τη δυνατότητα να ελέγξει, υπό το πρίσμα του κριτηρίου της συνδρομής στην καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων, το βάσιμο των προσβαλλομένων πράξεων και να αμυνθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο δε δικαστήριο αυτό να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Central Bank of Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 27, EU:T:2014:777, σκέψη 91).

76      Στα υπομνήματά του, το Συμβούλιο υποστήριξε βεβαίως ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις περιέχουν έμμεση αιτιολογία συναφώς, παρατηρώντας ότι η «συνδρομή στην παράβαση ή την καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων» την οποία παρείχε η προσφεύγουσα απέρρεε «κατ’ ανάγκην» από «τα καθήκοντα του “τραπεζίτη των ιρανικών δημοσίων αρχών” τα οποία εκπληρώνει». Κατά το Συμβούλιο, στο πλαίσιο των εν λόγω καθηκόντων, η προσφεύγουσα «παρ[είχε] τραπεζικές υπηρεσίες στα ιρανικά υπουργεία και σε άλλες οντότητες ελεγχόμενες από την κυβέρνηση, μεταξύ των οποίων και αυτές που μετέχουν [στη διάδοση των πυρηνικών όπλων]».

77      Συναφώς, επισημαίνεται πάντως ότι η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Συλλογή, EU:C:2004:6, σκέψη 372 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, Συλλογή, EU:C:2007:88, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, λόγοι οι οποίοι δεν εκτίθενται ρητώς είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη όταν είναι προφανείς, τόσο για τους ενδιαφερομένους όσο και για το αρμόδιο δικαστήριο.

78      Δεν είναι προφανές όμως, εν προκειμένω, ότι η προσφεύγουσα, ως κεντρική τράπεζα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, συνέδραμε κατ’ ανάγκην τα πρόσωπα ή τις οντότητες που μετείχαν στην Ιρανική Κυβέρνηση ή ελέγχονταν από την κυβέρνηση αυτή και των οποίων τα ονόματα ή οι επωνυμίες είχαν εγγραφεί στους καταλόγους των προσώπων και των οντοτήτων που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα εις βάρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν να παραβούν τα εν λόγω μέτρα ή να εκφύγουν της εφαρμογής τους, παρέχοντάς τους τραπεζικές υπηρεσίες, όπως η θέση πόρων στη διάθεσή τους. Πράγματι, μολονότι είναι προφανές ότι η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο των καθηκόντων και των εξουσιών της ως κεντρική τράπεζα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, παρέχει, γενικώς, χρηματοδοτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση (βλ. σκέψη 108 κατωτέρω), δεν προκύπτει κατ’ ανάγκην ότι παρέχει, συγκεκριμένα, τέτοιου είδους στήριξη σε πρόσωπα ή σε οντότητες που μετέχουν στην κυβέρνηση αυτή ή που ελέγχονται από αυτήν, περιλαμβανομένων των προσώπων ή οντοτήτων των οποίων τα ονόματα ή οι επωνυμίες έχουν εγγραφεί στους καταλόγους των προσώπων ή των οντοτήτων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα εις βάρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

79      Ως εκ τούτου, η έμμεση αιτιολογία την οποία επικαλείται το Συμβούλιο δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προκειμένου να θεραπεύσει την ανεπάρκεια ρητής αιτιολογίας όσον αφορά το κριτήριο της συνδρομής στην καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων.

80      Καθόσον οι προσβαλλόμενες πράξεις βασίζονται στο κριτήριο της στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση, πρέπει να διερευνηθεί αν, σύμφωνα με την ερμηνεία του κριτηρίου αυτού η οποία εκτέθηκε στη σκέψη 66 ανωτέρω, το Συμβούλιο αναφέρθηκε σε δραστηριότητες της προσφεύγουσας οι οποίες, ακόμη και αν δεν έχουν, αυτές καθεαυτές, άμεσο ή έμμεσο σύνδεσμο με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, είναι εντούτοις ικανές να ευνοήσουν τη διάδοση αυτή, παρέχοντας στην Ιρανική Κυβέρνηση τους πόρους ή τις διευκολύνσεις που της επιτρέπουν να τη συνεχίσει.

81      Συνεπώς, μολονότι, όσον αφορά το κριτήριο της στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να διευκρινίσει και να προσδιορίσει τους πόρους ή τις διευκολύνσεις τις οποίες υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα παρείχε στην εν λόγω κυβέρνηση, αντιθέτως και παρά τα όσα προβάλλει η προσφεύγουσα, δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει τις προσβαλλόμενες πράξεις όσον αφορά την ενδεχόμενη χρήση των πόρων ή των διευκολύνσεων αυτών από την εν λόγω κυβέρνηση με σκοπό την επιδίωξη της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων.

82      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο αναφέρθηκε ρητώς στη «χρηματοδοτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση» και υποστήριξε, στο σημείο 29 του υπομνήματος αντικρούσεως, ότι «[δ]εν [ήταν] αναγκαίο να προβληθούν επιπλέον στοιχεία για τη στήριξη της εν λόγω αιτιολογίας, δεδομένου ότι [ήταν] αυτονόητο ότι η προσφεύγουσα, ως τραπεζίτης της Ιρανικής Κυβερνήσεως, παρ[είχε] χρηματοδοτική στήριξη στην ίδια αυτή κυβέρνηση».

83      Βεβαίως, στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, όσον αφορά το κριτήριο της στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο δεν αναφέρθηκε ρητώς στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες τις οποίες παρείχε η προσφεύγουσα στην Ιρανική Κυβέρνηση ως κεντρική τράπεζα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

84      Εντούτοις, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι το Συμβούλιο αναφερόταν στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες τις οποίες παρείχε, ως κεντρική τράπεζα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, στην Ιρανική Κυβέρνηση. Εξάλλου, από τα υπομνήματά της προκύπτει ότι η προσφεύγουσα το αντελήφθη. Στο σημείο 23 του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα παρατηρεί συγκεκριμένα, στηριζόμενη στη μαρτυρική κατάθεση της R., ότι «[η] [Ιρανική] Κυβέρνηση είναι ένας από τους πελάτες [της]», αλλά διευκρινίζει, συναφώς, ότι «[σ]χεδόν όλες οι κεντρικές τράπεζες ενεργούν ως τραπεζίτης της κυβερνήσεως και [ότι] μόνον υπό την έννοια αυτή παρέχουν “χρηματοδοτική στήριξη” ή, ακριβέστερα, χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στην κυβέρνηση». Συνεπώς, η προσφεύγουσα αμύνθηκε, υποστηρίζοντας κυρίως, όπως έπραξε με το έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2012 (σκέψη 14 ανωτέρω), ότι δεν είχε παράσχει χρηματοδοτική στήριξη σε οποιοδήποτε όργανο (περιλαμβανομένης της Ιρανικής Κυβερνήσεως), προκειμένου να χρηματοδοτήσει δραστηριότητες διαδόσεως των πυρηνικών όπλων.

85      Το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν διευκρίνισε, εν προκειμένω, τα καθήκοντα και τις εξουσίες της προσφεύγουσας, ως κεντρικής τράπεζας της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, δεν είναι καθοριστικό, καθόσον αυτά καθορίζονται από νομοθετικές διατάξεις, στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό και οι οποίες, συνεπώς, είναι κατά τεκμήριο γνωστές σε όλους. Πράγματι, δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι τα καθήκοντα και οι εξουσίες της προσφεύγουσας, ως κεντρικής τράπεζας της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, καθορίζονται στο κεφάλαιο 2 του μέρους II του χρηματοπιστωτικού νόμου της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, εγκριθέντος στις 9 Ιουλίου 1972, ιδίως στα άρθρα 12 και 13 του εν λόγω νόμου. Συνεπώς, είναι δυνατό να κριθεί ότι η αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, η οποία έγκειται στο ότι η προσφεύγουσα «παρέχει χρηματοδοτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση» παραπέμπει, εμμέσως πλην αναμφιβόλως, στα καθήκοντα και στις εξουσίες της προσφεύγουσας ως κεντρικής τράπεζας της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, όπως αυτά ορίζονται στο κεφάλαιο 2 του μέρους II του νόμου αυτού, ιδίως στα άρθρα 12 και 13 του ίδιου νόμου.

86      Συνεπώς, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να παράσχει ρητή αιτιολογία αφορώσα τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και, ως εκ τούτου, τους πόρους ή τις χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις τις οποίες υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα παρείχε στην Ιρανική Κυβέρνηση, ως κεντρική τράπεζα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

87      Για τον λόγο αυτόν, οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι δυνατό να θεωρηθούν ως αρκούντως αιτιολογημένες, υπό το πρίσμα των επιταγών της νομολογίας, όσον αφορά το κριτήριο της στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση.

88      Καθόσον οι λόγοι που αφορούν την παροχή χρηματοδοτικής στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση παρέχουν αυτοτελή και επαρκή αιτιολογία στις προσβαλλόμενες πράξεις και καθόσον, συνεπώς, η ανεπάρκεια των άλλων λόγων που προβλήθηκαν προς στήριξη των ίδιων αυτών πράξεων δεν μπορεί να προκαλέσει την ακύρωσή τους, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

89      Εντούτοις, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μόνον τα στοιχεία της αιτιολογίας που αφορούν την παροχή χρηματοδοτικής στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση, καθόσον παρέχουν αυτοτελή και επαρκή αιτιολογία στις προσβαλλόμενες πράξεις, μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση των άλλων λόγων της υπό κρίση προσφυγής, συγκεκριμένα, πρώτον, του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, δεύτερον, του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πλάνη εκτιμήσεως, και, τρίτον, του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου

90      Η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι, κατά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, παραβίασε την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και προσέβαλε το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία, διότι δεν της γνωστοποίησε τα αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούσαν τις προσβαλλόμενες πράξεις και δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της επί των στοιχείων αυτών. Εν προκειμένω, κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη των προσβαλλομένων πράξεων δεν της γνωστοποιήθηκε πριν την έκδοση των εν λόγω πράξεων ή ακόμη και μετά την έκδοσή τους, τούτο δε μολονότι η προσφεύγουσα υπέβαλε πλείονα αιτήματα προς τούτο, ιδίως με το έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2012 (σκέψη 17 ανωτέρω). Το ότι το Συμβούλιο ακολούθησε πρόταση περί εγγραφής της επωνυμίας της στους επιμάχους καταλόγους, διαβιβασθείσα από κράτος μέλος, δεν αναιρεί την υποχρέωσή του να βεβαιωθεί για το βάσιμο της προτάσεως αυτής, ενδεχομένως ζητώντας από το οικείο κράτος μέλος να του υποβάλει τα αποδεικτικά στοιχεία και τις πληροφορίες που τη δικαιολογούσαν. Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να επιχειρήσει να θεραπεύσει την εν λόγω παράλειψη γνωστοποιήσεως αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, χωρίς να προσβάλει το δικαίωμά της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Από το υπ’ αριθ. 17576/12 διαβιβαστικό σημείωμα του Συμβουλίου προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν εξέδωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν την εμπλοκή της προσφεύγουσας στη διάδοση των πυρηνικών όπλων ή στην καταστρατήγηση των κυρώσεων, αλλά αποκλειστικώς και μόνον με την παράνομη αιτιολογία ότι η εγγραφή της επωνυμίας της στους επιμάχους καταλόγους «θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά τη διπλωματική πίεση που ασκείται αυτή τη στιγμή στο Ιράν». Εξάλλου, το Συμβούλιο παρέλειψε να προβεί σε ακρόαση της προσφεύγουσας και να λάβει υπόψη τα πραγματικά στοιχεία που αυτή του γνωστοποίησε.

91      Το Συμβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και ζητεί την απόρριψη του τρίτου λόγου ακυρώσεως διότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα έχει δικαιώματα άμυνας, τα δικαιώματα αυτά έγιναν σεβαστά εν προκειμένω, δεδομένου ότι ενημερώθηκε για τις προσβαλλόμενες πράξεις, ότι της κοινοποιήθηκαν επαρκείς πληροφορίες και επαρκή στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να αντιληφθεί την αιτιολογία των εν λόγω πράξεων και ότι, επιπλέον, είχε τη δυνατότητα να προβάλει τις παρατηρήσεις της επ’ αυτών. Καθόσον η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι δεν έλεγξε το βάσιμο των προσβαλλομένων πράξεων οι οποίες εκδόθηκαν κατόπιν προτάσεως κράτους μέλους, πρόκειται περί αιτιάσεως που αφορά την παράβαση υποχρεώσεως διαφορετικής από αυτήν της οποίας έγινε επίκληση στον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η οποία, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

92      Υπενθυμίζεται ότι το θεμελιώδες δικαίωμα στον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη διάρκεια διαδικασίας πριν την έκδοση περιοριστικών μέτρων κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον οποίο το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ αναγνωρίζει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες (βλ. απόφαση Makhlouf κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 56, EU:T:2013:431, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει, αφενός, να γνωστοποιούνται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή στην ενδιαφερόμενη οντότητα τα στοιχεία που γίνονται δεκτά εις βάρος του προς στήριξη της βλαπτικής γι’ αυτό πράξεως και, αφετέρου, να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή στην ενδιαφερόμενη οντότητα η δυνατότητα να υποστηρίξει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία αυτά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, T‑228/02, EU:T:2006:384, σκέψη 93).

94      Στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεως με την οποία διατηρείται το όνομα προσώπου ή η επωνυμία οντότητας σε κατάλογο προσώπων ή οντοτήτων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, το Συμβούλιο πρέπει να σεβασθεί το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως του εν λόγω προσώπου ή της εν λόγω οντότητας, όταν δέχεται εις βάρος του, στην απόφαση περί διατηρήσεως του ονόματος ή της επωνυμίας του στον κατάλογο, νέα στοιχεία, δηλαδή στοιχεία που δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική απόφαση περί εγγραφής του ονόματος ή της επωνυμίας του στον κατάλογο αυτόν (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C‑27/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:853, σκέψη 62, και Makhlouf κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 56, EU:T:2013:431, σκέψεις 42 και 43).

95      Εν προκειμένω, στις 2 Αυγούστου 2012, το Συμβούλιο γνωστοποίησε ατομικώς στην προσφεύγουσα την αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων που αφορούσε το ότι «παρ[είχε] χρηματοδοτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση». Υπό το πρίσμα αυτής της αιτιολογίας, την οποία προέβαλε το Συμβούλιο, και όχι της αιτιολογίας που εκτίθεται στο υπ’ αριθ. 17576/12 διαβιβαστικό σημείωμα του Συμβουλίου, η οποία δεν παρατίθεται στις προσβαλλόμενες πράξεις, πρέπει να εκτιμηθεί η νομιμότητα των πράξεων αυτών.

96      Από τη σκέψη 87 ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτιολογία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επαρκής υπό το πρίσμα των επιταγών της νομολογίας, όσον αφορά το κριτήριο της στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση.

97      Εξάλλου, εν προκειμένω, το Συμβούλιο δεν χρειαζόταν να κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα τα έγγραφα στοιχεία στα οποία στηριζόταν η αιτιολογία αυτή, καθόσον τα εν λόγω στοιχεία, τα οποία αφορούσαν τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που παρείχε ακριβώς η προσφεύγουσα στην Ιρανική Κυβέρνηση, ως κεντρική τράπεζα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, θα μπορούσαν να θεωρηθούν κατά τεκμήριο γνωστά τοις πάσι και εμμέσως περιληφθέντα στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, όσον αφορά το κριτήριο της στηρίξεως προς την Ιρανική Κυβέρνηση (βλ. σκέψη 85 ανωτέρω). Επομένως, το Συμβούλιο δεν όφειλε να κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα τις νομοθετικές εκείνες διατάξεις που προσδιόριζαν τα καθήκοντα και τις εξουσίες της ως κεντρικής τράπεζας της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

98      Η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να αμφισβητήσει την αιτιολογία αυτή και τα στοιχεία στα οποία στηριζόταν ήδη πριν την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων. Ως εκ τούτου, στο έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2012, αρνήθηκε ότι παρείχε χρηματοδοτική στήριξη σε οποιοδήποτε όργανο (περιλαμβανομένης της Ιρανικής Κυβερνήσεως) προκειμένου να χρηματοδοτήσει τη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Επιπλέον, ήταν σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμά της προσφυγής, προβάλλοντας, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, «ότι δεν παρ[είχε] χρηματοδοτική στήριξη στην κυβέρνηση περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κεντρική τράπεζα στον κόσμο» και ότι «παρ[είχε] ακόμη λιγότερο το είδος στηρίξεως το οποίο αφορούν οι προσβαλλόμενες πράξεις, δηλαδή τη στήριξη στις δραστηριότητες διαδόσεως των πυρηνικών όπλων».

99      Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας, καθώς και το δικαίωμά της αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου έγιναν σεβαστά κατά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων.

100    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίας αφορά παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πλάνη εκτιμήσεως

101    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως διατηρώντας, κατόπιν επανεξετάσεως, την επωνυμία της στους επιμάχους καταλόγους, χωρίς αυτή να πληροί τα ουσιαστικά κριτήρια τα οποία, κατά το άρθρο 20 της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 23 του κανονισμού 267/2012, δικαιολογούν την εγγραφή της επωνυμίας της στους εν λόγω καταλόγους. Ελλείψει διευκρινίσεων στις προσβαλλόμενες πράξεις, είναι αδύνατο να γίνει αντιληπτό σε ποιο κριτήριο, το οποίο θεσπίζουν οι διατάξεις αυτές, εμπίπτει η αιτιολογία κατά την οποία «παρ[είχε] χρηματοδοτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση». Τούτο συνιστά σημαντικό εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματός της αποτελεσματικής προσφυγής και, από την άποψη αυτή, τη φέρει σε μη ικανοποιητική και μη προσήκουσα θέση. Εν πάση περιπτώσει, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως διαπιστώνοντας ότι το κριτήριο του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της εν λόγω αποφάσεως και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του εν λόγω κανονισμού, δηλαδή το κριτήριο της στηρίξεως προς την Ιρανική Κυβέρνηση, πληρούνταν εν προκειμένω. Από το υπ’ αριθ. 17576/12 διαβιβαστικό σημείωμα του Συμβουλίου, το οποίο έχει επισυναφθεί στο έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2012, προκύπτει ότι η πραγματική αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων συνίστατο στο ότι η εγγραφή της επωνυμίας της στους επιμάχους καταλόγους «θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά τη διπλωματική πίεση που ασκείται αυτή τη στιγμή στο Ιράν». Δεν υπάρχει καμία ένδειξη περί του ότι, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του την αιτιολογία ότι παρείχε στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, οπότε, κατά τη νομολογία, η αιτιολογία αυτή είναι αλυσιτελής για τη δικαιολόγηση των εν λόγω πράξεων. Εν πάση περιπτώσει, απλώς και μόνον η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα παρείχε ορισμένες υπηρεσίες στην κυβέρνηση, χωρίς απόδειξη ενδεχόμενης σχέσεως μεταξύ των υπηρεσιών αυτών και της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, είναι ανεπαρκής για τη δικαιολόγηση των προσβαλλομένων πράξεων, σύμφωνα με τη νομολογία.

102    Το Συμβούλιο αντικρούει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας και ζητεί να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, διότι δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, δεδομένου ότι τα ουσιαστικά κριτήρια τα οποία εκτίθενται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχεία α΄, β΄ και δ΄, του κανονισμού 267/2012 πληρούνταν στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Η επιπλέον αιτιολογία που προστέθηκε με τις προσβαλλόμενες πράξεις, δηλαδή ότι η προσφεύγουσα «παρέχει χρηματοδοτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση», αντιστοιχεί στο κριτήριο το οποίο εκτίθεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της εν λόγω αποφάσεως και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του εν λόγω κανονισμού και το οποίο αφορά τη στήριξη προς την Ιρανική Κυβέρνηση. Η αιτιολογία αυτή δεν χρειαζόταν ενίσχυση, καθόσον ήταν πρόδηλο ότι η προσφεύγουσα, ως τραπεζίτης της Ιρανικής Κυβερνήσεως, παρείχε χρηματοδοτική στήριξη στην κυβέρνηση αυτή. Αυτή η αιτιολογία πρέπει να ληφθεί υπόψη, δεδομένου ότι έγινε ρητή μνεία της στις προσβαλλόμενες πράξεις.

103    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 89 και 95 ανωτέρω, στο πλαίσιο της εξετάσεως του υπό κρίση λόγου, η νομιμότητα των προσβαλλομένων πράξεων πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της αιτιολογίας των εν λόγω πράξεων η οποία συνίσταται στο ότι η προσφεύγουσα «παρ[είχε] χρηματοδοτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση» και όχι αυτής που περιέχεται στο υπ’ αριθ. 17576/12 διαβιβαστικό σημείωμα του Συμβουλίου και, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, να διερευνηθεί αν οι εν λόγω πράξεις βαρύνονται με πλάνη εκτιμήσεως ως προς την εφαρμογή του κριτηρίου της στηρίξεως προς την Ιρανική Κυβέρνηση, το οποίο καθιερώνεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012.

104    Για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 85 ανωτέρω, είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη, προς εκτίμηση του βασίμου της αιτιολογίας αυτής, τα καθήκοντα και οι εξουσίες της προσφεύγουσας ως κεντρικής τράπεζας της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, όπως καθορίζονται στο κεφάλαιο 2 του μέρους II του χρηματοπιστωτικού νόμου της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, το οποίο αφορά τα «καθήκοντα και εξουσίες» της «Bank Markazi Iran», ιδίως στα άρθρα 12 και 13 του εν λόγω νόμου.

105    Από το άρθρο 12 του νομισματικού και χρηματοπιστωτικού νόμου της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν προκύπτουν τα εξής:

«Η Bank Markazi Iran, ως τραπεζίτης της κυβερνήσεως, εκπληρώνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

a)      τήρηση των λογαριασμών των υπουργείων, των κυβερνητικών οργανισμών, των οργανισμών που συνδέονται με την κυβέρνηση, των κρατικών εταιριών και των δήμων, καθώς και των οργανισμών των οποίων το κεφάλαιο κατέχουν, κατά ποσοστό άνω του ημίσεως, υπουργεία, κυβερνητικοί οργανισμοί, οργανισμοί που συνδέονται με την κυβέρνηση, κρατικές εταιρίες ή δήμοι, καθώς και διαχείριση όλων των τραπεζικών συναλλαγών τους στο Ιράν και στο εξωτερικό·

b)      πώληση κάθε είδους κρατικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων του Δημοσίου και επιστροφή του κεφαλαίου και καταβολή των τόκων των ομολόγων και γραμματίων αυτών, ως εκπρόσωπος της κυβερνήσεως, με το δικαίωμα αναθέσεως αυτής της εξουσίας εκπροσωπήσεως σε φυσικά πρόσωπα ή σε άλλες οργανώσεις·

[…]

e)      σύναψη συμβάσεων πληρωμών προς εκτέλεση νομισματικών, χρηματοπιστωτικών ή εμπορικών συμφωνιών ή συμφωνιών διαμετακομίσεως οι οποίες συνάπτονται μεταξύ της κυβερνήσεως και των ξένων χωρών.»

106    Το άρθρο 13 του νομισματικού και χρηματοπιστωτικού νόμου της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν ορίζει, επιπλέον, τα εξής:

«Η Bank Markazi Iran έχει τις ακόλουθες εξουσίες:

1.      χορήγηση δανείων και πιστώσεων στα υπουργεία και στις κυβερνητικές οργανώσεις, υπό την επιφύλαξη νόμιμης εξουσιοδοτήσεως·

2.      παροχή εγγυήσεως για τις δεσμεύσεις τις οποίες αναλαμβάνουν η κυβέρνηση, τα υπουργεία και οι κυβερνητικές οργανώσεις, υπό την επιφύλαξη νόμιμης εξουσιοδοτήσεως·

3.      χορήγηση δανείων και πιστώσεων στις κρατικές εταιρίες και στους δήμους, καθώς και στους οργανισμούς που συνδέονται με την κυβέρνηση ή με τους δήμους, και η παροχή εγγυήσεως για τα δάνεια και τις πιστώσεις που χορηγούνται, έναντι επαρκούς διασφαλίσεως·

[…]

5.      αγορά και πώληση εντόκων γραμματίων του Δημοσίου και κρατικών ομολόγων, καθώς και ομολόγων εκδοθέντων από αλλοδαπές κυβερνήσεις ή εξουσιοδοτημένα προς τούτο διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα […]».

107    Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η προσφεύγουσα έχει ιδίως ως καθήκοντα την τήρηση των λογαριασμών της Ιρανικής Κυβερνήσεως, την εκτέλεση ή τη σύναψη χρηματοπιστωτικών πράξεων εξ ονόματος και για λογαριασμό της τελευταίας, την παροχή δανείων ή πιστώσεων, την παροχή εγγυήσεως για τις δεσμεύσεις της και την αγορά ή την πώληση των ομολόγων τα οποία εκδίδει η κυβέρνηση αυτή.

108    Από τα καθήκοντα και τις εξουσίες της προσφεύγουσας ως κεντρικής τράπεζας της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 2 του μέρους II του νομισματικού και χρηματοπιστωτικού νόμου της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και, ιδίως, στα άρθρα 12 και 13 του εν λόγω νόμου, είναι πρόδηλον ότι η προσφεύγουσα παρέχει στην Ιρανική Κυβέρνηση χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες οι οποίες είναι ικανές, λόγω της ποσοτικής και ποιοτικής σημασίας τους, να ευνοήσουν τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, παρέχοντας στην κυβέρνηση αυτή στήριξη, υπό τη μορφή πόρων ή υλικών, χρηματοπιστωτικών ή υλικοτεχνικών διευκολύνσεων, οι οποίες της παρέχουν τη δυνατότητα να συνεχίσει τη δραστηριότητα αυτή.

109    Βεβαίως, η προσφεύγουσα υποστήριξε, για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι εξουσίες της για τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων ή για την παροχή εγγυήσεων υπέκειντο σε προϋποθέσεις, όπως η λήψη νόμιμης εξουσιοδοτήσεως, οι οποίες δεν συνέτρεξαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, οπότε δεν άσκησε τις εν λόγω εξουσίες ούτε παρείχε, στην πράξη, πόρους ή χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις προς την Ιρανική Κυβέρνηση. Εντούτοις, στην προσφεύγουσα εναπόκειται, η οποία προβάλλει έτσι έναν αμυντικό ισχυρισμό προκειμένου να σχετικοποιήσει τα αποτελέσματα των εξουσιών που της απονέμονται από τον νόμο, να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τον ισχυρισμό αυτόν. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε τέτοιες αποδείξεις. Εν πάση περιπτώσει, ο αμυντικός ισχυρισμός τον οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα δεν καλύπτει όλες τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες τις οποίες παρέχει στην Ιρανική Κυβέρνηση, ως κεντρική τράπεζα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, όπως η τήρηση των λογαριασμών, η εκτέλεση και η σύναψη χρηματοπιστωτικών πράξεων ή η αγορά και η πώληση ομολόγων. Εξάλλου, μολονότι η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ότι έχει θέσει τους ίδιους χρηματοπιστωτικούς πόρους της στη διάθεση της Ιρανικής Κυβερνήσεως, δεχόταν πάντοτε ότι της παρείχε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, κατά τον ίδιο τρόπο κατά τον οποίο κάθε κεντρική τράπεζα κράτους παρέχει τέτοιου είδους υπηρεσίες στην κυβέρνηση του εν λόγω κράτους. Οι υπηρεσίες αυτές όμως είναι ικανές, λόγω της ποσοτικής και ποιοτικής σημασίας τους, να παράσχουν στην Ιρανική Κυβέρνηση στήριξη που της επιτρέπει να συνεχίσει τη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

110    Ως εκ τούτου, βασίμως το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα «παρ[είχε] χρηματοδοτική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση», οπότε το κριτήριο το οποίο καθιερώνεται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012, περί παροχής στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση, όπως ερμηνεύθηκε στη σκέψη 66 ανωτέρω, πληρούνταν εν προκειμένω.

111    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πλάνη εκτιμήσεως.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, ιδίως του δικαιώματος προστασίας της ιδιοκτησίας και της φήμης της

112    Η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, προσέβαλε το δικαίωμα ιδιοκτησίας της και το δικαίωμα σεβασμού της φήμης της, και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον, εν πάση περιπτώσει, οι επίμαχες πράξεις έθιξαν άνευ λόγου και κατά τρόπο δυσανάλογο τα περιουσιακά στοιχεία και τη φήμη της. Εν προκειμένω, οι προσβαλλόμενες πράξεις είχαν σημαντικές επιπτώσεις στα περιουσιακά στοιχεία και στη φήμη της, καθώς και, όσον αφορά εν προκειμένω τις δραστηριότητές της ως κεντρικής τράπεζας της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, σε ολόκληρο τον ιρανικό λαό, όπως προκύπτει από τη μαρτυρική κατάθεση της R. Συνεπώς, οι πράξεις αυτές αντιφάσκουν προς τις δημόσιες δηλώσεις της Ένωσης, κατά τις οποίες τα περιοριστικά μέτρα δεν θα έθιγαν τον ιρανικό λαό. Οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν στηρίζονται στην απόδειξη συνδέσμου μεταξύ της προσφεύγουσας και της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, αλλά απλώς και μόνο στο ότι η εγγραφή της επωνυμίας της στους επιμάχους καταλόγους «θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά τη διπλωματική πίεση που ασκείται αυτή τη στιγμή στο Ιράν». Η αιτιολογία αυτή είναι υπερβολικά γενική και δεν αντιστοιχεί στον δηλωθέντα σκοπό της ρυθμίσεως της Ένωσης με την οποία θεσπίζονται περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, δηλαδή την καταπολέμηση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων και, ιδίως, την πρόληψη της χρηματοδοτήσεώς της. Οι προσβαλλόμενες πράξεις στηρίζονται σε αιτιολογία υπερβολικά γενική και αόριστη για να είναι δυνατή η αποτελεσματική αμφισβήτησή της. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει κανένα λυσιτελή λόγο προκειμένου να επιτύχει την εξάλειψη του ονόματός της από τους επιμάχους καταλόγους. Ως εκ τούτου, οι επίμαχες πράξεις προσβάλλουν τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας.

113    Το Συμβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και ζητεί την απόρριψη του τετάρτου λόγου ακυρώσεως ως αβασίμου. Ο περιορισμός στα θεμελιώδη δικαιώματα και στις θεμελιώδεις ελευθερίες της προσφεύγουσας δικαιολογείται από τον θεμιτό σκοπό της παύσεως της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων και της χρηματοδοτήσεώς της, ο οποίος εμπίπτει στον γενικό σκοπό της διατηρήσεως της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, τον οποίο έχει ήδη αναγνωρίσει το Γενικό Δικαστήριο ως σκοπό γενικού συμφέροντος επιδιωκόμενο από την Ένωση. Οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν εφαρμογή μόνο σε μικρό μέρος των κεφαλαίων της προσφεύγουσας, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων βρίσκεται στο Ιράν ή σε τρίτα κράτη της Ένωσης. Επιπλέον, το άρθρο 20, παράγραφοι 3 έως 4α, 6 και 7, της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2012/35, στη συνέχεια δε με την απόφαση 2012/635, και τα άρθρα 24 έως 27 και 28 του κανονισμού 267/2012 προβλέπουν την αποδέσμευση των δεσμευμένων κεφαλαίων προς αντιμετώπιση ορισμένων δαπανών. Οι παρεκκλίσεις αυτές, οι οποίες αφορούν ειδικώς, ως προς ορισμένες από τις δαπάνες αυτές, την προσφεύγουσα, ελαφρύνουν σημαντικά το αποτέλεσμα των κυρώσεων που ελήφθησαν εις βάρος της.

114    Βάσει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, η νομιμότητα της απαγορεύσεως μιας οικονομικής δραστηριότητας εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα απαγορευτικά μέτρα είναι κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη των θεμιτώς επιδιωκόμενων από την επίμαχη ρύθμιση σκοπών, εννοείται δε ότι, όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο δεσμευτικό μέτρο και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 49, EU:T:2013:397, σκέψη 179 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

115    Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, ήτοι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα προστασίας της φήμης, δεν είναι απόλυτα προνόμια και η άσκησή τους μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο περιορισμών που δικαιολογούνται από σκοπούς γενικού συμφέροντος επιδιωκόμενους από την Ένωση. Επομένως, κάθε περιοριστικό οικονομικό ή χρηματοπιστωτικό μέτρο επιφέρει, εξ ορισμού, αποτελέσματα τα οποία θίγουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και τη φήμη του προσώπου ή της οντότητας που υπόκειται σ’ αυτό, προκαλώντας του με τον τρόπο αυτόν ζημίες. Η σημασία των επιδιωκόμενων με τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα σκοπών είναι δυνατό εντούτοις να δικαιολογήσει αρνητικές συνέπειες, ακόμη και σημαντικές, για τα θιγόμενα πρόσωπα ή οντότητες (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, Melli Bank κατά Συμβουλίου, T‑246/08 και T‑332/08, Συλλογή, EU:T:2009:266, σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

116    Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 88, 100 και 110 ανωτέρω προκύπτει ότι, καθόσον οι προσβαλλόμενες πράξεις βασίζονται στο κριτήριο της στηρίξεως προς την Ιρανική Κυβέρνηση, ουδόλως βαρύνονται με παράβαση ουσιώδους τύπου ούτε με πλάνη εκτιμήσεως η οποία να δικαιολογεί την ακύρωσή τους.

117    Περαιτέρω, από τη σκέψη 66 ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις, καθόσον βασίζονται στο κριτήριο της στηρίξεως προς την Ιρανική Κυβέρνηση, δικαιολογούνται από σκοπό γενικού συμφέροντος συνιστάμενο στη στέρηση από την Ιρανική Κυβέρνηση όλων των χρηματοπιστωτικών πόρων ή των χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων που της παρέχουν τη δυνατότητα να συνεχίσει τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν τα πρόσωπα ή οι οντότητες που της παρέχουν τους εν λόγω πόρους και τις εν λόγω διευκολύνσεις στηρίζουν, αυτά τα ίδια, την εν λόγω διάδοση.

118    Τέλος, όσον αφορά την προκληθείσα στην προσφεύγουσα ζημία, αληθεύει βεβαίως ότι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας της περιορίζονται σε σημαντικό βαθμό από τις προσβαλλόμενες πράξεις, δεδομένου ότι δεν μπορεί, μεταξύ άλλων, να διαθέσει τους πόρους που της ανήκουν και οι οποίοι βρίσκονται στο έδαφος της Ένωσης ή κατέχονται από υπηκόους των κρατών μελών της Ένωσης ή να μεταφέρει πόρους που της ανήκουν προς την Ένωση, εκτός αν έχουν δοθεί ειδικές εξουσιοδοτήσεις. Ομοίως, οι προσβαλλόμενες πράξεις θίγουν σοβαρά τη φήμη της προσφεύγουσας, λαμβανομένου υπόψη του ότι τα περιοριστικά μέτρα που την αφορούν είναι δυνατό να προκαλέσουν κάποια καχυποψία ή περιφρόνηση των αντισυμβαλλομένων ή των πελατών της ως προς αυτήν.

119    Εντούτοις, οι δυσχέρειες τις οποίες προκάλεσαν στην προσφεύγουσα οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι δυσανάλογες σε σχέση με τη σπουδαιότητα του σκοπού της διατηρήσεως της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας τον οποίο επιδιώκουν οι πράξεις αυτές. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, δεδομένου ότι, κατ’ αρχάς, οι προσβαλλόμενες πράξεις αφορούν μέρος μόνον των στοιχείων του ενεργητικού της προσφεύγουσας. Περαιτέρω, το άρθρο 20, παράγραφοι 3 έως 4α, 6 και 7, της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2012/35, στη συνέχεια δε με την απόφαση 2012/635, και τα άρθρα 24 έως 27 και 28 του κανονισμού 267/2012 προβλέπουν την αποδέσμευση των κεφαλαίων της προσφεύγουσας ώστε αυτή να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ορισμένες δαπάνες, ιδίως τις θεωρούμενες ως ουσιώδεις ή ώστε να είναι σε θέση να παράσχει στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ρευστότητα προς χρηματοδότηση των εμπορικών συναλλαγών ή ακόμη προκειμένου να είναι δυνατή η εκτέλεση ορισμένων συγκεκριμένων εμπορικών συμβάσεων. Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Συμβούλιο δεν υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα εμπλέκεται αυτή η ίδια στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν έχει εμπλακεί προσωπικώς σε συμπεριφορά ενέχουσα κίνδυνο για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, οπότε ο βαθμός της καχυποψίας που γεννάται έναντι αυτής είναι, ως εκ τούτου, περιορισμένος.

120    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, ιδίως του δικαιώματος προστασίας της ιδιοκτησίας και της φήμης της.

121    Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

122    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με σχετικό αίτημα του Συμβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Kαταδικάζει τη Central Bank of Iran στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Μαρτίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.