Language of document : ECLI:EU:T:2014:1045

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Δεκεμβρίου 2014 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού εικονιστικού σήματος PROFLEX — Προγενέστερο εθνικό λεκτικό σήμα PROFEX — Ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος — Άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑278/12,

Inter-Union Technohandel GmbH, με έδρα το Landau in der Pfalz (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους K. Schmidt-Hern και A. Feutlinske, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον P. Bullock,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Gumersport Mediterranea de Distribuciones, SL, με έδρα τη Βαρκελώνη (Ισπανία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 27ης Μαρτίου 2012 (υπόθεση R 413/2011‑2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Inter-Union Technohandel GmbH και της Gumersport Mediterranea de Distribuciones, SL,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová και E. Buttigieg (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Ιουνίου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Οκτωβρίου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Ιανουαρίου 2013,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας του ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και κρίνοντας, επομένως, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι πρέπει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 13 Δεκεμβρίου 2005 η Gumersport Mediterranea de Distribuciones, SL υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [έχει αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Image not foundΤο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:




3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 9, 12 και 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών ενόψει καταχωρίσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για κάθε μία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 9: «Προστατευτικά κράνη για την άσκηση αθλημάτων, γυαλιά για αθλητισμό, γυαλιά ηλίου· ενδείκτες ταχύτητας, αυτόματοι δείκτες χαμηλής πίεσης στα ελαστικά οχημάτων»,

–        κλάση 12: «Οχήματα· μηχανήματα κινήσεως στην ξηρά, τον αέρα ή το νερό· ποδήλατα και εξαρτήματα για ποδήλατα, κουδούνια για ποδήλατα, αεροθάλαμοι για ελαστικά ποδηλάτων, πλαίσια ποδηλάτων, πρόσθια πώματα ποδηλάτων, κύβοι ποδηλάτων, οδοντωτοί τροχοί μετάδοσης κινήσεως για ποδήλατα, φρένα ποδηλάτων, προφυλακτήρες για ποδήλατα, τόξα κατεύθυνσης ποδηλάτων, ζάντες ποδηλάτων, χειρολαβές ποδηλάτου, στρόφαλοι ποδηλάτων, κινητήρες για μοτοποδήλατα· ελαστικά ποδηλάτου, ποδωστήρια (πετάλια) ποδηλάτων, ακτίνες ποδηλάτων, δίχτυα για ποδήλατα, τροχοί ποδηλάτων, σέλες ποδηλάτων, στηρίγματα για ποδήλατα, κουδούνια για ποδήλατα, σωληνώσεις για ποδήλατα, αλυσίδες ποδηλάτου, ειδικά καλάθια για ποδήλατα, οπισθοσκοπικοί καθρέφτες, εξοπλισμός για επισκευή αεροθαλάμων, σχάρες για τη μεταφορά ποδηλάτων, αντιολισθητικές αλυσίδες, πλαίσια ποδηλάτων, άξονες, συνδετήρες ακτινών για τροχούς, τρίκυκλα»,

–        κλάση 25: «Πουκάμισα, κοντομάνικα βαμβακερά μπλουζάκια, μπλούζες, μπουφάν, κολεγιακές μπλούζες (φούτερ), ημίπαλτα με κουκούλα, ζακέτες, παντελόνια, γάντια (είδη ένδυσης), κάλτσες, καλσόν, εσώρουχα, πιτζάμες, νυχτικά, γιλέκα, κάπες, σάλια, παλτά, κασκόλ, πουλόβερ, φουλάρια που φοριούνται γύρω από τον λαιμό, φούστες, φορέματα, γραβάτες, ζωνάρια, τιράντες, ενδύματα για το μπάνιο, αθλητικά ρούχα που περιλαμβάνονται στην παρούσα κλάση· ενδύματα και παπούτσια ποδηλασίας· εσώρουχα κατά του ιδρώτα· σκούφοι, αδιάβροχα, ανοράκ· γυναικείες ρόμπες· γούνινες σάρπες, μαντήλια· κοστούμια· μεσοφόρια (κομπινεζόν)· υποδήματα και είδη πιλοποιίας· πλεκτά [ενδύματα]».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 26/2006, της 26ης Ιουνίου 2006.

5        Στις 6 Σεπτεμβρίου 2006 η προσφεύγουσα, Inter-Union Technohandel GmbH, άσκησε ανακοπή βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009), κατά της καταχωρίσεως του σήματος, για όλα τα προαναφερθέντα στη σκέψη 3 προϊόντα.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στην καταχώριση υπ’ αριθ. 39628817 του γερμανικού λεκτικού σήματος PROFEX, το οποίο καταχωρίσθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1997 και ανανεώθηκε στις 14 Ιουλίου 2006, για τα ακόλουθα προϊόντα, που εμπίπτουν στις κλάσεις 6, 8, 9, 11, 12, 16, 17 και 21: «Κλειδαριές με αλυσίδα, κλειδαριές πέταλα, κλειδαριές με συρματόσχοινο, κλειδαριές σπιράλ, κλειδαριές με καλώδιο· θερμόμετρα, ταχύμετρα, κοντέρ και πυξίδες για χερσαία οχήματα· προστατευτικά κράνη, προστατευτικά γάντια· ηλεκτρικές ασφάλειες, υποδοχείς ασφαλειών, γεννήτριες ηλεκτρικού ρεύματος και δυναμό για χερσαία οχήματα· ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά συστήματα συναγερμού· μηχανικοί αντικλεπτικοί μηχανισμοί (πέραν αυτών για χερσαία οχήματα)· εξαρτήματα για χερσαία οχήματα, ήτοι προβολείς, φώτα οπισθοπορείας, οπίσθια φώτα, λαμπτήρες αποστολής φωτεινών σημάτων, φορητοί λαμπτήρες χειρός· φωτιστικά ανάγνωσης, λαμπτήρες και ανακλαστήρες· εξαρτήματα για χερσαία οχήματα, ήτοι καλύμματα τιμονιού, θήκες εργαλείων για έκτακτη ανάγκη, διακοσμητικά εξάτμισης, διακοσμητικά καλύμματα πλήμνης, τάπες ρεζερβουάρ, αντιλασπωτικοί προφυλακτήρες, στηρίγματα πλάτης για καθίσματα οχημάτων, θήκες ζώνης ασφαλείας, προσκέφαλα, καλύμματα καθισμάτων, παιδικά καθίσματα, καθρέφτες, κουμπιά ελέγχου (μη μεταλλικά), στοπ θυρών, αεραντλίες, φλασκιά για ποτά, στηρίγματα ποδηλάτων, μηχανικά αντικλεπτικά οχημάτων· ανταλλακτικά για χερσαία οχήματα, ειδικότερα ελαστικά, σωλήνες, φρένα, κλιπ φρένων, σιαγόνες φρένων, καλώδια φρένων, μοχλοί φρένων, κιβώτιο ταχυτήτων, οπίσθιοι μηχανισμοί αλλαγής ταχυτήτων, μοχλοί μετάδοσης κίνησης, καλώδιο αλλαγών, οδοντωτοί τροχοί, αλυσίδες, προστατευτικές αλυσίδες, λασπωτήρες/φτερά τροχού, πεντάλια, κουδούνια, καθίσματα ποδηλάτου, τιμόνια ποδηλάτου, σχάρες μεταφοράς για ποδήλατα· ρυμούλκες για χερσαία οχήματα· παιδικά καθίσματα για χερσαία οχήματα· εξαρτήματα για χερσαία οχήματα, ειδικότερα καλάθια, κουτιά, δοχεία και δετήρες για αποσκευές και μικροαντικείμενα, χώροι αποσκευών, θήκες σέλλας, τιμονιού και σκελετού (άδειες)· σημειωματάρια, αυτοκόλλητα σήματα, αυτοκόλλητη ταινία, μονωτική ταινία· εξαρτήματα για χερσαία οχήματα, ειδικότερα μεμβράνες, στόρια, σκίαστρα, και οθόνες από πλαστικό ως προστατευτικά ήλιου».

7        Ο λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της ανακοπής είναι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009).

8        Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κατόπιν αιτήματος της Gumersport Mediterranea de Distribuciones, το ΓΕΕΑ κάλεσε την προσφεύγουσα να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009). Η προσφεύγουσα υπέβαλε προς τούτο διάφορα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εξετάστηκαν από το τμήμα ανακοπών.

9        Με απόφαση της 2ας Ιουλίου 2009 το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της, βάσει του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009, κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος.

10      Στις 26 Αυγούστου 2009 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών της 2ας Ιουλίου 2009.

11      Με απόφαση της 14ης Ιουνίου 2010 το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιόν του. Το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα ανακοπών είχε στηρίξει την απόφασή του σε ελλιπή πραγματική βάση, μη λαμβάνοντας υπόψη ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η προσφεύγουσα.

12      Στις 17 Δεκεμβρίου 2010 το τμήμα ανακοπών εξέδωσε νέα απόφαση, στην οποία έκρινε ότι είχε αποδειχτεί η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος για μέρος των προϊόντων για τα οποία είχε καταχωριστεί, και συγκεκριμένα για διάφορα είδη εξαρτημάτων για ποδήλατα και αυτοκίνητα. Κατά το τμήμα ανακοπών, τα προϊόντα για τα οποία είχε χρησιμοποιηθεί το προγενέστερο σήμα είτε αναφέρονται ρητά στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν είτε εντάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες του προγενέστερου σήματος: μηχανικοί αντικλεπτικοί μηχανισμοί (πέραν αυτών για χερσαία οχήματα)· εξαρτήματα για χερσαία οχήματα, ήτοι προβολείς, φώτα οπισθοπορείας, οπίσθια φώτα, λαμπτήρες αποστολής φωτεινών σημάτων, φορητοί λαμπτήρες χειρός· φωτιστικά ανάγνωσης, λαμπτήρες και ανακλαστήρες· εξαρτήματα για χερσαία οχήματα, ήτοι καλύμματα τιμονιού, διακοσμητικά εξάτμισης, θήκες ζώνης ασφαλείας, προσκέφαλα, καλύμματα καθισμάτων, παιδικά καθίσματα, καθρέφτες, αεραντλίες, φλασκιά για ποτά, στηρίγματα ποδηλάτων· ανταλλακτικά για χερσαία οχήματα, ειδικότερα ελαστικά, σωλήνες, φρένα, κλιπ φρένων, σιαγόνες φρένων, καλώδια φρένων, μοχλοί φρένων, κιβώτιο ταχυτήτων, οπίσθιοι μηχανισμοί αλλαγής ταχυτήτων, μοχλοί μετάδοσης κίνησης, καλώδιο αλλαγών, οδοντωτοί τροχοί, αλυσίδες, προστατευτικές αλυσίδες, λασπωτήρες/φτερά τροχού, πεντάλια, κουδούνια, καθίσματα ποδηλάτου, τιμόνια ποδηλάτου, σχάρες μεταφοράς για ποδήλατα· ρυμούλκες για χερσαία οχήματα· εξαρτήματα για χερσαία οχήματα, ειδικότερα μεμβράνες, στόρια, σκίαστρα, και οθόνες από πλαστικό ως προστατευτικά ήλιου και ιδιαίτερα, κλειδαριές πέταλα, κλειδαριές σπιράλ· θερμόμετρα, ταχύμετρα, κοντέρ και πυξίδες για χερσαία οχήματα· προστατευτικά κράνη, παιδικά καθίσματα για χερσαία οχήματα.

13      Το τμήμα ανακοπών εξέτασε, στη συνέχεια, τον κίνδυνο συγχύσεως και έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή, όσον αφορά τα προϊόντα με την ακόλουθη περιγραφή: «προστατευτικά κράνη για την άσκηση αθλημάτων· ενδείκτες ταχύτητας, αυτόματοι δείκτες χαμηλής πίεσης στα ελαστικά οχημάτων», που εμπίπτουν στην κλάση 9, και για τα ακόλουθα: «οχήματα· μηχανήματα κινήσεως στην ξηρά· ποδήλατα και εξαρτήματα για ποδήλατα, κουδούνια για ποδήλατα, αεροθάλαμοι για ελαστικά ποδηλάτων, πλαίσια ποδηλάτων, πρόσθια πώματα ποδηλάτων, κύβοι ποδηλάτων, οδοντωτοί τροχοί μετάδοσης κινήσεως για ποδήλατα, φρένα ποδηλάτων, προφυλακτήρες για ποδήλατα, τόξα κατεύθυνσης ποδηλάτων, ζάντες ποδηλάτων, χειρολαβές ποδηλάτου, στρόφαλοι ποδηλάτων, κινητήρες για μοτοποδήλατα· ελαστικά ποδηλάτου, ποδωστήρια (πετάλια) ποδηλάτων, ακτίνες ποδηλάτων, δίχτυα για ποδήλατα, τροχοί ποδηλάτων, σέλες ποδηλάτων, στηρίγματα για ποδήλατα, κουδούνια για ποδήλατα, σωληνώσεις για ποδήλατα, αλυσίδες ποδηλάτου, ειδικά καλάθια για ποδήλατα, οπισθοσκοπικοί καθρέφτες, εξοπλισμός για επισκευή αεροθαλάμων, σχάρες για τη μεταφορά ποδηλάτων, αντιολισθητικές αλυσίδες, πλαίσια ποδηλάτων, άξονες, συνδετήρες ακτινών για τροχούς, τρίκυκλα» που εμπίπτουν στην κλάση 12. Ως εκ τούτου, το τμήμα ανακοπών απέρριψε το αίτημα καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος για τα προϊόντα αυτά.

14      Στης 16 Φεβρουαρίου 2011 η Gumersport Mediterranea de Distribuciones άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών της 17ης Δεκεμβρίου 2010, στο μέτρο που με την απόφαση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή η ανακοπή και απορρίφθηκε το αίτημα καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

15      Με απόφαση της 27ης Μαρτίου 2012 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών της 17ης Δεκεμβρίου 2010.

16      Το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε, προκαταρκτικώς, ότι η προσφυγή αφορούσε τα προϊόντα για τα οποία είχε γίνει δεκτή η ανακοπή και είχε απορριφθεί η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δηλαδή τα προϊόντα που εμπίπτουν στις κλάσεις 9 και 12 τα οποία αναφέρονται στην σκέψη 13 ανωτέρω (σημεία 13 και 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Στη συνέχεια το τμήμα προσφυγών έκρινε κατ’ ουσίαν ότι, σε αντίθεση προς όσα έκρινε το τμήμα ανακοπών, η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι η χρήση ήταν εκτεταμένη και, άρα, ότι είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προηγούμενου σήματος (σημεία 32 έως 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η ανακοπή έπρεπε να απορριφθεί βάσει του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 και του κανόνα 22, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (σημείο 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Αιτήματα των διαδίκων

18      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

19      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

20      Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους προς στήριξη της προσφυγής της, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από παράβαση του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 και του κανόνα 22 του κανονισμού 2868/95 και ο δεύτερος από παράβαση του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

21      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει πρώτα τον πρώτο λόγο ακυρώσεως.

22      Στο πλαίσιο του λόγου αυτού η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι κακώς έκρινε ότι οι αποδείξεις που είχαν προσκομιστεί ενώπιόν του δεν αποδείκνυαν την εκτεταμένη χρήση του προγενέστερου σήματος. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων που προσκομίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Η εσφαλμένη εκτίμηση οφειλόταν, ιδίως, στην εφαρμογή εσφαλμένων κριτηρίων από το τμήμα προσφυγών, δηλαδή «υπερβολικά απαιτητικών» κριτηρίων για την απόδειξη της χρήσεως του προηγούμενου σήματος.

23      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

24      Υπενθυμίζεται ότι βάσει του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 ο αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος, ως προς το οποίο ασκείται ανακοπή, μπορεί να ζητήσει να αποδειχθεί ότι κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσιεύσεως της αιτήσεως κοινοτικού σήματος είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου εθνικού σήματος στο οποίο στηρίζεται η ανακοπή.

25      Επιπλέον, κατά τον κανόνα 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95, όπως έχει τροποποιηθεί, τα αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη της χρήσεως αφορούν τον τόπο, τη χρονική διάρκεια, την έκταση και τη φύση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

26      Κατά πάγια νομολογία, από τις προμνημονευθείσες διατάξεις και από την αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι η ratio legis της απαιτήσεως να έχει γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος για να μπορεί αυτό να αντιταχθεί σε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος συνίσταται στον περιορισμό των συγκρούσεων μεταξύ δύο σημάτων, εφόσον δεν υφίσταται βάσιμος οικονομικός λόγος που να στηρίζεται στην πραγματική λειτουργία του σήματος στην αγορά. Αντιθέτως, οι εν λόγω διατάξεις δεν αποσκοπούν στην εκτίμηση της εμπορικής επιτυχίας ούτε στον έλεγχο της οικονομικής στρατηγικής μιας επιχειρήσεως ούτε, ακόμη, στην προστασία μόνον των σημάτων που ανήκουν στις σημαντικές από απόψεως μεγέθους εμπορικές εκμεταλλεύσεις [βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, Sunrider κατά ΓΕΕΑ — Espadafor Caba (VITAFRUIT), T‑203/02, Συλλογή, EU:T:2004:225, σκέψεις 36 έως 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

27      Ουσιαστική χρήση σήματος υφίσταται όταν αυτό χρησιμοποιείται κατά τρόπο σύμφωνο με τη βασική του λειτουργία, που συνίσταται στην ταυτοποίηση της προελεύσεως των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίστηκε, προς διευκόλυνση ή διατήρηση της εμπορευσιμότητας αυτών, και όχι όταν αυτό χρησιμοποιείται συμβολικά με μόνο σκοπό τη διατήρηση των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2003, Ansul, C‑40/01, Συλλογή, EU:C:2003:145, σκέψη 43). Επιπλέον, η προϋπόθεση περί ουσιαστικής χρήσεως του σήματος απαιτεί το σήμα αυτό, όπως προστατεύεται στην οικεία επικράτεια, να χρησιμοποιείται δημόσια και έναντι των τρίτων (απόφαση VITAFRUIT, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:T:2004:225, σκέψη 39· βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Ansul, EU:C:2003:145, σκέψη 37).

28      Κατά την εκτίμηση του ουσιαστικού χαρακτήρα της χρήσεως του σήματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των πραγματικών στοιχείων και περιστάσεων εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι έχει πράγματι γίνει εμπορική εκμετάλλευσή του, ιδίως δε η χρήση του σήματος που ευλόγως θεωρείται, στον οικείο οικονομικό τομέα, ότι μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση ή κατάκτηση μεριδίων αγοράς υπέρ των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προστατεύει το σήμα, η φύση των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, τα χαρακτηριστικά της αγοράς, η έκταση και η συχνότητα χρήσεως του σήματος (απόφαση VITAFRUIT, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:T:2004:225, σκέψη 40· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση Ansul, σκέψη 27 ανωτέρω, EU:C:2003:145, σκέψη 43).

29      Όσον αφορά την έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, αφενός, η εμπορική αξία του συνόλου των πράξεων χρήσεως και, αφετέρου, η διάρκεια της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν οι πράξεις χρήσεως, καθώς και η συχνότητα των πράξεων αυτών [αποφάσεις VITAFRUIT, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:T:2004:225, σκέψη 41, και της 8ης Ιουλίου 2004, MFE Marienfelde κατά ΓΕΕΑ — Vétoquinol (HIPOVITON), T‑334/01, Συλλογή, EU:T:2004:223, σκέψη 35].

30      Κατά την εκτίμηση του ουσιαστικού χαρακτήρα της χρήσεως προγενέστερου σήματος απαιτείται σφαιρική εκτίμηση που να λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η εκτίμηση αυτή γίνεται με δεδομένο ότι υφίσταται αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμώμενων παραγόντων. Επομένως, η τυχόν μικρή ποσότητα προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο υπό το εν λόγω σήμα μπορεί να αντισταθμίζεται από τη μεγάλη συχνότητα ή τη μακροχρόνια συνεχή χρήση του σήματος αυτού και αντιστρόφως (αποφάσεις VITAFRUIT, σκέψη 26 ανωτέρω, EU:T:2004:225, σκέψη 42, και HIPOVITON, σκέψη 29 ανωτέρω, EU:T:2004:223, σκέψη 36).

31      Η απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως σήματος δεν πρέπει να στηρίζεται σε πιθανότητες ή εικασίες, αλλά σε συγκεκριμένα και αντικειμενικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την πραγματική και επαρκή χρήση του σήματος στην οικεία αγορά [αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Kabushiki Kaisha Fernandes κατά ΓΕΕΑ — Harrison (HIWATT), T‑39/01, Συλλογή, EU:T:2002:316, σκέψη 47, και της 6ης Οκτωβρίου 2004, Vitakraft-Werke Wührmann κατά ΓΕΕΑ — Krafft (VITAKRAFT), T‑356/02, Συλλογή, EU:T:2004:292, σκέψη 28].

32      Ο παρών λόγος ακυρώσεως πρέπει, επομένως, να εξετασθεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω.

33      Δεδομένου ότι η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος που υποβλήθηκε από την Gumersport Mediterranea de Distribuciones δημοσιεύθηκε στις 26 Ιουνίου 2006, η πενταετία που προβλέπεται στο άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 εκτείνεται, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τις 26 Ιουνίου 2001 έως τις 25 Ιουνίου 2006.

34      Από το σημείο 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, για να εκτιμήσει τον ουσιαστικό χαρακτήρα της χρήσεως του προγενέστερου σήματος κατά το κρίσιμο διάστημα, έλαβε υπόψη τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε η προσφεύγουσα.

35      Πρώτον, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2007 που απηύθυνε η προσφεύγουσα προς την Deutsche Bahn AG, το οποίο περιλάμβανε πίνακα με τον ετήσιο κύκλο εργασιών, για τα έτη από το 1997 έως το 2006, ο οποίος αφορούσε την πώληση εξαρτημάτων ποδηλάτου τα οποία διετίθεντο στο εμπόριο υπό το προγενέστερο σήμα.

36      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη μια υπεύθυνη δήλωση της 30ής Οκτωβρίου 2009, υπογεγραμμένη από τον S., εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο της προσφεύγουσας. Στο έγγραφο αυτό επισυνάπτονταν πίνακες οι οποίοι έφεραν επίσης υπογραφή και ημερομηνία, και περιλάμβαναν πληροφορίες σχετικά με τον κύκλο εργασιών από την πώληση διαφόρων εξαρτημάτων ποδηλάτου και αυτοκινήτου τα οποία διετίθεντο στο εμπόριο υπό το προγενέστερο σήμα.

37      Τρίτον, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη τρία τιμολόγια του διαφημιστικού γραφείου R & P που αφορούσαν την παραγωγή καταλόγων και άλλων διαφημιστικών εντύπων για τον εξοπλισμό που διετίθετο στο εμπόριο υπό το προγενέστερο σήμα.

38      Τέταρτον, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη παραδείγματα διαφημίσεων για το προγενέστερο σήμα.

39      Πέμπτον, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη ένα άρθρο που είχε συνταχθεί στα γερμανικά τον Μάιο του 2002, ο τίτλος του οποίου αναφερόταν στο προγενέστερο σήμα.

40      Έκτον, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη τρία άρθρα που είχαν δημοσιευθεί στο μηνιαίο περιοδικό test του οργανισμού Stiftung Warentest (επίσημη οργάνωση για τις δοκιμές προϊόντων). Δύο από τα άρθρα αυτά δημοσιεύθηκαν τον Απρίλιο του 2005 και αναφέρονταν σε προστατευτικά κράνη για ποδηλάτες, τα οποία διετίθεντο στο εμπόριο υπό το προγενέστερο σήμα. Το τρίτο άρθρο δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2002 και αναφερόταν σε κάθισμα αυτοκινήτου το οποίο διετίθετο στο εμπόριο υπό το προγενέστερο σήμα.

41      Έβδομον, τέλος, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη καταλόγους των ετών 2002, 2005 και 2006 με εξαρτήματα ποδηλάτου και αυτοκινήτου τα οποία διετίθεντο στο εμπόριο υπό το προγενέστερο σήμα.

42      Στην προσβαλλόμενη απόφαση το τμήμα προσφυγών έκρινε, συμφωνώντας με την απόφαση του τμήματος ανακοπών, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομισθεί αποδείκνυαν ότι η περίοδος χρήσεως του προγενέστερου σήματος τοποθετούνταν εντός της κρίσιμης περιόδου (σημείο 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το τμήμα προσφυγών επικύρωσε επίσης το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι το προγενέστερο σήμα χρησιμοποιήθηκε στη Γερμανία (σημείο 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επίσης, το τμήμα προσφυγών έκρινε, όπως είχε κριθεί και με την απόφαση του τμήματος ανακοπών, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομισθεί αποδείκνυαν ότι το προγενέστερο σήμα είχε χρησιμοποιηθεί όπως είχε καταχωρισθεί (σημείο 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

43      Αντιθέτως, το τμήμα προσφυγών διαφώνησε με το τμήμα ανακοπών ως προς την εκτίμηση της εκτάσεως της χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

44      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι λόγω της «προφανούς» σχέσεως μεταξύ του συντάκτη της υπεύθυνης δηλώσεως και της προσφεύγουσας, μπορεί να αναγνωριστεί στη δήλωση αυτή αποδεικτική αξία μόνον εφόσον το περιεχόμενό της επιβεβαιώνεται και από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (σημείο 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

45      Στη συνέχεια το τμήμα προσφυγών έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν από την προσφεύγουσα δεν επιβεβαίωναν το περιεχόμενο της υπεύθυνης δηλώσεως και ότι, επομένως, δεν είχε αποδειχτεί η έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος (σημεία 37 και 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

46      Η προσφεύγουσα προσάπτει, καταρχάς, στο τμήμα προσφυγών ότι κακώς έκρινε ότι η υπεύθυνη δήλωση και οι συνημμένοι σε αυτή πίνακες με τον κύκλο εργασιών δεν αποτελούν αφεαυτών επαρκή απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

47      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, συναφώς, ότι η υπεύθυνη δήλωση πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η σχετική νομοθεσία της Ένωσης. Προσάπτει, επίσης, στο τμήμα προσφυγών ότι ερμήνευσε εσφαλμένα τη σημασία και την αποδεικτική ισχύ που έχει κατά το γερμανικό δίκαιο μια υπεύθυνη δήλωση. Μια τέτοια δήλωση γίνεται δεκτή ως απόδειξη ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου, κάθε δε ψευδής δήλωση τιμωρείται δυνάμει του άρθρου 156 του Strafgesetzbuch (γερμανικού ποινικού κώδικα). Τέλος, η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η υπεύθυνη δήλωση ήταν εκ πρώτης όψεως εύλογη και αξιόπιστη.

48      Επισημαίνεται ότι η υπεύθυνη δήλωση του S. φέρει ημερομηνία και υπογραφή. Στη δήλωση αυτή ο S. διευκρινίζει ότι ενημερώθηκε ότι η δήλωση θα υποβληθεί στο ΓΕΕΑ και ότι ψευδής δήλωση τιμωρείται ποινικά. Στο έγγραφο αυτό ο S. δήλωσε ότι η προσφεύγουσα εμπορεύεται σε ευρεία κλίμακα εξαρτήματα για ποδήλατα και αυτοκίνητα, υπό το προγενέστερο σήμα. Στη δήλωσή του επισύναψε πίνακες οι οποίοι έφεραν επίσης ημερομηνία και υπογραφή και περιλάμβαναν πληροφορίες σχετικά με τον κύκλο εργασιών από την πώληση διαφόρων εξαρτημάτων για ποδήλατα και αυτοκίνητα από το 2001 έως το 2006. Οι πληροφορίες αυτές κατανέμονταν ανά έτος και ανά προϊόν. Ο S. δήλωσε ότι περίπου το 90 % του κύκλου εργασιών αφορούσε πωλήσεις στη Γερμανία. Διευκρίνισε επίσης ότι τα αποτελέσματα της υπεύθυνης δηλώσεώς του καταλαμβάνουν και τους κύκλους εργασιών που αναφέρονται στους συνημμένους πίνακες. Επισήμανε, τέλος, ότι οι κατάλογοι των προϊόντων που διετίθεντο στο εμπόριο υπό το προγενέστερο σήμα, περιλαμβανομένων αυτών που προσκομίσθηκαν ενώπιον του ΓΕΕΑ κατά τη διοικητική διαδικασία, αποστέλλονταν σε όλους τους υπεύθυνους αγορών, τους διευθυντές μάρκετινγκ και τους προϊσταμένους των αρμόδιων τμημάτων των πολυκαταστημάτων λιανικής.

49      Επισημαίνεται ότι η εν λόγω υπεύθυνη δήλωση υπάγεται στις «έγγραφες ένορκες βεβαιώσεις ή υπεύθυνες δηλώσεις ή [τις] δηλώσεις οι οποίες έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους στο οποίο συντάσσονται» κατά την έννοια του άρθρου 78, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τον κανόνα 22, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95, διαπιστώνεται ότι αυτή η υπεύθυνη δήλωση περιλαμβάνεται στα μέσα αποδείξεως της χρήσεως του σήματος. [βλ, υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2005, Lidl Stiftung κατά ΓΕΕΑ — REWE-Zentral (Salvita), T‑303/03, Συλλογή, EU:T:2005:200, σκέψη 40, και της 28ης Μαρτίου 2012, Rehbein κατά ΓΕΕΑ — Dias Martinho (OUTBURST), T‑214/08, Συλλογή, EU:T:2012:161, σκέψη 32]. Οι διάδικοι διαφωνούν ως προς την αποδεικτική αξία που πρέπει να αναγνωριστεί στην εν λόγω υπεύθυνη δήλωση.

50      Συναφώς, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου πρέπει καταρχάς να ελέγχεται η ακρίβεια των περιεχόμενων σε αυτό πληροφοριών. Πρέπει, επομένως, να λαμβάνονται υπόψη η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του και να τίθεται το ερώτημα αν το έγγραφο είναι, βάσει του περιεχομένου του, εκ πρώτης όψεως λογικό και αξιόπιστο [αποφάσεις Salvita, σκέψη 49 ανωτέρω, EU:T:2005:200, σκέψη 42, και της 13ης Ιουνίου 2012, Süd-Chemie κατά ΓΕΕΑ — Byk-Cera (CERATIX), T‑312/11, EU:T:2012:296, σκέψη 29].

51      Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι σε περίπτωση δηλώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 78, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009, που έχει γίνει από στέλεχος της προσφεύγουσας, μπορεί να αναγνωριστεί αποδεικτική αξία στη δήλωση μόνον εφόσον το περιεχόμενό της επιβεβαιώνεται και από άλλα αποδεικτικά στοιχεία [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 13ης Μαΐου 2009, Schuhpark Fascies κατά ΓΕΕΑ — Leder & Schuh (jello SCHUHPARK), T‑183/08, EU:T:2009:156, σκέψη 39· CERATIX, σκέψη 50 ανωτέρω, EU:T:2012:296, σκέψη 30, και της 12ης Μαρτίου 2014, Globosat Programadora κατά ΓΕΕΑ — Sport TV Portugal (SPORT TV INTERNACIONAL), T‑348/12, EU:T:2014:116, σκέψη 33].

52      Εν προκειμένω, παρά τον επίσημο χαρακτήρα της δηλώσεως του S. και το ότι περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος στη Γερμανία υπό τη μορφή πινάκων με τον κύκλο εργασιών ανά προϊόν και ανά έτος, επισημαίνεται ότι η δήλωση αυτή προέρχεται από στέλεχος της προσφεύγουσας και όχι από τρίτο πρόσωπο που θα παρείχε αυξημένες εγγυήσεις αντικειμενικότητας. Επομένως, κρίνοντας σύμφωνα με τη νομολογία που εκτέθηκε στις σκέψεις 50 και 51 ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών έκρινε, ορθώς, στο σημείο 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, δεδομένης της «προφανούς» σχέσεως μεταξύ του συντάκτη της υπεύθυνης δηλώσεως και της προσφεύγουσας, μπορεί να αναγνωριστεί στη δήλωση αυτή αποδεικτική αξία μόνον εφόσον το περιεχόμενό της επιβεβαιώνεται και από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

53      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με την αποδεικτική ισχύ που έχει η υπεύθυνη δήλωση βάσει του γερμανικού δικαίου. Πράγματι, ανεξαρτήτως της αποδεικτικής ισχύος που ενδεχομένως έχει η δήλωση αυτή βάσει του γερμανικού δικαίου, διαπιστώνεται ότι από κανένα σημείο του κανονισμού 207/2009 ή του κανονισμού 2868/95 δεν μπορεί να συναχθεί ότι η αποδεικτική ισχύς των αποδεικτικών στοιχείων της χρήσεως του σήματος, συμπεριλαμβανομένων των υπεύθυνων δηλώσεων του άρθρου 78, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να εξεταστεί με βάση την εθνική νομοθεσία κράτους μέλους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Salvita, σκέψη 49 ανωτέρω, EU:T:2005:200, σκέψη 42, και jello SCHUHPARK, σκέψη 51 ανωτέρω, EU:T:2009:156, σκέψη 38).

54      Βάσει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να κρίνει ότι η υπεύθυνη δήλωση του S. αποτελούσε αφεαυτής επαρκή απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

55      Στη συνέχεια πρέπει να εξετασθεί αν το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν από την προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία δεν επιβεβαίωναν το περιεχόμενο της υπεύθυνης δηλώσεως.

56      Πρώτον, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το περιεχόμενο της υπεύθυνης δηλώσεως του S. δεν επιβεβαιωνόταν από το έγγραφο που απηύθηνε η προσφεύγουσα στην Deutsche Bahn (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω). Όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών, το έγγραφο αυτό δεν μπορούσε να στηρίξει την υπεύθυνη δήλωση, διότι δεν ήταν υπογεγραμμένο, δεν προσδιόριζε τα προϊόντα που αφορούσε και παρέθετε κύκλους εργασιών διαφορετικούς από αυτούς που αναγράφονταν στην υπεύθυνη δήλωση. Τούτου δοθέντος, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι κύκλοι εργασιών που παρατίθενται στο έγγραφο που απευθύνεται στην Deutsche Bahn, ακόμη και αν διαφέρουν από αυτούς που περιλαμβάνονται στην υπεύθυνη δήλωση του S., δεν αντιφάσκουν με αυτούς, όπως υπονοεί το ΓΕΕΑ στο απαντητικό υπόμνημα που κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, οι κύκλοι εργασιών που παρατίθενται στο έγγραφο που απευθύνεται στην Deutsche Bahn είναι μεγαλύτεροι από αυτούς που παρατίθενται στην υπεύθυνη δήλωση του S. για τα αντίστοιχα έτη διότι, όπως προκύπτει από το εν λόγω έγγραφο, αυτοί αφορούν το σύνολο των πωληθέντων εξαρτημάτων για ποδήλατα, ενώ οι κύκλοι εργασιών που περιλαμβάνονται στην υπεύθυνη δήλωση αφορούν συγκεκριμένα εξαρτήματα. Επομένως, το έγγραφο που απευθύνεται στην Deutsche Bahn, ακόμη και αν δεν επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της υπεύθυνης δηλώσεως, δεν περιορίζει πάντως την αποδεικτική της ισχύ.

57      Δεύτερον, στο σημείο 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν επιβεβαίωναν το περιεχόμενο της υπεύθυνης δηλώσεως ούτε οι κατάλογοι (βλ. σκέψη 41 ανωτέρω) ούτε τα άρθρα σχετικά με τις δοκιμές προϊόντων (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω). Το συμπέρασμα αυτό του τμήματος προσφυγών φαίνεται να αιτιολογείται στον συλλογισμό που παρατίθεται σε δύο σημεία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

58      Αφενός, στο σημείο 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως το τμήμα προσφυγών, αφού απεφάνθη ότι ούτε οι κατάλογοι ούτε τα άρθρα σχετικά με τις δοκιμές προϊόντων μπορούσαν να επιβεβαιώσουν το περιεχόμενο της υπεύθυνης δηλώσεως του S., παρέθεσε τις ακόλουθες σκέψεις:

«Επί του σημείου αυτού [ήτοι του ζητήματος της εκτάσεως της χρήσεως], στην υπεύθυνη δήλωση επισυνάπτονταν κύκλοι εργασιών από το 2001 έως το 2006 για διάφορα εξαρτήματα ποδηλάτου και αυτοκινήτου υπό το προγενέστερο σήμα PROFEX στους οποίους αναφέρεται η υπεύθυνη δήλωση, αλλά τους εν λόγω κύκλους εργασιών τους επεξεργάστηκε η ίδια η ανακόπτουσα και το γεγονός ότι η υπεύθυνη δήλωση εκτείνεται και στα στοιχεία αυτά, κάνοντας σχετική μνεία, δεν σημαίνει ότι τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τους καταλόγους ή από τα άρθρα που αναφέρθηκαν».

59      Το ανωτέρω απόσπασμα του σημείου 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να στηρίξει το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι ούτε οι κατάλογοι ούτε τα άρθρα σχετικά με τις δοκιμές προϊόντων μπορούσαν να επιβεβαιώσουν το περιεχόμενο της υπεύθυνης δηλώσεως.

60      Αφετέρου, στο σημείο 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών, αναφερόμενο στην απόφαση της 8ης Μαρτίου 2012, Arrieta D. Gross κατά ΓΕΕΑ — International Biocentric Foundation κ.λπ. (BIODANZA) (T‑298/10, EU:T:2012:113), επισήμανε τα εξής:

«Οι διαφημίσεις, οι κατάλογοι και τα άρθρα που έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά δεν μπορούν να αποδείξουν ότι αυτά διανεμήθηκαν σε εν δυνάμει πελάτες στη Γερμανία ούτε την έκταση της διανομής ούτε τον αριθμό των πωλήσεων ή των συμβάσεων που συνήφθησαν για τα προϊόντα που προστατεύει το σήμα αυτό. Η ύπαρξη και μόνο διαφημίσεων, καταλόγων και άρθρων σε περιοδικά μπορούσε, στην καλύτερη περίπτωση, να καταστήσει πιθανό ή βάσιμο το ότι τα προϊόντα που διαφημίστηκαν υπό το προγενέστερο σήμα πωλήθηκαν, ή έστω προσφέρθηκαν προς πώληση στη σχετική περιοχή, αλλά δεν μπορεί να αποδείξει τη χρήση, πόσω μάλλον την έκταση της χρήσεως, όπως εσφαλμένα κρίθηκε στην απόφαση [του τμήματος ανακοπών] (βλ. την απόφαση της 5ης Μαρτίου 2012, T‑298/10, BIODANZA, σκέψη 36)».

61      Από το σημείο 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, στηριζόμενο στην απόφαση BIODANZA, σκέψη 60 ανωτέρω (EU:T:2012:113), έκρινε ότι οι κατάλογοι, τα άρθρα σε περιοδικά και οι διαφημίσεις που προσκόμισε η προσφεύγουσα, περιλαμβανομένων των άρθρων σχετικά με τις δοκιμές προϊόντων που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό test του Stiftung Warentest, δεν μπορούν να αποδείξουν τη χρήση, πόσω μάλλον την έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος και, επομένως, δεν επιβεβαιώνουν το περιεχόμενο της υπεύθυνης δηλώσεως του S.

62      Το τμήμα προσφυγών όφειλε, όμως, να εξετάσει αν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε η προσφεύγουσα, πέρα από την υπεύθυνη δήλωση του S., επιβεβαίωναν το περιεχόμενο της δηλώσεως αυτής προκειμένου να αποδειχτεί η έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών δεν αμφισβήτησε ότι η εν λόγω υπεύθυνη δήλωση και οι πίνακες με τους κύκλους εργασιών που περιλαμβάνονταν σε αυτή παρείχαν επαρκείς πληροφορίες, ιδίως ως προς τον όγκο των πωλήσεων, τη διάρκεια και τη συχνότητα της χρήσεως (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω) προκειμένου να αποδειχτεί η έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος, όσον αφορά, τουλάχιστον, τα προϊόντα που αναφέρονται στη δήλωση αυτή και στους συνημμένους πίνακες με τους κύκλους εργασιών. Το τμήμα προσφυγών αμφισβήτησε μόνο, και ορθώς, την αξιοπιστία των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στην υπεύθυνη δήλωση λόγω της «προφανούς» σχέσεως μεταξύ του συντάκτη της δηλώσεως αυτής και της προσφεύγουσας.

63      Δηλαδή, το τμήμα προσφυγών έπρεπε να εξετάσει αν τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία πέραν της υπεύθυνης δηλώσεως επιβεβαίωναν τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε αυτή και δεν έπρεπε να εξετάσει μόνο αν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία αποδείκνυαν αφεαυτών, χωρίς την υπεύθυνη δήλωση, την έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος. Αν ενεργούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο, το τμήμα προσφυγών θα στερούσε από την υπεύθυνη δήλωση του S. κάθε αποδεικτική αξία. Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει ότι δήλωση που υποβάλλεται υπό την έννοια του άρθρου 78, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 207/2009, όπως εν προκειμένω η δήλωση του S., δεν χάνει κάθε αποδεικτική αξία από το γεγονός και μόνο ότι προέρχεται από υπάλληλο της επιχειρήσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση CERATIX, σκέψη 50 ανωτέρω, EU:T:2012:296, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Έχοντας υπόψη αυτή την προκαταρκτική επισήμανση, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το τμήμα προσφυγών εξέτασε πλημμελώς τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε η προσφεύγουσα, ήτοι την υπεύθυνη δήλωση του S. και «τις διαφημίσεις, τους καταλόγους και τα άρθρα σε περιοδικά», περιλαμβανομένων των άρθρων που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό test του Stiftung Warentest. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα σημεία 37 έως 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών εξέτασε αν «τα άρθρα σχετικά με τις δοκιμές συγκεκριμένων προϊόντων» και «οι διαφημίσεις, οι κατάλογοι και τα άρθρα σε περιοδικά» μπορούσαν αφεαυτών να αποδείξουν την έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος και, στηριζόμενο στην απόφαση BIODANZA, σκέψη 60 ανωτέρω (EU:T:2012:113), έκρινε ότι δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Από κανένα σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών εξέτασε το περιεχόμενο της υπεύθυνης δηλώσεως του S. σε συνδυασμό με «τις διαφημίσεις, τους καταλόγους και τα άρθρα σε περιοδικά», περιλαμβανομένων των άρθρων που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό test του Stiftung Warentest. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από την αναφορά που κάνει το τμήμα προσφυγών στην απόφαση BIODANZA, σκέψη 60 ανωτέρω (EU:T:2012:113), στην οποία, όπως εκτίθεται επίσης στις σκέψεις 69 και 70 κατωτέρω, το επίμαχο ερώτημα ήταν κατά πόσον το διαφημιστικό υλικό που είχε χρησιμοποιηθεί από τον δικαιούχο του προγενέστερου σήματος —το οποίο αποτελούσε το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο που είχε υποβληθεί για να αποδειχτεί η ουσιαστική χρήση του εν λόγω σήματος— μπορούσε να αποδείξει μια τέτοια χρήση.

65      Ωστόσο εν προκειμένω, σε αντίθεση προς τα πραγματικά περιστατικά της αποφάσεως BIODANZA, σκέψη 60 ανωτέρω (EU:T:2012:113), το τμήμα προσφυγών είχε στη διάθεσή του περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία, διαφόρων ειδών, που είχαν υποβληθεί από την προσφεύγουσα και όφειλε να εξετάσει αν τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία επιβεβαίωναν το περιεχόμενο της υπεύθυνης δηλώσεως και αν συνηγορούσαν υπέρ της ορθότητας των πληροφοριών που περιλαμβάνονταν σε αυτή.

66      Αυτή η πλημμελής εξέταση του τμήματος προσφυγών πλήττει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως και αποτελεί επαρκή βάση για την ακύρωσή της.

67      Επιπλέον, ανεξαρτήτως της ανωτέρω πλημμελούς εξετάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε επίσης σε πλάνη όσον αφορά την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των άρθρων σχετικά με τις δοκιμές προϊόντων τα οποία δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό test του Stiftung Warentest.

68      Από το σημείο 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι «οι διαφημίσεις, οι κατάλογοι και τα άρθρα σε περιοδικά», περιλαμβανομένων, συνεπώς, των άρθρων που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό test του Stiftung Warentest, δεν μπορούσαν να αποδείξουν τη χρήση, πόσω μάλλον την έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος. Επικαλέσθηκε σχετικώς την απόφαση BIODANZA, σκέψη 60 ανωτέρω (EU:T:2012:113).

69      Στην απόφαση BIODANZA, σκέψη 60 ανωτέρω (EU:T:2012:113), το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει αν το διαφημιστικό υλικό που είχε δημοσιευθεί από τον κάτοχο του προγενέστερου σήματος σε περιοδικά ή είχε διανεμηθεί από αυτόν μέσω διαφημιστικών και ενημερωτικών φυλλαδίων αποδείκνυε την ουσιαστική χρήση του εν λόγω σήματος. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή το διαφημιστικό υλικό αποτελούσε το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο που είχε υποβληθεί από τον κάτοχο του προγενέστερου σήματος προκειμένου να αποδειχτεί η ουσιαστική χρήση του σήματος (απόφαση BIODANZA, σκέψη 60 ανωτέρω, EU:T:2012:113, σκέψεις 63 έως 66).

70      Σε αυτό το πλαίσιο το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στις σκέψεις 68 και 69 της αποφάσεως BIODANZA, σκέψη 60 ανωτέρω (EU:T:2012:113), ότι η ουσιαστική χρήση του οικείου σήματος δεν μπορούσε να αποδειχτεί από μόνη την προσκόμιση αντιγράφων διαφημιστικού υλικού στο οποίο αναφέρεται το επίμαχο σήμα σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που μνημονεύονται. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, όποια και αν είναι η φύση του υλικού αυτού, έπρεπε να αποδειχτεί ότι υπήρξε επαρκής διάδοσή του στο ενδιαφερόμενο κοινό για να αποδειχτεί ο ουσιαστικός χαρακτήρας του επίμαχου σήματος. Αυτό απαιτεί, κατά το Γενικό Δικαστήριο, στην περίπτωση των διαφημίσεων που δημοσιεύονται στον έγγραφο τύπο να προσκομίζεται απόδειξη σχετικά με τη διάδοση της οικείας εφημερίδας ή του οικείου περιοδικού στο ενδιαφερόμενο κοινό, εκτός από την περίπτωση διαφημίσεων που δημοσιεύονται σε ιδιαιτέρως γνωστές εφημερίδες και περιοδικά, των οποίων η κυκλοφορία αποτελεί γεγονός γνωστό τοις πάσι.

71      Εν προκειμένω, κακώς το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε στην απόφαση BIODANZA, σκέψη 60 ανωτέρω (EU:T:2012:113), προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα, στο σημείο 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα άρθρα σχετικά με τις δοκιμές προϊόντων που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό test του Stiftung Warentest δεν μπορούσαν να αποδείξουν την έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

72      Πράγματι, διαπιστώνεται ότι τα άρθρα σχετικά με τις δοκιμές προϊόντων που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό test του Stiftung Warentest διαφέρουν ως προς τη φύση και τη λειτουργία τους από το επίμαχο στην απόφαση BIODANZA, σκέψη 60 ανωτέρω (EU:T:2012:113), διαφημιστικό υλικό.

73      Ειδικότερα, το επίμαχο στην απόφαση BIODANZA, σκέψη 60 ανωτέρω (EU:T:2012:113), διαφημιστικό υλικό είχε ως σκοπό να προωθήσει την πώληση προϊόντος ή υπηρεσίας που προστατευόταν από το οικείο σήμα, χωρίς να παράσχει πληροφορίες σχετικά με την πραγματική χρήση αυτού. Λόγω του κενού αυτού ως προς την πληροφόρηση το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε την ανάγκη να αποδειχθεί από τον κάτοχο του προγενέστερου σήματος η επαρκής διάδοση του διαφημιστικού υλικού στο ενδιαφερόμενο κοινό, με εξαίρεση την περίπτωση στην οποία η διάδοση αυτή αποτελεί γεγονός γνωστό τοις πάσι.

74      Τα άρθρα, όμως, του περιοδικού test du Stiftung Warentest που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν σκοπούν να διαφημίσουν ένα προϊόν αλλά να εκθέσουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του προϊόντος και να το συγκρίνουν με όμοια προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο υπό άλλα σήματα, προκειμένου να βοηθήσουν τον καταναλωτή κατά την επιλογή του. Το σημαντικότερο είναι όμως ότι από την ανάγνωση των άρθρων αυτών προκύπτει ότι αυτά αφορούν προϊόντα που διατίθενται ήδη στην αγορά. Συγκεκριμένα, τα άρθρα αυτά περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τη μέση τιμή των προϊόντων στην αγορά.

75      Σε αντίθεση, επομένως, με το επίμαχο στην απόφαση BIODANZA, σκέψη 60 ανωτέρω (EU:T:2012:113), διαφημιστικό υλικό, τα άρθρα του περιοδικού test του Stiftung Warentest που προσκόμισε η προσφεύγουσα παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος σε σχέση με τα προϊόντα που είχαν δοκιμασθεί, πράγμα που έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το τμήμα προσφυγών σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομισθεί και ιδίως με την υπεύθυνη δήλωση του S. Για τους ίδιους λόγους, το τμήμα προσφυγών έπρεπε να λάβει υπόψη και την αναφορά που κάνουν σε δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν από τον Stiftung Warentest οι διαφημιστικοί κατάλογοι που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία.

76      Τέλος, επισημαίνεται ότι λόγω της φύσεως και της λειτουργίας του περιοδικού test του Stiftung Warentest, η έκταση της διαδόσεώς του στο ενδιαφερόμενο κοινό —ζήτημα που απασχόλησε εκτενώς τους διαδίκους στα δικόγραφα που κατέθεσαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου— δεν έχει καθοριστική σημασία. Ανεξάρτητα από την έκταση της διαδόσεώς τους, τα άρθρα του περιοδικού test, λόγω του ότι αφορούν προϊόντα που κυκλοφορούν στο εμπόριο υπό το προγενέστερο σήμα, παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την έκταση της χρήσεώς του σε σχέση με τα προϊόντα αυτά και έχουν, έτσι, αποδεικτική ισχύ η οποία έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το τμήμα προσφυγών.

77      Από τις σκέψεις 62 έως 66 ανωτέρω προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, παραλείποντας να εξετάσει το ζήτημα αν οι διαφημίσεις, οι κατάλογοι και τα άρθρα σε περιοδικά, περιλαμβανομένων των άρθρων για τις δοκιμές προϊόντων που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό test του Stiftung Warentest, επιβεβαιώνουν το περιεχόμενο της υπεύθυνης δηλώσεως του S. και τους συνημμένους πίνακες με κύκλους εργασιών, προέβη σε πλημμελή εξέταση αυτών των αποδεικτικών στοιχείων. Επίσης, από τις σκέψεις 67 έως 75 ανωτέρω προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι δεν έχουν καμία αποδεικτική αξία τα άρθρα σχετικά με δοκιμές προϊόντων που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό test του Stiftung Warentest και οι διαφημιστικοί κατάλογοι της προσφεύγουσας που κάνουν αναφορά σε δοκιμές που πραγματοποίησε ο Stiftung Warentest σε ορισμένα από τα προϊόντα της. Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

78      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος που προβάλλει η προσφεύγουσα και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί ο δεύτερος λόγος της προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 27ης Μαρτίου 2012 (υπόθεση R 413/2011‑2).

2)      Καταδικάζει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Δεκεμβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.