Language of document :

Προσφυγή της 15ης Ιουλίου 2013 – Δημοκρατία της Πολωνίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση T-367/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Δημοκρατία της Πολωνίας (εκπρόσωπος: B. Majczyna)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την εκτελεστική απόφαση 2013/214/ΕΕ της Επιτροπής, της 2ας Μαΐου 2013, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2013) 2436] 1 , καθόσον αποκλείει από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένες δαπάνες που πραγματοποίησε ο εντεταλμένος από τη Δημοκρατία της Πολωνίας οργανισμός πληρωμών, ύψους 8 292 783,94 ευρώ και 71 610 559,39 ευρώ,

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακύρωσης και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους.

Πρώτος λόγος: Παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999 και του άρθρου 31, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005, διότι, λόγω σφαλμάτων στη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και εσφαλμένης νομικής ερμηνείας, διατάχθηκε δημοσιονομική διόρθωση, μολονότι οι πολωνικές αρχές είχαν πραγματοποιήσει τις δαπάνες σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου.

Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή, για να στηρίξει τη δημοσιονομική διόρθωση στην οποία προέβη, διατύπωσε πέντε αιτιάσεις σχετικά με την εκτέλεση του μέτρου «στήριξη των εκμεταλλεύσεων ημιεπιβίωσης». Η πρώτη αιτίαση αφορά την παραβίαση της ισχύουσας κατά την Επιτροπή προϋπόθεσης ότι ο λήπτης πρέπει να καλύπτει το 50 % τουλάχιστον των πόρων που χορηγούνται για τα μέτρα αναδιάρθρωσης. Η δεύτερη αιτίαση αφορά τη μη διεξαγωγή διασταυρωμένων ελέγχων των εκτρεφόμενων ζώων στο πλαίσιο του διοικητικού ελέγχου της αρχικής αίτησης, όσον αφορά την ορθότητα του οικονομικού μεγέθους της εκμετάλλευσης (σε ευρωπαϊκές μονάδες μεγέθους: ΕΜΜ) το οποίο έχει δηλώσει ο κάτοχος της γεωργικής εκμετάλλευσης. Η τρίτη αιτίαση αφορά την κατά την Επιτροπή ισχύουσα προϋπόθεση ότι κατά το πρώτο έτος εφαρμογής του προγράμματος πρέπει να διεξάγονται επιτόπιοι έλεγχοι. Η τέταρτη αιτίαση αφορά το γεγονός ότι, κατά την Επιτροπή, δεν υπάρχει εύλογη σχέση μεταξύ των ενδιάμεσων στόχων και των αναγκών των εκμεταλλεύσεων. Αντίθετα, η πέμπτη αιτίαση αφορά τη μη τήρηση της κατά την Επιτροπή ισχύουσας υποχρέωσης ποσοτικού καθορισμού των ενδιάμεσων στόχων. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, όσον αφορά όλες τις παραπάνω αιτιάσεις, την ορθότητα τόσο της νομικής αντίληψης της Επιτροπής όσο και των διαπιστώσεων των πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη το όργανο αυτό.Δεύτερος λόγος: Παράβαση ουσιώδους τύπου, διότι για τη δημοσιονομική διόρθωση εφαρμόστηκε μια μέθοδος που αντιβαίνει κατάφωρα στο άρθρο 7, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999 και στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005, καθώς και στις κατευθυντήριες γραμμές αριθ. VI/5330/97.Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται συναφώς ότι η Επιτροπή εφάρμοσε για τη δημοσιονομική διόρθωση μια μέθοδο που αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και στις κατευθυντήριες γραμμές αριθ. VI/5330/97. Επιπλέον, η διμερής διαδικασία δεν έδωσε στις πολωνικές αρχές τη δυνατότητα να ελέγξουν την εκτίμηση των παραβάσεων που είχαν διαπιστωθεί, διότι η Επιτροπή δεν άρχισε τη διαδικασία εκτίμησης παρά μόνο μετά την περάτωση της διμερούς αυτής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, η δημοσιονομική διόρθωση στην οποία προέβη η Επιτροπή πραγματοποιήθηκε κατά κατάφωρη παράβαση της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών.Τρίτος λόγος: Παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη επαρκώς.Η προσφεύγουσα κατηγορεί την Επιτροπή ότι δεν παρέσχε στις πολωνικές αρχές τη δυνατότητα να μετάσχουν ενεργά στη διαδικασία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, διότι παρουσίασε την καταρχήν άποψή της μόνο αφού προηγουμένως είχε περατωθεί η διμερής

διαβούλευση. Η Επιτροπή δεν εμφάνισε, κατά την προσφεύγουσα πάντα, κανένα αποδεικτικό στοιχείο και δεν αιτιολόγησε τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη ως προς τα πραγματικά και τα νομικά περιστατικά και στις οποίες στήριξε τη δημοσιονομική διόρθωση.