Language of document : ECLI:EU:T:2014:679

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 16ης Ιουλίου 2014 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας — Έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο για δράσεις έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006) — Συμβάσεις Access‑eGOV, EU4ALL, eABILITIES, Emerge, Enable, Ask‑It — Πρόγραμμα eTEN σχετικά με τα διευρωπαϊκά δίκτυα τηλεπικοινωνιών — Συμβάσεις Navigabile και Euridice — Πρόγραμμα-πλαίσιο για την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα — Σύμβαση T‑Seniority — Καταβολή του υπολοίπου του οφειλόμενου ποσού — Ανταγωγή — Επιστροφή των καταβεβλημένων ποσών — Κατ’ αποκοπήν αποζημίωση»

Στην υπόθεση T‑59/11,

Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες – Ισότης, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τη M. Κοντού‑Durande και τον V. Savov, επικουρούμενους από τον Σ. Παππά, δικηγόρο,

εναγόμενη,

με αντικείμενο αιτήματα, βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, αφενός, προκειμένου, πρώτον, να κριθεί αβάσιμο το αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής των επιχορηγήσεων που καταβλήθηκαν στην ενάγουσα δυνάμει των συμβάσεων υπ’ αριθ. 027020 «Access to e-Government Services Employing Semantic Technologies», υπ’ αριθ. 035242 «A virtual platform to enhance and organize the coordination among centres for accessibility ressources and support», υπ’ αριθ. 511298 «Ambient Intelligence System of Agents for Knowledge-based and Integrated Services for Mobility Impaired Users», υπ’ αριθ. 034778 «European Unified Approach for Accessible Lifelong Learning», υπ’ αριθ. 045056 «Emergency Monitoring and Prevention», υπ’ αριθ. 045563 «A wearable system supporting services to enable elderly people to live well, independently and at ease», υπ’ αριθ. 029255 «NavigAbile: e-inclusion for communication disabilities», υπ’ αριθ. 517506 «European Recommanded Materials for Distance Learning Courses for Educators» και υπ’ αριθ. 224988 «T-Seniority: Expanding the benefits of information society to older people through digital TV channels», που συνάφθηκαν μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της ενάγουσας, και, δεύτερον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή στην καταβολή του υπολοίπου του οφειλόμενου ποσού των επιχορηγήσεων δυνάμει των συμβάσεων υπ’ αριθ. 511298 «Ambient Intelligence System of Agents for Knowledge-based and Integrated Services for Mobility Impaired Users» και υπ’ αριθ. 034778 «European Unified Approach for Accessible Lifelong Learning» καθώς και, αφετέρου, ανταγωγή με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί η ενάγουσα να επιστρέψει εντόκως τις αχρεωστήτως καταβληθείσες επιχορηγήσεις στο πλαίσιο όλων των ανωτέρω συμβάσεων και να καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, προεδρεύοντα, M. Kancheva (εισηγήτρια) και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Ιουλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το ιστορικό της διαφοράς

1        Η ενάγουσα εταιρία Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες – Ισότης (e-Isotis) είναι αστική μη κερδοσκοπική εταιρία ελληνικού δικαίου συσταθείσα στις 7 Ιανουαρίου 2004 και εδρεύουσα στην Αθήνα (Ελλάδα).

2        Δυνάμει του συμφωνητικού της 28ης Δεκεμβρίου 2010 το οποίο δημοσιεύθηκε στα Βιβλία Εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 17 Ιανουαρίου 2011, η ενάγουσα λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση. Κατόπιν τούτου, ο X, ο οποίος μέχρι την ημερομηνία εκείνη ήταν υπεύθυνος ευρωπαϊκών προγραμμάτων της ενάγουσας (στο εξής: υπεύθυνος προγραμμάτων), διορίστηκε εκκαθαριστής προκειμένου να προβεί στην εκκαθάριση της ενάγουσας.

3        Σύμφωνα με το καταστατικό της, η ενάγουσα έχει ως εταιρικό σκοπό τη μεταφορά τεχνολογίας, την προώθηση της ίσης μεταχειρίσεως και εντάξεως των ατόμων με αναπηρία στον χώρο της κοινωνίας της πληροφορίας, καθώς και τη βελτίωση της απασχολήσεως των ατόμων με ειδικές ανάγκες στην Ευρώπη και διεθνώς.

4        Η ενάγουσα συνήψε με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, την οποία εκπροσωπούσε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διάφορες συμβάσεις με αντικείμενο την εκτέλεση ορισμένων έργων. Εννέα εκ των συμβάσεων αυτών αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση ένδικης διαφοράς (στο εξής: επίδικες συμβάσεις).

 A — Παρουσίαση των επίδικων συμβάσεων

5        Οι επίδικες συμβάσεις συνάφθηκαν μεταξύ, αφενός, της Κοινότητας, εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή και, αφετέρου, του συντονιστή και των μελών κοινοπραξίας, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα. Καθεμία από τις συμβάσεις αυτές περιλαμβάνει, εκτός του κυρίως κειμένου, έξι παραρτήματα, εκ των οποίων το πρώτο περιέχει την περιγραφή του προγράμματος το οποίο αφορά η σύμβαση και το δεύτερο τους ισχύοντες γενικούς όρους.

6        Μεταξύ των επιδίκων συμβάσεων, έξι συνάφθηκαν στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου, το οποίο θεσπίστηκε με την απόφαση 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006) (ΕΕ L 232, σ. 1) (στο εξής: συμβάσεις FP6).

7        Πρόκειται για τις ακόλουθες συμβάσεις:

–        σύμβαση υπ’ αριθ. 027020 «Access to e‑Government Services Employing Semantic Technologies» (στο εξής: σύμβαση Access-eGOV), συναφθείσα στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος «Ολοκλήρωση και ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας (2002-2006)», της οποίας το μεν άρθρο 4 όριζε ότι το έργο έχει διάρκεια 36 μηνών με αφετηρία την πρώτη ημέρα του μετά την υπογραφή της από την Επιτροπή μήνα, το δε άρθρο 5 προέβλεπε μέγιστη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας ύψους 1 983 000 ευρώ, εκ των οποίων 157 320 ευρώ είχαν αποδέκτη την ενάγουσα, και η οποία τροποποιήθηκε στις 3 Ιουνίου 2008 με αποτέλεσμα η διάρκεια του έργου να οριστεί σε 48 μήνες·

–        σύμβαση υπ’ αριθ. 035242 «A virtual platform to enhance and organize the coordination among centres for accessibility ressources and support» (στο εξής: σύμβαση eABILITIES), συναφθείσα στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος «Ολοκλήρωση και ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας (2002‑2006)», της οποίας το μεν άρθρο 4 όριζε ότι το έργο έχει διάρκεια 24 μηνών με αφετηρία την 1η Σεπτεμβρίου 2006, το δε άρθρο 5 προέβλεπε μέγιστη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας ύψους 750 000 ευρώ, εκ των οποίων 95 201,61 ευρώ είχαν αποδέκτη την ενάγουσα·

–        σύμβαση υπ’ αριθ. 511298 «Ambient Intelligence System of Agents for Knowledge-based and Integrated Services for Mobility Impaired Users» (στο εξής: σύμβαση Ask-It), συναφθείσα στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος «Ολοκλήρωση και ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας (2002-2006)», της οποίας το μεν άρθρο 4 όριζε ότι το έργο έχει διάρκεια 48 μηνών, με αφετηρία την 1η Οκτωβρίου 2004, το δε άρθρο 5 προέβλεπε μέγιστη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας ύψους 8 499 657 ευρώ, εκ των οποίων 183 320,89 ευρώ είχαν αποδέκτη την ενάγουσα, και η οποία τροποποιήθηκε στις 25 Ιουλίου 2008 με αποτέλεσμα η διάρκεια του έργου να οριστεί σε 51 μήνες·

–        σύμβαση υπ’ αριθ. 034778 «European Unified Approach for Accessible Lifelong Learning» (στο εξής: σύμβαση EU4ALL), συναφθείσα στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος «Ολοκλήρωση και ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας (2002-2006)», της οποίας το μεν άρθρο 4 όριζε ότι το έργο έχει διάρκεια 48 μηνών με αφετηρία την 1η Οκτωβρίου 2006, το δε άρθρο 5 προέβλεπε μέγιστη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας ύψους 7 400 000 ευρώ, εκ των οποίων 268 008 ευρώ είχαν αποδέκτη την ενάγουσα, και η οποία τροποποιήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2010 με αποτέλεσμα η διάρκεια του έργου να οριστεί σε 54 μήνες·

–        σύμβαση υπ’ αριθ. 045056 «Emergency Monitoring and Prevention» (στο εξής: σύμβαση Emerge), συναφθείσα στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος «Ολοκλήρωση και ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας (2002-2006)», της οποίας το μεν άρθρο 4 όριζε ότι το έργο έχει διάρκεια 33 μηνών με αφετηρία την 1η Φεβρουαρίου 2007, το δε άρθρο 5 προέβλεπε μέγιστη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας ύψους 2 449 964 ευρώ, εκ των οποίων 203 712 ευρώ είχαν αποδέκτη την ενάγουσα, και η οποία τροποποιήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2008 με αποτέλεσμα η διάρκεια του έργου να οριστεί σε 36 μήνες·

–        σύμβαση υπ’ αριθ. 045563 «A wearable system supporting services to enable elderly people to live well, independently and at ease» (στο εξής: σύμβαση Enable), συναφθείσα στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος «Ολοκλήρωση και ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας (2002‑2006)», της οποίας το μεν άρθρο 4 όριζε ότι το έργο έχει διάρκεια 36 μηνών με αφετηρία την υπογραφή της συμβάσεως από την Επιτροπή, ήτοι, κατά την ενάγουσα, την 1η Ιανουαρίου 2007, το δε άρθρο 5 προέβλεπε μέγιστη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας ύψους 2 800 000 ευρώ, εκ των οποίων 196 700 ευρώ είχαν αποδέκτη την ενάγουσα, και η οποία τροποποιήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2010 με αποτέλεσμα η διάρκεια του έργου να οριστεί σε 44 μήνες και το ύψος της μέγιστης χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας σε 2 477 040 ευρώ.

8        Οι γενικοί όροι των συμβάσεων FP6 (στο εξής: γενικοί όροι FP6) προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Άρθρο II.1. Ορισμοί

[…]

4. Κοινοπραξία: το σύνολο των αντισυμβαλλομένων που συμμετέχουν στο έργο που καλύπτει η παρούσα σύμβαση.

[…]

6. Συντονιστής: ο οριζόμενος στην παρούσα σύμβαση αντισυμβαλλόμενος ο οποίος, πέραν των υποχρεώσεων που έχει ως αντισυμβαλλόμενος, είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση των ειδικών καθηκόντων συντονισμού που προβλέπονται στην παρούσα σύμβαση για λογαριασμό της κοινοπραξίας.

7. Αντισυμβαλλόμενος: κάθε συμμετέχων, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, των κανόνων συμμετοχής, ο οποίος έχει υπογράψει την παρούσα σύμβαση, πλην του [Κοινού Κέντρου Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής], το οποίο υπογράφει χωριστό διακανονισμό με την Επιτροπή όσον αφορά τη συμμετοχή του στη σύμβαση.

[…]

11. Παρατυπία: κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου ή κάθε αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης η οποία προκύπτει από πράξη ή παράλειψη αντισυμβαλλομένου και η οποία ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει, λόγω αδικαιολόγητης δαπάνης, τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή προϋπολογισμούς που διαχειρίζονται οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

[…]

Άρθρο II.8 Αξιολόγηση και έγκριση των εκθέσεων και των παραδοτέων στοιχείων

[…]

4. Η έγκριση οιασδήποτε έκθεσης δεν συνεπάγεται απαλλαγή από οιονδήποτε οικονομικό ή άλλο έλεγχο δυνάμενο να διενεργηθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου ΙΙ.29.

[…]

Άρθρο II.16 Καταγγελία λόγω αθέτησης συμβάσεως ή λόγω παρατυπίας

1. Σε περίπτωση αθέτησης οιασδήποτε υποχρέωσης απορρέουσας από την παρούσα σύμβαση, η Επιτροπή ζητεί από την κοινοπραξία να εξεύρει κατάλληλες λύσεις ώστε να επανορθώσει την αθέτηση εντός μέγιστης προθεσμίας 30 ημερών.

Οι δαπάνες που πραγματοποιεί η κοινοπραξία μετά την ημερομηνία παραλαβής του σχετικού αιτήματος, είναι επιλέξιμες μόνο αν μια κατάλληλη λύση για την επανόρθωση της αθέτησης γίνει δεκτή από την Επιτροπή.

Κατά περίπτωση, η κοινοπραξία δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή την αναστολή μέρους ή του συνόλου του έργου δυνάμει του άρθρου ΙΙ.5.

Ελλείψει ικανοποιητικής λύσης, η Επιτροπή προβαίνει σε καταγγελία της συμμετοχής του υπερήμερου αντισυμβαλλομένου.

2. Η Επιτροπή δύναται να προβεί σε άμεση καταγγελία της συμμετοχής αντισυμβαλλομένου:

a)      σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος έχει διαπράξει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παρατυπία κατά την εκτέλεση οιασδήποτε σύμβασης με την Επιτροπή·

b)      σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος έχει παραβιάσει θεμελιώδεις αρχές δεοντολογίας, όπως αυτές προβλέπονται στους κανόνες συμμετοχής.

3. Η καταγγελία κοινοποιείται στον αντισυμβαλλόμενο, με αντίγραφο στην κοινοπραξία.

Η καταγγελία παράγει αποτελέσματα από την ημερομηνία παραλαβής της σχετικής κοινοποίησης από τον αντισυμβαλλόμενο και δεν θίγει τις καθοριζόμενες ή προβλεπόμενες με την παρούσα σύμβαση υποχρεώσεις.

Η Επιτροπή γνωστοποιεί στην κοινοπραξία την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η καταγγελία.

[…]

Άρθρο II.19 Επιλέξιμες δαπάνες του έργου

1. Οι επιλέξιμες δαπάνες που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της εκτέλεσης του έργου πρέπει να πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      πρέπει να είναι πραγματικές, να επιτρέπουν την εξοικονόμηση πόρων και να είναι αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου· και

b)      πρέπει να προσδιορίζονται σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές λογιστικής του αντισυμβαλλομένου· και

c)      πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του έργου όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, με εξαίρεση τις δαπάνες εκπόνησης των τελικών εκθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο ΙΙ.7, παράγραφος 4, οι οποίες είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν έως και 45 ημέρες μετά την ημερομηνία λήξης του έργου ή την ημερομηνία καταγγελίας, οπότε λαμβάνεται υπόψη η προγενέστερη εκ των δύο αυτών ημερομηνιών· και

d)      πρέπει να καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία του αντισυμβαλλομένου που τις έχει πραγματοποιήσει, το αργότερο κατά την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο ΙΙ.26. Οι λογιστικές διαδικασίες που ακολουθούνται για την καταχώριση των δαπανών και των εσόδων πρέπει να είναι σύμφωνες με τους λογιστικούς κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αντισυμβαλλόμενος και να επιτρέπουν την άμεση σύγκριση μεταξύ των σχετικών με την εκτέλεση του έργου δαπανών και εσόδων και της γενικής κατάστασης των λογαριασμών που αφορούν τη συνολική επιχειρηματική δραστηριότητα του αντισυμβαλλομένου· […]

[…]

2. Δεν δύναται να καταλογίζονται στο έργο οι ακόλουθες μη επιλέξιμες δαπάνες:

[…]

e)      δαπάνες που δηλώνονται, πραγματοποιούνται ή αποδίδονται στο πλαίσιο άλλου κοινοτικού έργου·

[…]

h)      υπέρμετρες ή αλόγιστες δαπάνες·

i)      οιεσδήποτε δαπάνες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο ΙΙ.19, παράγραφος 1.

[…]

Άρθρο II.28 Όροι πληρωμής

1. Υπό την επιφύλαξη του άρθρου ΙΙ.29, η Επιτροπή εγκρίνει το ποσό της τελικής πληρωμής που πρόκειται να καταβληθεί στον αντισυμβαλλόμενο βάσει των προβλεπόμενων στο άρθρο ΙΙ.7 εγγράφων που η ίδια έχει εγκρίνει.

[…]

7. Σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής, οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να αξιώσουν τόκους υπερημερίας, εντός δύο μηνών από την παραλαβή της πληρωμής. Οι τόκοι υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μηνός κατά τον οποίο έληξε η προθεσμία πληρωμής, όπως αυτό δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι ποσοστιαίες μονάδες. Τόκοι οφείλονται για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας πληρωμής μέχρι την ημερομηνία πληρωμής. Ημερομηνία πληρωμής είναι η ημερομηνία χρέωσης του τραπεζικού λογαριασμού της Επιτροπής. Η πληρωμή τέτοιων τόκων δεν θεωρείται μέρος της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας που καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 της σύμβασης.

8. Η Επιτροπή δύναται ανά πάσα στιγμή να αναστείλει τις προθεσμίες πληρωμής που προσδιορίζονται στο άρθρο 8, κοινοποιώντας στον συντονιστή ότι η χρηματοοικονομική κατάσταση δεν είναι αποδεκτή, είτε επειδή δεν πληροί τις απαιτήσεις της σύμβασης είτε επειδή δεν συμφωνεί με τις εκθέσεις δραστηριότητας που έχουν υποβληθεί προς έγκριση στην Επιτροπή. Η προθεσμία έγκρισης της χρηματοοικονομικής κατάστασης αναστέλλεται μέχρι την υποβολή της διορθωμένης ή αναθεωρημένης έκδοσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης που έχει ζητήσει η Επιτροπή, και το υπόλοιπο της προθεσμίας έγκρισης αρχίζει να ισχύει εκ νέου από την ημερομηνία παραλαβής των πληροφοριών αυτών από την Επιτροπή.

Η Επιτροπή δύναται ανά πάσα στιγμή να αναστείλει τις πληρωμές σε περίπτωση μη τήρησης από τους αντισυμβαλλομένους οιασδήποτε συμβατικής διάταξης, και ιδίως των διατάξεων του άρθρου ΙΙ.29 περί οικονομικών και άλλων ελέγχων. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει απευθείας τους αντισυμβαλλομένους μέσω συστημένης επιστολής έναντι απόδειξης παραλαβής.

Η Επιτροπή δύναται ανά πάσα στιγμή να αναστείλει τις πληρωμές αν υπάρχουν υπόνοιες ότι ένας ή περισσότεροι αντισυμβαλλόμενοι έχουν διαπράξει παρατυπία κατά την εκτέλεση της σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, αναστέλλονται μόνον οι πληρωμές που προορίζονται για τους αντισυμβαλλομένους για τους οποίους υφίσταται υπόνοια παρατυπίας. Η Επιτροπή ενημερώνει απευθείας τους ενδιαφερόμενους αντισυμβαλλομένους σχετικά με τους λόγους αναστολής των πληρωμών, μέσω συστημένης επιστολής έναντι απόδειξης παραλαβής.

Άρθρο II.29 Οικονομικοί και λοιποί έλεγχοι

1. Η Επιτροπή δύναται, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της σύμβασης και έως και πέντε έτη μετά τη λήξη του έργου, να αναθέσει είτε σε εξωτερικούς επιστημονικούς, τεχνικούς ή λογιστικούς ελεγκτές είτε στις υπηρεσίες της, συμπεριλαμβανομένης της [Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης, στο εξής: OLAF], τη διενέργεια ελέγχων. Οι έλεγχοι αυτοί δύναται να καλύπτουν τις επιστημονικές, χρηματοοικονομικές, τεχνολογικές και άλλες πτυχές (όπως οι αρχές λογιστικής και διαχείρισης) που συνδέονται με την ορθή εκτέλεση του έργου και της σύμβασης. Κατά τη διενέργεια αυτών των ελέγχων τηρείται εμπιστευτικότητα. Αν κατά τους ελέγχους διαπιστωθεί ότι οφείλονται ποσά στην Επιτροπή, τα οφειλόμενα ποσά δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο ανάκτησης όπως προβλέπεται στο άρθρο ΙΙ.31.

Οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν τη συμμετοχή ενός συγκεκριμένου εξωτερικού επιστημονικού, τεχνικού ή λογιστικού ελεγκτή για λόγους εμπορικού απορρήτου.

2. Οι αντισυμβαλλόμενοι θέτουν άμεσα στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα λεπτομερή στοιχεία που η Επιτροπή ενδέχεται να απαιτήσει προκειμένου να επαληθεύσει τη χρηστή διαχείριση και εκτέλεση της σύμβασης.

3. Οι αντισυμβαλλόμενοι τηρούν τα πρωτότυπα ή, σε εξαιρετικές δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, επικυρωμένα αντίγραφα, όλων των εγγράφων που έχουν σχέση με τη σύμβαση, έως και πέντε έτη μετά τη λήξη του έργου. Τα έγγραφα αυτά τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής εφόσον τα ζητήσει κατά τη διάρκεια οιουδήποτε ελέγχου διενεργούμενου βάσει της σύμβασης.

4. Για να καταστήσουν δυνατή τη διενέργεια αυτών των ελέγχων, οι αντισυμβαλλόμενοι εξασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής και οι εξουσιοδοτημένοι από την Επιτροπή εξωτερικοί οργανισμοί έχουν, ανά πάσα εύλογη στιγμή, επί τόπου πρόσβαση, ιδίως στα γραφεία των αντισυμβαλλομένων, και σε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια των ελέγχων.

[…]

6. Επιπλέον, η Επιτροπή έχει δικαίωμα να πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις σύμφωνα με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες, τον κανονισμό (EΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), και τον κανονισμό (Eυρατόμ) 1074/1999 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

[…]

Άρθρο II.30 Κατ’ αποκοπήν αποζημίωση

Υπό την επιφύλαξη οιωνδήποτε άλλων μέτρων προβλέπει η παρούσα σύμβαση, οι αντισυμβαλλόμενοι αποδέχονται ότι η Κοινότητα, για να προστατεύσει τα οικονομικά της συμφέροντα, έχει δικαίωμα να αξιώσει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση από αντισυμβαλλόμενο που έχει υπερτιμήσει τις δαπάνες του και έχει, κατά συνέπεια, λάβει αδικαιολόγητη χρηματοδοτική συνεισφορά εκ μέρους της Κοινότητας. Η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση οφείλεται πλέον της ανάκτησης της αδικαιολόγητης χρηματοδοτικής συνεισφοράς από τον αντισυμβαλλόμενο.

1. Το ύψος της κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης είναι ανάλογο προς τις υπερτιμημένες δαπάνες και το αχρεωστήτως καταβληθέν μερίδιο της συνεισφοράς της Κοινότητας. Το ποσό της κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης υπολογίζεται με βάση τον ακόλουθο τύπο:

Κατ’ αποκοπήν αποζημίωση = αδικαιολόγητη χρηματοδοτική συνεισφορά x (υπερτιμημένες δαπάνες/συνολικές καταλογισθείσες δαπάνες)

Για τον υπολογισμό οιασδήποτε κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη μόνον η περίοδος που καλύπτει η αίτηση χρηματοδοτικής συνεισφοράς που έχει υποβάλει ο αντισυμβαλλόμενος. Δεν υπολογίζεται με βάση τη συνολική χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας.

2. Η Επιτροπή κοινοποιεί την αξίωση αποζημίωσης στον αντισυμβαλλόμενο τον οποίο κρίνει οφειλέτη κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης, μέσω συστημένης επιστολής έναντι απόδειξης παραλαβής. Ο αντισυμβαλλόμενος έχει στη διάθεσή του προθεσμία 30 ημερών για να ανταποκριθεί στην αξίωση αποζημίωσης της Κοινότητας.

3. Η διαδικασία που ακολουθείται για την επιστροφή αδικαιολόγητης χρηματοδοτικής συνεισφοράς και την πληρωμή κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου ΙΙ.31.

4. Η Επιτροπή έχει δικαίωμα να αξιώσει αποζημίωση για οιαδήποτε υπερτιμημένη δαπάνη αποκαλύπτεται μετά τη λήξη της σύμβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν προδικάζουν τις διοικητικές ή οικονομικές κυρώσεις τις οποίες δύναται να επιβάλει η Επιτροπή, δυνάμει του δημοσιονομικού κανονισμού, σε οιονδήποτε αντισυμβαλλόμενο έχει αθετήσει συμβατικές υποχρεώσεις ή έχει διαπράξει παρατυπία, ούτε τις αστικές αξιώσεις τις οποίες έχει δικαίωμα να εγείρει η Κοινότητα ή κάθε άλλος αντισυμβαλλόμενος. Επιπλέον, οι συγκεκριμένες διατάξεις δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο κίνησης ποινικών διαδικασιών εκ μέρους των αρχών των κρατών μελών.

6. Επιπλέον, όπως ορίζεται στον δημοσιονομικό κανονισμό, οιοσδήποτε αντισυμβαλλόμενος κρίνεται ότι έχει διαπράξει σοβαρό παράπτωμα κατά την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων υφίσταται οικονομικές κυρώσεις, οι οποίες αντιστοιχούν στο 2 έως 10 % του ύψους της χρηματοδοτικής συνεισφοράς που ο αντισυμβαλλόμενος έχει λάβει από την Κοινότητα. Το ποσοστό αυτό δύναται να αυξηθεί σε 4 έως 20 % σε περίπτωση υποτροπής κατά τα πέντε έτη που έπονται της πρώτης παράβασης.

Άρθρο II.31 Επιστροφή ποσών στην Επιτροπή και εντάλματα είσπραξης

1. Εάν οιοδήποτε ποσό καταβληθεί αχρεωστήτως στον αντισυμβαλλόμενο ή εάν η ανάκτηση είναι δικαιολογημένη βάσει των διατάξεων της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος δεσμεύεται να επιστρέψει στην Επιτροπή το εν λόγω ποσό υπό τους όρους και εντός της χρονικής προθεσμίας που καθορίζει η Επιτροπή.

2. Εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό εντός της προθεσμίας που έχει καθορίσει η Επιτροπή, στο ποσό αυτό επιβάλλονται τόκοι με βάση το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο ΙΙ.28. Οι τόκοι υπερημερίας καλύπτουν το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας λήξης της καθορισμένης προθεσμίας πληρωμής και της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή εισπράττει το σύνολο του ποσού που της οφείλεται.

[…]

3. Η ανάκτηση ποσών οφειλόμενων στην Επιτροπή δύναται να πραγματοποιηθεί μέσω συμψηφισμού με ποσά οφειλόμενα στον αντισυμβαλλόμενο, κατόπιν σχετικής ενημέρωσης του αντισυμβαλλομένου, ή μέσω εκτέλεσης οιασδήποτε χρηματοοικονομικής εγγύησης. Η προγενέστερη συγκατάθεση του αντισυμβαλλομένου δεν είναι απαραίτητη.

[…]

5. Ο αντισυμβαλλόμενος αποδέχεται ότι δυνάμει του άρθρου 256 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και όπως προβλέπεται στους κανόνες συμμετοχής, η Επιτροπή δύναται να εκδώσει απόφαση η οποία έχει ισχύ εκτελεστού τίτλου και η οποία επισήμως καθιστά ένα ποσό εισπρακτέο εις βάρος προσώπων άλλων πλην κρατών.»

9        Δύο άλλες συμβάσεις (στο εξής: συμβάσεις eTEN) συνάφθηκαν στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος eTEN, που αφορά τα διευρωπαϊκά δίκτυα τηλεπικοινωνιών και διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) 2236/95 του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, περί καθορισμού των γενικών κανόνων για τη χορήγηση κοινοτικής ενίσχυσης στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων (ΕΕ L 228, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 1655/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1999 (ΕΕ L 197, σ. 1).

10      Πρόκειται για τις ακόλουθες συμβάσεις:

–        σύμβαση υπ’ αριθ. 029255 «NavigAbile: e-inclusion for communication disabilities» (στο εξής: σύμβαση Navigabile), της οποίας το μεν άρθρο 2 όριζε ότι το έργο έχει διάρκεια 15 μηνών με αφετηρία την πρώτη ημέρα του μετά την τελευταία υπογραφή από τους αντισυμβαλλομένους μήνα, ήτοι, κατά την ενάγουσα, την 1η Ιανουαρίου 2007, το δε άρθρο 3 προέβλεπε μέγιστη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας ύψους 756 275 ευρώ, εκ των οποίων 62 148 ευρώ είχαν αποδέκτη την ενάγουσα·

–        σύμβαση υπ’ αριθ. 517506 «European Recommanded Materials for Distance Learning Courses for Educators» (στο εξής: σύμβαση Euridice), της οποίας το μεν άρθρο 2 όριζε ότι το έργο έχει διάρκεια 18 μηνών με αφετηρία την πρώτη ημέρα του μετά την τελευταία υπογραφή από τους αντισυμβαλλομένους μήνα, ήτοι, κατά την ενάγουσα, την 1η Αυγούστου 2005, το δε άρθρο 3 προέβλεπε μέγιστη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας ύψους 860 834 ευρώ, εκ των οποίων 55 750 ευρώ είχαν αποδέκτη την ενάγουσα.

11      Οι γενικοί όροι των συμβάσεων eTEN (στο εξής: γενικοί όροι eTEN) προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«Άρθρο II.1 Ορισμοί

[…]

2. Ως “δικαιούχος” νοείται μια νομική οντότητα, ένας διεθνής οργανισμός ή το Κοινό Κέντρο Έρευνας (ΚΚΕρ), που έχει συνάψει με την Κοινότητα την παρούσα σύμβαση επιχορήγησης.

[…]

4. Ως “μέλος” νοείται μια νομική οντότητα, ένας διεθνής οργανισμός ή το Κοινό Κέντρο Έρευνας (ΚΚΕρ) —πέραν του δικαιούχου— που έχει συνάψει, με τη συγκατάθεση της Κοινότητας και σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση επιχορήγησης, σύμβαση συμμετοχής με δικαιούχο και που έχει, δυνάμει της εν λόγω σύμβασης συμμετοχής, τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τον δικαιούχο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση επιχορήγησης.

5. Ως “συμμετέχων” νοείται ο δικαιούχος ή το μέλος.

[…]

28. Ως “επιλέξιμες δαπάνες” νοούνται οι δαπάνες που απαριθμούνται στα άρθρα 14 και 15 του παρόντος παραρτήματος, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 13.1 έως 13.7.

[…]

32. Ως “παρατυπία” νοείται κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου ή κάθε αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης η οποία προκύπτει από πράξη ή παράλειψη αντισυμβαλλομένου και η οποία ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει, λόγω αδικαιολόγητων δαπανών, τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

[…]

Άρθρο II.3 Χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας

[…]

4. Με την επιφύλαξη του άρθρου 17 του παρόντος παραρτήματος, κάθε πληρωμή θεωρείται απαιτητή μόνο κατόπιν έγκρισης του τελευταίου παραδοτέου.

[…]

6. Η Επιτροπή, μετά την ημερομηνία λήξης της ισχύος της σύμβασης επιχορήγησης, την καταγγελία της σύμβασης επιχορήγησης ή της συμμετοχής δικαιούχου ή μέλους, μπορεί ή οφείλει, κατά περίπτωση, να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο δικαιούχο ή τον εμπλεκόμενο δικαιούχο σε σχέση με ένα από τα μέλη του την επιστροφή του συνόλου της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνεισφοράς που του καταβλήθηκε, αν, κατά τον οικονομικό έλεγχο που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 17 του παρόντος παραρτήματος, ανακαλυφθεί απάτη ή σοβαρές χρηματοοικονομικές παρατυπίες. Το προς επιστροφή ποσό προσαυξάνεται με τόκους υπολογιζόμενους βάσει του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που ισχύει για τις διενεργούμενες από αυτή κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μηνός κατά τον οποίο ο ενδιαφερόμενος συμμετέχων έλαβε τα χρηματικά ποσά, προσαυξημένου κατά τρεισήμισι ποσοστιαίες μονάδες. Οι τόκοι οφείλονται για το χρονικό διάστημα μεταξύ της είσπραξης των χρηματικών ποσών και της επιστροφής τους.

[…]

Άρθρο II.7 Καταγγελία της σύμβασης επιχορήγησης ή της συμμετοχής δικαιούχου ή μέλους

[…]

3. Η Επιτροπή μπορεί να προβεί άμεσα σε καταγγελία της παρούσας σύμβασης επιχορήγησης ή της συμμετοχής δικαιούχου ή να ζητήσει από δικαιούχο να καταγγείλει τη συμμετοχή ενός από τα μέλη του, από την ημερομηνία παραλαβής της συστημένης επιστολής με απόδειξη παραλαβής που έχει αποστείλει η Επιτροπή ή, στην περίπτωση μέλους, ο ενδιαφερόμενος δικαιούχος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 6, τρίτο εδάφιο, του παρόντος άρθρου:

a)      εφόσον δεν έχει γίνει πραγματική έναρξη του έργου εντός των τριών μηνών που έπονται της προκαταβολής και η Επιτροπή δεν δέχεται τη νέα ημερομηνία έναρξης που έχει προταθεί·

b)      εφόσον ο άμεσα ενδιαφερόμενος συμμετέχων δεν έχει εκπληρώσει εξ ολοκλήρου τη συμβατική υποχρέωσή του παρά το σχετικό γραπτό αίτημα —που του έχει απευθύνει η Επιτροπή ή ο συντονιστής σε συνεννόηση με τους λοιπούς δικαιούχους ή ακόμη, στην περίπτωση μέλους, ο ενδιαφερόμενος δικαιούχος— να επανορθώσει την αθέτηση της υποχρέωσής του εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τον μήνα·

c)      σε περίπτωση αλλαγής ελέγχου επί του δικαιούχου η οποία ενδέχεται να επηρεάσει ουσιωδώς το έργο ή τα συμφέροντα της Κοινότητας·

d)      σε περίπτωση πτώχευσης, λύσης, παύσης της δραστηριότητας, δικαστικής ή συμβατικής εκκαθάρισης ή αναστολής της λειτουργίας ενός από τους συμμετέχοντες ή σε περίπτωση οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας διαδικασίας που προβλέπεται από τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και έχει ανάλογο αποτέλεσμα·

e)      σε περίπτωση σοβαρής χρηματοοικονομικής παρατυπίας.

4. Η Επιτροπή οφείλει να προβεί άμεσα σε καταγγελία της παρούσας σύμβασης επιχορήγησης ή της συμμετοχής δικαιούχου ή να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο δικαιούχο να καταγγείλει τη συμμετοχή ενός από τα μέλη του, από την ημερομηνία παραλαβής της συστημένης επιστολής με απόδειξη παραλαβής που έχει αποστείλει η Επιτροπή ή, στην περίπτωση μέλους, ο ενδιαφερόμενος δικαιούχος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 6, τρίτο εδάφιο, του παρόντος άρθρου, εφόσον ένας συμμετέχων έχει υποβάλει ψευδή δήλωση η οποία επισύρει την ευθύνη του ή εφόσον έχει με πρόθεση αποκρύψει πληροφορίες προκειμένου να τύχει της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας ή οποιουδήποτε άλλου οφέλους προβλεπόμενου με τη σύμβαση επιχορήγησης.

[…]

Άρθρο II.13 Επιλέξιμες δαπάνες – Γενικές αρχές

1. Οι επιλέξιμες δαπάνες είναι οι δαπάνες που απαριθμούνται στα άρθρα 14 και 15 του παρόντος παραρτήματος. Οι δαπάνες αυτές πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

–        πρέπει να είναι αναγκαίες για το έργο·

–        πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του έργου·

–        πρέπει να έχουν προσδιοριστεί σύμφωνα με τη λογιστική αρχή του ιστορικού κόστους και βάσει των συνήθων εσωτερικών κανόνων του συμμετέχοντος, υπό τον όρο ότι έχουν κριθεί αποδεκτές από την Επιτροπή·

–        πρέπει να έχουν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία το αργότερο κατά την κατάρτιση του τελικού ισολογισμού ή στα φορολογικά έγγραφα, ή, κατά περίπτωση, το αργότερο κατά την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού οικονομικού ελέγχου που προβλέπεται με το άρθρο 4.2.c του παρόντος παραρτήματος, με προτιμώμενη τη νωρίτερη ημερομηνία·

και

–        πρέπει να αποκλείουν κάθε περιθώριο κέρδους.

[…]

4. Μη επιλέξιμες είναι ιδίως οι ακόλουθες δαπάνες:

[…]

–        οι μη αναγκαίες ή αλόγιστες δαπάνες·

[…]

–        τα έξοδα αναψυχής και διαμονής, με την εξαίρεση των εύλογων εξόδων που έχει αποδεχθεί η Επιτροπή ως απολύτως αναγκαία για την εκτέλεση της σύμβασης επιχορήγησης.

Άρθρο II.14 Άμεσες δαπάνες

1. Προσωπικό

Όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού:

a)      Στη σύμβαση επιχορήγησης μπορούν να χρεωθούν μόνον οι δαπάνες πραγματικών ωρών κατά τις οποίες έχουν εργαστεί τα πρόσωπα που εκπληρώνουν τα σχετικά με το έργο διαχειριστικά και τεχνικά καθήκοντα.

Τα πρόσωπα αυτά πρέπει:

–        να έχουν προσληφθεί απευθείας από τον συμμετέχοντα σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας του·

–        να τελούν υπό την αποκλειστική εποπτεία και ευθύνη του συμμετέχοντος· και

–        να αμείβονται σύμφωνα με την κατά κανόνα εφαρμοζόμενη πρακτική του συμμετέχοντος, υπό τον όρο ότι η πρακτική αυτή έχει κριθεί αποδεκτή από την Επιτροπή.

Το σύνολο του χρόνου εργασίας που χρεώνεται στη σύμβαση επιχορήγησης πρέπει να καταγράφεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου και, στην περίπτωση του συντονιστή, για μέγιστη περίοδο δύο μηνών από τη λήξη της διάρκειας του έργου· ο χρόνος αυτός πρέπει να πιστοποιείται τουλάχιστον μια φορά ανά μήνα από τον υπεύθυνο του έργου τον οποίο έχει ο ορίσει ο συμμετέχων σύμφωνα με το άρθρο 2.2.b του παρόντος παραρτήματος ή από το οικονομικό στέλεχος που έχει δεόντως εξουσιοδοτήσει ο συμμετέχων.

[…]

4. Έξοδα ταξιδίου και διαβίωσης

Στη σύμβαση επιχορήγησης μπορούν να χρεωθούν πραγματικά έξοδα ταξιδίου και συνδεόμενα έξοδα διαβίωσης του προσωπικού που απασχολείται στο πλαίσιο του έργου.

[…]

Άρθρο II.16 Αιτιολόγηση των δαπανών

Οι επιλέξιμες δαπάνες αποδίδονται εφόσον είναι αιτιολογημένες από τον συμμετέχοντα.

Προς τον σκοπό αυτό, ο συμμετέχων υποχρεούται να τηρεί, σε συστηματική βάση και σύμφωνα με τα συνήθη λογιστικά πρότυπα του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος, τον λογαριασμό του έργου και την κατάλληλη τεκμηρίωση προκειμένου να αποδεικνύει και να αιτιολογεί λεπτομερώς τις δαπάνες και τις ημερομηνίες που εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία του.

Η τεκμηρίωση πρέπει να είναι ακριβής, πλήρης και αποτελεσματική.

Άρθρο II.17 Οικονομικός έλεγχος

1. Η Επιτροπή ή κάθε εξουσιοδοτημένος από αυτήν αντιπρόσωπος μπορεί ανά πάσα στιγμή να διενεργήσει οικονομικό έλεγχο σε σχέση με συμμετέχοντα κατά τη διάρκεια της σύμβασης επιχορήγησης και εντός της πενταετίας που έπεται της προβλεπόμενης με το άρθρο 3 τελικής πληρωμής της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας.

[…]

2. Η Επιτροπή ή κάθε εξουσιοδοτημένος από αυτήν αντιπρόσωπος μπορεί, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κρίνει εύλογο, να έχει πρόσβαση, μεταξύ άλλων, στο προσωπικό των δικαιούχων που απασχολείται στο πλαίσιο του έργου, στη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 16 του παρόντος παραρτήματος τεκμηρίωση και στα ηλεκτρονικά δεδομένα και εξοπλισμό που κρίνει σχετικά με το έργο. Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να απαιτήσει να της/του παραδοθούν τα στοιχεία με την κατάλληλη μορφή, προκειμένου, για παράδειγμα, να επαληθεύσει την επιλεξιμότητα των δαπανών.

[…]

4. Βάσει των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου, η Επιτροπή λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο που κρίνει χρήσιμο, συμπεριλαμβανομένου του μέτρου της ανάκτησης του συνόλου ή μέρους των πληρωμών που έχει διενεργήσει. Το σχετικό ένταλμα είσπραξης έχει ως αποδέκτη τον ενδιαφερόμενο δικαιούχο ή τον εμπλεκόμενο δικαιούχο στην περίπτωση που ο έλεγχος αφορά ένα από τα μέλη του.

[…]

Άρθρο II.19 Επιστροφή ποσών στην Επιτροπή και εντάλματα είσπραξης

1. Αν ορισμένο ποσό έχει καταβληθεί αχρεωστήτως στον συμμετέχοντα ή αν η ανάκτηση δικαιολογείται με βάση τις ρήτρες της σύμβασης, ο δικαιούχος αναλαμβάνει να επιστρέψει στην Επιτροπή το επίμαχο ποσό, σύμφωνα με τους όρους και κατά την ημερομηνία που καθορίζει η Επιτροπή.

2. Αν ο δικαιούχος δεν προβεί σε καταβολή μέχρι την ημερομηνία που έχει καθορίσει η Επιτροπή, το οφειλόμενο ποσό προσαυξάνεται με τόκους βάσει του επιτοκίου που ορίζεται με το άρθρο 3.6 του παρόντος παραρτήματος. Οι τόκοι υπερημερίας οφείλονται για το χρονικό διάστημα μεταξύ της επομένης της ημερομηνίας που έχει καθοριστεί για την πληρωμή και της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή λαμβάνει το σύνολο του οφειλόμενου ποσού.

[…]»

12      Η τελευταία επίδικη σύμβαση (στο εξής: σύμβαση CIP ή σύμβαση T‑Seniority) συνάφθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος-πλαισίου για την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα που θεσπίστηκε με την απόφαση 1639/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με τη θέσπιση προγράμματος-πλαισίου για την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία (2007‑2013) (ΕΕ L 310, σ. 15).

13      Πρόκειται για τη σύμβαση υπ’ αριθ. 224988 «T-Seniority: Expanding the benefits of information society to older people through digital TV channels», της οποίας το μεν άρθρο 3 όριζε ότι το έργο έχει διάρκεια 24 μηνών με αφετηρία την 1η Ιουλίου 2008, το δε άρθρο 5 προέβλεπε μέγιστη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας ύψους 2 669 999 ευρώ, εκ των οποίων 72 562,50 ευρώ είχαν αποδέκτη την ενάγουσα.

14      Οι γενικοί όροι της συμβάσεως CIP (στο εξής: γενικοί όροι CIP) προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Άρθρο II.1 Ορισμοί

[…]

Ως “δικαιούχος” νοείται η νομική οντότητα που συμμετέχει στην παρούσα σύμβαση επιχορήγησης που έχει συναφθεί με την Κοινότητα.

[…]

Ως “επιλέξιμες δαπάνες” νοούνται οι δαπάνες που απαριθμούνται στα άρθρα II.21 και II.22, τηρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων II.20 και II.23.

[…]

Ως “παρατυπία” νοείται κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου ή ρήτρας της παρούσας σύμβασης επιχορήγησης, λόγω πράξης ή παράλειψης ενός ή πολλών δικαιούχων η οποία προκαλεί ή θα μπορούσε να προκαλέσει ζημία στον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων.

[…]

Άρθρο II.5 Έγκριση εκθέσεων και παραδοτέων· προθεσμίες πληρωμής

1. Στο τέλος κάθε περιόδου αναφοράς, η Επιτροπή αξιολογεί τις εκθέσεις και τα παραδοτέα του έργου που προβλέπονται με το παράρτημα Ι και διενεργεί τις αντίστοιχες πληρωμές εντός 105 ημερών από την παραλαβή τους, εκτός και αν έχει ανασταλεί η προθεσμία, η πληρωμή ή το έργο. Κατά την εξέταση και την αξιολόγηση των εκθέσεων και των παραδοτέων, η Επιτροπή μπορεί να επικουρείται από εξωτερικούς πραγματογνώμονες.

2. Οι πληρωμές διενεργούνται μετά την έγκριση των εκθέσεων ή/και των παραδοτέων από την Επιτροπή. Η μη απάντηση από την Επιτροπή εντός της εν λόγω προθεσμίας δεν ισοδυναμεί με έγκριση εκ μέρους της Επιτροπής. Η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει εκθέσεις και παραδοτέα ακόμη και μετά την πάροδο της προθεσμίας πληρωμής. Η έγκριση των εκθέσεων δεν ισοδυναμεί με αναγνώριση του νομότυπου χαρακτήρα τους ούτε της γνησιότητας των δηλώσεων και των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτές, ούτε και συνεπάγεται εξαίρεση από οικονομικό έλεγχο ή επανεξέταση.

[…]

Άρθρο II.10 Καταγγελία της σύμβασης επιχορήγησης ή της συμμετοχής δικαιούχου

[…]

2. Η Επιτροπή δεν αντιτίθεται:

a)      στην καταγγελία της σύμβασης επιχορήγησης την οποία έχει ζητήσει γραπτώς ο συντονιστής σε συνεννόηση με τους λοιπούς δικαιούχους, για τους λόγους που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

b)      στην αποχώρηση δικαιούχου από το έργο, εκτός αν η αποχώρηση αυτή επηρεάζει ουσιωδώς την εκτέλεση του έργου.

Η καταγγελία της σύμβασης επιχορήγησης ή η αποχώρηση δικαιούχου παράγει αποτελέσματα:

–        κατά την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο αποδοχής της Επιτροπής, το οποίο παραδίδεται με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής·

–        ελλείψει γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής, το αργότερο ένα μήνα μετά την παραλαβή της κοινοποίησης της καταγγελίας των ενδιαφερομένων μερών.

3. Η Επιτροπή μπορεί να προβεί άμεσα σε καταγγελία της παρούσας σύμβασης επιχορήγησης ή της συμμετοχής δικαιούχου, από την ημερομηνία παραλαβής της συστημένης επιστολής με απόδειξη παραλαβής που έχει αποστείλει η Επιτροπή:

[…]

f)      σε περίπτωση σοβαρής χρηματοοικονομικής παρατυπίας ή απάτης διαπραχθείσας από δικαιούχο.

[…]

Άρθρο II.11 Χρηματοοικονομικές και λοιπές συνέπειες της καταγγελίας

[…]

3. Σε περίπτωση καταγγελίας, οποιαδήποτε πληρωμή εκ μέρους της Επιτροπής περιορίζεται στις επιλέξιμες δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί και έχουν γίνει αποδεκτές μέχρι την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η καταγγελία καθώς και σε κάθε νόμιμη δέσμευση που έχει αναληφθεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία και δεν μπορεί να ακυρωθεί.

4. Κατά παρέκκλιση από την προηγούμενη παράγραφο:

–        σε περίπτωση καταγγελίας κατά το άρθρο II.10, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο b, ή παράγραφος 3, στοιχεία b, c, e, f ή g, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την επιστροφή του συνόλου ή μέρους της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τα αποτελέσματα των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν και τη χρησιμότητά τους για την Κοινότητα στο πλαίσιο του παρόντος προγράμματος·

[…]

7. Η Επιτροπή μπορεί να ασκήσει όλα τα δικαιώματα που της αναγνωρίζει η παρούσα σύμβαση επιχορήγησης προκειμένου να αποδεχθεί ή να απορρίψει εκθέσεις ή παραδοτέα, προκειμένου να αποδεχθεί, να περιορίσει ή να απορρίψει αιτήματα απόδοσης δαπανών και προκειμένου να διενεργήσει οικονομικό έλεγχο ή τεχνική αξιολόγηση.

8. Παρά την καταγγελία της σύμβασης επιχορήγησης ή της συμμετοχής δικαιούχου, οι διατάξεις των τμημάτων B και D του παραρτήματος II εξακολουθούν να ισχύουν μετά τη λύση της σύμβασης επιχορήγησης ή την παύση της συμμετοχής δικαιούχου. Κάθε άλλη διάταξη της παρούσας σύμβασης επιχορήγησης, η οποία ορίζει ρητώς ότι η ισχύς της συνεχίζεται μετά τη λύση, εξακολουθεί επίσης να ισχύει για όσο χρονικό διάστημα προβλέπει η σχετική διάταξη.

[…]

Άρθρο II.20 Επιλέξιμες δαπάνες – Γενικές αρχές

1. Επιλέξιμες είναι οι δαπάνες που απαριθμούνται στα άρθρα II.21 και II.22. Οι δαπάνες αυτές πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

[…]

–        πρέπει να είναι αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου·

–        πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί όντως από τον δικαιούχο·

–        πρέπει να είναι προσδιορίσιμες και επαληθεύσιμες, να είναι καταχωρισμένες στα λογιστικά βιβλία του δικαιούχου και να έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες που εφαρμόζονται στη χώρα στην οποία έχει την εγκατάστασή του ο δικαιούχος και σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές κοστολόγησης που αυτός εφαρμόζει· οι εσωτερικές διαδικασίες λογιστικής και ελέγχου που εφαρμόζει ο δικαιούχος πρέπει να καθιστούν δυνατή την άμεση αντιστοίχηση των δαπανών και τιμολογίων που δηλώνονται στο πλαίσιο του έργου με τις αντίστοιχες οικονομικές καταστάσεις και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά·

–        πρέπει να είναι σύμφωνες προς τις απαιτήσεις της εφαρμοστέας φορολογικής και εν γένει κοινωνικής νομοθεσίας·

–        πρέπει να είναι εύλογες, αιτιολογημένες και να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, ιδίως όσον αφορά την εξοικονόμηση πόρων και την αποδοτικότητα·

και

–        πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του έργου.

[…]

2. Μη επιλέξιμες δαπάνες είναι ιδίως:

[…]

–        οι μη αναγκαίες ή αλόγιστες δαπάνες·

[…]

–        δαπάνες που πραγματοποιούνται ή αποδίδονται, ιδίως, στο πλαίσιο άλλου κοινοτικού, διεθνούς ή εθνικού έργου.

[…]

Άρθρο II.23 Αιτιολόγηση των δαπανών

Οι επιλέξιμες δαπάνες αποδίδονται εφόσον είναι αιτιολογημένες από τον δικαιούχο.

Προς τον σκοπό αυτό, ο συμμετέχων υποχρεούται να τηρεί, σε συστηματική βάση και σύμφωνα με τα συνήθη λογιστικά πρότυπα του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος, τον λογαριασμό του έργου και την κατάλληλη τεκμηρίωση προκειμένου να αποδεικνύει και να αιτιολογεί λεπτομερώς τις δαπάνες και τις ημερομηνίες που εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία του. Ο λογαριασμός αυτός πρέπει να φυλάσσεται τουλάχιστον για πέντε έτη μετά την τελική πληρωμή. Το σύνολο του χρόνου εργασίας που χρεώνεται στη σύμβαση επιχορήγησης πρέπει να καταγράφεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου και για μέγιστη περίοδο δύο μηνών από τη λήξη της διάρκειας του έργου· ο χρόνος αυτός πρέπει να πιστοποιείται τουλάχιστον μια φορά ανά μήνα από τον υπεύθυνο του έργου τον οποίο έχει ο ορίσει ο συμμετέχων σύμφωνα με το άρθρο II.3.b του παρόντος παραρτήματος ή από το οικονομικό στέλεχος που έχει δεόντως εξουσιοδοτήσει ο συμμετέχων.

Η προαναφερθείσα τεκμηρίωση πρέπει να είναι ακριβής, πλήρης και αποτελεσματική.

[…]

Άρθρο II.26 Όροι πληρωμής

[…]

6. Κάθε πληρωμή μπορεί να υποβληθεί σε οικονομικό έλεγχο ή σε επανεξέταση και μπορεί να αναθεωρηθεί ή να ανακτηθεί αναλόγως των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου ή της επανεξέτασης.

[…]

Άρθρο II.28 Οικονομικός έλεγχος

1. Η Επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να διενεργήσει έλεγχο σε σχέση με δικαιούχο κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου και εντός της πενταετίας που έπεται της τελικής πληρωμής. Η διαδικασία ελέγχου σε σχέση με δικαιούχο λογίζεται ότι αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία αυτός παραλαμβάνει τη σχετική συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής που του έχει αποστείλει η Επιτροπή.

Η διαδικασία ελέγχου μπορεί να διεξάγεται από εξωτερικούς ορκωτούς ελεγκτές ή από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένης της OLAF. Η διαδικασία ελέγχου διεξάγεται με εμπιστευτικότητα.

2. Οι δικαιούχοι θέτουν απευθείας στη διάθεση της Επιτροπής όλες τις λεπτομερείς πληροφορίες και τα στοιχεία που μπορεί να ζητήσει η Επιτροπή ή εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός της με σκοπό να επαληθευτεί η ορθή διαχείριση της σύμβασης, η υλοποίησή της σύμφωνα με τις διατάξεις της και ο σύμφωνος με τη σύμβαση καταλογισμός των δαπανών.

3. Οι δικαιούχοι μεριμνούν ώστε η Επιτροπή ή κάθε εξωτερικός φορέας που έχει εξουσιοδοτηθεί από αυτήν να έχει, ανά πάσα εύλογη στιγμή, επιτόπια πρόσβαση ιδίως στα γραφεία των δικαιούχων, στο προσωπικό των δικαιούχων που απασχολείται στο πλαίσιο του έργου, στην τεκμηρίωση για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο ΙΙ.23 του παρόντος παραρτήματος και η οποία είναι αναγκαία για τη διενέργεια του ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που αφορούν τις αποδοχές μεμονωμένων προσώπων που απασχολούνται στο πλαίσιο του έργου, στα λογιστικά στοιχεία, στα ηλεκτρονικά δεδομένα και εξοπλισμό. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ή κάθε εξωτερικός φορέας που έχει εξουσιοδοτηθεί από αυτήν μπορεί να απαιτήσει να της/του παραδοθούν τα στοιχεία με την κατάλληλη μορφή, προκειμένου, για παράδειγμα, να επαληθεύσει την επιλεξιμότητα των δαπανών.

[…]

5. Βάσει των πορισμάτων του ελέγχου, η Επιτροπή λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο που κρίνει χρήσιμο, συμπεριλαμβανομένων του μέτρου της ανάκτησης του συνόλου ή μέρους των πληρωμών που έχει διενεργήσει καθώς και της επιβολής κάθε απαιτούμενης κύρωσης.

[…]

Άρθρο II.30 Επιστροφή ποσών στην Επιτροπή και εντάλματα είσπραξης

1. Όταν ένα ποσό που έχει καταβληθεί από την Επιτροπή στον συντονιστή με την ιδιότητα του αποδέκτη όλων των πληρωμών πρέπει να ανακτηθεί δυνάμει των διατάξεων της παρούσας σύμβασης επιχορήγησης, ο ενδιαφερόμενος δικαιούχος αναλαμβάνει να επιστρέψει στην Επιτροπή το επίμαχο ποσό, σύμφωνα με τους όρους και κατά την ημερομηνία που καθορίζει η Επιτροπή.

2. Αν η υποχρέωση καταβολής του οφειλόμενου ποσού δεν εκπληρωθεί μέχρι την ημερομηνία που έχει καθορίσει η Επιτροπή, το οφειλόμενο ποσό προσαυξάνεται με τόκους βάσει του επιτοκίου που ορίζεται με το άρθρο II.5(5). Οι τόκοι υπερημερίας οφείλονται για το χρονικό διάστημα μεταξύ της επομένης της ημερομηνίας που έχει καθοριστεί για την πληρωμή και της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή λαμβάνει το σύνολο του οφειλόμενου ποσού.

[…]

4. Οι δικαιούχοι αποδέχονται ότι, βάσει του άρθρου 256 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εις βάρος προσώπων πλην κρατών απόφαση βεβαίωσης της χρηματικής απαίτησης, η οποία συνιστά εκτελεστό τίτλο.»

15      Όσον αφορά το εφαρμοστέο για τις επίδικες συμβάσεις δίκαιο, το άρθρο 12 των συμβάσεων FP6 ορίζει ότι «[η] παρούσα σύμβαση διέπεται από το βελγικό δίκαιο».

16      Ομοίως, το άρθρο 5, παράγραφος 1, των συμβάσεων eTEN ορίζει ότι «[η] παρούσα σύμβαση επιχορηγήσεως διέπεται από το βελγικό δίκαιο».

17      Το άρθρο 10, πρώτο εδάφιο, της συμβάσεως CIP ορίζει ότι: «η παρούσα σύμβαση επιχορηγήσεως διέπεται από τους συμβατικούς όρους, από τις σχετικές κοινοτικές πράξεις περί [CIP], από τον δημοσιονομικό κανονισμό που ισχύει για τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από τις λοιπές πράξεις του κοινοτικού δικαίου και, επικουρικώς, από το βελγικό δίκαιο».

18      Όσον αφορά το αρμόδιο δικαστήριο, το άρθρο 13 των συμβάσεων FP6 περιέχει ρήτρα διαιτησίας δυνάμει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο είναι, κατά περίπτωση, αρμόδια για να αποφαίνονται επί των διαφορών μεταξύ της Κοινότητας και των αντισυμβαλλομένων της όσον αφορά το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία των συμβάσεων αυτών.

19      Την ίδια ρήτρα περιέχει και το άρθρο 5, παράγραφος 2, των συμβάσεων eTEN καθώς και το άρθρο 10, τρίτο εδάφιο, της συμβάσεως CIP.

 B — Η εκτέλεση και ο οικονομικός έλεγχος των επίδικων συμβάσεων

20      Από τις 8 έως τις 12 Φεβρουαρίου 2010, η Επιτροπή διενήργησε οικονομικό έλεγχο των επιδίκων συμβάσεων στα γραφεία της ενάγουσας.

21      Πριν από τη διενέργεια του οικονομικού ελέγχου, η Επιτροπή είχε καταβάλει την τελευταία δόση της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας στην ενάγουσα για ορισμένες από τις επίδικες συμβάσεις.

22      Πρόκειται, πρώτον, για τρεις από τις συμβάσεις που διέπονται από τους γενικούς όρους FP6, και συγκεκριμένα τις συμβάσεις Access-eGOV, eABILITIES και Emerge, για τις οποίες η καταβολή της τελευταίας δόσεως της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας πραγματοποιήθηκε, αντιστοίχως, στις 15 Δεκεμβρίου, στις 30 Σεπτεμβρίου και στις 30 Οκτωβρίου 2009. Η Επιτροπή ενέκρινε οριστικώς την εκτέλεση των τριών αυτών συμβάσεων από την ενάγουσα, αντιστοίχως, στις 13 Ιουλίου 2009, στις 17 Μαρτίου 2009 και στις 15 Μαΐου 2010.

23      Πρόκειται, δεύτερον, για τις συμβάσεις που διέπονται από τους γενικούς όρους eTEN, και συγκεκριμένα τις συμβάσεις Navigabile και Euridice, για τις οποίες η ως άνω καταβολή πραγματοποιήθηκε, αντιστοίχως, στις 28 Ιανουαρίου 2009 και στις 28 Δεκεμβρίου 2007. Η Επιτροπή ενέκρινε οριστικώς την εκτέλεση των δύο αυτών συμβάσεων από την ενάγουσα, αντιστοίχως, στις 8 Δεκεμβρίου 2008 και στις 27 Μαρτίου 2007.

24      Κατά την ημερομηνία του οικονομικού ελέγχου, οι άλλες επίδικες συμβάσεις βρίσκονταν σε διαφορετικά στάδια εκτελέσεως.

25      Όσον αφορά τη σύμβαση που διέπεται από τους γενικούς όρους CIP, ήτοι τη σύμβαση T‑Seniority, η Επιτροπή στις 23 Φεβρουαρίου 2009 κατέβαλε στην ενάγουσα, μέσω του συντονιστή του έργου, την πρώτη δόση της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας ύψους 43 934,90 ευρώ. Με έγγραφο της 1ης Μαρτίου 2010, η ενάγουσα ενημέρωσε τον συντονιστή του έργου T‑Seniority ότι από την ημερομηνία αυτή αποχωρούσε από την κοινοπραξία.

26      Όσον αφορά τις τρεις άλλες συμβάσεις που διέπονται από τους γενικούς όρους FP6, και ειδικότερα τις συμβάσεις Ask‑It, EU4ALL και Enable, η κατάσταση είχε ως εξής.

27      Στο πλαίσιο της συμβάσεως Ask‑It, η Επιτροπή κατέβαλε τις τέσσερις πρώτες δόσεις της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας που προοριζόταν για την ενάγουσα, η τελευταία δε καταβολή πραγματοποιήθηκε στις 27 Μαΐου 2008. Η τελευταία δόση της εν λόγω συνεισφοράς δεν είχε ακόμη καταβληθεί. Η κοινοπραξία απέστειλε στην Επιτροπή τα τελευταία παραδοτέα στις 21 Ιουλίου 2009.

28      Στο πλαίσιο της συμβάσεως EU4ALL, η Επιτροπή κατέβαλε στην ενάγουσα τις δύο πρώτες δόσεις της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας στις 4 Απριλίου 2007 και στις 19 Ιανουαρίου 2009. Μετά την εξέταση των εκθέσεων που υπέβαλε η κοινοπραξία στο πλαίσιο της τρίτης περιόδου αναφοράς του έργου, η Επιτροπή απηύθυνε στον συντονιστή του έργου αυτού έγγραφο με ημερομηνία 13 Ιανουαρίου 2010, με το οποίο επισήμαινε ότι οι εκθέσεις αυτές εγκρίνονταν υπό την προϋπόθεση ότι η κοινοπραξία θα παρουσίαζε ένα σχέδιο υλοποιήσεως του προγράμματος για την επόμενη περίοδο που να περιλαμβάνει ορισμένες τροποποιήσεις αναφορικά με τις προς εκπλήρωση παροχές και καθήκοντα. Επίσης, η Επιτροπή έτασσε στην κοινοπραξία προθεσμία ενός μηνός προκειμένου αυτή να λάβει υπόψη τις συστάσεις της Επιτροπής και να υποβάλει νέο σχέδιο υλοποιήσεως.

29      Στη συνέχεια, η Επιτροπή, με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 2010, έταξε στην κοινοπραξία νέα προθεσμία ενός μηνός, στο πλαίσιο της συμβάσεως EU4ALL, προκειμένου αυτή να λάβει υπόψη τις συμπληρωματικές συστάσεις μετά την υποβολή νέων εγγράφων και να υποβάλει νέο σχέδιο υλοποιήσεως που να λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις αυτές.

30      Μετά την υποβολή νέων εγγράφων από την κοινοπραξία στο πλαίσιο της συμβάσεως EU4ALL, η Επιτροπή, με έγγραφο της 9ης Ιουνίου 2010, επισήμανε στην κοινοπραξία ότι, με την επιφύλαξη της προσκομίσεως συμπληρωματικών εγγράφων πριν την παρέλευση του μηνός Ιουνίου 2010, εκτιμούσε ότι η εκτέλεση του έργου από την κοινοπραξία ήταν ικανοποιητική.

31      Με έγγραφο της 4ης Αυγούστου 2010, η ενάγουσα υπενθύμισε στην Επιτροπή ότι, μολονότι ο συντονιστής του έργου υπέβαλε τα συμπληρωματικά έγγραφα που είχε ζητήσει η Επιτροπή με το από 9 Ιουνίου 2010 έγγραφό της, εντούτοις η τελευταία δεν προέβη σε καμία πληρωμή. Δεδομένου ότι η κατάσταση αυτή καθιστούσε την εκτέλεση του έργου που προβλεπόταν με τη σύμβαση EU4ALL αδύνατη λόγω ελλείψεως οικονομικών πόρων, η ενάγουσα δήλωσε στην Επιτροπή ότι, από την ημερομηνία αποστολής του προαναφερθέντος εγγράφου, ανέστελλε την εκτέλεση και την υλοποίηση του έργου έως ότου η Επιτροπή εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της, και συγχρόνως επιφυλάχθηκε ως προς κάθε δικαίωμά της απορρέον από τη σύμβαση και ως προς οποιαδήποτε πρόσθετη ζημία.

32      Με έγγραφο της 25ης Αυγούστου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι ανέστειλε την πληρωμή της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας που αντιστοιχούσε στην τελευταία περίοδο αναφοράς στο πλαίσιο της συμβάσεως EU4ALL βάσει του άρθρου II.28, παράγραφος 8, τρίτο εδάφιο, των γενικών όρων FP6.

33      Στο πλαίσιο της συμβάσεως Enable, η Επιτροπή κατέβαλε στην ενάγουσα τις έξι πρώτες δόσεις της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας που προορίζονταν για αυτήν, η δε τελευταία καταβολή πραγματοποιήθηκε στις 7 Ιουνίου 2009.

34      Στη συνέχεια, η ενάγουσα, με έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2010, ενημέρωσε την Επιτροπή ότι, ελλείψει πληρωμής εκ μέρους της τελευταίας, αδυνατούσε να συνεχίσει την εκτέλεση του έργου που προβλεπόταν με τη σύμβαση Enable λόγω ελλείψεως οικονομικών πόρων. Επίσης δήλωσε στην Επιτροπή ότι, από την ημερομηνία αποστολής του προαναφερθέντος εγγράφου, ανέστελλε την εκτέλεση και την υλοποίηση του έργου έως ότου η Επιτροπή εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της, και συγχρόνως επιφυλάχθηκε ως προς κάθε δικαίωμά της απορρέον από τη σύμβαση και ως προς οποιαδήποτε πρόσθετη ζημία. Πάντως, στις 15 Οκτωβρίου 2010 η ενάγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή την τελευταία οικονομική έκθεσή της όσον αφορά το εν λόγω έργο.

35      Στις 28 Ιουνίου 2010 η Επιτροπή απέστειλε στην ενάγουσα προσωρινή έκθεση οικονομικού ελέγχου σχετικά με την εκτέλεση των επίδικων συμβάσεων. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2010 η ενάγουσα κοινοποίησε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί της εν λόγω εκθέσεως.

36      Με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα για την κατάρτιση της οριστικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, η οποία προσαρτήθηκε στο εν λόγω έγγραφο, και για την έγκριση των πορισμάτων της εκθέσεως αυτής.

37      Στην οριστική έκθεση οικονομικού ελέγχου που προσαρτήθηκε στο από 22 Δεκεμβρίου 2010 έγγραφο της Επιτροπής διαπιστώνονταν τα εξής:

–        επί πολλά συναπτά έτη, η ενάγουσα δεν κατέγραφε ορθώς στα λογιστικά της βιβλία και αρχεία ιδίως τα ακριβή έσοδά της, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του ελληνικού δικαίου· ως εκ τούτου, οι λογιστικές της εγγραφές δεν ήταν αξιόπιστες και δεν μπορούσε να γίνει άμεση σύγκριση μεταξύ των σχετικών με την εκτέλεση του έργου δαπανών και εσόδων, αφενός, και της γενικής καταστάσεως των λογαριασμών της ενάγουσας, αφετέρου,

–        σημαντικό ποσοστό των δελτίων παρουσίας του προσωπικού έφερε σε συστηματική βάση χειρόγραφες διορθώσεις που είχαν γίνει από τον υπεύθυνο προγραμμάτων, εκ των υστέρων και χωρίς τη συναίνεση του προσωπικού· το γεγονός αυτό είχε σημαντικό αντίκτυπο στον χρόνο εργασίας που δηλώθηκε και προκαλούσε αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία της καταγραφής των ωρών εργασίας,

–        στα δελτία παρουσίας του υπεύθυνου προγραμμάτων είχαν δηλωθεί υπερβολικές ώρες εργασίας, οι οποίες αλληλεπικαλύπτονταν με τις ώρες απασχολήσεώς του σε άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες,

–        η ενάγουσα δήλωσε ψευδώς ότι ο υπεύθυνος προγραμμάτων δεν συμμετείχε στην εκτέλεση της συμβάσεως ETSI STF 333, η οποία χρηματοδοτούνταν από την Επιτροπή,

–        η αιτιολόγηση των εξόδων ταξιδίου δεν παρείχε αξιόπιστη και αντικειμενική εικόνα των συνθηκών και των δραστηριοτήτων που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των μετακινήσεων αυτών, καθόσον το κύριο μέρος των εν λόγω ταξιδιών δεν σχετιζόταν άμεσα με τα επίμαχα προγράμματα.

38      Ως εκ τούτου, το συμπέρασμα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου ήταν ότι έπρεπε να γίνει δεκτό ότι όλες οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η ενάγουσα κατά την εκτέλεση των συμβάσεων Access‑eGOV, eABILITIES, Ask‑It, EU4ALL, Emerge και Enable καθώς και Navigabile, Euridice και T‑Seniority δεν ήταν επιλέξιμες και ότι έπρεπε να αναζητηθούν όλα τα σχετικά ποσά που καταβλήθηκαν στην ενάγουσα.

39      Λόγω της σοβαρότητας των διαπιστωθεισών παρατυπιών, η έκθεση οικονομικού ελέγχου πρότεινε επίσης την καταγγελία όλων των υπό εκτέλεση συμβάσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ της ενάγουσας και της Επιτροπής, σύμφωνα με τα άρθρα II.16.2 των γενικών όρων FP6, II.7.3 (σοβαρή οικονομική παρατυπία) και II.7.4 (ψευδείς δηλώσεις) των γενικών όρων eTEN, και II.10.3 (παραβίαση της συμβάσεως και παράλειψη παροχής πληροφοριών) των γενικών όρων CIP.

40      Με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή προσδιόρισε επίσης, χωριστά για καθεμία από τις επίδικες συμβάσεις, τα προς επιστροφή ποσά, τα οποία συνολικώς ανέρχονταν σε 951 029,21 ευρώ, υπό μορφή πίνακα ο οποίος έχει ως εξής:

Σύμβαση

Δηλωθείσες δαπάνες

(A)

Δαπάνες που κρίθηκαν αποδεκτές από τον οικονομικό ελεγκτή (B)

Επιλέξιμες δαπάνες

(C)

Προσαρμογές με βάση τις δαπάνες που κρίθηκαν αποδεκτές

(C-B)

027020

Access-eGOV

157 438,84

157 438,84

0,00

- 157 438,84

034778

EU4ALL

115 044,16

115 044,16

0,00

- 115 044,16

035242

eABILITIES

95 287,40

95 287,40

0,00

- 95 287,40

045056

Emerge

112 308,44

112 308,44

0,00

- 112 308,44

045563

Enable

118 588,01

104 503,61

0,00

- 104 503,61

511298

Ask-It

187 120,70

184 803,16

0,00

- 184 803,16

029255

Navigabile

61 004,83

62 129,50

0,00

- 62 129,50

517506

Euridice

56 798,04

56 472,10

0,00

- 56 472,10

224988

T-Seniority

63 042

63 042

0,00

- 63 042

41      Η Επιτροπή διευκρίνιζε συναφώς ότι οι προσαρμογές οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω της καταβολής προς την ενάγουσα μη επιλέξιμων ποσών θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις μελλοντικές πληρωμές που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο των επιδίκων συμβάσεων ή να λάβουν τη μορφή εντάλματος εισπράξεως.

42      Με το ίδιο έγγραφο, η Επιτροπή ενημέρωνε επίσης την ενάγουσα ότι, πέραν των προσαρμογών αυτών, οι υπηρεσίες της διατηρούσαν τη δυνατότητα να υπολογίσουν το ποσό της οφειλόμενης στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως βάσει του άρθρου II.30 των γενικών όρων FP6 και να εκδώσουν, εφόσον χρειαστεί, ένταλμα εισπράξεως σε σχέση με την αποζημίωση αυτή.

43      Στις 4 Φεβρουαρίου 2011 έλαβε χώρα η ακρόαση του υπεύθυνου προγραμμάτων από τους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) με αντικείμενο, αφενός, την υλοποίηση των έργων που αποτελούσαν αντικείμενο των επιδίκων συμβάσεων και, αφετέρου, τη συμμετοχή του υπεύθυνου προγραμμάτων στα έργα αυτά.

44      Με έγγραφο της 21ης Μαρτίου 2011 με αποδέκτη την ενάγουσα, η Επιτροπή προσδιόρισε τα ποσά που είχε καταβάλει αχρεωστήτως στην τελευταία ως ακολούθως:

 

Έργα

Επιλέξιμες δαπάνες/ επιχορηγήσεις, όπως προκύπτουν από την έκθεση οικονομικού ελέγχου

Αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό

FP6

027020

Access-e-Gov

0,00 €

- 157 438,73 €

FP6

035242

eABILITIES

0,00 €

- 95 201,60 €

FP6

045563

Enable

0,00 €

- 81 456,96 €

FP6

511298

Ask-It

0,00 €

- 164 988,82 €

FP6

034778

EU4ALL

0,00 €

- 125 580,45 €

FP6

045056

Emerge

0,00 €

- 187 248,39 €

ETEN

029255

Navigabile

0,00 €

- 62 129,50 €

ETEN

517506

Euridice

0,00 €

- 55 750 €

CIP

224988

T-Seniority

0,00 €

- 43 966 €

 

- 643 782,81 €

45      Η Επιτροπή ενημέρωνε επίσης την ενάγουσα ότι, αν αυτή δεν υπέβαλλε εντός προθεσμίας 15 ημερών από την παραλαβή του προαναφερθέντος εγγράφου τις σχετικές παρατηρήσεις της, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα προχωρούσαν στη διαδικασία για την ανάκτηση ποσού 643 782,81 ευρώ, η δε ενάγουσα θα λάμβανε για κάθε έργο ένα χρεωστικό σημείωμα που θα της παρείχε οδηγίες για να επιστρέψει στην Επιτροπή το σχετικό ποσό εντός της τασσόμενης προθεσμίας. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης στην ενάγουσα ότι αν αυτή δεν προέβαινε στην εν λόγω επιστροφή εντός της τασσόμενης με το χρεωστικό σημείωμα προθεσμίας, το προς επιστροφή ποσό θα προσαυξανόταν με τόκους βάσει του οριζόμενου στο εν λόγω χρεωστικό σημείωμα επιτοκίου. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, σε περίπτωση μη επιστροφής του συνολικού ποσού, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, το ποσό αυτό θα αναζητούνταν δικαστικά ή θα συμψηφιζόταν με τυχόν ποσά που όφειλε η Επιτροπή στην ενάγουσα. Τέλος, η Επιτροπή επισήμαινε ότι, πέραν του εντάλματος εισπράξεως, η αρμόδια υπηρεσία θα προέβαινε στον υπολογισμό του ποσού της αποζημιώσεως που όφειλε η ενάγουσα δυνάμει του άρθρου II.30 των γενικών όρων FP6.

46      Με έγγραφο της 1ης Απριλίου 2011, η Επιτροπή διαβίβασε στην ενάγουσα «διορθωμένο πίνακα» των ποσών που της είχε αχρεωστήτως καταβάλει. Όπως προέκυπτε από τον πίνακα αυτό, το συνολικό προς επιστροφή ποσό ανερχόταν σε 999 366,40 ευρώ και όχι σε 643 782,81 ευρώ.

47      Με έγγραφο της 4ης Απριλίου 2011, η Επιτροπή επισήμανε στην ενάγουσα ότι, βάσει των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου, εκτιμούσε ότι η ενάγουσα προσκόμισε ψευδείς δηλώσεις και διέπραξε παρατυπίες κατά την έννοια του άρθρου II.1.11 των γενικών όρων FP6, του άρθρου II.1.32 των γενικών όρων eTEN και του άρθρου II.1 των γενικών όρων CIP. Επίσης διευκρίνισε στην ενάγουσα ότι, κατά την εκτίμησή της, η ενάγουσα παρέβη τις διατάξεις των επίδικων συμβάσεων τις σχετικές με την επιλεξιμότητα των δαπανών και ότι σκοπός των παραβάσεων αυτών καθώς και των ψευδών δηλώσεων ήταν η απόσπαση αδικαιολόγητης χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Ένωσης. Κατά συνέπεια, ενημέρωσε την ενάγουσα για την απόφασή της να καταγγείλει τη συμμετοχή της ενάγουσας στις συμβάσεις Ask‑It, EU4ALL, Emerge και Enable, βάσει του άρθρου II.16.2 των γενικών όρων FP6, από την παραλαβή του εγγράφου αυτού. Επίσης ζήτησε από την ενάγουσα να της διαβιβάσει εντός προθεσμίας 30 ημερών από την παραλαβή του ως άνω εγγράφου όλες τις εκθέσεις και όλα τα έγγραφα που έπρεπε να της υποβληθούν στο πλαίσιο της συμβάσεως Enable σχετικά με τις εκτελεσθείσες έως την ημερομηνία εκείνη εργασίες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο II.7 των γενικών όρων FP6. Επίσης επέστησε την προσοχή της ενάγουσας στο γεγονός ότι, βάσει των τελικών πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου, ήταν απίθανο να χαρακτηριστούν ως επιλέξιμες οι δαπάνες που αυτή δήλωσε για περιόδους μη καλυπτόμενες από τον οικονομικό έλεγχο.

48      Στις 29 Απριλίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε εννέα χρεωστικά σημειώματα στα οποία προσδιοριζόταν το προς επιστροφή ποσό για καθεμία από τις επίδικες συμβάσεις, το δε συνολικό ποσό ανερχόταν σε 999 213,45 ευρώ. Τα εν λόγω χρεωστικά σημειώματα έτασσαν στην ενάγουσα προθεσμία 45 ημερών για την επιστροφή των οφειλόμενων στην Επιτροπή ποσών, η οποία έληγε στις 14 Ιουνίου 2011 και μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας τα εν λόγω ποσά θα προσαυξάνονταν με τους προβλεπόμενους από τις επίδικες συμβάσεις τόκους υπερημερίας, βάσει του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προσαυξημένου κατά 3,5 μονάδες.

49      Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή ενημέρωσε με επιστολή την ενάγουσα ότι το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως που οφειλόταν στο πλαίσιο των συμβάσεων που συνάφθηκαν στο πλαίσιο του FP6 ανερχόταν σε 70 471,47 ευρώ. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι, για λόγους τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, το ποσό που προέκυψε από την εφαρμογή του μαθηματικού τύπου του άρθρου II.30 των γενικών όρων των εν λόγω συμβάσεων μειώθηκε στο 10 % του συνολικού ποσού της επιχορηγήσεως την οποία η Επιτροπή είχε καταβάλει στην ενάγουσα πριν από τον οικονομικό έλεγχο.

50      Συναφώς, η Επιτροπή επισύναψε τον ακόλουθο πίνακα:

Έργο

Ελεγχθείσα περίοδος για την οποία διενεργήθηκε πληρωμή

Επιχορήγηση που ζητήθηκε πριν από τον έλεγχο

Υπέρβαση

%

Όριο αποζημιώσεως1

027020

Access-e-Gov

1 to 3

157 438,84 €

100 %

15 743,87 €

035242

eABILITIES

1 to 2

95 287,40 €

100 %

9 520,16 € *

045563

Enable

1 to 2

59 732,95 €

100 %

5 973,30 €

511298

Ask-It

1 to 3

171 434,65 €

100 %

16 498,88 € *

034778

EU4ALL

1 to 2

115 044,16 €

100 %

11 504.42 €

045056

Emerge

1 to 2

112 308,44 €

100 %

11 230,84 €

 

70 471,47 €

1      Το ποσό έχει όριο 10 % επί της χρηματοδοτικής συνεισφοράς που καταβλήθηκε από τον οικονομικό συντονιστή των έργων (95 201,60 ευρώ για το έργο eABILITIES και 164 988,02 ευρώ για το έργο Ask-It)

51      Στην ίδια επιστολή, η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι, αν εντός προθεσμίας 30 ημερών από την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου η ενάγουσα δεν υπέβαλλε τις παρατηρήσεις της, θα εκδιδόταν χρεωστικό σημείωμα για ποσό 70 471,47 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο II.31 των γενικών όρων FP6. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι αν το οφειλόμενο ποσό δεν επιστρεφόταν εντός της τασσόμενης με το χρεωστικό σημείωμα προθεσμίας, το ποσό αυτό θα προσαυξανόταν με τόκους υπερημερίας βάσει του οριζόμενου με το εν λόγω σημείωμα επιτοκίου.

52      Στις 20 Ιουνίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε έξι χρεωστικά σημειώματα όσον αφορά τις συμβάσεις που είχε συνάψει με την ενάγουσα στο πλαίσιο των έργων Access‑eGOV, eABILITIES, Ask‑It, EU4ALL, Emerge και Enable, με τα οποία καθόρισε συνολικώς σε 70 471,47 τα ποσά που όφειλε η ενάγουσα ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση δυνάμει του άρθρου II.30 των γενικών όρων FP6. Η προθεσμία την οποία έταξε η Επιτροπή στην ενάγουσα για την καταβολή των εν λόγω ποσών έληγε στις 4 Αυγούστου 2011.

 Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

53      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Ιανουαρίου 2011, η ενάγουσα άσκησε την κρινόμενη αγωγή.

54      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Μαΐου 2011, η Επιτροπή υπέβαλε υπόμνημα αντικρούσεως στο οποίο περιλαμβανόταν ανταγωγή.

55      Με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, η ενάγουσα και η Επιτροπή υπέβαλαν αντιστοίχως υπόμνημα απαντήσεως στις 17 Αυγούστου 2011 και υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 14 Νοεμβρίου 2011.

56      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        «να αναγνωρ[ίσει] ότι η ενάγουσα ουδόλως παραβίασε τα άρθρα ΙΙ.16.2 των γενικών όρων των συμβάσεων FP6, ΙΙ.7.3 (σοβαρή οικονομική παραβίαση) και ΙΙ.7.4 (ψευδείς δηλώσεις) των γενικών όρων των συμβάσεων eTEN και ΙΙ.10.3 (παραβίαση της σύμβασης και παράλειψη παροχής πληροφοριών) των γενικών όρων των συμβάσεων CIP»·

–        «να αναγνωρ[ίσει] ότι η Επιτροπή αμφισβητώντας την επιλεξιμότητα των δαπανών της ενάγουσας παραβίασε τις επίδικες συμβάσεις»·

–        να αναγνωρίσει ότι οι δαπάνες ύψους 932 362,44 ευρώ, τις οποίες υπέβαλε η ενάγουσα προς την Επιτροπή στο πλαίσιο των συμβάσεων Access‑eGOV, eABILITIES, Ask‑It, EU4ALL, Emerge και Enable καθώς και Navigabile, Euridice και T‑Seniority, είναι επιλέξιμες και ότι η ενάγουσα δεν υποχρεούται να επιστρέψει τα ποσά τα οποία συνεισέφερε η Επιτροπή·

–        «να αναγνωρ[ίσει] ότι η καθυστέρηση καταβολής από την Επιτροπή των τελευταίων δόσεων χρηματοδότησης ως προς τις συμβάσεις EU4ALL, Ask‑It και Enable συνιστά παραβίαση των συμβατικών της υποχρεώσεων»·

–        να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 52 584,05 ευρώ εντόκως από την κοινοποίηση της αγωγής, για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η ενάγουσα στο πλαίσιο της συμβάσεως EU4ALL·

–        να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 20 678,61 ευρώ εντόκως από την κοινοποίηση της αγωγής, για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η ενάγουσα στο πλαίσιο της συμβάσεως Ask‑It·

–        να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 11 693,05 ευρώ εντόκως από την κοινοποίηση της αγωγής, για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η ενάγουσα στο πλαίσιο της συμβάσεως Enable·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

57      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα παραιτήθηκε από το τέταρτο αίτημά της κατά το μέρος που αφορά τη σύμβαση Enable και από το έβδομο αίτημά της. Επίσης, ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ανταγωγή της Επιτροπής ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την ανταγωγή της Επιτροπής ως αβάσιμη.

58      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        δεχόμενο την ανταγωγή που αυτή άσκησε, να υποχρεώσει την ενάγουσα να της καταβάλει, αφενός, τα αναγραφόμενα στα χρεωστικά σημειώματα ποσά τα οποία ανέρχονται συνολικώς σε 999 213,45 ευρώ, εντόκως από τις 15 Ιουνίου 2011, βάσει του επιτοκίου της ΕΚΤ προσαυξημένου κατά 3,5 μονάδες, και τα οποία αντιστοιχούν στην επιστροφή των χρηματοδοτικών συνεισφορών των οποίων υπήρξε αποδέκτης η ενάγουσα, και, αφετέρου, το ποσό των 70 471,47 ευρώ, εντόκως βάσει του ίδιου επιτοκίου, το οποίο αντιστοιχεί στην αποζημίωση που οφείλεται δυνάμει των συμβάσεων FP6·

–        να απορρίψει την αγωγή της ενάγουσας·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

59      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το ποσό των 70 471,47 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί στην αποζημίωση που οφείλεται δυνάμει των συμβάσεων FP6 έπρεπε να προσαυξηθεί, από τις 5 Αυγούστου 2011, με τόκους βάσει του επιτοκίου της ΕΚΤ προσαυξημένου κατά 3,5 μονάδες.

60      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε την ενάγουσα, αφενός, να προσκομίσει διάφορα έγγραφα και, αφετέρου, να απαντήσει γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις. Η ενάγουσα ανταποκρίθηκε στα αιτήματα αυτά εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

61      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις απόψεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Ιουλίου 2013.

 Σκεπτικό

62      Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία έχει συναφθεί από την Ένωση ή για λογαριασμό της. Κατά το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί των κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ αγωγών.

63      Εν προκειμένω, κατά το άρθρο 13 των συμβάσεων FP6, το άρθρο 5, παράγραφος 2, των συμβάσεων eTEN καθώς και το άρθρο 10, τρίτο εδάφιο, της συμβάσεως CIP, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των διαφορών μεταξύ της Κοινότητας και των αντισυμβαλλομένων όσον αφορά το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία των συμβάσεων αυτών.

 A — Επί της εκτάσεως της ένδικης διαφοράς

64      Διευκρινίζεται ότι η ένδικη διαφορά μεταξύ των διαδίκων αφορά δύο διαφορετικές πτυχές των συμβατικών τους σχέσεων.

65      Κατά πρώτο λόγο, οι διάδικοι ερίζουν ως προς την επιλεξιμότητα των δαπανών που υπέβαλε η ενάγουσα στην Επιτροπή στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων καθώς και ως προς τις συνακόλουθες υποχρεώσεις επιστροφής του συνόλου των ποσών που καταβλήθηκαν στην ενάγουσα για τις εν λόγω δαπάνες και καταβολής της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως.

66      Ειδικότερα, με το τρίτο αίτημά της, η ενάγουσα ζητεί κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι οι δαπάνες τις οποίες υπέβαλε στην Επιτροπή στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων είναι επιλέξιμες και ότι, ως εκ τούτου, δεν υποχρεούται να επιστρέψει στην Επιτροπή τα ποσά που αυτή της κατέβαλε στο πλαίσιο των εν λόγω συμβάσεων.

67      Επισημαίνεται επίσης ότι η ενάγουσα, με το υπόμνημα απαντήσεως, ζήτησε την απόρριψη της ανταγωγής της Επιτροπής με την οποία αυτή ζητεί να υποχρεωθεί η ενάγουσα να καταβάλει τα ποσά που αναγράφονται στα χρεωστικά σημειώματα της 29ης Απριλίου και 20ής Ιουνίου 2011, προσαυξημένα με τους τόκους που προβλέπουν τα σημειώματα αυτά.

68      Κατά δεύτερο λόγο, οι διάδικοι ερίζουν επίσης ως προς την υποχρέωση της Επιτροπής να διενεργήσει τις τελευταίες καταβολές που προβλέπονται στο πλαίσιο των συμβάσεων EU4ALL και Ask‑It.

69      Ειδικότερα, με το πέμπτο και με το έκτο αίτημά της, η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να της καταβάλει εντόκως, αφενός, το ποσό των 52 584,05 ευρώ, για τις δαπάνες που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της συμβάσεως EU4ALL, καθώς και, αφετέρου, το ποσό των 20 678,61 ευρώ, για τις δαπάνες που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της συμβάσεως Ask‑It, πράγμα το οποίο αρνείται η Επιτροπή ζητώντας από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή της ενάγουσας.

70      Επιπλέον, με το πρώτο και με το δεύτερο αίτημά της, η ενάγουσα ζητεί κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι, σε αντίθεση με όσα της προσάπτει η Επιτροπή, η ενάγουσα δεν αθέτησε τις συμβατικές υποχρεώσεις της που απορρέουν από τα άρθρα II.16.2 των γενικών όρων FP6, II.7.3 και II.7.4 των γενικών όρων eTEN καθώς και II.10.3 των γενικών όρων CIP, και ότι η Επιτροπή, αμφισβητώντας την επιλεξιμότητα των δαπανών της ενάγουσας, αθέτησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις.

71      Ομοίως, με το τέταρτο αίτημά της, η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η καθυστέρηση καταβολής από την Επιτροπή των τελευταίων δόσεων της επιχορηγήσεως για τις συμβάσεις που αφορούν τα έργα EU4ALL και Ask‑It αποτελεί αθέτηση των συμβατικών της υποχρεώσεων.

72      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα ανωτέρω αιτήματα αυτά καθαυτά δεν αποτελούν αγωγικά αιτήματα κατά κυριολεξία, αλλά συνδέονται στην πραγματικότητα με τα επιχειρήματα που έχει προβάλει η ενάγουσα προς στήριξη της αγωγής της και που θα εξεταστούν στο πλαίσιο των εκτιμήσεων σχετικά με το τρίτο, το πέμπτο και το έκτο αίτημα της ενάγουσας.

 B — Επί του εφαρμοστέου στην ένδικη διαφορά δικαίου

73      Το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται ένδικης διαφοράς δυνάμει ρήτρας διαιτησίας κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, πρέπει να την επιλύει βάσει του εθνικού ουσιαστικού δικαίου που έχει εφαρμογή επί της συμβάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 1986, 426/85, Επιτροπή κατά Zoubek, Συλλογή 1986, σ. 4057, σκέψη 4), δηλαδή, εν προκειμένω, του βελγικού δικαίου, το οποίο διέπει τις επίδικες συμβάσεις κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 των συμβάσεων FP6, του άρθρου 5, παράγραφος 1, των συμβάσεων eTEN και του άρθρου 10, τρίτο εδάφιο, της συμβάσεως CIP.

74      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστούν οι κανόνες που διέπουν την εκτέλεση των συμβάσεων κατά το βελγικό δίκαιο.

75      Το άρθρο 1134 του βελγικού αστικού κώδικα ορίζει ότι «οι νομίμως συναφθείσες συμβάσεις επέχουν θέση νόμου μεταξύ των συμβαλλομένων» (πρώτο εδάφιο) και δεν «μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με κοινή συναίνεση των συμβαλλομένων ή για τους λόγους που επιτρέπονται από τον νόμο» (δεύτερο εδάφιο).

76      Το άρθρο 1134, τρίτο εδάφιο, προβλέπει ότι οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη. Το άρθρο 1135 του ως άνω κώδικα προβλέπει ότι «οι συμβάσεις επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη όχι μόνο εκ του περιεχομένου τους, αλλά και βάσει όσων προκύπτουν για την ενοχή από την επιείκεια, τα συναλλακτικά ήθη ή τον νόμο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς της» και, ως εκ τούτου, απηχεί επίσης την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων.

77      Όταν ανακύπτει ένδικη διαφορά σχετική με την εκτέλεση συμβάσεως, το βάρος αποδείξεως διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1315 του βελγικού αστικού κώδικα, κατά το οποίο:

«Όποιος απαιτεί την εκπλήρωση της ενοχής οφείλει να αποδείξει την ύπαρξή της.

Αντιστοίχως, όποιος υποστηρίζει ότι έχει απαλλαγεί οφείλει να αποδείξει την καταβολή ή το γεγονός το οποίο προκάλεσε την απόσβεση της ενοχής του.»

78      Εξάλλου, βάσει της γενικώς αναγνωρισμένης δικαιικής αρχής κατά την οποία κάθε δικαστήριο εφαρμόζει τους δικούς του δικονομικούς κανόνες, η αρμοδιότητα καθώς και το παραδεκτό των αιτημάτων —ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για αιτήματα του ενάγοντος ή του εναγομένου— εκτιμώνται βάσει και μόνο του δικαίου της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Zoubek, σκέψη 73 ανωτέρω, σκέψη 10, και της 8ης Απριλίου 1992, C‑209/90, Επιτροπή κατά Feilhauer, Συλλογή 1992, σ. I‑2613, σκέψη 13).

79      Επομένως, τα αγωγικά αιτήματα της ενάγουσας και τα αιτήματα που διατύπωσε η Επιτροπή με την ανταγωγή της πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων.

 Γ — Επί του τρίτου αιτήματος της ενάγουσας

80      Προς στήριξη του τρίτου αιτήματός της, η ενάγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή κακώς αρνήθηκε να χαρακτηρίσει ως επιλέξιμο το σύνολο των δαπανών την απόδοση των οποίων της ζήτησε η ενάγουσα.

81      Η ενάγουσα, προκειμένου να αποδείξει το βάσιμο του ισχυρισμού της, προβάλλει δύο ομάδες επιχειρημάτων. Η πρώτη ομάδα αφορά τις διαπιστώσεις της Επιτροπής στην οριστική έκθεση οικονομικού ελέγχου βάσει των οποίων αυτή συνήγαγε ότι οι δαπάνες που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων δεν ήταν επιλέξιμες. Η δεύτερη ομάδα αφορά την ποιότητα και τις συνθήκες πραγματοποιήσεως του οικονομικού ελέγχου.

 1. Επί των διαπιστώσεων της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου βάσει των οποίων αιτιολογήθηκε η μη επιλεξιμότητα των δαπανών

82      Η ενάγουσα προβάλλει διάφορα επιχειρήματα σχετικά με τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου και βάσει των οποίων η Επιτροπή συνήγαγε ότι παραβιάστηκαν οι επίδικες συμβάσεις και ότι, ως εκ τούτου, το σύνολο των δαπανών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των εν λόγω συμβάσεων δεν ήταν επιλέξιμες, καθώς και ότι η ενάγουσα είχε την υποχρέωση να επιστρέψει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα σε αυτήν ποσά.

83      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις αρχές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 73 έως 77 ανωτέρω, από το άρθρο II.19 των γενικών όρων FP6, το άρθρο II.16 των γενικών όρων eTEN και το άρθρο II.20 των γενικών όρων CIP, αφενός, και από το άρθρο 1315 του βελγικού αστικού κώδικα, που έχει εν προκειμένω εφαρμογή, αφετέρου, προκύπτει ότι οι δαπάνες τις οποίες μνημονεύει η ενάγουσα μπορούν να της αποδοθούν μόνον εφόσον αυτή αιτιολογήσει το υποστατό τους, τον σύνδεσμό τους με τις επίδικες συμβάσεις και την τήρηση των λοιπών κριτηρίων επιλεξιμότητας που έχουν οριστεί με τις συμβάσεις αυτές (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2001, T‑68/99, Toditec κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1443, σκέψεις 94 και 95). Εφόσον υπάρξει αιτιολόγηση των ανωτέρω στοιχείων, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει γιατί η αιτιολόγηση αυτή δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη.

α)       Επί της τηρήσεως των λογιστικών βιβλίων της ενάγουσας

84      Η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα λογιστικά βιβλία της ήταν αξιόπιστα, ότι τηρούνταν σύμφωνα με την εφαρμοστέα εν προκειμένω ελληνική νομοθεσία και ότι καθιστούσαν δυνατή τη λογιστική αντιστοίχηση, όπως αυτή προβλέπεται με το άρθρο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, των γενικών όρων FP6, το άρθρο II.20, παράγραφος 1, το άρθρο II.23 των γενικών όρων CIP, και το άρθρο II.16 των γενικών όρων e‑TEN, μεταξύ, αφενός, των δαπανών που δήλωσε και των εσόδων που εισέπραξε στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων και, αφετέρου, της συνολικής δραστηριότητάς της.

85      Συναφώς, επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, όσον αφορά τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν στα λογιστικά βιβλία της ενάγουσας, από την έκθεση οικονομικού ελέγχου προκύπτει ότι, κατόπιν αιτήματος των ελεγκτών, η ενάγουσα εντόπισε διάφορα σφάλματα στα λογιστικά βιβλία της, μεταξύ άλλων την έλλειψη καταχωρίσεως δύο πληρωμών ύψους 63 000 ευρώ και 11 000 ευρώ, αντιστοίχως στο πλαίσιο του έργου Access-eGOV και ενός άλλου έργου το οποίο δεν αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος.

86      Όπως επίσης προκύπτει από την έκθεση οικονομικού ελέγχου, κατόπιν άλλου αιτήματος των ελεγκτών προς την ενάγουσα να τους υποβάλει ετήσιο ισολογισμό για όλες τις ελεγχόμενες χρήσεις, η ενάγουσα υπενθύμισε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη από τον νόμο να καταρτίσει τέτοια έγγραφα, αλλά ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτά θα μπορούσαν να διατεθούν μετά από σύντομη επαλήθευση. Από την επαλήθευση αυτή προέκυψαν σφάλματα στα λογιστικά βιβλία σχετικά με την καταχώριση ορισμένων δαπανών. Κατά συνέπεια, ζητήθηκε από την ενάγουσα να υποβάλει αναθεωρημένα τα λογιστικά βιβλία της. Παρά τις διορθώσεις που έγιναν στα λογιστικά βιβλία, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι οι ισολογισμοί που τους υπέβαλε η ενάγουσα δεν καθιστούσαν δυνατή την αντιστοίχηση των δαπανών που δηλώθηκαν και των πληρωμών που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων, αφενός, και των εσόδων και εξόδων που ήταν καταχωρισμένα στα λογιστικά βιβλία της ενάγουσας, αφετέρου. Η αντιστοίχηση μεταξύ των καταστάσεων κινήσεως των τραπεζικών λογαριασμών της ενάγουσας κατά το τέλος κάθε έτους και των ετήσιων ισολογισμών που υποβλήθηκαν στους ελεγκτές οδήγησε επίσης στη διαπίστωση σημαντικών διαφορών μεταξύ των εγγράφων αυτών. Επίσης, η ενάγουσα, πολλές εβδομάδες μετά τον επιτόπιο έλεγχο, υπέβαλε νέες λογιστικές αντιστοιχήσεις, προκειμένου να αποδείξει ότι τα λογιστικά βιβλία της δεν ήταν ανακριβή και ότι οι ελεγκτές μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν ως αξιόπιστη βάση για να διατυπώσουν τη γνώμη τους για την επιλεξιμότητα των δαπανών. Από την έκθεση οικονομικού ελέγχου προκύπτει επίσης ότι, κατά τους ελεγκτές, όλα τα σφάλματα οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην εφαρμογή διαφορετικών λογιστικών αρχών κατά την πάροδο των ετών. Ειδικότερα, ορισμένα έσοδα και δαπάνες καταχωρίστηκαν κατά την ημερομηνία εκδόσεως του τιμολογίου ενώ άλλα έσοδα και δαπάνες καταχωρίστηκαν κατά την ημερομηνία της πληρωμής.

87      Εξάλλου, η έκθεση οικονομικού ελέγχου περιλαμβάνει πίνακα από τον οποίο προκύπτει διαφορά της τάξεως των ‑20 936,04 ευρώ για το έτος 2005, +74 060,08 ευρώ για το έτος 2006, -300 ευρώ για το έτος 2007 και ‑8 034,90 ευρώ για το έτος 2008 μεταξύ, αφενός, των εσόδων που ήταν αρχικώς εγγεγραμμένα στα λογιστικά βιβλία της ενάγουσας και, αφετέρου, των αναθεωρημένων εσόδων. Όσον αφορά τις δαπάνες, οι διαφορές ήταν της τάξεως των ‑750,63 ευρώ για το έτος 2004, ‑175,70 ευρώ για το έτος 2006 και ‑490,74 ευρώ για το έτος 2007.

88      Κατά την έκθεση οικονομικού ελέγχου, η διαπιστωθείσα για το έτος 2006 διαφορά ως προς τα έσοδα οφείλεται στη μη εγγραφή στα λογιστικά βιβλία της ενάγουσας δύο πληρωμών τις οποίες διενήργησε η Επιτροπή: η πρώτη καταβολή αφορούσε ποσό 63 000 ευρώ για το έργο Access-eGOV και η δεύτερη καταβολή αφορούσε ποσό 11 000 ευρώ για άλλο έργο.

89      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η ενάγουσα δεν αμφισβητεί την ύπαρξη των διαφορών που διαπίστωσαν οι ελεγκτές μεταξύ, αφενός, των ποσών των δαπανών και εσόδων για τα έτη 2004 έως 2008, τα οποία αναγράφονταν στα λογιστικά βιβλία που αρχικώς παρουσίασε στους ελεγκτές, και, αφετέρου, των ποσών των δαπανών και εσόδων όπως αναθεωρήθηκαν κατόπιν των ανακολουθιών που εντόπισαν οι ορκωτοί ελεγκτές της Επιτροπής κατά το πέρας του ελέγχου.

90      Προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι διαφορές αυτές μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω την επιλεξιμότητα των δαπανών τις οποίες υπέβαλε η ενάγουσα στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, των γενικών όρων FP6, οι επιλέξιμες δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί για την εκτέλεση του έργου «πρέπει να καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία του αντισυμβαλλομένου που τις έχει πραγματοποιήσει, [οι δε] λογιστικές διαδικασίες που ακολουθούνται για την καταχώριση των δαπανών και των εσόδων πρέπει να είναι σύμφωνες με τους λογιστικούς κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αντισυμβαλλόμενος και να επιτρέπουν την άμεση σύγκριση μεταξύ των σχετικών με την εκτέλεση του έργου δαπανών και εσόδων και της γενικής κατάστασης των λογαριασμών που αφορούν τη συνολική επιχειρηματική δραστηριότητα του αντισυμβαλλομένου».

91      Κατά το άρθρο II.16 των γενικών όρων eTEN:

«Οι επιλέξιμες δαπάνες αποδίδονται εφόσον είναι αιτιολογημένες από τον συμμετέχοντα. Προς τον σκοπό αυτό, ο συμμετέχων υποχρεούται να τηρεί, σε συστηματική βάση και σύμφωνα με τα συνήθη λογιστικά πρότυπα του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος, τον λογαριασμό του έργου και την κατάλληλη τεκμηρίωση προκειμένου να αποδεικνύει και να αιτιολογεί λεπτομερώς τις δαπάνες και τις ημερομηνίες που εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία του. Η τεκμηρίωση πρέπει να είναι ακριβής, πλήρης και αποτελεσματική.»

92      Το άρθρο II.20 των γενικών όρων CIP ορίζει ότι οι δαπάνες πρέπει να είναι «προσδιορίσιμες και επαληθεύσιμες, να είναι καταχωρισμένες στα λογιστικά βιβλία του δικαιούχου και να έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες που εφαρμόζονται στη χώρα στην οποία έχει την εγκατάστασή του ο δικαιούχος και σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές κοστολόγησης που αυτός εφαρμόζει· οι εσωτερικές διαδικασίες λογιστικής και ελέγχου που εφαρμόζει ο δικαιούχος πρέπει να καθιστούν δυνατή την άμεση αντιστοίχηση των δαπανών και τιμολογίων που δηλώνονται στο πλαίσιο του έργου με τις αντίστοιχες οικονομικές καταστάσεις και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά».

93      Επιπλέον, το άρθρο II.23 των γενικών όρων CIP έχει ως εξής:

«Οι επιλέξιμες δαπάνες αποδίδονται εφόσον είναι αιτιολογημένες από τον δικαιούχο. Προς τον σκοπό αυτό, ο συμμετέχων υποχρεούται να τηρεί, σε συστηματική βάση και σύμφωνα με τα συνήθη λογιστικά πρότυπα του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος, τον λογαριασμό του έργου και την κατάλληλη τεκμηρίωση προκειμένου να αποδεικνύει και να αιτιολογεί λεπτομερώς τις δαπάνες και τις ημερομηνίες που εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία του. Ο λογαριασμός αυτός πρέπει να φυλάσσεται τουλάχιστον για πέντε έτη μετά την τελική πληρωμή. Το σύνολο του χρόνου εργασίας που χρεώνεται στη σύμβαση επιχορήγησης πρέπει να καταγράφεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου και για μέγιστη περίοδο δύο μηνών από τη λήξη της διάρκειας του έργου· ο χρόνος αυτός πρέπει να πιστοποιείται τουλάχιστον μια φορά ανά μήνα από τον υπεύθυνο του έργου τον οποίο έχει ο ορίσει ο συμμετέχων σύμφωνα με το άρθρο II.3.b του παρόντος παραρτήματος ή από το οικονομικό στέλεχος που έχει δεόντως εξουσιοδοτήσει ο συμμετέχων. Η προαναφερθείσα τεκμηρίωση πρέπει να είναι ακριβής, πλήρης και αποτελεσματική.»

94      Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, για να μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιλέξιμη ορισμένη δαπάνη την οποία έχει πραγματοποιήσει η ενάγουσα στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων, η δαπάνη αυτή πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι καταχωρισμένη στους λογαριασμούς της ενάγουσας, που πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους όπου είναι εγκατεστημένη η ενάγουσα, ήτοι της Ελληνικής Δημοκρατίας. Επιπλέον, οι λογαριασμοί της ενάγουσας, στη μεν περίπτωση των συμβάσεων FP6, πρέπει να καθιστούν δυνατή την πραγματοποίηση λογιστικής αντιστοιχήσεως που να επιτρέπει την άμεση σύγκριση μεταξύ των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν και των εσόδων που εισπράχθηκαν για την εκτέλεση του έργου, αφενός, και της γενικής καταστάσεως των λογαριασμών που αφορούν τη συνολική δραστηριότητα της ενάγουσας, αφετέρου, στη δε περίπτωση των συμβάσεων eTEN και CIP, πρέπει να καθιστούν δυνατή την άμεση σύγκριση των δαπανών αυτών και των χρηματοοικονομικών δηλώσεων που έχουν υποβληθεί στην Επιτροπή.

95      Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, το ζήτημα αν η ενάγουσα παρέβη εν προκειμένω τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας που εφαρμόζεται για την τήρηση των λογιστικών βιβλίων της, επισημαίνεται ότι, στη σελίδα 19 της οριστικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου της 22ας Δεκεμβρίου 2010, οι ελεγκτές κάνουν μόνο μνεία της παραβάσεως του άρθρου 17, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος υπ’ αριθ. 186/1992 – Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (στο εξής: ΚΒΣ). Εντούτοις, η Επιτροπή, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που κατέθεσε, υποστηρίζει επίσης ότι, κατά το άρθρο 30, παράγραφος 4, του ΚΒΣ, οι λογαριασμοί της ενάγουσας πρέπει να χαρακτηριστούν ως ανακριβείς και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει εξωλογιστικός προσδιορισμός των αποτελεσμάτων της ενάγουσας, όπως αυτός προβλέπεται με το άρθρο 32, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου υπ’ αριθ. 2238/1994 – Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (στο εξής: ΚΦΕ), καθώς και να καταβληθεί συμπληρωματικός φόρος κατά το άρθρο 86 του ΚΦΕ.

96      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η ενάγουσα υποχρεούται να τηρεί λογιστικά βιβλία της δεύτερης κατηγορίας κατά την έννοια του άρθρου 6 του ΚΒΣ, το οποίο ορίζει τα εξής:

«1. Ο επιτηδευματίας της δεύτερης κατηγορίας, για την άσκηση του επαγγέλματός του, τηρεί βιβλίο εσόδων-εξόδων, σε ξεχωριστές στήλες του οποίου καταχωρεί:

α)      το είδος του δικαιολογητικού, τον αύξοντα αριθμό και τη χρονολογία έκδοσης ή λήψης του [...]

β)      τα ακαθάριστα έσοδα από την πώληση εμπορευμάτων, […] από την παροχή υπηρεσιών και από λοιπές πράξεις,

γ)      τις δαπάνες για αγορά αγαθών, […] τις δαπάνες λήψης υπηρεσιών, τα γενικά έξοδα και λοιπές πράξεις. [...]

2. Το ποσό κάθε πράξης της προηγούμενης παραγράφου αναλύεται σε ιδιαίτερες στήλες του τηρουμένου βιβλίου ή σε καταστάσεις, ανάλογα με τις ανάγκες της φορολογίας εισοδήματος και του ΦΠΑ. Η ανάλυση αυτή μπορεί να γίνει το αργότερο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων [...]».

97      Η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, του ΚΒΣ, με τίτλο «Χρόνος ενημέρωσης των βιβλίων», ορίζει ότι «[η] ενημέρωση των βιβλίων […] δεύτερης κατηγορίας γίνεται μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα του επόμενου μήνα, από την έκδοση ή λήψη του κατά περίπτωση δικαιολογητικού».

98      Επίσης οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι το άρθρο 30 του ΚΒΣ, με τίτλο «Κύρος και αποδεικτική δύναμη βιβλίων και στοιχείων», ορίζει τα εξής:

«1. Με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού το κύρος και η αξιοπιστία των βιβλίων και στοιχείων του Κώδικα αυτού δεν θίγεται από τη διαπίστωση παρατυπιών ή παραλείψεων σ’ αυτά και ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. υποχρεούται να αναγνωρίζει τα δεδομένα που προκύπτουν από αυτά, κατά τον προσδιορισμό των κατά περίπτωση φορολογικών υποχρεώσεων του επιτηδευματία. Οι κατά τ’ ανωτέρω παρατυπίες ή παραλείψεις επισύρουν, εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης, μόνο οικονομικές και διοικητικές κυρώσεις ανάλογες με το είδος και την έκταση τους, σε συνάρτηση με τα οικονομικά μεγέθη που προκύπτουν από τα τηρούμενα βιβλία.

2. Τα βιβλία και στοιχεία κρίνονται ανεπαρκή ή ανακριβή και συνεπάγονται εξωλογιστικό προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, κατά περίπτωση, μόνο εφόσον τούτο προβλέπεται από τις επόμενες παραγράφους 3,4,6 και 7.

3. Τα βιβλία και στοιχεία της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας κρίνονται ανεπαρκή όταν ο υπόχρεος διαζευκτικά ή αθροιστικά: [...] β) τηρεί ή εκδίδει ή διαφυλάσσει τα βιβλία και στοιχεία του Κώδικα αυτού κατά τρόπο που αντιβαίνει στις διατάξεις αυτού ή τηρεί βιβλία κατηγορίας κατώτερης εκείνης στην οποία εντάσσεται.

[…]

Οι πράξεις ή οι παρατυπίες ή οι παραλείψεις της παραγράφου αυτής τότε μόνο συνιστούν ανεπάρκεια, όταν δεν οφείλονται σε παραδρομή ή συγγνωστή πλάνη ή όταν καθιστούν αντικειμενικά αδύνατο και όχι απλώς δυσχερή τον λογιστικό έλεγχο των φορολογικών υποχρεώσεων.

Δεν συνιστούν αντικειμενική αδυναμία ελέγχου οι περιπτώσεις που αναφέρονται σε διαπιστωθείσες πλημμέλειες στα τηρηθέντα βιβλία και στοιχεία, καθώς και η αδυναμία αναπαραγωγής του περιεχομένου του θεωρημένου οπτικού δίσκου του βιβλίου αποθήκης, όταν καλύπτονται από καταστάσεις ή ηλεκτρομαγνητικά μέσα ή άλλα αναλυτικά στοιχεία, τα οποία παρέχονται στον φορολογικό έλεγχο στην προθεσμία που τάσσεται από αυτόν, με την προϋπόθεση ότι προκύπτουν με σαφήνεια τα δεδομένα, ώστε να είναι δυνατές οι ελεγκτικές επαληθεύσεις και επαληθεύονται αυτά από τα βιβλία και στοιχεία.

Η ανεπάρκεια πρέπει να αναφέρεται σε αδυναμία διενέργειας συγκεκριμένων ελεγκτικών επαληθεύσεων για οικονομικά μεγέθη μεγάλης έκτασης σε σχέση με τα μεγέθη των βιβλίων και στοιχείων και να είναι αιτιολογημένη.

4. Τα βιβλία και τα στοιχεία της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας κρίνονται ανακριβή όταν ο υπόχρεος διαζευκτικά ή αθροιστικά:

α)      δεν εμφανίζει στα βιβλία του έσοδα ή έξοδα ή εμφανίζει αυτά ανακριβώς ή εμφανίζει έξοδα που δεν έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο [...]

Οι πράξεις ή οι παραλείψεις της παραγράφου αυτής, για να συνεπάγονται εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων, πρέπει να είναι μεγάλης έκτασης, ώστε να τα επηρεάζουν σημαντικά ή να καθιστούν αντικειμενικά αδύνατο τον λογιστικό έλεγχο των φορολογικών υποχρεώσεων, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού για τις πράξεις ή παραλείψεις των περιπτώσεων στ΄ και θ΄ της παραγράφου αυτής.

[...] Δεν λογίζονται ως ανεπάρκεια ή ως ανακρίβεια: α) η καταχώριση εσόδου ή εξόδου σε χρήση άλλη από εκείνη που αφορά […]».

99      Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι τα βιβλία και στοιχεία της δεύτερης κατηγορίας κατά την έννοια του άρθρου 6 του ΚΒΣ μπορούν υπό ορισμένες προϋποθέσεις να χαρακτηρίζονται ως ανεπαρκή ή ως ανακριβή και, ως εκ τούτου, να αμφισβητούνται ως προς το κύρος και την αποδεικτική δύναμή τους.

100    Τα βιβλία και στοιχεία της δεύτερης κατηγορίας κατά την έννοια του άρθρου 6 του ΚΒΣ κρίνονται ως ανεπαρκή, ιδίως, όταν ο υπόχρεος τηρεί τα εν λόγω βιβλία και στοιχεία κατά τρόπο που αντιβαίνει στις διατάξεις του ΚΒΣ, υπό την προϋπόθεση ότι οι παρατυπίες και παραλείψεις δεν οφείλονται σε παραδρομή ή συγγνωστή πλάνη ή καθιστούν αντικειμενικά αδύνατο και όχι απλώς δυσχερή τον λογιστικό έλεγχο. Ο λογιστικός έλεγχος δεν καθίσταται αντικειμενικά αδύνατος λόγω πλημμελειών στα βιβλία και στοιχεία, όταν τα δεδομένα ως προς τα οποία έχουν διαπιστωθεί οι πλημμέλειες αυτές μπορούν να καλυφθούν από καταστάσεις ή ηλεκτρομαγνητικά μέσα ή άλλα αναλυτικά στοιχεία, τα οποία παρέχονται στον φορολογικό έλεγχο εντός της προθεσμίας που τάσσεται από αυτόν, με την προϋπόθεση ότι προκύπτουν με σαφήνεια τα δεδομένα.

101    Τα βιβλία και στοιχεία της δεύτερης κατηγορίας κατά την έννοια του άρθρου 6 του ΚΒΣ κρίνονται ως ανεπαρκή, ιδίως όταν ο υπόχρεος δεν εμφανίζει στα βιβλία του έσοδα ή έξοδα ή εμφανίζει αυτά ανακριβώς ή εμφανίζει έξοδα τα οποία δεν έχουν πραγματοποιηθεί και για τα οποία δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο. Εντούτοις, οι ως άνω πράξεις ή παραλείψεις, για να συνεπάγονται τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων του υποχρέου, πρέπει να είναι μεγάλης εκτάσεως, ώστε να επηρεάζουν σημαντικά τα εν λόγω αποτελέσματα ή να καθιστούν αντικειμενικά αδύνατο τον λογιστικό έλεγχο των φορολογικών υποχρεώσεων.

102    Εξάλλου, δεν λογίζεται ως ανεπάρκεια ή ως ανακρίβεια η καταχώριση εσόδου ή εξόδου σε χρήση άλλη από εκείνη την οποία αφορά.

103    Η Επιτροπή, με τα δικόγραφα που κατέθεσε, υποστηρίζει ότι τα σφάλματα που διαπίστωσαν οι ελεγκτές στους λογαριασμούς της ενάγουσας συνιστούν ανακρίβειες κατά την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 4, του ΚΒΣ.

104    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι διάδικοι ανέπτυξαν διεξοδικώς στα δικόγραφά τους το ζήτημα της εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση των διατάξεων του ΚΦΕ, το δε διακύβευμα της σχετικής συζητήσεως είναι αν στην περίπτωση της ενάγουσας μπορούσε να εφαρμοστεί ο εξωλογιστικός προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης κατά το άρθρο 32 του ΚΦΕ. Πάντως, από το γράμμα του άρθρου 30, παράγραφος 2, του ΚΒΣ προκύπτει ότι η ανεπάρκεια ή η ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων μπορεί να διαπιστώνεται ανεξάρτητα από τυχόν κύρωση, όπως είναι ο εξωλογιστικός προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης, η οποία μπορεί «κατά περίπτωση» να επιβληθεί. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το ζήτημα του αν η ενάγουσα υπόκειται ή όχι στις διατάξεις του ΚΦΕ δεν έχει εν προκειμένω συνέπειες επί του χαρακτηρισμού των λογαριασμών της ενάγουσας ως ανακριβών.

105    Επομένως, το μόνο ζήτημα που χρήζει εξετάσεως είναι αν, εν προκειμένω, τα σφάλματα που διαπίστωσαν οι ελεγκτές στα λογιστικά βιβλία της ενάγουσας είχαν ως συνέπεια να καταστούν ανακριβή τα εν λόγω βιβλία κατά την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 4, του ΚΒΣ.

106    Συναφώς, όπως προκύπτει από την έκθεση οικονομικού ελέγχου, σημαντικό μέρος των σφαλμάτων που διαπιστώθηκαν κατά τον έλεγχο οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένες δαπάνες και ορισμένα έσοδα καταχωρίστηκαν κατά την ημερομηνία εκδόσεως ή παραλαβής του δικαιολογητικού, ενώ άλλες δαπάνες και έσοδα καταχωρίστηκαν κατά την ημερομηνία της πληρωμής που διενήργησε ή έλαβε η ενάγουσα.

107    Κατά την ενάγουσα, η εναλλάξ εφαρμογή των ως άνω μεθόδων καταχωρίσεως είναι σύμφωνη με το ελληνικό δίκαιο και είχε ως συνέπεια ορισμένα έσοδα και ορισμένες δαπάνες να καταχωρισθούν σε χρήσεις διαφορετικές από εκείνες τις οποίες αφορούσαν. Πάντως, δυνάμει του άρθρου 30, παράγραφος 4, του ΚΒΣ, τέτοια σφάλματα δεν συνιστούν ανακρίβειες.

108    Εντούτοις επισημαίνεται ότι η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ότι τα σφάλματα που διαπιστώθηκαν σε σχέση με το ύψος των εσόδων για το έτος 2006 οφείλονται αποκλειστικώς σε παράλειψη καταχωρίσεως και όχι σε καταχώριση των εσόδων αυτών σε λάθος ημερομηνία. Πάντως, υπενθυμίζεται ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 30, παράγραφος 4, του ΚΒΣ, η παράλειψη καταχωρίσεως εσόδου αποτελεί ανακρίβεια.

109    Από τα ανωτέρω έπεται ότι, κατά το άρθρο 30, παράγραφοι 1 και 4, του ΚΒΣ, η Επιτροπή μπορούσε να αμφισβητήσει το κύρος και την αποδεικτική δύναμη των λογαριασμών της ενάγουσας για το έτος 2006.

110    Εξάλλου, παρατηρείται επίσης ότι η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ρητώς τη διαπίστωση των ελεγκτών στην έκθεση οικονομικού ελέγχου κατά την οποία το γεγονός ότι η ενάγουσα ενημέρωσε τα λογιστικά βιβλία της μόνο μετά τη διαπίστωση από τους ελεγκτές της παραλείψεως καταχωρίσεως ορισμένων δαπανών και ορισμένων εσόδων, ήτοι κατά τη διάρκεια της εβδομάδας κατά την οποία διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος, αποτελεί παράβαση του άρθρου 17, παράγραφος 1, του ΚΒΣ, δυνάμει του οποίου η ενάγουσα είχε την υποχρέωση να ενημερώσει τα λογιστικά βιβλία της το αργότερο τη δεκάτη πέμπτη του επόμενου μήνα από την έκδοση ή λήψη του κατά περίπτωση δικαιολογητικού.

111    Συναφώς, η ενάγουσα περιορίζεται στην επίκληση σχετικής με τη διάταξη αυτή ερμηνευτικής εγκυκλίου κατά την οποία, «όταν κατά τη διάρκεια της χρήσης λαμβάνονται από τον επιτηδευματία στοιχεία αγοράς αγαθών (τιμολόγια), πριν από την παραλαβή των αγαθών, δεν διενεργούνται εγγραφές στα τηρούμενα από αυτόν βιβλία, αλλά η καταχώριση των στοιχείων αυτών γίνεται κατά την παραλαβή των αγαθών», χωρίς να εξηγεί κατά πόσον τα ανωτέρω δικαιολογούν το γεγονός ότι αυτή δεν καταχώρισε στους λογαριασμούς της τις πληρωμές που διενήργησε η Επιτροπή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

112    Από τα ανωτέρω έπεται ότι, τουλάχιστον για το έτος 2006, οι λογαριασμοί της ενάγουσας δεν παρίστανται σύμφωνοι προς την εφαρμοστέα επ’ αυτών ελληνική νομοθεσία.

113    Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 5, του νόμου 2523/1997 – Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις, το οποίο επικαλείται η ενάγουσα και κατά το οποίο, κατ’ εξαίρεση, δεν επιβάλλεται πρόστιμο όταν διαπιστώνονται παρατυπίες ή παραλείψεις που αποτελούν τυπικές παραβάσεις που δεν περιλαμβάνονται σε αυτές που επηρεάζουν το κύρος των βιβλίων και στοιχείων ως ανακριβών ή δεν καθιστούν εξαιρετικά δυσχερείς τις ελεγκτικές επαληθεύσεις, εφόσον οφείλονται σε παραδρομή ή συγγνωστή πλάνη, εκτός αν προηγουμένως έχει γίνει αποδεδειγμένα υπόδειξη από οποιονδήποτε φορολογικό έλεγχο ή φορολογική αρχή για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του ΚΒΣ. Πράγματι, τα σφάλματα που διαπιστώθηκαν στους λογαριασμούς της ενάγουσας, τουλάχιστον για το έτος 2006, εμπίπτουν ακριβώς στα σφάλματα εκείνα που επηρεάζουν το κύρος των λογαριασμών αυτών καθιστώντας τους ανακριβείς.

114    Όσον αφορά, κατά δεύτερο λόγο, το ζήτημα αν εν προκειμένω ήταν δυνατή η λογιστική αντιστοίχηση την οποία προβλέπουν το άρθρο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, των γενικών όρων FP6, το άρθρο II.20, παράγραφος 1, και το άρθρο II.23, των γενικών όρων CIP, καθώς και το άρθρο II.16 των γενικών όρων eTEN, μεταξύ, αφενός, των δαπανών που δηλώθηκαν και των εσόδων που εισπράχθηκαν στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων και, αφετέρου, της συνολικής δραστηριότητας της ενάγουσας, υπενθυμίζεται ότι οι διάδικοι δεν προσκόμισαν τα λογιστικά βιβλία της ενάγουσας με το αρχικό τους περιεχόμενο, όπως αυτά παρουσιάστηκαν στους ελεγκτές, ούτε λογιστικά έγγραφα που υποβλήθηκαν στη συνέχεια από την ενάγουσα στους ελεγκτές κατά τη διάρκεια του ελέγχου ή ακόμη και μετά το πέρας αυτού.

115    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ελάχιστο προαπαιτούμενο για την πραγματοποίηση της ως άνω λογιστικής αντιστοιχήσεως ήταν η ορθή καταχώριση στους λογαριασμούς της ενάγουσας των σχετικών με τις επίδικες συμβάσεις εσόδων και δαπανών. Πάντως, στον βαθμό που τα λογιστικά βιβλία τα οποία παρουσιάστηκαν αρχικώς στους ελεγκτές περιείχαν σφάλματα, τα βιβλία αυτά δεν καθιστούσαν δυνατή την πραγματοποίηση της λογιστικής αντιστοιχήσεως.

116    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχεται τα επιχειρήματα που προβάλλει η ενάγουσα ότι, παρά τα σφάλματα που διαπιστώθηκαν στα λογιστικά βιβλία της, η πραγματοποίηση της λογιστικής αντιστοιχήσεως δεν ήταν αντικειμενικώς αδύνατη.

117    Όσον αφορά, καταρχάς, το επιχείρημα της ενάγουσας ότι, αφενός, η Επιτροπή δεν διευκρινίζει ποια είναι τα ανεπίσημα λογιστικά στοιχεία βάσει των οποίων επιχείρησε να ελέγξει την αξιοπιστία των λογαριασμών και, αφετέρου, ότι η χρήση τέτοιων στοιχείων είναι αντίθετη προς τις βασικές αρχές λογιστικού ελέγχου, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό ισοδυναμεί με αντιστροφή του βάρους αποδείξεως. Πράγματι, στην ενάγουσα απόκειται να αποδείξει ότι, παρά τα σφάλματα που διαπιστώθηκαν στα λογιστικά βιβλία της, η διενέργεια του ελέγχου είναι αντικειμενικώς δυνατή και μπορεί να βασιστεί σε άλλα στοιχεία. Επομένως, η ενάγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή, λόγω των σφαλμάτων που διαπιστώθηκαν στα λογιστικά βιβλία, επιχείρησε να προβεί στον έλεγχο στηριζόμενη σε ανεπίσημα στοιχεία.

118    Στη συνέχεια, όσον αφορά το επιχείρημα της ενάγουσας ότι είναι αντίθετο προς την αρχή non concedit venire contra factum proprium το να επικαλείται η Επιτροπή τις τροποποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν αιτήματός της στους λογαριασμούς της ενάγουσας για να δικαιολογήσει την αδυναμία της να προβεί στη λογιστική αντιστοίχηση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Πράγματι, όπως προκύπτει τόσο από την έκθεση οικονομικού ελέγχου όσο και από τα δικόγραφα που κατέθεσε, η Επιτροπή δεν διατείνεται ότι οι επίμαχες τροποποιήσεις κατέστησαν αδύνατη την πραγματοποίηση της λογιστικής αντιστοιχήσεως, αλλά ότι, παρά τις τροποποιήσεις αυτές, οι οποίες έγιναν προκειμένου να διορθωθούν τα σφάλματα που διαπιστώθηκαν στους λογαριασμούς της ενάγουσας, δεν κατέστη δυνατή η πραγματοποίηση της προαναφερθείσας αντιστοιχήσεως.

119    Όσον αφορά επίσης το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η λογιστική αντιστοίχηση ήταν δυνατή στον βαθμό που η ενάγουσα είχε καταχωρίσει στα λογιστικά βιβλία της όλες τις δαπάνες που δήλωσε και όλα τα έσοδα που εισέπραξε δυνάμει των επίδικων συμβάσεων και είχε φυλάξει τα σχετικά δικαιολογητικά, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό έρχεται σε ευθεία αντίφαση με τη μη αμφισβητηθείσα από την ενάγουσα διαπίστωση της μη καταχωρίσεως ποσού 63 000 ευρώ το οποίο εισπράχθηκε στο πλαίσιο της συμβάσεως Access-eGOV. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επιχείρημα αυτό ισχύει μόνο για τα λοιπά έσοδα και τις λοιπές δαπάνες στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων, διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα δεν προσκομίζει συναφώς κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

120    Όσον αφορά ακόμη το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η Επιτροπή δέχθηκε ότι ήταν δυνατή η άμεση σύγκριση μεταξύ των δαπανών και των εσόδων για τα χρηματοδοτούμενα από την Ένωση έργα, αφενός, και της γενικής καταστάσεως των λογαριασμών της ενάγουσας, αφετέρου, διαπιστώνοντας στο υπόμνημα αντικρούσεως ότι το συνολικό εισόδημα της ενάγουσας κατά τα έτη 2007 έως 2009 προερχόταν σε ποσοστό 84,14 % από έργα χρηματοδοτούμενα από την Ένωση, και ότι υπεύθυνη για τη διαχείριση του 53,19 % των έργων αυτών ήταν η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Επικοινωνίας», επισημαίνεται ότι η χρονική περίοδος την οποία κάλυπτε ο οικονομικός έλεγχος άρχιζε το έτος 2004 και ότι, ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η Επιτροπή μπόρεσε να υπολογίσει ποιο ήταν το ποσοστό που αντιπροσώπευαν τα χρηματοδοτούμενα από την Ένωση έργα επί των συνολικών εσόδων της ενάγουσας για τα έτη 2007 έως 2009 δεν αποδεικνύει ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τη λογιστική αντιστοίχηση σύμφωνα με τις διατάξεις των επίδικων συμβάσεων.

121    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της ενάγουσας ότι, όπως δέχθηκε η Επιτροπή, η ενάγουσα υπέβαλε εν τέλει στην Επιτροπή ακριβή λογιστικά στοιχεία συνοδευόμενα από τα σχετικά δικαιολογητικά, επισημαίνεται ότι, αφενός, η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του επιχειρήματος αυτού και υποστηρίζει ότι τα επίμαχα στοιχεία εξακολουθούσαν να περιλαμβάνουν σφάλματα και, αφετέρου, ότι η ενάγουσα δεν έχει προσκομίσει τα εν λόγω στοιχεία, με συνέπεια να μην είναι δυνατό να εξακριβωθεί αν ήταν δυνατή επ’ αυτής της βάσεως η πραγματοποίηση της λογιστικής αντιστοιχήσεως.

122    Από τα ανωτέρω έπεται ότι η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι, παρά τα σφάλματα που εντόπισαν στα λογιστικά βιβλία της, οι ελεγκτές ήταν σε θέση να προβούν σε άμεση σύγκριση μεταξύ των σχετικών με τις επίδικες συμβάσεις δαπανών και εσόδων, αφενός, και της γενικής καταστάσεως των λογαριασμών της ενάγουσας, αφετέρου.

123    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ενάγουσα, τηρώντας τα λογιστικά βιβλία της κατά τρόπο που, αφενός, ήταν αντίθετος προς την εφαρμοστέα ελληνική νομοθεσία και, αφετέρου, δεν παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει λογιστική αντιστοίχηση, δεν τήρησε τους όρους που προβλέπονται με το άρθρο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, των γενικών όρων FP6, το άρθρο II.16 των γενικών όρων eTEN καθώς και τα άρθρα II.20 και II.23 των γενικών όρων CIP, όσον αφορά την τήρηση των λογιστικών βιβλίων της.

β)       Επί της τροποποιήσεως των δελτίων παρουσίας του προσωπικού

124    Η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το εφαρμοζόμενο από αυτήν σύστημα τηρήσεως των δελτίων παρουσίας του προσωπικού ήταν αξιόπιστο. Συναφώς, υποστηρίζει ότι οι χειρόγραφες διορθώσεις τις οποίες εντόπισε η Επιτροπή στα δελτία παρουσίας του προσωπικού δεν συνιστούν εκ των υστέρων τροποποιήσεις που έγιναν εν αγνοία του προσωπικού, αλλά απορρέουν από την εφαρμογή συστήματος διπλού ελέγχου από τον υπεύθυνο προγραμμάτων, έχουν σχέση μόνο με τις ημερομηνίες και όχι με τον αριθμό των ωρών παρασχεθείσας εργασίας και αφορούν μόνον 72 δελτία παρουσίας, οπότε αποκλείεται οι τροποποιήσεις αυτές να είχαν οποιαδήποτε επίπτωση στην πραγματική διάρκεια της παρασχεθείσας εργασίας.

125    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχεία a, των γενικών όρων FP6, το άρθρο II.13, παράγραφος 1, των γενικών όρων eTEN και το άρθρο II.20, παράγραφος 1, των γενικών όρων CIP, οι επιλέξιμες δαπάνες πρέπει να πραγματοποιούνται προς τον σκοπό εκτελέσεως του έργου. Κατά το άρθρο II.14, παράγραφος 1, των γενικών όρων eTEN και το άρθρο II.21, παράγραφος 2, των γενικών όρων CIP, μόνον οι ώρες πραγματικής εργασίας προσώπου που απασχολείται άμεσα στο έργο μπορούν να χρεώνονται στο έργο αυτό.

126    Η ενάγουσα δεν αμφισβητεί την ύπαρξη χειρόγραφων τροποποιήσεων στα δελτία παρουσίας του προσωπικού. Εντούτοις, υποστηρίζει, αφενός, ότι διορθώθηκαν μόνον 72 δελτία επί συνόλου 1 600 και, αφετέρου, ότι τις διορθώσεις αυτές πραγματοποίησε ο υπεύθυνος προγραμμάτων στο πλαίσιο συστήματος διπλού ελέγχου του χρόνου εργασίας, ώστε να απεικονίζεται η ακριβής διάρκεια της παρασχεθείσας εργασίας. Εξάλλου, οι διορθώσεις αυτές αφορούσαν μόνον τις ημερομηνίες και όχι τη διάρκεια της παρασχεθείσας εργασίας.

127    Όσον αφορά, πρώτον, την αναλογία των δελτίων που περιείχαν διορθώσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο αριθμός των 72 δελτίων δεν πρέπει να αντιπαραβληθεί προς τον συνολικό αριθμό των δελτίων παρουσίας που κατήρτισε η ενάγουσα στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων, αλλά προς τον αριθμό των δελτίων που έλεγξε η Επιτροπή, ήτοι προς 770 δελτία. Επομένως, ο αριθμός των διορθωμένων δελτίων που πρέπει να ληφθεί υπόψη αντιστοιχεί σε ποσοστό σχεδόν 10 % των δελτίων που έλεγξε η Επιτροπή. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι στην ενάγουσα απόκειται να αποδείξει ότι κανένα άλλο δελτίο δεν περιλαμβάνει χειρόγραφες τροποποιήσεις, πράγμα το οποίο δεν έπραξε αυτή εν προκειμένω αρκούμενη στην επισήμανση ότι μπορούσε να θέσει τα επίμαχα δελτία στη διάθεση του Γενικού Δικαστηρίου. Πάντως, ακόμη και αν η ενάγουσα αποδείκνυε ότι κανένα άλλο δελτίο παρουσίας δεν περιείχε χειρόγραφες τροποποιήσεις, η αναλογία των τροποποιημένων δελτίων παρουσίας έστω και προς τον συνολικό αριθμό των δελτίων παρουσίας αρκεί για να προκαλέσει εύλογη αμφιβολία ως προς την αποτελεσματικότητα του εφαρμοζόμενου από την ενάγουσα συστήματος καταγραφής του χρόνου εργασίας.

128    Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα ότι οι διορθώσεις αφορούσαν μόνο τις ημερομηνίες παροχής της εργασίας και ότι δεν είχαν αντίκτυπο στον αριθμό των ωρών παρασχεθείσας εργασίας, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, από το περιεχόμενο και μόνο του μηνιαίου δελτίου παρουσίας του υπεύθυνου προγραμμάτων για τον Οκτώβριο του 2004 σχετικά με το έργο Ask‑It, δελτίου το οποίο έχει επισυναφθεί ως παράρτημα B101, μπορεί να διαπιστωθεί ότι οι διορθώσεις αφορούν όχι μόνο τις ημερομηνίες στις οποίες αντιστοιχούν οι ώρες παρασχεθείσας εργασίας, αλλά επίσης τον αριθμό των εν λόγω ωρών εργασίας. Ειδικότερα, μπορεί να διαπιστωθεί ότι ο συνολικός αριθμός ωρών εργασίας ο οποίος αρχικώς ήταν 136 στη συνέχεια διορθώθηκε σε 120. Επίσης, από τα μηνιαία δελτία παρουσίας του υπεύθυνου προγραμμάτων για τον Οκτώβριο του 2006 προκύπτει ότι ορισμένες ώρες εργασίας που αρχικώς είχαν δηλωθεί στο πλαίσιο του έργου EU4ALL για τη 18η και τη 19η Οκτωβρίου 2006 στη συνέχεια δηλώθηκαν, κατόπιν διορθώσεως, στο πλαίσιο του έργου eABILITIES.

129    Όσον αφορά, τρίτον, το επιχείρημα ότι οι εντοπισθείσες διορθώσεις οφείλονταν στο σύστημα διπλού ελέγχου του χρόνου εργασίας που αποσκοπούσε στην απεικόνιση της ακριβούς διάρκειας της παρασχεθείσας εργασίας, από την έκθεση οικονομικού ελέγχου προκύπτει ότι το εν λόγω σύστημα συνίστατο σε έναν πρώτο έλεγχο, ο οποίος διενεργούνταν στο τέλος κάθε μήνα κατά την κατάρτιση του μηνιαίου δελτίου παρουσίας, και, επιπροσθέτως, σε ένα δεύτερο έλεγχο τον οποίο πραγματοποιούσε ο υπεύθυνος προγραμμάτων πριν την αποστολή της επίσημης εκθέσεως στον συντονιστή του έργου ή στην Επιτροπή. Πάντως, η ενάγουσα δεν μπόρεσε να εξηγήσει με πειστικό τρόπο για ποιο λόγο ο δεύτερος έλεγχος τον οποίο πραγματοποιούσε ο υπεύθυνος προγραμμάτων είχε ως αποτέλεσμα τη χειρόγραφη τροποποίηση τόσο μεγάλου αριθμού δελτίων παρουσίας. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η ενάγουσα ούτε υποστήριξε ούτε απέδειξε ότι οι χειρόγραφες τροποποιήσεις που έγιναν στα μηναία δελτία παρουσίας μετά την κατάρτιση των δελτίων αυτών ήταν δικαιολογημένες. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η λειτουργία του εφαρμοζόμενου από την ενάγουσα συστήματος καταγραφής του χρόνου εργασίας παρίσταται ως αποσκοπούσα όχι τόσο στην καταγραφή του ακριβούς αριθμού των ωρών εργασίας που δήλωνε κάθε εργαζόμενος ο οποίος απασχολούνταν στο πλαίσιο ορισμένου επιμέρους έργου, όσο στο να καταστήσει δυνατή την προσαρμογή των ωρών εργασίας, για λόγους που δεν εξηγεί η ενάγουσα, πριν την αποστολή της τελικής εκθέσεως στην Επιτροπή.

130    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, το προαναφερθέν σύστημα καταγραφής του χρόνου εργασίας δεν παρείχε τη δυνατότητα να διαπιστωθεί αν οι δαπάνες προσωπικού είχαν όντως πραγματοποιηθεί, όπως επιτάσσουν το άρθρο ΙΙ.19, παράγραφος 1, των γενικών όρων FP6, το άρθρο ΙΙ.13, παράγραφος 1, των γενικών όρων eTEN και το άρθρο ΙΙ.20, παράγραφος 1, των γενικών όρων CIP, και αν στο έργο είχαν χρεωθεί μόνον οι δαπάνες που αντιστοιχούσαν στις ώρες πραγματικής εργασίας του προσωπικού, όπως επιτάσσουν το άρθρο ΙΙ.14, παράγραφος 1, των γενικών όρων eTEN και το άρθρο ΙΙ.21, παράγραφος 1, των γενικών όρων CIP, ή αν η εταιρία είχε δηλώσει ως ώρες εργασίας στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων χρονικές περιόδους κατά τις οποίες το προσωπικό της απασχολούνταν σε άλλα έργα.

γ)       Επί των ωρών εργασίας που δήλωσε ο υπεύθυνος προγραμμάτων

131    Η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι ο αριθμός των ωρών εργασίας που δήλωσε ο υπεύθυνος προγραμμάτων στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων είναι υπερβολικός αφ’ εαυτού ή σε σχέση με δραστηριότητες του υπεύθυνου προγραμμάτων που δεν σχετίζονταν με την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων.

132    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 83 ανωτέρω, κατά το εφαρμοστέο επί της εξεταζόμενης ένδικης διαφοράς δίκαιο, η ενάγουσα φέρει το βάρος να αιτιολογήσει το υποστατό των δαπανών που έχει υποβάλει στην Επιτροπή, ώστε να μπορούν αυτές να της αποδοθούν. Δεδομένου ότι η ενάγουσα αιτιολόγησε τις δαπάνες που υπέβαλε στην Επιτροπή στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει γιατί η αιτιολόγηση αυτή δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη.

133    Εν προκειμένω, η ενάγουσα αιτιολόγησε τις δαπάνες προσωπικού για τις ώρες εργασίας που υπέβαλε στην Επιτροπή στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων προσκομίζοντας τα δελτία παρουσίας του προσωπικού τα οποία, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 130 ανωτέρω, δεν παρείχαν τη δυνατότητα να διαπιστωθεί αν οι εν λόγω δαπάνες είχαν όντως πραγματοποιηθεί.

134    Επίσης, η Επιτροπή, με τα πορίσματα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου και με τα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αμφισβητεί τον ευλογοφανή χαρακτήρα του αριθμού ωρών που δήλωσε η ενάγουσα για τον υπεύθυνο προγραμμάτων στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων. Επομένως, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι δηλώσεις της ενάγουσας σχετικά με τον αριθμό των ωρών εργασίας του υπεύθυνου προγραμμάτων δεν είναι αξιόπιστες.

135    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν προσάπτει στην ενάγουσα ότι δήλωσε για τον υπεύθυνο προγραμμάτων αριθμό ωρών εργασίας μεγαλύτερο από αυτόν που είχε αρχικώς καθοριστεί με τον προϋπολογισμό των προβλεπόμενων από τις επίδικες συμβάσεις έργων ούτε, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, ότι δήλωσε στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων ώρες εργασίας που αφορούσαν άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα.

136    Πράγματι, η Επιτροπή υποστηρίζει απλώς ότι ο αριθμός ωρών που δήλωσε η ενάγουσα για τον υπεύθυνο προγραμμάτων στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων παρίσταται υπερβολικός, αφενός, σε σχέση με τον αριθμό παραγωγικών ωρών εργασίας που θεωρείται ευλόγως αποδεκτός και, αφετέρου, σε σχέση με το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό είχε άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες κατά τη χρονική περίοδο την οποία αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος.

137    Κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά το ζήτημα αν οι ώρες εργασίας που δήλωσε η ενάγουσα για τον υπεύθυνο προγραμμάτων στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων πρέπει να χαρακτηριστούν ως υπερβολικές σε σχέση με τον αριθμό παραγωγικών ωρών εργασίας που θεωρείται ευλόγως αποδεκτός, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σελίδες 3 και 4 του πρακτικού της από 4 Φεβρουαρίου 2011 ακροάσεως του υπεύθυνου προγραμμάτων από τους υπαλλήλους της OLAF, ο υπεύθυνος προγραμμάτων δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση, η οποία στηρίζεται σε πίνακα τον οποίο συνέταξε και επισύναψε στο προαναφερθέν πρακτικό η OLAF και την οποία αναπαρήγαγε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι εργάστηκε επί 327 ημέρες κατά το έτος 2007 καθώς και κατά το έτος 2008 και επί 288 ημέρες κατά το έτος 2009.

138    Μολονότι ο αριθμός των ημερών εργασίας του υπεύθυνου προγραμμάτων στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων, ο οποίος προκύπτει από τον πίνακα που συνέταξε και επισύναψε στο πρακτικό της από 4 Φεβρουαρίου 2011 ακροάσεως η OLAF, είναι προδήλως υψηλός για τα έτη 2007 έως 2009, εντούτοις δεν αρκεί αφ’ εαυτού προκειμένου να αποδειχθεί ο υπερβολικός χαρακτήρας του αριθμού ωρών εργασίας που δήλωσε η ενάγουσα για το πρόσωπο αυτό στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων.

139    Εντούτοις, από το προαναφερθέν πρακτικό της από 4 Φεβρουαρίου 2011 ακροάσεως προκύπτει επίσης ότι ο υπεύθυνος προγραμμάτων δεν αμφισβητεί κατά τα λοιπά τη διαπίστωση της OLAF ότι η άθροιση των ωρών εργασίας του που δηλώθηκαν στο πλαίσιο των διαφόρων επίδικων συμβάσεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός φέρεται, κατά το 2007, να εργάστηκε επί 16 ώρες ημερησίως για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 22 ημερών και επί 20 ώρες ημερησίως για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 14 ημερών καθώς και, κατά το 2008, επί 16 ώρες ημερησίως για χρονικό διάστημα 64 ημερών, επί 20 ώρες ημερησίως για χρονικό διάστημα 19 ημερών και επί 24 ώρες ημερησίως για χρονικό διάστημα 2 ημερών.

140    Η διαπίστωση αυτή δύναται τουλάχιστον να αποτελέσει σοβαρό λόγο αμφιβολίας ως προς την αξιοπιστία του αριθμού ωρών εργασίας που δήλωσε η ενάγουσα στην Επιτροπή για τον υπεύθυνο προγραμμάτων στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων.

141    Εξάλλου, η εξήγηση την οποία παρέσχε συναφώς ο υπεύθυνος προγραμμάτων και την οποία επαναλαμβάνει η ενάγουσα με τα δικόγραφά της δεν είναι πειστική.

142    Πράγματι, όπως προκύπτει από το πρακτικό της από 4 Φεβρουαρίου 2011 ακροάσεως, ο υπεύθυνος προγραμμάτων υποστήριξε ότι, κατά τις επίμαχες ημερομηνίες, στις οποίες, πέραν της απασχολήσεώς του στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στα οποία μετείχε η ενάγουσα, απασχολούνταν και ως αξιολογητής της Επιτροπής και ως πραγματογνώμονας για το European Telecommunications Standards Institute (Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Προτύπων, στο εξής: ETSI), ο αριθμός των ωρών εργασίας του ανερχόταν περίπου σε 20 ή 16 ώρες ημερησίως, διότι, δεδομένου ότι εργαζόταν καθημερινώς επί πολλές ώρες, το σύνολο των ωρών εργασίας του ανά έργο επί μακρό χρονικό διάστημα κατατασσόταν για λογιστικούς λόγους σε ομάδες περιόδων με 8 ή 12 ώρες εργασίας και δηλωνόταν συγκεντρωτικά.

143    Πάντως, η εξήγηση αυτή συμβιβάζεται δύσκολα με το επιχείρημα της ενάγουσας περί υπάρξεως αξιόπιστου συστήματος καταγραφής των ωρών εργασίας. Ειδικότερα, τέτοιο σύστημα προϋποθέτει όχι μόνο την καταγραφή του αριθμού των ωρών εργασίας κάθε μέλους του προσωπικού για την εκτέλεση των επίδικων συμβάσεων, αλλά και την καταγραφή της ημερομηνίας παροχής της εργασίας αυτής, στην οποία ακριβώς αποσκοπούσε το σύστημα των δελτίων παρουσίας που λειτουργούσε υπό την ευθύνη του υπεύθυνου προγραμμάτων.

144    Εξάλλου, η ενάγουσα δεν παρέχει καμία εξήγηση σχετικά με τους λογιστικούς λόγους που δικαιολογούσαν κατ’ αυτήν τη συγκεντρωτική παρουσίαση των ωρών εργασίας που παρασχέθηκε σε διαφορετικές ημερομηνίες.

145    Κατά δεύτερο λόγο, οι ως άνω εκτιμήσεις αποτελούν τον γνώμονα με τον οποίο πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο αριθμός ωρών που δήλωσε η ενάγουσα για τον υπεύθυνο προγραμμάτων στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων δεν ήταν ευλογοφανής, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών επαγγελματικών δραστηριοτήτων του κατά τη χρονική περίοδο την οποία αφορά ο οικονομικός έλεγχος.

146    Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η ενάγουσα δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής, η οποία είχε ήδη διατυπωθεί από την OLAF κατά την ακρόαση της 4ης Φεβρουαρίου 2011, ότι η ενάγουσα χρέωσε στο ETSI 118,5 ώρες εργασίας για τη συμμετοχή του υπεύθυνου προγραμμάτων στην ομάδα εργασίας «Special Task Force 333» (στο εξής: STF 333) από τον Σεπτέμβριο του 2007 έως τον Μάρτιο του 2009. Επίσης, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σελίδα 20 της οριστικής εκθέσεως του ETSI προς την Επιτροπή σχετικά με το έργο της STF 333, η οποία είναι συνημμένη στο υπόμνημα αντικρούσεως, το ETSI δήλωσε 118,5 ημέρες εργασίας για τον υπεύθυνο προγραμμάτων, από τις 21 Σεπτεμβρίου 2007 έως τις 31 Οκτωβρίου 2009. Συναφώς, παρατηρείται ότι, από τους έξι πραγματογνώμονες που μετείχαν στην STF 333, ο υπεύθυνος προγραμμάτων είναι ο ένας από τους δύο που δήλωσαν τον μεγαλύτερο αριθμό ωρών εργασίας, πλην του κύριου πραγματογνώμονα. Πάντως, η ενάγουσα υποστηρίζει μόνο ότι δεν ήταν υπεύθυνη για τον έλεγχο των ωρών πραγματικής εργασίας του υπεύθυνου προγραμμάτων στο πλαίσιο της συμμετοχής του στην STF 333. Επομένως, η ενάγουσα προφανώς υπονοεί ότι υπερβολικός δεν είναι ο αριθμός ωρών εργασίας τον οποίο δήλωσε αυτή για τον υπεύθυνο προγραμμάτων στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων όσον αφορά τη χρονική περίοδο που καλύπτει ο οικονομικός έλεγχος, αλλά ο χρόνος εργασίας τον οποίο δήλωσε το ETSI για την απασχόληση του υπεύθυνου προγραμμάτων στο πλαίσιο της STF 333. Γεγονός πάντως είναι ότι η ενάγουσα, έστω και αν δεν μπορούσε να ελέγξει τον αριθμό των ημερών πραγματικής εργασίας του υπεύθυνου προγραμμάτων κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στη STF 333, εντούτοις γνώριζε κατ’ ανάγκη τον αριθμό ημερών εργασίας που προβλεπόταν να αφιερώσει ο υπεύθυνος προγραμμάτων για τις επίδικες συμβάσεις κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονικής περιόδου.

147    Επιπλέον, η ενάγουσα δεν δίνει καμία απάντηση στις διαπιστώσεις της Επιτροπής, στις οποίες είχε ήδη προβεί η OLAF κατά τη διάρκεια της ακροάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 2011, ότι το 2007, το 2008 και το 2009 ο υπεύθυνος προγραμμάτων μετέσχε σε συσκέψεις της STF 333, μολονότι παράλληλα η ενάγουσα δήλωνε ότι αυτός απασχολούνταν κατά τον ίδιο χρόνο στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων επί 16 ώρες ημερησίως.

148    Εξάλλου, στις σελίδες 10 και 11 της οριστικής εκθέσεως του ETSI προς την Επιτροπή σχετικά με το έργο της STF 333 επισημαίνεται ότι ο υπεύθυνος προγραμμάτων είναι «μέλος διαφόρων ομάδων εργασίας που αφορούν την πρόσβαση στις ψηφιακές τεχνολογίες, όπως της ομάδας εργασίας W3C όσον αφορά τις “Web Content Accessibility Guidelines v.2” (κατευθυντήριες γραμμές για την προσβασιμότητα των περιεχομένων του Διαδικτύου, έκδοση 2) ή των ομάδων εργασίας “Design4All” και “ICT” της ANEC [και ότι,] επιπλέον, εκπροσωπεί την ANEC στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής W3C, καθώς και της τεχνικής επιτροπής “ανθρώπινος παράγοντας” του ETSI [και ότι], επίσης, παρέχει συνδρομή στην ANEC (“η φωνή του Ευρωπαίου καταναλωτή στον τομέα της τυποποίησης”) ως πραγματογνώμονας επί θεμάτων προσβάσεως στις ψηφιακές τεχνολογίες και προσβασιμότητας των ηλεκτρονικών μέσων (“eAccessibility”)».

149    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή αρκούν για να αποδειχθεί ότι ο αριθμός ωρών εργασίας που δήλωσε η ενάγουσα για τον υπεύθυνο προγραμμάτων στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων κατά τη διάρκεια των ετών 2007 έως 2009 δεν είναι ευλογοφανής.

δ)       Επί των εξόδων ταξιδίου

150    H ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το μόνο ταξίδι το οποίο αναφέρει ως παράδειγμα η Επιτροπή δεν καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση της επιλεξιμότητας του συνόλου των εξόδων ταξιδίου που δηλώθηκαν στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων.

151    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 83 ανωτέρω, κατά το εφαρμοστέο επί της εξεταζόμενης ένδικης διαφοράς δίκαιο, η ενάγουσα φέρει το βάρος να αιτιολογήσει το υποστατό των δαπανών που έχει υποβάλει στην Επιτροπή ώστε να μπορούν αυτές να της αποδοθούν. Δεδομένου ότι η ενάγουσα αιτιολόγησε τις δαπάνες που υπέβαλε στην Επιτροπή στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει γιατί η αιτιολόγηση αυτή δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη.

152    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η ενάγουσα αιτιολόγησε τις δαπάνες που υπέβαλε στην Επιτροπή στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων, παρουσιάζοντας, μεταξύ άλλων, έξοδα ταξιδίου στο πλαίσιο των εν λόγω συμβάσεων για τα οποία προσκόμισε τα σχετικά παραστατικά.

153    Η Επιτροπή όμως, με τα πορίσματα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου καθώς και με τα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υποστηρίζει ότι το σύνολο των εξόδων ταξιδίου που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων δεν είναι επιλέξιμα. Επομένως, υπ’ αυτές τις συνθήκες, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει ότι τα παραστατικά τα οποία προσκόμισε η ενάγουσα σε σχέση με τα έξοδα ταξιδίου που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη.

154    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως παρατηρείται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου την οποία μνημονεύει η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, από την εξέταση των πρακτικών των συσκέψεων τα οποία παρουσίασε η ενάγουσα στους ελεγκτές για να αιτιολογήσει τα έξοδα ταξιδίου προέκυψε ότι πολλά ταξίδια των οποίων τα έξοδα είχαν χρεωθεί στις επίδικες συμβάσεις δεν είχαν άμεση και αποκλειστική σχέση με τις συμβάσεις αυτές, αλλά στην πραγματικότητα συνδέονταν με άλλες δραστηριότητες της ενάγουσας. Συναφώς, οι ελεγκτές αναφέρουν ως παράδειγμα το ταξίδι που πραγματοποίησε ο υπεύθυνος προγραμμάτων για να μετάσχει σε σύσκεψη στη Νίκαια (Γαλλία) τον Ιανουάριο του 2008 και που χρεώθηκε σε ποσοστό 100 % στον προϋπολογισμό του έργου eABILITIES, μολονότι το ταξίδι αυτό συνδεόταν στην πραγματικότητα με τη σύμβαση ETSI STF 333. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από το γεγονός ότι τα ονόματα των προσώπων που μετέσχαν στη σύσκεψη αυτή, τα οποία αναγράφονται στο πρακτικό της εν λόγω συσκέψεως, ήταν τα ίδια με τα ονόματα των λοιπών πραγματογνωμόνων της STF 333.

155    Η Επιτροπή, με τα δικόγραφά της, δέχεται ότι τα ταξίδια δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να έχουν αποκλειστική σχέση με τις επίδικες συμβάσεις. Εντούτοις, υποστηρίζει ότι πρέπει να έχουν άμεση σχέση. Πάντως, εν προκειμένω, ακόμη και αν υφίστατο κάποια σχέση μεταξύ των ταξιδίων και των επίδικων συμβάσεων, η σχέση αυτή, κατά την Επιτροπή, δεν ήταν άμεση.

156    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αναφέρει ένα μόνο παράδειγμα, ήτοι το ταξίδι του υπεύθυνου προγραμμάτων στη Νίκαια, κατά τη διάρκεια του οποίου αυτός μετέσχε σε σύσκεψη στα γραφεία της ETSI στις 20 και 25 Ιανουαρίου 2008.

157    Η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ότι η ως άνω σύσκεψη όντως έλαβε χώρα, πλην όμως υποστηρίζει ότι αυτή είχε ως αντικείμενο, κατ’ ουσίαν, την προώθηση του έργου eABILITIES μεταξύ των μετεχόντων.

158    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο σημείο 8 του πρακτικού της επίμαχης συσκέψεως, το οποίο έχει επισυναφθεί στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής, εμφανίζεται η «λίστα επαφών», η οποία αποτελείται από τα ονόματα των τεσσάρων από τους πέντε άλλους πραγματογνώμονες που μετείχαν στην STF 333.

159    Επισημαίνεται επίσης ότι στο σημείο 1 του πρακτικού της επίμαχης συσκέψεως, και ειδικότερα στο τμήμα «Θέματα που συζητήθηκαν κατά τη σύσκεψη» παρατίθενται τα ακόλουθα: «Ενημέρωση για το έργο e‑Accessibility και προϊόντα και τυποποιημένα πρότυπα AT· ενημέρωση για το έργο eABILITIES· εξέταση των δυνατοτήτων συνέργειας· επόμενα βήματα».

160    Επίσης, στο σημείο 2 του πρακτικού της επίμαχης συσκέψεως, και ειδικότερα στο τμήμα «Ζητήματα ειδικού ενδιαφέροντος για την e‑Isotis και για το έργο eABILITIES», επισημαίνεται ότι υπήρξε εις βάθος συζήτηση σε καθημερινή βάση για κάθε προϊόν eABILITIES και για το πώς τα προϊόντα αυτά μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους φορείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα AT και e‑Accessibility.

161    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή δεν απέδειξε την έλλειψη άμεσης σχέσεως μεταξύ του εν λόγω ταξιδίου και της προαναφερθείσας συμβάσεως και, ως εκ τούτου, τη μη επιλεξιμότητα των εξόδων που δηλώθηκαν για το ταξίδι αυτό.

162    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί ότι η μη επιλεξιμότητα των δαπανών που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων απορρέει από την έλλειψη σχέσεως μεταξύ των εξόδων ταξιδίου στα οποία υποβλήθηκε η ενάγουσα και των εν λόγω συμβάσεων.

163    Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή δεν δικαιολογεί εξάλλου το συμπέρασμα, το οποίο υποστηρίζει κατά τα λοιπά η ενάγουσα, ότι το σύνολο των εξόδων ταξιδίου στα οποία υποβλήθηκε η ενάγουσα στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων ήταν επιλέξιμα. Πράγματι, επισημαίνεται ότι η ενάγουσα περιορίστηκε να προσκομίσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου παραστατικά για τα έξοδα ταξιδίου μόνο σε σχέση με τη σύμβαση EU4ALL, μολονότι δεν αμφισβητεί ότι δήλωσε έξοδα ταξιδίου στο πλαίσιο και των άλλων επίδικων συμβάσεων.

164    Επομένως, και λαμβάνοντας υπόψη τις προηγηθείσες διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου ως προς την έλλειψη αξιοπιστίας των λογιστικών βιβλίων της ενάγουσας και του εφαρμοζόμενου από αυτή συστήματος καταγραφής του χρόνου εργασίας και ως προς τον προδήλως υπερβολικό αριθμό ημερών εργασίας που δήλωσε για τον υπεύθυνο προγραμμάτων, διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα παρέβη το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχεία a και d, των γενικών όρων FP6, τα άρθρα II.13, II.14 και το άρθρο II.16, παράγραφος 2, των γενικών όρων eTEN καθώς και τα άρθρα II.20, II.21 και II.23 των γενικών όρων CIP και ότι, ως εκ τούτου, οι δαπάνες που υπέβαλε στην Επιτροπή στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων πρέπει να χαρακτηριστούν ως μη επιλέξιμες.

 2. Επί της ποιότητας και επί των συνθηκών διενέργειας του οικονομικού ελέγχου

α)       Επί των ψευδών δηλώσεων σχετικά με τη συμμετοχή της ενάγουσας στη σύμβαση ETSI 333

165    Η ενάγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, το πόρισμα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου ότι προέβη σε ψευδείς δηλώσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του οικονομικού ελέγχου, με το επιχείρημα ότι το προσωπικό της είναι αυτό που αποσιώπησε τη σχέση μεταξύ της συμβάσεως ETSI STF 333 και της Επιτροπής.

166    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο II.29, παράγραφος 2, των γενικών όρων FP6, κατά τον οικονομικό έλεγχο, «[ο]ι αντισυμβαλλόμενοι θέτουν άμεσα στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα λεπτομερή στοιχεία που η Επιτροπή ενδέχεται να απαιτήσει προκειμένου να επαληθεύσει τη χρηστή διαχείριση και εκτέλεση της σύμβασης».

167    Το άρθρο II.17, παράγραφος 2, των γενικών όρων eTEN προβλέπει επίσης ότι «[η] Επιτροπή ή κάθε εξουσιοδοτημένος από αυτήν αντιπρόσωπος μπορεί, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κρίνει εύλογο, να έχει πρόσβαση, μεταξύ άλλων, στο προσωπικό των δικαιούχων που απασχολείται στο πλαίσιο του έργου, στη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 16 του παρόντος παραρτήματος τεκμηρίωση και στα ηλεκτρονικά δεδομένα και εξοπλισμό που κρίνει σχετικά με το έργο [και ότι, σ]το πλαίσιο αυτό, μπορεί να απαιτήσει να της/του παραδοθούν τα στοιχεία με την κατάλληλη μορφή, προκειμένου, για παράδειγμα, να επαληθεύσει την επιλεξιμότητα των δαπανών».

168    Ομοίως, το άρθρο II.28, παράγραφος 2, των γενικών όρων CIP ορίζει ότι «[ο]ι δικαιούχοι θέτουν απευθείας στη διάθεση της Επιτροπής όλες τις λεπτομερείς πληροφορίες και τα στοιχεία που μπορεί να ζητήσει η Επιτροπή ή εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός της με σκοπό να επαληθευτεί η ορθή διαχείριση της σύμβασης, η υλοποίησή της σύμφωνα με τις διατάξεις της και ο σύμφωνος με τη σύμβαση καταλογισμός των δαπανών».

169    Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, το ζήτημα αν συνιστά ψευδή δήλωση η παράλειψη της ενάγουσας να συμπεριλάβει, με την απάντησή της στα από 22 και 26 Ιανουαρίου 2010 έγγραφα της Επιτροπής, τη σύμβαση ETSI STF 333 εντός του καταλόγου συμβάσεων, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το έγγραφο που απηύθυνε η Επιτροπή στην ενάγουσα στις 22 Ιανουαρίου 2010, η πρώτη ζήτησε από τη δεύτερη να υποβάλει αμέσως τον εξαντλητικό κατάλογο όλων των χρηματοδοτούμενων από την Ένωση έργων, ερευνητικών και μη, και των έργων ή δραστηριοτήτων στο πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών ή συμβάσεων επιχορηγήσεως στις οποίες εμπλεκόταν η ενάγουσα και να προσδιορίσει τουλάχιστον τον τίτλο του έργου, τον κωδικό αναφοράς του, το ακρωνύμιό του, τις ημερομηνίες ενάρξεως και ολοκληρώσεώς του καθώς και το ποσό της χρηματοδοτήσεως. Επισημαίνεται επίσης ότι το έντυπο με τίτλο «Κατάλογος των στοιχείων που ζητούνται από τον οργανισμό που υπόκειται σε οικονομικό έλεγχο – Παράρτημα στο έγγραφο ανακοινώσεως», το οποίο ήταν προσαρτημένο στο προαναφερθέν έγγραφο, περιλαμβάνει πίνακα το σημείο 8 του οποίου επιγράφεται «Κατάλογος όλων των λοιπών κοινοτικών επιχορηγήσεων που έχουν εισπραχθεί και όλων των συμβάσεων (περατωμένων ή υπό εκτέλεση) που έχουν υπογραφεί με την Επιτροπή (από το 2000 μέχρι σήμερα)».

170    Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το έντυπο αυτό δεν συνιστά εκπροθέσμως προτεινόμενο αποδεικτικό στοιχείο, στον βαθμό που η ενάγουσα το προβάλλει προς στήριξη επιχειρήματος με το οποίο επιχειρεί να δώσει απάντηση στο επιχείρημα που διατύπωσε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως ότι η ενάγουσα προέβη σε ψευδή δήλωση καθόσον, στην απάντησή της στα από 22 και 26 Ιανουαρίου 2010 έγγραφα της Επιτροπής, δεν έκανε μνεία της συμβάσεως ETSI STF 333. Το ίδιο ισχύει και για τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντηλλάγησαν μεταξύ του D., ορκωτού ελεγκτή της Επιτροπής, και του υπεύθυνου προγραμμάτων στις 26 Ιανουαρίου 2010 και που έχουν επισυναφθεί στο υπόμνημα αντικρούσεως ως παράρτημα A67.

171    Όπως προκύπτει από το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απηύθυνε στις 26 Ιανουαρίου 2010 ο υπεύθυνος προγραμμάτων στον D., ο πρώτος ζητούσε από τον δεύτερο τις ακόλουθες διευκρινίσεις:

«Σας παρακαλώ να μας διευκρινίσετε αν οι συμβάσεις που απλώς έχουν συναφθεί μεταξύ του οργανισμού μας, με την ιδιότητα του δικαιούχου, και ενός άλλου οργανισμού, ο οποίος είναι ο ανάδοχος που στην πραγματικότητα συνάπτει σύμβαση με τον οικείο εκτελεστικό οργανισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή με τον αντίστοιχο εθνικό οργανισμό, πρέπει να περιληφθούν στον κατάλογο των χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση έργων και στο πλαίσιο του εντύπου E8.»

172    Πάντως, από το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του D. προκύπτει ότι αυτός, στο τμήμα εκείνο του μηνύματός του που φέρει την επικεφαλίδα «Συμβάσεις», απάντησε ως εξής:

«Πράγματι, η ιδέα είναι να έχουμε μια πλήρη εικόνα όλων των συμβάσεων (και των συμβάσεων στο πλαίσιο υπεργολαβίας) που έχουν συναφθεί με τα θεσμικά όργανα, οργανισμούς κ.λπ. της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, είναι σημαντικό να γίνει ορθή καταγραφή όλων των συμβάσεων, ακόμη και αν δεν είστε ο αντισυμβαλλόμενος αλλά απλώς υπεργολάβος. Σας παρακαλώ να επισημάνετε με σαφήνεια ποια θέση επέχει ο οργανισμός σας στο πλαίσιο αυτό.»

173    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διατύπωση του από 22 Ιανουαρίου 2010 εγγράφου και του συνημμένου σε αυτό εντύπου μπορούσε να προκαλέσει κάποια αμφιβολία ως προς τη φύση των συμβάσεων που έπρεπε να καταγραφούν προς τον σκοπό της διενέργειας του οικονομικού ελέγχου, τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντηλλάγησαν στη συνέχεια μεταξύ του υπεύθυνου προγραμμάτων και του D ήραν την αμφιβολία αυτή, διότι η ενάγουσα, κατόπιν της αλληλογραφίας αυτής, δεν μπορούσε να έχει αμφιβολία ως προς την υποχρέωση που υπείχε να καταγράψει όλες τις συμβάσεις που είχε συνάψει με την Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων όσων της είχαν ανατεθεί στο πλαίσιο υπεργολαβίας, όπως σαφέστατα συνέβαινε στην περίπτωση της συμβάσεως ETSI STF 333.

174    Πράγματι, από το συμφωνητικό αναλήψεως υποχρεώσεων που υπεγράφη μεταξύ του ETSI και της ενάγουσας, εκπροσωπούμενης από την A., προκύπτει ότι αντικείμενο της προαναφερθείσας συμβάσεως ήταν η διάθεση του υπεύθυνου προγραμμάτων στην υπηρεσία της STF 333 του ETSI στο πλαίσιο ορισμένης αποστολής. Επίσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 4 του συμφωνητικού αναλήψεως υποχρεώσεων, ο «πραγματογνώμονας» που τέθηκε στη διάθεση του ETSI, ήτοι ο υπεύθυνος προγραμμάτων, εξακολουθεί να είναι εργαζόμενος της ενάγουσας κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς του στο πλαίσιο της STF 333, σύμφωνα δε με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του εν λόγω συμφωνητικού αναλήψεως υποχρεώσεων, το ETSI αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 30 600 ευρώ για τις 51 ημέρες που, κατά την εκτίμησή της, αντιστοιχούν στον χρόνο απασχολήσεως του υπεύθυνου προγραμμάτων στο πλαίσιο της αποστολής αυτής.

175    Επιπλέον, στο σημείο A3 του παραρτήματος 1 του συμφωνητικού αναλήψεως υποχρεώσεων επισημαίνεται ότι ζητήθηκε από την Επιτροπή να χρηματοδοτήσει το 70 % του συνολικού κόστους του έργου στο πλαίσιο του οποίου ο υπεύθυνος προγραμμάτων τέθηκε στη διάθεση του ETSI.

176    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα, καθόσον, στην απάντησή της στα από 22 και 26 Ιανουαρίου 2010 έγγραφα της Επιτροπής, δεν έκανε μνεία της συμβάσεως ETSI STF 333, προέβη σε ψευδή δήλωση προς τους ελεγκτές της Επιτροπής κατά παράβαση του άρθρου II.29, παράγραφος 2, των γενικών όρων FP6, του άρθρου II.17, παράγραφος 2, των γενικών όρων eTEN και του άρθρου II.28, παράγραφος 2, των γενικών όρων CIP.

β)       Επί των εφαρμοστέων κανόνων οικονομικού ελέγχου

177    Η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι γενικεύσεις και τα σφάλματα που περιλαμβάνει η έκθεση οικονομικού ελέγχου καθώς και οι συνθήκες υπό τις οποίες η ενάγουσα καταχωρίστηκε στην κεντρική βάση δεδομένων για τους αποκλεισμούς, η οποία θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1302/2008 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με την κεντρική βάση δεδομένων για τους αποκλεισμούς (ΕΕ L 344, σ. 12), είναι ενδεικτικές, μεταξύ άλλων, της μη τηρήσεως από τους ελεγκτές της Επιτροπής των διεθνών κανόνων λογιστικού ελέγχου που είναι εν προκειμένω εφαρμοστέοι δυνάμει της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων.

178    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η δυνατότητα της Επιτροπής να προβεί σε οικονομικό έλεγχο των επίδικων συμβάσεων προβλέπεται από το άρθρο II.29 των γενικών όρων FP6, το άρθρο II.17 των γενικών όρων eTEN και το άρθρο II.28 των γενικών όρων CIP.

179    Πάντως, διαπιστώνεται ότι οι ως άνω διατάξεις δεν διευκρινίζουν τους συγκεκριμένους τεχνικούς όρους υπό τους οποίους οι ορκωτοί ελεγκτές πρέπει να επιτελέσουν το έργο τους. Ελλείψει σχετικής ρητής προβλέψεως στις συμβάσεις, η καλή πίστη επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη να ενεργούν με αντικειμενικότητα, υποχρέωση που αποτελεί τμήμα των άρρητων όρων της συμβάσεως.

180    Εν προκειμένω, η ενάγουσα φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να εφαρμόσει τα διεθνή πρότυπα λογιστικού ελέγχου, σύμφωνα με όσα ορίζει η οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157, σ. 87).

181    Η ενάγουσα μνημονεύει ιδιαιτέρως τα σημεία 17 (Απαιτούμενη επιμέλεια) και A19 (Λεπτομέρειες εφαρμογής και λοιπές επεξηγηματικές πληροφορίες) του τεύχους International Standards on Auditing 200 [Διεθνές πρότυπο ελέγχου 200] του Απριλίου 2009, που κατήρτισε η International Federation of Accountants (Διεθνής Ομοσπονδία Λογιστών), τα οποία προβλέπουν τα εξής:

«Επαρκή και κατάλληλα ελεγκτικά τεκμήρια και ελεγκτικός κίνδυνος

17. Για να αποκτήσει εύλογη διασφάλιση, ο ελεγκτής πρέπει να αποκτήσει επαρκή και κατάλληλα ελεγκτικά τεκμήρια για τη μείωση του ελεγκτικού κινδύνου σε αποδεκτά χαμηλό επίπεδο, ώστε να μπορέσει ο ελεγκτής να εξάγει λογικά συμπεράσματα που θα αποτελέσουν τη βάση για τη γνώμη του ελεγκτή.

[…]

Επαγγελματικός σκεπτικισμός

[…]

A19. Η διατήρηση του επαγγελματικού σκεπτικισμού σε όλη τη διάρκεια του ελέγχου είναι απαραίτητη αν ο ελεγκτής, για παράδειγμα, πρόκειται να μειώσει τους κινδύνους:

–        παράβλεψης ασυνήθιστων περιστάσεων.

–        υπεργενίκευσης κατά την εξαγωγή συμπερασμάτων από τις παρατηρήσεις του ελέγχου.

–        χρήσης ακατάλληλων υποθέσεων για τον καθορισμό της φύσης, του χρόνου και της έκτασης των ελεγκτικών διαδικασιών καθώς και κατά την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των ανωτέρω.»

182    Εντούτοις, παρατηρείται συναφώς ότι η νομολογία που μνημονεύει η ενάγουσα προς στήριξη της απόψεώς της αυτής δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση περίπτωση.

183    Πράγματι, όπως προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑25/02, Rinke (Συλλογή 2003, σ. I‑8349, σκέψεις 24 έως 27), ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αναγνωριστεί ως γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και είναι πλέον κατοχυρωμένα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμότητα όλων των πράξεων που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

184    Πάντως, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι η εξεταζόμενη ένδικη διαφορά δεν αφορά τη νομιμότητα πράξεως της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, αλλά την τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και της ενάγουσας και, αφετέρου, ότι οι διεθνείς κανόνες λογιστικού ελέγχου δεν έχουν ως βάση τους τα θεμελιώδη δικαιώματα ή τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

185    Ομοίως, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της υπό κρίση περιπτώσεως και των περιπτώσεων ενδεχόμενης επικλήσεως μιας οδηγίας κατά θεσμικού οργάνου της Ένωσης στις οποίες αναφέρεται η μνημονευόμενη επίσης από την ενάγουσα απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 30ής Απριλίου 2009, F‑65/07, Aayan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑1054 και II‑A‑1‑567), και οι οποίες αφορούν μόνο τις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των υπαλλήλων τους ή του λοιπού προσωπικού τους (προαναφερθείσα απόφαση Aayan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 112).

186    Εξάλλου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να εφαρμόσει τα διεθνή πρότυπα λογιστικού ελέγχου, για τον λόγο ότι, αφενός, το άρθρο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, των γενικών όρων FP6 και το άρθρο II.23, των γενικών όρων CIP παρέπεμπαν στην εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία περί λογιστικής και, αφετέρου, η ελληνική νομοθεσία έπρεπε να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οδηγίας 2006/43, η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να τηρούν τους διεθνείς κανόνες λογιστικού ελέγχου.

187    Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/43, μολονότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να απαιτούν από τους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία να διενεργούν τον υποχρεωτικό έλεγχο των λογαριασμών σύμφωνα με τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα που έχει θεσπίσει η Επιτροπή, εντούτοις, δύνανται να εφαρμόζουν εθνικό ελεγκτικό πρότυπο, καθ’ όσο χρόνο η Επιτροπή δεν έχει θεσπίσει διεθνές ελεγκτικό πρότυπο με το ίδιο αντικείμενο. Πάντως, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν έχει μέχρι σήμερα θεσπίσει διεθνείς κανόνες λογιστικού ελέγχου.

188    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εθνική νομοθεσία περί λογιστικής που έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της εξεταζόμενης ένδικης διαφοράς δυνάμει του άρθρου II.19, παράγραφος 1, στοιχείο d, των γενικών όρων FP6 και του άρθρου II.23 των γενικών όρων CIP, δεν επέβαλλε στην Επιτροπή την υποχρέωση να εφαρμόζει τα πρότυπα που έχει θεσπίσει η International Federation of Accountants.

189    Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της ενάγουσας κατά την οποία οι γενικεύσεις και τα σφάλματα που περιλαμβάνει η έκθεση οικονομικού ελέγχου καθώς και οι συνθήκες υπό τις οποίες η ενάγουσα καταχωρίστηκε στην κεντρική βάση δεδομένων για τους αποκλεισμούς που προβλέπει ο κανονισμός 1302/2008 αποδεικνύουν ότι η Ένωση δεν εκτέλεσε με καλή πίστη τις συμβατικές υποχρεώσεις της όσον αφορά τη διενέργεια του οικονομικού ελέγχου.

190    Κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά το επιχείρημα της ενάγουσας ότι το πόρισμα της οριστικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου κατά το οποίο η ενάγουσα προέβη σε ψευδείς δηλώσεις και απέκρυψε τη χρηματοδότηση που έλαβε από την Επιτροπή στο πλαίσιο της συμβάσεως ETSI είναι προϊόν υποκειμενικής κρίσεως των ορκωτών ελεγκτών, αρκεί η επισήμανση ότι το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Πράγματι, όπως κρίθηκε στη σκέψη 176 ανωτέρω, η ενάγουσα, καθόσον στην απάντησή της στα από 22 και 26 Ιανουαρίου 2010 έγγραφα της Επιτροπής δεν έκανε μνεία της συμβάσεως ETSI STF 333, προέβη σε ψευδή δήλωση προς τους ελεγκτές της Επιτροπής κατά παράβαση του άρθρου II.29, παράγραφος 2, των γενικών όρων FP6, του άρθρου II.17, παράγραφος 2, των γενικών όρων eTEN και του άρθρου II.28, παράγραφος 2, των γενικών όρων CIP.

191    Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά το επιχείρημα της ενάγουσας ότι δεν αληθεύει η διαπίστωση των ορκωτών ελεγκτών ότι η ενάγουσα έκανε διάφορες δηλώσεις, δεδομένου ότι οι ορκωτοί ελεγκτές ουδέποτε υπέβαλαν ερωτήσεις στον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι οι ορκωτοί ελεγκτές δεν υπέβαλαν ερωτήσεις στον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας δεν δύναται αφ’ εαυτού να κλονίσει τον αληθή χαρακτήρα τυχόν δηλώσεων των μελών του προσωπικού της ενάγουσας. Επίσης, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την πρακτική που είθισται να εφαρμόζεται κατά τους οικονομικούς ελέγχους, η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να υποβάλει ερωτήσεις στον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, δεδομένου ότι το προσωπικό της ενάγουσας ήταν αρκούντως ικανό να απαντήσει στις ερωτήσεις των ορκωτών ελεγκτών οι οποίες αφορούσαν την τεχνική και οικονομική εκτέλεση των επίδικων συμβάσεων, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί η ενάγουσα.

192    Κατά τρίτο λόγο, όσον αφορά το επιχείρημα της ενάγουσας ότι είναι υποκειμενικό το πόρισμα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου κατά το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ορισμένα μέλη του προσωπικού, πλην του υπεύθυνου προγραμμάτων, δήλωσαν υπερβολικές ώρες εργασίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Πράγματι, το πόρισμα αυτό στηρίζεται στη διαπίστωση περί ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων ως προς τις ώρες εργασίας του προσωπικού, πλην του υπεύθυνου προγραμμάτων, και περί της εκτάσεως των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν με βάση το δείγμα των ελεγχθέντων δελτίων παρουσίας.

193    Κατά τέταρτο λόγο, όσον αφορά το επιχείρημα της ενάγουσας ότι τα πορίσματα της Επιτροπής σχετικά με τα έξοδα ταξιδίου στηρίχθηκαν σε αποσπασματικά δεδομένα, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 156 ανωτέρω, οι ορκωτοί ελεγκτές, στην έκθεση οικονομικού ελέγχου, αναφέρονται σε ένα μόνο ταξίδι προκειμένου να περιγράψουν τις φερόμενες ως ψευδείς δηλώσεις σχετικά με τα έξοδα ταξιδίου. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, στην έκθεση οικονομικού ελέγχου, η αναφορά στο ταξίδι αυτό παρατίθεται ως απλό παράδειγμα προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η γενική διαπίστωση των ορκωτών ελεγκτών αναφορικά με το σύνολο των παραστατικών για τα έξοδα ταξιδίου που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων.

194    Κατά πέμπτο λόγο, όσον αφορά το επιχείρημα της ενάγουσας ότι οι ελεγκτές αβάσιμα έκριναν ως μη επιλέξιμες ορισμένες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς υπ’ αριθ. 3 του έργου Enable και κατά την περίοδο αναφοράς υπ’ αριθ. 4 του έργου Ask‑It, δηλαδή περιόδους τις οποίες δεν αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 3 της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, οι προαναφερθείσες περίοδοι αναφοράς δεν καλύπτονταν από τον οικονομικό έλεγχο.

195    Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η παράλειψη μνείας των ανωτέρω περιόδων αναφοράς στο σημείο 3 της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου οφείλεται σε παραδρομή και ότι και για τις περιόδους αυτές διενεργήθηκε έλεγχος, όπως προκύπτει από το παράρτημα 1 της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου. Όμως, μολονότι από το παράρτημα 1 της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου προκύπτει ότι διενεργήθηκε οικονομικός έλεγχος για την περίοδο αναφοράς υπ’ αριθ. 4 της συμβάσεως Ask‑It, εντούτοις από το ίδιο παράρτημα προκύπτει ότι η περίοδος αναφοράς υπ’ αριθ. 3 του έργου Enable κάλυπτε το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2009 και 31ης Αυγούστου 2010, δηλαδή ήταν μεταγενέστερη του επιτόπιου ελέγχου και της καταρτίσεως της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου που έφερε ημερομηνία 28 Ιουνίου 2010. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι ο οικονομικός έλεγχος αφορούσε ολόκληρη την περίοδο αναφοράς υπ’ αριθ. 3 του έργου Enable.

196    Εντούτοις, επισημαίνεται ότι οι ελεγκτές έκριναν μη επιλέξιμο το σύνολο των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν κατά τις δύο πρώτες περιόδους αναφοράς του έργου για τις οποίες διενεργήθηκε ο οικονομικός έλεγχος και ότι η διαπίστωση αυτή προκαλεί σοβαρή αμφιβολία όσον αφορά τον αληθή χαρακτήρα των δηλώσεων που υπέβαλε η ενάγουσα στο πλαίσιο των μεταγενέστερων περιόδων των δύο προαναφερθέντων έργων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σύμφωνα με την πρακτική που είθισται να εφαρμόζεται κατά τους οικονομικούς ελέγχους, η Επιτροπή, όσον αφορά την περίοδο αναφοράς υπ’ αριθ. 3 του έργου Enable, μπορούσε να στηριχθεί στις διαπιστώσεις των ορκωτών ελεγκτών σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους.

197    Κατά έκτο λόγο, όσον αφορά τα προβαλλόμενα σφάλματα υπολογισμού τα οποία περιλαμβάνει η έκθεση οικονομικού ελέγχου και τα οποία εμπόδισαν την ενάγουσα να ασκήσει τα δικαιώματα άμυνάς της, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ενάγουσα δεν αποδεικνύει την ύπαρξη τέτοιων σφαλμάτων.

198    Πρώτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, στην έκθεση οικονομικού ελέγχου, οι ελεγκτές κακώς παρατήρησαν ότι το ποσό των δαπανών που δήλωσε η ενάγουσα για τις περιόδους για τις οποίες διενεργήθηκε ο έλεγχος ανερχόταν σε 912 217,15 ευρώ, διότι στην πραγματικότητα ανερχόταν σε 890 595,25 ευρώ. Η διαφορά αυτή εξηγείται από τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή όσον αφορά το ύψος των δαπανών που δηλώθηκαν στο πλαίσιο των συμβάσεων Ask‑It και T‑Seniority.

199    Ειδικότερα, το ποσό των δαπανών που δήλωσε η ενάγουσα για την περίοδο αναφοράς υπ’ αριθ. 3 στο πλαίσιο του έργου Ask-It είναι 46 571,62 ευρώ και όχι 48 889,16 ευρώ, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή.

200    Ομοίως, το ποσό των δαπανών που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο του έργου T-Seniority είναι 47 491,50 ευρώ και όχι 66 795,86 ευρώ, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή.

201    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το παράρτημα 1 της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, το μνημονευόμενο από την ενάγουσα ποσό των 46 571,62 ευρώ αφορά το ποσό των δαπανών που έγινε αρχικώς δεκτό από την Επιτροπή αναφορικά με την περίοδο αναφοράς υπ’ αριθ. 3 του έργου Ask‑It και το ποσό των 48 889,16 ευρώ αφορά το σύνολο των δαπανών που δήλωσε η ενάγουσα αναφορικά με την ίδια περίοδο.

202    Επισημαίνεται επίσης ότι, όπως προκύπτει από τη σελίδα 7 της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, οι ελεγκτές, όσον αφορά τις δαπάνες που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο του έργου T-Seniority, διευκρίνισαν ότι κατά την ημερομηνία καταρτίσεως της εκθέσεως αυτής δεν είχαν ακόμη υποβληθεί οι οικονομικές εκθέσεις και ότι οι προαναφερθείσες δαπάνες δεν είχαν ακόμη γίνει επισήμως δεκτές από την Επιτροπή. Επίσης, διευκρινίζεται ότι στα αριθμητικά μεγέθη που παρατίθενται στον πίνακα σχετικά με το πρόγραμμα Ask-It, το μερίδιο της ενάγουσας έχει συμπεριληφθεί στα έξοδα υπεργολαβίας. Ως εκ τούτου, το ποσό των 66 795,86 ευρώ δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως οριστικό και, κατά συνέπεια, το συνολικό ύψος των δαπανών που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων δεν μπορούσε να υπολογιστεί επακριβώς επί τη βάσει των πινάκων που περιλαμβάνονται στο σημείο 3 της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου. Επομένως, η ενάγουσα δεν μπορεί να στηρίζεται στον αριθμό αυτό προκειμένου να συναγάγει σφάλμα των ελεγκτών.

203    Δεύτερον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι οι ελεγκτές υπέπεσαν επίσης σε σφάλμα, καθόσον υπολόγισαν το συνολικό ύψος των δαπανών που δήλωσε η ενάγουσα με βάση όλες τις περιόδους αναφοράς στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων. Το ύψος των δαπανών αυτών δεν είναι 966 632,42 ευρώ, αλλά 948 734,38 ευρώ. Ο τελευταίος αυτός αριθμός προκύπτει από το άθροισμα του ποσού των δαπανών που δηλώθηκαν για τις περιόδους για τις οποίες διενεργήθηκε έλεγχος, ήτοι 890 595,25 ευρώ, και του ποσού των δαπανών που δηλώθηκαν για την περίοδο αναφοράς υπ’ αριθ. 3 του έργου Enable και την περίοδο αναφοράς υπ’ αριθ. 4 του έργου Ask‑It για τις οποίες δεν διενεργήθηκε έλεγχος.

204    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα της ενάγουσας στηρίζεται στην εσφαλμένη προκείμενη ότι το ποσό των δαπανών που δηλώθηκαν για τις περιόδους για τις οποίες διενεργήθηκε έλεγχος είναι 890 595,25 ευρώ. Επομένως, η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι οι ελεγκτές υπέπεσαν συναφώς σε σφάλμα.

205    Κατά έβδομο και τελευταίο λόγο, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της ενάγουσας ότι ο αβάσιμος χαρακτήρας των πορισμάτων της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου και η κακή πίστη της Επιτροπής αποδεικνύονται από το γεγονός ότι αρχικώς η Επιτροπή αιτιολόγησε την απόφασή της να καταχωρίσει την ενάγουσα στην «κεντρική βάση δεδομένων για τους αποκλεισμούς» επικαλούμενη την ύπαρξη ψευδών δηλώσεων εκ μέρους της ενάγουσας και την αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεών της, ενώ, στις 23 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην ενάγουσα ότι της επέβαλλε οριστικό αποκλεισμό για χρονικό διάστημα πέντε ετών για τον λόγο ότι αυτή τελούσε υπό εκκαθάριση.

206    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 93, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), προβλέπει τα εξής:

«Από τη συμμετοχή σε διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων αποκλείονται οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες:

α)      οι οποίοι τελούν υπό καθεστώς πτώχευσης, εκκαθάρισης, αναγκαστικής διαχείρισης ή πτωχευτικού συμβιβασμού, παύσης της δραστηριότητας ή κατά των οποίων έχει κινηθεί σχετική διαδικασία ή σε κάθε ανάλογη περίπτωση που απορρέει από διαδικασία της αυτής φύσεως προβλεπόμενη από τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις·

β)      οι οποίοι έχουν καταδικασθεί με απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου για κάθε αδίκημα σχετικό με την επαγγελματική τους διαγωγή·

γ)      οι οποίοι έχουν υποπέσει σε σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα που έχει διαπιστωθεί με οποιοδήποτε μέσο έχουν στη διάθεσή τους οι αναθέτουσες αρχές·

δ)      οι οποίοι δεν έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ή τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την καταβολή των φόρων σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένοι ή εκείνες της χώρας της αναθέτουσας αρχής ή ακόμη τις διατάξεις της χώρας στην οποία πρέπει να εκτελεσθεί η σύμβαση·

ε)      κατά των οποίων έχει εκδοθεί απόφαση με ισχύ δεδικασμένου για απάτη, δωροδοκία, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων·

στ)      υπόκεινται σε διοικητική κύρωση κατά το άρθρο 96, παράγραφος 1.

[…]»

207    Το άρθρο 94 του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Δεν είναι δυνατόν να ανατεθεί σύμβαση σε υποψήφιο ή προσφέροντα ο οποίος, κατά τη διάρκεια της σχετικής διαδικασίας:

α)      περιέρχεται σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων,

β)      έχει υποβάλει ψευδείς δηλώσεις κατά την παροχή των πληροφοριακών στοιχείων τα οποία απαιτούνται από την αναθέτουσα αρχή ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή στη διαδικασία ανάθεσης ή αδυνατεί να παράσχει τα στοιχεία αυτά,

γ)      εμπίπτει σε μια από τις περιπτώσεις αποκλεισμού από τη διαδικασία ανάθεσης στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 93, παράγραφος 1.»

208    Το άρθρο 96 του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να επιβάλει διοικητικές ή οικονομικές κυρώσεις σε:

α)      υποψήφιους ή προσφέροντες οι οποίοι εμπίπτουν σε μια από τις περιπτώσεις αποκλεισμού που προβλέπονται στο άρθρο 94, στοιχείο β΄,

β)      αντισυμβαλλομένους οι οποίοι έχει διαπιστωθεί ότι παραβιάζουν σοβαρά τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο σύμβασης καλυπτόμενης από τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις η αναθέτουσα αρχή πρέπει κατ’ αρχάς να δίδει στο εμπλεκόμενο πρόσωπο τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.

2. Οι κυρώσεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 είναι ανάλογες προς το ύψος της σύμβασης και τη σοβαρότητα του παραπτώματος, είναι δε δυνατόν να συνίστανται σε:

α)      αποκλεισμό του εμπλεκόμενου υποψηφίου, προσφέροντος ή αντισυμβαλλομένου από τη σύμβαση ή την επιδότηση που χρηματοδοτείται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, και τούτο για μέγιστη χρονική περίοδο δέκα ετών, και/ή

β)      καταβολή χρηματικών προστίμων από τον υποψήφιο ή προσφέροντα, χωρίς όμως το πρόστιμο να υπερβαίνει το ύψος της αντίστοιχης σύμβασης.»

209    Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 3, του δημοσιονομικού κανονισμού, «[ε]πιδοτήσεις δεν είναι δυνατόν να παρέχονται σε αιτούντες οι οποίοι, κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας καταβολής της επιδότησης, εμπίπτουν σε μια από τις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 93, παράγραφος 1, και 96, παράγραφος 2, στοιχείο α΄».

210    Επιπλέον, το άρθρο 95 του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει τη δημιουργία κεντρικής βάσεως δεδομένων για τους αποκλεισμούς. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, η εν λόγω βάση δεδομένων «περιέχει στοιχεία για τους υποψήφιους και προσφέροντες που εμπίπτουν σε κάποια από τις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 93, 94, 96, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και 96, παράγραφος 2, στοιχείο α΄».

211    Με το άρθρο 1 του κανονισμού 1302/2008 δημιουργήθηκε η κεντρική βάση δεδομένων για τους αποκλεισμούς σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 95, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού. Επιπλέον, το άρθρο 3 του κανονισμού 1302/2008 ορίζει ότι οι προειδοποιήσεις αποκλεισμού περιέχουν, μεταξύ άλλων, «πληροφορίες για την αναγνώριση τρίτων μερών, που εμπίπτουν σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 93, παράγραφος 1, στο άρθρο 94, στο άρθρο 96, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και στο άρθρο 96, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του δημοσιονομικού κανονισμού».

212    Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η καταχώριση αντισυμβαλλόμενου, όπως η ενάγουσα, στην κεντρική βάση δεδομένων για τους αποκλεισμούς που έχει δημιουργήσει ο κανονισμός 1302/2008, πραγματοποιείται οσάκις ένα θεσμικό όργανο ή μια αρμόδια για την εκτέλεση αρχή ή οργανισμός κατά την έννοια του άρθρου 2, σημεία 1 και 2, του κανονισμού 1302/2008 έχει λάβει έναντι του αντισυμβαλλομένου αυτού απόφαση αποκλεισμού ή του έχει επιβάλει διοικητική κύρωση, κατά το άρθρο 93, παράγραφος 1, το άρθρο 94 ή το άρθρο 96, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του δημοσιονομικού κανονισμού.

213    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το από 27 Ιουλίου 2010 έγγραφο της Επιτροπής προς την ενάγουσα, η πρώτη ενημέρωνε τη δεύτερη ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα του προσωρινού οικονομικού ελέγχου, είχε την πρόθεση, αφενός, να αποκλείσει την ενάγουσα από ευρισκόμενη σε εξέλιξη διαδικασία για την παροχή επιχορηγήσεως στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013), λόγω σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 93, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και στο άρθρο 114, παράγραφος 3, του δημοσιονομικού κανονισμού, και, αφετέρου, να της επιβάλει διοικητική κύρωση με τη μορφή αποκλεισμού από δημόσιες συμβάσεις και από επιχορηγήσεις χρηματοδοτούμενες από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, για μέγιστο χρονικό διάστημα πέντε ετών, λόγω σοβαρής παραβιάσεως των συμβατικών υποχρεώσεών της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 96, παράγραφοι 1 και 2, του ίδιου κανονισμού. Η Επιτροπή, με το προαναφερθέν έγγραφο, διευκρίνιζε ότι κινούσε κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία προκειμένου να παράσχει στην ενάγουσα τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή της επί των πραγματικών περιστατικών κατόπιν των οποίων προτάθηκε ο ως άνω αποκλεισμός και καθορίστηκε η διάρκειά του. Επίσης, η Επιτροπή διευκρίνιζε ότι, προκειμένου να προστατευθούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η ενάγουσα επρόκειτο να καταχωριστεί προσωρινώς στην κεντρική βάση δεδομένων για τους αποκλεισμούς και ότι η καταχώριση αυτή επρόκειτο να καταστεί οριστική σε περίπτωση επιβεβαιώσεως της αποφάσεως αποκλεισμού μετά το πέρας της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας.

214    Επομένως, διαπιστώνεται ότι στις 27 Ιουλίου 2010 η προσωρινή καταχώριση της ενάγουσας στην κεντρική βάση δεδομένων για τους αποκλεισμούς στηριζόταν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 του κανονισμού 1302/2008, στην αιτιολογία ότι, κατά την άποψη της Επιτροπής, η ενάγουσα ενέπιπτε στις περιπτώσεις του άρθρου 93, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 96, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του δημοσιονομικού κανονισμού.

215    Εξάλλου, η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Προϋπολογισμός» της Επιτροπής, με έγγραφο της 23ης Μαρτίου 2011, ενημέρωσε την ενάγουσα ότι η ΓΔ «Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Επικοινωνίας» της Επιτροπής ζήτησε την καταχώριση της ενάγουσας στην κεντρική βάση δεδομένων για τους αποκλεισμούς για τον λόγο που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του δημοσιονομικού κανονισμού, κατ’ εφαρμογή της από 8 Μαρτίου 2011 αποφάσεώς της να αποκλείσει επ’ αόριστο την ενάγουσα από τις επιχορηγήσεις της Ένωσης.

216    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του συμφωνητικού της 28ης Δεκεμβρίου 2010 το οποίο δημοσιεύθηκε στα Βιβλία Εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 17 Ιανουαρίου 2011, η ενάγουσα λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση.

217    Από τα ανωτέρω έπεται ότι, από τις 17 Ιανουαρίου 2011, η Επιτροπή μπορούσε βασίμως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 του κανονισμού 1302/2008, να ζητήσει την καταχώριση της ενάγουσας στην κεντρική βάση δεδομένων για τους αποκλεισμούς, με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα ενέπιπτε στην περίπτωση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 93, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του δημοσιονομικού κανονισμού.

218    Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η αιτιολογία της προσωρινής καταχωρίσεως της ενάγουσας στην κεντρική βάση δεδομένων για τους αποκλεισμούς στηρίχθηκε αρχικώς στους λόγους αποκλεισμού που προβλέπονται με το άρθρο 93, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και με το άρθρο 96, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του δημοσιονομικού κανονισμού, ενώ η αιτιολογία της οριστικής καταχωρίσεώς της στην εν λόγω βάση στηρίχθηκε στον λόγο αποκλεισμού που προβλέπεται με το άρθρο 93, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού, οφείλεται σε μεταβολή των συνθηκών η οποία δικαιολογούσε αντικειμενικώς την καταχώριση της ενάγουσας στην κεντρική βάση δεδομένων για τους αποκλεισμούς και την οποία προκάλεσε η ίδια η συμπεριφορά της ενάγουσας.

γ)       Επί της αποστολής της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου στην αγγλική γλώσσα

219    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 41, παράγραφος 4, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθόσον απέρριψε το αίτημα της ενάγουσας να της αποστείλει την έκθεση οικονομικού ελέγχου καθώς και τη λοιπή αλληλογραφία στην ελληνική γλώσσα. Η ενέργεια αυτή συνιστά, κατά την ενάγουσα, προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της, η οποία συνεπάγεται πλημμέλεια της διαδικασίας ελέγχου και, ως εκ τούτου, παραβίαση των επίδικων συμβάσεων.

220    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 4, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, «[κ]άθε πρόσωπο μπορεί να απευθύνεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης σε μία από τις γλώσσες των Συνθηκών και πρέπει να λαμβάνει απάντηση στην ίδια γλώσσα». Το δικαίωμα αυτό, το οποίο αποτελεί συστατικό στοιχείο του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, δεσμεύει την Επιτροπή στις σχέσεις της με τους πολίτες της Ένωσης στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που της παρέχει το δίκαιο της Ένωσης.

221    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, με μια πρώτη επιστολή της 19ης Ιουλίου 2010, που ήταν συνταγμένη στην ελληνική γλώσσα, η ενάγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να της αποστείλει στην ελληνική γλώσσα την προσωρινή έκθεση ελέγχου που της είχε απευθύνει η Επιτροπή την 28η Ιουνίου 2010 στην αγγλική γλώσσα.

222    Με δεύτερη επιστολή της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, που ήταν επίσης συνταγμένη στην ελληνική γλώσσα, η ενάγουσα διατύπωσε, μεταξύ άλλων, τις παρατηρήσεις της επί της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου και ζήτησε οι τυχόν σχετικές συμπληρωματικές παρατηρήσεις της Επιτροπής να της αποσταλούν στην ελληνική γλώσσα.

223    Με επιστολή της 22ας Δεκεμβρίου 2010, που ήταν συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα, η Επιτροπή απηύθυνε στην ενάγουσα την οριστική έκθεση οικονομικού ελέγχου που περιείχε, επίσης στην αγγλική γλώσσα, τις απαντήσεις της Επιτροπής στις παρατηρήσεις της ενάγουσας.

224    Με τρίτη επιστολή της 10ης Ιανουαρίου 2011, που επίσης ήταν συνταγμένη στην ελληνική γλώσσα, η ενάγουσα επισήμανε στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε γνώση της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου διότι αυτή ήταν συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα και ζήτησε εκ νέου να της αποσταλεί η εν λόγω έκθεση οικονομικού ελέγχου στην ελληνική γλώσσα υποστηρίζοντας ότι η άρνηση της Επιτροπής να ικανοποιήσει το αίτημά της συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας.

225    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν ένα νομικό πρόσωπο, όπως είναι η ενάγουσα, μπορεί να επικαλείται έναντι της Επιτροπής, στο πλαίσιο συμβατικής σχέσεως, το δικαίωμα που κατοχυρώνεται με το άρθρο 41, παράγραφος 4, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, διαπιστώνει ότι η αιτίαση της ενάγουσας αφορά στην πραγματικότητα όχι την άρνηση της Επιτροπής να απαντήσει στις επιστολές της ενάγουσας χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα, αλλά την άρνηση της Επιτροπής να της αποστείλει στη γλώσσα αυτή την έκθεση οικονομικού ελέγχου και τις σχετικές με την έκθεση αυτή παρατηρήσεις.

226    Πάντως, υπενθυμίζεται ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου είναι έγγραφο το οποίο συντάσσει η Επιτροπή κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των επίδικων συμβάσεων. Επομένως, το ζήτημα της γλώσσας στην οποία πρέπει, εν προκειμένω, να αποσταλεί το έγγραφο αυτό στην ενάγουσα είναι συνάρτηση του εφαρμοστέου στις εν λόγω συμβάσεις δικαίου.

227    Ειδικότερα, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 73 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται ένδικης διαφοράς δυνάμει ρήτρας διαιτησίας κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, πρέπει να την επιλύει βάσει του εθνικού ουσιαστικού δικαίου που έχει εφαρμογή επί της συμβάσεως, δηλαδή, εν προκειμένω, του βελγικού δικαίου, το οποίο διέπει τις επίδικες συμβάσεις κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 των συμβάσεων FP6, του άρθρου 5, παράγραφος 1, των συμβάσεων eTEN και του άρθρου 10, τρίτο εδάφιο, της συμβάσεως CIP.

228    Εν προκειμένω, οι διάδικοι ερίζουν ως προς την άρνηση της Επιτροπής να ικανοποιήσει το αίτημα της ενάγουσας περί αποστολής της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου και της μεταγενέστερης αλληλογραφίας στην ελληνική γλώσσα. Κατά την ενάγουσα, η άρνηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί πλημμελής η διαδικασία οικονομικού ελέγχου, δεδομένου ότι η άρνηση αυτή συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της ενάγουσας στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

229    Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν η Επιτροπή είχε υποχρέωση εκ της συμβάσεως να αποστείλει στην ενάγουσα την έκθεση οικονομικού ελέγχου στην ελληνική γλώσσα.

230    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι επίδικες συμβάσεις δεν περιέχουν καμία ρήτρα σχετικά με τη γλώσσα στην οποία πρέπει να εκτελεστούν.

231    Γεγονός πάντως είναι ότι, δυνάμει των άρθρων 1134 και 1135 του βελγικού αστικού κώδικα, οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη.

232    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τα παραρτήματα της αγωγής, η ενάγουσα χρησιμοποίησε την αγγλική γλώσσα πριν τη διενέργεια του οικονομικού ελέγχου όχι μόνο για τη σύνταξη των σχετικών με τις επίδικες συμβάσεις οικονομικών εκθέσεων που υπέβαλε στην Επιτροπή, αλλά και κατά την αλληλογραφία της με την Επιτροπή. Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πριν τη διαδικασία του οικονομικού ελέγχου, η ενάγουσα ουδέποτε ζήτησε από την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει την ελληνική γλώσσα στο πλαίσιο της εκτελέσεως των επίδικων συμβάσεων.

233    Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, η Επιτροπή δεν είχε, εν προκειμένω, την υποχρέωση να αποστείλει στην ενάγουσα, κατ’ εφαρμογή των επίδικων συμβάσεων, την έκθεση οικονομικού ελέγχου στην ελληνική γλώσσα.

234    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να της αποστείλει την έκθεση οικονομικού ελέγχου στην ελληνική γλώσσα.

235    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, το τρίτο αίτημα της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Δ — Επί του πέμπτου και του έκτου αιτήματος της ενάγουσας

 1. Επί του παραδεκτού του πέμπτου και του έκτου αιτήματος της ενάγουσας

236    Η Επιτροπή, χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου κατά την έννοια του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αμφισβητεί το παραδεκτό των αιτημάτων της ενάγουσας περί καταβολής οφειλόμενων ποσών δυνάμει των συμβάσεων Ask-It και EU4ALL, καθόσον τα αιτήματα αυτά διατυπώθηκαν στο πλαίσιο «αναγνωριστικής αγωγής» και όχι καθαυτό «καταψηφιστικής αγωγής». Εξάλλου, η Επιτροπή, στην περίπτωση κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο κρίνει εαυτό αρμόδιο να αποφανθεί επί των αιτημάτων αυτών, αμφισβητεί το παραδεκτό του αιτήματος καταβολής αποζημιώσεως δυνάμει των προαναφερθεισών συμβάσεων στο πλαίσιο «αναγνωριστικής αγωγής».

237    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, παρά τη φράση «να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή οφείλει να καταβάλει» που χρησιμοποιείται στη διατύπωση του πέμπτου και του έκτου αιτήματος της ενάγουσας, είναι σαφές ότι με τα αιτήματα αυτά ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 52 584,05 ευρώ δυνάμει της συμβάσεως EU4ALL και το ποσό των 20 678,61 ευρώ δυνάμει της συμβάσεως Ask‑It. Επομένως, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν πρόκειται για «αναγνωριστική αγωγή», αλλά για καταψηφιστική αγωγή, η οποία αυτή καθαυτή είναι παραδεκτή.

 2. Επί του βασίμου του πέμπτου και του έκτου αιτήματος της ενάγουσας

238    Η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβίασε τις συμβάσεις EU4ALL και Ask‑It, καθόσον δεν κατέβαλε το σύνολο των πληρωμών για τις δαπάνες που πραγματοποίησε η ενάγουσα κατά τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη περίοδο αναφοράς της συμβάσεως EU4ALL και κατά την τελευταία περίοδο αναφοράς της συμβάσεως Ask‑It.

239    Κατά συνέπεια, η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει τη διαφορά μεταξύ των ποσών που έχουν ήδη καταβληθεί στο πλαίσιο των ανωτέρω συμβάσεων και του ποσού των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν κατά τις επίμαχες περιόδους αναφοράς, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας.

240    Συναφώς, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι το αίτημα αυτό στηρίζεται στην προκείμενη ότι οι δαπάνες που υπέβαλε η ενάγουσα είναι επιλέξιμες προς απόδοση.

241    Όπως όμως κρίθηκε στη σκέψη 164 ανωτέρω, οι δαπάνες που υπέβαλε η ενάγουσα προς την Επιτροπή στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων δεν ήταν επιλέξιμες.

242    Κατά τα λοιπά, διαπιστώνεται επίσης ότι η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι η αναστολή πληρωμών εκ μέρους της Επιτροπής αποτελεί παραβίαση των συμβάσεων EU4ALL και Ask‑It.

243    Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η Επιτροπή παραβίασε τη σύμβαση EU4ALL καθόσον ανέστειλε την τελευταία πληρωμή που οφειλόταν στην ενάγουσα δυνάμει της συμβάσεως αυτής, επισημαίνεται ότι το άρθρο II.28, παράγραφος 8, των γενικών όρων FP6 ορίζει τα ακόλουθα:

«[…]

Η Επιτροπή δύναται ανά πάσα στιγμή να αναστείλει τις πληρωμές σε περίπτωση μη τήρησης από τους αντισυμβαλλομένους οιασδήποτε συμβατικής διάταξης, και ιδίως των διατάξεων του άρθρου ΙΙ.29 περί οικονομικών και άλλων ελέγχων. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει απευθείας τους αντισυμβαλλομένους μέσω συστημένης επιστολής έναντι απόδειξης παραλαβής.

Η Επιτροπή δύναται ανά πάσα στιγμή να αναστείλει τις πληρωμές αν υπάρχουν υπόνοιες ότι ένας ή περισσότεροι αντισυμβαλλόμενοι έχουν διαπράξει παρατυπία κατά την εκτέλεση της σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, αναστέλλονται μόνον οι πληρωμές που προορίζονται για τους αντισυμβαλλομένους για τους οποίους υφίσταται υπόνοια παρατυπίας. Η Επιτροπή ενημερώνει απευθείας τους ενδιαφερόμενους αντισυμβαλλομένους σχετικά με τους λόγους αναστολής των πληρωμών, μέσω συστημένης επιστολής έναντι απόδειξης παραλαβής.»

244    Πάντως, διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ότι η Επιτροπή της κοινοποίησε την αναστολή των πληρωμών στο πλαίσιο της συμβάσεως EU4ALL με το από 25 Αυγούστου 2010 έγγραφο, αλλά αρκείται στο επιχείρημα ότι η υπόνοια παρατυπίας δεν ήταν αρκούντως βάσιμη, στον βαθμό που η ενάγουσα δεν είχε ακόμη υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου εκθέσεως οικονομικού ελέγχου. Εντούτοις, όπως προκύπτει ευθέως από την όλη οικονομία του άρθρου II.28, παράγραφος 8, των γενικών όρων FP6, η Επιτροπή δεν είναι απαραίτητο να διαθέτει τα οριστικά πορίσματα του οικονομικού ελέγχου και, επομένως, να έχει ελέγξει αν οι υπόνοιές της ήταν βάσιμες, προκειμένου να αναστείλει την πληρωμή. Πράγματι, η Επιτροπή αρκεί να έχει υπόνοιες για τη διάπραξη παρατυπιών και να κοινοποιήσει στον αντισυμβαλλόμενο τους λόγους αναστολής, πράγμα το οποίο έπραξε εν προκειμένω η Επιτροπή χωρίς αυτό να αμφισβητείται από την ενάγουσα. Η ως άνω δυνατότητα αναστολής των πληρωμών κατά το άρθρο II.28, παράγραφος 8, δεύτερο εδάφιο, των γενικών όρων FP6 δεν θίγει τη δυνατότητα της Επιτροπής να αναστείλει τις πληρωμές κατόπιν του οικονομικού ελέγχου και των ελέγχων που προβλέπονται με το άρθρο II.29 των γενικών όρων FP6.

245    Ως εκ τούτου, η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή, καθόσον με το από 25 Αυγούστου 2010 έγγραφό της κοινοποίησε την αναστολή των πληρωμών στο πλαίσιο της συμβάσεως EU4ALL, αθέτησε τις συμβατικές υποχρεώσεις της.

246    Εξάλλου, όσον αφορά το ζήτημα αν η ενάγουσα μπορούσε να αναστείλει μονομερώς την εκτέλεση της συμβάσεως λόγω της αναστολής των πληρωμών εκ μέρους της Επιτροπής, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο II.5 των γενικών όρων FP6, την αναστολή εκτελέσεως της συμβάσεως μπορεί να προτείνει μόνον η κοινοπραξία και όχι ο μεμονωμένος αντισυμβαλλόμενος, η δε αναστολή αυτή πρέπει να γίνει αποδεκτή από την Επιτροπή. Επομένως, η ενάγουσα, αναστέλλοντας μονομερώς, με το από 4 Αυγούστου 2010 έγγραφο, την από μέρους της εκτέλεση της συμβάσεως EU4ALL, παρέβη το άρθρο II.5 των γενικών όρων FP6.

247    Επιπλέον, το αίτημα μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας με το οποίο η ενάγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την προσκόμιση του από 27 Αυγούστου 2010 εγγράφου της Επιτροπής προς τον συντονιστή του έργου έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, καθόσον η Επιτροπή επισύναψε το εν λόγω έγγραφο στο υπόμνημα αντικρούσεως ως παράρτημα A88.

248    Όσον αφορά, κατά δεύτερο λόγο, την αναστολή των πληρωμών εκ μέρους της Επιτροπής στο πλαίσιο της συμβάσεως Ask‑It, επισημαίνεται ότι το άρθρο II.28, παράγραφος 1, των γενικών όρων FP6 ορίζει ότι, «[υ]πό την επιφύλαξη του άρθρου ΙΙ.29, η Επιτροπή εγκρίνει το ποσό της τελικής πληρωμής που πρόκειται να καταβληθεί στον αντισυμβαλλόμενο βάσει των προβλεπόμενων στο άρθρο ΙΙ.7 εγγράφων που η ίδια έχει εγκρίνει».

249    Το άρθρο II.7 των γενικών όρων FP6 σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 7 της συμβάσεως Ask‑It προβλέπει ότι όλες οι απαιτούμενες εκθέσεις και όλα τα απαιτούμενα έγγραφα έπρεπε να υποβληθούν στην Επιτροπή εντός 45 ημερών από το τέλος της τελευταίας περιόδου αναφοράς, ήτοι το αργότερο στις 14 Φεβρουαρίου 2009.

250    Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καθόσον δεν έλαβε από τον συντονιστή του έργου όλα τα έγγραφα που προβλέπονται στο άρθρο II.7 των γενικών όρων FP6, δεν μπόρεσε να τα αξιολογήσει ούτε να τα εγκρίνει και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να προχωρήσει στις πληρωμές.

251    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι στις 15 Νοεμβρίου 2010 διαβίβασε στον συντονιστή όλα τα έγγραφα που του είχε ζητήσει η Επιτροπή και που αφορούσαν την ενάγουσα. Ο συντονιστής την ενημέρωσε ότι θα διαβίβαζε τα επίμαχα έγγραφα στην Επιτροπή την επομένη της 30ής Νοεμβρίου 2010. Κατά την ενάγουσα, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι δεν έλαβε τα επίμαχα έγγραφα.

252    Πάντως, η ενάγουσα, στον βαθμό που υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ανέβαλε, ως μη όφειλε, την καταβολή των ποσών που προορίζονταν για αυτή, μολονότι το σύνολο των απαιτούμενων κατά το άρθρο II.7 των γενικών όρων FP6 εγγράφων είχαν παραληφθεί από την Επιτροπή, φέρει συναφώς το βάρος αποδείξεως.

253    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι τα επίμαχα έγγραφα διαβιβάστηκαν τελικώς στην Επιτροπή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο II.7 των γενικών όρων FP6.

254    Η ενάγουσα, με το υπόμνημα απαντήσεως, υποστηρίζει επίσης ότι έκτοτε η Επιτροπή κατέβαλε τελικώς την επιχορήγηση, την οποία προέβλεπε η σύμβαση Ask‑It για την τελευταία περίοδο αναφοράς, σε όλα τα μέλη της κοινοπραξίας πλην της ιδίας, λόγω της απορρίψεως των δαπανών της κατόπιν του οικονομικού ελέγχου, και ότι δεν έλαβε συναφώς καμία κοινοποίηση από την Επιτροπή σχετικά με την αναστολή των πληρωμών.

255    Εντούτοις, η ενάγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να στηρίζει τον ισχυρισμό αυτό.

256    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή, κατά το μέρος που ανέστειλε την καταβολή των πληρωμών που προορίζονταν για την ενάγουσα στο πλαίσιο των συμβάσεων EU4LL και Ask‑It, αθέτησε τις συμβατικές υποχρεώσεις της.

257    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα το πέμπτο και το έκτο αίτημα της ενάγουσας και, ως εκ τούτου, το σύνολο της αγωγής.

 E — Επί της ανταγωγής της Επιτροπής

 1. Επί της εκτάσεως των αιτημάτων της Επιτροπής

258    Η Επιτροπή, με την ανταγωγή της ζητεί να υποχρεωθεί η ενάγουσα να της καταβάλει τα ποσά που αναγράφονται στα χρεωστικά σημειώματα, συνολικού ύψους 999 213,45 ευρώ, συν τόκους υπερημερίας «με το επιτόκιο της [ΕΚΤ]» προσαυξημένο κατά 3,5 μονάδες, με αφετηρία τη 15η Ιουνίου 2011, καθώς και το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως των 70 471,47 ευρώ, εντόκως βάσει του προαναφερθέντος επιτοκίου με αφετηρία την 5 Αυγούστου 2011.

259    Η Επιτροπή στηρίζει το αίτημά της περί επιστροφής στο άρθρο II.31 των γενικών όρων FP6, στο άρθρο II.19 των γενικών όρων eTEN και στο άρθρο II.30 των γενικών όρων CIP. Κατ’ αυτήν, οι παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση οικονομικού ελέγχου δικαιολογούν την επιστροφή του συνόλου των ποσών που κατέβαλε στην ενάγουσα.

260    Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι, κατ’ εφαρμογή της ποινικής ρήτρας του άρθρου II.30, παράγραφος 6, των γενικών όρων FP6, δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ίση προς το 10 % της ζητηθείσας χρηματοδοτικής συνεισφοράς.

261    Εξάλλου, δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου II.28, παράγραφος 7, και του άρθρου II.31 των γενικών όρων FP6, του άρθρου II.3, παράγραφος 6, και του άρθρου II.19, των γενικών όρων eTEN καθώς και του άρθρου II.5, παράγραφος 5, και του άρθρου II.30, παράγραφος 2, των γενικών όρων CIP, η Επιτροπή ζητεί τα ως άνω ποσά να προσαυξηθούν με επιτόκιο οριζόμενο σε 3,5 μονάδες βάσεως πάνω από το επιτόκιο αναχρηματοδοτήσεως που εφαρμόζει η ΕΚΤ την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μηνός κατά τον οποίο οφείλονταν τα επίμαχα ποσά.

 2. Επί του παραδεκτού των αιτημάτων της Επιτροπής

262    Πρώτον, η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν κατέθεσε την ανταγωγή της με δικόγραφο χωριστό από το υπόμνημα αντικρούσεως, η ενάγουσα μπορεί να απαντήσει στην ανταγωγή αυτή μόνο με το υπόμνημα απαντήσεως, ενώ η Επιτροπή θα μπορεί να προβάλει και άλλα επιχειρήματα με το υπόμνημα ανταπαντήσεώς της. Το γεγονός αυτό συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων η οποία απορρέει από το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όπως έχει κατοχυρωθεί με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Δεύτερον, η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, η οποία, κατά περίπτωση, οφείλεται δυνάμει του άρθρου II.30 των γενικών όρων FP6, δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, δεδομένου ότι υπολογίστηκε βάσει των καταβεβλημένων από την Επιτροπή ποσών που αφορούσαν τις δαπάνες οι οποίες κρίθηκαν τελικώς μη επιλέξιμες, ενώ η κρινόμενη αγωγή έχει ακριβώς ως αντικείμενο την επιλεξιμότητα των δαπανών αυτών. Τρίτον, κατά την ημερομηνία του διατυπωθέντος με την ανταγωγή αιτήματος καταβολής της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως, η Επιτροπή δεν είχε εκδώσει ένταλμα εισπράξεως ή χρεωστικό σημείωμα αναφορικά με τη σχετική οφειλή, σε αντίθεση με όσα ορίζει το άρθρο 71, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού σε σχέση με κάθε οφειλή που έχει καταστεί βέβαιη, εκκαθαρισμένη και απαιτητή. Κατά συνέπεια, η ανταγωγή είναι απαράδεκτη.

263    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εν προκειμένω διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της ισότητας των όπλων, δεδομένου ότι κάθε διάδικος είχε τη δυνατότητα να καταθέσει δύο δικόγραφα. Η δυνατότητα του εναγομένου να ασκήσει ανταγωγή με το υπόμνημα αντικρούσεως υφίσταται στο δικονομικό δίκαιο πολλών κρατών και δικαιολογείται βάσει της αρχής της οικονομίας της δίκης. Εξάλλου, η δυνατότητα αυτή έχει επιβεβαιωθεί τόσο από την πάγια νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου όσο και από τη λογική που διέπει το άρθρο 116, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας αυτού. Κατά το άρθρο II.30 των γενικών όρων FP6, η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση συνιστά παρεπόμενη απαίτηση σε σχέση με την κύρια οφειλή, ήτοι την αχρεωστήτως καταβληθείσα χρηματοδοτική συνεισφορά. Επομένως, νομίμως ενώνεται στο κύριο αίτημα περί επιστροφής της αχρεωστήτως καταβληθείσας χρηματοδοτικής συνεισφοράς το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως. Δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ της Κοινότητας και της ενάγουσας είναι συμβατικής φύσεως, το άρθρο 71, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Επομένως, το ζήτημα αν η ενάγουσα μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει την επίμαχη αποζημίωση διέπεται αποκλειστικώς από τα άρθρα II.29.1, II.30 και II.31 των γενικών όρων FP6. Το ύψος της αποζημιώσεως γνωστοποιήθηκε στην ενάγουσα στις 29 Απριλίου 2011 και τα έξι χρεωστικά σημειώματα αναφορικά με τις επίμαχες συμβάσεις FP6 εκδόθηκαν και διαβιβάστηκαν στην ενάγουσα στις 20 Ιουνίου 2011. Δεδομένου ότι, κατόπιν αιτήματος της ενάγουσας, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου παρέτεινε την προθεσμία για την απάντηση στην ανταγωγή έως τις 19 Αυγούστου 2011, η ενάγουσα είχε στη διάθεσή της εύλογο χρονικό διάστημα προκειμένου να αμυνθεί αποτελεσματικώς κατά του αιτήματος της Επιτροπής.

264    Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, μολονότι στο πλαίσιο αγωγής που έχει ασκηθεί δυνάμει ρήτρας διαιτησίας, οφείλει να επιλύει την ένδικη διαφορά εφαρμόζοντας, εφόσον αυτό επιβάλλεται, το εθνικό δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, το ζήτημα της αρμοδιότητάς του προς εκδίκαση της ανταγωγής και του παραδεκτού της ανταγωγής εκτιμάται μόνο με γνώμονα το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το άρθρο 272 ΣΛΕΕ και τον Κανονισμό Διαδικασίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Zoubek, σκέψη 73 ανωτέρω, σκέψη 10).

265    Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, να εκδικάζει αγωγή που έχει ασκηθεί βάσει ρήτρας διαιτησίας συνεπάγεται κατά λογική αναγκαιότητα την αρμοδιότητά του να εκδικάζει την ανταγωγή η οποία ασκείται στο πλαίσιο της αγωγής αυτής και απορρέει από τον ίδιο συμβατικό δεσμό ή τα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η κύρια αγωγή ή σχετίζεται ευθέως με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τον εν λόγω συμβατικό δεσμό ή τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Zoubek, σκέψη 73 ανωτέρω, σκέψη 11· της 10ης Απριλίου 2003, C‑167/99, Κοινοβούλιο κατά SERS και Ville de Strasbourg, Συλλογή 2003, σ. I‑3269, σκέψεις 95 έως 104· διάταξη του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 2003, C‑280/03, Επιτροπή κατά Lior κ.λπ., που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 8 και 9, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2005, T‑29/02, GEF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑835, σκέψη 73).

266    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι με την ανταγωγή ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την ενάγουσα, αφενός, να καταβάλει τα ποσά που αναγράφονται στα χρεωστικά σημειώματα, εντόκως από 15ης Ιουνίου 2011, λόγω παραβιάσεως των επίδικων συμβάσεων και, αφετέρου, να καταβάλει το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως που προβλέπεται με το άρθρο II.30 των γενικών όρων FP6, επίσης εντόκως από την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας που έχει ταχθεί με το αντίστοιχο χρεωστικό σημείωμα, βάσει του προμνησθέντος επιτοκίου.

267    Πάντως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι τα ανωτέρω αιτήματα απορρέουν από τον συμβατικό δεσμό στον οποίο στηρίζεται το κύριο αίτημα που διατύπωσε η ενάγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δηλαδή το αίτημα, μεταξύ άλλων, να αναγνωριστεί ότι οι δαπάνες τις οποίες υπέβαλε η ενάγουσα προς την Επιτροπή στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων είναι επιλέξιμες και ότι δεν υποχρεούται να επιστρέψει τα ποσά που της κατέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό. Από τα ανωτέρω έπεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των αιτημάτων αυτών.

268    Επομένως, πρέπει να γίνει εκτίμηση των λόγων απαραδέκτου που έχει προβάλει η ενάγουσα κατά της ανταγωγής της Επιτροπής.

α)       Επί του παραδεκτού των αιτημάτων της ανταγωγής κατά το μέρος που αυτά ενσωματώθηκαν στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής

269    Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη μνημονευθείσα στη σκέψη 264 ανωτέρω νομολογία, το παραδεκτό ανταγωγής με την οποία ο αρχικώς εναγόμενος επιδιώκει όφελος πέραν της απλής απορρίψεως των ισχυρισμών του αντιδίκου του, πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας.

270    Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν περιλαμβάνει κάποια ιδιαίτερη απαίτηση όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να κατατίθεται ανταγωγή κατόπιν της ασκήσεως αγωγής βάσει ρήτρας διαιτησίας. Επομένως, τίποτε καταρχήν δεν εμποδίζει τον εναγόμενο, στο πλαίσιο διαφοράς εκ συμβάσεως, να ασκήσει ανταγωγή με το υπόμνημα αντικρούσεως. Συνεπώς, η ως άνω περίσταση δεν μπορεί, αυτή καθαυτήν, να έχει εν προκειμένω ως συνέπεια το απαράδεκτο της ανταγωγής.

271    Επιπλέον, όσον αφορά την αρχή της ισότητας των όπλων, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της αρχής αυτής είναι η διασφάλιση της ισορροπίας μεταξύ των διαδίκων. Η εν λόγω αρχή είναι απόρροια της έννοιας της δίκαιης δίκης (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑8533, σκέψη 88) και συνεπάγεται ότι πρέπει να παρέχεται σε καθέναν από τους διαδίκους εύλογη δυνατότητα να εκθέτει την άποψή του, περιλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Νοεμβρίου 2012, C‑199/11, Otis κ.λπ., σκέψη 71).

272    Εν προκειμένω, η ενάγουσα, με το υπόμνημα απαντήσεως, υποστηρίζει ότι δεν θα έχει την ευκαιρία να απαντήσει στα επιχειρήματα που θα έχει προβάλει η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως όσον αφορά τα αιτήματα της ανταγωγής. Ειδικότερα, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, ενώ η Επιτροπή θα μπορεί να έχει διατυπώσει εγγράφως την άποψή της δύο φορές επί των εν λόγω αιτημάτων, η ενάγουσα θα μπορεί να διατυπώσει εγγράφως την άποψή της επί των αιτημάτων αυτών μία μόνο φορά.

273    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένης υπόψη της ισχύουσας οργανώσεως της έγγραφης διαδικασίας κατά τον Κανονισμό Διαδικασίας, η παροχή στον αρχικώς εναγόμενο της δυνατότητας να ασκήσει ανταγωγή συνεπάγεται κατά λογική αναγκαιότητα ότι ο αρχικώς ενάγων θα μπορεί να διατυπώσει εγγράφως την άποψή του επί της ανταγωγής αυτής μία μόνο φορά με το υπόμνημα απαντήσεως.

274    Εξάλλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Διαδικασίας, η έγγραφη διαδικασία συμπληρώνεται από την προφορική διαδικασία η οποία παρέχει στους διαδίκους όλες τις δυνατότητες άμυνας. Επομένως, εν προκειμένω, τίποτε δεν εμποδίζει την αρχικώς ενάγουσα να απαντήσει, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στα επιχειρήματα που έχει προβάλει η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως αναφορικά με τα αιτήματα της ανταγωγής, δεδομένου ότι αυτό που ασφαλώς έχει σημασία δεν είναι τόσο το να μπορεί κάθε διάδικος να διατυπώνει εγγράφως την άποψή του για καθένα από τα διατυπωθέντα αιτήματα όσες ακριβώς φορές την έχει διατυπώσει και ο άλλος διάδικος, όσο το να διασφαλίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ακούσει την άποψη καθενός από τους διαδίκους αναφορικά με τα αιτήματα αυτά.

β)       Επί του παραδεκτού του αιτήματος περί καταβολής της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως

275    Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι τα επιχειρήματα της ενάγουσας δεν αφορούν το παραδεκτό του περιλαμβανόμενου στην ανταγωγή αιτήματος περί καταβολής της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως, αλλά το βάσιμο του αιτήματος αυτού.

276    Ειδικότερα, αφενός, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι το περιλαμβανόμενο στην ανταγωγή αίτημα να υποχρεωθεί αυτή στην καταβολή της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως είναι απαράδεκτο για τον λόγο ότι η αποζημίωση αυτή υπολογίστηκε βάσει των δαπανών που κρίθηκαν τελικώς μη επιλέξιμες, ενώ η κρινόμενη αγωγή έχει ακριβώς ως αντικείμενο την επιλεξιμότητα των δαπανών αυτών.

277    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα αμφισβητεί τον βέβαιο χαρακτήρα της οφειλής η οποία αντιστοιχεί στην κατ’ αποκοπήν αποζημίωση της οποίας την καταβολή ζητεί η Επιτροπή.

278    Αφετέρου, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι το περιλαμβανόμενο στην ανταγωγή αίτημα να υποχρεωθεί αυτή στην καταβολή της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως είναι απαράδεκτο για τον λόγο ότι η Επιτροπή, κατά την ημερομηνία που διατύπωσε το αίτημα αυτό, δεν είχε εκδώσει ένταλμα εισπράξεως ή χρεωστικό σημείωμα αναφορικά με την προαναφερθείσα αποζημίωση.

279    Επομένως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ενάγουσα αμφισβητεί τον απαιτητό χαρακτήρα της οφειλής η οποία αντιστοιχεί στην κατ’ αποκοπήν αποζημίωση.

280    Πάντως, κατά το εφαρμοστέο επί της ένδικης διαφοράς βελγικό δίκαιο, για να είναι βάσιμο το αίτημα καταβολής που διατυπώνει ο δανειστής, η σχετική οφειλή πρέπει να είναι βέβαιη, εκκαθαρισμένη και απαιτητή.

281    Ειδικότερα, κατά το άρθρο 1315 του βελγικού αστικού κώδικα, ο δανειστής πρέπει να αποδεικνύει ότι η οφειλή την οποία επικαλείται είναι απαιτητή.

282    Ομοίως, από τα άρθρα 1315, 1650 και 1651 του βελγικού αστικού κώδικα προκύπτει ότι ο δανειστής πρέπει να αποδεικνύει ότι η οφειλή της οποίας ζητεί την καταβολή είναι απαιτητή, δηλαδή είναι ληξιπρόθεσμη.

283    Επομένως, στο πλαίσιο της εξετάσεως του βασίμου του αιτήματος περί καταβολής της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως, πρέπει να γίνει εκτίμηση των επιχειρημάτων της ενάγουσας αναφορικά με τον βέβαιο και απαιτητό χαρακτήρα της αποζημιώσεως αυτής.

 3. Επί του βασίμου των αιτημάτων της Επιτροπής

284    Η Επιτροπή στηρίζει το αίτημά της περί επιστροφής στο άρθρο II.31, παράγραφοι 1 και 2, των γενικών όρων FP6, στο άρθρο II.19, παράγραφοι 1 και 2, των γενικών όρων eTEN και στο άρθρο II.30, παράγραφοι 1 και 2, των γενικών όρων CIP. Στηρίζει δε το αίτημά της περί καταβολής της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως στο άρθρο II.31, παράγραφοι 1 και 2, των γενικών όρων FP6.

285    Για να μπορεί η οφειλή να καταστεί απαιτητή δυνάμει των ως άνω διατάξεων, πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να έχει καταβληθεί αχρεωστήτως ορισμένο ποσό ή η ανάκτηση να δικαιολογείται σύμφωνα με τους όρους των επίδικων συμβάσεων και, δεύτερον, η Επιτροπή πρέπει να έχει καθορίσει τις προϋποθέσεις επιστροφής και την ημερομηνία πληρωμής. Όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας, οι τόκοι αυτοί οφείλονται, σε περίπτωση μη πληρωμής, από την ορισθείσα από την Επιτροπή ημερομηνία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2013, T‑552/11, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο ΑΕ κατά Επιτροπής, σκέψεις 44 έως 46).

286    Η εκτίμηση των αιτημάτων που περιλαμβάνονται στην ανταγωγή της Επιτροπής πρέπει να γίνει με γνώμονα τις ανωτέρω προϋποθέσεις.

α)       Όσον αφορά την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών


 Επί του ύψους των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών

287    Όπως κρίθηκε, η ενάγουσα δεν απέδειξε την επιλεξιμότητα των δαπανών που υπέβαλε προς την Επιτροπή στο πλαίσιο των συμβάσεων δυνάμει των οποίων η Επιτροπή της κατέβαλε το ποσό των 999 213,45 ευρώ. Όπως προκύπτει από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στο σημείο 32 του υπομνήματος απαντήσεως, η ενάγουσα δεν αμφισβητεί συναφώς τους υπολογισμούς της Επιτροπής. Ούτε και τα στοιχεία της δικογραφίας αναιρούν τους εν λόγω υπολογισμούς.

288    Αντιθέτως, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων και τις διατάξεις των γενικών όρων CIP, δεν μπορεί να απαιτεί την επιστροφή του συνόλου των ποσών που της κατέβαλε στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων, στον βαθμό που οι συμβάσεις αυτές εκτελέστηκαν καθ’ ολοκληρίαν ή εν μέρει.

289    Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, αφενός, η μόνη επίδικη σύμβαση που διέπεται από τους γενικούς όρους CIP είναι η σύμβαση T‑Seniority και, αφετέρου, η ενάγουσα ενημέρωσε τον συντονιστή του έργου T‑Seniority ότι από τις 23 Φεβρουαρίου 2009 αποχωρούσε από την κοινοπραξία.

290    Πάντως, κατά το άρθρο II.11, παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση, των γενικών όρων CIP, σε περίπτωση που ένας αντισυμβαλλόμενος αποσύρεται από σύμβαση διεπόμενη από τους προαναφερθέντες όρους, «η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την επιστροφή του συνόλου ή μέρους της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τα αποτελέσματα των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν και τη χρησιμότητά τους για την Κοινότητα στο πλαίσιο του παρόντος προγράμματος».

291    Εντούτοις, κατά το άρθρο II.11, παράγραφος 8, των γενικών όρων CIP, «[π]αρά την καταγγελία της σύμβασης επιχορήγησης ή της συμμετοχής δικαιούχου, οι διατάξεις των τμημάτων B και D του παραρτήματος II εξακολουθούν να ισχύουν μετά τη λύση της σύμβασης επιχορήγησης ή την παύση της συμμετοχής δικαιούχου. Κάθε άλλη διάταξη της παρούσας σύμβασης επιχορήγησης, η οποία ορίζει ρητώς ότι η ισχύς της συνεχίζεται μετά τη λύση, εξακολουθεί επίσης να ισχύει για όσο χρονικό διάστημα προβλέπει η σχετική διάταξη».

292    Από τα ανωτέρω έπεται ότι οι χρηματοοικονομικές συνέπειες που έχει η αποχώρηση αντισυμβαλλομένου ή η καταγγελία της συμβάσεως, όπως προβλέπονται με το άρθρο II.11 των γενικών όρων CIP, δεν θίγουν την υποχρέωση του αντισυμβαλλομένου να επιστρέψει τα ποσά που τελικώς κρίθηκαν μη επιλέξιμα κατόπιν ενδεχόμενου οικονομικού ελέγχου.

293    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της ενάγουσας ότι το αίτημα της Επιτροπής να επιστραφεί το σύνολο των ποσών που καταβλήθηκαν στην ενάγουσα στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων είναι αντίθετο προς την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων και προς την αρχή της αναλογικότητας, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο II.29, παράγραφος 1, των γενικών όρων FP6, «[α]ν κατά τους ελέγχους διαπιστωθεί ότι οφείλονται ποσά στην Επιτροπή, τα οφειλόμενα ποσά δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο ανάκτησης όπως προβλέπεται στο άρθρο ΙΙ.31».

294    Ομοίως, το άρθρο II.17, παράγραφος 4, των γενικών όρων eTEN και το άρθρο II.28, παράγραφος 5, των γενικών όρων CIP προβλέπουν ότι, «[β]άσει των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου, η Επιτροπή λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο που κρίνει χρήσιμο, συμπεριλαμβανομένου του μέτρου της ανάκτησης του συνόλου ή μέρους των πληρωμών που έχει διενεργήσει».

295    Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η Επιτροπή διαθέτει, εν προκειμένω, τη δυνατότητα να ζητήσει από την ενάγουσα, βάσει των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου, την επιστροφή οποιουδήποτε ποσού κρίνει ότι της οφείλεται, άρα και την επιστροφή του συνόλου των ποσών που κατέβαλε στην ενάγουσα στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων.

296    Πάντως, λαμβανομένων υπόψη του αριθμού και της σοβαρότητας των παραβάσεων των συμβατικών υποχρεώσεων που διαπιστώθηκαν με την έκθεση οικονομικού ελέγχου και της απορρίψεως από το Γενικό Δικαστήριο των επιχειρημάτων που προέβαλε η ενάγουσα προς αμφισβήτηση της διαπιστώσεως αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής του συνόλου των ποσών που κατέβαλε στην ενάγουσα δυνάμει των επίδικων συμβάσεων δεν παρίσταται δυσανάλογο ή αντίθετο προς την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων.

 Επί του προσδιορισμού των όρων επιστροφής

297    Υπενθυμίζεται ότι, στις 29 Απριλίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε εννέα χρεωστικά σημειώματα στα οποία αναγραφόταν το προς επιστροφή ποσό για καθεμία από τις επίδικες συμβάσεις, συνολικού ύψους 999 213,45 ευρώ. Τα χρεωστικά σημειώματα αυτά έτασσαν στην ενάγουσα προθεσμία 45 ημερών για την επιστροφή των οφειλόμενων ποσών, με ημερομηνία λήξεως τη 14η Ιουνίου 2011, κατόπιν της οποίας τα εν λόγω ποσά θα προσαυξάνονταν με τους προβλεπόμενους κατά τις επίδικες συμβάσεις τόκους υπερημερίας βάσει του επιτοκίου της ΕΚΤ προσαυξημένου κατά 3,5 μονάδες. Επίσης, στα χρεωστικά σημειώματα αυτά αναγραφόταν ο αριθμός του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίο η ενάγουσα έπρεπε να καταθέσει τα προς επιστροφή ποσά. Η ενάγουσα δεν αμφισβητεί τα ανωτέρω.

298    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής να υποχρεωθεί η ενάγουσα να της καταβάλει το ποσό των 999 213,45 ευρώ ως επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιχορηγήσεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο II.31 των γενικών όρων FP6, στο άρθρο II.19 των γενικών όρων eTEN και στο άρθρο II.30 των γενικών όρων CIP.

β)       Όσον αφορά την καταβολή της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως


 Επί του ποσού που πρέπει να εισπραχθεί ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση

299    Η ενάγουσα αμφισβητεί την ανταγωγή επί της αρχής, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή της. Επίσης, αμφισβητεί τον βέβαιο χαρακτήρα της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως. Αντιθέτως, η ενάγουσα δεν αμφισβητεί τους υπολογισμούς της Επιτροπής. Εξάλλου, τα στοιχεία της δικογραφίας δεν αναιρούν τους υπολογισμούς αυτούς.

300    Πάντως, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 257 ανωτέρω, η αγωγή της ενάγουσας απορρίπτεται στο σύνολό της.

301    Όσον αφορά τον βέβαιο χαρακτήρα της οφειλής που αντιστοιχεί στην κατ’ αποκοπήν αποζημίωση της οποίας την καταβολή ζητεί η Επιτροπή, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου II.30 των γενικών όρων FP6, τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν αποζημίωση εκ μόνου του λόγου ότι, κατόπιν δηλώσεως αναιτιολόγητων δαπανών, έλαβαν αδικαιολόγητες επιχορηγήσεις. Δεδομένου ότι αποδείχθηκε οικονομική ζημία σε βάρος της Ένωσης (βλ. σκέψη 298 ανωτέρω), ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι η ενάγουσα όφειλε την αποζημίωση που της ζητείται.

 Επί του προσδιορισμού των όρων επιστροφής

302    Η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση δεν είναι απαιτητή, αφενός, διότι κατά την ημερομηνία ασκήσεως της ανταγωγής της Επιτροπής, αμφισβητούσε τη μη επιλεξιμότητα του συνόλου των δαπανών τις οποίες είχε υποβάλει στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων και βάσει των οποίων έχει υπολογιστεί η εν λόγω αποζημίωση, και, αφετέρου, διότι κατά την ίδια ημερομηνία η Επιτροπή δεν είχε ακόμη εκδώσει χρεωστικό σημείωμα σε σχέση με την αποζημίωση αυτή.

303    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 287 ανωτέρω, κρίθηκε ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι οι δαπάνες που υπέβαλε προς την Επιτροπή στο πλαίσιο των επίδικων συμβάσεων ήταν επιλέξιμες.

304    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι στις 20 Ιουνίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε έξι χρεωστικά σημειώματα όσον αφορά τις συμβάσεις που συνάφθηκαν μεταξύ της Κοινότητας και της ενάγουσας για τα έργα Access-eGOV, eABILITIES, Ask-It, EU4ALL, Emerge και Enable, με τα οποία καθόριζε συνολικώς σε 70 471,47 ευρώ τα ποσά που όφειλε η ενάγουσα ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση δυνάμει του άρθρου II.30 των γενικών όρων FP6. Η προθεσμία που έταξε η Επιτροπή στην ενάγουσα για την καταβολή των εν λόγω ποσών ήταν η 4η Αυγούστου 2011.

305    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής να υποχρεωθεί η ενάγουσα να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 70 471,47 ευρώ.

γ)       Επί των τόκων

306    Όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου II.28, παράγραφος 7, και του άρθρου II.31 των γενικών όρων FP6, του άρθρου II.3, παράγραφος 6, και του άρθρου II.19 των γενικών όρων eTEN καθώς και του άρθρου II.5, παράγραφος 5, και του άρθρου II.30, παράγραφος 2, των γενικών όρων CIP, κάθε ποσό που οφείλει ο αντισυμβαλλόμενος δυνάμει των επίδικων συμβάσεων καταβάλλεται εντόκως από την ημερομηνία καταβολής που ορίζει η Επιτροπή. Επομένως, η ενάγουσα υποχρεούται να καταβάλει τους τόκους που προβλέπονται με το άρθρο II.28, παράγραφος 7, των γενικών όρων FP6, το άρθρο II.19 των γενικών όρων eTEN και το άρθρο II.30, παράγραφος 2, των γενικών όρων CIP.

 Επί των δικαστικών εξόδων

307    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

308    Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή της «Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες – Ισότης».

2)      Υποχρεώνει την «Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες – Ισότης» να καταβάλει το ποσό των 999 213,45 ευρώ, εντόκως από 15 Ιουνίου 2011, βάσει του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προσαυξημένου κατά 3,5 μονάδες, προς επιστροφή των χρηματοδοτικών συνεισφορών τις οποίες έλαβε δυνάμει των συμβάσεων υπ’ αριθ. 027020 «Access to e‑Government Services Employing Semantic Technologies», υπ’ αριθ. 035242 «A virtual platform to enhance and organize the coordination among centres for accessibility ressources and support», υπ’ αριθ. 511298 «Ambient Intelligence System of Agents for Knowledge-based and Integrated Services for Mobility Impaired Users», υπ’ αριθ. 034778 «European Unified Approach for Accessible Lifelong Learning», υπ’ αριθ. 045056 «Emergency Monitoring and Prevention», υπ’ αριθ. 045563 «A wearable system supporting services to enable elderly people to live well, independently and at ease», υπ’ αριθ. 029255 «NavigAbile: e‑inclusion for communication disabilities», υπ’ αριθ. 517506 «European Recommanded Materials for Distance Learning Courses for Educators» και υπ’ αριθ. 224988 «T-Seniority: Expanding the benefits of information society to older people through digital TV channels».

3)      Υποχρεώνει την «Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες – Ισότης» να καταβάλει το ποσό των 70 471,47 ευρώ, εντόκως από 5 Αυγούστου 2011, βάσει του επιτοκίου της ΕΚΤ προσαυξημένου κατά 3,5 μονάδες, ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που οφείλεται δυνάμει των συμβάσεων υπ’ αριθ. 027020 «Access to e‑Government Services Employing Semantic Technologies», υπ’ αριθ. 035242 «A virtual platform to enhance and organize the coordination among centres for accessibility ressources and support», υπ’ αριθ. 511298 «Ambient Intelligence System of Agents for Knowledge-based and Integrated Services for Mobility Impaired Users», υπ’ αριθ. 034778 «European Unified Approach for Accessible Lifelong Learning», υπ’ αριθ. 045056 «Emergency Monitoring and Prevention», υπ’ αριθ. 045563 «A wearable system supporting services to enable elderly people to live well, independently and at ease».

4)      Η «Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες – Ισότης» φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Frimodt Nielsen

Kancheva

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Ιουλίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το ιστορικό της διαφοράς

A — Παρουσίαση των επίδικων συμβάσεων

B — Η εκτέλεση και ο οικονομικός έλεγχος των επίδικων συμβάσεων

Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

A — Επί της εκτάσεως της ένδικης διαφοράς

B — Επί του εφαρμοστέου στην ένδικη διαφορά δικαίου

Γ — Επί του τρίτου αιτήματος της ενάγουσας

1. Επί των διαπιστώσεων της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου βάσει των οποίων αιτιολογήθηκε η μη επιλεξιμότητα των δαπανών

α) Επί της τηρήσεως των λογιστικών βιβλίων της ενάγουσας

β) Επί της τροποποιήσεως των δελτίων παρουσίας του προσωπικού

γ) Επί των ωρών εργασίας που δήλωσε ο υπεύθυνος προγραμμάτων

δ) Επί των εξόδων ταξιδίου

2. Επί της ποιότητας και επί των συνθηκών διενέργειας του οικονομικού ελέγχου

α) Επί των ψευδών δηλώσεων σχετικά με τη συμμετοχή της ενάγουσας στη σύμβαση ETSI 333

β) Επί των εφαρμοστέων κανόνων οικονομικού ελέγχου

γ) Επί της αποστολής της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου στην αγγλική γλώσσα

Δ — Επί του πέμπτου και του έκτου αιτήματος της ενάγουσας

1. Επί του παραδεκτού του πέμπτου και του έκτου αιτήματος της ενάγουσας

2. Επί του βασίμου του πέμπτου και του έκτου αιτήματος της ενάγουσας

E — Επί της ανταγωγής της Επιτροπής

1. Επί της εκτάσεως των αιτημάτων της Επιτροπής

2. Επί του παραδεκτού των αιτημάτων της Επιτροπής

α) Επί του παραδεκτού των αιτημάτων της ανταγωγής κατά το μέρος που αυτά ενσωματώθηκαν στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής

β) Επί του παραδεκτού του αιτήματος περί καταβολής της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως

3. Επί του βασίμου των αιτημάτων της Επιτροπής

α) Όσον αφορά την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών

Επί του ύψους των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών

Επί του προσδιορισμού των όρων επιστροφής

β) Όσον αφορά την καταβολή της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως

Επί του ποσού που πρέπει να εισπραχθεί ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση

Επί του προσδιορισμού των όρων επιστροφής

γ) Επί των τόκων

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.