Language of document : ECLI:EU:T:2006:172

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Ιουνίου 2006 (*)

«Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου − Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας − Απόφαση 2005/101/ΕΟΚ της Επιτροπής − Κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας για την αρκτική βιογεωγραφική περιοχή − Προσφυγή ακυρώσεως − Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑150/05,

Markku Sahlstedt, κάτοικος Karkkila (Φινλανδία),

Juha Kankkunen, κάτοικος Laukaa (Φινλανδία),

Mikko Tanner, κάτοικος Vihti (Φινλανδία),

Toini Tanner, κάτοικος Ελσίνκι (Φινλανδία),

Liisa Tanner, κάτοικος Ελσίνκι,

Eeva Jokinen, κάτοικος Ελσίνκι,

Aili Oksanen, κάτοικος Ελσίνκι,

Olli Tanner, κάτοικος Lohja (Φινλανδία),

Leena Tanner, κάτοικος Ελσίνκι,

Aila Puttonen, κάτοικος Ristiina (Φινλανδία),

Risto Tanner, κάτοικος Espoo (Φινλανδία),

Tom Järvinen, κάτοικος Espoo,

Runo K. Kurko, κάτοικος Espoo,

Maa- ja metsätaloustuottajain keskusliitto MTK ry, με έδρα το Ελσίνκι,

MTK:n säätiö, με έδρα το Ελσίνκι,

εκπροσωπούμενοι από τον K. Marttinen, δικηγόρο,

προσφεύγοντες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους M. van Beek και M. Huttunen,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από τις A. Guimaraes-Purokoski και J. Himmanen,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως 2005/101/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Ιανουαρίου 2005, με την οποία θεσπίζεται ο κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας για την αρκτική βιογεωγραφική περιοχή, κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 40, σ. 1),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. García-Valdecasas, Πρόεδρο, I. Labucka και V. Trstenjak, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Νομικό και πραγματικό πλαίσιο

1        Στις 21 Μαΐου 1992 το Συμβούλιο εξέδωσε την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7, στο εξής: η οδηγία περί οικοτότων).

2        Η οδηγία περί οικοτόπων έχει ως αντικείμενο, σύμφωνα με το άρθρο της 2, παράγραφος 1, να συμβάλει στην προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας, μέσω της διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών όπου εφαρμόζεται η Συνθήκη ΕΚ.

3        Η οδηγία διευκρινίζει, στο άρθρο 2, παράγραφος 2, ότι τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται για την εφαρμογή της σκοπούν στη διασφάλιση της διατήρησης ή της αποκατάστασης, σε ικανοποιητικό βαθμό διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος.

4        Σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, πρέπει να διασφαλιστεί η αποκατάσταση ή η διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και των ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος σε ικανοποιητικό επίπεδο και να χαρακτηριστούν ειδικές ζώνες διατήρησης ώστε να υλοποιηθεί ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο, σύμφωνα με καθορισμένο χρονοδιάγραμμα.

5        Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, αυτό το δίκτυο, επονομαζόμενο «Natura 2000», περιλαμβάνει τις ειδικές ζώνες προστασίας καθώς και τις ζώνες ειδικής προστασίας που έχουν ταξινομηθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202).

6        Κατά το άρθρο 1, στοιχείο ιβ΄, της οδηγίας, μια ειδική ζώνη διατήρησης ορίζεται ως «ένας τόπος κοινοτικής σημασίας ορισμένος από τα κράτη μέλη μέσω κανονιστικής, διοικητικής ή/και συμβατικής πράξης, στον οποίο εφαρμόζονται τα μέτρα διατήρησης που απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητικό βαθμό διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων ή/και των πληθυσμών των ειδών για τα οποία ορίστηκε ο τόπος».

7        Το άρθρο 4 της οδηγίας προβλέπει, όσον αφορά τον ορισμό των ειδικών ζωνών διατήρησης, διαδικασία διαιρούμενη σε τρία στάδια. Δυνάμει της παραγράφου 1 της διατάξεως αυτής, κάθε κράτος μέλος προτείνει κατάλογο τόπων όπου υποδεικνύεται ποιοι τύποι φυσικών οικοτόπων, από τους αναφερόμενους στο παράρτημα I, και ποια τοπικά είδη, από τα απαριθμούμενα στο παράρτημα II της οδηγίας, απαντώνται στους εν λόγω τόπους. Εντός τριών ετών από της κοινοποιήσεως της οδηγίας περί οικοτόπων, ο κατάλογος αυτός διαβιβάζεται στην Επιτροπή, ταυτόχρονα με τα αφορώντα κάθε τόπο στοιχεία.

8        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, η Επιτροπή καταρτίζει, σύμφωνα με τους καταλόγους αυτούς, βάσει των απαριθμουμένων στο παράρτημα ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας κριτηρίων και σε συμφωνία με καθένα από τα κράτη μέλη, σχέδιο καταλόγου των τόπων κοινοτικής σημασίας. Ο κατάλογος των τόπων που επιλέγονται ως τόποι κοινοτικής σημασίας καταρτίζεται από την Επιτροπή κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 21 της οδηγίας. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, ο κατάλογος αυτός καταρτίζεται εντός προθεσμίας έξι ετών από της γνωστοποιήσεως της οδηγίας.

9        Το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας ορίζει ότι, όταν ένας τόπος κοινοτικής σημασίας έχει επιλεγεί δυνάμει της διαδικασίας της παραγράφου 2 της ίδιας αυτής διατάξεως, το οικείο κράτος μέλος ορίζει τον εν λόγω τόπο ως ειδική ζώνη διατήρησης το ταχύτερο δυνατόν και εντός, το αργότερο, μιας εξαετίας, καθορίζοντας τις προτεραιότητες σε συνάρτηση με τη σημασία των τόπων για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητικό βαθμό διατήρησης, ενός τύπου φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I ή ενός είδους του παραρτήματος II και για τη συνεκτικότητα του Natura 2000, καθώς και σε συνάρτηση με τους κινδύνους υποβάθμισης ή καταστροφής που επαπειλούν τους εν λόγω τόπους.

10      Η οδηγία διευκρινίζει, στο άρθρο 4, παράγραφος 5, ότι μόλις ένας τόπος εγγραφεί στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας που έχει καταρτιστεί από την Επιτροπή, υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 6, της οδηγίας περί οικοτόπων.

11      Κατά το άρθρο 6 της οδηγίας περί οικοτόπων:

«1.      Για τις ειδικές ζώνες διατήρησης, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ενδεχομένως συνεπάγονται ειδικά ενδεδειγμένα σχέδια διαχείρισης ή ενσωματωμένα σε άλλα σχέδια διευθέτησης και τα δέοντα κανονιστικά, διοικητικά ή συμβατικά μέτρα που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των ειδών του παραρτήματος II, τα οποία απαντώνται στους τόπους.

2.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των [ενδιαιτημάτων] ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

3.      Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη.

4.      Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα που έλαβε.

Όταν ο τόπος περί του οποίου πρόκειται είναι τόπος όπου ευρίσκονται ένας τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή/και ένα είδος προτεραιότητας, είναι δυνατόν να προβληθούν μόνον επιχειρήματα σχετικά με την υγεία ανθρώπων και τη δημόσια ασφάλεια ή σχετικά με θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον, ή, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής, άλλοι επιτακτικοί σημαντικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος.»

12      Η απόφαση 2005/101/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Ιανουαρίου 2005, με την οποία θεσπίζεται ο κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας για την αρκτική βιογεωγραφική περιοχή, κατ’ εφαρμογή της οδηγίας για τους οικοτόπους (EE L 40, σ. 1), εκδόθηκε βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας. Μεταξύ των τόπων κοινοτικής σημασίας που επελέγησαν στον κατάλογο περιλαμβάνονται οι ακόλουθοι τόποι:

−      FI 0100040 Nuuksio·

–        FI 0100050 Haaviston alueet·

–        FI 0200011 Varesharju·

−      FI 0900013 Hietasyrjänkangas-Sirkkaharju.

13      Η προσφεύγουσα Maa- ja metsätaloustuottajain keskusliitto MTK ry (στο εξής: MTK ry) είναι ένωση (κεντρική οργάνωση) των εχόντων την εκμετάλλευση αγροτικών και δασικών περιοχών, και αντιπροσωπεύει 163 000 επιχειρηματίες αγροτικών και δασικών περιοχών που μετέχουν στην εν λόγω ένωση. Το προσφεύγον MTK:n säätiö (ίδρυμα MTK) έχει στην κυριότητά του εδάφη στον τόπο FI 0200011. Οι άλλοι προσφεύγοντες είναι ιδιώτες κύριοι εδαφών· η προσβαλλομένη απόφαση περιέλαβε τα εδάφη τους στους τόπους κοινοτικής σημασίας για την αρκτική βιογεωγραφική περιοχή (FI 0100050, FI 0900013 και FI 0100040).

 Διαδικασία

14      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Απριλίου 2005, οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

15      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Ιουλίου 2005, η Επιτροπή υπέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως στις 13 Οκτωβρίου 2005.

16      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Ιουλίου 2005, η Δημοκρατία της Φινλανδίας (στο εξής: παρεμβαίνουσα) ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με διάταξη της 27ης Σεπτεμβρίου 2005, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου έκανε δεκτή την παρέμβαση αυτή. Η παρεμβαίνουσα κατέθεσε υπόμνημα, όσον αφορά το παραδεκτό, στις 8 Νοεμβρίου 2005. Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του εν λόγω υπομνήματος στις 13 Ιανουαρίου 2006.

 Αιτήματα των διαδίκων

17      Με την ένσταση απαραδέκτου η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

18      Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

19      Με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        κυρίως

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

–        επικουρικώς:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον η απόφαση αυτή προβλέπει την κατάταξη των τόπων κοινοτικής σημασίας στη Φινλανδία·

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση, επικουρικότερον, καθόσον αυτή προβαίνει στην κατάταξη των τόπων κοινοτικής σημασίας που είναι εγγεγραμμένοι στο παράρτημα Ι με τις αναφορές FI 0100040 Nuuksio, FI 0100050 Haaviston alueet, FI 0200011 Varesharju και FI 0900013 Hietasyrjänkangas-Sirkkaharju·

–        στο πλαίσιο των αποδείξεων, να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει τις προτάσεις σχετικά με την κατάταξη των τόπων κοινοτικής σημασίας που έχουν συνταχθεί από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, το σύνολο των επιστημονικών στοιχείων της αιτιολογικής σκέψης 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και τον κατάλογο των συμμετεχόντων στα βιογεωγραφικά σεμινάρια της αιτιολογικής σκέψης 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως και των μελών της επιτροπής ενδιαιτημάτων της αιτιολογικής σκέψης 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        περαιτέρω:

–        να απορρίψει τη σχετική με τα δικαστικά έξοδα αίτηση της Επιτροπής·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, νομιμοτόκως.

 Σκεπτικό

20      Κατά το άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος ζητήσει από το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία, η συνέχεια της διαδικασίας επί της ενστάσεως του απαραδέκτου συνεχίζεται προφορικώς, πλην αντιθέτου αποφάσεως. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι έχει διαφωτισθεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και αποφασίζει ότι παρέλκει η διεξαγωγή της προφορικής διαδικασίας.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

21      Καταρχάς, η Επιτροπή θέτει το ζήτημα αν, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων σταδίων που προβλέπει η οδηγία περί οικοτόπων, όσον αφορά τη διαδικασία υλοποιήσεως των στόχων της, η προσβαλλομένη απόφαση συνιστά πράξη ή απόφαση δυναμένη να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 10). Πράγματι, η προσβαλλομένη απόφαση συνιστά ενδιάμεσο στάδιο της διαδικασίας υλοποιήσεως των στόχων της οδηγίας περί οικοτόπων. Οι νομικές συνέπειες που επηρεάζουν ενδεχομένως τους προσφεύγοντες πηγάζουν αποκλειστικώς από τα νομοθετικά μέτρα που θεσπίζουν τα κράτη μέλη.

22      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας πολύ πριν η Επιτροπή εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση. Όπως προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 2005, C-117/03, Dragaggi κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-167, σκέψεις 26, 27 και 29), η οδηγία περί οικοτόπων επιβάλλει στα κράτη μέλη να αρχίσουν την εφαρμογή μέτρων προστασίας για τους σχετικούς τόπους από τη στιγμή που τους προτείνουν στον εθνικό κατάλογο που διαβιβάζεται στην Επιτροπή ως τόπους δυνάμενους να χαρακτηρισθούν ως τόποι κοινοτικής σημασίας.

23      Η Επιτροπή τονίζει ότι, δυνάμει του Luonnonsuojelulaki (1096/1996) (νόμου σχετικά με τη διατήρηση της φύσης, στο εξής: LSL), τα εδάφη που αναφέρονται στο παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ήδη αποτελέσει το αντικείμενο μέτρου προστασίας πολύ πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Δημοκρατία της Φινλανδίας υπέβαλε την πρόταση καθορισμού τόπων κοινοτικής σημασίας μεταξύ Ιανουαρίου 2003 και Αυγούστου 2004, μολονότι ένα μέρος των τόπων αυτών είχε ήδη εγκριθεί για να περιληφθεί στο δίκτυο Natura 2000 πολλά έτη πριν, χάρη στον LSL, από τις 20 Δεκεμβρίου 1996.

24      Η Επιτροπή καταλήγει ότι, από τα προεκτεθέντα, προκύπτει ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έθιξε τα συμφέροντα των προσφευγόντων μεταβάλλοντας τη νομική τους θέση. Κατά συνέπεια, δεν νομιμοποιούνται, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

25      Στη συνέχεια, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απόφαση δεν αφορά άμεσα και ατομικά τους προσφεύγοντες.

26      Όσον αφορά τον άμεσο επηρεασμό των προσφευγόντων, η Επιτροπή αναφέρει ότι οι προσφεύγοντες εκκινούν προφανώς από την υποθετική περίπτωση ότι το γεγονός και μόνον ότι έχουν στην κυριότητά τους τόπους περιλαμβανόμενους στο παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως τους παρέχει αυτομάτως δικαίωμα προσφυγής.

27      Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, για να αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες, η απόφαση πρέπει να επηρεάζει επίσης τη νομική τους κατάσταση και όχι μόνον την πραγματική κατάστασή τους (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 2000, T‑172/98, T‑175/98 έως T-177/98, Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II‑2487, σκέψη 62). Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να επικαλεστούν το γεγονός, παραδείγματος χάρη, ότι η προσβαλλομένη απόφαση μπορεί να επηρεάσει την οικονομική αξία των εδαφών που έχουν στην κυριότητά τους.

28      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι διατάξεις της οδηγίας περί οικοτόπων επιβάλλουν στα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα σαφώς διακρινόμενα από την προσβαλλομένη απόφαση, ως προς τα οποία διαθέτουν σημαντική εξουσία εκτιμήσεως. Επομένως, η θέση σε εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα. Από τη στιγμή που το κράτος μέλος θέσει σε εφαρμογή τους προαναφερθέντες κανόνες, μπορεί να εξεταστεί αν μπορεί να επηρεαστεί η κατάσταση των προσφευγόντων στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που παρέχουν οι κανόνες αυτοί. Η προσβαλλομένη απόφαση δεν αποφαίνεται για το είδος των μέτρων που πρέπει ενδεχομένως να εφαρμοστούν σε εύθετο χρόνο σε κάθε τόπο, ούτε ως προς το είδος των αποτελεσμάτων που μπορούν να έχουν τα μέτρα αυτά στην κατάσταση των κυρίων των εδαφών.

29      Ως προς το αν η απόφαση αφορά ατομικώς τους προσφεύγοντες, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι προσφεύγοντες δεν διευκρινίζουν τον λόγο για τον οποίο κρίνουν ότι η απόφαση την οποία προσβάλουν τους αφορά ατομικά. Η Επιτροπή αντιλαμβάνεται την προβληθείσα στο δικόγραφο προσφυγής δικαιολόγηση του δικαιώματος προσφυγής υπό την έννοια ότι η MTK ry επικαλείται τα συμφέροντα των μελών της. Οι άλλοι προσφεύγοντες επικαλούνται το γεγονός ότι έχουν την κυριότητα μέρους των εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα I της προσβαλλομένης αποφάσεως.

30      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα δικαιώματα εγγείου ιδιοκτησίας δεν διευκρινίζονται σαφώς, πλην της περιπτώσεως δύο προσφευγόντων. Η MTK ry δεν έχει προφανώς κυριότητα τμήματος των εν προκειμένω εδαφών, αλλά το ίδρυμα το οποίο ελέγχει έχει στην κυριότητά του εδάφη σε ορισμένους από τους τόπους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

31      Σύμφωνα με την Επιτροπή, το γεγονός ότι άλλοι προσφεύγοντες πλην της MTK ry έχουν κυριότητα επί μέρους των εδαφών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν επηρεάζει αυτούς τους κυρίους εδαφών σε βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόφαση τους αφορά ατομικώς. Η απόφαση αυτή ουδέν παρέχει δικαίωμα και ουδεμία επιβάλλει υποχρέωση στους προσφεύγοντες, ούτε τροποποιεί από νομικής απόψεως τη θέση τους ως κυρίων. Οι οικείοι τόποι προσδιορίζονται αποκλειστικά βάσει βιολογικών κριτηρίων.

32      Η Επιτροπή κρίνει ότι είναι σαφές ότι ο καθορισμός των τόπων σε σχέση με τα δικαιώματα εγγείου ιδιοκτησίας δυσχεραίνει ιδιαιτέρως τη θέση σε εφαρμογή των στόχων της οδηγίας.

33      Περαιτέρω, δεν είναι δυνατόν, βάσει της αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής ή, τουλάχιστον, βάσει των στοιχείων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή κατά την εκπόνηση της αποφάσεως αυτής, να προσδιοριστούν οι κύριοι των τόπων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο. Τα έντυπα που συνέταξε η Επιτροπή για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων προβλέπουν τη δυνατότητα παροχής πληροφοριών ως προς τις προϋποθέσεις της εγγείου ιδιοκτησίας, αλλά η παροχή των πληροφοριών αυτών είναι προαιρετική. Η δυνατότητα αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε καθόλου, με συνεπεία οι διαθέσιμες πληροφορίες να είναι αρκετά γενικού περιεχομένου. Πρόκειται για κατάλογο εχόντων δικαιώματα κυριότητας, δεδομένου ότι, για έναν μόνο τόπο που προτείνεται να εγγραφεί στον κατάλογο, οι έχοντες δικαιώματα κυριότητας μπορεί να είναι πολλοί.

34      Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι οι τόποι που απαριθμούνται στην προσβαλλομένη απόφαση ενδιαφέρουν και άλλους παράγοντες πλην των εχόντων κυριότητα μέρους των εδαφών, όπως τις κατασκευαστικές εταιρίες, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) ή τους πολίτες. Επομένως, δεν μπορούν να εξατομικευθούν οι προσφεύγοντες με ανάλογο τρόπο στα κράτη μέλη, ως αποδέκτες της αποφάσεως, λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που τους χαρακτηρίζουν ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τους χαρακτηρίζει σε σχέση με άλλους επιχειρηματίες και, συγκεκριμένα, με άλλα πρόσωπα που απολαύουν των ιδίων δικαιωμάτων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑13/99, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑3305, σκέψη 105). Σε καμία περίπτωση η απόφαση δεν επηρεάζει τους προσφεύγοντες κατά τρόπο που τους στερεί της απολαύσεως του αγαθού τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1994, C‑309/89, Codorníu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I‑1853, σκέψη 21). Οι περιορισμοί που ενδεχομένως εφαρμόζονται στη χρήση των εδαφών απαιτούν μεταγενέστερα την έκδοση των επιβαλλομένων ανά περίπτωση εθνικών αποφάσεων.

35      Αντίθετα προς όσα προφανώς διατείνονται οι προσφεύγοντες, κατά την Επιτροπή, η απόφαση αυτή δεν ρυθμίζει ούτε τα δικαιώματα ούτε τις υποχρεώσεις των εχόντων κυριότητα επί των εδαφών, αλλά αποτελείται αποκλειστικώς από έναν κατάλογο των τόπων που μπορούν να αποτελέσουν, αν χρειαστεί, το αντικείμενο των μέτρων προστασίας που θα κριθούν επιβεβλημένα, ανά περίπτωση λαμβανόμενα, δυνάμει εθνικών αποφάσεων.

36      Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει την επιχειρηματολογία της Επιτροπής και διαπιστώνει ότι, ως προς τους τόπους που αναφέρονται στο παράρτημα της αποφάσεως, οι προσφεύγοντες έχουν διαφορετικά συμφέροντα που επιθυμούν να υπερασπίσουν. Παρ’ όλ’ αυτά, τονίζεται ότι το παραδεκτόν της προσφυγής πρέπει να εξετασθεί αποκλειστικώς ενόψει της Συνθήκης ΕΚ και της κοινοτικής νομολογίας συναφώς.

37      Καταρχάς, οι προσφεύγοντες φρονούν ότι η προσβαλλομένη απόφαση επιβεβαιώνει την οριστική θέση της Επιτροπής ότι οι τόποι, τους οποίους αφορά η απόφαση αυτή, πρέπει να θεωρηθούν ως τόποι κοινοτικής σημασίας, και ότι τα κράτη μέλη πρέπει επιτακτικώς να προσδιορίζουν τους εν λόγω τόπους ως ειδικές ζώνες διατήρησης. Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση δεν είναι προπαρασκευαστικής φύσεως και μπορεί να προσβληθεί καθεαυτή.

38      Οι προσφεύγοντες αντικρούουν το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείται σημαντικών αποτελεσμάτων ως προς τη νομική θέση των προσφευγόντων. Η εν λόγω απόφαση επιβάλλει σημαντικές υποχρεώσεις και περιορισμούς, άμεσα σε βάρος των εχόντων κυριότητα επί εδαφών, τα οποία αφορά η προσβαλλομένη απόφαση.

39      Ως προς την υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη να προστατεύουν τους τόπους πριν από την έγκριση του καταλόγου των τόπων κοινοτικής σημασίας, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως την προαναφερθείσα απόφαση Dragaggi κ.λπ. Κατά την άποψή τους, από την απόφαση εκείνη προκύπτει ότι τα μέτρα προστασίας του άρθρου 6, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας περί οικοτόπων εμφανίζονται το πρώτον από της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

40      Ως προς τη σημασία των μέτρων που θέτει σε εφαρμογή η Δημοκρατία της Φινλανδίας, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι το γεγονός ότι το κράτος μέλος έθεσε ή δεν έθεσε σε εφαρμογή τα μέτρα προστασίας σχετικά με τη διατήρηση της οικολογικής αξίας των τόπων πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ασκεί επιρροή. Οι προσφεύγοντες τονίζουν ότι, βάσει των διατάξεων του LSL, τα νομικά αποτελέσματα ως προς τις ζώνες προστασίας της οδηγίας περί οικοτόπων καθίστανται οριστικά από απόψεως φινλανδικού δικαίου για τους έχοντες κυριότητα επί των εδαφών από τη στιγμή που η Επιτροπή δεχθεί να περιληφθεί ο τόπος στον κατάλογο.

41      Στη συνέχεια, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλομένη απόφαση τους αφορά άμεσα και ατομικά.

42      Ως προς το ότι η απόφαση τους αφορά άμεσα, οι προσφεύγοντες παρατηρούν ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων, το κράτος μέλος δεν είναι ελεύθερο να εκτιμά αν πρέπει να καθορίσει ή όχι τον τόπο κοινοτικής σημασίας ως ειδική ζώνη διατήρησης και επομένως η εφαρμογή της διατάξεως αυτής είναι αυτόματη.

43      Οι προσφεύγοντες υπενθυμίζουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας περί οικοτόπων, η έκδοση της αποφάσεως είχε ως αποτέλεσμα να καταστούν εφαρμοστέοι, ως προς τους τόπους που περιλαμβάνονται στην προσβαλλομένη απόφαση, οι στόχοι προστασίας του άρθρου 6, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας περί οικοτόπων. Οι προσφεύγοντες τονίζουν ότι η υποχρέωση εκτιμήσεως και η απαγόρευση υποβαθμίσεως του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων συνεπάγονται σημαντικά αποτελέσματα ως προς τους έχοντες κυριότητα επί των εδαφών που περιλαμβάνονται στους τόπους κοινοτικής σημασίας, τόσο όσον αφορά τη νομική τους θέση όσο και την πραγματική τους κατάσταση.

44      Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, ούτε τα αποτελέσματα ούτε η χρονική στιγμή κατά την οποία αρχίζουν να εμφανίζονται εξαρτώνται από τη χρησιμοποίηση της εξουσίας εκτιμήσεως των εθνικών αρχών. Οι εθνικές αυτές αρχές δεν έχουν εξουσία εκτιμήσεως ούτε όσον αφορά τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως εκτιμήσεως ή το περιεχόμενο της εκτιμήσεως αυτής ούτε όσον αφορά τις προϋποθέσεις θέσεως σε εφαρμογή ενός σχεδίου, οι οποίες ρυθμίζονται κανονιστικώς με εξαντλητικό τρόπο στο άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας περί οικοτόπων.

45      Οι προσφεύγοντες καταλήγουν ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στις εθνικές αρχές δυνάμενη να εμποδίσει τους έχοντες κυριότητα επί των εδαφών να ασκήσουν προσφυγή βάσει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Οι προσφεύγοντες διευκρινίζουν ότι η κατάστασή τους καθορίζεται από τα άμεσα νομικά αποτελέσματα που απορρέουν από την προσβαλλομένη απόφαση ως προς τους τόπους που κατέχουν, τα δε αποτελέσματα αυτά παίρνουν τη μορφή υποχρεώσεως εκτιμήσεως και περιορισμών εκμεταλλεύσεως.

46      Ως προς το ότι η απόφαση τους αφορά ατομικώς, οι προσφεύγοντες παρατηρούν ότι η προσβαλλομένη απόφαση αφορά ατομικώς όλους τους κυρίους εδαφών που περιλαμβάνονται στους τόπους που απαριθμούνται στον κατάλογο που έχει εγκρίνει η Επιτροπή ή στους τόπους, οι οποίοι παραδείγματος χάρη συνορεύουν άμεσα με τους εν λόγω τόπους, όπου τα σχέδια που τίθενται σε εφαρμογή μπορούν, λόγω των αποτελεσμάτων τους, να συνεπάγονται υποχρέωση εκτιμήσεως δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων και ως προς τους οποίους μπορεί να τύχει εφαρμογής η απαγόρευση υποβαθμίσεως.

47      Οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι η υποχρέωση εκτιμήσεως και η απαγόρευση υποβαθμίσεως της διατάξεως αυτής είναι επιτακτικά έννομα αποτελέσματα και έχουν σημαντικές συνέπειες στα δικαιώματά τους. Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι τόποι καθορίζονται μόνο βάσει βιολογικών κριτηρίων δεν ασκεί επιρροή.

48      Οι προσφεύγοντες διαπιστώνουν ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή διέθετε ή δεν διέθετε πληροφορίες για τους κυρίους εδαφών που περιλαμβάνονται στους τόπους που απαριθμούνται στον κατάλογο είναι αλυσιτελές για την εκτίμηση του παραδεκτού της προσφυγής. Είναι ουσιώδες αν, κατόπιν της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι δυνατόν να εξατομικευθούν τα πρόσωπα που αφορά η απόφαση αυτή. Η κυριότητα εδαφών που περιλαμβάνονται στους τόπους κοινοτικής σημασίας, των οποίων ο κατάλογος θεσπίστηκε με την προσβαλλομένη απόφαση, διακρίνει τους προσφεύγοντες, οι οποίοι έχουν δικαιώματα κυριότητας επί των εδαφών, από τις κατασκευαστικές εταιρίες, τις ΜΚΟ ή τους πολίτες.

49      Όσον αφορά την προσφεύγουσα ένωση, δηλαδή τη MTK ry, οι προσφεύγοντες εκτιμούν ότι το δικαίωμά της προσφυγής στηρίζεται στα συμφέροντα των μελών της. Το μείζον τμήμα των μελών της είναι κύριοι εδαφών τα οποία περιλαμβάνονται στους τόπους κοινοτικής σημασίας. Η προσβαλλομένη απόφαση έχει παρεμφερείς συνέπειες για τα περισσότερα μέλη της ενώσεως και για τους προσφεύγοντες, οι οποίοι είναι ιδιώτες.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

50      Κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ’ αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά».

51      Δεδομένου ότι συνομολογείται ότι οι προσφεύγοντες δεν είναι οι αποδέκτες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει να εξετασθεί αν η απόφαση αυτή τους αφορά άμεσα και ατομικά.

52      Πρώτον, όσον αφορά τον άμεσο επηρεασμό των προσφευγόντων, οι οποίοι είναι φυσικά πρόσωπα, υπενθυμίζεται ότι για να υφίσταται άμεσος επηρεασμός ενός ιδιώτη πρέπει το επικρινόμενο κοινοτικό μέτρο, εν προκειμένω η προσβαλλομένη απόφαση, να παράγει άμεσα αποτελέσματα όσον αφορά την έννομη κατάσταση του εν λόγω ιδιώτη και να μην αφήνει καμιά εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του μέτρου αυτού που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, ληφθέντος υπόψη ότι η εφαρμογή αυτή είναι εντελώς αυτόματη και απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική νομοθεσία χωρίς εφαρμογή άλλων ενδιαμέσων κανόνων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C-386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-2309, σκέψη 43, και την προαναφερθείσα απόφαση Salamander κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 52).

53      Αυτό σημαίνει ότι, οσάκις πράξη κοινοτικού οργάνου απευθύνεται σε κράτος μέλος και η ενέργεια στην οποία οφείλει να προβεί το εν λόγω κράτος μέλος κατόπιν αυτής της πράξεως έχει χαρακτήρα αυτόματο ή, εν πάση περιπτώσει, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς την τελική έκβαση, η πράξη αφορά άμεσα οποιοδήποτε θιγόμενο πρόσωπο από την ενέργεια αυτή. Αν, αντίθετα, η πράξη παρέχει στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να ενεργήσει ή να μην ενεργήσει ή δεν του επιβάλει να ασκηθεί η εξουσία αυτή προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, τότε αυτή η ενέργεια ή η αδράνεια του κράτους μέλους αφορά άμεσα το οικείο πρόσωπο και όχι την πράξη καθεαυτή (βλ., συναφώς, διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, T-223/01, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3259, σκέψη 46).

54      Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία καθορίζει, ως τόπους κοινοτικής σημασίας, ζώνες του φινλανδικού εδάφους εντός των οποίων οι προσφεύγοντες έχουν δικαιώματα κυριότητας, παράγει, αφεαυτής, αποτελέσματα επί της νομικής θέσεως των προσφευγόντων. Η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη ως προς το καθεστώς προστασίας των τόπων κοινοτικής σημασίας, όπως μέτρα διατηρήσεως ή τις ακολουθητέες διαδικασίες εγκρίσεως. Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση δεν επηρεάζει ούτε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κυρίων εδαφών ούτε την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες, το γεγονός ότι οι τόποι αυτοί περιλαμβάνονται στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας ουδεμία συνεπάγεται υποχρέωση για τους επιχειρηματίες ή τους ιδιώτες.

55      Το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων διευκρινίζει ότι, από τη στιγμή που ένας τόπος επιλεγεί ως τόπος κοινοτικής σημασίας από την Επιτροπή, το οικείο κράτος μέλος καθορίζει τον τόπο αυτόν ως «ειδική ζώνη διατήρησης» για μέγιστη προθεσμία έξι ετών. Συναφώς, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα διατηρήσεως για τις ειδικές ζώνες διατηρήσεως, και τούτο προκειμένου να ανταποκριθούν στις οικολογικές απαιτήσεις του είδους του φυσικού οικοτόπου και των ειδών που υπάρχουν στους τόπους αυτούς.

56      Το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας περί οικοτόπων ορίζει επίσης ότι, από τη στιγμή που ένας τόπος εγγραφεί στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας, υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφοι 2 έως 4.

57      Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των ενδιαιτημάτων ειδών, καθώς και οι οχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι οχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

58      Επίσης, το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων ορίζει ότι κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται. Συναφώς, το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων διευκρινίζει ότι αν ένα σχέδιο πρέπει να υλοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000.

59      Ενόψει των προαναφερθεισών υποχρεώσεων, τις οποίες υπέχουν τα οικεία κράτη μέλη από τη στιγμή που οι τόποι κοινοτικής σημασίας προσδιορίστηκαν με την προσβαλλομένη απόφαση, διαπιστώνεται ότι καμία από τις υποχρεώσεις αυτές δεν επιβάλλεται άμεσα στους προσφεύγοντες. Πράγματι, όλες οι υποχρεώσεις αυτές απαιτούν πράξη εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, ώστε να προσδιοριστεί κατά ποιο τρόπο προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή την επίμαχη υποχρέωση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για τα αναγκαία μέτρα διατήρησης (άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων), τα μέτρα που είναι κατάλληλα για την αποφυγή της υποβάθμισης του τόπου (άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων), ή τη συμφωνία που πρέπει να δοθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές σ’ ένα σχέδιο που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τον τόπο (άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας περί οικοτόπων).

60      Επομένως, από την οδηγία περί οικοτόπων, βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, προκύπτει ότι η οδηγία δεσμεύει το κράτος μέλος όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει στις εθνικές αρχές την αρμοδιότητα ως προς τα μέτρα διατήρησης που πρέπει να ληφθούν και ως προς τις ακολουθητέες διαδικασίες εγκρίσεως. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το ούτως αναγνωριζόμενο στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τους σκοπούς της οδηγίας περί οικοτόπων.

61      Δεύτερον, όσον αφορά το γεγονός ότι η απόφαση επηρεάζει άμεσα την προσφεύγουσα ένωση, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι η MTK ry ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα των μελών της και η προσβαλλομένη απόφαση έχει παρεμφερείς συνέπειες για τα περισσότερα μέλη της ενώσεως και για τους άλλους προσφεύγοντες, οι οποίοι είναι φυσικά πρόσωπα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι ο επηρεασμός ενδεχομένως της νομικής θέσεως των μελών της προσφεύγουσας ενώσεως δεν μπορεί να είναι διαφορετικός από τον επηρεασμό που προβάλλουν οι ιδιώτες προσφεύγοντες στην υπό κρίση υπόθεση. Επομένως, στο μέτρο που, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση αφορά άμεσα τους ιδιώτες προσφεύγοντες στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αφορά άμεσα ούτε τα μέλη της προσφεύγουσας ενώσεως. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ένωση δεν απέδειξε ότι έχει ίδιον συμφέρον για την εξακολούθηση της προσφυγής, όπως θέση διαπραγματευτή, την οποία επηρεάζει η προσβαλλομένη απόφαση (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψεις 20 επ., και της 24ης Μαρτίου 1993, C‑313/90, CIRFS κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1125, σκέψη 30).

62      Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, και, επομένως, ότι τα αιτήματα με σκοπό την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το ζήτημα αν η επίδικη απόφαση αφορά ατομικώς τους προσφεύγοντες.

63      Πάντως, μολονότι δεν μπορούν να ζητήσουν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγοντες μπορούν να προσβάλουν τα ληφθέντα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6 της οδηγίας περί οικοτόπων μέτρα τα οποία τους επηρεάζουν και στο πλαίσιο αυτό διατηρούν τη δυνατότητα να προβάλουν την έλλειψη νομιμότητας της οδηγίας αυτής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία αποφαίνονται τηρώντας το άρθρο 234 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 1998, C-70/97 P, Kruidvat κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-7183, σκέψεις 48 και 49, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2000, T-45/00, Conseil national des professions de l’automobile κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-2927, σκέψη 26).

64      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα των προσφευγόντων περί διεξαγωγής αποδείξεων (βλ. τη σκέψη 19 ανωτέρω). Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, τα αιτούμενα μέτρα δεν έχουν καμία χρησιμότητα για την επίλυση της διαφοράς. Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

65      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με τα αιτήματά της.

66      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Εν προκειμένω, πρέπει επομένως η Δημοκρατία της Φινλανδίας να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Οι προσφεύγοντες φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

3)      Η Δημοκρατία της Φινλανδίας φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Λουξεμβούργο, 22 Ιουνίου 2006.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       R. García-Valdecasas


* Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.