Language of document : ECLI:EU:T:2013:646

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2013 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Διαδικασία πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών – Παροχή υπηρεσιών υποστηρίξεως με σκοπό την ανάπτυξη υποδομών τεχνολογιών πληροφορικής και υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβερνήσεως στην Αλβανία – Απόρριψη προσφοράς διαγωνιζομένου – Διαφάνεια – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑165/12,

European Dynamics Luxembourg SA, με έδρα το Ettelbrück (Λουξεμβούργο),

Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

εκπροσωπούμενες από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους P. van Nuffel και M. Κωνσταντινίδη,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως CMS/cms D(2012)/00008 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2012, περί απορρίψεως της προσφοράς των προσφευγουσών στο πλαίσιο της διαδικασίας του κλειστού διαγωνισμού EuropAid/131431/C/SER/AL,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, προεδρεύοντα, M. Kancheva (εισηγήτρια) και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιουνίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες, European Dynamics Luxembourg SA και Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE είναι, αντιστοίχως, εταιρία λουξεμβουργιανού δικαίου με έδρα το Ettelbrück (Λουξεμβούργο) και εταιρία ελληνικού δικαίου με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα).

2        Στις 11 Μαΐου 2011 δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (JO/S 90) προκαταρκτική προκήρυξη για τον διαγωνισμό EuropeAid/131/431/C/SER/AL (στο εξής: διαγωνισμός). Στις 19 Ιουλίου 2011 δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (JO/S 136) προκήρυξη για τον ίδιο διαγωνισμό (στο εξής: προκήρυξη).

3        Αντικείμενο του διαγωνισμού ήταν η παροχή υπηρεσιών υποστηρίξεως προς το αλβανικό Υπουργείο Καινοτομίας και Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών καθώς και προς τον αλβανικό Εθνικό Οργανισμό για την Κοινωνία της Πληροφορίας, με σκοπό την ανάπτυξη υποδομών τεχνολογιών πληροφορικής και υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβερνήσεως στην Αλβανία. Η αρχικώς προβλεφθείσα διάρκεια της συμβάσεως ήταν 18 μήνες και η προϋπολογιζόμενη ανώτατη δαπάνη ανερχόταν σε 2 400 000 ευρώ.

4        Ο εν λόγω διαγωνισμός εντάσσεται στο πλαίσιο του μηχανισμού προενταξιακής βοήθειας (Instrument for Pre-Accession Assistance, στο εξής: IPA), ο οποίος θεσπίστηκε και διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) 1085/2006 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού προενταξιακής βοήθειας (IPA) (ΕΕ L 210, σ. 82).

5        Ο IPA αποσκοπεί στην παροχή συνδρομής σε σειρά χωρών, μεταξύ των οποίων η Αλβανία, προκειμένου να ευθυγραμμιστούν σταδιακά με τις προδιαγραφές και τις πολιτικές αλλά και με το κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενόψει της μελλοντικής τους προσχωρήσεως. Η συνδρομή αυτή παρέχεται, μεταξύ άλλων, μέσω της προκηρύξεως και αναθέσεως, με ευθύνη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών των οποίων οι ανάδοχοι θα παρέχουν τις υπηρεσίες τους στη δικαιούχο χώρα, εν προκειμένω, στην Αλβανία.

6        Αναθέτουσα αρχή ήταν η Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή η οποία λειτουργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της δικαιούχου χώρας Αλβανίας.

7        Η ανάθεση της συμβάσεως θα γινόταν με κριτήριο την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας αποτελούμενης από δύο στάδια, το στάδιο της προεπιλογής και το στάδιο της αναθέσεως.

8        Στο πλαίσιο της προεπιλογής, οι ενδιαφερόμενοι καλούνταν να υποβάλουν έως τις 2 Σεπτεμβρίου 2011 αιτήσεις συμμετοχής συνοδευόμενες από ορισμένα στοιχεία αποδεικνύοντα την οικονομική, τεχνική και επαγγελματική τους ικανότητα να εκτελέσουν το αντικείμενο της συμβάσεως. Μετά την ολοκλήρωση της αξιολογήσεως των αιτήσεων συμμετοχής των υποψηφίων, η επιτροπή αξιολογήσεως θα κατάρτιζε κατάλογο προεπιλεγέντων με τέσσερις έως οκτώ υποψηφίους, οι οποίοι θα ήταν οι μόνοι που θα καλούνταν από την Επιτροπή να μετάσχουν στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή στο στάδιο της αναθέσεως.

9        Στις 30 Αυγούστου 2011 οι προσφεύγουσες κατέθεσαν φάκελο υποψηφιότητας για να συμμετάσχουν στον εν λόγω διαγωνισμό υπό τη μορφή κοινοπραξίας, μαζί με την Performance SA.

10      Με έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή ενημέρωσε την European Dynamics Luxembourg, συντονίστρια της κοινοπραξίας, ότι η προσφορά της κοινοπραξίας διήλθε με επιτυχία το στάδιο της προεπιλογής. Στο εν λόγω έγγραφο επισυνάφθηκαν τα συμβατικά έγγραφα που αφορούσαν τη διεξαγωγή του σταδίου της αναθέσεως.

11      Στα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονταν οι «Οδηγίες προς τους διαγωνιζομένους», το «Σχέδιο συμβάσεως και οι ειδικοί όροι» και τα έξι παραρτήματά του, που τιτλοφορούνταν αντιστοίχως «Γενικοί όροι για τις συμβάσεις υπηρεσιών», «Τεχνική συγγραφή υποχρεώσεων», «Οργάνωση και μεθοδολογία», «Εμπειρογνώμονες», «Προϋπολογισμός» καθώς και «Υποδείγματα και άλλα σχετικά έγγραφα». Το σύνολο των ανωτέρω εγγράφων περιλάμβανε και άλλες πληροφορίες, όπως τον «πίνακα αξιολογήσεως» ο οποίος περιείχε τα κριτήρια αξιολογήσεως και το υπόδειγμα για την υποβολή των προσφορών.

12      Κατά το άρθρο 12 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους, η αξιολόγηση των προσφορών θα διεξαγόταν σε δύο διαδοχικά στάδια, το στάδιο της αξιολογήσεως της τεχνικής προσφοράς και το στάδιο της αξιολογήσεως της οικονομικής προσφοράς.

13      Η αξιολόγηση της τεχνικής προσφοράς θα γινόταν με βάση τον πίνακα αξιολογήσεως που περιείχε τα κριτήρια αναθέσεως και τη στάθμισή τους. Ειδικότερα, το πρώτο κριτήριο, με τίτλο «Οργάνωση και μεθοδολογία», μπορούσε να βαθμολογηθεί με 70 βαθμούς κατ’ ανώτατο όριο. Το κριτήριο αυτό αποτελούνταν από τρία επιμέρους κριτήρια, επιγραφόμενα αντιστοίχως «Λογική της υλοποιήσεως της συμβάσεως», «Στρατηγική» και «Χρονοδιάγραμμα των εργασιών». Το δεύτερο κριτήριο με τίτλο «Εμπειρογνώμονες» αφορούσε τις ικανότητες τριών εμπειρογνωμόνων διαφορετικών ειδικοτήτων. Ο πρώτος εμπειρογνώμονας ήταν ο «Υπεύθυνος έργου», ο δεύτερος εμπειρογνώμονας ήταν ο «Εμπειρογνώμονας συστημάτων διαχειρίσεως εγγράφων και αρχείων» και ο τρίτος εμπειρογνώμονας ήταν ο «Εμπειρογνώμονας για τις διαδικτυακές πύλες». Ο ανώτατος αριθμός βαθμών που μπορούσε να λάβει κάθε εμπειρογνώμονας ήταν 14 για τον συντονιστή της ομάδας, 8 για τον εμπειρογνώμονα συστημάτων διαχειρίσεως εγγράφων και αρχείων και 8 για τον εμπειρογνώμονα για τις διαδικτυακές πύλες, ήτοι συνολικώς 30 βαθμοί. Καθένας από τους εμπειρογνώμονες αυτούς επρόκειτο να αξιολογηθεί με βάση τρία επιμέρους κριτήρια, τιτλοφορούμενα αντιστοίχως «Προσόντα και ικανότητες», «Γενική επαγγελματική εμπειρία» και «Ειδική επαγγελματική εμπειρία».

14      Από την αξιολόγηση της οικονομικής προσφοράς, για τη διενέργεια της οποίας θα έπρεπε προηγουμένως να συγκεντρωθεί μέσος όρος τουλάχιστον 80 βαθμών κατά την αξιολόγηση της τεχνικής προσφοράς, μπορούσαν να προκύψουν 20 επιπλέον βαθμοί.

15      Κατά το σημείο 12, παράγραφος 4, των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους, ολόκληρη η διαδικασία αξιολογήσεως είναι εμπιστευτική, υποκείμενη στη νομοθεσία της αναθέτουσας αρχής περί προσβάσεως στα έγγραφα. Οι αποφάσεις της επιτροπής αξιολογήσεως είναι συλλογικές και οι διαβουλεύσεις της διεξάγονται σε κλειστή συνεδρίαση. Τα μέλη της επιτροπής αξιολογήσεως δεσμεύονται να τηρούν μυστικότητα. Από το ίδιο αυτό σημείο προκύπτει επίσης ότι οι εκθέσεις αξιολογήσεως και τα πρακτικά, ειδικότερα, προορίζονται μόνο για επίσημη χρήση και δεν είναι δυνατό να κοινοποιηθούν ούτε στους διαγωνιζομένους ούτε σε οποιονδήποτε τρίτο, πλην της αναθέτουσας αρχής, της Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου.

16      Το σημείο 8 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους διευκρίνιζε ότι οι προσφορές έπρεπε να υποβληθούν μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2011.

17      Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν εμπρόθεσμα τους φακέλους της τεχνικής και της οικονομικής τους προσφοράς.

18      Με έγγραφο της 8ης Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε την European Dynamics Luxembourg, συντονίστρια της κοινοπραξίας, ότι:

–        η προσφορά της κοινοπραξίας δεν είχε επιλεγεί, διότι δεν ήταν η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά μεταξύ των τεχνικών προσφορών που κρίθηκαν παραδεκτές,

–        η επιτροπή αξιολογήσεως είχε προτείνει την ανάθεση της συμβάσεως στην κοινοπραξία που αποτελούνταν από τη CSI‑Piemonte και την Infosoft Systems Sha,

–        η κοινοπραξία είχε τη δυνατότητα να προσβάλει την απόφαση περί αναθέσεως σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο 2.4.15 του πρακτικού οδηγού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων για τις εξωτερικές δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: πρακτικός οδηγός).

19      Στο εν λόγω έγγραφο περιλαμβανόταν πίνακας στον οποίο αναγραφόταν η συνολική βαθμολογία που είχε δοθεί, αντιστοίχως, στις προσφεύγουσες και στον ανάδοχο, καθώς και οι βαθμοί που είχαν λάβει αμφότερες οι κοινοπραξίες για την οικονομική και για την τεχνική προσφορά τους. Ως προς την τελευταία δε προσφορά, ο εν λόγω πίνακας περιείχε τη βαθμολογία που είχαν λάβει οι προσφεύγουσες και ο ανάδοχος για τα κριτήρια με τίτλο «Οργάνωση και μεθοδολογία», «Εμπειρογνώμονας υπ’ αριθ. 1», «Εμπειρογνώμονας υπ’ αριθ. 2» και «Εμπειρογνώμονας υπ’ αριθ. 3».

20      Με έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2012, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από την Επιτροπή, μεταξύ άλλων, να τους κοινοποιήσει τα ακόλουθα στοιχεία:

–        αντίγραφο του αναλυτικού πρακτικού της επιτροπής αξιολογήσεως και τη σύνθεση της επιτροπής αυτής,

–        τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της προσφοράς τους όσον αφορά την οργάνωση και τη μεθοδολογία, σε σύγκριση με την προσφορά του αναδόχου,

–        την ακριβή βαθμολογία που έλαβαν οι προσφορές των ιδίων και του αναδόχου για καθένα από τα επιμέρους κριτήρια αξιολογήσεως όσον αφορά το κριτήριο με τίτλο «Οργάνωση και μεθοδολογία» και το κριτήριο με τίτλο «Εμπειρογνώμονες» καθώς και την αιτιολόγηση της βαθμολογίας αυτής.

21      Με έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τον ανάδοχο, διότι οι πληροφορίες αυτές ήταν εμπιστευτικές και προορίζονταν μόνο για υπηρεσιακή χρήση. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι το περιεχόμενο του πρακτικού της επιτροπής αξιολογήσεως (στο εξής: πρακτικό αξιολογήσεως) δεν μπορούσε να αποκαλυφθεί ούτε στους διαγωνιζομένους ούτε σε τρίτους, πλην των εξουσιοδοτημένων υπηρεσιών της αναθέτουσας αρχής, της Επιτροπής και των εποπτευουσών αρχών. Συναφώς, παρέπεμψε τις προσφεύγουσες στο άρθρο 3.3.10.5 του πρακτικού οδηγού. Επιπλέον, η Επιτροπή, αναφερόμενη στον κανονισμό 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), διευκρίνισε ότι τα ονόματα των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως δεν μπορούσαν να δημοσιοποιηθούν για λόγους προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου.

22      Το από 21 Φεβρουαρίου 2012 έγγραφο της Επιτροπής περιείχε επίσης πίνακα, στον οποίο παρουσιαζόταν αναλυτικά η μέση βαθμολογία που είχε συγκεντρώσει η τεχνική προσφορά των προσφευγουσών για τα επιμέρους κριτήρια με τίτλο, αντιστοίχως, «Λογική της υλοποιήσεως της συμβάσεως», «Στρατηγική» και «Χρονοδιάγραμμα των εργασιών», στα οποία είχε διαιρεθεί το κριτήριο «Οργάνωση και μεθοδολογία», καθώς και για τα κριτήρια με τίτλο, αντιστοίχως, «Προσόντα και ικανότητες», «Γενική επαγγελματική εμπειρία» και «Ειδική επαγγελματική εμπειρία», στα οποία είχε διαιρεθεί το κριτήριο «Εμπειρογνώμονες».

23      Όσον αφορά την αιτιολόγηση της βαθμολογίας που περιλαμβανόταν στον ως άνω πίνακα, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η αξιολόγηση των τριών επιμέρους κριτηρίων στα οποία είχε διαιρεθεί το κριτήριο «Οργάνωση και μεθοδολογία» ήταν η ακόλουθη:

–        Λογική της υλοποιήσεως της συμβάσεως: «Μειονεκτούσα γενική εικόνα για τα καίρια ζητήματα και ανάλυση και διασπορά κινδύνου πλημμελώς προσδιορισμένες»·

–        Στρατηγική: «Κατάλογος δραστηριοτήτων λεπτομερώς ορισμένος και πολύ αξιόλογος κατάλογος από επικουρικούς εμπειρογνώμονες. Πολύ ανταγωνιστικό συμφωνητικό διασφάλισης επιπέδου ποιότητας υπηρεσιών»·

–        Χρονοδιάγραμμα των εργασιών: «Συνολικά καλό χρονοδιάγραμμα εργασιών».

24      Όσον αφορά την αιτιολόγηση της βαθμολογίας για τους εμπειρογνώμονες, η Επιτροπή σημείωσε τα ακόλουθα: «η εμπειρία, η μόρφωση και οι γλωσσικές ικανότητες του υπευθύνου έργου, του εμπειρογνώμονα συστημάτων διαχειρίσεως εγγράφων και αρχείων και του εμπειρογνώμονα για τις διαδικτυακές πύλες αξιολογήθηκαν ως “συνολικά καλό προφίλ”».

25      Στις 21 Μαρτίου 2012 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στην Επιτροπή επιβεβαιωτικό αίτημα, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, ζητώντας από την Επιτροπή να τους γνωστοποιήσει τη σύνθεση της επιτροπής αξιολογήσεως και να τους κοινοποιήσει αντίγραφο του αναλυτικού πρακτικού αξιολογήσεως που να περιλαμβάνει, για κάθε κριτήριο χωριστά, συγκριτική παρουσίαση της βαθμολογίας των προσφευγουσών και της βαθμολογίας του αναδόχου.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Απριλίου 2012, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

27      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιουνίου 2012, η Επιτροπή υπέβαλε υπόμνημα αντικρούσεως.

28      Κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, η Επιτροπή, με έγγραφο της 25ης Ιουλίου 2012, απάντησε εν μέρει στο επιβεβαιωτικό αίτημα των προσφευγουσών για πρόσβαση στα έγγραφα. Ειδικότερα, η Επιτροπή διαβίβασε στις προσφεύγουσες το πρακτικό της επιτροπής αξιολογήσεως και επτά ακόμη έγγραφα συνημμένα στο εν λόγω πρακτικό, ήτοι τα δελτία παρουσιών, τα πρακτικά της προπαρασκευαστικής συσκέψεως της επιτροπής αξιολογήσεως, το πρακτικό της αποσφράγισης των προσφορών, τον πίνακα αξιολογήσεως, τα σχόλια για κάθε προσφορά, την αλληλογραφία με τους διαγωνιζομένους και τον πίνακα ελέγχου πληρότητας τυπικών στοιχείων. Η Επιτροπή σημείωσε ωστόσο ότι απάλειψε ορισμένα στοιχεία από όλα τα επίμαχα έγγραφα για λόγους προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001. Η Επιτροπή ανέφερε επίσης ότι απάλειψε ορισμένες άλλες πληροφορίες από το πρακτικό της επιτροπής αξιολογήσεως, από το πρακτικό της αποσφράγισης των προσφορών, από τον πίνακα αξιολογήσεως, από τα σχόλια για κάθε προσφορά και από την αλληλογραφία με τους διαγωνιζομένους, για λόγους προστασίας των εμπορικών συμφερόντων, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

29      Οι προσφεύγουσες και η Επιτροπή υπέβαλαν, αντιστοίχως, υπόμνημα απαντήσεως στις 20 Αυγούστου 2012 και υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 12 Οκτωβρίου 2012.

30      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως της προσφοράς των προσφευγουσών στο πλαίσιο του επίμαχου διαγωνισμού,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

32      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή δεν επέτρεψε την πρόσβαση των προσφευγουσών στο πρακτικό της επιτροπής αξιολογήσεως στο οποίο στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως σε σχέση, αφενός, με τη βαθμολογία που συγκέντρωσε τόσο η προσφορά των προσφευγουσών όσο και η προσφορά του αναδόχου και, αφετέρου, με τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της προσφοράς του αναδόχου. Ο τρίτος λόγος αντλείται κατ’ ουσίαν από παραβίαση της γενικής αρχής περί απαγορεύσεως της τροποποιήσεως των συμβατικών εγγράφων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού. Προβάλλεται, ειδικότερα, ότι, όπως προκύπτει από το πρακτικό της επιτροπής αξιολογήσεως που διαβίβασε η Επιτροπή στις 25 Ιουλίου 2012, το θεσμικό αυτό όργανο αξιολόγησε την προσφορά των προσφευγουσών βάσει επιμέρους κριτηρίων που δεν είχαν προβλεφθεί στα συμβατικά έγγραφα.

 Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της αναλογικότητας

33      Ο πρώτος λόγος διαιρείται σε δύο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και το δεύτερο αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της διαφάνειας

34      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της διαφάνειας που κατοχυρώνουν τα άρθρα 15 ΣΛΕΕ και 298 ΣΛΕΕ καθώς και το άρθρο 89, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), καθόσον, με το από 21ης Φεβρουαρίου 2012 έγγραφό της αρνήθηκε να τους παράσχει αντίγραφο του πρακτικού αξιολογήσεως. Η άρνηση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τις διατάξεις του πρακτικού οδηγού ούτε από εκείνες του δημοσιονομικού κανονισμού ή του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 357, σ. 1, στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός), αλλ’ ούτε καν από τις οδηγίες προς τους διαγωνιζομένους.

35      Καταρχάς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν συναφώς ότι το άρθρο 3.3.10.5 του πρακτικού οδηγού, κατά το οποίο το περιεχόμενο του πρακτικού αξιολογήσεως δεν ανακοινώνεται ούτε στους διαγωνιζομένους ούτε σε τρίτους, πλην των εξουσιοδοτημένων υπηρεσιών της αναθέτουσας αρχής, της Επιτροπής και των εποπτευουσών αρχών, έχει απλώς πληροφοριακό χαρακτήρα.

36      Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 149, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού, δεν απαριθμούν περιοριστικά τα στοιχεία που πρέπει να ανακοινώνονται στους διαγωνιζομένους. Επομένως, η Επιτροπή δεν δύναται να επικαλεστεί τις διατάξεις αυτές προς δικαιολόγηση της αρνήσεώς της να κοινοποιήσει στις προσφεύγουσες το πρακτικό αξιολογήσεως. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί στις διατάξεις αυτές προκειμένου να παρεκκλίνει από αρχή η οποία έχει ισχύ πρωτογενούς δικαίου, όπως είναι η αρχή της διαφάνειας.

37      Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η άρνηση της Επιτροπής να τους γνωστοποιήσει το περιεχόμενο του πρακτικού αξιολογήσεως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε και από το σημείο 12.4 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή είναι αντιφατική, καθόσον, μολονότι απαγορεύει την κοινοποίηση του πρακτικού αξιολογήσεως στους διαγωνιζομένους, εντούτοις προβλέπει ότι η διαδικασία αξιολογήσεως διέπεται από τη νομοθεσία περί προσβάσεως στα έγγραφα, η οποία συνιστά εξειδίκευση της αρχής της διαφάνειας.

38      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

39      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι ο πρώτος λόγος δεν αφορά ενδεχόμενη παράβαση του κανονισμού 1049/2001, το άρθρο 8 του οποίου καθορίζει υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί ένα νομικό πρόσωπο που έχει την έδρα του σε κράτος μέλος να ασκήσει ένδικη προσφυγή κατά του θεσμικού οργάνου που αρνείται να του παράσχει πρόσβαση σε έγγραφο η οποία ζητήθηκε δυνάμει του ίδιου αυτού κανονισμού, αλλά αποκλειστικά και μόνον το ζήτημα αν, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθέσεως της επίμαχης δημόσιας συμβάσεως, η μη κοινοποίηση αντιγράφου του πρακτικού αξιολογήσεως στις προσφεύγουσες συνιστά παράβαση των διαφόρων διατάξεων τις οποίες αυτές επικαλούνται, δηλαδή των άρθρων 15 ΣΛΕΕ και 298 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 89, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού. Εντούτοις, στο μέτρο που οι αιτιάσεις τις οποίες προβάλλουν οι προσφεύγουσες σχετικά με τη μη κοινοποίηση του πρακτικού αξιολογήσεως μπορούν επίσης να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αφορούν στην πραγματικότητα ανεπαρκή αιτιολογία, οι αιτιάσεις αυτές θα εξεταστούν στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου.

40      Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το επιχείρημα που αντλεί η Επιτροπή από το γεγονός ότι στις προσφεύγουσες κοινοποιήθηκε αντίγραφο του πρακτικού αξιολογήσεως κατόπιν του επιβεβαιωτικού αιτήματος που υπέβαλαν στις 27 Ιουλίου 2012 δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου.

41      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το έγγραφο των προσφευγουσών της 10ης Φεβρουαρίου 2012, μετά την κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από την Επιτροπή να τους γνωστοποιήσει, όπως προβλέπουν οι διατάξεις που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις της Ένωσης, το πρακτικό αξιολογήσεως, πράγμα το οποίο η Επιτροπή αρνήθηκε να πράξει, όπως προκύπτει από το έγγραφο που απέστειλε η τελευταία στις 21 Φεβρουαρίου 2012.

42      Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από το έγγραφο της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 2012, το θεσμικό αυτό όργανο γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες μια έκδοση του πρακτικού αξιολογήσεως από την οποία είχαν απαλειφθεί ορισμένες φερόμενες ως εμπιστευτικές πληροφορίες, ανταποκρινόμενο στα επιβεβαιωτικά αιτήματα προσβάσεως στα εν λόγω έγγραφα που είχαν υποβάλει συναφώς οι προσφεύγουσες στις 21 Μαρτίου και στις 15 Απριλίου 2012, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001.

43      Λαμβανομένου όμως υπόψη του αυτοτελούς χαρακτήρα των διαδικασιών που προβλέπουν, αφενός, ο κανονισμός 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα και, αφετέρου, ο δημοσιονομικός κανονισμός για τις δημόσιες συμβάσεις, το γεγονός ότι η Επιτροπή δέχτηκε εν προκειμένω το αίτημα των προσφευγουσών περί προσβάσεως στο πρακτικό αξιολογήσεως είναι άνευ σημασίας όσον αφορά την ενδεχόμενη διαπίστωση παραβιάσεως της αρχής της διαφάνειας λόγω μη γνωστοποιήσεως του εν λόγω πρακτικού στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας διαγωνισμού.

44      Όσον αφορά την παραβίαση αυτή, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 89, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, «όλες οι δημόσιες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό τηρούν τις αρχές της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της ίσης μεταχείρισης και της μη διάκρισης».

45      Επομένως, κατά πάγια νομολογία, η αναθέτουσα αρχή οφείλει, σε κάθε στάδιο ενός διαγωνισμού, να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και, κατ’ επέκταση, να διασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για όλους τους διαγωνιζομένους (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑496/29 P, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, Συλλογή 2004, σ. I‑3801, σκέψη 108· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, T‑203/96, Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑4239, σκέψη 85, και της 17ης Μαρτίου 2005, T‑160/03, AFCon Management Consultants κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑981, σκέψη 75).

46      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, η οποία έχει ως σκοπό να ευνοήσει την ανάπτυξη υγιούς και πραγματικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που μετέχουν σε διαγωνισμό, επιβάλλει να έχουν όλοι οι διαγωνιζόμενοι ίσες ευκαιρίες όταν διατυπώνουν τους όρους των προσφορών τους και επομένως συνεπάγεται ότι ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις για τις προσφορές όλων των διαγωνιζομένων (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2001, C‑19/00, SIAC Construction, Συλλογή 2001, σ. I‑7725, σκέψη 34, και της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C‑470/99, Universale‑Bau κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. I‑11617, σκέψη 93).

47      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την υποχρέωση διαφάνειας, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της τηρήσεώς της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2002, C‑92/00, HI, Συλλογή 2002, σ. I‑5553, σκέψη 45, και Universale‑Bau κ.λπ., σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 91).

48      H εν λόγω αρχή της διαφάνειας έχει κατ’ ουσίαν ως σκοπό να αποκλείει τον κίνδυνο ευνοιοκρατίας και αυθαιρεσίας εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής. Προϋποθέτει ότι όλοι οι όροι και όλες οι λεπτομέρειες διεξαγωγής της διαδικασίας συνάψεως της δημοσίας συμβάσεως πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων (απόφαση Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 111).

49      Η αρχή της διαφάνειας συνεπάγεται, επομένως, ότι όλα τα ουσιώδη τεχνικά στοιχεία για την προσήκουσα κατανόηση της προκηρύξεως διαγωνισμού ή της συγγραφής υποχρεώσεων τίθενται, το συντομότερο δυνατό, στη διάθεση όλων των επιχειρήσεων που μετέχουν σε δημόσιο διαγωνισμό, έτσι ώστε, αφενός, να παρασχεθεί σε όλους τους έχοντες εύλογη πληροφόρηση και επιδεικνύοντες τη συνήθη επιμέλεια διαγωνιζομένους η δυνατότητα να κατανοήσουν το ακριβές περιεχόμενό τους και να τα ερμηνεύσουν κατά τον ίδιο τρόπο και, αφετέρου, να παρασχεθεί στην αναθέτουσα αρχή η δυνατότητα να ελέγξει αποτελεσματικά αν οι προσφορές των διαγωνιζομένων ανταποκρίνονται στα κριτήρια που διέπουν τον οικείο διαγωνισμό (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2010, T‑50/05, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1071, σκέψη 59).

50      Επισημαίνεται όμως ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 147 του εκτελεστικού κανονισμού, το πρακτικό αξιολογήσεως δεν έχει ως αντικείμενο να εκθέσει όλους τους όρους και όλες τις λεπτομέρειες διεξαγωγής της διαδικασίας συνάψεως της δημοσίας συμβάσεως, αλλά να παρουσιάσει το αποτέλεσμα της αξιολογήσεως στην οποία προέβη η επιτροπή αξιολογήσεως, περιλαμβάνοντας συναφώς, μεταξύ άλλων, το όνομα των αποκλεισθέντων διαγωνιζομένων και τον λόγο απορρίψεως των προσφορών τους, καθώς και το όνομα του προτεινόμενου αναδόχου και την αιτιολογία αυτής της επιλογής. Η οριστική απόφαση όσον αφορά την ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως λαμβάνεται στη συνέχεια από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με το άρθρο 147, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού και πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις αιτιολογήσεως που επιβάλλει η έννομη τάξη της Ένωσης.

51      Επομένως, εν προκειμένω, η άρνηση της Επιτροπής να κοινοποιήσει το πρακτικό αξιολογήσεως κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία δεν είχε ως αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση των προσφυγουσών σε σχέση με τους λοιπούς διαγωνιζομένους ως προς τους όρους συμμετοχής, κάτι το οποίο, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 45 έως 49 ανωτέρω, θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της διαφάνειας.

52      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας

53      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η πλήρης και απόλυτη άρνηση της Επιτροπής να ανακοινώσει οποιοδήποτε στοιχείο του πρακτικού αξιολογήσεως αντίκειται επίσης προς την αρχή της αναλογικότητας.

54      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

55      Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το υπό κρίση σκέλος του πρώτου λόγου προβλήθηκε από τις προσφεύγουσες για πρώτη φορά με το υπόμνημά τους απαντήσεως, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί νέο ισχυρισμό ο οποίος, εξ αυτού του λόγου, είναι απαράδεκτος κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν στήριξαν την εκπρόθεσμη προβολή του σε νέα νομικά και πραγματικά στοιχεία τα οποία ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

56      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

57      Οι προσφεύγουσες προσάπτουν κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι δεν τους ανακοίνωσε, αφενός, τη βαθμολογία που συγκέντρωσε η τεχνική προσφορά του αναδόχου της συμβάσεως για κάθε επιμέρους κριτήριο του πίνακα αξιολογήσεως (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω) καθώς και τη σχετική αιτιολογία και, αφετέρου, την αιτιολογία της βαθμολογίας που έλαβε η δική τους τεχνική προσφορά για τα εννέα επιμέρους κριτήρια του δεύτερου κριτηρίου αξιολογήσεως με τίτλο «Εμπειρογνώμονες». Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή παρέβη με τον τρόπο αυτό την υποχρέωσή της να ανακοινώσει σε αποκλεισθέντα διαγωνιζόμενο, ο οποίος έχει υποβάλει εγγράφως σχετική αίτηση, τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς και, ως εκ τούτου, την υποχρέωση αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

58      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που επιβάλλουν το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 149, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού.

59      Στο μέτρο που οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, με τις αιτιάσεις που προβάλλουν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, ότι η Επιτροπή όφειλε να τους κοινοποιήσει το πρακτικό αξιολογήσεως, επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, κατά τη διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, η μόνη υποχρέωση που υπέχει συναφώς η Επιτροπή είναι να παρουσιάσει στους διαγωνιζομένους που υποβάλλουν σχετική αίτηση, μέσω του εν λόγω πρακτικού ή άλλου εγγράφου, τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου της συμβάσεως.

60      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, όπως και τα λοιπά θεσμικά όργανα, διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την έκδοση αποφάσεως που αφορά ανάθεση δημόσιας συμβάσεως κατόπιν διαγωνισμού. Συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεως της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 2005, T‑148/04, TQ3 Travel Solutions Belgium κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2627, σκέψη 47· βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 1978, 56/77, Agence européenne d’intérims κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978, σ. 679, σκέψη 20).

61      Επισημαίνεται επίσης ότι, όταν ένα θεσμικό όργανο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών έχει θεμελιώδη σημασία. Στις εγγυήσεις αυτές καταλέγεται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις του. Μόνον με αυτόν τον τρόπο είναι σε θέση ο δικαστής της Ένωσης να εξακριβώσει εάν συντρέχουν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität Μünchen, Συλλογή 1991, σ. Ι‑5469, σκέψη 14, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑387/08, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 31).

62      Όσον αφορά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, η υποχρέωση αιτιολογήσεως προβλέπεται στο άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και στο άρθρο 149, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού, από τα οποία προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή τηρεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει εφόσον αρκεστεί, καταρχάς, να ενημερώσει αμέσως τους αποκλεισθέντες διαγωνιζομένους για την απόρριψη της προσφοράς τους και, εν συνεχεία, να γνωστοποιήσει στους διαγωνιζομένους που υπέβαλαν σχετική αίτηση τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου εντός δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή γραπτής αιτήσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 2012, T‑447/10, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Δικαστηρίου, σκέψη 71).

63      Αυτός ο τρόπος ενέργειας συνάδει με τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που καθιερώνει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τον οποίο από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε, αφενός, να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου προκειμένου να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, στον δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1995, Τ‑166/94, Koyo Seiko κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ‑2129, σκέψη 103, και προπαρατεθείσα απόφαση της 19ης Μαρτίου 2010, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, σκέψη 134).

64      Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος στην παροχή διευκρινίσεων που έχουν ενδεχομένως οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65      Υπογραμμίζεται τέλος ότι η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πληροφοριακά στοιχεία που διέθετε η προσφεύγουσα κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 2003, T‑183/00, Strabag Benelux κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑135, σκέψη 58).

66      Το ζήτημα αν η Επιτροπή αθέτησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει πρέπει να εξεταστεί ακριβώς υπό το πρίσμα των ανωτέρω αρχών. Για να καθοριστεί αν τηρήθηκαν εν προκειμένω οι απαιτήσεις της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως την οποία επιβάλλουν ο δημοσιονομικός και ο εκτελεστικός κανονισμός, πρέπει να εξεταστεί το από 8 Φεβρουαρίου 2012 έγγραφο της Επιτροπής καθώς και το έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2012 το οποίο το ίδιο αυτό όργανο απέστειλε στις προσφεύγουσες μετά το αίτημα παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών που αυτές υπέβαλαν σχετικά με την απόρριψη των προσφορών τους. Συναφώς, παρατηρείται ότι, κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας, η Επιτροπή επισήμανε σαφώς ότι, αφενός, το έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2012 περιείχε επαρκή αιτιολογία όσον αφορά τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν ο δημοσιονομικός και ο εκτελεστικός κανονισμός και, αφετέρου, το πρακτικό αξιολογήσεως που το θεσμικό αυτό όργανο απέστειλε στις προσφεύγουσες δεν αποτελούσε στοιχείο της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επισημαίνεται επίσης ότι η Επιτροπή απέστειλε στις προσφεύγουσες το πρακτικό αξιολογήσεως για πρώτη φορά στις 25 Ιουλίου 2012. Επομένως, υπό το πρίσμα της αρχής που διατυπώνεται με τη σκέψη 65 ανωτέρω, το έγγραφο αυτό, το οποίο προσκομίστηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο εκτιμήσεως του επαρκούς χαρακτήρα της αιτιολογίας.

 Επί του εγγράφου της 8ης Φεβρουαρίου 2012

67      Εν προκειμένω, η Επιτροπή ενημέρωσε τις προσφεύγουσες, με το από 8 Φεβρουαρίου 2012 έγγραφό της, πρώτον, ότι η προσφορά τους δεν είχε επιλεγεί, διότι δεν ήταν η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά μεταξύ των τεχνικών προσφορών που κρίθηκαν παραδεκτές, δεύτερον, ότι η επιτροπή αξιολογήσεως είχε προτείνει την ανάθεση της συμβάσεως σε κοινοπραξία αποτελούμενη από δύο εκ των λοιπών διαγωνιζομένων τα ονόματα των οποίων ανακοίνωσε και, τρίτον, ότι οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να προσβάλουν την απόφαση περί αναθέσεως σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο 2.4.15 του πρακτικού οδηγού.

68      Το εν λόγω έγγραφο περιλάμβανε επίσης τον ακόλουθο πίνακα:

 

Οργάνωση και μεθοδολογία

Εμπειρογνώμονας υπ’ αριθ. 1

Εμπειρογνώμονας υπ’ αριθ. 2

Εμπειρογνώμονας υπ’ αριθ. 3

Βαθμολογία τεχνικού μέρους x 0.80

Βαθμολογία οικονομικού μέρους x 0.20

Συνολική βαθμολογία

Η προσφορά σας

58,33

10,50

7,58

6,92

73,66

18,76

92,43

Επιλεγείς διαγωνιζόμενος

65,83

12,83

6,67

5,17

80,00

19,71

99,71


69      Διαπιστώνεται ότι το έγγραφο αυτό συντάχθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού. Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή απαιτεί επίσης από την αναθέτουσα αρχή να ανακοινώνει τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς σε κάθε αποκλεισθέντα διαγωνιζόμενο ο οποίος υπέβαλε, αφενός, παραδεκτή προσφορά και, αφετέρου, γραπτή αίτηση προς τον σκοπό αυτό.

 Επί του εγγράφου της 21ης Φεβρουαρίου 2012

70      Κατόπιν αιτήσεως που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες στις 10 Φεβρουαρίου 2012 με την οποία ζητούσαν να τους γνωστοποιηθούν, μεταξύ άλλων, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της προσφοράς τους ως προς την οργάνωση και τη μεθοδολογία, σε σύγκριση με την προσφορά του αναδόχου, καθώς και η ακριβής βαθμολογία που έλαβαν οι προσφορές των προσφευγουσών και του αναδόχου για καθένα από τα επιμέρους κριτήρια αξιολογήσεως όσον αφορά το κριτήριο με τίτλο «Οργάνωση και μεθοδολογία» και το κριτήριο με τίτλο «Εμπειρογνώμονες» καθώς και την αιτιολόγηση της βαθμολογίας αυτής, η Επιτροπή τους απέστειλε δεύτερο έγγραφο, στις 21 Φεβρουαρίου 2012.

71      Όσον αφορά το έγγραφο αυτό, πρώτον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή απάντησε στην από 10 Φεβρουαρίου 2012 γραπτή αίτηση των προσφευγουσών τηρώντας την ανώτατη προθεσμία των δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από της παραλαβής της εν λόγω αιτήσεως, όπως προβλέπει το άρθρο 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής.

72      Επομένως, δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν το έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2012 περιγράφει τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των επιλεγεισών προσφορών κατά τρόπο σύμφωνο με τις επιταγές του άρθρου 100, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού.

73      Το έγγραφο αυτό περιλάμβανε τον ακόλουθο πίνακα:

 

Ανώτατη βαθμολογία

Μέσος όρος

Οργάνωση και μεθοδολογία

  

Λογική της υλοποιήσεως της συμβάσεως

10

6,67

Στρατηγική

40

32,33

Χρονοδιάγραμμα των εργασιών

20

19,33

Συνολική βαθμολογία για οργάνωση και μεθοδολογία

70

58,33

Εμπειρογνώμονες

  

Υπεύθυνος έργου

(Ανώτατος αριθμός 14 βαθμών)

 

Προσόντα και ικανότητες

2

1,67

Γενική επαγγελματική εμπειρία

6

5,00

Ειδική επαγγελματική εμπειρία

6

3,83

  

10,50

Εμπειρογνώμονας συστημάτων διαχειρίσεως εγγράφων και αρχείων

(Ανώτατος αριθμός 8 βαθμών)

 

Προσόντα και ικανότητες

2

1,83

Γενική επαγγελματική εμπειρία

2

1,92

Ειδική επαγγελματική εμπειρία

4

3,83

  

7,58

Εμπειρογνώμονας συστημάτων διαχειρίσεως εγγράφων και αρχείων

(Ανώτατος αριθμός 8 βαθμών)

 

Προσόντα και ικανότητες

2

1,67

Γενική επαγγελματική εμπειρία

2

1,75

Ειδική επαγγελματική εμπειρία

4

3,50

  

6,92

Γενική συνολική βαθμολογία

100

83,33


74      Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή των προσφευγουσών στο γεγονός ότι η εκτέλεση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ανατέθηκε στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας βάσει κριτηρίων στηριζόμενων στην αρχή της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς και ότι τα εν λόγω κριτήρια αφορούσαν τόσο την τεχνική ποιότητα της προσφοράς όσο και την οικονομική πτυχή της. Επιπλέον, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η προσφορά των προσφευγουσών απέσπασε μεν πολύ υψηλή συνολική βαθμολογία, εντούτοις δεν ήταν η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως μεταξύ των τεχνικών προσφορών που κρίθηκαν παραδεκτές. Εκτός αυτού, η Επιτροπή επισήμανε στις προσφεύγουσες ότι δεν μπορούσε να τους παράσχει τις πληροφορίες που είχαν ζητήσει με το από 10 Φεβρουαρίου 2012 έγγραφό τους σχετικά με την προσφορά του αναδόχου της συμβάσεως, στο μέτρο που οι επίμαχες πληροφορίες ήταν εμπιστευτικές και προορίζονταν μόνο για υπηρεσιακή χρήση.

75      Επιπροσθέτως, η Επιτροπή κοινοποίησε τα σχόλια της επιτροπής αξιολογήσεως όσον αφορά την εκτίμηση της τεχνικής προσφοράς των προσφευγουσών.

76      Όσον αφορά, πρώτον, το κριτήριο με τίτλο «Οργάνωση και μεθοδολογία», το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή παρέσχε στοιχεία σχετικά με την εκτίμηση της προσφοράς των προσφευγουσών για καθένα από τα επιμέρους κριτήρια. Επομένως, καταρχάς, για το επιμέρους κριτήριο με τίτλο «Λογική της υλοποιήσεως της συμβάσεως», η Επιτροπή επισήμανε ότι κατέληξε στην εξής εκτίμηση: «Μειονεκτούσα γενική εικόνα για τα καίρια ζητήματα και ανάλυση και διασπορά κινδύνου πλημμελώς προσδιορισμένες». Εν συνεχεία, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η εκτίμησή της ως προς το κριτήριο με τίτλο «Στρατηγική» ήταν η ακόλουθη: «Κατάλογος δραστηριοτήτων λεπτομερώς ορισμένος και πολύ αξιόλογος κατάλογος από επικουρικούς εμπειρογνώμονες. Πολύ ανταγωνιστικό συμφωνητικό διασφάλισης επιπέδου ποιότητας υπηρεσιών». Τέλος, όσον αφορά το επιμέρους κριτήριο με τίτλο «Χρονοδιάγραμμα των εργασιών», η Επιτροπή κατέληξε απλώς στην κατωτέρω εκτίμηση: «Συνολικά καλό χρονοδιάγραμμα εργασιών».

77      Όσον αφορά, δεύτερον, το κριτήριο με τίτλο «Εμπειρογνώμονες», η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η εκτίμησή της για την προσφορά των προσφευγουσών ήταν η ακόλουθη: «Η εμπειρία, η μόρφωση και οι γλωσσικές ικανότητες του υπευθύνου έργου, του εμπειρογνώμονα συστημάτων διαχειρίσεως εγγράφων και αρχείων και του εμπειρογνώμονα για τις διαδικτυακές πύλες αξιολογήθηκαν ως “συνολικά καλό προφίλ”».

78      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτιολογία που παρατίθεται με το έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2012 δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού.

79      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι η βαθμολογία που περιλαμβανόταν στον πίνακα που παρατίθεται με τη σκέψη 73 ανωτέρω δεν συνιστά αφ’ εαυτής επαρκή αιτιολογία, αντιθέτως προς τα όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

80      Είναι βέβαια αληθές ότι ο πίνακας αυτός ανέγραφε τη βαθμολογία που δόθηκε για τα κριτήρια και επιμέρους κριτήρια τα σχετικά με την τεχνική προσφορά των προσφευγουσών. Εντούτοις, στο μέτρο που ο εν λόγω πίνακας δεν περιείχε τη βαθμολογία που συγκέντρωσε η προσφορά του αναδόχου για τα ίδια κριτήρια και επιμέρους κριτήρια, δεν κατέστη δυνατό στις προσφεύγουσες να συγκρίνουν απευθείας τη βαθμολογία που απένειμε η Επιτροπή στη δική τους προσφορά και στην προσφορά του αναδόχου.

81      Επιπλέον, η βαθμολογία αυτή καθαυτή δεν παρέχει στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να πληροφορηθούν τους λόγους για τους οποίους η προσφορά τους συγκέντρωσε τη συγκεκριμένη βαθμολογία.

82      Ούτε τα κριτήρια αναθέσεως που προβλέπονται στον πίνακα αξιολογήσεως παρέχουν στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να κατανοήσουν την αιτιολογία της απονεμηθείσας βαθμολογίας, αντιθέτως προς τα όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Είναι ασφαλώς αληθές ότι η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και ότι πρέπει, κατά συνέπεια, να εξεταστεί κατά πόσον οι προσφεύγουσες ήταν σε θέση να κατανοήσουν την αιτιολογία της βαθμολογίας αφού συνεκτιμήσουν και τα στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονταν στα συμβατικά έγγραφα, όπως ήταν ο πίνακας αξιολογήσεως. Παρά ταύτα, τα κριτήρια αυτά παρείχαν σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως στην Επιτροπή.

83      Όπως όμως προεκτέθηκε, φυσικό επακόλουθο του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων είναι η υποχρέωση παραθέσεως αιτιολογίας από την οποία να προκύπτουν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία το θεσμικό αυτό όργανο στήριξε την εκτίμησή του. Μόνον υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών είναι όντως σε θέση οι προσφεύγουσες να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους τους απονεμήθηκε η συγκεκριμένη βαθμολογία. Ως εκ τούτου, μόνο μια τέτοια αιτιολογία παρέχει στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να επικαλεστούν τα δικαιώματά τους και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. συναφώς, απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Δικαστηρίου, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 92).

84      Λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως που παρείχαν στην Επιτροπή τα κριτήρια αναθέσεως του πίνακα αξιολογήσεως, η βαθμολογία η οποία αναγραφόταν στον πίνακα που παρατίθεται με τη σκέψη 73 ανωτέρω δεν μπορούσε αφ’ εαυτής να αποτελέσει επαρκή αιτιολογία.

85      Εν συνεχεία, διαπιστώνεται ότι από τα σχόλια της Επιτροπής επί της προσφοράς των προσφευγουσών δεν διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού αυτού οργάνου, ώστε να καταστεί εφικτό στις προσφεύγουσες να πληροφορηθούν τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς τους.

86      Ομολογουμένως, το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού δεν επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή την υποχρέωση να θέτει το πρακτικό αξιολογήσεως στη διάθεση του αποκλεισθέντος διαγωνιζομένου ή να προβαίνει σε εξονυχιστική συγκριτική ανάλυση της επιλεγείσας προσφοράς και της προσφοράς του αποκλεισθέντος διαγωνιζομένου. Συγκεκριμένα, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της αναθέτουσας αρχής μέσω παραθέσεως συνοπτικών σχολίων επί της επιλεγείσας και επί της απορριφθείσας προσφοράς δεν αντίκειται καταρχήν στο άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού (απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Δικαστηρίου, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 95). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τους κοινοποίησε το πλήρες κείμενο του πρακτικού αξιολογήσεως προς απάντηση στην αίτηση που της υπέβαλαν δυνάμει του δημοσιονομικού κανονισμού (βλ., όσον αφορά την εκτίμηση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εξετάσεως του πρώτου λόγου, σκέψεις 39 έως 52 ανωτέρω).

87      Ωστόσο, για την τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, τα σχόλια της αναθέτουσας αρχής πρέπει να είναι αρκούντως ακριβή ώστε οι προσφεύγουσες να έχουν τη δυνατότητα να πληροφορηθούν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία βάσει των οποίων η αναθέτουσα αρχή απέρριψε τη δική τους προσφορά και επέλεξε την προσφορά άλλου διαγωνιζομένου (απόφαση Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Δικαστηρίου, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 96).

88      Εν προκειμένω όμως, τα σχόλια της Επιτροπής δεν παρέχουν στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να πληροφορηθούν τα εν λόγω στοιχεία.

89      Συγκεκριμένα, αφενός, τα σχόλια αυτά αφορούσαν αποκλειστικά και μόνον την προσφορά των προσφευγουσών και όχι εκείνη του αναδόχου. Αφετέρου, τα εν λόγω σχόλια δεν ήταν καν κατάλληλα να παράσχουν στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να κατανοήσουν τη βαθμολογία που συγκέντρωσε η προσφορά τους.

90      Ειδικότερα, όσον αφορά το κριτήριο με τίτλο «Εμπειρογνώμονες», το μοναδικό σχόλιο της Επιτροπής για την εκτίμηση της προσφοράς των προσφευγουσών ως προς τους τρεις εμπειρογνώμονες, δηλαδή το σχόλιο «συνολικά καλό προφίλ», είναι αόριστο και δεν αντανακλά τη διαφορά των βαθμών που απονεμήθηκαν για καθέναν εκ των εμπειρογνωμόνων των προσφευγουσών. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι η προσφορά των προσφευγουσών συγκέντρωσε 10,50 βαθμούς (επί συνόλου 14 βαθμών) για τον «Υπεύθυνο έργου», εντούτοις έλαβε 7,58 βαθμούς (επί συνόλου 8 βαθμών) για τον «Εμπειρογνώμονα συστημάτων διαχειρίσεως εγγράφων και αρχείων» και 6,92 βαθμούς (επί συνόλου 8 βαθμών) για τον «Εμπειρογνώμονα για τις διαδικτυακές πύλες». Επομένως, το ανωτέρω σχόλιο δεν παρέχει στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να κατανοήσουν τη βαθμολογία που συγκέντρωσε η προσφορά τους για το κριτήριο «Εμπειρογνώμονες».

91      Ομοίως, όσον αφορά το κριτήριο με τίτλο «Οργάνωση και μεθοδολογία», το σχόλιο «κατάλογος δραστηριοτήτων λεπτομερώς ορισμένος και πολύ αξιόλογος κατάλογος από επικουρικούς εμπειρογνώμονες. Πολύ ανταγωνιστικό συμφωνητικό διασφάλισης επιπέδου ποιότητας υπηρεσιών», που αφορά το επιμέρους κριτήριο «Στρατηγική», φαίνεται πολύ θετικό. Αντιθέτως, το σχόλιο «συνολικά καλό χρονοδιάγραμμα εργασιών», που αφορά το επιμέρους κριτήριο «Χρονοδιάγραμμα εργασιών», εκφράζει απλώς μια αόριστη θετική εκτίμηση. Τα εν λόγω σχόλια όμως δεν παρέχουν στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να κατανοήσουν τον λόγο για τον οποίο η προσφορά τους συγκέντρωσε 32,33 βαθμούς (επί συνόλου 40 βαθμών) για το επιμέρους κριτήριο με τίτλο «Στρατηγική», τη στιγμή που, για το επιμέρους κριτήριο «Χρονοδιάγραμμα εργασιών», η ίδια προσφορά έλαβε 19,33 βαθμούς (επί συνόλου 20 βαθμών).

92      Επιπλέον, το σχόλιο «μειονεκτούσα γενική εικόνα για τα καίρια ζητήματα και ανάλυση και διασπορά κινδύνου πλημμελώς προσδιορισμένες», που αφορά το κριτήριο «Λογική της υλοποιήσεως της συμβάσεως», είναι αόριστο. Ειδικότερα, το σχόλιο αυτό δεν παρέχει στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να κατανοήσουν τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή έκρινε μειονεκτούσα την περιγραφή των «καίριων ζητημάτων» στην προσφορά τους. Εκτός αυτού, το σχόλιο αυτό δεν παρέχει στις προσφεύγουσες ούτε τη δυνατότητα να κατανοήσουν υπό ποια έννοια η «ανάλυση» και η «διασπορά» του κινδύνου είναι πλημμελώς προσδιορισμένες στην προσφορά τους.

93      Κατά συνέπεια, συνάγεται ότι τα σχόλια της Επιτροπής δεν συνιστούν επαρκή αιτιολογία, ακόμα και αν ερμηνευθούν σε συνδυασμό με τη βαθμολογία που περιλαμβάνεται στον σχετικό πίνακα.

94      Ως εκ τούτου, το έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2012 δεν περιείχε τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να αποτελέσουν επαρκή αιτιολογία της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφοράς των προσφευγουσών.

95      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση.

96      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται κατ’ ουσίαν από παραβίαση της γενικής αρχής περί απαγορεύσεως της τροποποιήσεως των συμβατικών εγγράφων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού

97      Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου, ο οποίος προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παραβίασε κατ’ ουσίαν τη γενική αρχή περί απαγορεύσεως της τροποποιήσεως των συμβατικών εγγράφων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού στο μέτρο που, μετά την υποβολή των προσφορών, προέβλεψε συγκεκριμένη στάθμιση των επιμέρους κριτηρίων αναθέσεως και αξιολόγησε την προσφορά τους βάσει της σταθμίσεως αυτής. Χωρίς να προδικάζει το παραδεκτό του νέου αυτού λόγου, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η εξέτασή του είναι πρόωρη. Συγκεκριμένα, λόγω της ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν κατέστη δυνατό στις προσφεύγουσες να προβάλουν αποτελεσματικά τα δικαιώματά τους, ενώ το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αποφανθεί οριστικά επί του ζητήματος αν η εκ μέρους της επιτροπής αξιολογήσεως χρήση της επίμαχης σταθμίσεως μπόρεσε να ασκήσει επιρροή στην ανάθεση της οικείας συμβάσεως. Επομένως, μια ενδεχόμενη αίτηση ακυρώσεως στηριζόμενη σε παραβίαση της γενικής αρχής περί απαγορεύσεως της τροποποιήσεως των συμβατικών εγγράφων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του διαγωνισμού μπορεί να εξεταστεί, εφόσον παραστεί ανάγκη, μόνον υπό το πρίσμα της αιτιολογίας της αποφάσεως η οποία θα αντικαταστήσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Οκτωβρίου 2011, T‑57/09, Alfastar Benelux κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 38 έως 41 και 51, και Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Δικαστηρίου, σκέψη 62 ανωτέρω, σκέψη 116).

 Επί των δικαστικών εξόδων

98      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

99      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των προσφευγουσών.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση CMS/cms D(2012)/00008 της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2012, περί απορρίψεως της προσφοράς που υπέβαλαν οι European Dynamics Luxembourg SA και Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE στο πλαίσιο της διαδικασίας του κλειστού διαγωνισμού EuropAid/131431/C/SER/AL.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Frimodt Nielsen

Kancheva

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.