Language of document : ECLI:EU:T:2010:525

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 16ης Δεκεμβρίου 2010 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Δημόσια ραδιοτηλεόραση – Μέτρα των ολλανδικών αρχών – Απόφαση με την οποία οι ενισχύσεις κηρύσσονται εν μέρει συμβατές και εν μέρει ασύμβατες με την κοινή αγορά – Νέα ενίσχυση ή υφιστάμενη ενίσχυση – Έννοια της κρατικής ενισχύσεως – Έννοια της επιχειρήσεως – Υπέρμετρη αντιστάθμιση των εξόδων που απορρέουν από εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας – Αναλογικότητα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιώματα άμυνας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑231/06 και T‑237/06,

Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την H. Sevenster και τον M de Grave,

προσφεύγον στην υπόθεση T-231/06,

Nederlandse Omroep Stichting (NOS), με έδρα το Hilversum (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους J. Feenstra και H. Speyart van Woerden, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T-237/06,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους N. Khan και H. van Vliet,

καθής,

με αιτήματα την ακύρωση της αποφάσεως 2008/136/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2006, σχετικά με την ειδική χρηματοδότηση των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων των Κάτω Χωρών C 2/2004 (πρώην NN 170/2003) (ΕΕ 2008, L 49, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τη διάσκεψη, από τους F. Dehousse (εισηγητή), προεδρεύοντα, I. Wiszniewska-Białecka, K. Jürimäe, A. Dittrich και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: J. Plingers, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Μαρτίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 16 ΕΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 73 [ΕΚ], 86 [ΕΚ] και 87 [ΕΚ], και ενόψει της θέσης που κατέχουν οι υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος στα πλαίσια των κοινών αξιών της Ένωσης, καθώς και της συμβολής τους στην προώθηση της κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, η Κοινότητα και τα κράτη μέλη, εντός των πλαισίων των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους, και εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας συνθήκης, μεριμνούν ούτως ώστε οι υπηρεσίες αυτές να λειτουργούν βάσει αρχών και προϋποθέσεων οι οποίες να επιτρέπουν την εκπλήρωση του σκοπού τους.»

2        Κατά το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ:

«Οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες της παρούσας συνθήκης, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας.»

3        Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ έχει ως εξής:

«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως.»

4        Το άρθρο 311 ΕΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα πρωτόκολλα που προσαρτώνται στην παρούσα συνθήκη με κοινή συμφωνία των κρατών μελών αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της.»

5        Κατά το πρωτόκολλο για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη (ΕΕ 1997, C 340, σ. 109, στο εξής: πρωτόκολλο του Άμστερνταμ), το οποίο προσαρτήθηκε στη Συνθήκη ΕΚ ως παράρτημα της Συνθήκης του Άμστερνταμ:

«[Τα κράτη μέλη,] εκτιμώντας ότι το σύστημα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες κάθε κοινωνίας, καθώς και με την ανάγκη να διασφαλίζεται η πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης, συμφώνησαν επί των ακόλουθων ερμηνευτικών διατάξεων, οι οποίες προσαρτώνται στη Συνθήκη [ΕΚ]:

Οι διατάξεις της Συνθήκης [ΕΚ] ισχύουν υπό την επιφύλαξη της αρμοδιότητας των κρατών μελών να μεριμνούν για τη χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, εφόσον η χρηματοδότηση αυτή παρέχεται σε ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς για την εκπλήρωση του στόχου της δημόσιας υπηρεσίας, έτσι όπως την έχει θεσμοθετήσει, οριοθετήσει και οργανώσει κάθε κράτος μέλος, και εφόσον η χρηματοδότηση αυτή δεν επηρεάζει τις Συνθήκες του εμπορίου και τον ανταγωνισμό εντός της Κοινότητας σε βαθμό αντιβαίνοντα στο κοινό συμφέρον, ενώ λαμβάνεται υπόψη η πραγματοποίηση του στόχου που εξυπηρετεί αυτή η δημόσια υπηρεσία.»

6        Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), περιλαμβάνει τους εξής ορισμούς:

«α)      “ενίσχυση”: κάθε μέτρο το οποίο πληροί όλα τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο [87], παράγραφος 1, [ΕΚ]·

β)      “υφιστάμενη ενίσχυση”:

i)      […] όλες οι ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης στο οικείο κράτος μέλος, δηλαδή καθεστώτα ενισχύσεων και ατομικές ενισχύσεις που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν, και εφαρμόζονται ακόμη έπειτα, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης·

ii)      κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο·

[…]

γ)      “νέα ενίσχυση”: κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων·

[…]

στ)      “παράνομη ενίσχυση”: νέα ενίσχυση η οποία εφαρμόζεται κατά παράβαση του άρθρου [88], παράγραφος 3, [ΕΚ]·

[…]».

7        Στις 15 Νοεμβρίου 2001, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσίευσε την ανακοίνωση 2001/C 320/04 σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις που αφορούν τις δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων (ΕΕ C 320, σ. 5, στο εξής: ανακοίνωση περί ραδιοτηλεοράσεως), με την οποία καθόρισε τις αρχές τις οποίες πρόκείται στο εξής να τηρεί κατά την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ και του άρθρου 87 ΕΚ σε σχέση με τη χρηματοδότηση δημόσιων φορέων ραδιοτηλεοράσεως από το κράτος.

 Ιστορικό της διαφοράς

8        Η Επιτροπή, στην οποία περιήλθαν κατά τα έτη 2002 και 2003 διάφορες καταγγελίες, ιδίως εκ μέρους ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών επιχειρήσεων, κατά τις οποίες το σύστημα χρηματοδοτήσεως που ισχύει για τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς των Κάτω Χωρών συνιστά ασύμβατη με την κοινή αγορά κρατική ενίσχυση, ζήτησε από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών περαιτέρω εξηγήσεις. Με βάση τις εξηγήσεις αυτές, αποφάσισε στις 3 Φεβρουαρίου 2004, να κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ (ΕΕ C 61, σ. 8, στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας).

9        Μετά το πέρας της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 22 Ιουνίου 2006, την απόφαση 2008/136/ΕΚ σχετικά με την ειδική χρηματοδότηση των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων των Κάτω Χωρών C 2/2004 (πρώην NN 170/2003) (ΕΕ 2008, L 49, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

10      Η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, παρουσίασε λεπτομερώς το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως στις Κάτω Χώρες, ιδίως δε τους δραστηριοποιούμενους φορείς και τη χρηματοδότησή του.

11      Επισήμανε ιδίως ότι, εκτός των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών επιχειρήσεων, δραστηριοποιούνται διάφοροι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς. Διευκρίνισε ότι, μεταξύ των τελευταίων, η Nederlandse Omroep Stichting (NOS) (ολλανδική ραδιοτηλεοπτική ένωση), προσφεύγουσα στην υπόθεση T-237/06, διαδραματίζει διπλό ρόλο. Αφενός, αποτελεί δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα δραστηριοποιούμενο με την επωνυμία NOS RTV (στο εξής: NOS RTV). Αφετέρου, το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο λειτουργεί υπό τον τίτλο Publieke Omroep (δημόσια ραδιοτηλεόραση, στο εξής: PO), είναι επιφορτισμένο, κατά το άρθρο 16 του Mediawet (ολλανδικός νόμος περί μέσων ενημερώσεως, Stb. 1987, αριθ. 249), να συντονίζει συνολικώς το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως (αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Η Επιτροπή επισήμανε επίσης, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι κύριοι χρηματοοικονομικοί πόροι των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων, συμπεριλαμβανομένης της NOS, υπό τη διττή της ιδιότητα, προέρχονταν από ετήσιες κρατικές επιδοτήσεις. Προκειμένου να απορροφήσουν τις δημοσιονομικές διακυμάνσεις, οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς επιτρέπεται να τηρούν ορισμένα αποθεματικά. Από το 1994, λαμβάνουν επίσης ειδικές χρηματοδοτήσεις τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση. Στο σημείο III της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι χρηματοδοτήσεις αυτές εξετάζονται υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

13      Η Επιτροπή, αφού εξέτασε κατά πόσον οι ως άνω ειδικές χρηματοδοτήσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατική ενίσχυση, ιδίως υπό το πρίσμα των κριτηρίων που τέθηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (Συλλογή 2000, σ. I‑7747, στο εξής: απόφαση Altmark), συνήγαγε ότι αυτές όντως αποτελούν κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (σκέψη 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Στη συνέχεια, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη ορισμένα χαρακτηριστικά των ως άνω χρηματοδοτήσεων (αιτιολογική σκέψη 109 της προσβαλλομένης αποφάσεως), κατέληξε στο συμπέρασμα (αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ότι αυτές πρέπει να χαρακτηριστούν ως νέα ενίσχυση.

15      Στο σημείο 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προέβη σε εξέταση του συμβατού των ειδικών χρηματοδοτήσεων με το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, διαπιστώνοντας ότι ορισμένοι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς έτυχαν υπέρμετρων αντισταθμιστικών παροχών μεταφερόμενων εν γένει στα αποθεματικά προγράμματος (αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δεδομένου ότι μέρος αυτών των αποθεματικών μεταβιβάστηκε το 2005 στο PO, η Επιτροπή έκρινε ότι η μεταβίβαση αυτή, με την οποία ενισχύθηκε η υπέρμετρη αντιστάθμιση, συνιστά ειδική χρηματοδότηση (αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Η Επιτροπή, αφού αξιολόγησε την αντιστάθμιση σε σχέση με το PO, συνήγαγε, στο σημείο 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το PO έτυχε υπέρμετρης αντισταθμίσεως η οποία πρέπει να επιστραφεί από τη NOS υπό την ιδιότητά της ως PO (αιτιολογική σκέψη 178 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το ως άνω συμπέρασμα ακολουθείται από το κάτωθι διατακτικό, το αυθεντικό κείμενο του οποίου είναι διατυπωμένο στην ολλανδική:

«Άρθρο 1

1. Η ειδική κρατική ενίσχυση που χορήγησ[ε το Βασίλειο των] Κάτω [Χωρών] στην ΝOS για τη λειτουργία που ασκεί ως ΡΟ [στο πλαίσιο του ολλανδικού συστήματος δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως] δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

2. Η ασυμβίβαστη ειδική κρατική ενίσχυση ανακτάται από [την ΝOS]. Το ποσό προς ανάκτηση ανέρχεται σε 76,327 εκατ. ευρώ, συν τους τόκους.

3. Η ειδική κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στους επιμέρους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς συμβιβάζεται με την κοινή αγορά υπό τον όρο ότι, στον βαθμό που η ενίσχυση οδηγεί σε υπεραντιστάθμιση των καθηκόντων δημόσιας υπηρεσίας, το πλεόνασμα διατηρείται σε απόθεμα ειδικού σκοπού, το ποσό του οποίου δεν υπερβαίνει το 10 % του ετήσιου προϋπολογισμού του ραδιοτηλεοπτικού φορέα και υπό τον όρο ότι [το Βασίλειο των] Κάτω [Χωρών] παρακολουθ[εί] τακτικά την τήρηση του εν λόγω ορίου.

Άρθρο 2

1. [Το Βασίλειο των] Κάτω [Χωρών] λαμβάν[ει] όλα τα απαραίτητα μέτρα για να ανακτήσ[ει] από τον PO την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 και τέθηκε παράνομα στη διάθεση του αποδέκτη.

2. Η ανάκτηση πραγματοποιείται [αμελλητί] […]

3. Ο οφειλόμενος τόκος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 υπολογίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 9 και 11 του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής […]

Άρθρο 3

[Το Βασίλειο των] Κάτω [Χωρών] ενημερών[ει] την Επιτροπή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβ[ε] και προτίθε[ται] να λάβ[ει] για την εφαρμογή της […]

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με δικόγραφα που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως στις 30 Αυγούστου και στις 4 Σεπτεμβρίου 2006, και τα οποία πρωτοκολλήθηκαν, αντιστοίχως, υπό τους αριθμούς T-231/06 και T-237/06, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, αφενός, και η NOS, αφετέρου, άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

18      Στην υπόθεση T-231/06, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση εξαιρουμένου του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως αυτής·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

20      Στην υπόθεση T-237/06, η NOS ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, και τα άρθρα 2 και 3 όπως και τις αιτιολογικές σκέψεις στις οποίες στηρίζονται τα άρθρα αυτά, σε κάθε δε περίπτωση να την ακυρώσει εν μέρει·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

21      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τη NOS στα δικαστικά έξοδα.

22      Με απόφαση της 9ης Ιουνίου 2009, το Γενικό Δικαστήριο, κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, παρέπεμψε τις υπό κρίση υποθέσεις ενώπιον του πρώτου πενταμελούς τμήματος, του οποίου η σύνθεση τροποποιήθηκε με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2009 λόγω κωλύματος ενός εκ των μελών του.

23      Με την από 17 Δεκεμβρίου 2009 διάταξη, ο Πρόεδρος του πρώτου πενταμελούς τμήματος, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε την ένωση των υποθέσεων T‑231/06 και T‑237/06 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως κατά το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

24      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Μαρτίου 2010.

 Σκεπτικό

25      Προς στήριξη της προσφυγής του στην υπόθεση T-231/06, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ο δεύτερος από εσφαλμένο χαρακτηρισμό των ειδικών χρηματοδοτήσεων ως νέων ενισχύσεων και ο τρίτος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, από λοιπά σφάλματα και έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τον υπολογισμό της υπέρμετρης αντισταθμίσεως και το ποσό της ενισχύσεως της οποίας διετάχθη η ανάκτηση.

26      Προς στήριξη της προσφυγής της στην υπόθεση T-237/06, η NOS προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως και ανεπαρκή αιτιολογία σχετικά με τον χαρακτηρισμό των ειδικών χρηματοδοτήσεων ως νέων ενισχύσεων. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία και εσφαλμένη εφαρμογή της αποφάσεως Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, αντί εφαρμογής του πρωτοκόλλου του Άμστερνταμ. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παραβάσεις οφειλόμενες στην έλλειψη συνδέσμου μεταξύ των ειδικών χρηματοδοτήσεων και της προσαπτόμενης υπέρμετρης αντισταθμίσεως. Με τον τέταρτο λόγο, ο οποίος διαιρείται σε τρία σκέλη, η NOS προβάλλει την έλλειψη συνδρομής ορισμένων στοιχείων για τη στοιχειοθέτηση κρατικής ενισχύσεως και έλλειψη αιτιολογίας. Ο πέμπτος λόγος που προβάλλει η NOS αντλείται από ανεπαρκή έλεγχο αναλογικότητας. Ο έκτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

27      Επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού ο πρώτος λόγος που προβάλλει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και ο έκτος λόγος που προβάλλει η NOS περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και παραβάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Προσήκει, εν συνεχεία, να εξεταστούν ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η NOS όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των επίδικων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων και την εφαρμογή της αποφάσεως Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, προ της από κοινού εξετάσεως του δευτέρου λόγου που προβάλλει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και του πρώτου λόγου που προβάλλει η NOS σχετικά με τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό των επίδικων μέτρων ως νέων ενισχύσεων. Τέλος, η εξέταση θα ολοκληρωθεί με τον τρίτο λόγο που προβάλλουν οι δύο προσφεύγοντες και τον πέμπτο λόγο που προβάλλει η NOS σχετικά με τον υπολογισμό της υπέρμετρης αντισταθμίσεως και την αναλογικότητα της ενισχύσεως.

 Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και επί της παραβάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

28      Τόσο το Βασίλειο των Κάτω Χωρών όσο και η NOS (στο εξής, από κοινού: προσφεύγοντες) προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας τους στον βαθμό που η προσβαλλόμενη απόφαση αποκλίνει ουσιωδώς από την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας σε πολλά σημεία.

29      Πρώτον, κατά τους προσφεύγοντες, η Επιτροπή, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, δεν εξέτασε ρητώς το ζήτημα της χρηματοδοτήσεως των διαφόρων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων. Στην προσβαλλόμενη απόφαση διερευνώνται απεναντίας τα έσοδα και οι συμπληρωματικές δραστηριότητες των εν λόγω φορέων καθώς και τα εκτιμώμενα αποθεματικά τους.

30      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι η μέθοδος υπολογισμού της υπέρμετρης αντισταθμίσεως και τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας διαφέρουν από αυτά βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

31      Η NOS προσθέτει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διεύρυνε το καλυπτόμενο από την επίσημη διαδικασία ελέγχου χρονικό διάστημα. Εφόσον η Επιτροπή διευκρίνισε, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, ότι το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα αφορούσε μόνο τα έτη 1992 έως 2002, όφειλε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, να περιοριστεί στην εξέταση αυτού μόνο του διαστήματος.

32      Τέλος, η NOS διατείνεται ότι οι επελθούσες μεταξύ της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και της προσβαλλομένης αποφάσεως τροποποιήσεις συνιστούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της, για τον πρόσθετο λόγο ότι η Επιτροπή απέρριψε τα αιτήματα περί διεξαγωγής συσκέψεων και προσβάσεως στον φάκελο.

33      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

34      Κατά παγία νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου και που μπορεί να καταλήξει σε βλαπτική για το πρόσωπο αυτό πράξη αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου και πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και όταν δεν υφίσταται ειδική ρύθμιση. Η αρχή αυτή απαιτεί να έχει δοθεί η δυνατότητα στο πρόσωπο κατά του οποίου η Επιτροπή κίνησε διοικητική διαδικασία να καταστήσει, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, κατά τρόπο αποτελεσματικό γνωστή την άποψή του ως προς το υποστατό και τη λυσιτέλεια των προβαλλομένων από την Επιτροπή πραγματικών περιστατικών και συνθηκών και ως προς τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή προκειμένου να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι συντρέχει παραβίαση του κοινοτικού δικαίου (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 2008, T‑309/04, T‑317/04, T‑329/04 και T‑336/04, TV 2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2935, σκέψη 136 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Αφενός, η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, λαμβανομένης υπόψη της εν γένει οικονομίας της, κινείται κατά του κράτους μέλους που ευθύνεται, από πλευράς των κοινοτικών του υποχρεώσεων, για τη χορήγηση της ενισχύσεως. Επομένως, προς σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, εφόσον δεν δόθηκε η δυνατότητα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να σχολιάσει ορισμένα στοιχεία, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί σε αυτά στην απόφασή της κατά του εν λόγω κράτους (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. I‑7869, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Αφετέρου, όσον αφορά τα δικαιώματα των επιχειρήσεων που είναι δικαιούχοι κρατικών ενισχύσεων, επισημαίνεται ότι η διοικητική διαδικασία που αφορά κρατικές ενισχύσεις κινείται μόνον κατά του οικείου κράτους μέλους. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, οι δικαιούχοι των ενισχύσεων επιχειρήσεις θεωρούνται απλώς ως ενδιαφερόμενοι. Επομένως οι ενδιαφερόμενοι, όπως εν προκειμένω η NOS, δεν μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιώματα άμυνας που αναγνωρίζονται στα πρόσωπα κατά των οποίων κινείται η διαδικασία, αλλά διαθέτουν απλώς και μόνο το δικαίωμα συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία, στον ανάλογο βαθμό, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση TV2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 137 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 659/1999, οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας μπορεί να περιορίζεται στην επανάληψη των πρόσφορων πραγματικών και νομικών στοιχείων, στην παράθεση προσωρινής εκτιμήσεως του επίδικου κρατικού μέτρου, με σκοπό να προσδιοριστεί εάν το μέτρο έχει χαρακτήρα ενισχύσεως, και στην παράθεση των λόγων που γεννούν αμφιβολίες ως προς το συμβατό του με την κοινή αγορά (βλ. απόφαση TV2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 138 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Επομένως, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας πρέπει να παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να μετέχουν αποτελεσματικά στην επίσημη διαδικασία ελέγχου, στο πλαίσιο της οποίας θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους. Προς τον σκοπό αυτόν, αρκεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να γνωρίζουν τη συλλογιστική που οδήγησε την Επιτροπή να κρίνει προσωρινώς ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε ενδεχομένως νέα ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά (βλ. απόφαση TV2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 139 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Με γνώμονα την ανωτέρω νομολογία και, επομένως, δεδομένης της διαφορετικής καταστάσεως στην οποία ευρίσκονται το εμπλεκόμενο κράτος μέλος και οι ενδιαφερόμενοι όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, επιβάλλεται η εξέταση της επιχειρηματολογίας των προσφευγόντων κατά την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση αποκλίνει από την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας σε βαθμό τέτοιο που να προσβάλλονται τα δικαιώματα άμυνας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και τα πιο περιορισμένα δικαιώματα που αντλεί η NOS από την ιδιότητά της ως ενδιαφερόμενη.

40      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο η Επιτροπή εξέτασε την κατ’ ιδίαν οικονομική κατάσταση των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων κατά τρόπο περισσότερο εμπεριστατωμένο στην προσβαλλόμενη απόφαση απ’ ό,τι στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, πρέπει να επισημανθεί, καταρχάς, ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, ιδίως δε από τον τίτλο της, αυτή είχε ως αντικείμενο τα ειδικά μέτρα σε σχέση με τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς των Κάτω Χωρών και την Nederlandse Omroepproduktie Bedrijf (ολλανδική εταιρία ραδιοτηλεοπτικών παραγωγών, στο εξής: NOB).

41      Επιπλέον, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διέθετε, κατά το στάδιο της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, ακριβείς πληροφορίες για ενδεχόμενη υπέρμετρη αντιστάθμιση όσον αφορά καθέναν από τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, αλλά εκτιμούσε ότι αυτοί είχαν συνολικώς λάβει υπέρμετρες αντισταθμιστικές παροχές, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου προκειμένου να άρει τις αμφιβολίες της επ’ αυτού του ζητήματος. Αναγκαία συνέπεια της διερευνήσεως ενδεχόμενων ενισχύσεων υπέρ του συστήματος δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως ήταν ο ατομικός έλεγχος καθενός από τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς.

42      Δεν μπορεί επομένως να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, δεν διευκρίνισε ότι επρόκειτο να εξετάσει ατομικώς την οικονομική κατάσταση καθενός από τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς.

43      Η NOS είχε επίσης γνώση του σκεπτικού με βάση το οποίο η Επιτροπή οδηγήθηκε στην προσωρινή διαπίστωση ότι το επίμαχο μέτρο μπορεί να συνιστά νέα ενίσχυση, ενώ της παρεσχέθη η δυνατότητα να αναπτύξει τα επιχειρήματά της, υπό την έννοια της παρατιθέμενης στη σκέψη 38 ανωτέρω, νομολογίας.

44      Όσον αφορά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που έχει θέσει η νομολογία για τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των κρατών μελών, δεν επήλθε στο πλαίσιο αυτό προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του Βασιλείου. Πράγματι, αντιθέτως προς όσα διατείνεται το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το πεδίο της έρευνας διευρύνθηκε, αυτό ήταν σε θέση να αντιταχθεί στην παροχή ατομικών στοιχείων και στον συνυπολογισμό των στοιχείων αυτών από την Επιτροπή μέχρι το 2005. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Επιτροπή του ζήτησε με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2005 συμπληρωματικές πληροφορίες όσον αφορά τα κατ’ ιδίαν αποθεματικά των διαφόρων ραδιοτηλεοπτικών φορέων. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών απάντησε με έγγραφο της 3ης Φεβρουαρίου 2006, το οποίο περιελάμβανε 18 σελίδες με λεπτομερείς παρατηρήσεις επί του εγγράφου της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 2005. Οι εν λόγω πληροφορίες αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεως μεταξύ της Επιτροπής και των ολλανδικών αρχών, στις 14 Φεβρουαρίου 2006. Στο από 3 Φεβρουαρίου 2006 έγγραφό τους, οι αρχές αυτές δήλωσαν ρητώς ότι με ικανοποίηση διαπίστωναν πως ο εκ μέρους της Επιτροπής έλεγχος επρόκειτο να επεκταθεί και στα έτη 2002 έως και 2005. Δεδομένου ότι η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 22 Ιουνίου 2006, οι ολλανδικές αρχές είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση, όπως όντως έπραξαν, επί του συνυπολογισμού των ως άνω στοιχείων.

45      Επομένως, η σχετική επιχειρηματολογία των προσφευγόντων δεν είναι βάσιμη και ως εκ τούτου η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

46      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, η μέθοδος υπολογισμού της υπέρμετρης αντισταθμίσεως και τα αριθμητικά στοιχεία που λήφθηκαν σχετικώς υπόψη διαφέρουν από όσα χρησιμοποιήθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή, κατά το στάδιο της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι τα διαθέσιμα ποσά στο Fonds Omroep Reserve (ταμείο αποθεματικών για τη ραδιοτηλεόραση, στο εξής: FOR) και στα αποθεματικά προγράμματος των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων συνιστούσαν ένδειξη υπέρμετρης χρηματοδοτήσεως για τα καθαρά έξοδα τα απορρέοντα από την ανατεθείσα σε αυτούς αποστολή δημόσιας υπηρεσίας και ότι, βάσει των συγκεντρωτικών στοιχείων που εκδόθηκαν το 2001, δεν αξιοποιήθηκαν ειδικές χρηματοδοτήσεις συνολικού ύψους 110 εκατομμυρίων ευρώ (αιτιολογική σκέψη 105 της απόφαση αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας).

47      Πάντως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, βάσει των κατ’ ιδίαν στοιχείων εκάστου δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα για το χρονικό διάστημα από το 1994 έως 2005 τα οποία έλαβε κατά την πρόοδο της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, διαπιστώνει δύο στοιχεία. Αφενός, όσον αφορά τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, το ποσό των κατ’ ιδίαν αποθεματικών τους δεν υπερβαίνει το 10 % του ετήσιου προϋπολογισμού κατόπιν της μεταβιβάσεως μέρους των αποθεματικών τους στο PO (αιτιολογικές σκέψεις 146 έως 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αφετέρου, όσον αφορά το PO, το συνολικό ποσό των χορηγηθεισών σε αυτό ενισχύσεων, νέων και υφισταμένων, και τις οποίες ενσωμάτωσε στα αποθεματικά του για το χρονικό διάστημα από το 1994 έως το 2005 ανέρχεται στο ποσό των 98,365 εκατομμυρίων ευρώ, εκ του οποίου πρέπει να ανακτηθεί μόνον το ποσό των 76,327 εκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο της διαδικασίας περί νέων ενισχύσεων, ποσό το οποίο προέρχεται κατά 33,870 εκατομμύρια ευρώ από το FOR και κατά 42,457 εκατομμύρια ευρώ από μεταβίβαση αποθεματικών των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων το 2005 (αιτιολογικές σκέψεις 153 έως 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

48      Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση διαφέρει από την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας κατά το μέρος που η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα οριστικά και εξατομικευμένα στοιχεία που της παρέσχαν οι ολλανδικές αρχές για το χρονικό διάστημα μέχρι το 2005, έλαβε υπόψη την πραγματοποιηθείσα το 2005 μεταβίβαση των αποθεματικών των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων στο PO μετά την έκδοση αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και έλαβε υπόψη για τον υπολογισμό του προς ανάκτηση ποσού της ενισχύσεως μόνον τα ποσά που προέρχονταν από χρηματοδοτήσεις τις οποίες λόγιζε ως νέες ενισχύσεις.

49      Εντούτοις, οι διαφορές αυτές οφείλονται σε στοιχεία που περιήλθαν στην Επιτροπή και σε πράξη που τελέσθηκε μετά την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, διαρκούσης της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, στο πλαίσιο της οποίας καθίσταται δυνατή η ενδελεχής εξέταση και διασάφηση των ζητημάτων που εγείρει η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας. Η Επιτροπή δεν μπορούσε επομένως να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, αλλά υπεχρεούτο να το πράξει κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

50      Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 7 του κανονισμού 659/1999, μετά την περάτωση της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, η εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση ενδέχεται να έχει μεταβληθεί, εφόσον αυτή μπορεί να αποφασίσει, εν τέλει, ότι το μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση ή ότι διαλύθηκαν οι αμφιβολίες ως προς το ασύμβατο του εν λόγω μέτρου προς την κοινή αγορά. Συνεπώς, η τελική απόφαση μπορεί να εμφανίζει ορισμένες αποκλίσεις έναντι της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, χωρίς ωστόσο οι αποκλίσεις αυτές να καθιστούν ελαττωματική την τελική απόφαση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Μαρτίου 2009, T‑424/05, Ιταλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 69).

51      Τέλος, όσον αφορά ειδικότερα τη σχετική επιχειρηματολογία του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, από το έγγραφο της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 2005 και το παράρτημα 1 του εν λόγω εγγράφου σε συνδυασμό με την ανακοίνωση περί ραδιοτηλεοράσεως προκύπτει ότι οι ολλανδικές αρχές είχαν ήδη κατ’ αυτήν την ημερομηνία τη δυνατότητα να κατανοήσουν τη μέθοδο που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή για τον υπολογισμό της υπέρμετρης αντισταθμίσεως. Επομένως, οι ολλανδικές αρχές μπόρεσαν λυσιτελώς να ασκήσουν τα δικαιώματα άμυνάς τους.

52      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η απόρριψη της δεύτερης αιτιάσεως των προσφευγόντων.

53      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της NOS κατά το οποίο η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, όφειλε να περιοριστεί στον έλεγχο των ειδικών χρηματοδοτήσεων για το χρονικό διάστημα από 1992 έως 2002, το οποίο είχε ακριβώς λάβει υπόψη στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, πρέπει προκαταρκτικώς να σημειωθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ρητώς διευκρίνισε ότι η απόφαση αυτή αφορούσε τις ειδικές χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν από το έτος 1994 και για το διάστημα μέχρι το έτος 2005. Επισήμανε επίσης ότι, αφενός, μολονότι η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας αφορά τη διαδικασία από το έτος 1992, οι ειδικές χρηματοδοτήσεις άρχισαν για πρώτη φορά να καταβάλλονται στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς από το έτος 1994 (αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, δεν διέθετε οριστικά στοιχεία παρά μόνο στο τέλος του έτους 2005, πράγμα το οποίο δικαιολογεί ότι δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που διαβίβασε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών για το έτος 2006 (αιτιολογικές σκέψεις 10 και 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

54      Όμως, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 4 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή ρητώς επισήμανε ότι η επίσημη διαδικασία ελέγχου αφορούσε το διάστημα από 1992. Επομένως, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας δεν έθετε χρονικά όρια ως προς τη λήξη του επίμαχου χρονικού διαστήματος.

55      Επιπλέον, το επιχείρημα κατά το οποίο η Επιτροπή, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, προέβη απλώς σε διαπιστώσεις σχετικά με το χρονικό διάστημα από 1992 έως 2002 δεν ευσταθεί, εφόσον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 47 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ορισμένα εξειδικευμένα αριθμητικά στοιχεία για το χρονικό διάστημα από το έτος 2001 έως το έτος 2006. Ως εκ περισσού, το επιχείρημα αυτό είναι εξάλλου άνευ σημασίας για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, καθόσον, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή ουδόλως απέκλεισε ότι ο έλεγχός της μπορεί να εκτείνεται και σε έτη μεταγενέστερα του 2002.

56      Επομένως, επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος της NOS το οποίο στηρίζεται στη διεύρυνση του επίμαχου χρονικού διαστήματος στην προσβαλλόμενη απόφαση.

57      Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα της NOS κατά το οποίο αυτή δεν είχε τη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή της στην Επιτροπή στο πλαίσιο συσκέψεως, πρέπει, καταρχάς, να σημειωθεί ότι η NOS διατείνεται πως η Επιτροπή ενέκρινε τη μεταβίβαση των αποθεματικών των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων στο PO «κατά τη σύσκεψη της 28ης Ιουνίου 2005 μεταξύ των εκπροσώπων της NOS και του [μέλους της Επιτροπής που ήταν επιφορτισμένο με τον χειρισμό ζητημάτων] ανταγωνισμού». Επομένως, η NOS μετέσχε στην εν λόγω σύσκεψη της 28ης Ιουνίου 2005 όπως επίσης και σε αυτήν της 14ης Φεβρουαρίου 2006, την οποία όμως δεν θεωρεί ως διαδικασία με δυνατότητα εκατέρωθεν προβολής απόψεων. Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι η NOS, υπό την ιδιότητά της ως ενδιαφερόμενη, δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να επικαλεστεί τα δικαιώματα άμυνας φορέας των οποίων είναι το οικείο κράτος μέλος (βλ. παρατιθέμενη στη σκέψη 36 ανωτέρω νομολογία).

58      Στη συνέχεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως τονίζει η Επιτροπή, η NOS της απέστειλε έγγραφο στις 21 Απριλίου 2004, στο οποίο εξέθετε, υπό την προβαλλόμενη ιδιότητα της «αμέσως ενδιαφερομένης», και ιδίως εν ονόματι των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων, τις παρατηρήσεις της κατόπιν της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας. Η NOS ζήτησε επίσης διευκρινίσεις από την Επιτροπή με έγγραφο που της απηύθυνε στις 8 Μαρτίου 2005.

59      Κατά συνέπεια, εκτός του γεγονότος ότι στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας γινόταν μνεία της NOS, αυτή συμμετείχε και στη διαδικασία, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 36 ανωτέρω, νομολογία.

60      Τέλος, καθόσον η NOS διατείνεται ότι το αίτημά της για πρόσβαση στον φάκελο απορρίφθηκε, αρκεί να σημειωθεί ότι αυτή ουδόλως αποδεικνύει την υποβολή αιτήματος και την απόρριψή του.

61      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ ούτε προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και τα περιορισμένα δικαιώματα τα οποία αντλεί η NOS από την ιδιότητά της ως ενδιαφερόμενη, επομένως επιβάλλεται η απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και του έκτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η NOS.

 Επί του εσφαλμένου χαρακτηρισμού των ειδικών χρηματοδοτήσεων ως κρατικών ενισχύσεων

62      Η NOS αμφισβητεί από πολλές πλευρές και προβάλλοντας περισσότερους λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού, τον υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων έλεγχο των ειδικών χρηματοδοτήσεων τον οποίο διενήργησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση. Με τον τέταρτο λόγο, και ειδικότερα με το πρώτο σκέλος αυτού, η NOS προβάλλει ότι εσφαλμένως χαρακτηρίστηκαν ως κρατικοί πόροι τα έσοδα του Coproductiefonds Binnenlandse Omroep (ταμείο συμπαραγωγών, στο εξής: CoBo), με το δεύτερο σκέλος, ότι η NOS υπό την ιδιότητά της ως PO δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση και, με το τρίτο σκέλος, ότι δεν δημιουργήθηκε στρέβλωση του ανταγωνισμού και ότι η απόφαση δεν περιέχει αιτιολογία ως προς το ζήτημα αυτό. Με τον δεύτερο λόγο, η NOS αμφισβητεί την ερμηνεία και την εφαρμογή της αποφάσεως Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, στην οποία προέβη η Επιτροπή κατά την εξέταση του παρεχόμενου με τις ειδικές χρηματοδοτήσεις οικονομικού πλεονεκτήματος, και προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας ως προς το ζήτημα αυτό.

 Επί του εσφαλμένου χαρακτηρισμού των προερχόμενων από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας εσόδων του CoBo ως κρατικών πόρων

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

63      Κατά τη NOS, τα προερχόμενα από εκμετάλλευση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας έσοδα, τα οποία εισπράττονται από βελγικές και γερμανικές επιχειρήσεις καλωδιακής τηλεοράσεως, αποτελούν πηγή χρηματοδοτήσεως ανεξάρτητη από την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας. Η NOS διατείνεται ότι, κατά το ολλανδικό δίκαιο, η συμμετοχή της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως στην καλωδιακή μετάδοση των προγραμμάτων της στο εξωτερικό θεωρείται ως συμπληρωματική δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, τα καταβαλλόμενα ποσά αποτελούν καταφανώς κεφάλαια ιδιωτικής προελεύσεως και όχι κρατικούς πόρους υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

64      Η NOS διατείνεται ότι τα ποσά που καταβάλλουν αλλοδαπές επιχειρήσεις καλωδιακής τηλεοράσεως στο πλαίσιο της εκμεταλλεύσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας κατατίθενται με δική της μέριμνα στο CoBo, το οποίο διαχειρίζονται οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς. Το γεγονός ότι οι δημόσιες αρχές εξαρτούν τη χρήση αυτών των κεφαλαίων από ορισμένες προϋποθέσεις δεν μεταβάλλει τον ιδιωτικό χαρακτήρα της προελεύσεώς τους.

65      Η Επιτροπή φρονεί ότι η αιτίαση αυτή δεν ευσταθεί, για τον λόγο ότι το PO δεν έλαβε καμία χρηματοδότηση προερχόμενη από το CoBo. Επιπλέον, αμφισβητεί τον ιδιωτικό χαρακτήρα των κεφαλαίων του CoBo.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

66      Δεδομένου ότι η NOS διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι τα περί ακυρώσεως αιτήματά της δεν στρέφονται κατά του άρθρου 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως είναι άνευ σημασίας για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

67      Πράγματι, η NOS ζητεί την ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, με το οποίο η χορηγηθείσα στη NOS υπό την ιδιότητά της ως PO κρατική ενίσχυση κηρύχθηκε ασύμβατη προς την κοινή αγορά και διετάχθη η ανάκτησή της. Όπως όμως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως και από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 152 αυτής, το CoBo δεν διενήργησε καμία καταβολή προς το PO. Τα κεφάλαια του CoBo δεν μπορούν επομένως να ληφθούν υπόψη όσον αφορά την κρατική ενίσχυση την οποία έλαβε το PO και της οποίας διετάχθη η ανάκτηση.

68      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η απόρριψη του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η NOS.

 Επί της μη συνδρομής των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η NOS, υπό την ιδιότητά της ως PO, μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

69      Η NOS, δεχόμενη μεν ότι έχει την ιδιότητα επιχειρήσεως στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της με αντικείμενο τα ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα, υποστηρίζει εντούτοις ότι δεν είναι επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, κατά το μέρος που δραστηριοποιείται ως διαχειριστής και συντονιστής του συστήματος δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως. Η διάκριση μεταξύ αυτών των δύο δραστηριοτήτων προκύπτει σαφώς από το άρθρο 16 του Mediawet και από την τήρηση χωριστών λογιστικών καταστάσεων για κάθε δραστηριότητα.

70      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προσβαλλόμενη απόφαση κατέστη ελαττωματική, καθόσον η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε επαρκή εξέταση των πραγματικών περιστατικών, κακώς χαρακτήρισε τη NOS ως επιχείρηση, ερμήνευσε εσφαλμένως τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και αιτιολόγησε ανεπαρκώς την εκτίμησή της κατά την οποία η NOS έτυχε, υπό την ιδιότητά της ως επιχείρηση, υπέρμετρης αντισταθμίσεως. Κατά τη NOS, οι δραστηριότητές της ως διαχειριστή και συντονιστή του συστήματος δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως δεν συνιστούν εμπορικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε δεδομένη αγορά. Η NOS αναφέρεται συναφώς στην απόφαση της ολλανδικής αρχής ανταγωνισμού, της 29ης Σεπτεμβρίου 2005, στην υπόθεση 5059/NOS-NOB, με την οποία η εν λόγω αρχή έκρινε ότι οι ραδιοτηλεοπτικές δραστηριότητες της NOS αποτελούν εμπορικές δραστηριότητες, πλην όμως η NOS δεν έχει την ιδιότητα επιχειρήσεως κατά το μέρος που εκπληρώνει αποστολή γενικού συμφέροντος με την οποία είναι εκ νόμου επιφορτισμένη.

71      Η NOS παρατηρεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, οι δημόσιες αρχές ή οι συνδεόμενοι προς αυτές φορείς μπορούν να αποτελούν επιχειρήσεις υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, υπό τον όρο πάντως ότι αναπτύσσουν εμπορικές δραστηριότητες, δεν έχουν όμως αυτήν την ιδιότητα όσον αφορά δραστηριότητές τους συνυφασμένες με την εκπλήρωση αποστολής που τους έχει ανατεθεί με νόμο.

72      Επομένως, η NOS δεν έλαβε ειδικές χρηματοδοτήσεις ύψους 33,8 εκατομμυρίων ευρώ υπό την ιδιότητά της ως επιχείρηση, αφού οι πληρωμές αυτές αφορούσαν την αποστολή που υπεχρεούτο να εκπληρώσει δυνάμει του Mediawet. Από αυτή τη σκοπιά, η NOS μπορεί να θεωρηθεί ως ένωση επιχειρήσεων υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, τούτο όμως δεν αρκεί προκειμένου να αποκτήσει την ιδιότητα επιχειρήσεως.

73      Λόγω της μεταβιβάσεώς τους στο PO, τα αποθεματικά που τηρούν οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς έχουν απολέσει τον χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως υπέρ ορισμένης επιχειρήσεως. Η NOS έλαβε τα ποσά αυτά υπό την ιδιότητά της ως διαχειριστής των δραστηριοτήτων δημόσιας υπηρεσίας, μπορεί δε να τα διαθέτει όπως νόμος ορίζει.

74      Επιπροσθέτως, η NOS υποστηρίζει ότι από κανένα εκ των καθηκόντων που απαριθμούνται στις παρατηρήσεις της Επιτροπής σε σχέση με τις δραστηριότητες διαχειρίσεως και συντονισμού του συστήματος δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως δεν έπεται ότι αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση παρέχουσα αγαθά ή υπηρεσίες στην αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή όφειλε, κατά τη νομολογία, να εξετάσει από ποιες δραστηριότητες αντλούσε έσοδα η NOS καθώς και ποία ήταν η φύση των δραστηριοτήτων αυτών.

75      Καταρχάς, η NOS, κατά τη μεταβίβαση δικαιωμάτων επί των προγραμμάτων σε αλλοδαπές επιχειρήσεις καλωδιακής τηλεοράσεως ή μεταδόσεως μέσω δορυφόρου, δεν δρούσε ως ανεξάρτητος φορέας, αλλά ως διοικητικός ενδιάμεσος προς υπεράσπιση των συμφερόντων τρίτων και, συγκεκριμένα, των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων.

76      Επίσης, η είσπραξη τόκων από μισθώματα και μερίσματα αποτελεί τμήμα της δημοσιονομικής διαχειρίσεως της NOS, όπως και κάθε άλλου δημόσιου οργανισμού.

77      Τέλος, οι δραστηριότητες αναμεταδόσεως της NOS δεν έχουν σχέση με τις δραστηριότητες διαχειρίσεως και συντονισμού της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως με τις οποίες είναι επιφορτισμένη.

78      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της NOS.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

79      Επιβάλλεται προκαταρκτικώς η υπόμνηση ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτή αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιανουαρίου 2005, T‑93/02, Confédération nationale du Crédit mutuel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑143, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80      Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο παρέχοντα στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση της δικαιολογητικής βάσεως του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα εάν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63, και απόφαση TV 2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 34 ανωτέρω, σκέψη 178).

81      Όπως προκύπτει από τον τίτλο της, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την ειδική χρηματοδότηση των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων των Κάτω Χωρών, οι οποίοι δεν αμφισβητείται ότι έχουν τον χαρακτήρα επιχειρήσεως. Στο σημείο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή πραγματοποίησε λεπτομερή και συνολική παρουσίαση του συστήματος δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως, αρχής γενομένης από τους εμπλεκόμενους φορείς. Περιέλαβε στην παρουσίαση αυτή τη NOS, υπό την ιδιότητά της τόσο ως NOS RTV όσο και ως PO (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω).

82      Η Επιτροπή εξέτασε τις πηγές χρηματοδοτήσεως των φορέων αυτών, συμπεριλαμβανομένης της NOS υπό τη διττή ιδιότητά της (αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και διαπίστωσε ότι ελάμβαναν κατά κύριο λόγο ετήσιες κρατικές επιδοτήσεις, επιτρεπόταν να σχηματίζουν αποθεματικά, επιπροσθέτως δε ετύγχαναν ειδικών χρηματοδοτήσεων από το έτος 1994 (αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

83      Η Επιτροπή, κατά την περιγραφή των ειδικών χρηματοδοτήσεων, στο σημείο 2.3.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξέτασε τις προερχόμενες από το FOR χρηματοδοτήσεις (αιτιολογικές σκέψεις 39 έως 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στο σημείο αυτό, εξήγησε ότι αποστολή του ταμείου είναι η χρηματοδότηση ορισμένων πρωτοβουλιών του PO προκειμένου αυτό να μπορεί να ενισχύει την ποιότητα, να βελτιώνει τον προγραμματισμό και να πραγματοποιεί επενδύσεις στον τομέα της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, το 2005, το FOR κατέβαλε ποσό 191,2 εκατομμυρίων ευρώ για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως, εκ των οποίων 157,4 εκατομμύρια ευρώ χορηγήθηκαν στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς και 33,8 εκατομμύρια ευρώ στο PO (αιτιολογική σκέψη 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

84      Η Επιτροπή εξέτασε στη συνέχεια, υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, τις ως άνω ειδικές χρηματοδοτήσεις, περιλαμβανομένων και αυτών που κατέβαλε το FOR στο PO. Ειδικότερα, στο μνημονευόμενο στην αιτιολογική σκέψη 87 της προσβαλλομένης αποφάσεως ποσό των 191,2 εκατομμυρίων περιλαμβάνεται και το ποσό των 33,8 εκατομμυρίων που καταβλήθηκε στο PO (βλ. σκέψη 83 ανωτέρω).

85      Η Επιτροπή έλεγξε, ιδίως όσον αφορά τις προερχόμενες από το FOR χρηματοδοτήσεις, εάν συντρέχει περίπτωση χρήσεως κρατικών πόρων (σημείο 6.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και οικονομικό πλεονέκτημα (σημείο 6.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στη συνέχεια, εξέτασε εάν πληρούνται τα κριτήρια ως προς τη νόθευση του ανταγωνισμού (σημείο 6.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ως προς τις επιπτώσεις στις μεταξύ κρατών μελών εμπορικές συναλλαγές (σημείο 6.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πάντοτε βεβαίως σε σχέση με τους φορείς του συστήματος δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως. Στην αιτιολογική σκέψη 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή συνήγαγε την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπέρ των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων, οπότε και της NOS, συνεπεία των επίδικων ειδικών χρηματοδοτήσεων.

86      Στη συνέχεια, δεδομένου ότι, τόσο κατά την Επιτροπή όσο και κατά τις ολλανδικές αρχές, (βλ., όσον αφορά τις αρχές αυτές, αιτιολογική σκέψη 76 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς είναι επιφορτισμένοι με την εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας, εξετάστηκε το συμβατό των επίδικων ειδικών χρηματοδοτήσεων υπό το πρίσμα του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ στο σημείο 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

87      Στο πλαίσιο του ελέγχου της αντισταθμίσεως που χορηγήθηκε στους διάφορους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεκατέσσερις εξ αυτών έτυχαν υπέρμετρων αντισταθμιστικών παροχών κατά το διάστημα από 1994 έως 2005, οι οποίες διοχετεύτηκαν εν γένει στα αποθεματικά προγράμματος (αιτιολογικές σκέψεις 141 και 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

88      Σε αυτό το πλαίσιο και στο στάδιο εκείνο της εξετάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, το 2005, μέρος των εν λόγω αποθεματικών μεταβιβάστηκε στο PO, με συνέπεια να μειωθεί η συνολική αντιστάθμιση υπέρ των διαφόρων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων και να ενισχυθεί η υπέρμετρη αντιστάθμιση υπέρ του PO (αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή υπολόγισε την αντιστάθμιση αυτή βάσει των χωριστών λογαριασμών του PO. Ειδικότερα, η Επιτροπή σημείωσε ότι, μολονότι η NOS RTV και το PO εντάσσονταν σε ένα και το αυτό νομικό μόρφωμα και διατηρούσαν ενοποιημένους λογαριασμούς, δεν υπήρχε δυνατότητα χρήσεως των κεφαλαίων του ενός από την άλλη και αντιστρόφως (αιτιολογική σκέψη 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

89      Όπως προκύπτει από τον πίνακα 4 που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι ειδικές χρηματοδοτήσεις των οποίων ζητείται η επιστροφή είναι οι προερχόμενες από το FOR χρηματοδοτήσεις, οι οποίες ελήφθησαν υπόψη προκειμένου να διακριβωθεί εάν το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση (βλ. σκέψεις 83 έως 85 ανωτέρω), και η μεταβίβαση των αποθεματικών (βλ. σκέψη 87 ανωτέρω) τα οποία επίσης αποτελούν τμήμα των ειδικών χρηματοδοτήσεων (αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

90      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η NOS, η Επιτροπή προέβη σε επαρκή εξέταση των πραγματικών περιστατικών και αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο τα συμπεράσματά της όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των επίδικων ειδικών χρηματοδοτήσεων ως κρατικής ενισχύσεως υπέρ των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων, μεταξύ των οποίων και η NOS, και την καταβολή υπέρμετρης αντισταθμίσεως για την εκπλήρωση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας αποκλειστικώς υπέρ της NOS, υπό την ιδιότητά της ως PO, αντιστάθμιση η οποία πρέπει επομένως να ανακτηθεί από αυτήν (άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως στην αυθεντική της απόδοση).

91      Όσον αφορά το βάσιμο της αιτιολογίας, κακώς η NOS διατείνεται ότι, υπό την ιδιότητά της ως PO, δεν έχει τον χαρακτήρα επιχειρήσεως.

92      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, στην έννοια της επιχειρήσεως υπάγεται κάθε φορέας που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος του φορέα αυτού και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. Συναφώς, επίσης από πάγια νομολογία προκύπτει ότι συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα συνιστάμενη στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑180/98 έως C-184/98, Pavlov κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I‑6451, σκέψεις 74 και 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν έχουν οικονομικό χαρακτήρα που να δικαιολογεί την εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης οι συνυφασμένες με την άσκηση προνομιών δημόσιας εξουσίας δραστηριότητες (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 1994, C‑364/92, SAT Fluggesellschaft, Συλλογή 1994, σ. I‑43, σκέψη 30, και της 26ης Μαρτίου 2009, C‑113/07 P, Selex Sistemi Integrati κατά Επιτροπής και Eurocontrol, Συλλογή 2009, σ. I‑2207, σκέψη 70).

94      Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η ανάθεση ορισμένης αποστολής γενικού συμφέροντος σε έναν φορέα δεν συνεπάγεται ότι οι σχετικές δραστηριότητες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως οικονομικές δραστηριότητες (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2001, C‑475/99, Ambulanz Glöckner, Συλλογή 2001, σ. I‑8089, σκέψη 21, και της 23ης Μαρτίου 2006, C‑237/04, Enirisorse, Συλλογή 2006, σ. I‑2843, σκέψη 34).

95      Προκειμένου να προσδιοριστεί εάν, εν προκειμένω, οι δραστηριότητες της NOS συνιστούν δραστηριότητες επιχειρήσεως υπό την έννοια της Συνθήκης, πρέπει να ελεγχθεί ποια είναι η φύση αυτών των δραστηριοτήτων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση SAT Fluggesellschaft, σκέψη 93 ανωτέρω, σκέψη 19).

96      Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 11 και 81 ανωτέρω, η NOS είναι καταρχάς δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας, ο οποίος δεν αμφισβητείται ότι αποτελεί επιχείρηση, ακόμα και εάν είναι επιφορτισμένος με την εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας.

97      Η δεύτερη αποστολή της NOS εκπληρώνεται από το διοικητικό της συμβούλιο, το PO. Μέσω αυτού, η NOS έχει ιδίως ως έργο να ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων, να συντονίζει τους τρεις δημόσιους τηλεοπτικούς σταθμούς και να υποβάλλει δυο φορές ετησίως στην ανεξάρτητη αρχή μέσων ενημερώσεως έκθεση επί των δραστηριοτήτων των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων (αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως και άρθρο 16 του Mediawet). Επιπλέον, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το PO δεν μπορεί να λογισθεί ως φορέας ανεξάρτητος από τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς. Το PO διαχειρίζεται και συντονίζει συνολικώς το σύστημα, επομένως για την εξέταση των λεπτομερειών της χρηματοδοτήσεως είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως στο σύνολό του, τμήμα του οποίου αποτελεί και το PO.

98      Πρώτον, η NOS δεν μπορεί, κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων συντονισμού και διαχειρίσεως των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων, να εξομοιωθεί προς δημόσια αρχή ασκούσα δημόσια εξουσία.

99      Πράγματι, αφενός, η ως άνω δραστηριότητα συντονισμού και διαχειρίσεως δεν συνεπάγεται την άσκηση δημοσίας εξουσίας. Επιπλέον, η NOS δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι το PO ασκεί δραστηριότητες που εμπεριέχουν άσκηση δημοσίας εξουσίας. Εξάλλου, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 94 ανωτέρω νομολογία, με βάση απλώς και μόνον το γεγονός ότι στη NOS έχει ανατεθεί ορισμένη αποστολή γενικού συμφέροντος δεν μπορεί να αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός των επίμαχων δραστηριοτήτων ως οικονομικών δραστηριοτήτων. Η NOS δεν καταδεικνύει περαιτέρω ότι η γενικού συμφέροντος αποστολή της δεν έχει οικονομικό χαρακτήρα.

100    Αφετέρου, η ως άνω δραστηριότητα συντονισμού και διαχειρίσεως με την οποία είναι επιφορτισμένη η NOS αφορά μόνον τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς και συνδέεται με την οικονομική τους δραστηριότητα, δηλαδή την προσφορά και μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων, παρά το γεγονός ότι σε εθνικό επίπεδο δραστηριοποιούνται πολλές ιδιωτικές ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις (αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

101    Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, απαντώντας στις υποβληθείσες από το Γενικό Δικαστήριο γραπτές ερωτήσεις, οι ασκούμενες από τη NOS, μέσω του PO, δραστηριότητες συντονισμού δεν διαφέρουν από αυτές που ασκεί εμπορική επιχείρηση έναντι ιδιωτικών σταθμών. Η ύπαρξη πολλών δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων καθιστά αναγκαίο τον συντονισμό τους σε κεντρικό επίπεδο. Η NOS επιτελεί, επομένως, λειτουργίες τις οποίες, εάν αυτή δεν υπήρχε, θα έπρεπε να αναλαμβάνουν, ή τουλάχιστον να οργανώνουν ή να χρηματοδοτούν, οι ίδιες οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

102    Δεύτερον, όπως προκύπτει από τον πίνακα 4 που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το PO έχει επίσης έσοδα από εμπορικές δραστηριότητες, τα οποία κατά το κρίσιμο διάστημα ανήλθαν στο μη ευκαταφρόνητο ποσό των 133 εκατομμυρίων ευρώ. Όπως προκύπτει από το έγγραφο της 24ης Φεβρουαρίου 2006 το οποίο απηύθυνε η Επιτροπή στις ολλανδικές αρχές, το PO αντλεί έσοδα, μεταξύ άλλων, από την πώληση δικαιωμάτων μεταδόσεως σε βελγικές και γερμανικές επιχειρήσεις καλωδιακής τηλεοράσεως, από τη μετάδοση μέσω δορυφόρου, από διάφορες άλλες μορφές εμπορικής προωθήσεως, καθώς και από την παροχή υπηρεσιών σε ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις ή σε τρίτους και εισπράττει επίσης τόκους, μισθώματα, μερίσματα και προμήθειες από διαχειριστικές πράξεις.

103    Η NOS δεν αμφισβητεί την ύπαρξη αυτών των εσόδων, αλλά εκτιμά ότι η ίδια δεν δρα ως διοικητικός ενδιάμεσος, ιδίως όσον αφορά την πώληση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί των προγραμμάτων σε βελγικές και γερμανικές επιχειρήσεις καλωδιακής τηλεοράσεως. Ως προς το ζήτημα αυτό, πρώτον, η ιδιότητα του ενδιάμεσου υπό την οποία η NOS ασκεί τη δραστηριότητα πωλήσεως των εν λόγω δικαιωμάτων δεν συνεπάγεται την απώλεια του οικονομικού χαρακτήρα της δραστηριότητας (βλ. παρατιθέμενη νομολογία στο στη σκέψη 92 ανωτέρω). Δεύτερον, η δραστηριότητα των επιχειρηματιών ως ενδιάμεσων αποτελεί οικονομική δραστηριότητα.

104    Τέλος, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η NOS, η ολλανδική αρχή ανταγωνισμού, στην από 29 Σεπτεμβρίου 2005 απόφασή της, δεν απεφάνθη επί του χαρακτηρισμού της NOS ως επιχειρήσεως κατά την εκπλήρωση της αποστολής γενικού συμφέροντος που της έχει ανατεθεί. Αφού υπενθύμισε ότι η NOS, κατά την άσκηση των οικονομικών της δραστηριοτήτων, αποτελεί επιχείρηση, έκρινε ότι τα τέλη που εισπράττει η NOS για τις ραδιοτηλεοπτικές δραστηριότητές της (NOS RTV) μπορούν να λογισθούν ως τμήμα του κύκλου εργασιών.

105    Κατά συνέπεια, η δραστηριότητα της NOS υπό την ιδιότητά της ως PO, ακόμη και εάν αποτελέσει αντικείμενο χωριστής εξετάσεως, συνιστά οικονομική δραστηριότητα υπό την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή έκρινε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η NOS αποτελεί επιχείρηση, ιδίως προς τον σκοπό εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων (άρθρο 87 ΕΚ), παρά το γεγονός ότι ασκεί διττή λειτουργία στο πλαίσιο της ανατεθείσας σε αυτήν αποστολής δημόσιας υπηρεσίας.

106    Επειδή κανένα από τα επιχειρήματα της NOS δεν είναι βάσιμο, επιβάλλεται η απόρριψη του δευτέρου σκέλους του προβαλλόμενου από αυτή τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί της απουσίας νοθεύσεως του ανταγωνισμού και της ελλείψεως συναφούς αιτιολογίας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

107    Η NOS υποστηρίζει ότι η εκτίμηση της Επιτροπής κατά την οποία οι ειδικές χρηματοδοτήσεις μπορούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, εν μέρει εσφαλμένη και αντιφάσκει προς άλλες διαπιστώσεις της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση.

108    Πρώτον, η NOS, με το δικόγραφο της προσφυγής της, υποστηρίζει συναφώς ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως βαρύνεται με το λογικό σφάλμα του «αιτείσθαι το εν αρχή». Επιπλέον, κακώς η Επιτροπή αφήνει να εννοηθεί ότι, εφόσον υφίσταται κρατική ενίσχυση, αυτομάτως τεκμαίρεται και νόθευση του ανταγωνισμού. Τέλος, η Επιτροπή παρέλειψε να διευκρινίσει, κατ’ εφαρμογή όσων προκύπτουν από τη νομολογία, κατά ποιο τρόπο τα επίμαχα μέτρα νοθεύουν τον ανταγωνισμό.

109    Επιπλέον, η NOS προβάλλει ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε, εν προκειμένω, ότι προκαλείται νόθευση του ανταγωνισμού. Η ύπαρξη υπέρμετρης αντισταθμίσεως δεν σημαίνει στην προκειμένη περίπτωση ότι τα καθ’ υπέρβαση καταβληθέντα ποσά μπορούσαν να διατεθούν για σκοπούς άλλους από την εκπλήρωση της ανατεθείσας σε αυτήν αποστολής δημόσιας υπηρεσίας, με συνέπεια να θίγεται ο ανταγωνισμός σε άλλες αγορές. Η Επιτροπή όφειλε επομένως να καταδείξει εάν και σε ποιο βαθμό νοθεύτηκε ο ανταγωνισμός σε δεδομένη αγορά συνεπεία του σχηματισμού αποθεματικών.

110    Τέλος, η εκτίμηση της Επιτροπής κατά την οποία προκαλείται νόθευση του ανταγωνισμού τελεί σε αντίφαση προς την περιλαμβανόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 155 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι δεν υφίστανται αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες στις τρεις σπουδαιότερες αγορές στις οποίες οι δημόσιοι και οι ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς τελούν σε σχέση ανταγωνισμού.

111    Δεύτερον, η NOS, με το υπόμνημα απαντήσεώς της, διατείνεται ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν μια ενίσχυση είναι υφιστάμενη ή νέα, πρέπει να ληφθούν υπόψη η νομική βάση του μέτρου, οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις αυτού και το εάν οι τροποποιήσεις αυτές μετατρέπουν το αρχικό μέτρο σε νέο μέτρο. Όμως, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε ορθώς αυτά τα τρία κριτήρια.

112    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της NOS. Επιπροσθέτως, παρατηρεί ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η NOS με το υπόμνημα απαντήσεώς της δεν έχει σχέση με τον τίτλο του τρίτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως και την εκτιθέμενη στο δικόγραφο της προσφυγής επιχειρηματολογία.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

113    Πρέπει προκαταρκτικώς να σημειωθεί ότι η επιχειρηματολογία την οποία αναπτύσσει η NOS στο υπόμνημα απαντήσεώς της, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, αφορά τον χαρακτηρισμό του μέτρου ως νέας ενισχύσεως, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής λόγος σε σχέση με τον πρώτο λόγο. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν έχει σχέση με αυτήν που εκτέθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής της ούτε με τον τίτλο του εν λόγω σκέλους. Επομένως, η εξέταση αυτού του σκέλους του τετάρτου λόγου που προβάλλει η NOS πρέπει να περιοριστεί στην προβαλλόμενη απουσία νοθεύσεως του ανταγωνισμού και στην έλλειψη συναφούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενώ κατά τα λοιπά πρέπει να γίνει παραπομπή στις σκέψεις 159 έως 198 κατωτέρω (βλ., ειδικότερα, σκέψεις 176 έως 180 κατωτέρω, όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ υφιστάμενης ενισχύσεως και νέας ενισχύσεως, και σκέψεις 182 έως 188 κατωτέρω, όσον αφορά τα στοιχεία με βάση τα οποία η ενίσχυση χαρακτηρίζεται εν προκειμένω ως νέα).

114    Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας, η Επιτροπή, στη λεπτομερή περιγραφή του συστήματος δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως, εκθέτει, στην αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εκτός των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων, πολλές ιδιωτικές ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε εθνικό επίπεδο. Αυτές ακριβώς οι επιχειρήσεις υπέβαλαν καταγγελίες στην Επιτροπή, με τις οποίες ισχυρίζονταν ότι το σύστημα κρατικής χρηματοδοτήσεως των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων των Κάτω Χωρών συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

115    Στην προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνεται το σημείο 6.3 με τίτλο «Νόθευση του ανταγωνισμού», του οποίου η μοναδική αιτιολογική σκέψη έχει ως εξής:

«Τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η ειδική χρηματοδότηση, οι μεταφορές στο CoBo και η παροχή δωρεάν τεχνικών διευκολύνσεως στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς των Κάτω Χωρών δεν διατίθενται για καμία άλλη επιχείρηση σε ανάλογη κατάσταση. Δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός νοθεύεται κάθε φορά που μία κρατική ενίσχυση ενισχύει την ανταγωνιστική θέση της δικαιούχου επιχείρησης έναντι των ανταγωνιστών της, το πλεονέκτημα ενδέχεται να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των [δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων] και άλλων επιχειρήσεων.»

116    Στη συνέχεια, στο σημείο 6.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον οι ειδικές χρηματοδοτήσεις έχουν επιπτώσεις στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Έχοντας μνημονεύσει την εφαρμοζόμενη νομολογία και την ανακοίνωση περί ραδιοτηλεοράσεως, η Επιτροπή διατύπωσε, στην αιτιολογική σκέψη 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα ακόλουθα:

«Στην προκειμένη περίπτωση, οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς των Κάτω Χωρών αναπτύσσουν δραστηριότητες στη διεθνή αγορά: μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ραδιοτηλεοπτικών Εκπομπών (EBU) ανταλλάσσουν τηλεοπτικά προγράμματα και συμμετέχουν στο σύστημα Eurovision. Επιπλέον, τα προγράμματά τους αναμεταδίδονται στο Βέλγιο και στη Γερμανία. Επιπλέον, οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς των Κάτω Χωρών ανταγωνίζονται άμεσα εμπορικούς ραδιοτηλεοπτικούς φορείς που αναπτύσσουν δραστηριότητες στη διεθνή αγορά ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων και έχουν διεθνή ιδιοκτησιακή διάρθρωση.»

117    Επιβάλλεται, ως εκ τούτου, η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η NOS, η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει στο σημείο αυτό αιτιολογία παρέχουσα στη NOS τη δυνατότητα να κατανοήσει τη συλλογιστική της Επιτροπής και να προετοιμάσει την άμυνά της όπως επίσης και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. παρατιθέμενη στη σκέψη 80 ανωτέρω νομολογία). Κατά την Επιτροπή, το πλεονέκτημα το οποίο παρέχεται στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, οπότε και στη NOS, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που αυτή δρα ως PO, και το οποίο είναι ικανό να προκαλέσει νόθευση του ανταγωνισμού, εντοπίζεται ακριβώς στη σχέση των φορέων αυτών με τους ανταγωνιστές τους, δηλαδή τις ιδιωτικές ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις.

118    Επιπλέον, στον βαθμό που η NOS αμφισβητεί το βάσιμο αυτής της αιτιολογίας (βλ. παρατιθέμενη στη σκέψη 79 ανωτέρω νομολογία), προβάλλοντας ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω νόθευση του ανταγωνισμού, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει τις χορηγούμενες από το κράτος ενισχύσεις οι οποίες νοθεύουν ή «απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό» διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων. Αρκεί να συντρέχει κίνδυνος ή απειλή νοθεύσεως του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδεικνύει την πραγματική επίδραση ενισχύσεων που έχουν ήδη χορηγηθεί. (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C‑346/03 και C‑529/03, Atzeni κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑1875, σκέψη 74). Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν υπεχρεούτο να καταδείξει ότι οι δικαιούχοι των επίμαχων μέτρων, δηλαδή οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς, συμπεριλαμβανομένης της NOS υπό τη διττή της ιδιότητα, χρησιμοποίησαν τα εισπραχθέντα κεφάλαια για αλλότριους σκοπούς, με συνέπεια να προκληθεί νόθευση του ανταγωνισμού.

119    Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, οι ενισχύσεις που αποβλέπουν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από τις δαπάνες στις οποίες θα έπρεπε να υποβληθεί η ίδια στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της νοθεύουν, καταρχήν, τους όρους του ανταγωνισμού (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουνίου 1995, T‑459/93, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1675, σκέψεις 48 και 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 30ής Απριλίου 1998, T‑214/95, Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑717, σκέψη 43, και της 23ης Νοεμβρίου 2006, T‑217/02, Ter Lembeek κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4483, σκέψη 177).

120    Όπως εκθέτει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 93 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η χορηγούμενη στη NOS χρηματοδότηση, ανεξαρτήτως του εάν αυτή λειτουργεί ως PO ή ως NOS RTV, την απαλλάσσει από ορισμένα λειτουργικά έξοδα στα οποία θα έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες να υποβληθεί. Το γεγονός ότι είναι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας και ασκεί τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με όσα ορίζουν οι διέπουσες την εν λόγω αποστολή διατάξεις δεν μπορεί αυτό καθεαυτό να αποκλείσει τον κίνδυνο νοθεύσεως του ανταγωνισμού σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις, ειδάλλως τα άρθρα 86 ΕΚ έως 88 ΕΚ θα καθίσταντο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, όπως εκτιμά η Επιτροπή. Δυνάμει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος υπόκεινται στους κανόνες της Συνθήκης, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού. Το εμπλεκόμενο κράτος μέλος ενδέχεται πράγματι να καταβάλλει υπέρμετρη αντιστάθμιση για την εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας, η οποία, εφόσον αποδειχθεί, προκαλεί αφεαυτής κίνδυνο νοθεύσεως του ανταγωνισμού σε μια απελευθερωμένη αγορά, όπως αυτή της ραδιοτηλεοράσεως.

121    Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η διαπίστωση νοθεύσεως του ανταγωνισμού στην αιτιολογική σκέψη 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως αντιφάσκει προς τα συμπεράσματα της Επιτροπής περί απουσίας ενεργειών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, πρέπει να τονιστεί ότι η εξέταση των επιπτώσεων στον ανταγωνισμό (σκέψη 6.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως) λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο του ελέγχου σχετικά με την ύπαρξη ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (σκέψη 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως, οι αντιβαίνουσες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων αποτελούν αντικείμενο του σημείου 8.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο πλαίσιο του ελέγχου σχετικά με το συμβατό των επίμαχων μέτρων υπό το πρίσμα του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

122    Πάντως, είναι σαφές ότι στη νομολογία γίνεται διάκριση μεταξύ του ζητήματος κατά πόσον ένα μέτρο μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση και του ζητήματος εάν το μέτρο αυτό είναι συμβατό με την κοινή αγορά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 2009, T‑354/05, TF1 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑471, σκέψη 134). Επομένως, ορθώς η Επιτροπή έλεγξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εάν, πρώτον, πληρούνται εν προκειμένω οι τασσόμενες με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ προϋποθέσεις προκειμένου το μέτρο να μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, επομένως και εάν είναι ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, και εξέτασε, δεύτερον, εάν έχει εν προκειμένω εφαρμογή η εισαγόμενη με το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, παρέκκλιση. Σε αυτό το πλαίσιο, και σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Άμστερνταμ, πρέπει μεταξύ άλλων να εξακριβωθεί εάν οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς διαπράττουν ενέργειες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού στις αντίστοιχες εμπορικές αγορές και μη αναγκαίες για την εκπλήρωση της ανατεθείσας σε αυτούς αποστολής δημόσιας υπηρεσίας (βλ., επ’ αυτού, σκέψεις 211 έως 218 κατωτέρω).

123    Κατά συνέπεια, η μη διαπίστωση, στο πλαίσιο του ελέγχου αναλογικότητας της εν λόγω αντισταθμίσεως, συγκεκριμένων πρακτικών οι οποίες να αντιβαίνουν στους κανόνες του ανταγωνισμού δεν αντιφάσκει προς τις διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τη νόθευση του ανταγωνισμού κατά τον χαρακτηρισμό των ειδικών χρηματοδοτήσεων ως κρατικών ενισχύσεων. Γεγονός πάντως είναι ότι οι ως άνω χρηματοδοτήσεις μπορούν ενδεχομένως να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, όπως εκτιμά η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

124    Επομένως, επιβάλλεται η απόρριψη του τρίτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η NOS.

 Επί της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της αποφάσεως Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, και της ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς αυτό το ζήτημα

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

125    Η NOS προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η εκτίμηση της Επιτροπής κατά την οποία οι ειδικές χρηματοδοτήσεις αποτελούν νέα ενίσχυση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αποφάσεως Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, όπως και σε ανεπαρκή αιτιολογία.

126    Πρώτον, η NOS υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι η απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση.

127    Ειδικότερα, με την απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, καθορίζονται οι όροι βάσει των οποίων το εθνικό δικαστήριο δύναται να αποφασίσει εάν μια ενίσχυση πρέπει ή δεν πρέπει να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή· εντούτοις η απόφαση αυτή δεν αποτελεί το αρμόζον νομικό πλαίσιο προκειμένου να προσδιοριστεί εάν ένα μέτρο αποτελεί ή όχι κρατική ενίσχυση, ζήτημα καθαρώς ουσιαστικής φύσεως.

128    Επιπλέον, με την απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, τίθενται προ πάντων προϋποθέσεις διαδικαστικής φύσεως. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την προϋπόθεση κατά την οποία η αντιστάθμιση για έξοδα απορρέοντα από την εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να καθορίζεται σε προγενέστερο στάδιο βάσει σταθερών κριτηρίων, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ένα μέτρο, το οποίο δεν πληροί την εν λόγω προϋπόθεση, να μην αποτελεί παρά ταύτα κρατική ενίσχυση, εφόσον η χορηγηθείσα αντιστάθμιση δεν υπερκεράζει τα απορρέοντα από την εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας έξοδα. Ομοίως, όπως προκύπτει από την ανακοίνωση 97/C 209/03 της Επιτροπής σχετικά με στοιχεία κρατικής ενισχύσεως στις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων και κτιρίων από τις δημόσιες αρχές (ΕΕ 1997, C 209, σ. 3), η προϋπόθεση ότι η πώληση πρέπει να πραγματοποιείται με σύστημα δημοπρασίας είναι καθαρώς διαδικαστικής φύσεως.

129    Επιπροσθέτως, η απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, αφορά καταστάσεις στις οποίες ιδιώτης επιχειρηματίας αναλαμβάνει περιοδικώς υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι οποίες έχουν περιορισμένη έκταση και «διατίθενται» στην αγορά ανά τακτά διαστήματα. Εν προκειμένω, όμως, το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως στις Κάτω Χώρες διαφέρει στον βαθμό που πρόκειται περί συστήματος χρηματοδοτήσεως επί μονίμου βάσεως. Δεν μπορεί επομένως να γίνεται λόγος για δημοπρασία ή για σύγκριση με έναν αποτελεσματικό εμπορικό φορέα.

130    Δεύτερον, η NOS προβάλλει ότι η Επιτροπή όφειλε προκαταρκτικώς να ελέγξει την τυχόν ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπό το πρίσμα του πρωτοκόλλου του Άμστερνταμ, το οποίο αποτελεί πηγή του πρωτογενούς δικαίου. Δυνάμει του εν λόγω πρωτοκόλλου, κρατική ενίσχυση μπορεί να υφίσταται μόνον όταν έχει χορηγηθεί υπέρμετρη αντιστάθμιση που θίγει τον ανταγωνισμό κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινοτικό συμφέρον. Κατά συνέπεια, οι εισπραχθείσες από τη NOS ειδικές χρηματοδοτήσεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις, άρα η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ.

131    Κρατική ενίσχυση δεν μπορεί να υφίσταται ελλείψει πλεονεκτήματος, ανεξαρτήτως του εάν πληρούνται οι τασσόμενες με την απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, προϋποθέσεις, όπως προκύπτει από την απόφαση 2005/842/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, [ΕΚ] στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 312, σ. 67).

132    Τέλος, η NOS υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή κακώς συνάγει, κάνοντας μνεία της αποφάσεως Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, ότι η παροχή τεχνικών υπηρεσιών από τη NOB προς τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς αποτελεί κρατική ενίσχυση, ενώ η NOB τυγχάνει αντισταθμίσεως χορηγούμενης από το κράτος έναντι της εν λόγω παροχής υπηρεσιών και χρηματοδοτούμενης από τα κονδύλια που το κράτος θέτει στη διάθεση της NOS.

133    Τρίτον, η NOS υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 96 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτίμησή της, κατά την οποία οι προερχόμενες από το FOR χρηματοδοτήσεις, από τα εξισωτικά ταμεία και από το CoBo δεν στηρίζονται σε εκ των προτέρων καθορισμένους σκοπούς ούτε σε διαφανή κριτήρια.

134    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της NOS, διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι δεν κατανοεί πλήρως το αντικείμενο του λόγου ακυρώσεως λόγω ασάφειας των προβαλλόμενων επιχειρημάτων.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

135    Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η απόρριψη ως αλυσιτελούς του επιχειρήματος της NOS περί παροχής τεχνικών υπηρεσιών από τη NOB προς τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 137 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να συμπεριλάβει το εν λόγω μέτρο στους υπολογισμούς της. Το μέτρο αυτό δεν έπρεπε επομένως να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της υπέρμετρης αντισταθμίσεως σε σχέση με τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς ούτε, κατά μείζονα λόγο, κατά τον υπολογισμό του ποσού της χορηγηθείσας στο PO υπέρμετρης αντισταθμίσεως την οποία αποκλειστικώς αφορά το αίτημα ακυρώσεως.

136    Όσον αφορά, πρώτον, την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς την απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, η Επιτροπή εξηγεί, στην αιτιολογική σκέψη 93 της εν λόγω αποφάσεως, ότι οι ειδικές χρηματοδοτήσεις παρέχουν πλεονέκτημα στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς των Κάτω Χωρών, υπό την έννοια ότι τα μέτρα αυτά τους απαλλάσσουν από τα λειτουργικά έξοδα στα οποία θα έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες να υποβληθούν.

137    Στη συνέχεια, στο σημείο 6.2.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με τίτλο «Δυνατότητα εφαρμογής της αποφάσεως Altmark», η Επιτροπή απαντά στο επιχείρημα των ολλανδικών αρχών και των ραδιοτηλεοπτικών φορέων, κατά το οποίο, όσον αφορά τους τελευταίους, οι ειδικές χρηματοδοτήσεις συνιστούν αντιστάθμιση των καθαρών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν προκειμένου να εκπληρώσουν την ανατεθείσα σε αυτούς αποστολή δημόσιας υπηρεσίας. Στην τελευταία περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 94 της προσβαλλομένης αποφάσεως επισημαίνεται ότι κατά συνέπεια οι ειδικές χρηματοδοτήσεις δεν παρέχουν πλεονέκτημα στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς και δεν συνιστούν ενίσχυση πληρούσα τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί με την απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω.

138    Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή απαριθμεί, στην αιτιολογική σκέψη 95 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται κατά την απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, προκειμένου τα κρατικά μέτρα με τα οποία αντισταθμίζονται τα επιπλέον καθαρά έξοδα για την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) να μη συνιστούν κρατική ενίσχυση.

139    Τέλος, στις αιτιολογικές σκέψεις 96 έως 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αιτιολογεί το διατυπωμένο στην αιτιολογική σκέψη 99 της εν λόγω αποφάσεως συμπέρασμά της κατά το οποίο οι τρεις τελευταίες προϋποθέσεις δεν πληρούνται εν προκειμένω.

140    Πρώτον, κατ’ αυτήν, οι μεταφορές κεφαλαίων από το FOR, από τα εξισωτικά ταμεία καθώς και η χρηματοδοτική εισφορά από το CoBo δεν βασίστηκαν σε αντικειμενικές και διαφανείς παραμέτρους καθορισμένες εκ των προτέρων. Δεύτερον, τα μέτρα ειδικής χρηματοδοτήσεως καθώς και οι πληρωμές από το CoBo δεν λαμβάνουν υπόψη όλα τα σχετικά έσοδα των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων και δεν προβλέπουν τις απαραίτητες εγγυήσεις ώστε να αποφευχθεί υπέρμετρη αντιστάθμιση. Ως εκ τούτου, η ειδική χρηματοδότηση έχει ως συνέπεια μια ιδιαιτέρως υπέρμετρη αντιστάθμιση. Τρίτον, οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς των Κάτω Χωρών δεν επελέγησαν ως πάροχοι υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος κατόπιν διαγωνισμού. Εξάλλου, ουδεμία μελέτη εκπονήθηκε κατά τρόπο που να διασφαλίζει ότι ο καθορισμός του επιπέδου της αντισταθμίσεως θα στηριχθεί σε εκτίμηση των δαπανών στις οποίες θα υποβαλλόταν μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με μέσα παραγωγής προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις.

141    Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η NOS, δεδομένων των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και λαμβανομένου ιδίως υπόψη του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως, ειδικότερα δε των περιγραφών των διαφόρων χρηματοδοτήσεων στις αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 45 αυτής, η αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως παρέχει τη δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση της δικαιολογητικής βάσεως των συμπερασμάτων της Επιτροπής περί μη συνδρομής εν προκειμένω των κριτηρίων που έχουν τεθεί με την απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, και, αφετέρου, στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

142    Η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθεσε κατά τρόπο αρκούντως σαφή τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές σκέψεις που είχαν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της αποφάσεως ως προς το ζήτημα αυτό (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Ter Lembeek κατά Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω, σκέψη 246).

143    Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα που προβάλλει η NOS στο δικόγραφο της προσφυγής της ότι οι τασσόμενες με την απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω προϋποθέσεις έχουν ως αποδέκτη αποκλειστικώς το εθνικό δικαστήριο, το επιχείρημα αυτό δεν στηρίζεται σε καμία νομική βάση ούτε βρίσκει έρεισμα στην προαναφερθείσα απόφαση.

144    Πράγματι, όπως σαφώς προκύπτει από τις σκέψεις 87 έως 94 της αποφάσεως Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, οι αρχές τις οποίες διαμόρφωσε το Δικαστήριο με την απόφαση αυτή έχουν γενική εφαρμογή, μολονότι διατυπώθηκαν στο πλαίσιο αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Το Δικαστήριο δεν περιόρισε την ισχύ των τιθέμενων με την απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, αρχών στη συγκεκριμένη υπόθεση ούτε επιφύλαξε στο εθνικό δικαστήριο την εξουσία εφαρμογής τους, ούτε απέκλεισε τον τομέα της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως από την εφαρμογή των αρχών αυτών .

145    Το Πρωτοδικείο, στην απόφαση TF1 κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω (σκέψη 130), διευκρίνισε ότι από τη σαφέστατη κατηγορηματική διατύπωση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, προκύπτει ότι οι τέσσερις προϋποθέσεις που αυτή θέτει έχουν ένα και μοναδικό σκοπό, ήτοι τον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, και ειδικότερα τον καθορισμό της υπάρξεως πλεονεκτήματος.

146    Κρατική παρέμβαση που δεν πληροί μία ή περισσότερες από τις εν λόγω προϋποθέσεις πρέπει να χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση TF1 κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 129).

147    Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, οι ολλανδικές αρχές και οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς προέβαλαν ακριβώς ότι οι ειδικές χρηματοδοτήσεις αποτελούσαν για αυτούς αντιστάθμιση των καθαρών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν για την εκπλήρωση της ανατεθείσας σε αυτούς αποστολής δημόσιας υπηρεσίας, η Επιτροπή, ορθώς και χωρίς να υποπέσει σε πλάνη εκτιμήσεως, έλεγξε, στο πλαίσιο της έρευνας ενδεχόμενου οικονομικού πλεονεκτήματος, εάν, εν προκειμένω, πληρούνταν οι τασσόμενες με την απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω προϋποθέσεις.

148    Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η NOS, μολονότι αμφισβητεί την εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση της αποφάσεως Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το συναγόμενο στην αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως συμπέρασμα της Επιτροπής, κατά το οποίο δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της αποφάσεως Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω. Η NOS δεν παρέχει κανένα στοιχείο ικανό να κλονίσει τη δικαιολογητική βάση των αιτιολογικών σκέψεων 96 έως 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής.

149    Όσον αφορά, τρίτον, το πρωτόκολλο του Άμστερνταμ, πρέπει να υπογραμμιστεί, αφενός, ότι αυτό δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό της χρηματοδοτήσεως της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως ως κρατικής ενισχύσεως. Πράγματι, το πρωτόκολλο ορίζει ότι οι διατάξεις της Συνθήκης ισχύουν υπό την επιφύλαξη της αρμοδιότητας των κρατών μελών να μεριμνούν για τη χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, εφόσον η χρηματοδότηση αυτή παρέχεται σε ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς για την εκπλήρωση της αποστολής της δημόσιας υπηρεσίας, όπως την έχει θεσμοθετήσει, οριοθετήσει και οργανώσει κάθε κράτος μέλος, και εφόσον η χρηματοδότηση αυτή δεν επηρεάζει τις συνθήκες του εμπορίου και τον ανταγωνισμό εντός της Κοινότητας σε βαθμό αντιβαίνοντα στο κοινό συμφέρον, ενώ λαμβάνεται υπόψη η υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκει αυτή η δημόσια υπηρεσία. Η NOS δεν μπορεί, επομένως, να ισχυριστεί ότι το πρωτόκολλο του Άμστερνταμ αποκλείει την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού και απαγορεύει στην Επιτροπή να ελέγξει εάν οι ειδικές χρηματοδοτήσεις παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς των Κάτω Χωρών βάσει των κριτηρίων που διαμόρφωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω.

150    Αφετέρου, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί τη θεμελιώδη σημασία του πρωτοκόλλου του Άμστερνταμ κατά τον έλεγχο χρηματοδοτήσεως χορηγούμενης στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς προς τον σκοπό εκπληρώσεως της ανατεθείσας σε αυτούς αποστολής δημόσιας υπηρεσίας. Η Επιτροπή κάνει επίσης μνεία του πρωτοκόλλου στην αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία περιλαμβάνεται στο σημείο 8 αυτής, με τίτλο «Συμβατότητα της ενισχύσεως βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ». Η Επιτροπή διενήργησε αυτόν τον έλεγχο βάσει ακόμη της νομολογίας (αιτιολογικές σκέψεις 113 και 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και της ανακοινώσεως περί ραδιοτηλεοράσεως, η οποία παραπέμπει μεταξύ άλλων στο πρωτόκολλο του Άμστερνταμ. Δεν προκύπτει επομένως ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το εν λόγω πρωτόκολλο.

151    Όσον αφορά, τέταρτον, την απόφαση 2005/842, αυτή δεν ενισχύει περαιτέρω την άποψη κατά την οποία η Επιτροπή προέβη εν προκειμένω σε εσφαλμένη εφαρμογή της αποφάσεως Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω.

152    Ειδικότερα, κατά την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 2005/842:

«[…] Εφόσον πληρούνται [τα τέσσερα κριτήρια της αποφάσεως Altmark], η αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν συνιστά κρατική ενίσχυση και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ]. Όταν τα κράτη μέλη δεν τηρούν τα εν λόγω κριτήρια και εφόσον πληρούνται τα γενικά κριτήρια για την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ] οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας συνιστούν κρατικές ενισχύσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 73 [ΕΚ], 86 [ΕΚ], 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ]. Η παρούσα απόφαση πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται στις αντισταθμίσεις για παροχή δημόσιας υπηρεσίας, καθόσον συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.»

153    Επιπλέον, κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως 2005/842, αντικείμενο αυτής είναι να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες κρίνονται συμβατές με την κοινή αγορά και απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποιήσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, οι κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντισταθμίσεως για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος.

154    Εξ αυτού έπεται ότι η απόφαση 2005/842 ουδόλως καθορίζει η ίδια τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι αντισταθμιστικές της εκπληρώσεως αποστολής δημόσιας υπηρεσίας παροχές, ιδίως σε σχέση με το παρεχόμενο πλεονέκτημα, προκειμένου να μην χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις, αλλά, αντιθέτως, εφαρμόζεται σε μέτρα τα οποία έχουν ήδη χαρακτηριστεί ως κρατικές ενισχύσεις και πρέπει να εξακριβωθεί εάν είναι συμβατά με την κοινή αγορά. Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η NOS, η απόφαση 2005/842 παραπέμπει ρητώς στα κριτήρια που διαμόρφωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, προκειμένου προηγουμένως να διαπιστωθεί εάν υφίσταται κρατική ενίσχυση στον τομέα αυτό.

155    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή έλεγξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, καταρχάς εάν πληρούνται τα κριτήρια που διαμόρφωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, προκειμένου στη συνέχεια να καταδείξει ότι οι ειδικές χρηματοδοτήσεις συνιστούν κρατική ενίσχυση, κατόπιν δε της διαπιστώσεως της εν λόγω κρατικής ενισχύσεως, εξέτασε περαιτέρω εάν αυτή είναι συμβατή με την κοινή αγορά (βλ., επ’ αυτού, απόφαση TF1 κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψεις 134 έως 147).

156    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα το οποίο η NOS, στο υπόμνημα απαντήσεώς της, προφανώς αντλεί από την αναφορά στην ανακοίνωση 97/C 209/03 της Επιτροπής σχετικά με στοιχεία κρατικής ενίσχυσης στις πωλήσεις γηπέδων-οικοπέδων και κτιρίων από τις δημόσιες αρχές, σε κάθε περίπτωση αυτό στερείται λυσιτέλειας. Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τον τομέα της ραδιοτηλεοράσεως και όχι αυτόν της πωλήσεως γηπέδων ή κτιρίων. Η προβαλλόμενη αναλογία στερείται παντελώς ερείσματος.

157    Δεδομένου ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η NOS προς στήριξη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως δεν είναι βάσιμο, επιβάλλεται η απόρριψη αυτού του λόγου.

158    Κατά συνέπεια, η NOS δεν κατέδειξε ότι τα συναγόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση συμπεράσματα της Επιτροπής ως προς τον χαρακτηρισμό των ειδικών χρηματοδοτήσεων ως κρατικών ενισχύσεων είναι εσφαλμένα και αναιτιολόγητα.

 Επί του εσφαλμένου χαρακτηρισμού των ειδικών χρηματοδοτήσεων ως νέων ενισχύσεων και επί της ελλείψεως συναφούς αιτιολογίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

159    Οι προσφεύγοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 88 ΕΚ και τον κανονισμό 659/1999 καθόσον χαρακτήρισε ως νέες ενισχύσεις τις ειδικές χρηματοδοτήσεις. Επιπροσθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ως προς το σημείο αυτό ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

160    Κακώς η Επιτροπή έκανε διαφοροποίηση μεταξύ των ειδικών χρηματοδοτήσεων και των ετήσιων κρατικών επιδοτήσεων. Αφενός, οι ειδικές χρηματοδοτήσεις, όπως ακριβώς και οι ετήσιες επιδοτήσεις, δεν ισοδυναμούν με αυτόματη διάθεση κεφαλαίων. Οι ως άνω δυο μορφές χρηματοδοτήσεως χορηγούνται με ειδική απόφαση του αρμοδίου υπουργού. Αφετέρου, τόσο οι ειδικές χρηματοδοτήσεις όσο και οι ετήσιες επιδοτήσεις χορηγούνται για την εκπλήρωση ειδικών σκοπών, ήτοι την εκτέλεση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί με το άρθρο 13c του Mediawet στην υπηρεσία δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως.

161    Πρώτον, όσον αφορά τις ειδικές χρηματοδοτήσεις, ειδικότερα όσες προέρχονται από τα εξισωτικά ταμεία καθώς και από το FOR και το CoBo, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι αυτές αποτελούν τμήμα του συστήματος τακτικής χρηματοδοτήσεως των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων. Πράγματι, οι ειδικές χρηματοδοτήσεις προέρχονται από την ίδια πηγή με τις ετήσιες τακτικές επιδοτήσεις, δηλαδή τον προβλεπόμενο ήδη προ του 1958 προϋπολογισμό για τα μέσα ενημερώσεως, και υπόκεινται στους ίδιους δημοσιονομικούς κανόνες, οι βασικές αρχές των οποίων είναι προγενέστερες του 1958. Οι ειδικές χρηματοδοτήσεις δεν υπέστησαν καμία ουσιώδη μεταβολή, δεδομένου ότι εξακολουθούν να προέρχονται από το Algemene Omroep Reserve (αποθεματικό ταμείο ραδιοτηλεοράσεως, στο εξής: AOR).

162    Οι προσφεύγοντες αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Αυγούστου 1994, C‑44/93, Namur-Les assurances du crédit (Συλλογή 1994, σ. I‑3829). Κατ’ αυτούς, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η παρεχόμενη σε επιχείρηση χρηματοδότηση για την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων στο πλαίσιο υφιστάμενου συστήματος πρέπει επίσης να λογίζεται ως υφιστάμενη ενίσχυση, το δε γεγονός ότι μια χρηματοδότηση μπορεί να στηριχθεί σε νέα νομική βάση δεν αρκεί προκειμένου να κριθεί ότι το επίμαχο μέτρο αποτελεί νέα ενίσχυση. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, ο τρόπος διά του οποίου τα κεφάλαια τίθενται στη διάθεση του δικαιούχου δεν έχει αποφασιστική σημασία για τον χαρακτηρισμό μιας ενισχύσεως ως νέας ή ως υφιστάμενης.

163    Η εκτίμηση κατά την οποία οι ειδικές χρηματοδοτήσεις διακρίνονται από τις ετήσιες τακτικές επιδοτήσεις επειδή στηρίζονται σε διαφορετική νομική βάση είναι ανακριβής.

164    Δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι κακώς η Επιτροπή χαρακτήρισε ως νέα ενίσχυση το μέτρο δυνάμει του οποίου μέρος του αποθεματικού προγράμματος των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων επαναμεταβιβάζεται στο PO. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς αυτόν τον χαρακτηρισμό.

165    Κατά τους προσφεύγοντες, η μεταβίβαση αποθεματικών στο PO αποτελεί, εκ φύσεως, υφιστάμενη ενίσχυση στον βαθμό που τα αποθεματικά προέρχονται από τη διάθεση δημόσιων πόρων στο πλαίσιο ετήσιας τακτικής χρηματοδοτήσεως. Η Επιτροπή δεν κατέδειξε ότι τα εν λόγω αποθεματικά προέρχονται από ειδικές χρηματοδοτήσεις.

166    Εξάλλου, η NOS διατείνεται ότι η επίμαχη μεταβίβαση αποθεματικών εγκρίθηκε κατά τη σύσκεψη της 28ης Ιουνίου 2005 μεταξύ των εκπροσώπων αυτής και το επιφορτισμένο με τον χειρισμό ζητημάτων ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής.

167    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι η μεταβίβαση των αποθεματικών προγράμματος προς το PO είναι απόρροια του κατάλληλου μέτρου που πρότεινε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας περί υφιστάμενων ενισχύσεων. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι από το μέτρο αυτό μπορεί να προκύψει νέο μέτρο ενισχύσεως του οποίου την ανάκτηση δύναται να ζητήσει στη συνέχεια η Επιτροπή.

168    Τρίτον, η NOS διατείνεται ότι η παροχή από τη NOB τεχνικών υπηρεσιών προς τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι νέα ενίσχυση. Η εν λόγω παροχή τεχνικών υπηρεσιών από τη NOB δεν είναι δωρεάν.

169    Η Επιτροπή υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι μόνο το ζήτημα εάν οι προερχόμενες από το FOR χρηματοδοτήσεις και η μεταβίβαση αποθεματικών προγράμματος προς το PO αποτελούν νέες ενισχύσεις παρουσιάζει ενδιαφέρον για την υπό κρίση διαφορά. Αμφισβητεί, στη συνέχεια, την επιχειρηματολογία που αναπτύσσουν οι προσφεύγοντες προς στήριξη του χαρακτηρισμού των ειδικών χρηματοδοτήσεων ως υφιστάμενης ενισχύσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

170    Προκαταρκτικώς, πρέπει να κριθούν ως άνευ σημασίας για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς τα επιχειρήματα των προσφευγόντων με τα οποία προβάλλεται ότι οι προερχόμενες από τα εξισωτικά ταμεία και το CoBo χρηματοδοτήσεις δεν αποτελούν νέες ενισχύσεις. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα αιτήματά τους (βλ. σκέψεις 18 και 20 ανωτέρω) και, όσον αφορά τη NOS, τις σχετικές διευκρινίσεις της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. σκέψη 66 ανωτέρω), οι προσφεύγοντες περιόρισαν το αντικείμενο της προσφυγής τους στην ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τα επιχειρήματα σχετικά με τις προερχόμενες από τα εξισωτικά ταμεία και το CoBo χρηματοδοτήσεις δεν ασκούν, επομένως, επιρροή στην έκβαση της δίκης, αντικείμενο της οποίας είναι οι ειδικές χρηματοδοτήσεις που έλαβε η NOS υπό την ιδιότητά της ως PO και των οποίων ζητείται η ανάκτηση, δηλαδή οι προερχόμενες από το FOR χρηματοδοτήσεις και η μεταβίβαση των αποθεματικών των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων (βλ. πίνακα 4 στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αιτιολογικές σκέψεις 154, 178 και 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά το γεγονός ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων σχετικά με τις παρεχόμενες από τη NOB δωρεάν τεχνικές υπηρεσίες είναι άνευ σημασίας για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, επιβάλλεται η παραπομπή στη σκέψη 135 ανωτέρω.

171    Όσον αφορά, πρώτον, την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως σε σχέση με τον χαρακτηρισμό των μέτρων ως νέων ενισχύσεων, η Επιτροπή παρουσίασε, στο σημείο 2.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις διάφορες πηγές χρηματοδοτήσεως των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων, μεταξύ των οποίων οι ετήσιες επιδοτήσεις και οι ειδικές χρηματοδοτήσεις, συμπεριλαμβανομένων όσων προέρχονται από το FOR. Στο σημείο 2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιέγραψε λεπτομερώς τα αποθεματικά των διαφόρων ραδιοτηλεοπτικών φορέων εξηγώντας, στην αιτιολογική σκέψη 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, το 2005, το PO αποφάσισε την υπέρ αυτού μεταβίβαση μέρους των αποθεματικών προγράμματος από τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, στους οποίους παρεχόταν βεβαίως δυνατότητα να διατηρήσουν ένα τμήμα. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς μεταβίβασαν στο PO ποσό 42,457 εκατομμυρίων ευρώ.

172    Το σημείο 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 106 έως 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως) αφορά τον χαρακτηρισμό των ειδικών χρηματοδοτήσεων ως νέων ενισχύσεων. Στο σημείο αυτό, η Επιτροπή κάνει διάκριση μεταξύ των ετήσιων επιδοτήσεων που χορηγήθηκαν βάσει του άρθρου 110 του Mediawet, οι οποίες αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, και των ειδικών χρηματοδοτήσεων.

173    Στην αιτιολογική σκέψη 109 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέθεσε λεπτομερώς πέντε στοιχεία τα οποία καθιστούν δυνατή τη διάκριση των ειδικών χρηματοδοτήσεων από τις ετήσιες τακτικές επιδοτήσεις και αντιτίθενται στον χαρακτηρισμό αυτών ως υφιστάμενης ενισχύσεως:

–        η νομική βάση για τις ειδικές χρηματοδοτήσεις τέθηκε μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚ, δηλαδή, όσον αφορά τις χρηματοδοτήσεις που αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, το 1998 προκειμένου περί της δυνατότητας χορηγήσεως από το FOR ειδικής χρηματοδοτήσεως στους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς·

–        οι πληρωμές άρχισαν μόλις το έτος 1994, οι δε προερχόμενες από το FOR μόλις το έτος 1999·

–        οι ειδικές χρηματοδοτήσεις δεν αποτελούν χρηματοδοτήσεις ως προς τις οποίες οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς έχουν δικαίωμα, η δε καταβολή τους δεν είναι αυτόματη·

–        οι λεπτομέρειες ως προς τη μεταφορά καθορίστηκαν με τα πρωτόκολλα μεταφοράς που καταρτίστηκαν το 1999 και το 2002·

–        η χρηματοδότηση χορηγήθηκε για συγκεκριμένους σκοπούς, μεταξύ των οποίων η παροχή κινήτρων στους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς να βελτιώσουν την ποιότητα των προγραμμάτων τους, η απορρόφηση των διακυμάνσεων όσον αφορά τα διαφημιστικά έσοδα, η χορήγηση ισόποσων αυξήσεων με αυτές των τιμών αθλητικών δικαιωμάτων και η προώθηση των συμπαραγωγών μεταξύ Βέλγων και Γερμανών ραδιοτηλεοπτικών φορέων.

174    Επιπλέον, η Επιτροπή, στο πλαίσιο του ελέγχου της χορηγηθείσας στους διαφόρους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς αντισταθμίσεως (σημείο 8.4.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως), εξήγησε ότι δεκατέσσερις εξ αυτών έτυχαν υπέρμετρων αντισταθμιστικών παροχών κατά την περίοδο από 1994 έως 2005 από τις οποίες προέκυψαν κέρδη ύψους 32 εκατομμυρίων που μεταφέρθηκαν εν γένει στα τηρούμενα από τους φορείς αυτούς αποθεματικά προγράμματος. Στην αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επανέλαβε ότι η υπέρμετρη αντιστάθμιση διοχετεύτηκε εν γένει στα αποθεματικά προγράμματος και προσέθεσε ότι, το 2005, αποφασίστηκε για πρώτη φορά ότι όσα από τα αποθεματικά που τηρούσαν οι διάφοροι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς υπερβαίνουν 5 έως 10 % του ετήσιου προϋπολογισμού τους έπρεπε υποχρεωτικώς να μεταβιβαστούν στο PO. Προσέθεσε ότι η μεταβίβαση αυτή έπρεπε επίσης να λογιστεί ως τμήμα των ειδικών χρηματοδοτήσεων και ότι ελήφθη υπόψη κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας της αντισταθμίσεως.

175    Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η NOS, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει λεπτομερή αιτιολογία ως προς τον χαρακτηρισμό των ειδικών χρηματοδοτήσεων ως νέων ενισχύσεων από την οποία προκύπτει, σύμφωνα με όσα επιτάσσει η νομολογία, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του εκδόντος την πράξη θεσμικού οργάνου, με συνέπεια να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση της δικαιολογητικής βάσεως του ληφθέντος μέτρου και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

176    Όσον αφορά, δεύτερον, την πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή χαρακτηρίζοντας ως νέες ενισχύσεις τις ειδικές χρηματοδοτήσεις, από το άρθρο 1 του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι ως υφιστάμενες ενισχύσεις πρέπει να χαρακτηρίζονται όλες όσες υφίσταντο προ της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚ στο οικείο κράτος μέλος, όπως και κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο, ενώ ως νέα ενίσχυση κάθε μεταβολή υφιστάμενης ενισχύσεως.

177    Κατά το μη διφορούμενο γράμμα του ως άνω άρθρου, ως νέες ενισχύσεις μπορούν να χαρακτηριστούν όχι «οι τροποποιηθείσες υφιστάμενες ενισχύσεις», αλλά μόνον οι τροποποιήσεις αυτές καθαυτές. Μόνον λοιπόν στην περίπτωση που η τροποποίηση επηρεάζει την ίδια την ουσία του αρχικού καθεστώτος μεταβάλλεται το καθεστώς αυτό σε νέο καθεστώς ενισχύσεων. Όμως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια ουσιώδη τροποποίηση όταν το νέο στοιχείο μπορεί σαφώς να αποσπαστεί από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν το αρχικό καθεστώς (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2002, T‑195/01 και T‑207/01, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2309, σκέψεις 109 και 111).

178    Το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ εξομοιώνει τις τροποποιήσεις υφιστάμενων ενισχύσεων προς νέες ενισχύσεις προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο καταστρατηγήσεως της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως των νέων ενισχύσεων από τα κράτη μέλη μέσω της παρατάσεως της ισχύος ενός ήδη εφαρμοζόμενου καθεστώτος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Οκτωβρίου 1984, 91/83 και 127/83, Heineken Brouwerijen, Συλλογή 1984, σ. 3435, σκέψη 17).

179    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση ως νέες ενισχύσεις χαρακτηρίζονται μόνον οι ειδικές χρηματοδοτήσεις, συμπεριλαμβανομένης της διενεργηθείσας το 2005 μεταβιβάσεως αποθεματικών προς το PO (αιτιολογικές σκέψεις 111 και 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξηγεί ότι οι ετήσιες επιδοτήσεις και το Ταμείο Προωθήσεως (Stifo) εξετάζονται στο πλαίσιο διαφορετικής διαδικασίας με αντικείμενο τις υφιστάμενες ενισχύσεις. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά το αρχικό καθεστώς υφιστάμενων ενισχύσεων.

180    Ο χαρακτηρισμός μιας ενισχύσεως ως νέας ή ως τροποποιήσεως του ισχύοντος καθεστώτος γίνεται σε συνάρτηση με τις διατάξεις που προβλέπουν τη θέσπισή της, τον τρόπο χορηγήσεώς της και τα όριά της (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Namur-Les assurances du crédit, σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 28).

181    Η NOS αναφέρεται ακριβώς στη διαμορφωθείσα με την απόφαση Namur-Les assurances du crédit, σκέψη 162 ανωτέρω, νομολογία και ισχυρίζεται ότι κανένα από τα στοιχεία που παρέθεσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 109 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 173 ανωτέρω), ακόμη και στην περίπτωση που κριθούν ως βάσιμα, δεν έχουν αποφασιστική σημασία.

182    Ασφαλώς, ορισμένα στοιχεία των ειδικών χρηματοδοτήσεων προσομοιάζουν, ως προς κάποια σημεία, προς μηχανισμούς που ίσχυσαν κατά το παρελθόν ή προς στοιχεία ορισμένων ετήσιων επιδοτήσεων. Γεγονός πάντως είναι ότι τα στοιχεία που διακρίνουν τις ειδικές χρηματοδοτήσεις, συνολικώς εξεταζόμενα, καταδεικνύουν τον χαρακτήρα των χρηματοδοτήσεων αυτών ως νέας ενισχύσεως αποσπαστής από το καθεστώς που τέθηκε σε ισχύ το 1958. Το γεγονός αυτό αποκλείει την ένταξη των μέτρων αυτών σε υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων, καθόσον το πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Namur-Les assurances du crédit, σκέψη 162 ανωτέρω.

183    Ειδικότερα, οι προσφεύγοντες δεν παρέσχαν κανένα στοιχείο δυνάμενο να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής κατά τις οποίες η νομική βάση των ειδικών χρηματοδοτήσεων τέθηκε μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚ και οι, μη τακτικές και μη αυτόματες, πληρωμές, οι οποίες πάντως εξυπηρετούσαν συγκεκριμένους σκοπούς, διενεργήθηκαν μόλις από το έτος 1999 όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση.

184    Όσον αφορά το FOR, μολονότι οι προσφεύγοντες φρονούν ότι οι εν λόγω χρηματοδοτήσεις εξακολουθούν να εντάσσονται στον γενικό προϋπολογισμό για τα μέσα ενημερώσεως, εντούτοις δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι το FOR δημιουργήθηκε μόλις το έτος 1997. Τα άρθρα 106a και 170c του Mediawet, τα οποία αφορούν το FOR, άρχισαν να ισχύουν το έτος 1998. Είναι αληθές ότι η δημιουργία του FOR είχε προβλεφθεί με σχέδιο νόμου το 1953, εντούτοις το σχέδιο αυτό ουδέποτε ψηφίστηκε.

185    Εξάλλου, όσον αφορά τα υποστηριζόμενα από τους προσφεύγοντες, ότι πληρωμές παρόμοιες με αυτές που διενεργήθηκαν σε αυτή τη βάση πραγματοποιούνταν από πολλών ετών στο πλαίσιο του AOR, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες ουδόλως καταδεικνύουν τον εσφαλμένο χαρακτήρα της διαπιστώσεως της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 109, δεύτερη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, μεταξύ άλλων, οι πληρωμές από το FOR άρχισαν το έτος 1999, ούτε της διαπιστώσεως, στην αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η υπό ορισμένες προϋποθέσεις μεταβίβαση μέρους των τηρούμενων από τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς αποθεματικών αποφασίστηκε το έτος 2005.

186    Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη μεταβίβαση στο PO του ανερχόμενου σε 42,457 εκατομμύρια ευρώ πλεονάσματος των αποθεματικών, σαφώς προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η Επιτροπή έκρινε ότι επρόκειτο όχι περί ετήσιας επιδοτήσεως υπό την έννοια των άρθρων 101 και 110 του Mediawet αλλά περί νέας ενισχύσεως υπέρ του PO, η οποία αποφασίστηκε για πρώτη φορά το έτος 2005 και στηριζόταν στο άρθρο 109a του Mediawet, δυνάμει του οποίου οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς που τηρούν αποθεματικά υπερβαίνοντα ένα ανώτατο όριο, υποχρεούνται να διαθέσουν την προκύπτουσα διαφορά στο PO.

187    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μεταβίβαση των αποθεματικών των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων διενεργήθηκε στην πράξη για πρώτη φορά το έτος 2005, κατόπιν αποφάσεως των ολλανδικών αρχών να επιτρέψουν σε κάθε δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα να σχηματίσει ίδιο αποθεματικό που να μην υπερβαίνει ποσοστό 5 έως 10 % του ετήσιου προϋπολογισμού του. Η εν λόγω μεταβίβαση διενεργήθηκε βάσει του άρθρου 109a του Mediawet, το οποίο προστέθηκε στη νομοθεσία μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, η εν λόγω μεταβίβαση ουδόλως αποτελεί τμήμα της ετήσιας επιδοτήσεως υπό την έννοια των άρθρων 101 και 110 του Mediawet τα οποία διέπουν την υφιστάμενη ενίσχυση. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το παράρτημα του από 1 Σεπτεμβρίου 2005 εγγράφου των ολλανδικών αρχών, η ανάγκη να διενεργηθεί αυτή η μεταβίβαση προέκυψε από την ανεπάρκεια του τακτικού προϋπολογισμού ως προς την υλοποίηση επιδιώξεων στον τομέα των κυριότερων μέσων μεταδόσεως προγραμμάτων, επομένως η μεταβίβαση αυτή εξυπηρετούσε επίσης συγκεκριμένους σκοπούς (βλ. επίσης σκέψεις 182 και 183 ανωτέρω). Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του κανονισμού 659/1999 και της παρατιθέμενης στις σκέψεις 177 και 180 ανωτέρω νομολογίας, η εν λόγω μεταβίβαση, μέσω της οποίας επετεύχθη μείωση της χορηγηθείσας στους διάφορους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς συνολικής αντισταθμίσεως και περαιτέρω ενίσχυση της υπέρμετρης αντισταθμίσεως που έλαβε το PO, πρέπει να χαρακτηριστεί ως νέα ενίσχυση υπέρ του PO, η οποία προστίθεται στην ήδη χορηγηθείσα σε αυτό υφιστάμενη ενίσχυση. Όπως καταδεικνύεται και από την υπό κρίση υπόθεση, εάν το ως άνω μέτρο δεν χαρακτηριζόταν ως νέα ενίσχυση, ένα κράτος μέλος θα αρκούσε να διενεργήσει μεταβιβάσεις αυτού του τύπου προκειμένου να απαλλαγεί, τουλάχιστον εν μέρει, από μια νομίμως επιβληθείσα υποχρέωση επιστροφής.

188    Επομένως, στον βαθμό που οι προσφεύγοντες, χωρίς να αμφισβητούν σε αυτό το πλαίσιο την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπέρ του PO, προβάλλουν την ενδεχόμενη ύπαρξη εν μέρει υφιστάμενης ενισχύσεως εντοπιζόμενης στα αποθεματικά των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων κατά το προηγούμενο στάδιο, τα επιχειρήματά τους είναι άνευ σημασίας για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς (βλ. σκέψη 239 κατωτέρω). Πράγματι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το στοιχείο αυτό έχει αποδειχθεί, η συνολική ενίσχυση που χορηγήθηκε στο PO εξακολουθεί να είναι νέα.

189    Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγοντες δεν παρέχουν κανένα συγκεκριμένο στοιχείο –αριθμητικά δεδομένα ή άλλα– προς στήριξη της απόψεώς τους περί υπάρξεως εν μέρει υφιστάμενης ενισχύσεως στα αποθεματικά των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων.

190    Η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξήγησε ότι δεκατέσσερις δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς έτυχαν υπέρμετρων αντισταθμιστικών παροχών από τις οποίες προέκυψαν κέρδη ύψους 32 εκατομμυρίων, τα οποία διοχετεύτηκαν εν γένει στα αποθεματικά προγράμματός τους. Η Επιτροπή διατείνεται, χωρίς να αντικρούεται από τους προσφεύγοντες, ότι η υπέρμετρη αντιστάθμιση της οποίας τυγχάνει κάθε ραδιοτηλεοπτικός φορέας υπολογίστηκε κατά την ίδια μέθοδο με αυτή που εκτέθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη NOS υπό την ιδιότητά της ως PO. Συναφώς, όπως προκύπτει από το έγγραφο που απέστειλε στις 22 Δεκεμβρίου 2005 η Επιτροπή στις ολλανδικές αρχές, και ιδίως από τον επισυναπτόμενο στο παράρτημα Ι πίνακα, η Επιτροπή όντως τους ζήτησε να προσκομίσουν στοιχεία ανά ραδιοτηλεοπτικό φορέα για τα έξοδα και τα έσοδα που αφορούν το χρονικό διάστημα από 1994 έως 2005, στα οποία να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των καθαρών εξόδων για δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας, των ετήσιων τακτικών επιδοτήσεων, του ενδεχόμενου πλεονάσματος ή ελλείμματος και, αφετέρου, των διαφόρων ειδικών χρηματοδοτήσεων, προκειμένου να καταστεί τελικώς δυνατός ο υπολογισμός της ενδεχόμενης υπέρμετρης αντισταθμίσεως. Επομένως, η Επιτροπή ήταν σε θέση να υπολογίσει, όπως και στην περίπτωση του PO, βάσει των στοιχείων που παρέσχαν οι ολλανδικές αρχές στις 3 Φεβρουαρίου 2006, την υπέρμετρη αντιστάθμιση της οποίας έτυχαν οι διάφοροι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς λόγω των χορηγηθεισών ειδικών χρηματοδοτήσεων και η οποία διοχετεύτηκε στα αποθεματικά προγράμματός τους. Όμως, οι προσφεύγοντες, υποστηρίζοντας ότι ουδόλως υφίστανται νέες ενισχύσεις, περιορίζονται στο γενικόλογο επιχείρημα ότι το αίτημα επιστροφής αφορά εν μέρει ποσά καταβληθέντα στο πλαίσιο των υφιστάμενων ενισχύσεων, επιχείρημα που δεν αρκεί για να στηρίξει την άποψή τους.

191    Πρέπει συναφώς να προστεθεί ότι, μολονότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 153 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκτίμησε τη χορηγηθείσα στο PO για το χρονικό διάστημα από 1994 έως 2005 υπέρμετρη αντιστάθμιση σε 98,365 εκατομμύρια ευρώ, κρίνοντάς την ως ενίσχυση ασύμβατη με την κοινή αγορά, εντούτοις, στην αιτιολογική σκέψη 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως, περιόρισε το προς ανάκτηση ποσό σε 76,327 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν μόνον στις ειδικές χρηματοδοτήσεις που «δεν ελήφθησαν στο πλαίσιο των μέτρων υφιστάμενης ενίσχυσης».

192    Προφανώς δεν πρόκειται περί λανθασμένου υπολογισμού, όπως διατείνεται η NOS. Αντιθέτως, ο υπολογισμός αυτός ανταποκρίνεται στο αίτημα που διατύπωσε η NOS να μην ενσωματωθούν οι υπέρμετρες αντισταθμίσεις που προκύπτουν από υφιστάμενες ενισχύσεις στο προς ανάκτηση ποσό. Βούληση της Επιτροπής ήταν ακριβώς να περιορίσει την ανάκτηση στις νέες ενισχύσεις, δηλαδή τις ειδικές χρηματοδοτήσεις, και συγκεκριμένα τις εκ μέρους του FOR πληρωμές και τη διενεργηθείσα το έτος 2005 μεταβίβαση προς το PO ποσού 42,457 εκατομμυρίων ευρώ προερχόμενου από τα αποθεματικά των ραδιοτηλεοπτικών φορέων. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τον πίνακα 4 που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το στρογγυλοποιημένο ποσό των 98,4 εκατομμυρίων ευρώ περιλαμβάνει, εκτός των ειδικών χρηματοδοτήσεων ύψους 76,3 εκατομμυρίων ευρώ, υπέρμετρη αντιστάθμιση ύψους 20,7 εκατομμυρίων ευρώ την οποία έλαβε το PO και η οποία προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ των χορηγούμενων σε αυτό ετήσιων επιδοτήσεων και των αναγκών του για κρατική χρηματοδότηση. Η επιβαλλόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση υποχρέωση ανακτήσεως δεν αφορά την ως άνω υπέρμετρη αντιστάθμιση.

193    Εξάλλου, στον βαθμό που το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προβάλλει ότι η μεταβίβαση αποθεματικών των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων προς το PO αποτελεί εφαρμογή αιτήματος της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας υφιστάμενων ενισχύσεων, επιβάλλεται η απόρριψη του ως άνω επιχειρήματος ως αβάσιμου.

194    Ειδικότερα, πρώτον, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν προσκομίζει κανένα συναφές αποδεικτικό στοιχείο.

195    Δεύτερον, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω (βλ. σκέψη 187), από το παράρτημα του από 1 Σεπτεμβρίου 2005 εγγράφου των ολλανδικών αρχών προς την Επιτροπή προκύπτει ότι το μέτρο της μεταβιβάσεως των εν λόγω αποθεματικών δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι ο τακτικός προϋπολογισμός για την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και τις επιστήμες ήταν ανεπαρκής προκειμένου να υλοποιηθούν οι επιδιώξεις στον τομέα των κυριότερων μέσων μεταδόσεως προγραμμάτων. Η ως άνω αιτιολογία δεν έχει σχέση με τη διαδικασία υφιστάμενων ενισχύσεων.

196    Τρίτον, το PO δεν αποτελεί κρατική αρχή, οπότε η υπέρ αυτού μεταβίβαση των εν λόγω αποθεματικών δεν ισοδυναμεί με ανάκτηση των ποσών αυτών από το κράτος. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή αμφισβητεί, σε κάθε περίπτωση, την άποψη ότι αυτή η μεταβίβαση ανταποκρίνεται όντως σε αίτημά της στο πλαίσιο της διαδικασίας υφιστάμενων ενισχύσεων. Συναφώς, η ενδεχομένως θετική αντίδραση του επιφορτισμένου με τον χειρισμό ζητημάτων ανταγωνισμού μέλους της Επιτροπής, ακόμη και αν υποτεθεί ότι όντως εκδηλώθηκε, διαρκούσης της, ανεπίσημης κατά την Επιτροπή, συσκέψεως της 28ης Ιουνίου 2005 με τη NOS σχετικά με τη μελλοντική μεταβίβαση των εν λόγω αποθεματικών αφορούσε τη μεταβίβαση αυτών στο ολλανδικό Δημόσιο. Η NOS δεν καταδεικνύει ότι η Επιτροπή ενέκρινε μια τέτοια μεταβίβαση υπέρ του PO.

197    Εξάλλου, αληθεύει μεν ότι οι ολλανδικές αρχές διευκρίνισαν ότι σκοπός τους ήταν να μεταβιβάσουν το προκύπτον από τα αποθεματικά πλεόνασμα στο AOR, το οποίο είναι ταμείο ανήκον στο κράτος και αποτελεί τμήμα του προϋπολογισμού των μέσων ενημερώσεως, πλην όμως από την υποσημείωση αριθ. 62 της αιτιολογικής σκέψεως 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι ολλανδικές αρχές δεσμεύτηκαν με έγγραφο της 4ης Μαΐου 2006, να εισαγάγουν αυτόν τον κανόνα στον νόμο περί δημοσίων οικονομικών για το έτος 2006, προκειμένου να διασφαλίσουν την εφαρμογή του μέχρι την ψήφιση του Mediawet το 2007. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι ο κανόνας αυτός εφαρμοζόταν ήδη κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

198    Επομένως, επιβάλλεται η απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η NOS, οι οποίοι αντλούνται από εσφαλμένο χαρακτηρισμό των ειδικών χρηματοδοτήσεων ως νέων ενισχύσεων.

 Επί της εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ και των σφαλμάτων κατά τον υπολογισμό της επίδικης υπέρμετρης αντισταθμίσεως, καθώς και επί της ελλείψεως συναφούς αιτιολογίας

199    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει, επικουρικώς, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών διαιρείται σε τρία σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς συνήγαγε την ύπαρξη υπέρμετρης αντισταθμίσεως παρά το γεγονός ότι δεν διαπίστωσε καμία πραγματική στρέβλωση του ανταγωνισμού. Με το δεύτερο σκέλος, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως και δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθόσον παρέλειψε να ελέγξει εάν μέρος των ενισχύσεων που κηρύχθηκαν ασύμβατες με την κοινή αγορά, ύψους 33,870 εκατομμυρίων ευρώ, μπορούσε όντως να διατεθεί κατά τρόπο που αντισταθμίζει υπέρμετρα τις δαπάνες του PO. Με το τρίτο σκέλος, διατείνεται ότι η Επιτροπή όφειλε, σε σχέση με το μεταφερθέν στο PO ποσό, να εφαρμόσει περιθώριο ανοχής της τάξεως του 10 % το οποίο εφάρμοσε για τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς.

200    Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η NOS προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή κακώς συνήγαγε την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ των ειδικών χρηματοδοτήσεων και της υπέρμετρης αντισταθμίσεως της οποίας διατάσσει την ανάκτηση. Επίσης, η Επιτροπή αιτιολόγησε ανεπαρκώς ως προς αυτό το ζήτημα την προσβαλλόμενη απόφαση, προέβη δε σε εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 86 ΕΚ έως 88 ΕΚ. Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η NOS προβάλλει ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ και δεν αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον δεν εξέτασε, στο πλαίσιο του ελέγχου αναλογικότητας, κατά πόσον υπάρχει σχέση μεταξύ της φερόμενης ως υφιστάμενης υπέρμετρης αντισταθμίσεως και της απουσίας νοθεύσεως του ανταγωνισμού.

201    Προσήκει να εξεταστεί, πρώτον, εάν στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας διεπράχθη παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, δεύτερον, εάν υφίσταται σχέση μεταξύ των ειδικών χρηματοδοτήσεων και της προβαλλόμενης υπέρμετρης αντισταθμίσεως καθώς και των εξόδων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό αυτής, τρίτον, εάν κακώς ελήφθησαν υπόψη κατά τον υπολογισμό της υπέρμετρης αντισταθμίσεως που έλαβε το PO τα προερχόμενα από το FOR ποσά και, τέταρτον, το γεγονός ότι, για τον υπολογισμό του προς ανάκτηση ποσού το οποίο προκύπτει από τη μεταβίβαση των αποθεματικών προγράμματος, δεν ελήφθη υπόψη το επιτρεπόμενο από την Επιτροπή περιθώριο ανοχής της τάξεως του 10 %.

 Επί της παραβάσεως του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ κατά τη διενέργεια του ελέγχου αναλογικότητας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

202    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον συνήγαγε, κατά τρόπο αντιφατικό, μη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας καίτοι δεν διαπίστωσε καμία πρακτική αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, κακώς η Επιτροπή διατάσσει την ανάκτηση των διαλαμβανόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση ποσών ελλείψει οιασδήποτε νοθεύσεως του ανταγωνισμού. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παραπέμπει συναφώς στην παράγραφο 58 της ανακοινώσεως περί ραδιοτηλεοράσεως. Τέλος, διευκρινίζει πως δεν διατείνεται ότι η Επιτροπή όφειλε να προσκομίσει ειδικά στοιχεία σε σχέση με ενέργειες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, αλλά πως επισημαίνει ότι η ίδια η Επιτροπή διαπίστωσε ότι από τα εξεταζόμενα μέτρα δεν προέκυψαν ενέργειες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

203    Η NOS διατείνεται από πλευράς της, πρώτον, ότι η Επιτροπή εφάρμοσε κατά τρόπο εσφαλμένο το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ και δεν αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον δεν εξέτασε, στο πλαίσιο του ελέγχου αναλογικότητας, τη σχέση μεταξύ της φερόμενης ως υφιστάμενης υπέρμετρης αντισταθμίσεως και της απουσίας νοθεύσεως του ανταγωνισμού. Η NOS αρνείται συναφώς τον ισχυρισμό της Επιτροπής κατά τον οποίο αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι πανομοιότυπος προς το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου που αυτή προβάλλει. Ειδικότερα, η NOS φρονεί ότι, ενώ, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω νόθευση του ανταγωνισμού, η ύπαρξη της οποίας είναι αναγκαία προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, υποστηρίζει, στο πλαίσιο του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει την απουσία νοθεύσεως του ανταγωνισμού υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι η NOS είναι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας.

204    Αφενός, κατά τη NOS, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η καθυστερημένη χρήση των χορηγηθεισών χρηματοδοτήσεων για ορισμένα χρονικά διαστήματα δικαιολογείται από την περιορισμένη έκταση της ολλανδόφωνης γλωσσικής ζώνης.

205    Συναφώς, η NOS δεν δέχεται ότι για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα έλαβε χρηματοδοτήσεις υπερβαίνουσες τα απορρέοντα από την εκπλήρωση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας έξοδα. Υποστηρίζει ότι είναι σύνηθες οι ραδιοτηλεοπτικές παραγωγές να είναι διαθέσιμες και να διατίθενται για προβολή το επόμενο έτος. Επομένως, η διαβεβαίωση της Επιτροπής ότι ο παράγοντας αυτός συνυπολογίζεται κατά την εφαρμογή του κανόνα του 10 % του ετήσιου προϋπολογισμού, το οποίο οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς επιτρέπεται να διατηρούν ως αποθεματικό, δεν είναι πειστική, δεδομένου ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων που είναι εν προκειμένω κρίσιμες. Από τις περιστάσεις αυτές, η NOS υποστηρίζει ότι η περιορισμένη έκταση της ολλανδόφωνης γλωσσικής ζώνης δημιουργεί συχνά σημαντική πίεση προκειμένου να βρεθούν, σε σύντομο χρόνο, κατάλληλοι παραγωγοί και ηθοποιοί, συνεπάγεται δε καθυστερήσεις.

206    Αφετέρου, η NOS ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η υπέρμετρη αντιστάθμιση επρόκειτο να πάψει στο εγγύς μέλλον. Μεταξύ άλλων, τα αποθεματικά που μεταβιβάστηκαν από τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς στο PO επρόκειτο να αξιοποιηθούν καθ’ ολοκληρίαν αρχής γενομένης το 2006 ή, το αργότερο, το 2007.

207    Τέλος, η NOS φρονεί ότι το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο αυτή υποχρεούνταν να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει των διαθέσιμων κατά τον χρόνο εκείνο στοιχείων είναι αβάσιμο καθόσον, εν προκειμένω, όλα τα αποθεματικά που είχαν σχηματιστεί από τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς κατά τη διάρκεια του έτους 2006, και, καθ’ υπέρβαση, του έτους 2007, διατέθηκαν εξ ολοκλήρου για την εκπλήρωση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας.

208    Δεύτερον, η NOS υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 116 έως 121 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρέβη το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, στον βαθμό που δεν είναι αρμόδια να προσδιορίσει το περιεχόμενο της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας ούτε να εξακριβώσει την ύπαρξη προδήλων σφαλμάτων κατά την περιγραφή της αποστολής αυτής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Η NOS αμφισβητεί συναφώς την εκτίμηση της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 121 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η μετάδοση αθλητικών προγραμμάτων πρέπει να περιορίζεται κατ’ ανώτατο όριο στο 10 % του συνόλου των μεταδιδόμενων προγραμμάτων.

209    Τρίτον, η NOS αμφισβητεί το διατυπωμένο στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως συμπέρασμα κατά το οποίο η ενίσχυση είναι ασύμβατη με την κοινή αγορά, στον βαθμό που η Επιτροπή δεν εξέτασε εάν η ενίσχυση αυτή ήταν δικαιολογημένη υπό το πρίσμα του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ, δεδομένης της περιορισμένης εκτάσεως της ολλανδόφωνης γλωσσικής ζώνης.

210    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

211    Προκαταρκτικώς, κατά το μέτρο που οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι δεν υφίσταται νόθευση του ανταγωνισμού για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 87 ΕΚ για τον λόγο ότι, κατόπιν του ελέγχου του συμβατού χαρακτήρα της ενισχύσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ (σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και ειδικότερα της αναλογικότητας της ενισχύσεως, η Επιτροπή συνήγαγε ότι από την επίμαχη διαδικασία δεν κατέστη δυνατή η διαπίστωση πρακτικών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, επιβάλλεται η παραπομπή στις σκέψεις 114 έως 124 ανωτέρω. Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει, αφενός, ότι η Επιτροπή ορθώς κατέδειξε και αιτιολόγησε τη συνδρομή κινδύνου ενδεχόμενης νοθεύσεως του ανταγωνισμού προκειμένου να χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ τις ειδικές χρηματοδοτήσεις. Αφετέρου, η διαπίστωση κινδύνου ενδεχόμενης νοθεύσεως του ανταγωνισμού προς τον σκοπό χαρακτηρισμού των εν λόγω μέτρων ως κρατικής ενισχύσεως δεν αντιφάσκει προς το γεγονός ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας της αντισταθμίσεως, δεν διαπίστωσε συγκεκριμένες πρακτικές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού (βλ. σκέψεις 121 έως 124 ανωτέρω).

212    Όσον αφορά την διερεύνηση πρακτικών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας της αντισταθμίσεως, η Επιτροπή εκθέτει, στις αιτιολογικές σκέψεις 124 έως 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφερόμενη στην ανακοίνωση περί ραδιοτηλεοράσεως, ότι πρόκειται περί του δευτέρου στοιχείου του διττού ελέγχου αναλογικότητας τον οποίο πρέπει να διενεργήσει.

213    Συναφώς, όπως προκύπτει ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Αφετέρου, η Επιτροπή πρέπει να ελέγξει κάθε διαθέσιμη πληροφορία που υποδηλώνει ότι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς έχουν νοθεύσει τον ανταγωνισμό στις εμπορικές αγορές περισσότερο από ό,τι είναι απαραίτητο για την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας. Για παράδειγμα, ένας δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας, στον βαθμό που τα χαμηλότερα έσοδα θα καλύπτονται από την κρατική ενίσχυση, θα έχει κίνητρο να μειώσει τις τιμές της διαφήμισης ή άλλων δραστηριοτήτων μη δημόσιας υπηρεσίας στην αγορά, έτσι ώστε να μειώσει τα έσοδα των ανταγωνιστών του. Η συμπεριφορά αυτή θα απαιτούσε πρόσθετη κρατική χρηματοδότηση για να αντισταθμιστούν τα διαφυγόντα έσοδα από εμπορικές δραστηριότητες και για τον λόγο αυτό θα αποτελούσε ένδειξη υπεραντιστάθμισης των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας.»

214    Η Επιτροπή, αφού εξέτασε εάν πληρούται, στο συγκεκριμένο αυτό πλαίσιο, το πρώτο κριτήριο του ελέγχου αναλογικότητας, δηλαδή αυτό που αφορά το επίπεδο της χορηγηθείσας αντισταθμίσεως σε σχέση με τα καθαρά έξοδα για την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας και τη διαπίστωση υπέρμετρης αντισταθμίσεως υπέρ του PO (αιτιολογική σκέψη 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως), προέβη στη συνέχεια σε έλεγχο τυχόν ενεργειών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού εκ μέρους των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων (σκέψη 8.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως) σε σχέση με ορισμένες πιθανότητες νοθεύσεως οι οποίες εκτέθηκαν στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας. Οι σχετικοί τομείς είναι η καλωδιακή μετάδοση, η διαφημιστική αγορά και τα δικαιώματα αναμεταδόσεως ποδοσφαιρικών συναντήσεων. Κατόπιν της εξετάσεως αυτών των περιορισμένων τομέων, η Επιτροπή συνήγαγε ότι από την επίμαχη διαδικασία δεν κατέστη δυνατή η διαπίστωση συγκεκριμένων πρακτικών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και προσέθεσε ότι το ζήτημα κατά πόσον το σύστημα παρέχει επαρκείς εγγυήσεις προκειμένου να αποφευχθούν ενδεχόμενες ενέργειες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας E-5/2005 σχετικά με τις υφιστάμενες ενισχύσεις.

215    Επομένως, η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, περιέλαβε ως προς το ζήτημα αυτό αιτιολογία σύμφωνα με όσα επιτάσσει η νομολογία (βλ. σκέψη 80 ανωτέρω).

216    Κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 57 και 58 της ανακοινώσεως περί ραδιοτηλεοράσεως, η Επιτροπή ορθώς στηρίχτηκε, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου κριτηρίου, στην παραδοχή ότι η κρατική χρηματοδότηση ήταν αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας με την οποία είναι επιφορτισμένοι οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς. Στο πλαίσιο αυτό, έλεγξε εάν πληρούνταν το κριτήριο σχετικά με την αναλογικότητα των κρατικών χρηματοδοτήσεων προς το καθαρό συμπληρωματικό κόστος που απορρέει από την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας. Στη συνέχεια, στο πλαίσιο της χωριστής εξετάσεως του δευτέρου κριτηρίου, ερεύνησε κατά πόσον ενδεχομένως υφίστανται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που δεν είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας με την οποία είναι επιφορτισμένοι οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς.

217    Εντούτοις, τα συναχθέντα από την εξέταση του δευτέρου διακριτού κριτηρίου συμπεράσματα δεν μπορούν να ανατρέψουν ή να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε η Επιτροπή στο πλαίσιο της χωριστής εκτιμήσεως του πρώτου κριτηρίου. Γεγονός πάντως είναι ότι τα καθαρά έξοδα της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας του PO αποτέλεσαν αντικείμενο υπέρμετρης αντισταθμίσεως, όπως προκύπτει και από τον πίνακα 4 που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

218    Επομένως, επιβάλλεται η απόρριψη των αιτιάσεων των προσφευγόντων επ’ αυτού.

219    Όσον αφορά το επιχείρημα της NOS το αντλούμενο από την περιορισμένη έκταση της ολλανδόφωνης γλωσσικής ζώνης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση της Επιτροπής σχετικά με τον δυσανάλογο χαρακτήρα της δημόσιας χρηματοδοτήσεως στον βαθμό που αυτή υπερβαίνει τα καθαρά έξοδα της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας.

220    Όσον αφορά το επιχείρημα που στηρίζεται στην φερόμενη ως σύμφωνη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό χρησιμοποίηση της ενισχύσεως, η περίσταση αυτή, ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι είναι πραγματική, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της διαπιστωθείσας υπέρμετρης αντισταθμίσεως. Η ειδική χρηματοδότηση, ακόμα και στην περίπτωση που έχει εγκριθεί από τον αρμόδιο υπουργό, μπορεί να είναι υπέρμετρη σε σύγκριση με τα έξοδα της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας προκαλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο νόθευση του ανταγωνισμού έναντι των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών επιχειρήσεων.

221    Όσον αφορά το επιχείρημα που στηρίζεται στο ενδεχόμενο μελλοντικής ταχείας εξαντλήσεως των επίμαχων αποθεματικών, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η NOS, η Επιτροπή δεν μπορούσε να το λάβει υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση [απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑276/02, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑8091, σκέψη 31, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 31ης Μαΐου 2006, T‑354/99, Kuwait Petroleum (Nederland) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1475, σκέψη 65].

222    Πρέπει πάντως να παρατηρηθεί επ’ αυτού ότι, στο υπόμνημα αντικρούσεώς της, η Επιτροπή δεν αποκλείει την πιθανότητα τα αναγόμενα στο έτος 2006 πραγματικά περιστατικά να άσκησαν επιρροή στις πραγματοποιηθείσες στο πλαίσιο του άρθρου 10 ΕΚ διαβουλεύσεις με το Βασίλειο των Κάτω Χωρών όσον αφορά την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

223    Όσον αφορά την έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής να ελέγξει ενδεχόμενα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε κράτος μέλος κατά τον καθορισμό του συστήματός του για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως εκθέτει η Επιτροπή στο σημείο 22 της ανακοινώσεώς της περί των υπηρεσιών γενικού συμφέροντος στην Ευρώπη [COM(2000) 580 τελικό], τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό αυτού που θεωρούν ως υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος. Επομένως, ο καθορισμός των εν λόγω υπηρεσιών από κράτος μέλος μπορεί να αμφισβητηθεί από την Επιτροπή μόνον σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑17/02, Olsen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2031, σκέψη 216 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

224    Η αρχή αυτή επαναλαμβάνεται στην παράγραφο 36 της ανακοινώσεως περί ραδιοτηλεοράσεως. Όπως προκύπτει από την παράγραφο αυτή, όσον αφορά τον ορισμό της δημόσιας υπηρεσίας στον ραδιοτηλεοπτικό τομέα, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να αποφασίσει για το εάν ένα πρόγραμμα πρέπει να παρέχεται στο πλαίσιο υπηρεσίας γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος ή για τη φύση και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ορισμένου προϊόντος. Η Επιτροπή, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών, υποχρεούται να επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης.

225    Επομένως, η Επιτροπή έδρασε εντός των ορίων των σχετικών αρμοδιοτήτων της.

226    Όσον αφορά την παράλειψη της Επιτροπής να εξετάσει το ενδεχόμενο εφαρμογής των παρεκκλίσεων που εισάγει το άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ, αρκεί να σημειωθεί ότι, αφενός, η NOS δεν διευκρινίζει εάν ισχυρίστηκε, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, ότι οι ειδικές χρηματοδοτήσεις μπορούσαν να υπαχθούν στις εν λόγω παρεκκλίσεις και δεν αμφισβητεί τη δήλωση της Επιτροπής κατά την οποία το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στο από 30 Απριλίου 2004 έγγραφό του, δεχόμενο ότι οι ειδικές χρηματοδοτήσεις αποτελούν κρατικές ενισχύσεις, υποστήριξε απλώς και μόνον ότι το συμβατό αυτών με την κοινή αγορά απορρέει από το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η NOS δεν προβάλλει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, κανένα επιχείρημα από το οποίο να προκύπτει ότι η γεωγραφική έκταση της ολλανδόφωνης γλωσσικής ζώνης μπορούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο να αποτελέσει δικαιολογία προκειμένου η Επιτροπή να υποχρεωθεί, λαμβανομένου υπόψη του καθήκοντος χρηστής διοικήσεως, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως εάν οι ειδικές χρηματοδοτήσεις μπορούσαν να δικαιολογηθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ.

227    Επομένως, δεδομένου ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες δεν ευσταθεί, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η NOS, περί παραβάσεως του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, κατά τη διενέργεια του ελέγχου αναλογικότητας, πρέπει να απορριφθούν.

 Επί της ελλείψεως συνδέσμου μεταξύ των ειδικών χρηματοδοτήσεων και της προσαπτόμενης υπέρμετρης αντισταθμίσεως καθώς και επί των εξόδων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό αυτής

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

228    Η NOS διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή κακώς συνήγαγε την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ των ειδικών χρηματοδοτήσεων και της υπέρμετρης αντισταθμίσεως της οποίας διατάσσει την ανάκτηση. Επίσης, η Επιτροπή περιέλαβε ως προς το ζήτημα αυτό ανεπαρκή αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση και ερμήνευσε εσφαλμένως τα άρθρα 86 ΕΚ έως 88 ΕΚ.

229    Πρώτον, η NOS προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν κατέδειξε σε ποιόν βαθμό οι ειδικές χρηματοδοτήσεις συνετέλεσαν στον σχηματισμό των αποθεματικών στα οποία οφείλεται η υπέρμετρη αντιστάθμιση. Είναι κάλλιστα δυνατό τα αποθεματικά να σχηματίστηκαν από χρηματοδοτήσεις διαφορετικές από τις ειδικές χρηματοδοτήσεις, ιδίως από υφιστάμενη ενίσχυση. Τα αποθεματικά αυτά δεν χάνουν τον αρχικό τους χαρακτήρα λόγω της μεταβιβάσεώς τους στο PO, δεδομένου ότι αυτό μπορεί να τα μεταβιβάσει εκ νέου μόνον βάσει του άρθρου 109a, παράγραφος 1, του Mediawet. Εξάλλου, η μεταβίβαση των αποθεματικών προγράμματος στο PO δεν αποτελεί τμήμα των ειδικών χρηματοδοτήσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 37 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

230    Δεύτερον, η NOS αμφισβητεί την εκτίμηση της Επιτροπής, στις αιτιολογικές σκέψεις 129 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία τα καθαρά έσοδα από δραστηριότητες διαφορετικές από όσες συνδέονται με την εκπλήρωση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους των αποθεματικών κατά το μέτρο που δεν τηρήθηκαν οι κανόνες που θέτει η οδηγία 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 1980, περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 195, σ. 35). Ως προς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή όφειλε να υποβάλει τις τηρούμενες από τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς λογιστικές καταστάσεις σε συμπληρωματικό έλεγχο χωρίς να λάβει υπόψη το ύψος των εσόδων από εμπορικές δραστηριότητες των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων.

231    Καταρχάς, είναι εσφαλμένη η παραδοχή ότι οι διάφοροι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς χρησιμοποίησαν αποκλίνουσες μεθόδους υπολογισμού όσον αφορά τα έξοδα και τα κέρδη που συνδέονται με την ανατεθείσα σε αυτούς αποστολή δημόσιας υπηρεσίας.

232    Στη συνέχεια, η NOS ισχυρίζεται ότι οι ορκωτοί λογιστές των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων μεριμνούν για τον πιστό υπολογισμό των εξόδων, το δε Commissariat voor der Media (υπηρεσία μέσων ενημερώσεως) για τη διασφάλιση της χρηστής διαχειρίσεως των πιστώσεων.

233    Επιπλέον, οι δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας και οι εμπορικές δραστηριότητες αποτελούν αντικείμενο χωριστών λογιστικών καταστάσεων και διαφορετικών συστημάτων διοικήσεως, σύμφωνα με όσα επιτάσσει ο Handboek Financiele Verantwoording (οδηγός περί δημοσιονομικής ευθύνης) και οι κατευθυντήριες γραμμές του Commissariat voor der Media. Η NOS υποστηρίζει συναφώς ότι ο οδηγός αυτός, το περιεχόμενο του οποίου αντλείται από την ολλανδική νομοθεσία, έχει δεσμευτική ισχύ για τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς. Η έκθεση ισολογισμού την οποία καταρτίζει κάθε δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας προσδιορίζει τις λογιστικές μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την κατανομή των εξόδων ανά ασκούμενη δραστηριότητα.

234    Εξάλλου, η συναφής εκτίμηση της Επιτροπής αποτελεί παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ καθόσον τα έσοδα από εμπορικές δραστηριότητες δεν συνιστούν πηγές δημόσιας χρηματοδοτήσεως.

235    Επιπλέον, η NOS, απαντώντας στα επιχειρήματα της Επιτροπής, προβάλλει ότι δεν μπορεί να της καταλογιστεί η εκπρόθεσμη μεταφορά της οδηγίας 80/723 από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στον βαθμό που αποδέκτες των οδηγιών είναι τα κράτη μέλη. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω οδηγία δεν επιβάλλει ενιαία λογιστική μέθοδο. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η οδηγία 80/723 δεν μεταφέρθηκε ορθώς στην εσωτερική έννομη τάξη, γεγονός είναι ότι εναπόκειτο στην Επιτροπή να εξετάσει ενδελεχώς τα έξοδα των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων.

236    Τέλος, κακώς η Επιτροπή συγχέει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τις ειδικές χρηματοδοτήσεις με τις λοιπές χρηματοδοτήσεις προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη υπέρμετρης αντισταθμίσεως, μολονότι όσες χρηματοδοτήσεις δεν έχουν τον χαρακτήρα ειδικών χρηματοδοτήσεων αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις.

237    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της NOS επ’ αυτού.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

238    Όσον αφορά τη μνημονευόμενη στη σκέψη 229 ανωτέρω πρώτη αιτίαση της NOS, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει (βλ., ιδίως, σκέψεις 81 έως 89 ανωτέρω) ότι, πρώτον, με τις ειδικές χρηματοδοτήσεις προς τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς δημιουργήθηκε υπέρ αυτών υπέρμετρη αντιστάθμιση, η οποία διοχετεύτηκε εν γένει στα αποθεματικά τους, δεύτερον, τα αποθεματικά αυτά, καθόσον υπερέβαιναν ποσοστό 10 % του ετήσιου προϋπολογισμού τους, μεταβιβάστηκαν στο PO για πρώτη φορά το έτος 2005, και, τρίτον, η μεταβίβαση προκάλεσε, με τη σειρά της, υπέρμετρη αντιστάθμιση όσον αφορά το PO. Επομένως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η NOS, η Επιτροπή κατέδειξε σαφώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τη σχέση μεταξύ των χορηγηθεισών στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς ειδικών χρηματοδοτήσεων και της υπέρμετρης αντισταθμίσεως της οποίας έτυχε το PO λόγω της μεταβιβάσεως προς αυτό των αποθεματικών των ως άνω επιχειρήσεων τα οποία ενισχύθηκαν με τις επίμαχες χρηματοδοτήσεις.

239    Επιπλέον, κατά το μέτρο που η NOS προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα μεταβιβασθέντα στο PO αποθεματικά των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων σχηματίστηκαν μέσω των ειδικών χρηματοδοτήσεων και όχι μέσω τακτικών επιδοτήσεων, έχει ήδη διευκρινιστεί στη σκέψη 188 ανωτέρω ότι αυτό το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως άνευ σημασίας για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς στον βαθμό που η προέλευση των εν λόγω αποθεματικών δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση κατά την οποία αυτό ακριβώς το μέτρο της μεταβιβάσεως αποθεματικών των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων προς το PO αποτελεί νέα ενίσχυση υπέρ του φορέα αυτού συρρέουσα προς την υφιστάμενη ενίσχυση. Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα εάν τα αποθεματικά των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων σχηματίστηκαν από ποσά προερχόμενα από νέες ενισχύσεις ή υφιστάμενες ενισχύσεις δεν ασκεί επίδραση στο γεγονός ότι η Επιτροπή κατέδειξε πως η ίδια η μεταβίβαση των αποθεματικών αποτελούσε νέα ενίσχυση υπέρ του PO.

240    Επιπλέον, ορθώς η Επιτροπή κατέδειξε ότι οι απορρέουσες από την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας ανάγκες ήταν ήδη υπέρμετρα αντισταθμισμένες λόγω των υφιστάμενων ενισχύσεων. Οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν στοιχεία που να αναιρούν αυτή την ανάλυση. Επομένως, τα ποσά που διοχετεύτηκαν στα αποθεματικά αντιστοιχούσαν οπωσδήποτε σε υπέρμετρη αντιστάθμιση. Η μεταγενέστερη μεταβίβαση των αποθεματικών αυτών δεν μετέβαλε τη φύση τους. Επομένως, υφίσταται πράγματι σύνδεσμος μεταξύ της επίμαχης ειδικής χρηματοδοτήσεως και της υπέρμετρης αντισταθμίσεως.

241    Επομένως, επιβάλλεται η απόρριψη της πρώτης αιτιάσεως της NOS.

242    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση της NOS ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη λαμβάνοντας υπόψη όλα τα καθαρά έσοδα από τις εμπορικές δραστηριότητες της NOS προκειμένου να καταδείξει την ύπαρξη υπέρμετρης αντισταθμίσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή διευκρίνισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 127 έως 131 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επιλογή αυτή ήταν απόρροια, αφενός, του γεγονότος ότι οι λογαριασμοί των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων δεν καθιστούν δυνατή την κατανομή των εξόδων σε όσα προκύπτουν από τις δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας και όσα προκύπτουν από εμπορικές δραστηριότητες. Τούτο αντιβαίνει στις διατάξεις της εφαρμοστέας εν προκειμένω οδηγίας 80/723 την οποία το Βασίλειο των Κάτω Χωρών έθεσε σε εφαρμογή κατόπιν εκδόσεως, το έτος 2001, ειδικού διατάγματος δυνάμει του οποίου οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς υποχρεούνται να τηρούν χωριστούς λογαριασμούς για όλες τις δευτερεύουσες δραστηριότητες καθώς και για τις συμμετοχικές δραστηριότητες. Αφετέρου, η Επιτροπή επισήμανε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι όλα τα κέρδη των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων, συμπεριλαμβανομένων όσων οφείλονται σε εμπορικές δραστηριότητες, έπρεπε, δυνάμει του Mediawet, να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς δημόσιας υπηρεσίας.

243    Χωρίς να εξεταστεί εάν όντως υφίσταται και ποίες είναι οι συνέπειες από ενδεχόμενη εσφαλμένη εφαρμογή της οδηγίας 80/723, την οποία εικάζει η Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά την ολλανδική νομοθεσία, όλα τα έσοδα των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων, συμπεριλαμβανομένων όσων προέρχονται από εμπορικές δραστηριότητες, πρέπει να διατίθενται από τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς για την εκπλήρωση της ανατεθείσας σε αυτούς αποστολής δημόσιας υπηρεσίας. Η NOS, στις παρατηρήσεις της, παραδέχεται τη διαπίστωση αυτή διευκρινίζοντας ότι η χρησιμοποίηση από την ίδια ή από άλλους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς ποσών που δεν έχουν ακόμη δαπανηθεί για άλλο σκοπό είναι εξ ορισμού αδύνατη. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω έσοδα έπρεπε να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως σχετικά με ενδεχόμενη υπέρμετρη αντιστάθμιση.

244    Επομένως, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τα καθαρά έσοδα από εμπορικές δραστηριότητες των φορέων του συστήματος δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως των Κάτω Χωρών κατά τον υπολογισμό της χορηγηθείσας προς εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας υπέρμετρης αντισταθμίσεως, δεν υπέπεσε σε πλάνη.

245    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η απόρριψη ως άνευ σημασίας για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς των επιχειρημάτων της NOS κατά τα οποία οι λογαριασμοί της τηρούνται κατά τρόπο σύμφωνο προς την εφαρμοστέα ολλανδική νομοθεσία και έχουν ελεγχθεί από ορκωτούς λογιστές, η αρχή μέσων ενημερώσεως έχει λάβει εγγυήσεις για τη χρηστή διαχείριση των διατεθέντων πόρων και η οδηγία 80/723 μεταφέρθηκε στην έννομη τάξη του Βασιλείου των Κάτω Χωρών μόλις το έτος 2001.

246    Πρέπει εξάλλου να διαπιστωθεί ότι οι προσφεύγοντες δήλωσαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν αμφισβητούν τα αφορώντα το PO αριθμητικά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στον πίνακα 4 της αιτιολογικής σκέψεως 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι προσφεύγοντες δεν παρέσχαν κανένα στοιχείο με βάση το οποίο να μπορούν να αμφισβητηθούν τα συνολικά καθαρά έξοδα των δραστηριοτήτων δημόσιου χαρακτήρα, το καθαρό αποτέλεσμα από εμπορικές δραστηριότητες, οι ανάγκες δημόσιας χρηματοδοτήσεως και ετήσιων επιδοτήσεων, δηλαδή τα στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή διαπίστωσε, στηριζόμενη αποκλειστικώς στις ετήσιες επιδοτήσεις, υπέρμετρη αντιστάθμιση υπέρ του PO ύψους 20,7 εκατομμυρίων ευρώ, στην οποία προστέθηκαν οι ειδικές χρηματοδοτήσεις των οποίων ζητείται η ανάκτηση.

247    Επομένως, επιβάλλεται επίσης η απόρριψη της δεύτερης αιτιάσεως που προβάλλει η NOS στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του συνυπολογισμού των προερχόμενων από το FOR ποσών για τον υπολογισμό της αφορώσας το PO υπέρμετρης αντισταθμίσεως της οποίας διατάχθηκε η ανάκτηση, και επί της ελλείψεως συναφούς αιτιολογίας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

248    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως καθόσον έκρινε ότι η μεταβίβαση στο PO του προερχόμενου από το FOR ποσού των 33, 870 εκατομμυρίων ευρώ αποτελούσε τμήμα της υπέρμετρης αντισταθμίσεως χωρίς να ερευνήσει εάν και κατά ποιο τρόπο το PO χρησιμοποίησε το ποσό αυτό. Εντούτοις, κατά την άποψή του, εάν η Επιτροπή διενεργούσε αυτή την εξέταση, θα διαπίστωνε ότι το PO δαπάνησε, κατά το χρονικό διάστημα από 1999 έως 2005, το σύνολο των προερχόμενων από το FOR ποσών τα οποία του είχαν καταβληθεί, με συνέπεια, το έτος 2005, το PO να μη διαθέτει πλέον κανένα ποσό προερχόμενο από το FOR και δυνάμενο να ανακτηθεί.

249    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Επιτροπή, αυτή είχε γνώση, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, του γεγονότος ότι το προερχόμενο από το FOR ποσό θα είναι μηδενικό στο πέρας του έτους 2006, εφόσον, στο έγγραφο που της απηύθυνε στις 3 Φεβρουαρίου 2006, την είχε πληροφορήσει ότι το FOR διέθετε πλέον μόνο το ποσό των 8,8 εκατομμυρίων ευρώ στο πέρας του έτους 2005, ενώ στο πέρας του έτους 2006 το ποσό επρόκειτο να είναι μηδενικό. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορούσε να συνεχίσει την έρευνά της για ένα εξάμηνο προκειμένου να λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία.

250    Η NOS, από πλευράς της, διατείνεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν προέβαλε οιαδήποτε αμέλεια κατά τη χρησιμοποίηση των προερχόμενων από το FOR χρηματοδοτήσεων ύψους 33,8 εκατομμυρίων ευρώ τις οποίες είχε λάβει η NOS, μολονότι τα ποσά δαπανήθηκαν στο πλαίσιο δραστηριοτήτων, όπως επενδύσεις σε ψηφιακά μέσα ενημερώσεως, ζητήματα από ευθύνη, προώθηση μέσω δορυφόρου και ραδιοφώνου, και κατ’ εφαρμογή των πρωτοκόλλων μεταβιβάσεως.

251    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγόντων.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

252    Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προερχόμενες από το FOR χρηματοδοτήσεις περιγράφονται στο σημείο 2.3.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως περί ειδικών χρηματοδοτήσεων, και αξιολογούνται, στη συνέχεια, από την Επιτροπή υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων (βλ. σκέψεις 83 έως 85 ανωτέρω).

253    Κατόπιν αυτής της εξετάσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύει τις προερχόμενες από το FOR χρηματοδοτήσεις μεταξύ των ειδικών χρηματοδοτήσεων που χαρακτηρίζονται ως κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (αιτιολογική σκέψη 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, ειδικότερα, ως νέα κρατική ενίσχυση (αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

254    Τέλος, στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι προερχόμενες από το FOR χρηματοδοτήσεις λαμβάνονται υπόψη κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των μέτρων δημόσιας χρηματοδοτήσεως και ιδίως κατά τον υπολογισμό της υπέρμετρης αντισταθμίσεως της οποίας έτυχε το PO (βλ. πίνακα 4 στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογική σκέψη 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

255    Επομένως, η Επιτροπή αιτιολόγησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με όσα επιτάσσει η νομολογία (βλ. σκέψη 80 ανωτέρω), τη συλλογιστική της και τα συμπεράσματα σχετικά με τις προερχόμενες από το FOR χρηματοδοτήσεις.

256    Όσον αφορά τον προορισμό των προερχόμενων από το FOR χρηματοδοτήσεων, η Επιτροπή, αφής στιγμής κατέδειξε στην προσβαλλόμενη απόφαση την ύπαρξη υπέρμετρης αντισταθμίσεως υπέρ του PO σε σχέση με τις ανάγκες δημόσιας χρηματοδοτήσεώς του (βλ. πίνακα 4 στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως) συνεπεία των επίδικων ειδικών χρηματοδοτήσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υποχρεούμενη να ερευνήσει ποία χρήση έκανε το PO. Πράγματι, έστω και εάν οι προερχόμενες από το FOR χρηματοδοτήσεις χρησιμοποιήθηκαν κατά τον δέοντα τρόπο, γεγονός είναι πάντως ότι συνετέλεσαν στην υπέρμετρη αντιστάθμιση που έλαβε το PO σε σχέση με τις ανάγκες δημόσιας χρηματοδοτήσεώς του το ύψος της οποίας δεν αμφισβητείται.

257    Όσον αφορά την προβαλλόμενη συνολική διάθεση των προερχόμενων από το FOR χρηματοδοτήσεων κατά το έτος 2006, κατά πάγια νομολογία που προπαρατέθηκε στη σκέψη 221 ανωτέρω, η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση. Η προσβαλλόμενη απόφαση καλύπτει το χρονικό διάστημα από 1994 έως 2005, τελευταίο έτος για το οποίο η Επιτροπή διέθετε οριστικά αριθμητικά στοιχεία (αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, ως εκ περισσού και εν πάση περιπτώσει, το γεγονός αυτό δικαιολογεί την παράλειψη της Επιτροπής να λάβει υπόψη τα στοιχεία για το έτος 2006.

258    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και το επιχείρημα που διατύπωσε συναφώς η NOS στο πλαίσιο του προβαλλόμενου από αυτήν τρίτου λόγου ακυρώσεως δεν είναι βάσιμα.

 Επί της παραλείψεως να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του προς ανάκτηση ποσού το οποίο προέκυψε από τη μεταβίβαση αποθεματικών προγράμματος το επιτρεπόμενο από την Επιτροπή περιθώριο ανοχής 10 %

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

259    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή όφειλε, κατ’ εφαρμογή της ακολουθούμενης από αυτή διοικητικής πρακτικής και της δεσμευτικής για αυτήν ανακοινώσεως περί ραδιοτηλεοράσεως, να εφαρμόσει περιθώριο ανοχής της τάξεως του 10 % ως προς τη μεταβίβαση στο PO των πλεονασμάτων από αποθεματικά προγράμματος αντί να λάβει υπόψη το σύνολο των διοχετευθέντων σε αποθεματικά ποσών.

260    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών διατείνεται ότι είχε ενημερώσει εγκαίρως την Επιτροπή για αυτό το ζήτημα, και συγκεκριμένα με το από 1 Σεπτεμβρίου 2005 έγγραφό του. Τονίζει ότι, εάν ο Ολλανδός νομοθέτης επέτρεπε σε ορισμένες ενώσεις δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων να σχηματίσουν αποθεματικά ύψους όχι μόνο 5 %, αλλά 10 %, το μεταβιβασθέν στο PO ποσό θα ήταν μικρότερο.

261    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, απαντώντας στον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι οι ολλανδικές αρχές είχαν γνώση του γεγονότος ότι αυτή δεχόταν την εφαρμογή περιθωρίου ανοχής 10 % επί των αποθεματικών, διευκρινίζει ότι, μολονότι με την απόφαση 2005/217/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 2004, σχετικά με τα μέτρα που εφάρμοσε η Δανία υπέρ της TV2/Danmark (ΕΕ 2006, L 85, σ. 1), αναγνωρίζεται η αρχή κατά την οποία μπορούν να τηρούνται αποθεματικά και να μεταφέρονται μεταξύ ετών, δεν προσδιορίζει ορισμένο ποσοστό. Επιπλέον, η απόφαση 2005/842 εκδόθηκε κατόπιν της μεταβιβάσεως στο PO.

262    Επιπροσθέτως, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρατηρεί ότι η μεταβίβαση τμήματος των αποθεματικών υπερβαίνοντος το επιβαλλόμενο από την Επιτροπή περιθώριο ανοχής 10 % καθορίστηκε από το PO κατ’ εφαρμογή του άρθρου 109a, παράγραφος 1, του Mediawet και όχι κατόπιν αποφάσεως των ολλανδικών αρχών.

263    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

264    Στον βαθμό που το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προσάπτει στην Επιτροπή ότι έλαβε υπόψη το συνολικό ποσό που αντιστοιχεί στη μεταβίβαση αποθεματικών στο PO χωρίς να συνυπολογίσει το περιθώριο ανοχής 10 % το οποίο έγινε δεκτό σε σχέση με τα αποθεματικά των ραδιοτηλεοπτικών φορέων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, όπως η ίδια αναγνωρίζει με τις παρατηρήσεις της και όπως σαφώς προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ., ιδίως, τις αιτιολογικές σκέψεις 49, 146 και 149), έλαβε υπόψη το κατ’ εφαρμογή της ολλανδικής νομοθεσίας μεταβιβασθέν από τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς προς το PO ποσό. Επομένως, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών εμφανίζεται να προσάπτει στην Επιτροπή ότι αυτή δεν συνυπολόγισε ποσοστό 10 % το οποίο δεν εφάρμοσε ούτε και το ίδιο το PO, μολονότι τόσο αυτό όσο και οι ολλανδικές αρχές είχαν γνώση του εν λόγω ανωτάτου ορίου.

265    Εν πάση περιπτώσει και ανεξαρτήτως της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος της αποφάσεως 2005/842, τα μεταβιβασθέντα στο PO αποθεματικά ανήλθαν, χωρίς ως προς αυτό να προβάλλονται αντιρρήσεις, σε ποσό 42,457 εκατομμυρίων ευρώ, κατά δε την Επιτροπή, αποτελούν τμήμα, κατ’ αυτόν τον λόγο, της υπέρμετρης αντισταθμίσεως της οποίας έτυχε το PO. Η Επιτροπή ορθώς προέβη σε εξέταση της χορηγηθείσας στο PO υπέρμετρης αντισταθμίσεως βάσει των διαθέσιμων στοιχείων. Δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι υπολόγισε την υπέρ του PO υπέρμετρη αντιστάθμιση χωρίς να λάβει υπόψη ότι η αντιστάθμιση αυτή μπορούσε να περιοριστεί εφόσον συνυπολογιζόταν το περιθώριο ανοχής 10 % του οποίου την εφαρμογή δέχθηκε η Επιτροπή σε σχέση με τα αποθεματικά των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων. Η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη το περιθώριο ανοχής 10 % επί των αποθεματικών το οποίο μπορούσαν να έχουν ενδεχομένως διατηρήσει οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς, πλην όμως δεν το διατήρησαν, κατά τρόπο ώστε η ληφθείσα από το PO υπέρμετρη αντιστάθμιση να καταστεί σημαντικότερη.

266    Επικουρικώς, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 147 έως 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αρχή της μεταφοράς ορισμένου ποσοστού της ετήσιας υπέρμετρης αντισταθμίσεως στην επόμενη χρήση, όπως αυτή έγινε δεκτή από την Επιτροπή, εφαρμόζεται, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ανά έτος επί του προϋπολογισμού κάθε δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνδεόμενες με το κόστος της δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως διακυμάνσεις. Επομένως, αντιβαίνει στον σκοπό της ως άνω αρχής η εξομοίωση του περιθωρίου ανοχής με γενικό κανόνα εφαρμοζόμενο υποχρεωτικώς κατά τη μεταβίβαση αποθεματικών από τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς προς άλλο οργανισμό. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 113 της αποφάσεως 2005/217 και, προς επιβεβαίωση, από την απόφαση 2005/842, ο κανόνας αυτός δεν απαλλάσσει οριστικώς το κράτος μέλος από την υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως. Κατά το άρθρο 6, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως αυτής, όταν το ποσό της υπέρμετρης αντισταθμίσεως δεν υπερβαίνει το 10 % του ποσού της ετήσιας αντισταθμίσεως, η εν λόγω υπέρμετρη αντιστάθμιση μπορεί να μεταφερθεί στην επόμενη περίοδο και να αφαιρεθεί από το ποσό της αντισταθμίσεως που οφείλεται για την περίοδο αυτή. Επιπροσθέτως, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προβάλλει, στο δικόγραφο της προσφυγής του, ότι τα αποθεματικά μπορούν να διατηρούνται και να μεταφέρονται στην επόμενη χρήση μέχρι του ως άνω ορίου του 10 %. Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση, επειδή ακριβώς το επίμαχο ποσό δεν μεταφέρθηκε, αλλά μεταβιβάστηκε σε άλλο όργανο.

267    Κατά συνέπεια, επειδή το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν είναι βάσιμο, επιβάλλεται η απόρριψή του.

268    Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλουν οι προσφεύγοντες δεν είναι βάσιμος, επιβάλλεται η απόρριψη, στο σύνολό τους, της προσφυγής του Βασιλείου των Κάτω Χωρών στην υπόθεση T‑231/06 και της προσφυγής της NOS στην υπόθεση T‑237/06.

 Επί των δικαστικών εξόδων

269    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα και με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Στην υπόθεση T‑231/06, καταδικάζει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

3)      Στην υπόθεση T‑237/06, καταδικάζει την Nederlandse Omroep Stichting (NOS) στα δικαστικά έξοδα.

Dehousse

Wiszniewska-Białecka

Jürimäe

Dittrich                                                        Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Δεκεμβρίου 2010.

Πίνακας περιεχομένων


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και επί της παραβάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του εσφαλμένου χαρακτηρισμού των ειδικών χρηματοδοτήσεων ως κρατικών ενισχύσεων

Επί του εσφαλμένου χαρακτηρισμού των προερχόμενων από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας εσόδων του CoBo ως κρατικών πόρων

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της μη συνδρομής των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η NOS, υπό την ιδιότητά της ως PO, μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της απουσίας νοθεύσεως του ανταγωνισμού και της ελλείψεως συναφούς αιτιολογίας

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της αποφάσεως Altmark, σκέψη 13 ανωτέρω, και της ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς αυτό το ζήτημα

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του εσφαλμένου χαρακτηρισμού των ειδικών χρηματοδοτήσεων ως νέων ενισχύσεων και επί της ελλείψεως συναφούς αιτιολογίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ και των σφαλμάτων κατά τον υπολογισμό της επίδικης υπέρμετρης αντισταθμίσεως, καθώς και επί της ελλείψεως συναφούς αιτιολογίας

Επί της παραβάσεως του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ κατά τη διενέργεια του ελέγχου αναλογικότητας

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της ελλείψεως συνδέσμου μεταξύ των ειδικών χρηματοδοτήσεων και της προσαπτόμενης υπέρμετρης αντισταθμίσεως καθώς και επί των εξόδων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό αυτής

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του συνυπολογισμού των προερχόμενων από το FOR ποσών για τον υπολογισμό της αφορώσας το PO υπέρμετρης αντισταθμίσεως της οποίας διατάχθηκε η ανάκτηση, και επί της ελλείψεως συναφούς αιτιολογίας

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της παραλείψεως να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του προς ανάκτηση ποσού το οποίο προέκυψε από τη μεταβίβαση αποθεματικών προγράμματος το επιτρεπόμενο από την Επιτροπή περιθώριο ανοχής 10 %

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.