Language of document : ECLI:EU:C:2023:1012

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 21ης Δεκεμβρίου 2023 (*)

Περιεχόμενα


I. Το ιστορικό της διαφοράς

Α. H ISU

Β. Η θεσπισθείσα από την ISU ρύθμιση

1. Οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης

2. Οι κανόνες επιλεξιμότητας

Γ. Η διοικητική διαδικασία και η επίδικη απόφαση

Δ. Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

II. Τα αιτήματα των διαδίκων

III. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Α. Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

β) Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

γ) Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

α) Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στον αθλητισμό ως οικονομική δραστηριότητα

β) Επί του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

1) Επί του χαρακτηρισμού περί υπάρξεως συμπεριφοράς έχουσας ως «αντικείμενο» ή ως «αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

i) Επί του χαρακτηρισμού περί υπάρξεως συμπεριφοράς έχουσας ως «αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού

ii) Επί του χαρακτηρισμού περί υπάρξεως συμπεριφοράς έχουσας ως «αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού

2) Επί της δυνατότητας να θεωρηθεί ότι ορισμένες συμπεριφορές ειδικώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

γ) Επί της διαπιστωθείσας στην υπό κρίση υπόθεση παράβασης

δ) Επί της υπάρξεως συμπεριφοράς έχουσας ως «αντικείμενο» τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην υπό κρίση υπόθεση

1) Επί της δυνατότητας εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση της νομολογίας που απορρέει από τις αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ (C49/07, EU:C:2008:376), και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas (C1/12, EU:C:2013:127)

2) Επί του χαρακτηρισμού της επίμαχης στην υπό κρίση υπόθεση συμπεριφοράς

Β. Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

IV. Επί της ανταναιρέσεως

Α. Επί του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

α) Επί του παραδεκτού και της λυσιτέλειας του λόγου ανταναιρέσεως

β) Επί της ουσίας

Β. Επί του δευτέρου λόγου ανταναιρέσεως

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

V. Επί της προσφυγής στην υπόθεση T93/18

Α. Επιχειρήματα των διαδίκων

Β. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

VI. Επί των δικαστικών εξόδων


«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Ρύθμιση θεσπισθείσα από διεθνή αθλητική ένωση – Παγοδρομία – Οντότητα ιδιωτικού δικαίου στην οποία έχουν ανατεθεί εξουσίες ρύθμισης, ελέγχου, λήψης αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων – Κανόνες που διέπουν την προηγούμενη έγκριση των αγώνων, τη συμμετοχή των αθλητών σε αυτούς και τη διαιτητική επίλυση διαφορών – Παράλληλη άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων – Διοργάνωση και εμπορική εκμετάλλευση αγώνων – Άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Απόφαση ένωσης επιχειρήσεων θίγουσα τον ανταγωνισμό – Έννοιες του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό “αντικείμενου” και “αποτελέσματος” – Δικαιολόγηση – Προϋποθέσεις»

Στην υπόθεση C‑124/21 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2021,

International Skating Union, με έδρα τη Λωζάννη (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τον J.-F. Bellis, avocat,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Meessen, την F. van Schaik, τον H. van Vliet και την C. Zois,

καθής πρωτοδίκως,

Mark Jan Hendrik Tuitert, κάτοικος Hoogmade (Κάτω Χώρες),

Niels Kerstholt, κάτοικος Zeist (Κάτω Χώρες),

European Elite Athletes Association, με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενοι από τους B. J. H. Braeken, T. C. Hieselaar και X. Y. G. Versteeg, advocaten,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, K. Jürimäe και O. Spineanu‑Matei, προέδρους τμήματος, J.‑C. Bonichot, M. Safjan, L. S. Rossi, I. Jarukaitis, A. Kumin, N. Jääskinen, N. Wahl, J. Passer (εισηγητή) και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: C. Di Bella, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιουλίου 2022,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η International Skating Union (Διεθνής Ένωση Παγοδρομίας, στο εξής: ISU ή αναιρεσείουσα) ζητεί τη μερική αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, International Skating Union κατά Επιτροπής (T‑93/18, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2020:610), με την οποία απορρίφθηκε εν μέρει η προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της απόφασης C(2017) 8230 final της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση AT.40208 – Κανόνες επιλεξιμότητας της Διεθνούς Ένωσης Παγοδρομίας) (στο εξής: επίδικη απόφαση).

2        Με την αίτηση ανταναιρέσεως, ο Mark Jan Hendrik Tuitert και ο Niels Kerstholt καθώς και η European Elite Athletes Association (Ευρωπαϊκή Ένωση Εξεχόντων Αθλητών, στο εξής: EU Athletes) ζητούν επίσης τη μερική αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

I.      Το ιστορικό της διαφοράς

3        Το ιστορικό της διαφοράς, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 37 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, συνοψίζεται ως εξής.

Α.      H ISU

4        Η ISU είναι ένωση ιδιωτικού δικαίου με έδρα την Ελβετία. Η ISU παρουσιάζεται ως η μόνη αναγνωρισμένη από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) διεθνής αθλητική ομοσπονδία στον τομέα της καλλιτεχνικής παγοδρομίας και της παγοδρομίας ταχύτητας (στο εξής: παγοδρομία). Τα όργανά της περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ένα «νομοθετικό όργανο», που ονομάζεται «συνέδριο» και είναι το «ανώτατο όργανό» της, και ένα «εκτελεστικό όργανο», που ονομάζεται «συμβούλιο».

5        Μέλη της ISU είναι οι εθνικές ενώσεις καλλιτεχνικής παγοδρομίας και παγοδρομίας ταχύτητας, οι οποίες, με τη σειρά τους, έχουν ως μέλη ενώσεις και συλλόγους στους οποίους μετέχουν, μεταξύ άλλων, επαγγελματίες αθλητές των εν λόγω αθλημάτων στο πλαίσιο άσκησης οικονομικής δραστηριότητας.

6        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του καταστατικού της, στα οποία παραπέμπει η επίδικη απόφαση, σκοπός της ISU είναι να ρυθμίζει, να διοικεί, να διαχειρίζεται και να προωθεί την παγοδρομία σε παγκόσμιο επίπεδο.

7        Παράλληλα, η ISU ασκεί οικονομική δραστηριότητα η οποία συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη διοργάνωση διεθνών αγώνων παγοδρομίας και στην εκμετάλλευση των δικαιωμάτων που σχετίζονται με τους εν λόγω αγώνες. Στον τομέα της παγοδρομίας ταχύτητας, οι εν λόγω αγώνες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα παγκόσμια κύπελλα μεγάλης πίστας και μικρής πίστας καθώς και διάφορα διεθνή και ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Η ISU είναι επίσης υπεύθυνη για τη διοργάνωση των αγώνων παγοδρομίας που διεξάγονται στο πλαίσιο των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων.

Β.      Η θεσπισθείσα από την ISU ρύθμιση

8        Η ISU έχει θεσπίσει και δημοσιεύσει ένα σύνολο κανονισμών, κωδίκων και ανακοινώσεων που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους κανόνες.

1.      Οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης

9        Στις 20 Οκτωβρίου 2015 η ISU δημοσίευσε την ανακοίνωση αριθ. 1974, με τίτλο «Ανοικτοί διεθνείς αγώνες», στην οποία καθορίζεται η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για τη λήψη προηγούμενης έγκρισης για τη διοργάνωση διεθνούς αγώνα παγοδρομίας και η οποία ισχύει τόσο για τις εθνικές ενώσεις μέλη της ISU όσο και για κάθε τρίτη οντότητα ή επιχείρηση (στο εξής: κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης).

10      Με την εν λόγω ανακοίνωση προβλέπεται, κατ’ αρχάς, ότι η διοργάνωση των προμνησθέντων αγώνων τελεί υπό την προηγούμενη έγκριση της ISU και πρέπει να συμμορφώνεται προς τους κανόνες που θεσπίζει η ISU. Συναφώς, διευκρινίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι αιτήσεις χορήγησης προηγούμενης έγκρισης πρέπει να υποβάλλονται έξι μήνες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία διεξαγωγής των αγώνων, εάν οι αγώνες πρόκειται να διοργανωθούν από τρίτη οντότητα ή επιχείρηση, και τρεις μήνες πριν από την εν λόγω ημερομηνία, εάν διοργανωτής είναι εθνική ένωση μέλος της ISU.

11      Εν συνεχεία, στην εν λόγω ανακοίνωση απαριθμούνται ορισμένες απαιτήσεις γενικής, οικονομικής, τεχνικής, εμπορικής, αθλητικής και δεοντολογικής φύσεως με τις οποίες οφείλει να συμμορφώνεται κάθε διοργανωτής αγώνων παγοδρομίας. Από τις εν λόγω απαιτήσεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε αίτηση προηγούμενης έγκρισης πρέπει να συνοδεύεται από οικονομικές, τεχνικές, εμπορικές και αθλητικές πληροφορίες (τόπος διεξαγωγής των σχεδιαζόμενων αγώνων, ποσό στο οποίο ανέρχονται τα βραβεία που θα απονεμηθούν, επιχειρηματικό σχέδιο, προϋπολογισμός, τηλεοπτική κάλυψη κ.λπ.), ότι κάθε διοργανωτής υποχρεούται να υποβάλει δήλωση με την οποία βεβαιώνει ότι αποδέχεται τον κώδικα δεοντολογίας της ISU και ότι η ISU μπορεί να ζητεί πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τα ανωτέρω επιμέρους στοιχεία.

12      Τέλος, η ανακοίνωση αριθ. 1974 παρέχει στην ISU την εξουσία να δεχθεί ή να απορρίψει, με απόφασή της, τις αιτήσεις προηγούμενης έγκρισης βάσει τόσο των απαιτήσεων που διατυπώνονται στην εν λόγω ανακοίνωση όσο και των θεμελιωδών σκοπών που επιδιώκει η ένωση, όπως αυτοί ορίζονται, ιδίως, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του καταστατικού της. Στην εν λόγω ανακοίνωση προβλέπεται επίσης ότι, σε περίπτωση απόρριψης αίτησης, ο διοργανωτής μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης της ISU ενώπιον του Tribunal arbitral du sport (Αθλητικού διαιτητικού δικαστηρίου, στο εξής: TAS), με έδρα τη Λωζάννη (Ελβετία), σύμφωνα με τους κανόνες που έχει θεσπίσει η ISU για την εγκαθίδρυση μηχανισμού διαιτητικής επίλυσης διαφορών (στο εξής: κανόνες περί διαιτησίας).

2.      Οι κανόνες επιλεξιμότητας

13      Οι κανονισμοί της ISU περιλαμβάνουν κανόνες που χαρακτηρίζονται ως «κανόνες επιλεξιμότητας» και καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αθλητές μπορούν να συμμετέχουν σε αγώνες παγοδρομίας. Οι ως άνω κανόνες επιλεξιμότητας προβλέπουν ότι τέτοιοι αγώνες πρέπει να είναι, αφενός, εγκεκριμένοι από την ISU ή από τα μέλη της και, αφετέρου, σύμφωνοι με τους κανόνες που έχει θεσπίσει η ένωση αυτή.

14      Στο κείμενο που εγκρίθηκε το 2014, οι εν λόγω κανόνες επιλεξιμότητας περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, τον κανόνα 102, παράγραφος 1, στοιχείο a, σημείο i, κατά τον οποίο, «το προνόμιο της συμμετοχής στις δραστηριότητες και στους αγώνες που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της ISU αναγνωρίζεται μόνον υπό την προϋπόθεση της τήρησης των αρχών και των πολιτικών της ISU, όπως διατυπώνονται στο καταστατικό της», καθώς και τον κανόνα 102, παράγραφος 1, στοιχείο a, σημείο ii, όπου οριζόταν ότι «η προϋπόθεση επιλεξιμότητας στοχεύει στη διασφάλιση της προσήκουσας προστασίας των οικονομικών και των λοιπών συμφερόντων της ISU, η οποία χρησιμοποιεί τα έσοδά της για τη διοίκηση και την ανάπτυξη των αθλημάτων της ISU καθώς και για τη στήριξη και προς όφελος των μελών της και των παγοδρόμων τους».

15      Οι κανόνες επιλεξιμότητας περιελάμβαναν επίσης τον κανόνα 102, παράγραφος 2, στοιχείο c, τον κανόνα 102, παράγραφος 7, και τον κανόνα 103, παράγραφος 2, από τους οποίους προέκυπτε ότι, σε περίπτωση συμμετοχής αθλητή σε αγώνα μη εγκεκριμένο από την ISU ή/και από μια από τις εθνικές ενώσεις μέλη της, στον αθλητή αυτόν μπορούσε να επιβληθεί η κύρωση της «απώλειας επιλεξιμότητας» ή «μη επιλεξιμότητας», συνεπαγόμενη τον ισόβιο αποκλεισμό του από κάθε αγώνα που διοργανώνει η ISU.

16      Το 2016 οι κανόνες επιλεξιμότητας αναθεωρήθηκαν μερικώς.

17      Ο κανόνας 102, παράγραφος 1, στοιχείο a, σημείο ii, όπως διαμορφώθηκε κατόπιν της εν λόγω μερικής αναθεώρησης, δεν αναφέρεται πλέον στην «προσήκουσα προστασία των οικονομικών και λοιπών συμφερόντων της ISU». Προβλέπει, αντ’ αυτού, ότι «η προϋπόθεση επιλεξιμότητας στοχεύει στη διασφάλιση προσήκουσας προστασίας των ηθικών αξιών, των καταστατικών σκοπών και άλλων εννόμων συμφερόντων» της εν λόγω ένωσης, η οποία «χρησιμοποιεί τα έσοδά της για τη διοίκηση και την ανάπτυξη των αθλημάτων της ISU καθώς και για τη στήριξη και προς το όφελος των μελών της και των παγοδρόμων τους».

18      Σύμφωνα με τον κανόνα 102, παράγραφος 7, όπως διαμορφώθηκε κατόπιν της μερικής αυτής αναθεώρησης, η συμμετοχή αθλητή σε αγώνα μη εγκεκριμένο από την ISU ή/και από μια από τις εθνικές ενώσεις μέλη της μπορεί να επιφέρει προειδοποίηση ή κύρωση «απώλειας επιλεξιμότητας» ή «μη επιλεξιμότητας», με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από κάθε αγώνα που διοργανώνει η ISU, είτε για ορισμένο χρονικό διάστημα είτε ισοβίως.

19      Παράλληλα με τους ως άνω κανόνες, το άρθρο 25 του καταστατικού της ISU προβλέπει ότι οι αθλητές που προτίθενται να προσβάλουν απόφαση με την οποία τους επιβάλλεται η κύρωση της «απώλειας επιλεξιμότητας» ή «μη επιλεξιμότητας» μπορούν να ασκήσουν προσφυγή κατά της σχετικής απόφασης ενώπιον του TAS, σύμφωνα με τους κανόνες περί διαιτησίας.

Γ.      Η διοικητική διαδικασία και η επίδικη απόφαση

20      Ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt είναι δύο επαγγελματίες παγοδρόμοι ταχύτητας, κάτοικοι Κάτω Χωρών. Είναι μέλη της Koninklijke Nederlandsche Schaatsenrijders Bond (KNSB), της ολλανδικής βασιλικής ομοσπονδίας παγοδρομίας, η οποία είναι μέλος της ISU.

21      Η EU Athletes παρουσιάζεται ως η κύρια ευρωπαϊκή ένωση η οποία εκπροσωπεί τους αθλητές και τους παίκτες διαφόρων αθλημάτων.

22      Στις 23 Ιουνίου 2014 ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt υπέβαλαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταγγελία με την οποία υποστήριξαν ότι οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας που θέσπισε η ISU αντιβαίνουν στα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ.

23      Στις 5 Οκτωβρίου 2015 η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει διαδικασία σχετικά με την καταγγελία.

24      Στις 29 Σεπτεμβρίου 2016 η Επιτροπή απηύθυνε στην ISU κοινοποίηση των αιτιάσεων, με την οποία εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι η ένωση παραβαίνει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Η ISU απάντησε στην κοινοποίηση των αιτιάσεων στις 16 Ιανουαρίου 2017.

25      Στις 8 Δεκεμβρίου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση. Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη της 3, η εν λόγω απόφαση αφορά κυρίως τους κανόνες επιλεξιμότητας της ISU, όπως αυτοί εκτίθενται στις σκέψεις 13 έως 18 της παρούσας απόφασης, οι οποίοι παρέχουν στην εν λόγω ένωση τη δυνατότητα να ελέγχει τη συμμετοχή των αθλητών σε αγώνες παγοδρομίας και να τους επιβάλλει κυρώσεις σε περίπτωση συμμετοχής σε αγώνα μη εγκεκριμένο από αυτήν. Εντούτοις, όπως προκύπτει από την ίδια αιτιολογική σκέψη, η επίδικη απόφαση αφορά επίσης τους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης των εν λόγω αγώνων από την ISU, όπως αυτοί εκτίθενται στις σκέψεις 9 έως 12 της παρούσας απόφασης. Τέλος, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις της 5 και 6, η επίδικη απόφαση αφορά επίσης τους κανόνες περί διαιτησίας που μνημονεύονται στη σκέψη 19 της παρούσας απόφασης.

26      Στις αιτιολογικές σκέψεις 112 και 115 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή όρισε τη σχετική αγορά ως την παγκόσμια αγορά διοργάνωσης και εμπορικής εκμετάλλευσης των διεθνών αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας καθώς και εκμετάλλευσης των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τους εν λόγω αγώνες.

27      Στις αιτιολογικές σκέψεις 116 έως 134 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η ISU κατείχε θέση ισχύος στη σχετική αγορά και ότι ήταν σε θέση να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στην αγορά αυτήν. Τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή προκειμένου να δικαιολογήσει την εκτίμηση αυτή περιλαμβάνουν, ειδικότερα, αφενός, τον κεντρικό ρόλο που η εν λόγω ένωση διαδραματίζει στην αγορά, ως η μόνη αναγνωρισμένη από τη ΔΟΕ διεθνής αθλητική ένωση στον τομέα της παγοδρομίας και ως ένωση με αντικείμενο τη ρύθμιση, τη διοίκηση, τη διαχείριση και την προώθηση του συγκεκριμένου αθλήματος σε παγκόσμιο επίπεδο, και, αφετέρου, το γεγονός ότι, παραλλήλως, η ISU διοργανώνει και εκμεταλλεύεται εμπορικά τους κύριους διεθνείς αγώνες στον συγκεκριμένο τομέα. Στο πλαίσιο της σχετικής ανάλυσης, η Επιτροπή έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη την εξουσία της ISU να θεσπίζει κανόνες οι οποίοι επιβάλλονται στο σύνολο των εθνικών ενώσεων μελών της καθώς και στο σύνολο των διεθνών αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας, είτε αυτοί διοργανώνονται από την ίδια την ISU είτε από τα μέλη της ή από τρίτες οντότητες ή επιχειρήσεις. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι οι εν λόγω κανόνες αφορούν το σύνολο των ζητημάτων που σχετίζονται με τη διοργάνωση, τη διεξαγωγή και την εμπορική εκμετάλλευση των αγώνων (προηγούμενη έγκριση, κανόνες του αθλήματος, τεχνικές προδιαγραφές, οικονομικοί όροι, συμμετοχή των αθλητών, πώληση δικαιωμάτων, επιβολή κυρώσεων, επίλυση των διαφορών κ.λπ.) και ότι εφαρμόζονται στο σύνολο των παραγόντων που επιθυμούν να μετέχουν στους αγώνες ή συμμετέχουν στη διοργάνωση ή στην εκμετάλλευσή τους (εθνικές ενώσεις, αθλητές, διοργανωτές, οργανισμοί ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης, χορηγοί κ.λπ.).

28      Στις αιτιολογικές σκέψεις 146 έως 152 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η ISU πρέπει να χαρακτηριστεί τόσο ως «ένωση επιχειρήσεων», κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που μέλη της είναι οι εθνικές ενώσεις παγοδρομίας οι οποίες, με τη σειρά τους, μπορούν να χαρακτηριστούν ως «επιχειρήσεις» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, καθόσον ασκούν οικονομικές δραστηριότητες συνιστάμενες στη διοργάνωση και στην εμπορική εκμετάλλευση των αγώνων καθώς και στην εκμετάλλευση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τους αγώνες, όσο και ως «επιχείρηση» κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, στο μέτρο που ασκεί επίσης οικονομικές δραστηριότητες. Η Επιτροπή εκτίμησε επιπλέον ότι οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας πρέπει να χαρακτηριστούν ως «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» κατά την έννοια της προμνησθείσας διάταξης.

29      Στις αιτιολογικές σκέψεις 162 έως 188 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας είχαν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθότι από την εξέταση του περιεχομένου των εν λόγω κανόνων, του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται και των σκοπών που επιδιώκουν διαφαίνεται ότι παρείχαν στην ISU τη δυνατότητα, αφενός, να εμποδίζει τους δυνητικούς διοργανωτές διεθνών αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας ανταγωνιστικών προς τους αγώνες της ISU να αποκτήσουν πρόσβαση στη σχετική αγορά και, αφετέρου, να περιορίζει τη δυνατότητα των επαγγελματιών παγοδρόμων ταχύτητας να συμμετέχουν ελεύθερα σε τέτοιους αγώνες καθώς και, με τον τρόπο αυτόν, να στερεί από τους δυνητικούς διοργανωτές αγώνων τις υπηρεσίες των αθλητών η παρουσία των οποίων είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή τους.

30      Στις αιτιολογικές σκέψεις 189 έως 209 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που συνοψίστηκαν στην προηγούμενη σκέψη, παρείλκε η εξέταση των αποτελεσμάτων των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας στον ανταγωνισμό, εκθέτοντας εν συνεχεία τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι οι επίμαχοι κανόνες είχαν επίσης ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά.

31      Στις αιτιολογικές σκέψεις 210 έως 266 της ως άνω απόφασης, η Επιτροπή διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι επίμαχοι κανόνες εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ με την αιτιολογία ότι δικαιολογούνται από θεμιτούς σκοπούς και είναι αναγκαίοι για την επίτευξη των τελευταίων.

32      Στις αιτιολογικές σκέψεις 268 έως 286 της ίδιας απόφασης, η Επιτροπή εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι, μολονότι δεν συνιστούν αυτοί καθεαυτούς περιορισμό του ανταγωνισμού, έπρεπε εντούτοις να θεωρηθεί ότι οι κανόνες περί διαιτησίας ενισχύουν τον περιορισμό του ανταγωνισμού που προκύπτει από τους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας.

33      Στις αιτιολογικές σκέψεις 287 έως 348 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προκειμένου να τύχουν εξαιρέσεως, ότι μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και ότι η ISU έπρεπε να υποχρεωθεί να παύσει τη διαπιστωθείσα με την εν λόγω απόφαση παράβαση επ’ απειλή χρηματικών ποινών. Ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 338 έως 342 της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι τα μέτρα που έπρεπε να λάβει η ISU προκειμένου να θέσει τέλος στην παράβαση έπρεπε να συνίστανται, μεταξύ άλλων, πρώτον, στη θέσπιση κριτηρίων προηγούμενης έγκρισης και επιβολής κυρώσεων που να έχουν αντικειμενικό, διαφανή, αμερόληπτο και αναλογικό χαρακτήρα, δεύτερον, στη θέσπιση κατάλληλων διαδικασιών προηγούμενης έγκρισης και επιβολής κυρώσεων και, τρίτον, στην τροποποίηση των κανόνων περί διαιτησίας κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ο πραγματικός έλεγχος των αποφάσεων που λαμβάνονται κατά το πέρας των εν λόγω διαδικασιών.

34      Το διατακτικό της επίδικης απόφασης περιλαμβάνει το άρθρο 1, κατά το οποίο η ISU «παρέβη το άρθρο 101 [ΣΛΕΕ] [...], καθόσον θέσπισε και εφάρμοσε τους κανόνες επιλεξιμότητας, ιδίως τους κανόνες 102 και 103 των γενικών κανονισμών του 2014 και του 2016, όσον αφορά την παγοδρομία ταχύτητας». Περιέχει επίσης το άρθρο 2, το οποίο υποχρεώνει την ISU να παύσει την παράβαση και να απόσχει από τυχόν επανάληψή της στο μέλλον, καθώς και το άρθρο 4, το οποίο προβλέπει την επιβολή χρηματικών ποινών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις διαταγές αυτές.

Δ.      Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

35      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Φεβρουαρίου 2018, η ISU άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης. Προς στήριξη της προσφυγής της, η ISU προέβαλε οκτώ λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούσαν, κατ’ ουσίαν, ο πρώτος παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ κατά το μέρος που το άρθρο αυτό εφαρμόστηκε στους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, ο έκτος παράβαση του ίδιου άρθρου κατά το μέρος που εφαρμόστηκε στους κανόνες περί διαιτησίας και, τέλος, ο έβδομος και ο όγδοος λόγος τον παράνομο χαρακτήρα των διαταγών και των χρηματικών ποινών, αντιστοίχως, που της επιβλήθηκαν.

36      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Ιουνίου 2018, ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt καθώς και η EU Athletes ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.

37      Με διάταξη της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, η πρόεδρος του έβδομου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε τις ως άνω παρεμβάσεις.

38      Στις 20 Δεκεμβρίου 2019 το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

39      Στις 16 Δεκεμβρίου 2020 το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με την οποία έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η επίδικη απόφαση δεν έπασχε έλλειψη νομιμότητας κατά το μέρος που αφορούσε τους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, αλλά ότι ήταν παράνομη κατά το μέρος που αφορούσε τους κανόνες περί διαιτησίας.

40      Συναφώς, κατά πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 52 έως 63 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίον προβαλλόταν αντιφατική αιτιολογία της επίδικης απόφασης, δεν ήταν βάσιμος.

41      Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 64 έως 123 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η ISU δεν ήταν ικανοί να αναιρέσουν τις εκτιμήσεις της Επιτροπής ότι οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας είχαν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

42      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, κατ’ αρχάς, στις σκέψεις 69 έως 76 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, μολονότι οι εξουσίες ρύθμισης, ελέγχου, λήψης αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων δεν είχαν ανατεθεί στην ISU από δημόσια αρχή, οι κανόνες που εξέδωσε η εν λόγω ένωση, ως η μόνη διεθνής αθλητική ένωση στον τομέα της παγοδρομίας, έπρεπε να αξιολογηθούν υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, της νομολογίας σχετικά με την παράλληλη άσκηση, από την ίδια οντότητα, οικονομικής δραστηριότητας και εξουσιών οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παρεμπόδιση της εισόδου στην αγορά υφιστάμενων ή δυνητικών ανταγωνιστριών οντοτήτων ή επιχειρήσεων (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ, C‑49/07, EU:C:2008:376, και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127). Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας αφορούσαν τη διοργάνωση των σημαντικότερων και πλέον προσοδοφόρων διεθνών αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας, ειδικότερα την προηγούμενη έγκριση των εν λόγω αγώνων καθώς και τη συμμετοχή των αθλητών σε αυτούς.

43      Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 77 έως 121 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, των σκοπών που επιδιώκονται με αυτούς και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, η Επιτροπή βασίμως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω κανόνες είχαν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

44      Τέλος, στη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά συνέπεια, παρείλκε η εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων που προέβαλε η ISU στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως προκειμένου να αντικρούσει τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τα πραγματικά ή δυνητικά αποτελέσματα των εν λόγω κανόνων στον ανταγωνισμό.

45      Κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 124 έως 130 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, εν αντιθέσει προς όσα είχε υποστηρίξει η ISU με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η επίδικη απόφαση δεν είχε εκδοθεί κατά παράβαση του εδαφικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ καθόσον η Επιτροπή έλαβε υπόψη την άρνηση της ISU να εγκρίνει σχέδιο αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας που επρόκειτο να διεξαχθούν στο Ντουμπάι (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), ήτοι σε τρίτο κράτος. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή είχε παραπέμψει στο συγκεκριμένο στοιχείο ως παράδειγμα της εφαρμογής των κανόνων της ISU περί προηγούμενης έγκρισης, καταδεικνύοντας, εξάλλου, ότι οι εν λόγω κανόνες μπορούσαν να έχουν άμεσα, σημαντικά και προβλέψιμα αποτελέσματα εντός της Ένωσης.

46      Κατά τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο, αφού έκρινε λυσιτελή, στις σκέψεις 134 έως 140 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τον έκτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η ISU σχετικά με την εκτίμηση, από την Επιτροπή, με την επίδικη απόφαση, των κανόνων περί διαιτησίας, έκανε δεκτό τον συγκεκριμένο λόγο στις σκέψεις 141 έως 164 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

47      Τέλος, κατά πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, στις σκέψεις 165 έως 178 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο έβδομος και ο όγδοος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η ISU, σχετικά με τη νομιμότητα των διαταγών και των χρηματικών ποινών που προβλέπονταν στην επίδικη απόφαση, έπρεπε να γίνουν εν μέρει δεκτοί, στο μέτρο που οι εν λόγω διαταγές και χρηματικές ποινές αφορούσαν τους κανόνες περί διαιτησίας. Συγχρόνως, απέρριψε κατά τα λοιπά τους συγκεκριμένους λόγους ακυρώσεως.

48      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω εκτιμήσεων, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει τα άρθρα 2 και 4 της επίδικης απόφασης και απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

II.    Τα αιτήματα των διαδίκων

49      Με την αίτηση αναιρέσεως, η ISU ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή της·

–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση καθ’ ο μέρος δεν έχει ήδη ακυρωθεί με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και τους παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως στα δικαστικά έξοδα τόσο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

50      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η ISU στα δικαστικά έξοδα.

51      Ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt καθώς και η EU Athletes ζητούν την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

52      Με την ανταναίρεσή τους, ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt καθώς και η EU Athletes ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που ακύρωσε εν μέρει την επίδικη απόφαση·

–        να απορρίψει την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή καθ’ ο μέρος δεν έχει ήδη απορριφθεί με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και

–        να καταδικάσει την ISU στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

53      Η Επιτροπή ζητεί να γίνει δεκτή η ανταναίρεση και να καταδικαστεί η ISU στα δικαστικά έξοδα.

54      Η ISU ζητεί να απορριφθεί η ανταναίρεση και να καταδικαστούν ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt καθώς και η EU Athletes στα δικαστικά έξοδα.

III. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

55      Προς στήριξη των αιτημάτων μερικής αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η ISU προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως οι οποίοι αφορούν παράβαση του άρθρου 263 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

56      Επιπλέον, η ISU ζητεί από το Δικαστήριο να εκδικάσει το ίδιο την υπόθεση και να αποφανθεί επ’ αυτής.

Α.      Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

57      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος υποδιαιρείται σε τρία σκέλη, η ISU προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι άσκησε πλημμελώς την αρμοδιότητα ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν των κανόνων ανταγωνισμού και ότι παρερμήνευσε την έννοια του «εξ αντικειμένου» περιορισμού του ανταγωνισμού» του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

58      Πριν από την ανάπτυξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η ISU εκθέτει τρία στοιχεία τα οποία, κατ’ αυτήν, μπορούν να διαφωτίσουν το πλαίσιο εξέτασής του.

59      Κατά πρώτον, η ISU επισημαίνει ότι, επί έναν σχεδόν αιώνα (1892-1990), οι κανόνες επιλεξιμότητας που διέπουν τη συμμετοχή των αθλητών στους αγώνες παγοδρομίας εφαρμόζονταν αποκλειστικά και μόνον στους ερασιτέχνες αθλητές, προτού, κατόπιν μεταβολής της θέσης της ΔΟΕ, αποφασιστεί να επιτρέπεται και στους επαγγελματίες αθλητές να μετέχουν στους εν λόγω αγώνες. Η ISU επισημαίνει επίσης ότι οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης που εφαρμόζονται στους εν λόγω αγώνες θεσπίστηκαν μετά την προμνησθείσα μεταβολή, με σκοπό να διασφαλίζεται ότι οι αγώνες διεξάγονται βάσει των ίδιων κανόνων παγκοσμίως, ανεξαρτήτως του αν διοργανώνονται από την ISU ή από τρίτη οντότητα ή επιχείρηση.

60      Κατά δεύτερον, η ISU παρατηρεί ότι η επίδικη απόφαση αφορά την παγοδρομία ταχύτητας, η οποία αποτελεί εξειδικευμένο άθλημα με κύκλο εργασιών, για την ISU, ύψους 5 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (CHF) (περίπου 5,1 εκατομμυρίων ευρώ βάσει της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας) το 2016, επί συνόλου σχεδόν 32 εκατομμυρίων CHF (περίπου 32,7 εκατομμυρίων ευρώ βάσει της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας), το δε υπόλοιπο του κύκλου εργασιών προέρχεται από το γνωστότερο άθλημα της καλλιτεχνικής παγοδρομίας. Η ISU επισημαίνει επίσης ότι το συγκεκριμένο εξειδικευμένο άθλημα έχει περιορισμένη απήχηση στο ευρύ κοινό και ότι τούτος είναι ο λόγος για τον οποίο καμία τρίτη οντότητα ή επιχείρηση δεν της υπέβαλε ποτέ αίτηση διοργάνωσης διεθνών αγώνων στον τομέα αυτόν, πριν από τη μνημονευόμενη στην επίδικη απόφαση αίτηση. Αντιθέτως, η ISU ισχυρίζεται ότι έλαβε είκοσι αιτήσεις του είδους αυτού στον τομέα της καλλιτεχνικής παγοδρομίας κατά την τελευταία εικοσαετία, οι οποίες εγκρίθηκαν στο σύνολό τους. Η ISU διευκρινίζει επίσης ότι η άρνηση χορήγησης έγκρισης για τη μόνη αίτηση που της υποβλήθηκε, δύο φορές (το 2011 και, εν συνεχεία, το 2014), στον τομέα της παγοδρομίας ταχύτητας βασίστηκε στην κεντρική θέση την οποία ο διοργανωτής διεθνών αγώνων επιθυμούσε να δώσει στα στοιχήματα. Πάντως, το συγκεκριμένο σχέδιο εγκρίθηκε τελικώς το 2016 στις Κάτω Χώρες υπό μορφή που δεν περιελάμβανε πλέον τη χρήση στοιχημάτων.

61      Κατά τρίτον, η ISU εκθέτει ότι, μολονότι, με την επίδικη απόφαση, χαρακτήρισε τους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας ως «εξ αντικειμένου» και «εξ αποτελέσματος» περιορισμό του ανταγωνισμού, εντούτοις η Επιτροπή δεν ενέμεινε στην κατ’ αρχήν αντίρρηση την οποία είχε αρχικώς διατυπώσει, με την κοινοποίηση των αιτιάσεων, σε σχέση με τους εν λόγω κανόνες, δίνοντας έμφαση στον αυθαίρετο και μη αναλογικό χαρακτήρα τους εν προκειμένω. Κατά τα λοιπά, τούτος είναι ο λόγος για τον οποίο η ISU εφάρμοσε τις διαταγές που περιέχονται στο άρθρο 2 της επίδικης απόφασης, μεταξύ άλλων, μέσω ανακοίνωσης με σκοπό την τροποποίηση, και όχι την κατάργηση, των εν λόγω κανόνων.

62      Αφού επισήμανε ότι η ISU δεν προβάλλει ενώπιον του Δικαστηρίου την ύπαρξη οποιασδήποτε παραμόρφωσης των πραγματικών περιστατικών και ότι, επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να θεωρηθούν ως οριστικά εξακριβωμένα, η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των στοιχείων του πλαισίου που εξέθεσε η ISU στο στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει, πρώτον, ότι οι είκοσι διεθνείς αγώνες καλλιτεχνικής παγοδρομίας τους οποίους ενέκρινε η ISU διοργανώθηκαν, στην πραγματικότητα, από μέλη της εν λόγω ένωσης και όχι από τρίτες οντότητες ή επιχειρήσεις. Δεύτερον, το σχέδιο αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας που ενέκρινε τελικώς η ISU το 2016 αναλήφθηκε, εν τω μεταξύ, από εθνική ένωση μέλος της ISU. Τρίτον, η ISU αρνήθηκε να εγκρίνει το εν λόγω σχέδιο, όπως είχε αρχικώς σχεδιαστεί από τρίτη επιχείρηση, μολονότι γνώριζε ότι δεν προβλεπόταν, στο πλαίσιο αυτό, κανενός είδους χρήση στοιχημάτων.

63      Επιπλέον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να εξεταστεί, κατά τρόπο συνεκτικό με την επίδικη απόφαση και την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων που έχουν οι κανόνες της ISU όχι μόνον στους αθλητές, οι οποίοι εμποδίζονται να παρέχουν ελεύθερα τις υπηρεσίες τους σε δυνητικούς διοργανωτές διεθνών αγώνων πέραν της ISU και των μελών της, αλλά και στους ίδιους τους διοργανωτές, οι οποίοι εμποδίζονται να διοργανώνουν ελεύθερα διεθνείς αγώνες τόσο άμεσα (κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης) όσο και έμμεσα (κανόνες επιλεξιμότητας).

64      Ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt καθώς και η EU Athletes υποστηρίζουν τα ως άνω επιχειρήματα.

α)      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

65      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η ISU προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι απέρριψε ως αβάσιμα, ως αλυσιτελή ή χωρίς εξέταση ορισμένα από τα επιχειρήματά της και ορισμένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που η ίδια είχε προσκομίσει πρωτοδίκως, στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με σκοπό να αντικρούσει τις εκτιμήσεις στις οποίες είχε στηριχθεί η Επιτροπή για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υφίστατο «εξ αντικειμένου» περιορισμός του ανταγωνισμού.

66      Συναφώς, η ISU υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι, στην πραγματικότητα, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή αξιολόγησε από κοινού τη θέσπιση και την εφαρμογή των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας και, εν συνεχεία, χαρακτήρισε τα δύο αυτά στοιχεία ως «εξ αντικειμένου» περιορισμό του ανταγωνισμού, όπως άλλωστε διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 57 και 126 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

67      Εν συνεχεία, η ISU υπενθυμίζει ότι, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, είχε ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να μη λάβει υπόψη τον συγκεκριμένο νομικό χαρακτηρισμό και να διαπιστώσει την πολλαπλή πρόδηλη πλάνη που οδήγησε την Επιτροπή σε αυτόν. Ειδικότερα, η ISU διευκρινίζει ότι είχε αμφισβητήσει, στην πρωτοβάθμια δίκη, τις διάφορες εκτιμήσεις της Επιτροπής που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις 174 έως 179 της επίδικης απόφασης σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, εφαρμογή η οποία καταδείχθηκε, όσον αφορά την παγοδρομία ταχύτητας, με τη δήθεν εκ προθέσεως και αντίθετη προς τον ανταγωνισμό άρνηση της ISU να εγκρίνει το μόνο σχέδιο διεθνών αγώνων ανταγωνιστών το οποίο της υποβλήθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία, στην αρχική μορφή του, και, όσον αφορά την καλλιτεχνική παγοδρομία, με την παράλληλη έγκριση είκοσι περίπου διεθνών αγώνων που διοργάνωσαν τρίτοι.

68      Τέλος, η ISU υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο άσκησε πλημμελώς την αρμοδιότητά του δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ απορρίπτοντας, στις σκέψεις 116, 117, 121 και 127 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα επιχειρήματα που η ίδια είχε προβάλει και τα αποδεικτικά στοιχεία που η ίδια είχε προσκομίσει συναφώς, με την αιτιολογία ότι ήταν αβάσιμα, αλυσιτελή ή άνευ σημασίας καθόσον αφορούσαν είτε στοιχεία πρόθεσης και εφαρμογής η συνεκτίμηση των οποίων δεν ήταν αναγκαία για την διαπίστωση της ύπαρξης περιορισμού του ανταγωνισμού «εξ αντικειμένου» είτε άθλημα διαφορετικό από εκείνο που συνιστά τη θιγόμενη από τον εν λόγω περιορισμό σχετική αγορά. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε άλλα επιχειρήματα που είχε προβάλει ή αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η ISU και συγκεκριμένα αυτά που αφορούσαν το ζήτημα των στοιχημάτων. Συναφώς, η ISU υπογραμμίζει ότι, μολονότι όντως δεν προβλέπονταν στο πλαίσιο του σχεδίου τρίτων διεθνών αγώνων που της είχε υποβληθεί, εντούτοις τα εν λόγω στοιχήματα βρίσκονταν στο επίκεντρο του μοντέλου που ο διοργανωτής των συγκεκριμένων αγώνων επιθυμούσε να προωθήσει.

69      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τον M. J. H. Tuitert και τον N. Kerstholt καθώς και την EU Athletes, αντικρούει το σύνολο των προεκτεθέντων επιχειρημάτων.

β)      Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

70      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η ISU προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υποκατέστησε την πραγματική και νομική εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του κατά το μέρος που έκρινε, ασκώντας πλημμελώς την αρμοδιότητά του δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και βασιζόμενο σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ότι συνέτρεχε παράβαση διαφορετική από εκείνη που διαπιστώθηκε με το άρθρο 1 της επίδικης απόφασης.

71      Συναφώς, η ISU υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο όχι μόνον επικεντρώθηκε σε συμπεριφορά εν μέρει διαφορετική από εκείνη που της είχε προσάψει η Επιτροπή (εστιάζοντας στην ίδια την ύπαρξη των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας παρά στον συνδυασμό θέσπισης και εφαρμογής τους), αλλά προσέδωσε επίσης διαφορετικό χαρακτηρισμό στην εν λόγω συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, επί του δευτέρου αυτού ζητήματος, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε απλώς και μόνον την ύπαρξη «εξ αντικειμένου» περιορισμού του ανταγωνισμού, βασιζόμενο όχι μόνο στα στοιχεία στα οποία είχε στηριχθεί η Επιτροπή, στην ενότητα 8.3 της επίδικης απόφασης (με τίτλο «Εξ αντικειμένου περιορισμός του ανταγωνισμού»), αλλά και σε εκείνα που μνημονεύονταν στην ενότητα 8.5 της επίδικης απόφασης (με τίτλο «Οι κανόνες επιλεξιμότητας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ]»). Ωστόσο, η τελευταία αυτή ενότητα αφορούσε διαφορετικό ζήτημα.

72      Κατά δεύτερον, η ως άνω αναδιατύπωση της επίδικης απόφασης βασίζεται, κατά την ISU, σε εσφαλμένη από νομικής απόψεως ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

73      Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη διακρίνει τον περιορισμό του ανταγωνισμού «εξ αντικειμένου» από τον περιορισμό του ανταγωνισμού «εξ αποτελέσματος», ο δε πρώτος χαρακτηρισμός εφαρμόζεται μόνο στις συμπεριφορές οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν, ως εκ της φύσεώς τους, επιζήμιες για τον ανταγωνισμό. Εν προκειμένω, όμως, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους τα διάφορα στοιχεία τα οποία μνημόνευσε στις σκέψεις 87 έως 89, 91 έως 93 και 101 έως 110 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δικαιολογούσαν τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε μόνον το γράμμα των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας καθώς και τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκουν, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, διαπίστωσε δε, μετά την εν λόγω εξέταση, το ενδεχόμενο ή τον κίνδυνο οι εν λόγω κανόνες να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς αντίθετους προς τον ανταγωνισμό λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζουν στην ISU.

74      Επιπλέον, η νομολογία στην οποία στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο για τους σκοπούς της ως άνω ανάλυσης (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ, C‑49/07, EU:C:2008:376, και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127) είναι, κατά την ISU, κρίσιμη μόνο σε περίπτωση περιορισμού του ανταγωνισμού ως «εκ του αποτελέσματος» και, επομένως, δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν για τη διαπίστωση της ενδεχόμενης ύπαρξης περιορισμών του ανταγωνισμού ως «εκ του αντικειμένου», όπως έπραξε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 72 και 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

75      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τον M. J. H. Tuitert και τον N. Kerstholt καθώς και την EU Athletes, αντικρούει το σύνολο των προεκτεθέντων επιχειρημάτων.

γ)      Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

76      Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η ISU προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο επικυρώνοντας τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων η Επιτροπή είχε χαρακτηρίσει τους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας ως εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού.

77      Συναφώς, η ISU υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς δέχθηκε ότι το περιεχόμενο των εν λόγω κανόνων μπορούσε να στηρίξει έναν τέτοιο χαρακτηρισμό.

78      Συγκεκριμένα, αντίθετα προς τις εκτιμήσεις της Επιτροπής στις αιτιολογικές σκέψεις 162 και 163 της επίδικης απόφασης και προς τις κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 91 και 95 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το γεγονός ότι οι εν λόγω κανόνες προβλέπουν τη δυνατότητα της ISU να επιβάλλει ένα σύνολο αυστηρών κυρώσεων στους αθλητές που μετέχουν σε μη εγκεκριμένους διεθνείς αγώνες παγοδρομίας ταχύτητας δεν επαρκεί, αυτό καθεαυτό, για να αποδείξει την ύπαρξη εξ αντικειμένου περιορισμού του ανταγωνισμού. Επομένως, η εξέταση των αποτελεσμάτων των εν λόγω κανόνων πρέπει επιπλέον να μπορεί να καταδείξει ότι οι κανόνες εφαρμόστηκαν σε αθλητές που μετείχαν σε μη εγκεκριμένους για μη σύννομο λόγο αγώνες.

79      Εν συνεχεία, εν αντιθέσει προς όσα συνάγονται, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική σκέψη 163 της επίδικης απόφασης και προς τις κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 85 έως 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το γεγονός ότι οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας δεν παραπέμπουν σε σκοπούς επακριβώς προσδιορίσιμους, δεν περιέχουν σαφώς καθορισμένα κριτήρια, με αποτέλεσμα η ISU να διαθέτει διακριτική ευχέρεια ή, τουλάχιστον, υπέρμετρα ευρύ περιθώριο εκτίμησης για την εφαρμογή τους δεν καθιστά επίσης, αυτό καθεαυτό, δυνατή τη διαπίστωση της ύπαρξης εξ αντικειμένου περιορισμού του ανταγωνισμού. Και στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε να αξιολογηθούν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των κανόνων.

80      Επιπλέον, εν αντιθέσει προς όσα εξέθεσε η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 164 και 165 της επίδικης απόφασης, το γεγονός ότι οι επίμαχοι κανόνες παρέπεμπαν, στο κείμενο που εγκρίθηκε το 2014, στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ISU δεν καθιστά, αυτό καθεαυτό, δυνατό να διαπιστωθεί η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού, όπως άλλωστε αναγνώρισε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 98 και 109 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

81      Τέλος, σε αντίθεση προς τις εκτιμήσεις της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 166 της επίδικης απόφασης καθώς και προς όσα δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το γεγονός ότι οι προμνησθέντες κανόνες μπορούν να εφαρμοστούν σε αθλητές που μετέχουν σε μη εγκεκριμένους από την ISU διεθνείς αγώνες τρίτων, ανεξαρτήτως τυχόν σύγκρουσης στο πρόγραμμα μεταξύ των εν λόγω αγώνων και αγώνων που διοργανώνει ή εγκρίνει η ISU, είναι αλυσιτελές, στο μέτρο που ο λόγος για τον οποίο η ISU αρνήθηκε, υπό την αρχική μορφή του, το σχέδιο διεθνών αγώνων τρίτων το οποίο μνημονεύεται στην επίδικη απόφαση δεν είναι η ύπαρξη τέτοιας σύγκρουσης στο πρόγραμμα αλλά η προώθηση των στοιχημάτων.

82      Κατά δεύτερον, η ISU υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε τριπλή πλάνη κατά την ανάλυση των σκοπών που επιδιώκονται με τους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας.

83      Κατ’ αρχάς, κατά την ISU, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε, στη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ISU είχε δικαίωμα να επιδιώκει την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της, εν αντιθέσει προς όσα είχε κρίνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 169 της επίδικης απόφασης, πλην όμως δεν άντλησε τη σχετική συνέπεια, ήτοι ότι το θεσμικό όργανο δεν μπορούσε να διαπιστώσει από το γεγονός αυτό και μόνο την ύπαρξη αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου.

84      Εν συνεχεία, κατά την ISU, το Γενικό Δικαστήριο επιδίωξε να θεραπεύσει το ως άνω σφάλμα και τη συνακόλουθη αδυναμία επικλήσεως των σκοπών που επιδιώκονται με τους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας προκειμένου να τεκμηριώσει τη διαπίστωση περί αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου συνάγοντας, στη σκέψη 111 της προσβαλλόμενης απόφασης, την ύπαρξη τέτοιου αντικειμένου από άλλα στοιχεία, αναγόμενα στον δήθεν ασαφή, αυθαίρετο και μη αναλογικό χαρακτήρα των εν λόγω κανόνων. Με τον τρόπο αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε με την εκτίμησή του αυτή της Επιτροπής, η οποία, με την επίδικη απόφαση, είχε στηριχθεί στα ως άνω στοιχεία για σκοπούς διαφορετικούς (αιτιολογικές σκέψεις 255 έως 258) από την απόδειξη της ύπαρξης εξ αντικειμένου περιορισμού του ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 162 έως 187).

85      Τέλος, κατά την ISU, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα ως άνω στοιχεία είναι λυσιτελή μόνον προκειμένου να εκτιμηθεί το αποτέλεσμα συμπεριφοράς δυνάμενης να περιορίσει τον ανταγωνισμό (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψη 69).

86      Κατά τρίτον, η ISU υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο ελέγχοντας τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας. Αφενός, κακώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 115 έως 117 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα επιχειρήματά της σχετικά με την έγκριση πλειόνων διεθνών αγώνων τρίτων στον τομέα της καλλιτεχνικής παγοδρομίας με την αιτιολογία ότι το συγκεκριμένο άθλημα δεν περιλαμβάνεται, εν προκειμένω, στη σχετική αγορά. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι στοιχεία που αφορούν αγορά διαφορετική από τη σχετική αγορά μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εξέτασης του εν λόγω πλαισίου (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψεις 78 και 79). Αφετέρου, κακώς το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, στη σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα πλείονα εξακριβωμένα παραδείγματα έγκρισης αγώνων τρίτων με την αιτιολογία ότι ορθώς η Επιτροπή είχε κρίνει ότι υφίστατο ενδεχόμενο ή κίνδυνος αυθαίρετης εφαρμογής των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας.

87      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τον M. J. H. Tuitert και τον N. Kerstholt καθώς και την EU Athletes, αντικρούει το σύνολο των προεκτεθέντων επιχειρημάτων.

2.      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

88      Με τα τρία σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η ISU επικρίνει, από διάφορες απόψεις, τον τρόπο με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο έλεγξε τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης και το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε κατά το πέρας του ελέγχου του. Κατ’ ουσίαν, η ISU υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της έννοιας και του περιεχομένου του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, του τρόπου εφαρμογής της εν λόγω διάταξης από την Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί λόγω πολλαπλής πλάνης περί το δίκαιο, η οποία συνίσταται, πρώτον, στο γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε με την εκτίμησή του εκείνη της Επιτροπής διαπιστώνοντας την ύπαρξη παράβασης διαφορετικής από εκείνη που είχε διαπιστώσει το εν λόγω θεσμικό όργανο (δεύτερο σκέλος), δεύτερον, στο γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς δέχθηκε ότι η εν λόγω παράβαση μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ως «αντικείμενο» τον περιορισμό του ανταγωνισμού (δεύτερο και τρίτο σκέλος) και, τρίτον, στο γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο άσκησε πλημμελώς την αρμοδιότητά του απορρίπτοντας ορισμένα επιχειρήματα που είχε προβάλει και ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η ISU με σκοπό να αντικρούσει τον ως άνω χαρακτηρισμό (πρώτο και τρίτο σκέλος).

89      Λαμβανομένης υπόψη της διάρθρωσης του πρώτου λόγου αναιρέσεως, τα τρία σκέλη του πρέπει εξεταστούν από κοινού, αφού προηγουμένως υπομνησθεί η έννοια και το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα των οποίων πρέπει να εκτιμηθεί το ενδεχόμενο βάσιμό τους.

90      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι δεν αμφισβητούνται ούτε οι διαπιστώσεις της Επιτροπής και του Γενικού Δικαστηρίου, κατά τις οποίες η ISU πρέπει να χαρακτηριστεί, σε σχέση με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, ως «ένωση επιχειρήσεων» η οποία ασκεί, επιπλέον, οικονομική δραστηριότητα που συνίσταται στη διοργάνωση και στην εμπορική εκμετάλλευση των διεθνών αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας, ούτε οι διαπιστώσεις κατά τις οποίες οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας συνιστούν «απόφαση ένωσης επιχειρήσεων», κατά την έννοια του ίδιου άρθρου. Επίσης, δεν αμφισβητούνται οι διαπιστώσεις κατά τις οποίες η εν λόγω απόφαση ένωσης επιχειρήσεων μπορεί να «επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών», κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Τέλος, ουδόλως αμφισβητούνται, έστω και επικουρικώς, οι διαπιστώσεις κατά τις οποίες η εν λόγω απόφαση δεν πληροί τις διάφορες προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να εμπίπτει σε εξαίρεση του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

α)      Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στον αθλητισμό ως οικονομική δραστηριότητα 

91      Η άσκηση αθλητικής δραστηριότητας, κατά το μέτρο που συνιστά οικονομική δραστηριότητα, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που διέπουν τέτοια δραστηριότητα (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1974, Walrave και Koch, 36/74, EU:C:1974:140, σκέψη 4, και της 16ης Μαρτίου 2010, Olympique Lyonnais, C‑325/08, EU:C:2010:143, σκέψη 27).

92      Μόνον ορισμένοι ειδικοί κανόνες οι οποίοι, αφενός, θεσπίσθηκαν αποκλειστικώς για λόγους μη οικονομικής φύσης και, αφετέρου, αφορούν ζητήματα σχετικά αποκλειστικώς με τον αθλητισμό πρέπει να θεωρούνται ξένοι προς οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση κανόνων που αφορούν τον αποκλεισμό των αλλοδαπών αθλητών από τη σύνθεση των ομάδων που μετέχουν στους αγώνες μεταξύ αντιπροσωπευτικών ομάδων της χώρας τους ή τον καθορισμό των κριτηρίων κατατάξεως που χρησιμοποιούνται για την επιλογή των αθλητών που μετέχουν σε διοργανώσεις ατομικώς (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1974, Walrave και Koch, 36/74, EU:C:1974:140, σκέψη 8, της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψεις 76 και 127, και της 11ης Απριλίου 2000, Deliège, C‑51/96 και C‑191/97, EU:C:2000:199, σκέψεις 43, 44, 63, 64 και 69).

93      Με εξαίρεση τους ως άνω ειδικούς κανόνες, οι κανόνες τους οποίους θεσπίζουν οι αθλητικές ενώσεις και, γενικότερα, η συμπεριφορά των ενώσεων που τους έχουν θεσπίσει εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με το δίκαιο ανταγωνισμού, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων αυτών (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, Meca‑Medina και Majcen κατά Επιτροπής, C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψεις 30 έως 33), όπερ συνεπάγεται ότι οι συγκεκριμένες ενώσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ως «επιχειρήσεις» κατά την έννοια των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ ή ότι οι επίμαχοι κανόνες μπορούν να χαρακτηριστούν ως «αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων» κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

94      Τούτο μπορεί να συμβαίνει, ειδικότερα, στην περίπτωση των κανόνων σχετικά με την εκ μέρους αθλητικής ένωσης άσκηση εξουσιών όσον αφορά την προηγούμενη έγκριση αθλητικών αγώνων, των οποίων η διοργάνωση και η εμπορική εκμετάλλευση συνιστούν οικονομική δραστηριότητα για τις επιχειρήσεις που την ασκούν ή προτίθενται να την ασκήσουν, περιλαμβανομένης μιας τέτοιας ένωσης (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 28). Το ίδιο μπορεί επίσης να συμβαίνει στην περίπτωση των κανόνων που προορίζονται να ρυθμίζουν τη συμμετοχή των αθλητών σε τέτοιους αγώνες, συμμετοχή η οποία συνιστά οικονομική δραστηριότητα όταν οι αθλητές ασκούν τη συγκεκριμένη αθλητική δραστηριότητα ως επαγγελματίες ή ημιεπαγγελματίες.

95      Τούτου λεχθέντος, η αθλητική δραστηριότητα παρουσιάζει αδιαμφισβήτητες ιδιαιτερότητες οι οποίες, μολονότι αφορούν όλως ειδικώς τον ερασιτεχνικό αθλητισμό, μπορούν να αφορούν και την άσκηση του αθλητισμού ως οικονομικής δραστηριότητας (πρβλ. απόφαση της 13ης Απριλίου 2000, Lehtonen και Castors Braine, C‑176/96, EU:C:2000:201, σκέψη 33).

96      Πάντως, οι ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν έναν οικονομικό τομέα μπορούν ενδεχομένως να ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων στοιχείων και εφόσον αποδεικνύονται κρίσιμες, κατά την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και ειδικότερα κατά την εξέταση του αν πρέπει να θεωρηθεί ότι συγκεκριμένη συμπεριφορά έχει ως «αντικείμενο» ή, άλλως, ως «αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, λαμβανομένων υπόψη του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και των «πραγματικών συνθηκών» ή του «πραγματικού πλαισίου» της διάρθρωσης και της λειτουργίας του/των οικείου/-ων τομέα/-ων ή της/των σχετικής/-ών αγοράς/-ών (πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994, DLG, C‑250/92, EU:C:1994:413, σκέψη 31). Μια τέτοια εξέταση μπορεί να συνεπάγεται τη συνεκτίμηση, για παράδειγμα, της φύσης, της οργάνωσης ή ακόμη της λειτουργίας του οικείου αθλήματος και, ειδικότερα, του βαθμού στον οποίο αυτό είναι επαγγελματικό, του τρόπου με τον οποίο αλληλεπιδρούν οι διάφοροι συμμετέχοντες, καθώς και του ρόλου που διαδραματίζουν οι φορείς ή οι οργανισμοί οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για το συγκεκριμένο άθλημα σε όλα τα επίπεδα και τη συνεργασία με τους οποίους προωθεί η Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 165, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

β)      Επί του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

97      Βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς.

1)      Επί του χαρακτηρισμού περί υπάρξεως συμπεριφοράς έχουσας ως «αντικείμενο» ή ως «αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

98      Για να γίνει δεκτό, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συμφωνία, απόφαση ένωσης επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται, σύμφωνα με το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, να αποδειχθεί είτε ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού είτε ότι η επίμαχη συμπεριφορά έχει τέτοιο αποτέλεσμα (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM, 56/65, EU:C:1966:38, σ. 323, και της 29ης Ιουνίου 2023, Super Bock Bebidas, C‑211/22, EU:C:2023:529, σκέψη 31).

99      Προς τούτο, πρέπει να εξεταστεί, σε πρώτο στάδιο, το αντικείμενο της επίμαχης συμπεριφοράς. Σε περίπτωση που, κατά το πέρας της συγκεκριμένης εξέτασης, αποδεικνύεται ότι η επίμαχη συμπεριφορά έχει αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, παρέλκει η εξέταση του αποτελέσματός της επί του ανταγωνισμού. Επομένως, μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω συμπεριφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο απαιτείται να εξεταστεί, σε δεύτερο στάδιο, το αποτέλεσμα αυτό (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM, 56/65, EU:C:1966:38, σ. 324, και της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija, C‑345/14, EU:C:2015:784, σκέψεις 16 και 17).

100    Η εξέταση που πρέπει να πραγματοποιηθεί διαφέρει αναλόγως αν αφορά το ζήτημα αν η επίμαχη συμπεριφορά έχει ως «αντικείμενο» ή ως «αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι καθεμία από τις δύο έννοιες υπόκειται σε διαφορετικό νομικό καθεστώς και διαφορετικούς κανόνες περί αποδείξεως [πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 63].

i)      Επί του χαρακτηρισμού περί υπάρξεως συμπεριφοράς έχουσας ως «αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού

101    Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή συνοψίζεται, ιδίως, στις αποφάσεις της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 78), και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 67), η έννοια του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό «αντικειμένου», μολονότι δεν αποτελεί, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 98 και 99 της παρούσας απόφασης, εξαίρεση από την έννοια του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό «αποτελέσματος», πρέπει εντούτοις να ερμηνεύεται στενά.

102    Επομένως, η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως παραπέμπουσα αποκλειστικώς σε ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων τα οποία αποδεικνύονται αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων τους. Πράγματι, μπορεί να γίνει δεκτό ότι ορισμένες μορφές συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων παραβλάπτουν, ως εκ της φύσεώς τους, την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού [πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM, 56/65, EU:C:1966:38, σ. 321, της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ., C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 78, και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 67].

103    Μεταξύ των συμπεριφορών που πρέπει να χαρακτηρίζονται ως τέτοιες καταλέγονται, πρωτίστως, ορισμένες μορφές συμπαιγνίας ιδιαιτέρως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό, όπως οι οριζόντιες συμπράξεις που έχουν ως αποτέλεσμα τον καθορισμό των τιμών, τον περιορισμό της παραγωγικής ικανότητας ή την κατανομή της πελατείας. Πράγματι, τα εν λόγω είδη συμπεριφοράς δύνανται να επιφέρουν αύξηση των τιμών ή μείωση της παραγωγής και, επομένως της προσφοράς, με τελικό αποτέλεσμα την κακή χρήση των πόρων, εις βάρος των επιχειρηματιών-χρηστών και των καταναλωτών (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2008, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, C‑209/07, EU:C:2008:643, σκέψεις 17 και 33, της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 51, και της 16ης Ιουλίου 2015, ING Pensii, C‑172/14, EU:C:2015:484, σκέψη 32).

104    Χωρίς να είναι οπωσδήποτε εξίσου επιζήμια για τον ανταγωνισμό, και άλλα είδη συμπεριφοράς μπορούν επίσης να θεωρηθούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι έχουν αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, για ορισμένα είδη οριζόντιων συμφωνιών πλην των συμπράξεων, για παράδειγμα αυτές που έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων από την αγορά [πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 76, 77, 83 έως 87 και 101, και της 25ης Μαρτίου 2021, Lundbeck κατά Επιτροπής, C‑591/16 P, EU:C:2021:243, σκέψεις 113 και 114], ή ακόμη για ορισμένα είδη αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο τον συντονισμό της συμπεριφοράς των μελών τους, ιδίως όσον αφορά τις τιμές (πρβλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 1987, Verband der Sachversicherer κατά Επιτροπής, 45/85, EU:C:1987:34, σκέψη 41).

105    Προκειμένου να διαπιστωθεί, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αν μια συμφωνία, μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή μια εναρμονισμένη πρακτική είναι, ως εκ της φύσεώς της, αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, απαιτείται να εξετασθεί, πρώτον, το περιεχόμενο της επίμαχης συμφωνίας, αποφάσεως ή πρακτικής, δεύτερον, το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και, τρίτον, οι σκοποί των οποίων επιδιώκεται η επίτευξη με την εν λόγω συμφωνία, απόφαση ή πρακτική (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 53, και της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ., C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 79).

106    Συναφώς, κατ’ αρχάς, όσον αφορά το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη συμπεριφορά, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία και τη διάρθρωση του οικείου τομέα ή των οικείων τομέων ή των σχετικών αγορών (αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 53, και της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ., C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 80). Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τη μνημονευόμενη στις σκέψεις 98 και 99 της παρούσας απόφασης νομολογία ουδόλως απαιτείται να εξετάζονται και, κατά μείζονα λόγο, να αποδεικνύονται τα πραγματικά ή δυνητικά, αρνητικά ή θετικά αποτελέσματα της εν λόγω συμπεριφοράς αυτής ως προς τον ανταγωνισμό.

107    Εν συνεχεία, όσον αφορά τους επιδιωκόμενους με την επίμαχη συμπεριφορά σκοπούς, πρέπει να προσδιοριστούν οι αντικειμενικοί σκοποί των οποίων η επίτευξη επιδιώκεται με τη συμπεριφορά αυτή όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Αντιθέτως, το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενήργησαν χωρίς να έχουν την πρόθεση να παρεμποδίσουν, να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και το γεγονός ότι επιδίωξαν ορισμένους θεμιτούς σκοπούς δεν έχουν καθοριστική σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2006, General Motors κατά Επιτροπής, C‑551/03 P, EU:C:2006:229, σκέψεις 64 και 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 20ής Νοεμβρίου 2008, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, C‑209/07, EU:C:2008:643, σκέψη 21).

108    Τέλος, η από τη συνεκτίμηση όλων των στοιχείων που μνημονεύθηκαν στις τρεις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να προκύπτουν οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους η επίμαχη συμπεριφορά είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευσή του (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C‑67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 69).

ii)    Επί του χαρακτηρισμού περί υπάρξεως συμπεριφοράς έχουσας ως «αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού

109    Η έννοια της συμπεριφοράς που έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό «αποτέλεσμα» καταλαμβάνει κάθε συμπεριφορά η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει «αντικείμενο» αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται ότι η συμπεριφορά αυτή έχει ως πραγματικό ή δυνητικό αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, τούτο δε κατά τρόπο αισθητό [πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαΐου 1998, Deere κατά Επιτροπής, C‑7/95 P, EU:C:1998:256, σκέψη 77, και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 117].

110    Προς τούτο, απαιτείται να εξετασθεί η λειτουργία του ανταγωνισμού εντός του πραγματικού πλαισίου όπου θα διεξαγόταν εάν δεν υπήρχε η επίμαχη συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική [αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM, 56/65, EU:C:1966:38, σ. 320, και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 118], προσδιοριζομένης της αγοράς ή των αγορών στις οποίες η συμπεριφορά αυτή προορίζεται να παράγει τα αποτελέσματά της και, εν συνεχεία, διά του χαρακτηρισμού των αποτελεσμάτων, είτε είναι πραγματικά είτε δυνητικά. Η εξέταση αυτή προϋποθέτει αφ’ εαυτής ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων.

2)      Επί της δυνατότητας να θεωρηθεί ότι ορισμένες συμπεριφορές ειδικώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

111    Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν εμπίπτουν οπωσδήποτε στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όλες οι συμφωνίες επιχειρήσεων ή οι αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων που περιορίζουν την ελευθερία δράσεως των μερών της συμφωνίας ή των υπόχρεων σε συμμόρφωση προς τις αποφάσεις αυτές. Συγκεκριμένα, η εξέταση του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται ορισμένες από τις εν λόγω συμφωνίες και αποφάσεις μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση, πρώτον, ότι οι συμφωνίες αυτές δικαιολογούνται από την επιδίωξη ενός ή πλειόνων θεμιτών σκοπών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν, αφ’ εαυτών, αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα, δεύτερον, ότι τα συγκεκριμένα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επιδίωξη των σκοπών αυτών είναι πράγματι αναγκαία προς τούτο και, τρίτον, ότι, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι τα μέσα αυτά έχουν ως εγγενές αποτέλεσμα τον περιορισμό ή τη νόθευση, τουλάχιστον δυνητικώς, του ανταγωνισμού, το εγγενές αποτέλεσμα δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, ιδίως με την εξάλειψη οποιουδήποτε ανταγωνισμού. Η νομολογία αυτή δύναται να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση, ιδίως, συμφωνιών ή αποφάσεων που λαμβάνουν τη μορφή κανόνων οι οποίοι θεσπίζονται από μια ένωση, όπως μια επαγγελματική ή μια αθλητική ένωση, με σκοπό την επιδίωξη ορισμένων σκοπών ηθικού ή δεοντολογικού χαρακτήρα και, γενικότερα, τη ρύθμιση της ασκήσεως μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, εφόσον η οικεία ένωση αποδεικνύει ότι πληρούνται οι προμνημονευθείσες προϋποθέσεις (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98, σκέψη 97, της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής, C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψεις 42 έως 48, και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψεις 93, 96 και 97).

112    Ειδικότερα, στον τομέα του αθλητισμού, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, ότι η ρύθμιση για την καταπολέμηση της φαρμακοδιεγέρσεως που είχε θεσπίσει η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύσεως, μολονότι περιορίζει την ελευθερία δράσεως των αθλητών και έχει ως εγγενές αποτέλεσμα τον περιορισμό του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ τους, καθορίζοντας όριο πέραν του οποίου η παρουσία νανδρολόνης συνιστά φαρμακοδιέγερση, με σκοπό να προασπίσει την έντιμη, αδιάβλητη και αντικειμενική διεξαγωγή των αθλητικών αγώνων, να διασφαλίσει την ισότητα ευκαιριών μεταξύ των αθλητών, την προστασία της υγείας τους και τον σεβασμό των ηθικών αξιών στις οποίες βασίζεται ο αθλητισμός και μεταξύ των οποίων καταλέγεται η επιβράβευση της αθλητικής αξίας (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής, C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψεις 43 έως 55).

113    Αντιθέτως, η νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 111 της παρούσας απόφασης δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση συμπεριφορών οι οποίες δεν έχουν απλώς ως εγγενές «αποτέλεσμα» τον περιορισμό, τουλάχιστον δυνητικώς, του ανταγωνισμού, διά του περιορισμού της ελευθερίας δράσης ορισμένων επιχειρήσεων, αλλά είναι σε τέτοιο βαθμό επιζήμιες για τον ανταγωνισμό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν ακριβώς ως «αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, μόνον αν κατόπιν της εξετάσεως της επίμαχης σε συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς προκύπτει ότι η εν λόγω συμπεριφορά δεν έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, καθίσταται, εν συνεχεία, αναγκαίο να κριθεί αν η συμπεριφορά εμπίπτει ενδεχομένως στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω νομολογίας (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψη 69, της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, API κ.λπ., C‑184/13 έως C‑187/13, C‑194/13, C‑195/13 και C‑208/13, EU:C:2014:2147, σκέψη 49, και της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International, C‑427/16 και C‑428/16, EU:C:2017:890, σκέψεις 51, 53, 56 και 57).

114    Συνεπώς, συμπεριφορές οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού μπορούν να εξαιρεθούν από την απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μόνον κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω διάταξη (πρβλ. απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2008, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, C‑209/07, EU:C:2008:643, σκέψη 21).

115    Τα διάφορα επιχειρήματα που προέβαλε η ISU πρέπει να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα του συνόλου των ως άνω παρατηρήσεων.

γ)      Επί της διαπιστωθείσας στην υπό κρίση υπόθεση παράβασης

116    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της ISU ότι το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε με την εκτίμησή του εκείνη της Επιτροπής δεχόμενο την ύπαρξη παράβασης διαφορετικής από εκείνη που είχε διαπιστώσει η Επιτροπή, σημειώνεται, κατά πρώτον, ότι, στις σκέψεις 57 και 126 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή είχε διαπιστώσει την ύπαρξη παράβασης η οποία συνίστατο στη θέσπιση και την εφαρμογή, από την ISU, στην παγκόσμια αγορά διοργάνωσης και εμπορικής εκμετάλλευσης των διεθνών αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας και της εκμετάλλευσης των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τους εν λόγω αγώνες, κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, σύμφωνα με τα κείμενα που είχαν εγκριθεί τα έτη 2014 και 2016, όπως εξάλλου υπενθυμίζει η ISU με την αίτηση αναιρέσεως. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης, στην πρώτη από τις δύο αυτές σκέψεις, ότι η Επιτροπή είχε χαρακτηρίσει την εν λόγω συμπεριφορά ως παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με την αιτιολογία ότι είχε, αφενός, ως «αντικείμενο» και, αφετέρου, ως «αποτέλεσμα» τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

117    Κατά δεύτερον, στις σκέψεις 77 έως 120 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έλεγξε τις εκτιμήσεις που οδήγησαν την Επιτροπή να χαρακτηρίσει τη θέσπιση και την εφαρμογή των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας ως συμπεριφορά που είχε ως «αντικείμενο» να περιορίσει τον ανταγωνισμό, εξετάζοντας, πρώτον, τις εκτιμήσεις σχετικά με το περιεχόμενο των εν λόγω κανόνων, δεύτερον, τις εκτιμήσεις που αφορούσαν τους σκοπούς που επιδιώκονται με τους εν λόγω κανόνες και, τρίτον, τις εκτιμήσεις που αφορούν το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι εν λόγω κανόνες, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στην οποία γίνεται, εξάλλου, παραπομπή στις σκέψεις 66 και 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Κατά το πέρας του ελέγχου του, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 121 έως 123 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν είχε υποπέσει σε καμία πλάνη περί το δίκαιο ή πρόδηλη πλάνη εκτίμησης που της προσήψε η ISU και ότι, επομένως, ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς ως έχουσας ως «αντικείμενο» τον περιορισμό του ανταγωνισμού δεν φαινόταν αβάσιμη και ότι, κατά συνέπεια, παρείλκε η εξέταση των επιχειρημάτων της ISU που αφορούσαν τον εναλλακτικό και επικουρικό χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς ως έχουσας ως «αποτέλεσμα» τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

118    Τέλος, κατά τρίτον, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι ο προσδιορισμός της επίμαχης στην υπό κρίση υπόθεση συμπεριφοράς και ο χαρακτηρισμός της, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αντιστοιχούν πλήρως στο περιεχόμενο της επίδικης απόφασης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 της επίδικης απόφασης, κατά το οποίο η ISU παρέβη το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας τους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεών της 161 έως 188, στις οποίες η Επιτροπή εκτίμησε ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου τους, των σκοπών που επιδιώκουν και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι επίμαχοι κανόνες έχουν ως «αντικείμενο» τον περιορισμό του ανταγωνισμού, διευκρινίζοντας περαιτέρω, χωριστά και ανεξάρτητα, στις αιτιολογικές σκέψεις 194 έως 209 της εν λόγω απόφασης, ότι οι εν λόγω κανόνες έχουν επίσης ως «αποτέλεσμα» τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

119    Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις διάφορες ως άνω διαπιστώσεις, η Επιτροπή δεν προέκρινε έναν νομικό χαρακτηρισμό που «συνδύαζε» τις εναλλακτικές έννοιες του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό «αντικειμένου» και του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό «αποτελέσματος», όπως υποστηρίζει η ISU. Αντιθέτως, η Επιτροπή προέκρινε, παράλληλα, δύο χωριστούς και ανεξάρτητους νομικούς χαρακτηρισμούς, καθένας εκ των οποίων, εφόσον ήταν δικαιολογημένος, αρκούσε για τη θεμελίωση του διατακτικού της επίδικης απόφασης.

120    Υπό τις συνθήκες αυτές, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η ISU, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί παραβάσεως διαφορετικής από εκείνη που είχε διαπιστώσει η Επιτροπή. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να κρίνει ότι ο πρώτος από τους δύο νομικούς χαρακτηρισμούς που έλαβε υπόψη το θεσμικό όργανο ουδόλως έπασχε πλάνη όπως ισχυριζόταν η ISU.

121    Εξάλλου, μολονότι είναι αληθές ότι στις ενότητες της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης που αφορούν τον έλεγχο του βασίμου του εν λόγω χαρακτηρισμού λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου (σκέψεις 81 έως 98), των σκοπών (σκέψεις 99 έως 114) και του οικονομικού και νομικού πλαισίου (σκέψεις 115 έως 120) των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας ουδόλως εξετάζεται ο τρόπος εφαρμογής τους από την ISU, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι πανομοιότυπη με εκείνη που εφάρμοσε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση. Συγκεκριμένα, στις ενότητες της επίδικης απόφασης με αντικείμενο το περιεχόμενο (αιτιολογικές σκέψεις 162 έως 167 και 180 έως 187), τους σκοπούς (αιτιολογικές σκέψεις 168 έως 171) και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο (αιτιολογικές σκέψεις 172 και 173) των εν λόγω κανόνων ουδόλως εξετάζεται το εν λόγω ζήτημα, το οποίο εξετάζεται μόνο στο πλαίσιο διαφορετικών ενοτήτων, όπως αυτές που αφορούν την «πρόθεση» της ISU (αιτιολογικές σκέψεις 174 έως 179) ή το «αποτέλεσμα» των επίμαχων κανόνων στον ανταγωνισμό (αιτιολογικές σκέψεις 199 έως 205).

122    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα επιχειρήματα της ISU κατά τα οποία το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη παράβασης διαφορετικής από εκείνη που είχε διαπιστώσει η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, υποκαθιστώντας με την εκτίμησή του εκείνη του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

δ)      Επί της υπάρξεως συμπεριφοράς έχουσας ως «αντικείμενο» τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην υπό κρίση υπόθεση

123    Τα επιχειρήματα της ISU ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα, βάσει της ερμηνείας αυτής, ότι οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας είχαν χαρακτηριστεί ορθώς, από την Επιτροπή, ως συμπεριφορά έχουσα ως «αντικείμενο» τον περιορισμό του ανταγωνισμού είναι, κυρίως, τρία.

124    Κατ’ ουσίαν, η ISU προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, ότι προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό «αντικειμένου» εκτιμώντας, όπως και η Επιτροπή, ότι, λαμβανομένου υπόψη του επίμαχου στην υπό κρίση υπόθεση είδους συμπεριφοράς, η εξέταση του περιεχομένου της, των σκοπών που επιδίωκε και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντασσόταν έπρεπε να πραγματοποιηθεί υπό το πρίσμα των αποφάσεων της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE (C‑49/07, EU:C:2008:376), και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas (C‑1/12, EU:C:2013:127). Δεύτερον, κατά την ISU, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η επίμαχη συμπεριφορά έπρεπε να χαρακτηριστεί ως παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ με την αιτιολογία ότι είχε ως «αντικείμενο» τον περιορισμό του ανταγωνισμού, όπως προέκυπτε από τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με το περιεχόμενο, τους σκοπούς καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας. Συγχρόνως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί άλλων σημαντικών στοιχείων, όπως η πρόθεση την οποία η Επιτροπή απέδωσε στην ISU και τα αποτελέσματα των εν λόγω κανόνων στη σχετική αγορά καθώς και στη συναφή αγορά της καλλιτεχνικής παγοδρομίας. Τρίτον, κατά την ISU, εξετάζοντας από κοινού τον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούσαν την έννοια του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό «αντικειμένου» κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι ορισμένες συμπεριφορές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης (απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ., C‑309/99, EU:C:2002:98), το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε περαιτέρω σε πλάνη περί το δίκαιο η οποία συνίστατο, κατ’ ουσίαν, στη «συγχώνευση» των δύο ως άνω διακριτών ζητημάτων και στην υποκατάσταση, με τον τρόπο αυτόν, της εκτίμησης της Επιτροπής με τη δική του.

1)      Επί της δυνατότητας εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση της νομολογίας που απορρέει από τις αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ (C49/07, EU:C:2008:376), και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas (C1/12, EU:C:2013:127)

125    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η διατήρηση ή η ανόθευτη ανάπτυξη του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς μπορεί να επιτευχθεί μόνον εφόσον εξασφαλίζεται η ισότητα ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων. Η ανάθεση, όμως, σε μια επιχείρηση που ασκεί συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα της εξουσίας να καθορίζει, de jure ή και de facto, ποιες άλλες επιχειρήσεις επιτρέπεται να ασκούν και εκείνες τη δραστηριότητα αυτή, καθώς και να καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να ασκείται η οικεία δραστηριότητα, περιάγει την ως άνω επιχείρηση σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων και της παρέχει προφανές πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να τις εμποδίζει να αποκτήσουν πρόσβαση στην οικεία αγορά ή να ευνοεί τη δική της δραστηριότητα (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1991, GB-Inno-BM, C‑18/88, EU:C:1991:474, σκέψη 25, της 12ης Φεβρουαρίου 1998, Raso κ.λπ., C‑163/96, EU:C:1998:54, σκέψεις 28 και 29, και της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψεις 38, 49, 51 και 52), καθώς και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να εμποδίζει την ανάπτυξη του υγιούς ανταγωνισμού εις βάρος των καταναλωτών, περιορίζοντας στη συγκεκριμένη αγορά την παραγωγή, την ανάπτυξη εναλλακτικών προϊόντων ή υπηρεσιών ή, ακόμη, την καινοτομία.

126    Ως εκ τούτου, τέτοια εξουσία μπορεί να ανατεθεί σε συγκεκριμένη επιχείρηση μόνον εφόσον υπόκειται σε περιορισμούς, υποχρεώσεις ή έλεγχο, ανεξαρτήτως του αν η εν λόγω εξουσία απορρέει από τη χορήγηση, από κράτος μέλος, αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα η οικεία επιχείρηση να κατέχει δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψεις 50 και 53), από την αυτοτελή συμπεριφορά επιχείρησης κατέχουσας δεσπόζουσα θέση, η οποία της παρέχει τη δυνατότητα να εμποδίζει δυνητικά ανταγωνίστριες επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση στη συγκεκριμένη αγορά ή σε συναφείς ή παραπλήσιες αγορές (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1991, GB-Inno-BM, C‑18/88, EU:C:1991:474, σκέψεις 17 έως 20 και 24), ή ακόμη και από απόφαση ένωσης επιχειρήσεων, ιδίως όταν η ένωση που λαμβάνει την εν λόγω απόφαση πρέπει να θεωρείται, παράλληλα, ως «επιχείρηση» λόγω της οικονομικής δραστηριότητας που ασκεί στην εν λόγω αγορά (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψεις 39, 44, 45, 59, 91 και 92).

127    Για τον λόγο αυτόν, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, εκτός εάν υπόκειται σε περιορισμούς, υποχρεώσεις ή έλεγχο που μπορούν να αποκλείσουν τον κίνδυνο κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, η ύπαρξη και μόνον τέτοιας εξουσίας, όταν ανατίθεται σε επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση, ενέχει παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενου, ενδεχομένως, σε συνδυασμό με το άρθρο 106 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψεις 50 και 53).

128    Ομοίως, δεδομένου ότι τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, μολονότι επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής, μπορούν εντούτοις να τύχουν ταυτοχρόνως εφαρμογής στην ίδια συμπεριφορά όταν πληρούνται οι αντίστοιχες προϋποθέσεις εφαρμογής τους [πρβλ. αποφάσεις της 11ης Απριλίου 1989, Saeed Flugreisen και Silver Line Reisebüro, 66/86, EU:C:1989:140, σκέψη 32, της 16ης Μαρτίου 2000, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑395/96 P και C‑396/96 P, EU:C:2000:132, σκέψη 33, και της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 146], και, επομένως, δεδομένου ότι τα προμνησθέντα άρθρα πρέπει να ερμηνεύονται με συνεκτικό τρόπο, λαμβανομένων εντούτοις υπόψη των ιδιαιτεροτήτων τους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια εξουσία μπορεί να έχει ως «αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

129    Σε αντίθετη περίπτωση, η επίμαχη εξουσία μπορεί, τουλάχιστον, να θεωρηθεί ότι έχει ως «αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, όπως έχει επίσης επισημάνει το Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψη 69).

130    Για τους λόγους αυτούς, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 68 έως 76 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπως και η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 172 και 173 της επίδικης απόφασης, ότι, λαμβανομένου υπόψη του είδους της επίμαχης στην υπό κρίση υπόθεση συμπεριφοράς, ήτοι μιας απόφασης ένωσης επιχειρήσεων με την οποία ανατίθεται, στην εν λόγω υπεύθυνη για ένα άθλημα ένωση, εξουσία ρύθμισης, ελέγχου και επιβολής κυρώσεων η οποία της παρέχει τη δυνατότητα να επιτρέπει ή να εμποδίζει την πρόσβαση των δυνητικά ανταγωνιστριών επιχειρήσεων σε συγκεκριμένη αγορά, στην οποία η εν λόγω ένωση ασκεί η ίδια οικονομική δραστηριότητα, η εξέταση του αντικειμένου της επίμαχης συμπεριφοράς, ειδικότερα του περιεχομένου, των σκοπών που επιδιώκει και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, έπρεπε να διενεργηθεί υπό το πρίσμα της νομολογίας που διαμορφώθηκε με τις αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, ΜΟΤΟΕ (C‑49/07, EU:C:2008:376), και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas (C‑1/12, EU:C:2013:127).

2)      Επί του χαρακτηρισμού της επίμαχης στην υπό κρίση υπόθεση συμπεριφοράς

131    Προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του αν πρέπει να θεωρηθεί ότι απόφαση ένωσης επιχειρήσεων με την οποία ανατίθεται στην εν λόγω ένωση εξουσία ρύθμισης, ελέγχου και επιβολής κυρώσεων που της παρέχει τη δυνατότητα να επιτρέπει ή να εμποδίζει την πρόσβαση των δυνητικά ανταγωνιστριών επιχειρήσεων σε συγκεκριμένη αγορά, στην οποία η εν λόγω ένωση ασκεί η ίδια οικονομική δραστηριότητα, έχει ως αντικείμενο ή, άλλως, ως σκοπό την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, είναι κρίσιμο να εξακριβωθεί, κατ’ αρχάς, αν η εν λόγω εξουσία οριοθετείται από διαφανή, σαφή και συγκεκριμένα ουσιαστικά κριτήρια (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψεις 84 έως 86, 90, 91 και 99), ώστε να αποτρέπεται η αυθαίρετη χρήση της. Επιπλέον, είναι σαφές ότι τα εν λόγω κριτήρια πρέπει να έχουν θεσπιστεί υπό μορφή προσβάσιμη, πριν από κάθε άσκηση της εξουσίας την οποία προορίζονται να οριοθετήσουν.

132    Τέτοια μπορεί να είναι, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια που προάγουν, με κατάλληλο και αποτελεσματικό τρόπο, τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων βασιζομένων στην ισότητα των ευκαιριών και στην αξιοκρατία.

133    Σε τέτοια περίπτωση, τα εν λόγω κριτήρια πρέπει, εν συνεχεία, να μπορούν να διασφαλίσουν την άσκηση της επίμαχης εξουσίας κατά τρόπο μη ενέχοντα διακρίσεις (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψη 99) και, όσον αφορά τις κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν, τον αντικειμενικό και αναλογικό χαρακτήρα τους (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής, C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψεις 48 και 55). Προκειμένου τα εν λόγω κριτήρια να μπορούν να θεωρηθούν, γενικά, ως μη εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις, οι απαιτήσεις τις οποίες επιβάλλουν για τη διοργάνωση και την εμπορική εκμετάλλευση αγώνων από τρίτους και τη συμμετοχή των αθλητών σε αυτούς δεν πρέπει να είναι διαφορετικές από εκείνες που εφαρμόζονται στους αγώνες που διοργανώνει και εκμεταλλεύεται εμπορικά η οντότητα που λαμβάνει τις αποφάσεις· οι εν λόγω απαιτήσεις δεν πρέπει επίσης να είναι πανομοιότυπες ή παρόμοιες, αλλά η εκπλήρωσή τους να καθίσταται αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερής στην πράξη από επιχείρηση η οποία δεν έχει την ίδια ιδιότητα της ένωσης ή τις ίδιες εξουσίες με την εν λόγω οντότητα και η οποία βρίσκεται, επομένως, σε διαφορετική κατάσταση από αυτήν. Ειδικότερα, τα κριτήρια σχετικά με τον καθορισμό των κυρώσεων που μπορούν να επιβληθούν πρέπει, επιπλέον, να διασφαλίζουν ότι οι κυρώσεις καθορίζονται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας λαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υπόψη της φύσης, της διάρκειας καθώς και της σοβαρότητας της διαπιστωθείσας παράβασης.

134    Τέλος, τα προεκτεθέντα κριτήρια πρέπει να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποτελεσματικού ελέγχου (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψη 99).

135    Επιπλέον, η επίμαχη εξουσία πρέπει να οριοθετείται από διαφανείς και μη εισάγοντες διακρίσεις διαδικαστικούς όρους, όπως αυτοί που αφορούν τις προθεσμίες για την υποβολή αίτησης προηγούμενης έγκρισης και για την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως αυτής, οι οποίοι δεν πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τρόπο επιζήμιο για τις δυνητικώς ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, εμποδίζοντάς τες να αποκτήσουν ουσιαστική πρόσβαση στην αγορά (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Ordem dos Técnicos Oficiais de Contas, C‑1/12, EU:C:2013:127, σκέψεις 86 και 92) και, εν τέλει, να περιορίσουν τοιουτοτρόπως την παραγωγή.

136    Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις πέντε προηγούμενες σκέψεις της παρούσας απόφασης, διαπιστώνεται, εν προκειμένω, πρώτον, ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η ISU, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στο πλαίσιο της εξέτασης του αντικειμένου των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, εξετάζοντας αν οι εν λόγω κανόνες είχαν καταρτιστεί κατά τρόπο ώστε να αποτρέπεται η χρήση των εξουσιών προηγούμενης έγκρισης, ελέγχου και επιβολής κυρώσεων που ανατίθενται στην εν λόγω ένωση κατά τρόπο αυθαίρετο, εισάγοντα διακρίσεις ή δυσανάλογο.

137    Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 85 έως 89 και 118 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά τη συγκεκριμένη εξέταση του περιεχομένου των επίμαχων κανόνων, ότι οι εν λόγω κανόνες δεν δικαιολογούνταν, αποδεδειγμένα, από οποιονδήποτε ειδικό σκοπό και ότι δεν ρύθμιζαν την εξουσία εκτίμησης που διαθέτει η ISU για την έγκριση ή μη της διοργάνωσης και της υλοποίησης των σχεδίων αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας που μπορούσαν να της υποβάλουν τρίτες επιχειρήσεις ή οντότητες βάσει διαφανών, αντικειμενικών, μη εισαγόντων δυσμενείς διακρίσεις και, επομένως, επαληθεύσιμων κριτηρίων έγκρισης, με αποτέλεσμα να πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω ένωση διέθετε διακριτική ευχέρεια.

138    Διευκρινίζεται επιπλέον ότι οι ως άνω εκτιμήσεις, οι οποίες αφορούσαν, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 83 και 84 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα επιχειρήματα που είχε ειδικώς προβάλει η ISU για να αντικρούσει ορισμένες εκτιμήσεις της Επιτροπής στην επίδικη απόφαση, δεν μπορούν να θεωρηθούν, κατ’ ουσίαν, ως νέες σε σχέση με την επίδικη απόφαση. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 173 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή αναφέρθηκε γενικώς στην ανάγκη η εξουσία εκτίμησης, όπως αυτή που διαθέτει η ISU, να υπόκειται σε υποχρεώσεις, περιορισμούς και έλεγχο, διευκρίνισε δε ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 163 και 185 της επίδικης απόφασης, ότι τούτο δεν συνέβαινε εν προκειμένω, ελλείψει συνδέσμου μεταξύ της εν λόγω εξουσίας και ειδικών και επαληθεύσιμων σκοπών.

139    Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 91 έως 95 και 97 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι κυρώσεις που μπορεί η ISU να επιβάλει σε αθλητές μετέχοντες σε αγώνες παγοδρομίας ταχύτητας που δεν έχουν λάβει προηγούμενη έγκρισή της δεν διέπονταν από κριτήρια ικανά να διασφαλίσουν τον αντικειμενικό και αναλογικό χαρακτήρα τους, συνιστούσαν δε κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας είχαν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά. Δεν μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι οι ως άνω εκτιμήσεις, οι οποίες αφορούσαν επίσης, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 83, 90 και 96 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα επιχειρήματα που προέβαλε η ISU προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως, άπτονταν νέων ζητημάτων σε σχέση με εκείνα που εξετάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 162, 163, 166 και 186 της επίδικης απόφασης.

140    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι παρέπεμψε, όπως προεκτέθηκε, στη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 125 έως 128 της παρούσας απόφασης, εντούτοις ενέταξε τις εκτιμήσεις του επί του ζητήματος αυτού στο πλαίσιο συνολικού νομικού συλλογισμού με σκοπό να εξακριβώσει, κατά την πάγια νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 105 έως 108 της παρούσας απόφασης και όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τις σκέψεις 68, 76, 80 και 120 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αν ορθώς η Επιτροπή είχε κρίνει ότι οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου, των σκοπών που επιδιώκουν και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, έπρεπε να θεωρηθεί ότι έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού καθότι είναι αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό.

141    Η ISU δεν αντικρούει, όμως, το βάσιμο του ως άνω συνολικού νομικού συλλογισμού.

142    Συγκεκριμένα, η ISU περιορίζεται, κατ’ αρχάς, να υποστηρίξει ότι ορισμένα από τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στο πλαίσιο του εν λόγω συλλογισμού, όπως ο αυθαίρετος χαρακτήρας της εξουσίας προηγούμενης έγκρισης που της αναγνωρίζουν οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, ο δυσανάλογος χαρακτήρας των κυρώσεων που οι εν λόγω κανόνες της επιτρέπουν να επιβάλλει στους αθλητές που μετέχουν σε μη εγκεκριμένους αγώνες παγοδρομίας ταχύτητας ή ακόμη το γεγονός ότι οι εν λόγω κανόνες παρέπεμπαν, τουλάχιστον έως το 2014, σε σκοπό ο οποίος συνίστατο στη διασφάλιση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της ISU, δεν επαρκούν, μεμονωμένα, για να δικαιολογήσουν το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι εν λόγω κανόνες έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Εντούτοις, η προεκτεθείσα επιχειρηματολογία δεν είναι ικανή να αναιρέσει το ως άνω συμπέρασμα, δεδομένου ότι αυτό βασίζεται σε συνολική αξιολόγηση.

143    Εν συνεχεία, η ISU υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το ως άνω συμπέρασμα ενέχει πλάνη περί το δίκαιο καθόσον στηρίζεται, εν τέλει, στο ενδεχόμενο ή στον κίνδυνο, που είναι εγγενής στο περιεχόμενο και στην ίδια την οικονομία των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, οι εν λόγω κανόνες να χρησιμοποιηθούν για αντίθετους προς τον ανταγωνισμό σκοπούς οι οποίοι συνίστανται στην παρεμπόδιση της πρόσβασης στη σχετική αγορά των οντοτήτων ή των επιχειρήσεων που μπορούν να ανταγωνιστούν την ISU καθώς και στην ευνοϊκή μεταχείριση των αγώνων που διοργανώνει η ISU.

144    Εντούτοις, το εν λόγω συμπέρασμα, όπως διατυπώνεται στις σκέψεις 95, 118 και 119 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, μολονότι από την εν λόγω νομολογία προκύπτει ότι μια αθλητική ένωση όπως η ISU μπορεί να θεσπίζει, να εφαρμόζει κανόνες σχετικά με τη διοργάνωση και τη διεξαγωγή των διεθνών αγώνων στο σχετικό άθλημα, καθώς και να μεριμνά για την τήρηση, μέσω της επιβολής κυρώσεων, των εν λόγω κανόνων (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2000, Deliège, C‑51/96 και C‑191/97, EU:C:2000:199, σκέψεις 67 και 68, της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής, C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψη 44, και της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi, C‑22/18, EU:C:2019:497, σκέψη 60), εντούτοις οι παρατηρήσεις αυτές δεν καθιστούν σε καμία περίπτωση δυνατό να θεωρηθούν ως νόμιμοι κανόνες οι οποίοι, όπως οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, δεν υπόκεινται σε κατάλληλους περιορισμούς, υποχρεώσεις και έλεγχο.

145    Αντιθέτως, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 125 έως 128 της παρούσας απόφασης, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω κανόνες έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, παρέχουν στην οντότητα που τους θέσπισε και που εξουσιοδοτείται να τους εφαρμόζει την εξουσία να εγκρίνει και να ελέγχει την πρόσβαση στην αγορά κάθε δυνητικώς ανταγωνίστριας επιχείρησης ή να θέτει όρους στην εν λόγω πρόσβαση, καθώς και να καθορίζει τόσο τον βαθμό ανταγωνισμού που μπορεί να υφίσταται στην εν λόγω αγορά όσο και τους όρους υπό τους οποίους ο ενδεχόμενος αυτός ανταγωνισμός μπορεί να ασκηθεί.

146    Για τον λόγο αυτόν, οι εν λόγω κανόνες καθιστούν δυνατό, εάν όχι τον αποκλεισμό από την αγορά κάθε ανταγωνίστριας επιχείρησης, ακόμη και εξίσου αποτελεσματικής, τουλάχιστον τον περιορισμό του σχεδιασμού και της εμπορικής εκμετάλλευσης αγώνων εναλλακτικών ή καινοτόμων λόγω της μορφής ή του περιεχομένου τους. Με τον τρόπο αυτόν, οι επίμαχοι κανόνες μπορούν επίσης να στερήσουν από τους αθλητές κάθε δυνατότητα συμμετοχής στους ως άνω αγώνες, μολονότι μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους αθλητές, για παράδειγμα λόγω της καινοτόμου μορφής τους, τηρουμένου ταυτοχρόνως του συνόλου των αρχών, των αξιών και των κανόνων του παιχνιδιού που διέπουν το συγκεκριμένο άθλημα. Εν τέλει, οι εν λόγω κανόνες μπορούν να στερήσουν από τους θεατές και τους τηλεθεατές κάθε δυνατότητα να παρακολουθήσουν τους εν λόγω αγώνες διά ζώσης ή μέσω μεταδόσεώς τους.

147    Τέλος, η ISU βάλλει, κατ’ ουσίαν, κατά της συνοπτικής ή χωρίς εξέταση απόρριψης, από το Γενικό Δικαστήριο, διαφόρων επιχειρημάτων της και αποδεικτικών στοιχείων που η ίδια είχε προσκομίσει σχετικά με τους λόγους που υπαγόρευσαν την θέσπιση των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας (σκέψη 121 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) καθώς και σχετικά με την εφαρμογή και τις συνέπειες των εν λόγω κανόνων στη σχετική αγορά και στη συναφή αγορά καλλιτεχνικής παγοδρομίας (σκέψεις 115 έως 117 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Εντούτοις, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 98, 99, 106 και 107 της παρούσας απόφασης.

148    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ή σε πλάνη ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών εκτιμώντας ότι ορθώς η Επιτροπή χαρακτήρισε τους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας ως συμπεριφορά έχουσα ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Το γεγονός ότι, όπως εξάλλου υποστηρίζει η ISU, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε από κοινού, στις σκέψεις 101 έως 104 και 108 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το διακριτό ζήτημα του αν μπορούσε παρά ταύτα να θεωρηθεί, υπό το πρίσμα της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 111 της παρούσας απόφασης, ότι οι επίμαχοι κανόνες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διάταξης, μολονότι η εν λόγω νομολογία δεν είναι κρίσιμη σε περίπτωση συμπεριφορών που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 113 και 114 της παρούσας απόφασης, δεν ασκεί, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στο βάσιμο της συλλογιστικής που υπομνήσθηκε στη σκέψη 140 της παρούσας απόφασης.

149    Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Β.      Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

150    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η ISU προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αντιλήφθηκε και δεν εξέτασε ορθώς τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία που η ίδια είχε προσκομίσει προς στήριξή του, ασκώντας πλημμελώς την αρμοδιότητά του δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

151    Συναφώς, η ISU εκθέτει, πρώτον, ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είχε συγκεκριμένο και περιορισμένο αντικείμενο και ότι, με αυτόν, είχε υποστηρίξει ότι η άρνησή της να εγκρίνει σχέδιο διεθνών αγώνων που επρόκειτο να διεξαχθούν στο Ντουμπάι, το οποίο της είχε υποβάλει τρίτος διοργανωτής, δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η εν λόγω άρνηση επιδίωκε θεμιτό σκοπό, ο οποίος συνίστατο στην εξασφάλιση της τήρησης της απαγόρευσης των στοιχημάτων που προβλέπεται στον κώδικα δεοντολογίας της, και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η εν λόγω άρνηση είχε υπαγορευθεί από την πρόθεση αποκλεισμού δυνητικού ανταγωνιστή από την αγορά παγοδρομίας ταχύτητας, όπως εκτίμησε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση.

152    Δεύτερον, η ISU υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο μετέβαλε το περιεχόμενο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως εκτιμώντας, στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο λόγος αυτός απαιτούσε εξέταση του γενικού ζητήματος του αν οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας δικαιολογούνταν από σκοπό συνιστάμενο στην προστασία της ακεραιότητας των αθλημάτων που εμπίπτουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της ISU.

153    Τρίτον, η ISU προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δέχθηκε, στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ίδια είχε το δικαίωμα να θεσπίζει κανόνες με σκοπό την αποφυγή της νόθευσης των διεθνών αγώνων παγοδρομίας από τα στοιχήματα και, συγχρόνως αρνήθηκε, στη σκέψη 127 της ίδιας απόφασης, να αποφανθεί επί της νομιμότητας, ως προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, της εφαρμογής των εν λόγω κανόνων στο σχέδιο διεθνών αγώνων που μνημονευόταν στην επίδικη απόφαση, με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή δεν είχε χαρακτηρίσει την εν λόγω εφαρμογή αυτή καθεαυτήν ως παράβαση, αλλά την είχε απλώς και μόνον μνημονεύσει ως παράδειγμα του τρόπου δυνητικής εφαρμογής των επίμαχων κανόνων στην πράξη. Συγκεκριμένα, από τις αιτιολογικές σκέψεις και το διατακτικό της επίδικης απόφασης προκύπτει σαφώς, κατά την ISU, ότι η εφαρμογή των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας στο εν λόγω σχέδιο χαρακτηρίστηκε ως παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως και η θέσπισή τους, και ότι η Επιτροπή προέκρινε τον συγκεκριμένο νομικό χαρακτηρισμό κατόπιν εξέτασης που αφορούσε, κυρίως, ή ακόμη και αποκλειστικώς, την άρνηση της ISU να εγκρίνει το εν λόγω σχέδιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, κατά την ISU, να εξετάσει το σύνολο των επιχειρημάτων που είχε προβάλει και των αποδεικτικών στοιχείων που είχε προσκομίσει η ISU για να αντικρούσει τον εν λόγω χαρακτηρισμό και να αποδείξει τον δικαιολογημένο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της, πλην όμως δεν το έπραξε.

154    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τον M. J. H. Tuitert και τον N. Kerstholt καθώς και την EU Athletes αντικρούει το σύνολο των προεκτεθέντων επιχειρημάτων.

2.      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

155    Διαπιστώνεται, εκ προοιμίου, ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά το περιεχόμενο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η ISU, εκτιμώντας εσφαλμένως ότι υποβλήθηκε στην κρίση του το γενικό ζήτημα του αν οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας δικαιολογούνταν από θεμιτό σκοπό και όχι το ειδικό ζήτημα του αν η εφαρμογή των εν λόγω κανόνων στο σχέδιο διεθνών αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας στο οποίο παραπέμπει η εν λόγω ένωση δικαιολογούνταν από τέτοιο θεμιτό σκοπό, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής.

156    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα στην παρούσα απόφαση, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε το βάσιμο της εκτίμησης της Επιτροπής ότι οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, εξεταζόμενοι αυτοί καθεαυτούς και, επομένως, ανεξαρτήτως της κατά περίπτωση εφαρμογής τους, είχαν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Επιπλέον, η ύπαρξη ενδεχόμενου θεμιτού σκοπού, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι αποδεικνύεται, είναι παντελώς αλυσιτελής στο συγκεκριμένο πλαίσιο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 107, 113 και 114 της παρούσας απόφασης.

157    Επομένως, δεδομένου ότι οι δύο λόγοι αναιρέσεως απορρίφθηκαν, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

IV.    Επί της ανταναιρέσεως

158    Προς στήριξη της αιτήσεως ανταναιρέσεως, ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt καθώς και η EU Athletes προβάλλουν δύο λόγους, οι οποίοι αφορούν, κατ’ ουσίαν, πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στην υπό κρίση υπόθεση.

Α.      Επί του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

159    Με τον πρώτο λόγο ανταναιρέσεως, ο οποίος υποδιαιρείται σε δύο σκέλη, ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt καθώς και η EU Athletes, υποστηριζόμενοι από την Επιτροπή, υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι κανόνες περί διαιτησίας που θέσπισε η ISU επιτείνουν την παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 1 της επίδικης απόφασης.

160    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως, ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt καθώς και η EU Athletes υποστηρίζουν ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία οι κανόνες περί διαιτησίας μπορούσαν να δικαιολογούνται από έννομο συμφέρον συνδεόμενο με την ιδιαιτερότητα του αθλητισμού ενέχει πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο.

161    Συναφώς, οι ανταναιρεσείοντες υποστηρίζουν, κατά πρώτον, ότι από τους ως άνω κανόνες προκύπτει ότι οι αθλητές εις βάρος των οποίων η ISU εκδίδει απόφαση μη επιλεξιμότητας οφείλουν να υποβάλλουν τη διαφορά τους με την εν λόγω ένωση, αποκλειστικά και μόνον, στην κρίση του TAS. Οι ανταναιρεσείοντες επισημαίνουν επίσης ότι οι εν λόγω αθλητές οφείλουν να αποδέχονται το σύνολο των κανόνων που θεσπίζει η ISU, περιλαμβανομένων εκείνων που θεσπίζουν έναν τέτοιο μηχανισμό διαιτητικής επίλυσης των διαφορών, προκειμένου να μπορούν να μετέχουν στους διεθνείς αγώνες παγοδρομίας που διοργανώνουν η εν λόγω ένωση ή οι εθνικές ενώσεις παγοδρομίας μέλη της.

162    Κατά δεύτερον, οι ανταναιρεσείοντες παρατηρούν ότι το TAS είναι διαιτητικό όργανο το οποίο έχει συσταθεί εκτός της Ένωσης, τα μέλη του οποίου ορίζονται από τις διεθνείς αθλητικές ενώσεις όπως η ISU ή, στην πράξη, τελούν υπό την καθοριστικής σημασίας επιρροή των εν λόγω ενώσεων, και ότι κατά των αποφάσεων του εν λόγω οργάνου χωρεί προσφυγή αποκλειστικά και μόνον ενώπιον του Tribunal fédéral (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Ελβετία), ο έλεγχος του οποίου περιορίζεται στην εξακρίβωση της τήρησης της δημόσιας τάξης όπως έχει οριστεί από το εν λόγω δικαστήριο, η οποία δεν περιλαμβάνει τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης.

163    Οι ανταναιρεσείοντες διευκρινίζουν επίσης ότι, μολονότι τα εθνικά δικαστήρια της Ένωσης διατηρούν θεωρητικά κάποιον ρόλο στο πλαίσιο της εκτέλεσης των διαιτητικών αποφάσεων, ο δικαστικός έλεγχος που μπορούν να ασκήσουν επ’ αυτών σε τέτοιο πλαίσιο είναι, πρώτον, κατακερματισμένος και, επομένως, δαπανηρός (στο μέτρο που ο αθλητής πρέπει να προσβάλει την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης που τον αφορά σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να μετάσχει σε αγώνες), δεύτερον, όψιμος, ή και αναποτελεσματικός (στο μέτρο που η ζητούμενη δικαστική απόφαση εκδίδεται συνήθως μετά τη διεξαγωγή των εν λόγω αγώνων και που δεν επιτρέπεται στον αθλητή να ζητήσει εν τω μεταξύ τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων), τρίτον, περιορισμένος, ή ακόμη και οριακός (στο μέτρο που μια διαιτητική απόφαση μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στη δημόσια τάξη της Ένωσης μόνο σε περίπτωση κατάφωρης, πραγματικής και συγκεκριμένης παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού), και, τέταρτον και εν πάση περιπτώσει, χωρίς πραγματική εμβέλεια (στο μέτρο που η ISU έχει την εξουσία να εκτελέσει η ίδια ή να ζητήσει από τα μέλη της να εκτελέσουν διαιτητική απόφαση που αφορά συγκεκριμένο αθλητή, απαγορεύοντας τη συμμετοχή του στους διοργανωμένους από την ίδια ή από τα μέλη της διεθνείς αγώνες).

164    Τέλος, κατά τρίτον, ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt καθώς και η EU Athletes εκτιμούν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 156 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο μηχανισμός που θεσπίζεται με τους κανόνες περί διαιτησίας «μπορ[εί] να δικαιολογηθ[εί] από έννομα συμφέροντα συνδεόμενα με την ιδιαιτερότητα του αθλητισμού».

165    Συγκεκριμένα, κατά τους ανταναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε συνολικά και αόριστα στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του αθλήματος γενικότερα, μολονότι οι επίμαχοι στην υπό κρίση υπόθεση κανόνες εφαρμόζονται στο συγκεκριμένο πλαίσιο της άσκησης της παγοδρομίας ταχύτητας ως οικονομικής δραστηριότητας. Η υποχρεωτική και αποκλειστική προσφυγή στη διαιτησία δεν μπορεί, όμως, να δικαιολογείται με τον ίδιο τρόπο σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Επιπλέον, κατά τους ανταναιρεσείοντες, η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου είναι ιδιαιτέρως προβληματική καθότι, εν αντιθέσει προς τα εθνικά δικαστήρια ή τα δικαστήρια της Ένωσης, διαιτητικό όργανο εκτός του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης, όπως το TAS, δεν υποχρεούται να μεριμνά για την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, τους οποίους, εξάλλου, το TAS ερμηνεύει και εφαρμόζει εσφαλμένα.

166    Η Επιτροπή, η οποία υποστηρίζει το σύνολο των προεκτεθέντων επιχειρημάτων, ισχυρίζεται, γενικότερα, ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου δεν λαμβάνει υπόψη τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες εφαρμογής του μηχανισμού διαιτησίας που έχει θεσπίσει η ISU. Ειδικότερα, εν αντιθέσει προς έναν μηχανισμό διαιτησίας βάσει σύμβασης που συνομολογείται ελεύθερα από τα μέρη, οι κανόνες διαιτησίας που έχει θεσπίσει η ISU επιβάλλονται, στην πράξη, στους αθλητές, μονομερώς, κατ’ αποκλειστικότητα και επί ποινή απαγόρευσης συμμετοχής τους στους αγώνες που διοργανώνει η ISU, απαγόρευση η οποία ισοδυναμεί, τελικώς, με αδυναμία άσκησης από τους ενδιαφερομένους του επαγγέλματός τους.

167    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως, ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt καθώς και η EU Athletes υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 157 έως 164 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι κανόνες περί διαιτησίας δεν ήταν ικανοί ούτε να θίξουν την αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης ούτε να καταστήσουν δυσχερέστερη την άσκηση του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία για τους αθλητές εις βάρος των οποίων εκδόθηκαν αποφάσεις μη επιλεξιμότητας για λόγους αντίθετους προς τον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω κανόνες επιτείνουν την παράβαση που διαπιστώθηκε στο άρθρο 1 της επίδικης απόφασης.

168    Συναφώς, κατά πρώτον, οι ανταναιρεσείοντες υπενθυμίζουν ότι το TAS είναι διαιτητικό όργανο εκτός της έννομης τάξης της Ένωσης και επισημαίνουν, επίσης, ότι η πραγματική ανεξαρτησία και αμεροληψία του σε σχέση με τις διεθνείς αθλητικές ενώσεις, όπως η ISU, είναι αμφισβητήσιμες. Εκθέτουν επίσης ότι οι διαιτητικές αποφάσεις του TAS υπόκεινται σε οριακό μόνο δικαστικό έλεγχο, ο οποίος δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε συνεκτίμηση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, ενώπιον δικαστηρίου το οποίο, επιπλέον, δεν εξουσιοδοτείται να υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο. Επιπλέον, οι ανταναιρεσείοντες επαναλαμβάνουν ότι οι κανόνες περί διαιτησίας επιβάλλονται, στην πραγματικότητα, μονομερώς στους αθλητές.

169    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προεκτέθηκαν, οι ανταναιρεσείοντες εκτιμούν ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να είχε κρίνει ότι οι εν λόγω κανόνες ήταν ικανοί να παρεμποδίσουν την πραγματική τήρηση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ καθώς και να καταστήσουν δυσχερέστερη την άσκηση, από τους αθλητές, του δικαιώματός τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, και ότι επέτειναν, επομένως, την παράβαση που διαπιστώθηκε στο άρθρο 1 της επίδικης απόφασης.

170    Κατά δεύτερον, ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt καθώς και η EU Athletes προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι άμβλυνε τις επιπτώσεις που είχαν οι επίμαχοι κανόνες στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των αθλητών, αναφερόμενο στη δυνατότητα των τελευταίων να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων σε περίπτωση έκδοσης εις βάρος τους απόφασης μη επιλεξιμότητας για λόγους αντίθετους προς τον ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, οι αγωγές αυτές, μολονότι μπορούν να συμβάλουν στη διασφάλιση της εκ των υστέρων δικαστικής προστασίας των ιδιωτών που εθίγησαν από παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των εν λόγω κανόνων (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Courage και Crehan, C‑453/99, EU:C:2001:465, και της 14ης Μαρτίου 2019, Skanska Industrial Solutions κ.λπ., C‑724/17, EU:C:2019:204), εντούτοις δεν μπορούν να αντισταθμίσουν την απουσία μέσου έννομης προστασίας που θα παρείχε στους ιδιώτες τη δυνατότητα αποτελεσματικής εκ των προτέρων θεραπείας.

171    Επιπλέον, οι ανταναιρεσείοντες εκτιμούν ότι είναι σαφές, εν προκειμένω, ότι η εν λόγω θεραπεία συνίσταται, κατά κύριο λόγο, στην εξασφάλιση, για τον παγοδρόμο εις βάρος του οποίου εκδόθηκε απόφαση μη επιλεξιμότητας για λόγους αντίθετους προς τον ανταγωνισμό, έγκαιρης ακύρωσης της εν λόγω απόφασης καθώς και στη συνακόλουθη δυνατότητα να ασκήσει εκ νέου την επαγγελματική δραστηριότητά του, και όχι στη λήψη και μόνον, αρκετά χρόνια αργότερα, μιας αποζημίωσης αποσκοπούσας στην αντιστάθμιση της παράνομης απαγόρευσης άσκησης της εν λόγω δραστηριότητας και της αντίστοιχης απώλειας σταδιοδρομίας και εσόδων. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι ο κανονισμός διαδικασίας του TAS απαγορεύει στους προσφεύγοντες να ζητήσουν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και ότι πλείονα εθνικά δικαστήρια έχουν απορρίψει αγωγές αποζημίωσης με την αιτιολογία ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω αγωγές εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα που αναγνωρίζεται στο εν λόγω όργανο δυνάμει των κανόνων περί διαιτησίας.

172    Τέλος, κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, κατά τους ανταναιρεσείοντες, σε ανάλογο λογικό σφάλμα κρίνοντας ικανοποιητική τη δυνατότητα που διαθέτουν οι αθλητές εις βάρος των οποίων εκδίδεται απόφαση μη επιλεξιμότητας για λόγους αντίθετους προς τον ανταγωνισμό να υποβάλουν καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού (στο εξής: ΕΑΑ). Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, οι εν λόγω αρχές διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτίμησης κατά την εξέταση των καταγγελιών που τους υποβάλλονται και, επομένως, δεν μπορούν να υποχρεωθούν να δώσουν συνέχεια στις καταγγελίες προβαίνοντας σε χαρακτηρισμό των καταγγελλόμενων πραγματικών περιστατικών υπό το πρίσμα των κανόνων ανταγωνισμού (αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1979, GEMA κατά Επιτροπής, 125/78, EU:C:1979:237, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, EFIM κατά Επιτροπής, C‑56/12 P, EU:C:2013:575).

173    Η Επιτροπή υποστηρίζει το σύνολο των ως άνω επιχειρημάτων και διευκρινίζει περαιτέρω ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης, στη σκέψη 148 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε πρόδηλη παρανόηση της επίδικης απόφασης, εκτιμώντας ότι η συλλογιστική της επίδικης απόφασης συνίστατο στον χαρακτηρισμό των κανόνων περί διαιτησίας ως «επιβαρυντικής περίστασης», υπό την έννοια που δίνεται στη συγκεκριμένη φράση στο πλαίσιο του καθορισμού των προστίμων που μπορούν να επιβληθούν σε περίπτωση παράβασης των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι εν προκειμένω δεν επιβλήθηκε κανένα πρόστιμο στην ISU, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, στο πλαίσιο της επί της ουσίας εξέτασης της υπόθεσης, περιορίστηκε να επισημάνει ότι οι επίμαχοι κανόνες επέτειναν τον εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού ο οποίος απορρέει από τους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, ενισχύοντας τη δυνατότητα που οι εν λόγω κανόνες παρέχουν στην ISU να αποκλείσει κάθε αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην αγορά της διοργάνωσης και της εμπορικής εκμετάλλευσης των διεθνών αγώνων παγοδρομίας.

174    Η ISU, η οποία εξετάζει από κοινού τα δύο σκέλη του πρώτου λόγου ανταναιρέσεως, αντιτάσσει, κατά πρώτον, ότι ο συγκεκριμένος λόγος είναι αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, κατά την ISU, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 132 και 137 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή περιορίστηκε, με την επίδικη απόφαση, να αποφανθεί επαλλήλως επί των κανόνων περί διαιτησίας.

175    Κατά δεύτερον, η ISU υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι ο λόγος ανταναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος καθόσον μεταβάλλει το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, κατά την ISU, ούτε η εν λόγω διαφορά ούτε η επίδικη απόφαση αφορούσαν τη νομιμότητα αυτή καθεαυτήν της ανάθεσης αποκλειστικής αρμοδιότητας στο TAS. Τουλάχιστον, ορισμένα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη του λόγου ανταναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, είτε διότι είναι νέα [όπως αυτά που αφορούν την αναγκαία διαφοροποίηση μεταξύ οικονομικών και μη οικονομικών πτυχών του αθλητισμού, την ανεξαρτησία του TAS ή ακόμη τον τρόπο ελέγχου των διαιτητικών αποφάσεων του TAS από το Tribunal fédéral (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο)] είτε διότι επαναλαμβάνουν απλώς και μόνον στοιχεία που περιέχονται στην επίδικη απόφαση ή στα υπομνήματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως χωρίς να εξηγείται σε τι συνίσταται η πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο ή με ποιον τρόπο το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (όπως αυτά που αφορούν τον ανεπαρκή χαρακτήρα, ως προς το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, της δυνατότητας των αθλητών να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ή να υποβάλουν καταγγελίες στην Επιτροπή ή στις ΕΑΑ).

176    Τέλος, κατά τρίτον, η ISU υποστηρίζει ότι ο λόγος ανταναιρέσεως είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος. Συγκεκριμένα, τόσο η Επιτροπή, με την επίδικη απόφαση, όσο και το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αναγνώρισαν ορθώς ότι η χρήση ενός υποχρεωτικού και αποκλειστικού μηχανισμού διαιτησίας συνιστά έναν γενικώς αποδεκτό μηχανισμό επίλυσης διαφορών και ότι, εν προκειμένω, ο εν λόγω μηχανισμός μπορούσε να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα της ανάγκης διασφάλισης της ομοιόμορφης και αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων που θέσπισε η ISU σε όλους τους παγοδρόμους.

2.      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

α)      Επί του παραδεκτού και της λυσιτέλειας του λόγου ανταναιρέσεως 

177    Ο αναιρεσείων μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει αναίρεση προβάλλοντας λόγους που προκύπτουν από την ίδια την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και με τους οποίους αμφισβητείται το νόμω βάσιμό της (αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2007, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑176/06 P, EU:C:2007:730, σκέψη 17, και της 25ης Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά European Food κ.λπ., C‑638/19 P, EU:C:2022:50, σκέψη 77).

178    Εν προκειμένω, οι ανταναιρεσείοντες επιδιώκουν, με τον πρώτο λόγο ανταναιρέσεως, να θέσουν υπό αμφισβήτηση το νόμω βάσιμο των σημείων του σκεπτικού με τα οποία το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 154 έως 156 και 164 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενη ότι οι κανόνες περί διαιτησίας ενισχύουν τον «εξ αντικειμένου» περιορισμό του ανταγωνισμού που προκύπτει από τους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας.

179    Εξάλλου, τα σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τα οποία αφορά ο πρώτος λόγος ανταναιρέσεως είναι αυτά που οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο να κάνει δεκτό τον έκτο λόγο ακυρώσεως και, εν μέρει, τον έβδομο λόγο ακυρώσεως. Επομένως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 171 έως 174 και 180 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα ως άνω σημεία του σκεπτικού αποτελούν τη βάση του διατακτικού της, κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει το άρθρο 2 της επίδικης απόφασης, όσον αφορά τους προβλεπόμενους στο άρθρο αυτό κανόνες διαιτησίας. Ως εκ τούτου, και εν αντιθέσει προς όσα ισχυρίζεται η ISU, ο πρώτος λόγος ανταναιρέσεως δεν είναι αλυσιτελής.

180    Τούτου λεχθέντος, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως αναιρέσεως περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσης που δόθηκε κατόπιν της εξέτασης των λόγων που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστήριο και, επομένως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί, στο εν λόγω πλαίσιο, επί λόγων και επιχειρημάτων που δεν εξετάστηκαν από το Γενικό Δικαστήριο (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Μαρτίου 2000, VBA κατά VGB κ.λπ., C‑266/97 P, EU:C:2000:171, σκέψη 79, και της 25ης Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά European Food κ.λπ., C‑638/19 P, EU:C:2022:50, σκέψη 80).

181    Εν προκειμένω, όμως, ορθώς η ISU υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα που οι ανταναιρεσείοντες προβάλλουν σχετικά με τις έννομες συνέπειες που θα μπορούσαν να προκύψουν από ενδεχόμενη έλλειψη ανεξαρτησίας του TAS δεν περιλαμβάνονται σε εκείνα που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ούτε, άλλωστε, σε εκείνα επί των οποίων η Επιτροπή αποφάνθηκε με την επίδικη απόφαση.

182    Συνεπώς, τα ως άνω επιχειρήματα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

183    Είναι, αντιθέτως, παραδεκτά τα λοιπά επιχειρήματα το παραδεκτό των οποίων αμφισβητεί η ISU, τα οποία αφορούν στο σύνολό τους αιτιολογικές σκέψεις της επίδικης απόφασης επί των οποίων οι διάδικοι διαφώνησαν πρωτοδίκως και ως προς τα οποία οι ανταναιρεσείοντες και η Επιτροπή προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν τα έλαβε υπόψη ή δεν τα έλαβε προσηκόντως υπόψη όταν αποφάνθηκε επί των ισχυρισμών της ISU σχετικά με τους κανόνες περί διαιτησίας.

β)      Επί της ουσίας

184    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 268 έως 286 της επίδικης απόφασης, και ειδικότερα στις αιτιολογικές σκέψεις της 269 έως 271, 277 και 281 έως 283, η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι κανόνες περί διαιτησίας, μολονότι δεν συνιστούν αυτοί καθεαυτούς παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έπρεπε εντούτοις να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου, των όρων εφαρμογής και της εμβέλειάς τους, εντός του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, επιτείνουν την παράβαση την ύπαρξη της οποίας είχε διαπιστώσει προηγουμένως το θεσμικό όργανο. Ειδικότερα, με τις προμνησθείσες αιτιολογικές σκέψεις, η Επιτροπή δέχθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι, καθιστώντας δυσχερέστερο τον δικαστικό έλεγχο, ως προς το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης, των διαιτητικών αποφάσεων με τις οποίες το TAS αποφαίνεται επί του κύρους των αποφάσεων που εκδίδει η ISU δυνάμει της διακριτικής ευχέρειας που της αναγνωρίζουν οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, οι κανόνες περί διαιτησίας επιτείνουν την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης η οποία είναι εγγενής στην ύπαρξη τέτοιας ευχέρειας. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισήμανε ότι ο εν λόγω δικαστικός έλεγχος έχει ανατεθεί σε δικαστήριο συσταθέν σε τρίτο κράτος και, επομένως, εκτός της Ένωσης και της έννομης τάξης της και ότι, κατά τη νομολογία του συγκεκριμένου δικαστηρίου, τέτοιες διαιτητικές αποφάσεις δεν υπόκεινται σε έλεγχο υπό το πρίσμα των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Με τον τρόπο αυτόν, το εν λόγω θεσμικό όργανο επέκρινε, τελικώς, όχι την ύπαρξη, την οργάνωση ή τη λειτουργία του TAS, ως διαιτητικού οργάνου, αλλά τη δικαστική ασυλία της οποίας απολαύει η ISU, κατά την Επιτροπή, υπό το πρίσμα του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, κατά την άσκηση των εξουσιών της λήψης αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων, εις βάρος των προσώπων τα οποία μπορεί να θιγούν από την έλλειψη ρύθμισης των εν λόγω εξουσιών και τη συνεπακόλουθη διακριτική ευχέρεια.

185    Κατά δεύτερον, τέσσερις είναι, κατ’ ουσίαν, οι λόγοι που οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει ότι ο ως άνω συλλογισμός της Επιτροπής ενείχε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή δεν είχε αμφισβητήσει τη δυνατότητα προσφυγής στη διαιτησία για την επίλυση ορισμένων διαφορών ούτε είχε εκτιμήσει ότι η σύναψη ρήτρας διαιτησίας περιόριζε, αυτή καθεαυτήν, τον ανταγωνισμό (σκέψη 154 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε επίσης δεχθεί ότι οι κανόνες περί διαιτησίας προσέβαλαν το δικαίωμα αυτό καθεαυτό σε δίκαιη δίκη (σκέψη 155 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι κανόνες περί διαιτησίας, καθ’ ο μέρος απονέμουν υποχρεωτική και αποκλειστική αρμοδιότητα στο TAS για τον έλεγχο των αποφάσεων που εκδίδει η ISU δυνάμει των εξουσιών της προηγούμενης έγκρισης και επιβολής κυρώσεων, μπορούσαν να δικαιολογούνται από έννομα συμφέροντα συνδεόμενα με την ιδιαιτερότητα του αθλητισμού, τα οποία συνίστανται στην παροχή σε ενιαίο και εξειδικευμένο δικαστήριο της δυνατότητας να αποφαίνεται, με ταχύτητα και κατά τρόπο οικονομικά πρόσφορο και ομοιόμορφο, επί των πολλαπλών διαφορών, οι οποίες έχουν συχνά διεθνή διάσταση και οι οποίες ανακύπτουν από την άσκηση επαγγελματικής αθλητικής δραστηριότητας υψηλού επιπέδου (σκέψη 156 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι οι αθλητές και οι οντότητες ή οι επιχειρήσεις που σχεδιάζουν τη διοργάνωση διεθνών αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας ανταγωνιστικών προς εκείνους που διοργανώνει η ISU μπορούν όχι μόνο να ασκήσουν αγωγές αποζημίωσης, αλλά και να υποβάλουν καταγγελίες ενώπιον της Επιτροπής και των ΕΑΑ λόγω παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού (σκέψεις 157 έως 161 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

186    Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι τα δύο πρώτα από τα ως άνω σημεία του σκεπτικού, τα οποία δεν αμφισβητούνται ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν μπορούν να στηρίξουν το συμπέρασμα της μερικής ακύρωσης της επίδικης απόφασης στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο, δεδομένου ότι δεν αφορούν τις εκτιμήσεις που οδήγησαν την Επιτροπή να θέσει υπό αμφισβήτηση τους κανόνες περί διαιτησίας και, επομένως, δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση το βάσιμο των εν λόγω εκτιμήσεων.

187    Αντιθέτως, ορθώς οι ανταναιρεσείοντες και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το τρίτο και το τέταρτο από τα ως άνω σημεία του σκεπτικού ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο.

188    Συγκεκριμένα, πρώτον, η γενική και χωρίς διαφοροποίηση εκτίμηση ότι οι κανόνες περί διαιτησίας μπορεί να δικαιολογούνται από έννομα συμφέροντα συνδεόμενα με την ιδιαιτερότητα του αθλητισμού, καθόσον απονέμουν στο TAS υποχρεωτική και αποκλειστική αρμοδιότητα ελέγχου των αποφάσεων που μπορεί να εκδίδει η ISU δυνάμει των εξουσιών της περί προηγούμενης έγκρισης και επιβολής κυρώσεων, δεν λαμβάνει υπόψη, όπως υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν οι ανταναιρεσείοντες και η Επιτροπή, τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι ένας μηχανισμός διαιτησίας όπως ο επίμαχος στην υπό κρίση υπόθεση, αφενός, μπορεί να διασφαλίζει την πραγματική τήρηση των διατάξεων δημόσιας τάξης που περιλαμβάνει το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, είναι συμβατός με τις αρχές που διέπουν το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης.

189    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 156, 159 και 160 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ζήτημα επί του οποίου οι διάδικοι δεν ερίζουν, οι κανόνες περί διαιτησίας που επιβάλλει η ISU αφορούν, ιδίως, δύο είδη διαφορών που ενδέχεται να ανακύψουν στο πλαίσιο οικονομικών δραστηριοτήτων, ήτοι, πρώτον, την επιθυμία διοργάνωσης και εμπορικής εκμετάλλευσης διεθνών αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας και, δεύτερον, την επιθυμία επαγγελματιών αθλητών να μετάσχουν σε τέτοιους αγώνες. Επομένως, οι εν λόγω κανόνες εφαρμόζονται σε διαφορές που αφορούν την άσκηση αθλήματος ως οικονομικής δραστηριότητας και, ως εκ του λόγου τούτου, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης. Συνεπώς, οι επίμαχοι κανόνες πρέπει να συμμορφώνονται προς το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 91 έως 96 της παρούσας απόφασης, στο μέτρο που εφαρμόζονται στο έδαφος στο οποίο έχουν εφαρμογή η Συνθήκη ΕΕ και η Συνθήκη ΣΛΕΕ, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο είναι εγκατεστημένες οι οντότητες που τους θέσπισαν (αποφάσεις της 25ης Νοεμβρίου 1971, Béguelin Import, 22/71, EU:C:1971:113, σκέψη 11, της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, 89/85, 104/85, 114/85, 116/85, 117/85 και 125/85 έως 129/85, EU:C:1988:447, σκέψη 16, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής, C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψεις 43 έως 45).

190    Ως εκ τούτου, η υπό κρίση διαφορά αφορά αποκλειστικά και μόνον την εφαρμογή τέτοιων κανόνων στο πλαίσιο τέτοιων διαφορών και στο έδαφος της Ένωσης και όχι την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων σε έδαφος εκτός της Ένωσης, την εφαρμογή τους στο πλαίσιο άλλου είδους διαφορών, όπως αυτές που αφορούν μόνον το άθλημα αυτό καθεαυτό και, επομένως, δεν εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, ή, κατά μείζονα λόγο, την εφαρμογή κανόνων διαιτησίας σε διαφορετικούς τομείς.

191    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 181 και 184 της παρούσας απόφασης, οι εν λόγω κανόνες τίθενται υπό αμφισβήτηση εν προκειμένω όχι καθόσον υποβάλλουν τον έλεγχο σε πρώτο βαθμό των αποφάσεων της ISU στο TAS, ένα διαιτητικό όργανο, αλλά μόνον καθόσον υποβάλλουν τον έλεγχο των διαιτητικών αποφάσεων που εκδίδει το TAS και τον έλεγχο σε τελευταίο βαθμό των αποφάσεων της ISU από το Tribunal fédéral (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο), ήτοι σε δικαστήριο τρίτου κράτους.

192    Επ’ αυτού, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένως ότι τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ είναι διατάξεις οι οποίες παράγουν άμεσα αποτελέσματα και γεννούν, υπέρ των υποκειμένων δικαίου, δικαιώματα τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν (αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 1974, BRT και Société belge des auteurs, compositeurs et éditeurs, 127/73, EU:C:1974:6, σκέψη 16, και της 14ης Μαρτίου 2019, Skanska Industrial Solutions κ.λπ., C‑724/17, EU:C:2019:204, σκέψη 24) και οι οποίες εμπίπτουν στη δημόσια τάξη της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss, C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψεις 36 και 39).

193    Για τον λόγο αυτόν, το Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι ένας ιδιώτης έχει τη δυνατότητα να συνάψει σύμβαση με την οποία το σύνολο ή μέρος των διαφορών που συνδέονται με αυτήν υποβάλλονται, με σαφείς και ακριβείς όρους, σε διαιτητικό όργανο, αντί του εθνικού δικαστηρίου που θα ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί των εν λόγω διαφορών δυνάμει των εφαρμοστέων κανόνων του εγχώριου δικαίου, και ότι οι απαιτήσεις που ανάγονται στην αποτελεσματικότητα της διαιτητικής διαδικασίας μπορούν να δικαιολογούν τον περιορισμένο χαρακτήρα του δικαστικού ελέγχου των διαιτητικών αποφάσεων (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss, C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψη 35, και της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro, C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 34), υπενθύμισε ότι, στο πλαίσιο του εν λόγω δικαστικού ελέγχου, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να μπορεί να εξεταστεί το κατά πόσον οι διαιτητικές αποφάσεις συμμορφώνονται προς τις θεμελιώδεις διατάξεις που εμπίπτουν στη δημόσια τάξη της Ένωσης, στις οποίες περιλαμβάνονται τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss, C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψη 37). Η ίδια απαίτηση επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όταν πρέπει να θεωρηθεί ότι ο επίμαχος μηχανισμός διαιτησίας επιβάλλεται, στην πράξη, από υποκείμενο ιδιωτικού δικαίου, όπως μια διεθνή αθλητική ένωση, σε άλλο υποκείμενο ιδιωτικού δικαίου, όπως έναν αθλητή.

194    Συγκεκριμένα, ελλείψει τέτοιου δικαστικού ελέγχου, η χρήση μηχανισμού διαιτησίας θα μπορούσε να θίγει την προστασία των δικαιωμάτων που τα υποκείμενα δικαίου αντλούν από το άμεσο αποτέλεσμα του δικαίου της Ένωσης και την πραγματική τήρηση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, όπως αυτά πρέπει να διασφαλίζονται –και θα διασφαλίζονταν, επομένως, ελλείψει τέτοιου μηχανισμού– από τους εθνικούς κανόνες περί μέσων έννομης προστασίας.

195    Η τήρηση της εν λόγω απαίτησης αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου ισχύει ιδιαιτέρως για κανόνες περί διαιτησίας όπως αυτοί που επέβαλε η ISU.

196    Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι οι αθλητικές ενώσεις, μολονότι διαθέτουν νομική αυτονομία χάρη στην οποία μπορούν να θεσπίζουν κανόνες, μεταξύ άλλων, σχετικά με τη διοργάνωση των αγώνων, την ομαλή διεξαγωγή τους και τη συμμετοχή των αθλητών σε αυτούς (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2000, Deliège, C‑51/96 και C‑191/97, EU:C:2000:199, σκέψεις 67 και 68, και της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi, C‑22/18, EU:C:2019:497, σκέψη 60), εντούτοις δεν μπορούν να περιορίζουν με τον τρόπο αυτόν την άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που το δίκαιο της Ένωσης αναγνωρίζει στους ιδιώτες (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψεις 81 και 83, και της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi, C‑22/18, EU:C:2019:497, σκέψη 52), συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ.

197    Για τον λόγο αυτόν, κανόνες όπως αυτοί περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας πρέπει να υπόκεινται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 127 και 134 της παρούσας απόφασης.

198    Η ως άνω απαίτηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου προϋποθέτει ότι, σε περίπτωση που τέτοιοι κανόνες συνδέονται με διατάξεις που απονέμουν υποχρεωτική και αποκλειστική αρμοδιότητα σε διαιτητικό όργανο, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να ελέγχει τις αποφάσεις του διαιτητικού οργάνου πρέπει να μπορεί να εξακριβώνει ότι οι διαιτητικές αποφάσεις συμμορφώνονται προς τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, η εν λόγω απαίτηση συνεπάγεται ότι το δικαστήριο πρέπει να πληροί το σύνολο των απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, ώστε να δύναται ή, ενδεχομένως, να υποχρεούται να υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο όταν εκτιμά ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αναγκαία επί ζητήματος του δικαίου της Ένωσης το οποίο ανακύπτει στο πλαίσιο υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιόν του (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 1982, Nordsee, 102/81, EU:C:1982:107, σκέψεις 14 και 15, και της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss, C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψη 40).

199    Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο, περιοριζόμενο να εκτιμήσει, αδιακρίτως και αφηρημένως, ότι οι κανόνες περί διαιτησίας «μπορούν να δικαιολογηθούν από έννομα συμφέροντα συνδεόμενα με την ιδιαιτερότητα του αθλητισμού» καθ’ ο μέρος αναθέτουν τον έλεγχο των διαφορών που αφορούν την εφαρμογή των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας σε «εξειδικευμένο δικαστήριο», χωρίς να εξετάσει αν οι εν λόγω κανόνες περί διαιτησίας συμμορφώνονταν προς το σύνολο των απαιτήσεων που εκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας απόφασης και καθιστούσαν, επομένως, δυνατό τον αποτελεσματικό έλεγχο της τήρησης των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε ορθώς στηριχθεί στις εν λόγω απαιτήσεις, στις αιτιολογικές σκέψεις 270 έως 277, 282 και 283 της επίδικης απόφασης, για να θεμελιώσει το συμπέρασμά της ότι οι εν λόγω κανόνες επέτειναν την παράβαση που διαπιστώθηκε στο άρθρο 1 της εν λόγω απόφασης.

200    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 157 έως 161 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι διασφαλιζόταν η πλήρης αποτελεσματικότητα του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της ύπαρξης μέσων ένδικης προστασίας που παρέχουν στους αποδέκτες απόφασης περί μη έγκρισης αγώνων ή απόφασης περί μη επιλεξιμότητας τη δυνατότητα να ζητήσουν την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την εν λόγω απόφαση ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων και, αφετέρου, της δυνατότητας υποβολής καταγγελίας ενώπιον της Επιτροπής ή των ΕΑΑ.

201    Συγκεκριμένα, παρά τη σημασία του (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Courage και Crehan, C‑453/99, EU:C:2001:465, σκέψεις 26 και 27, και της 14ης Μαρτίου 2019, Skanska Industrial Solutions κ.λπ., C‑724/17, EU:C:2019:204, σκέψεις 25, 43 και 44), το γεγονός ότι ένα πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω συμπεριφοράς ικανής να παρεμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό δεν μπορεί να θεραπεύσει την έλλειψη μέσων έννομης προστασίας που παρέχουν στο εν λόγω πρόσωπο τη δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο προκειμένου να επιτύχει, ενδεχομένως μετά τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, την παύση της συγκεκριμένης συμπεριφοράς ή, όταν αυτή συνίσταται σε πράξη, τον έλεγχο και την ακύρωση της πράξης, ενδεχομένως κατά το πέρας προηγούμενης διαιτητικής διαδικασίας κινηθείσας κατ’ εφαρμογήν σύμβασης που την προβλέπει. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση προσώπων που ασκούν δραστηριότητα επαγγελματία αθλητή, η σταδιοδρομία των οποίων μπορεί να είναι σχετικά βραχεία, ιδίως όταν η δραστηριότητα ασκείται σε υψηλό επίπεδο.

202    Επιπλέον, τούτο δεν μπορεί να δικαιολογήσει το γεγονός ότι το εν λόγω δικαίωμα, μολονότι διατηρείται τυπικώς, στερείται, στην πράξη, σημαντικό μέρος του περιεχομένου του, όπως συμβαίνει σε περίπτωση που ο δικαστικός έλεγχος που μπορεί να ασκηθεί επί της επίμαχης συμπεριφοράς ή πράξης είναι υπέρμετρα περιορισμένος από νομικής ή πραγματικής απόψεως, ειδικότερα καθότι δεν μπορεί να αφορά τις διατάξεις δημόσιας τάξης του δικαίου της Ένωσης.

203    Κατά μείζονα λόγο, η δυνατότητα υποβολής καταγγελίας ενώπιον της Επιτροπής ή των ΕΑΑ δεν μπορεί να προβληθεί για να δικαιολογήσει την έλλειψη μέσου έννομης προστασίας όπως το μνημονευθέν στη σκέψη 201 της παρούσας απόφασης. Κατά τα λοιπά, υπενθυμίζεται, όσον αφορά την Επιτροπή, ότι, όπως ορθώς το θεσμικό αυτό όργανο και οι ανταναιρεσείοντες επισημαίνουν, το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), δεν αναγνωρίζει στο πρόσωπο που υποβάλλει καταγγελία στην Επιτροπή δυνάμει του εν λόγω άρθρου το δικαίωμα να απαιτήσει την έκδοση οριστικής απόφασης όσον αφορά την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της προβαλλόμενης παράβασης (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, EFIM κατά Επιτροπής, C‑56/12 P, EU:C:2013:575, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

204    Επομένως, ο πρώτος λόγος ανταναιρέσεως είναι βάσιμος στο σύνολό του. Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος που ακύρωσε εν μέρει το άρθρο 2 της επίδικης απόφασης, όσον αφορά τους προβλεπόμενους στο άρθρο αυτό κανόνες περί διαιτησίας.

Β.      Επί του δευτέρου λόγου ανταναιρέσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

205    Με τον δεύτερο λόγο ανταναιρέσεως, ο M. J. H. Tuitert και ο N. Kerstholt καθώς και η EU Athletes, υποστηριζόμενοι από την Επιτροπή, ισχυρίζονται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη αρνούμενο να λάβει υπόψη, για τον σκοπό της διαπίστωσης εξ αντικειμένου περιορισμού του ανταγωνισμού στην υπό κρίση υπόθεση, το γεγονός ότι οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας είχαν, μεταξύ άλλων, ως σκοπό να διασφαλίσουν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ISU.

206    Συναφώς, οι ανταναιρεσείοντες εκτιμούν, κατά πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών στη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αρνούμενο να δεχθεί ότι ο ως άνω σκοπός προέκυπτε από τους εν λόγω κανόνες τόσο στο κείμενο που εκδόθηκε το 2014 όσο και σε εκείνο που εκδόθηκε το 2016.

207    Κατά δεύτερον, οι ανταναιρεσείοντες εκτιμούν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, στις σκέψεις 107 και 109 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κρίνοντας ότι ο εν λόγω σκοπός δεν είχε αυτός καθεαυτόν χαρακτήρα αντίθετο προς τον ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, μολονότι γίνεται γενικά δεκτό ότι μια επιχείρηση ή μια ένωση επιχειρήσεων που ασκεί οικονομική δραστηριότητα μπορεί να προωθεί τα οικονομικά συμφέροντά της, το Γενικό Δικαστήριο δεν άντλησε τις συνέπειες των διαπιστώσεων και των εκτιμήσεών του σχετικά με το κρίσιμο νομικό και οικονομικό πλαίσιο, ιδίως αυτές που ανέπτυξε στις σκέψεις 70 και 114 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από τις οποίες προέκυπτε ότι η ISU ασκεί μονοπωλιακή οικονομική δραστηριότητα στην αγορά διοργάνωσης και εμπορικής εκμετάλλευσης των διεθνών αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας και διαθέτει συγχρόνως εξουσία ρύθμισης, λήψης αποφάσεων, ελέγχου και επιβολής κυρώσεων, η οποία την περιάγει σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων που επιτάσσει τη θέσπιση κατάλληλων υποχρεώσεων, περιορισμών και ελέγχου. Κατά τους ανταναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη την κατάσταση αυτή και να κρίνει ότι ο επίμαχος στην υπό κρίση υπόθεση σκοπός συνιστούσε κρίσιμο στοιχείο για τη διαπίστωση της ύπαρξης εξ αντικειμένου περιορισμού του ανταγωνισμού, όπως είχε πράξει η Επιτροπή.

208    Η ISU αντικρούει το σύνολο των ως άνω επιχειρημάτων.

2.      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

209    Διαπιστώνεται, εκ προοιμίου, ότι το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι έκρινε, στις σκέψεις 107 και 109 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ορισμένες εκτιμήσεις της Επιτροπής ήταν εσφαλμένες, δέχθηκε εντούτοις τελικώς, στη σκέψη 111 της εν λόγω απόφασης, ότι τα συγκεκριμένα σφάλματα δεν είχαν οποιαδήποτε επίπτωση στο νομικά βάσιμο συμπέρασμα του θεσμικού οργάνου ότι οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας είχαν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Για τον λόγο αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της ISU κατά το μέρος που αφορούσε τη συγκεκριμένη πτυχή της επίδικης απόφασης.

210    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ανταναιρέσεως αφορά σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τα οποία όχι μόνο διατυπώθηκαν επαλλήλως, αλλά τα οποία, επιπλέον, εντάσσονται στο πλαίσιο της συλλογιστικής που οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει μέρος των αιτημάτων της ISU και, επομένως, να δεχθεί, κατά το μέτρο αυτό, τα αιτήματα τόσο της Επιτροπής όσο και του M. J. H. Tuitert και του N. Kerstholt καθώς και της EU Athletes. Συνεπώς, με τον συγκεκριμένο λόγο ανταναιρέσεως, οι ανταναιρεσείοντες ζητούν αντικατάσταση του σκεπτικού η οποία δεν μπορεί να τους παράσχει οποιοδήποτε όφελος. Τέτοιου είδους αιτήματα είναι απαράδεκτα (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 42, και της 9ης Νοεμβρίου 2017, TV2/Danmark κατά Επιτροπής, C‑649/15 P, EU:C:2017:835, σκέψη 61).

211    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ανταναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

212    Κατά συνέπεια, η ανταναίρεση πρέπει να γίνει δεκτή κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 204 της παρούσας απόφασης.

213    Ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέτρο που ακύρωσε εν μέρει την επίδικη απόφαση.

V.      Επί της προσφυγής στην υπόθεση T93/18

214    Το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη και το Δικαστήριο αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

215    Εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της απόρριψης, από το Δικαστήριο, της αιτήσεως αναιρέσεως της ISU κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στο μέτρο που με αυτήν απορρίφθηκαν τα αιτήματα της ISU περί ακύρωσης του μέρους της επίδικης απόφασης που αφορά τους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας, η προσφυγή στην υπόθεση T‑93/18 διατηρείται μόνο στο μέτρο που βάλλει κατά του μέρους της επίδικης απόφασης που αφορά τους κανόνες περί διαιτησίας.

216    Δεδομένου ότι ο έκτος και ο έβδομος λόγος ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούσαν παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ καθόσον το εν λόγω άρθρο εφαρμόστηκε στους κανόνες περί διαιτησίας, αποτέλεσαν αντικείμενο κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η δε εξέτασή τους δεν απαιτεί τη λήψη οποιουδήποτε συμπληρωματικού μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας ή τη διεξαγωγή αποδείξεων, η προσφυγή είναι ώριμη προς εκδίκαση όσον αφορά τους συγκεκριμένους λόγους ακυρώσεως και το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί το ίδιο οριστικώς επ’ αυτών [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Επιτροπή και Συμβούλιο κατά Carreras Sequeros κ.λπ., C‑119/19 P και C‑126/19 P, EU:C:2020:676, σκέψη 130, και της 2ας Δεκεμβρίου 2021, Επιτροπή και GMB Glasmanufaktur Brandenburg κατά Xinyi PV Products (Anhui) Holdings, C‑884/19 P και C‑888/19 P, EU:C:2021:973, σκέψη 104].

Α.      Επιχειρήματα των διαδίκων

217    Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, η ISU υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι κανόνες περί διαιτησίας επέτεινα τον εξ αντικειμένου αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας.

218    Συγκεκριμένα, η υποχρεωτική προσφυγή σε μηχανισμό διαιτησίας βάσει σύμβασης συνιστά, κατά την ISU, γενικώς αποδεκτή μέθοδο επίλυσης των διαφορών. Επιπλέον, εν προκειμένω, το TAS διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο για την ομοιόμορφη εφαρμογή των αθλητικών κανόνων. Κατά τα λοιπά, η απονομή αρμοδιότητας στο εν λόγω όργανο, η οποία επήλθε κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης απόφασης από την Επιτροπή, συνιστά, κατά την ISU, πρόοδο σε σχέση με τον εσωτερικό μηχανισμό προσφυγής που ίσχυε έως τότε. Τέλος, κατά την ISU, οι ενδιαφερόμενοι έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν την αναγνώριση και την εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων του εν λόγω οργάνου ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία μπορούν να υποβάλλουν στο Δικαστήριο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης.

219    Γενικότερα, κατά την ISU, οι εκτιμήσεις της Επιτροπής επί του ως άνω ζητήματος είναι αλυσιτελείς, το δε θεσμικό όργανο αναγνωρίζει ότι οι κανόνες περί διαιτησίας δεν αποτελούν, αυτοί καθεαυτούς, συστατικό στοιχείο της παράβασης.

220    Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, η ISU υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία να της επιβάλει διορθωτικά μέτρα τα οποία αφορούσαν τους κανόνες περί διαιτησίας, δεδομένου ότι ουδεμία σχέση υφίσταται μεταξύ των εν λόγω κανόνων και των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας.

Β.      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

221    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 199 και 204 της παρούσας απόφασης, ορθώς η Επιτροπή στηρίχθηκε, στις αιτιολογικές σκέψεις 270 έως 277, 282 και 283 της επίδικης απόφασης, στις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 188 έως 198 της παρούσας απόφασης για να θεμελιώσει το συμπέρασμά της ότι οι κανόνες περί διαιτησίας ενίσχυαν, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου, των όρων εφαρμογής και της εμβέλειάς τους, στο νομικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, τον εξ αντικειμένου αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των μη υποκείμενων σε υποχρεώσεις, περιορισμούς και κατάλληλο δικαστικό έλεγχο εξουσιών, τις οποίες η ISU διαθέτει δυνάμει των κανόνων περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας.

222    Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η ISU δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι το ως άνω συμπέρασμα ενέχει οποιαδήποτε πλάνη, κατά μείζονα δε λόγο πρόδηλη πλάνη.

223    Συγκεκριμένα, συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις της επίδικης απόφασης που μνημονεύονται στη σκέψη 216 της παρούσας απόφασης προκύπτει, αφενός, ότι οι κανόνες περί διαιτησίας προβλέπουν, υποχρεωτικώς και αποκλειστικώς, την υποβολή των διαφορών σχετικά με τους κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας ενώπιον του TAS, διαιτητικού οργάνου οι αποφάσεις του οποίου υπόκεινται στον έλεγχο του Tribunal fédéral (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου). Η Επιτροπή επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ο έλεγχος που το εν λόγω δικαστήριο μπορεί να ασκεί στις διαιτητικές αποφάσεις δεν περιλαμβάνει το ζήτημα του αν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις δημόσιας τάξης των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το Tribunal fédéral (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) δεν είναι δικαστήριο κράτους μέλους, αλλά δικαστήριο εκτός του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης, το οποίο δεν μπορεί να υποβάλλει συναφώς αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Τέλος, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, κατά τη νομολογία του Tribunal fédéral (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου), οι αθλητές δεν έχουν, στην πράξη, άλλη επιλογή από το να αποδεχτούν την υποβολή των διαφορών τους με την ISU στην κρίση του TAS, άλλως πρέπει να παραιτηθούν από τη συμμετοχή σε όλους τους αγώνες που διοργανώνουν η ISU ή οι εθνικές ενώσεις παγοδρομίας μέλη της, δηλαδή, τελικώς, να παραιτηθούν από την άσκηση του επαγγέλματός τους.

224    Αφετέρου, οι κανόνες περί διαιτησίας αποκλείουν τη δυνατότητα των αθλητών αποδεκτών απόφασης περί μη επιλεξιμότητας ή οντοτήτων ή επιχειρήσεων αποδεκτριών απόφασης περί μη προηγούμενης έγκρισης για σχέδιο διεθνών αγώνων παγοδρομίας ταχύτητας, οι οποίοι ασκούν προσφυγή, να ζητήσουν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων τόσο ενώπιον του αρμόδιου διαιτητικού οργάνου όσο και ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων που ενδεχομένως κληθούν να αποφανθούν επί της εκτέλεσης των διαιτητικών αποφάσεων που εκδίδει το εν λόγω όργανο. Επιπλέον, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η εν λόγω εκτέλεση μπορεί γενικά να πραγματοποιηθεί από την ISU και τις εθνικές ενώσεις παγοδρομίας μέλη της, χωρίς να απαιτείται προς τούτο παρέμβαση εθνικού δικαστηρίου.

225    Η ISU δεν προβάλλει, όμως, οποιοδήποτε συγκεκριμένο και τεκμηριωμένο επιχείρημα βάσει του οποίου μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διάφορες ως άνω παρατηρήσεις βασίζονται σε εσφαλμένη ή ενέχουσα πολλαπλή πλάνη εκτίμησης πραγματική βάση. Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ορισμένες από τις ως άνω παρατηρήσεις, όπως αυτές που αφορούν την αδυναμία υποβολής των διαιτητικών αποφάσεων του TAS στον έλεγχο δικαστηρίου δυνάμενου να εξακριβώσει ότι τηρούνται οι διατάξεις δημόσιας τάξης του δικαίου της Ένωσης, ενδεχομένως, κάνοντας χρήση της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, είναι ορθές, και ότι άλλες, όπως αυτές κατά τις οποίες ο επίμαχος στην υπό κρίση υπόθεση μηχανισμός διαιτησίας εφαρμόζεται, στην πράξη, μονομερώς από την ISU στους αθλητές, συνάδουν με όσα έχει κρίνει επί του ίδιου ζητήματος το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφαση του ΕΔΔΑ της 2ας Οκτωβρίου 2018, Mutu και Pechstein κατά Ελβετίας, CE:ECHR:2018:1002JUD004057510, § 109 έως 115).

226    Επομένως, ο έκτος λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος.

227    Όσον αφορά τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, οσάκις διαπιστώνει την ύπαρξη παράβασης του άρθρου 101 ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, έχει την εξουσία να υποχρεώσει, μέσω απόφασης, τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων να παύσουν την εν λόγω παράβαση (πρβλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 1983, GVL κατά Επιτροπής, 7/82, EU:C:1983:52, σκέψη 23) και, προς τούτο, να τους επιβάλει κάθε διορθωτικό μέτρο το οποίο είναι αναλογικό προς την εν λόγω παράβαση και αναγκαίο για την πραγματική παύση της (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Alrosa, C‑441/07 P, EU:C:2010:377, σκέψη 39).

228    Εν προκειμένω, ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κανόνες περί διαιτησίας επέτειναν την παράβαση που διαπιστώθηκε στο άρθρο 1 της επίδικης απόφασης, καθιστώντας δυσχερέστερο τον δικαστικό έλεγχο, υπό το πρίσμα του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, των διαιτητικών αποφάσεων του TAS που εκδίδονται επί των αποφάσεων που λαμβάνει η ISU κατ’ ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας που της αναγνωρίζουν οι κανόνες περί προηγούμενης έγκρισης και επιλεξιμότητας.

229    Επιπλέον, η ISU, η οποία περιορίζεται στο να επικαλεστεί εσφαλμένα την ανυπαρξία σχέσης μεταξύ των διαφόρων ως άνω κανόνων, δεν αμφισβητεί λυσιτελώς τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με την ανάγκη λήψεως διορθωτικών μέτρων από το εν λόγω θεσμικό όργανο όσον αφορά τους κανόνες περί διαιτησίας.

230    Υπό τις συνθήκες αυτές, ούτε ο έβδομος λόγος ακυρώσεως φαίνεται βάσιμος.

231    Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί καθ’ ο μέρος δεν έχει ήδη απορριφθεί με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

 VI.      Επί των δικαστικών εξόδων

232    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη ή όταν γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

233    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

234    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται επίσης στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων.

235    Εν προκειμένω, η ISU ηττήθηκε τόσο στην υπόθεση C‑124/21 P όσο και στο μέρος της υπόθεσης T‑93/18 που εκδίκασε το Δικαστήριο.

236    Επιπλέον, παρά την απόρριψη του δευτέρου λόγου τους ανταναιρέσεως, τα αιτήματα του M. J. H. Tuitert και του N. Kerstholt καθώς και της EU Athletes έχουν γίνει δεκτά.

237    Υπό τις συνθήκες αυτές, η ISU πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα τόσο στην υπόθεση C‑124/21 P όσο και στην υπόθεση T‑93/18 την οποία εκδίκασε το Δικαστήριο, κατά τα αιτήματα της Επιτροπής, του M. J. H. Tuitert και του N. Kerstholt καθώς και της EU Athletes.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Δέχεται την αίτηση ανταναιρέσεως.

3)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, International Skating Union κατά Επιτροπής (T93/18, EU:T:2020:610), κατά το μέρος που ακύρωσε εν μέρει το άρθρο 2 της απόφασης C(2017) 8230 final της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση AT.40208 – Κανόνες επιλεξιμότητας της Διεθνούς Ένωσης Παγοδρομίας).

4)      Απορρίπτει την προσφυγή στην υπόθεση T93/18 καθ’ ο μέρος δεν έχει ήδη απορριφθεί με την απόφαση που μνημονεύεται στο σημείο 3 του παρόντος διατακτικού.

5)      Καταδικάζει την International Skating Union στα δικαστικά έξοδα στην υπόθεση C124/21 P και στο μέρος της υπόθεσης T93/18 που μνημονεύεται στο σημείο 4 του παρόντος διατακτικού.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.