Language of document : ECLI:EU:T:2014:167

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 20ής Μαρτίου 2014 (*)

«Αγωγή αποζημίωσης — Μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου —Έλεγχος της εντολής — Απόφαση του Κοινοβουλίου με την οποία κηρύσσεται ανίσχυρη η εντολή ενός μέλους του — Ακύρωση της απόφασης του Κοινοβουλίου με απόφαση του Δικαστηρίου — Αγωγή εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως στερούμενη παντελώς νομικής βάσης»

Στην υπόθεση T‑43/13,

Beniamino Donnici, κάτοικος Castrolibero (Ιταλία), εκπροσωπούμενος από τους V. Vallefuoco και J.-M. Van Gyseghem, δικηγόρους,

ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τον N. Lorenz και την S. Seyr,

εναγομένου,

με αντικείμενο αγωγή αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι υπέστη κατόπιν της έκδοσης της απόφασης του Κοινοβουλίου της 24ης Μαΐου 2007 σχετικά με τον έλεγχο της εντολής του, η οποία ακυρώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2009, C‑393/07 και C‑9/08, Ιταλία και Donnici κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2009, σ. I‑3679),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και A. Collins, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που διεξήχθησαν στις 12 και 13 Ιουνίου 2004 ο, ενάγων, Beniamino Donnici, ήταν υποψήφιος στο κοινό ψηφοδέλτιο Società Civile – Di Pietro Occhetto. Το ψηφοδέλτιο αυτό έλαβε δύο έδρες, την πρώτη στην εκλογική περιφέρεια της Μεσημβρινής Ιταλίας και τη δεύτερη στην εκλογική περιφέρεια της Βορειοδυτικής Ιταλίας. Ο Antonio Di Pietro, που έλαβε τις περισσότερες ψήφους σε αμφότερες τις εκλογικές περιφέρειες, επέλεξε την εκλογική περιφέρεια της Μεσημβρινής Ιταλίας.

2        Ο Αchille Occhetto κατείχε τη δεύτερη θέση στα ψηφοδέλτια, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των ψήφων στις δύο εκλογικές περιφέρειες, προηγούμενος του ενάγοντος στην εκλογική περιφέρεια της Μεσημβρινής Ιταλίας και του Giulietto Chiesa στην εκλογική περιφέρεια της Βορειοδυτικής Ιταλίας. Δεδομένου ότι ο A. Di Pietro επέλεξε την έδρα της εκλογικής περιφέρειας της Μεσημβρινής Ιταλίας, ο Α. Occhetto θα έπρεπε να ανακηρυχθεί εκλεγείς στην περιφέρεια της Βορειοδυτικής Ιταλίας. Ωστόσο, ο Α Occhetto, μέλος τότε της Γερουσίας της Ιταλικής Δημοκρατίας, με γραπτή δήλωση της 6ης Ιουλίου 2004, η οποία περιήλθε την επομένη στο Ufficio elettorale nazionale per il Parlamento europeo presso la Corte di cassazione (στην Εθνική Επιτροπή εκλογικών διαδικασιών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η οποία έχει συσταθεί στο ιταλικό Ακυρωτικό Δικαστήριο, στο εξής: ιταλική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών), παραιτήθηκε από την έδρα του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε αμφότερες τις εκλογικές περιφέρειες.

3        Μετά την παραίτηση αυτή, στις 18 Ιουλίου 2004 η ιταλική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών ανακήρυξε ως εκλεγέντες τον G. Chiesa στην εκλογική περιφέρεια της Βορειοδυτικής Ιταλίας και τον A. Di Pietro στην εκλογική περιφέρεια της Μεσημβρινής Ιταλίας και στις 12 Νοεμβρίου 2004 γνωστοποίησε ότι το όνομα του ενάγοντος περιλαμβανόταν πρώτο στον κατάλογο των αναπληρωματικών του A. Di Pietro για την εκλογική περιφέρεια της Μεσημβρινής Ιταλίας, ενώ ο παραιτηθείς Α. Occhetto δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο αυτό.

4        Κατά τις βουλευτικές εκλογές της 9ης και της 10ης Απριλίου 2006 στην Ιταλία, ο A. Di Pietro εξελέγη βουλευτής στο Κοινοβούλιο της Ιταλικής Δημοκρατίας και επέλεξε την εθνική βουλευτική ιδιότητα από τις 28 Απριλίου 2006. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της πράξης εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία, η οποία είναι προσαρτημένη στην απόφαση 76/787/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 (JO L 278, σ. 5), όπως έχει τροποποιηθεί και αριθμηθεί εκ νέου με την απόφαση 2002/772/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002 και της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ L 283, σ. 1), το αξίωμα αυτό είναι ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το θεσμικό αυτό όργανο διαπίστωσε τη χηρεία της εν λόγω έδρας.

5        Με δήλωση της 27ης Απριλίου 2006 προς την ιταλική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών, ο Α. Occhetto, που ήταν υποψήφιος στις ίδιες αυτές εθνικές εκλογές, αλλά δεν είχε επανεκλεγεί, ανακάλεσε την παραίτηση της 6ης Ιουλίου 2004 και ζήτησε να καταλάβει την κενή έδρα μετά την εκ μέρους του A. Di Pietro επιλογή της έδρας στο Κοινοβούλιο της Ιταλικής Δημοκρατίας.

6        Μετά τη δήλωση αυτή, η ιταλική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών ανακήρυξε στις 8 Μαΐου 2006 τον Α. Occhetto εκλεγέντα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και κοινοποίησε αυθημερόν στο Κοινοβούλιο το όνομά του ως αναπληρωματικού του A. Di Pietro.

7        Με απόφαση της 21ης Ιουλίου 2006, το Tribunale amministrativo regionale del Lazio (Περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο του Λατίου, Ιταλία) απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή ακύρωσης που είχε ασκήσει ο ενάγων κατά της ανακήρυξης αυτής.

8        Ο ενάγων υπέβαλε επίσης ένσταση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά της ανακήρυξης του Α. Occhetto ως ευρωβουλευτή στη θέση του A. Di Pietro. Η ένσταση αυτή εξετάστηκε από την επιτροπή νομικών υποθέσεων του Κοινοβουλίου, κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιουνίου 2006. Η εν λόγω επιτροπή νομικών υποθέσεων, αφού διαπίστωσε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12 της πράξης εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία, η οποία είναι προσαρτημένη στην απόφαση 76/787, όπως η πράξη αυτή έχει τροποποιηθεί και αριθμηθεί εκ νέου, η ένσταση αυτή ήταν απαράδεκτη, διότι στηριζόταν στον legge n. 18, Elezione dei membri del Parlamento europeo spettanti all’Italia (ιταλικό νόμο αριθ. 18, ο οποίος αφορά τις εκλογές των Ιταλών αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), της 24ης Ιανουαρίου 1979 (GURI αριθ. 29, της 30ής Ιανουαρίου 1979, σ. 947), πρότεινε ομόφωνα να γίνει δεκτή ως έγκυρη η εκλογή του Α. Occhetto. Στις 3 Ιουλίου 2006 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επικύρωσε την εκλογή του Α. Occhetto.

9        Με απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2006 το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας της Ιταλίας) δέχθηκε την έφεση του ενάγοντος κατά της απόφασης του Tribunale amministrativo regionale del Lazio και ακύρωσε την ανακήρυξη του Α. Occhetto ως μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην οποία είχε προβεί η ιταλική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών στις 8 Μαΐου 2006.

10      Η απόφαση του Consiglio di Stato απέκτησε ισχύ δεδικασμένου κατόπιν της απόφασης του Corte suprema di cassazione (Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Ιταλίας) της 26ης Μαρτίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του Α. Occhetto ως απαράδεκτη λόγω τυπικού ελαττώματος.

11      Στις 29 Μαρτίου 2007 η ιταλική επιτροπή εκλογικών διαδικασιών έλαβε γνώση της απόφασης του Consiglio di Stato και ανακήρυξε τον ενάγοντα ως εκλεγέν μέλος του Κοινοβουλίου για την εκλογική περιφέρεια της Μεσημβρινής Ιταλίας, ανακαλώντας έτσι την εντολή του Α. Occhetto. Η ανακήρυξη αυτή κοινοποιήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο την καταχώρισε στα πρακτικά της συνόδου της ολομέλειας της 23ης Απριλίου 2007, κατά τα οποία ο ενάγων θα μετείχε στις εργασίες του Κοινοβουλίου ως μέλος του, αλλά μόνον προσωρινά και υπό την επιφύλαξη της μεταγενέστερης απόφασης του Κοινοβουλίου σχετικά με τον έλεγχο της εντολής του.

12      Εν τω μεταξύ, με έγγραφο της 5ης Απριλίου 2007, ο Α. Occhetto είχε υποβάλει ένσταση και είχε ζητήσει από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να επικυρώσει την εντολή του και όχι την εντολή του ενάγοντος. Κατόπιν της ένστασης αυτής, το Κοινοβούλιο ζήτησε από την επιτροπή νομικών υποθέσεων του οργάνου να ελέγξει την εντολή του ενάγοντος.

13      Με απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Μαΐου 2007, η οποία αφορούσε τον έλεγχο της εντολής του ενάγοντος (στο εξής: επίμαχη απόφαση), κηρύχθηκε ανίσχυρη η εντολή του ενάγοντος και επικυρώθηκε η εντολή του A. Occhetto.

14      Η επίμαχη απόφαση κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 29 Μαΐου 2007.

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουνίου 2007, ο ενάγων άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης απόφασης.

16      Ο ενάγων υπέβαλε επίσης αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της επίμαχης απόφασης. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δέχτηκε την εν λόγω αίτηση με διάταξη της 15ης Νοεμβρίου 2007 στην υπόθεση T‑215/07 R, Donnici κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2007, σ. II‑4673), και ανέστειλε την εκτέλεση της επίμαχης απόφασης. Κατόπιν αυτού, ο ενάγων μπορούσε πλέον να μετέχει και πάλι στις εργασίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως βουλευτής.

17      Η Ιταλική Δημοκρατία, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Αυγούστου 2007, άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης απόφασης και η υπόθεση έλαβε τον αριθμό C‑393/07.

18      Με διάταξη της 13ης Δεκεμβρίου 2007 στην υπόθεση T‑215/07, Donnici κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2007, σ. II‑5239), το Γενικό Δικαστήριο απεκδύθηκε της αρμοδιότητάς του στην εν λόγω υπόθεση υπέρ του Δικαστηρίου, ώστε να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της προσφυγής ακύρωσης. Η προσφυγή αυτή πρωτοκολλήθηκε στο Δικαστήριο με αριθμό υπόθεσης C‑9/08.

19      Με απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, C‑393/07 και C‑9/08, Ιταλία και Donnici κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2009, σ. I‑3679), το Δικαστήριο ακύρωσε την επίμαχη απόφαση.

20      Με έγγραφο της 6ης Ιουλίου 2010, ο ενάγων αξίωσε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να τον αποζημιώσει για τις ζημίες που είχε υποστεί κατόπιν της έκδοσης της επίμαχης απόφασης.

21      Ο Γενικός Γραμματέας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απάντησε στον ενάγοντα με έγγραφο της 1ης Οκτωβρίου 2010, με το οποίο απέρριψε την αξίωσή του για αποζημίωση.

22      Ο ενάγων, με έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2011, απάντησε στο έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1ης Οκτωβρίου 2010 και ενέμεινε στην αξίωσή του για αποζημίωση, προέβη δε σε ρητή όχληση του Κοινοβουλίου. Ο ενάγων δεν έλαβε καμία απάντηση από το Κοινοβούλιο.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιανουαρίου 2013, ο ενάγων άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

24      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Απριλίου 2013, πρόβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Ο ενάγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της εν λόγω ένστασης στις 10 Ιουνίου 2013.

25      Ο ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να του καταβάλει 1 720 470 ευρώ ή άλλο μικρότερο ποσό που θα καθορίσει το Γενικό Δικαστήριο,

–        να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

26      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με την ένσταση απαραδέκτου, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη,

–        να καταδικάσει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

27      Ο ενάγων ζητεί, με τις παρατηρήσεις του επί της ένστασης απαραδέκτου, να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου και να γίνουν δεκτά τα αιτήματα της αγωγής.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα των διαδίκων

28      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η αγωγή ασκήθηκε μετά τη λήξη της πενταετούς προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

29      Ο ενάγων αντικρούει κατ’ ουσία τον ισχυρισμό ότι άσκησε την αγωγή του μετά τη λήξη της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής και ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί ερήμην και να δεχτεί τα αιτήματά του, καθόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρότεινε την ένσταση απαραδέκτου μετά τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας εντός της οποίας ο εναγόμενος πρέπει να καταθέσει το υπόμνημα αντίκρουσης και η οποία έχει επίσης εφαρμογή για την υποβολή της ένστασης απαραδέκτου.

30      Ο ενάγων ζητεί αποζημίωση για τέσσερις κατηγορίες ζημίας: πρώτον, για το ότι δεν του καταβλήθηκαν το επίδομα θέσης που έπρεπε να έχει λάβει κατά το διάστημα από 29 Μαρτίου μέχρι 15 Νοεμβρίου 2007 ούτε διάφορα άλλα επιδόματα κατά το ίδιο διάστημα ούτε του επιστράφηκαν διάφορα κατ’ αποκοπή έξοδα σχετικά με το λειτούργημα του βουλευτή· δεύτερον, για το ότι στερήθηκε τη δυνατότητα επανεκλογής του· τρίτον, για το ότι στερήθηκε, λόγω της επίμαχης απόφασης, τη δυνατότητα να ασκήσει το πολιτικό δικαίωμά του ως μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί διάστημα ίσο με το ένα πέμπτο σχεδόν της διάρκειας της θητείας του και, τέταρτον, για το ότι υπέστη, λόγω της στέρησης της βουλευτικής ιδιότητας, τις αρνητικές συνέπειες που είχε η στέρηση αυτή επί των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα μπορούσε να έχει αποκτήσει ως μέλος του Κοινοβουλίου.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

31      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως.

32      Κατά το άρθρο 111 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν το Γενικό Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή αγωγής ή όταν η προσφυγή ή αγωγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως στερούμενη παντελώς νομικής βάσης, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

33      Εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι δεν χρειάζεται να διεξαχθεί προφορική διαδικασία.

 Επί του ζητήματος αν η ένσταση απαραδέκτου προβλήθηκε εκπρόθεσμα

34      Ο ενάγων ισχυρίζεται κυρίως ότι πρέπει να εκδοθεί ερήμην απόφαση και να γίνουν δεκτά τα αιτήματά του, αφού, κατ’ αυτόν, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέθεσε το δικόγραφο με το οποίο προέβαλε την ένσταση απαραδέκτου μετά τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας την οποία προβλέπει το άρθρο 46, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας για την κατάθεση του υπομνήματος αντίκρουσης και η οποία έχει επίσης εφαρμογή για την κατάθεση του δικογράφου της ένστασης απαραδέκτου.

35      Εν προκειμένω η αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιανουαρίου 2013, επιδόθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 18 Φεβρουαρίου 2013 και παραλήφθηκε από το εν λόγω όργανο στις 19 Φεβρουαρίου 2013 (βλ. παράρτημα B1 του δικογράφου της ένστασης απαραδέκτου).

36      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέθεσε στις 25 Απριλίου 2013 το δικόγραφο με το οποίο προέβαλε την ένσταση απαραδέκτου.

37      Δεν αμφισβητείται ότι η προθεσμία για την κατάθεση του υπομνήματος αντίκρουσης είναι δύο μήνες.

38      Η προθεσμία αυτή είναι η προθεσμία εντός της οποίας το καθού ή εναγόμενο θεσμικό όργανο πρέπει να απαντήσει στην προσφυγή ή αγωγή επιλέγοντας είτε να απαντήσει επί της ουσίας καταθέτοντας υπόμνημα αντίκρουσης είτε να προβάλει το απαράδεκτο της προσφυγής ή αγωγής καταθέτοντας, σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, δικόγραφο με το οποίο να προτείνει τη σχετική ένσταση απαραδέκτου.

39      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προθεσμία για την κατάθεση του δικογράφου της ένστασης απαραδέκτου είναι επίσης δίμηνη.

40      Εντούτοις, κατά το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, «η παρέκταση των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως είναι δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή».

41      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 46, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας για την κατάθεση του υπομνήματος αντίκρουσης αρχίζει να τρέχει από την ημέρα παραλαβής της προσφυγής ή αγωγής από τον καθού ή εναγόμενο (διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1992, T‑47/92, Lenz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2523, σκέψη 34).

42      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομολογία αυτή ισχύει επίσης για την προθεσμία κατάθεσης του δικογράφου με το οποίο προβάλλεται η ένσταση απαραδέκτου.

43      Εν προκειμένω η προθεσμία αυτή έληγε συνεπώς στις 29 Απριλίου 2013.

44      Δεδομένου ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατέθεσε το δικόγραφο με την ένσταση απαραδέκτου στις 25 Απριλίου 2013, το δικόγραφο αυτό δεν κατατέθηκε εκπρόθεσμα.

45      Κατά συνέπεια, το αίτημα του ενάγοντος να εκδώσει το Γενικό Δικαστήριο ερήμην απόφαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της παραγραφής

46      Κατά το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, οι αξιώσεις κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης παραγράφονται μετά πέντε έτη από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος.

47      Για τον καθορισμό αυτής της προθεσμίας παραγραφής ελήφθη υπόψη, μεταξύ άλλων, ο χρόνος που απαιτείται για να συλλέξει το πρόσωπο που θεωρεί ότι έχει ζημιωθεί τα κατάλληλα στοιχεία ενόψει άσκησης αγωγής και για να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που μπορεί να επικαλεσθεί προς στήριξη της αγωγής αυτής (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2012, C‑469/11 P, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Κατά πάγια νομολογία, η προθεσμία αυτή αρχίζει να τρέχει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της υποχρέωσης αποζημίωσης, ιδίως δε από το χρονικό σημείο της συγκεκριμενοποίησης της προς αποκατάσταση ζημίας (βλ. την παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 47 απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου έχει βέβαια την έννοια ότι η παραγραφή δεν μπορεί να αντιταχθεί στον ζημιωθέντα που δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει εγκαίρως γνώση της γενεσιουργού αιτίας της ζημίας αυτής και δεν είχε στη διάθεσή του εύλογο χρονικό διάστημα για να ασκήσει την αγωγή ή να υποβάλει την αίτησή του πριν από τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής (βλ. την παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 47 απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Πάντως, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να θεμελιώνεται υποχρέωση αποκατάστασης των ζημιών που αναφέρει το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, κατ’ επέκταση, οι κανόνες παραγραφής των αξιώσεων για αποκατάσταση αυτών των ζημιών πρέπει να στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο σε αυστηρώς αντικειμενικά κριτήρια (βλ. την παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 47 απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Επομένως, η ακριβής και εμπεριστατωμένη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης δεν καταλέγεται μεταξύ των αναγκαίων στοιχείων για την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής. Ομοίως, η εκ μέρους του ζημιωθέντος υποκειμενική εκτίμηση του υποστατού της ζημίας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας έναρξης της προθεσμίας παραγραφής της αξίωσης λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης (βλ. την παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 47 απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Στην περίπτωση ένδικων διαφορών που έχουν ανακύψει από ατομικές πράξεις, η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει αφότου η απόφαση έχει παραγάγει τα αποτελέσματά της έναντι των ενδιαφερομένων (βλ. την παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 47 απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Εν προκειμένω η αγωγή αποζημίωσης στηρίζεται στην επίμαχη απόφαση, με την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κήρυξε ανίσχυρη την εντολή του ενάγοντος και επικύρωσε την εντολή του A. Occhetto.

54      Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συνιστά συνεπώς τη γενεσιουργό αιτία της ζημίας η οποία μπορεί να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, πράγμα που άλλωστε υποστηρίζει και ο ίδιος ο ενάγων στο σημείο 40 του δικογράφου της αγωγής του.

55      Η επίμαχη απόφαση παράγει επομένως τα ζημιογόνα αποτελέσματά της έναντι του ενάγοντος από το χρονικό σημείο κατά το οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του την κοινοποίησε.

56      Συναφώς δεν έχει σημασία το γεγονός ότι η επίμαχη απόφαση ακυρώθηκε με την παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 19 απόφαση Donnici κατά Κοινοβουλίου. Πράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι για την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής δεν έχει σημασία αν η παράνομη συμπεριφορά της Ένωσης έχει διαπιστωθεί με δικαστική απόφαση (βλ. την παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 47 απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η επιχειρηματολογία την οποία ο ενάγων στηρίζει στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 1982, 256/80, 257/80, 265/80, 267/80 και 5/81, Birra Wührer κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 85), και 51/81, De Franceschi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 117), και του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑8/95 και T‑9/95, Pelle και Konrad κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑4117), ότι δηλαδή η παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο το Δικαστήριο κηρύσσει μια πράξη παράνομη, οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των αποφάσεων αυτών και πρέπει συνεπώς να απορριφθεί.

57      Κατά το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου βέβαια, η παραγραφή διακόπτεται με την υποβολή αίτησης στο αρμόδιο θεσμικό όργανο. Στην περίπτωση αυτή όμως, η διακοπή της παραγραφής επέρχεται μόνο αν μετά από την αίτηση αυτή ασκηθεί προσφυγή εντός της προθεσμίας που καθορίζεται με βάση το άρθρο 263 ΣΛΕΕ ή το άρθρο 265 ΣΛΕΕ.

58      Εν προκειμένω όμως, μετά από τα έγγραφα της 6ης Ιουλίου 2010 και της 22ας Ιουνίου 2011, τα οποία απέστειλε ο ενάγων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν ασκήθηκε προσφυγή εντός της προθεσμίας που καθορίζεται με βάση το άρθρο 263 ΣΛΕΕ ή το άρθρο 265 ΣΛΕΕ. Τα εν λόγω έγγραφα δεν παράγουν επομένως κανένα αποτέλεσμα σε σχέση με την πενταετή προθεσμία παραγραφής την οποία προβλέπει το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

59      Υπενθυμίζεται πάντως ότι, κατά πάγια νομολογία, η ζημία θεωρείται ότι έχει διαρκή χαρακτήρα όταν το ύψος της αυξάνεται αναλόγως του αριθμού των ημερών που έχουν παρέλθει (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 2013, C‑460/09 P, Inalca και Cremonini κατά Επιτροπής, σκέψη 80).

60      Σε μια τέτοια περίπτωση όμως διαρκούς ζημίας, η κατά το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου παραγραφή ισχύει, σε συνάρτηση με την ημερομηνία της πράξης που διακόπτει την παραγραφή, για την περίοδο που είναι κατά πέντε και πλέον έτη προγενέστερη της ημερομηνίας αυτής, χωρίς να επηρεάζει τα δικαιώματα που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια μεταγενέστερων περιόδων (διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T‑369/03, Arizona Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5839, σκέψη 116, και της 10ης Απριλίου 2008, T‑336/06, 2K-Teint κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΤΕπ, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 106).

61      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η εξέταση των διαφόρων ζημιών των οποίων ο ενάγων ζητεί την ανόρθωση.

62      Πρώτον, ο ενάγων ζητεί να του καταβληθεί ποσό 90 000 ευρώ (12 000 ευρώ x 7,5 μήνες) για το επίδομα θέσης που δεν έλαβε κατά το διάστημα από 29 Μαρτίου μέχρι 15 Νοεμβρίου 2007.

63      Ο ενάγων ζητεί επίσης να του επιδικαστούν, για το ίδιο αυτό διάστημα από 29 Μαρτίου μέχρι 15 Νοεμβρίου 2007, οι εξής αποζημιώσεις για την απώλεια ευκαιριών, βάσει συντελεστή ανερχόμενου, κατά τις εκτιμήσεις του ενάγοντος, σε 90 %: 45 000 ευρώ ως κατ’ αποκοπή επιστροφή εξόδων αεροπορικών ταξιδιών (1 500 ευρώ x 4 εβδομάδες x 7,5 μήνες), 2 000 ευρώ ως κατ’ αποκοπή επιστροφή εξόδων για συνέδρια και στρογγυλές τράπεζες (3 800 ευρώ ετησίως), 43 500 ευρώ ως αποζημιώσεις για έξοδα διαμονής (290 ευρώ x 5 εργάσιμες ημέρες x 4 εβδομάδες X 7,5 μήνες), 112 500 ευρώ ως αποζημίωση για το ότι δεν είχε βοηθούς ως βουλευτής (15 000 ευρώ x 7,5 μήνες) και 30 000 ευρώ ως κατ’ αποκοπή επιστροφή γενικών εξόδων, δηλαδή συνολικά ποσό 234 300 ευρώ, το οποίο, πολλαπλασιαζόμενο με τον συντελεστή 90 %, οδηγεί στο τελικό ποσό των 210 870 ευρώ.

64      Η ζημία όμως που ο ενάγων υποστηρίζει ότι υπέστη είχε ήδη επέλθει οριστικά, σύμφωνα με τους δικούς του ισχυρισμούς, στις 15 Νοεμβρίου 2007.

65      Κατά συνέπεια, η προθεσμία παραγραφής είχε λήξει στις 15 Νοεμβρίου 2012, χωρίς να έχει διακοπεί από καμία απολύτως πράξη, αφού το δικόγραφο της αγωγής δεν κατατέθηκε παρά στις 29 Ιανουαρίου 2013.

66      Συνεπώς η αξίωση αποζημίωσης έχει παραγραφεί σε σχέση με την πρώτη αυτή ζημία.

67      Συναφώς είναι αβάσιμο το επιχείρημα του ενάγοντος ότι στις 15 Νοεμβρίου 2007 η ζημία ήταν απλώς προβλέψιμη και όχι βέβαιη και ότι κατέστη βέβαιη μόνο μετά την έκδοση της απόφασης Ιταλία και Donnici κατά Κοινοβουλίου, η οποία ακύρωσε την επίμαχη απόφαση.

68      Πράγματι, η ζημία λόγω της απώλειας του επιδόματος θέσης και των κατ’ αποκοπή αποζημιώσεων και επιστροφών εξόδων που συναρτώνται προς την εν λόγω θέση κατά το διάστημα από 29 Μαρτίου μέχρι 15 Νοεμβρίου 2007 είχε συγκεκριμενοποιηθεί πλήρως, άρα ήταν βέβαιη, στις 15 Νοεμβρίου 2007.

69      Επιπλέον, η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα της επίμαχης απόφασης δεν έχει, ούτως ή άλλως, καμία σημασία για την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής (βλ. ανωτέρω σκέψη 56).

70      Τέλος, επισημαίνεται, για λόγους πληρότητας, ότι ο ενάγων μετέσχε –ή τουλάχιστον ήταν σε θέση να μετέχει– στις εργασίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως βουλευτής από τις 23 Απριλίου 2007 (ημερομηνία κατά την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταχώρισε στα πρακτικά, σε ολομέλεια, την ανακήρυξη του ενάγοντος σε βουλευτή) μέχρι τις 24 Μαΐου 2007 (ημερομηνία κατά την οποία το Κοινοβούλιο κήρυξε ανίσχυρη την εντολή του ενάγοντος).

71      Δεύτερον, ο ενάγων ζητεί να του επιδικαστεί το ποσό των 200 000 ευρώ, επειδή στερήθηκε, λόγω της επίμαχης απόφασης, τη δυνατότητα να ασκήσει το πολιτικό δικαίωμά του ως μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί διάστημα ίσο με το ένα πέμπτο σχεδόν της διάρκειας της θητείας του.

72      Στο σημείο αυτό επιβάλλεται και πάλι η διαπίστωση ότι η ζημία που υπέστη ενδεχομένως ο ενάγων είχε, εν πάση περιπτώσει, συγκεκριμενοποιηθεί πλήρως στις 15 Νοεμβρίου 2007, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στα δικόγραφά του.

73      Συνεπώς η αξίωση αποζημίωσης έχει παραγραφεί και σε σχέση με τη δεύτερη αυτή ζημία.

74      Τέλος, τρίτον, ο ενάγων υποστηρίζει ότι, αφού στερήθηκε τη δυνατότητα να ασκήσει τα καθήκοντά του επί επτάμισι μήνες, δεν μπόρεσε να αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα για ολόκληρη τη διάρκεια της θητείας του.

75      Κατά συνέπεια, ο ενάγων ζητεί να του καταβληθεί ποσό 831 600 ευρώ, δηλαδή ποσό ίσο με την πλήρη σύνταξη την οποία θα είχε λάβει αν είχε αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα κατά τη διάρκεια των πέντε ετών της θητείας του και η οποία πρέπει να εκτιμηθεί, κατ’ εύλογη κρίση, με βάση μια δεκαπενταετία.

76      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ζημία που υπέστη ενδεχομένως ο ενάγων –δηλαδή η μη κτήση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κατά το διάστημα από Μάρτιο μέχρι Νοέμβριο 2007– είχε, εν πάση περιπτώσει, συγκεκριμενοποιηθεί πλήρως στις 15 Νοεμβρίου 2007, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στα δικόγραφά του.

77      Συνεπώς η αξίωση αποζημίωσης έχει παραγραφεί και σε σχέση με την τρίτη και τελευταία ζημία αυτή.

78      Κατά τα λοιπά, πρέπει να τονιστεί, πρώτον, ότι ο ενάγων, αφού ήταν απλώς επιλαχών και δεν μετέσχε στις εργασίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως βουλευτής κατά το διάστημα από 12 και 13 Ιουνίου 2004 μέχρι 29 Μαρτίου 2007, δεν μπορεί να ισχυριστεί βασίμως ότι στερήθηκε τη δυνατότητα να αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα κατά το διάστημα αυτό, κατά το οποίο δεν αποτελούσε μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Δεύτερον, ο ενάγων, αφού μετέσχε στις εργασίες του οργάνου αυτού ως βουλευτής κατά το διάστημα από 15 Νοεμβρίου 2007 μέχρι 6 Ιουνίου 2009, μέχρι δηλαδή την ημερομηνία λήξης της κοινοβουλευτικής περιόδου, μπόρεσε να αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα για το διάστημα αυτό.

79      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αξίωση αποζημίωσης την οποία προβάλλει ο ενάγων κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είχε παραγραφεί κατά την ημερομηνία άσκησης της αγωγής σε σχέση και με τις τρεις κατηγορίες ζημίας που εξετάστηκαν ανωτέρω.

 Επί της στέρησης της δυνατότητας επανεκλογής για μία ακόμη πενταετία

80      Ο ενάγων ζητεί να του επιδικαστεί ποσό 388 000 ευρώ για τον λόγο ότι στερήθηκε τη δυνατότητα επανεκλογής για μία ακόμη πενταετία, αφού στερήθηκε ουσιαστικά επί επτάμισι μήνες τη βουλευτική ιδιότητα και στη συνέχεια ενεπλάκη στη συνακόλουθη δίκη, η οποία διάρκεσε περισσότερο από δύο έτη. Ο ενάγων θεωρεί ότι αποκλείστηκε έτσι από τον πολιτικό βίο επί διάστημα ίσο με το ένα πέμπτο σχεδόν της διάρκειας της θητείας του, πράγμα που του στέρησε τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως την πολιτική δραστηριότητά του για να αναπτύξει το δίκτυό του. Ο ενάγων θεωρεί ότι η ζημία του οφείλεται στην απώλεια τόσο του επιδόματος θέσης που θα δικαιούνταν αν είχε επανεκλεγεί, όσο και της δυνατότητας για νέα ώθηση στην πολιτική του σταδιοδρομία, την οποία θα του είχε δώσει η θητεία αυτή και η οποία θα είχε ιδιαίτερη οικονομική αξία, αφού θα του ανετίθεντο άλλα σημαντικά θεσμικά καθήκοντα.

81      Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης και η άσκηση του δικαιώματος αποκατάστασης της προξενηθείσας ζημίας, δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, εξαρτώνται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, που αφορούν το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της ζημίας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 2010, C‑419/08 P, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑2259, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82      Δεδομένου ότι οι τρεις προϋποθέσεις της ευθύνης την οποία προβλέπει το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, η έλλειψη της μιας από αυτές αρκεί για την απόρριψη της αγωγής αποζημίωσης (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑9/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑5251, σκέψη 14).

83      Εξάλλου, δεν υπάρχει καμία υποχρέωση εξέτασης των προϋποθέσεων της ευθύνης ενός οργάνου με καθορισμένη σειρά (βλ. συναφώς την παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 82 απόφαση Lucaccioni κατά Επιτροπής, σκέψη 13).

84      Η επίκληση των γενικών αρχών του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ δεν επιτρέπεται προς θεμελίωση της ύπαρξης υποχρέωσης της Ένωσης να αποκαθιστά κάθε βλαπτική συνέπεια, έστω και απομακρυσμένη, της συμπεριφοράς των οργάνων της. Συγκεκριμένα, η προϋπόθεση σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια αφορά την ύπαρξη επαρκώς άμεσης σχέσης αιτίου προς αιτιατό μεταξύ της συμπεριφοράς των θεσμικών οργάνων και της ζημίας (βλ. συναφώς την παρατεθείσα ανωτέρω στη σκέψη 81 απόφαση Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Εν προκειμένω όμως ο ενάγων ισχυρίζεται απλώς ότι ο λόγος για τον οποίο δεν επανεξελέγη ήταν ότι δεν μπόρεσε να μετάσχει στις εργασίες του Κοινοβουλίου ως βουλευτής κατά το διάστημα από 29 Μαρτίου μέχρι 15 Νοεμβρίου 2007 και ότι η ζημία αυτή συγκεκριμενοποιήθηκε την ημέρα κατά την οποία δεν επανεξελέγη· δεν προσκομίζει όμως καμία απόδειξη για την ύπαρξη επαρκώς άμεσης σχέσης αιτίου προς αιτιατό μεταξύ των δύο αυτών γεγονότων.

86      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο ενάγων δεν αποδεικνύει ούτε καν ότι ήταν υποψήφιος στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ότι το όνομά του είχε περιληφθεί σε κάποιο ψηφοδέλτιο για τις εν λόγω εκλογές.

87      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συναφώς η αγωγή του προδήλως στερείται παντελώς νομικής βάσης.

88      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

89      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο ενάγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας, σύμφωνα με το αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει τον Beniamino Donnici στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

Λουξεμβούργο, 20 Μαρτίου 2014.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      S. Frimodt Nielsen


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.