Language of document :

Προσφυγή της 12ης Ιουλίου 2013 – Δημοκρατία της Λιθουανίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση T-365/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η λιθουανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Δημοκρατία της Λιθουανίας (εκπρόσωποι: D. Kriaučiūnas και R. Krasuckaitė)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση C(2013) 2436 τελικό της Επιτροπής, της 2ας Μαΐου 2013, καθόσον αφορά τη Δημοκρατία της Λιθουανίας και καθόσον αποκλείει από τη χρηματοδότηση ορισμένες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από τη Δημοκρατία της Λιθουανίας στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέβη τα άρθρα 10 και 15 του κανονισμού (ΕΚ) 1975/20061 και το άρθρο 48 του κανονισμού (ΕΚ) 1974/20062 καθόσον, απαιτώντας τη διεξαγωγή περιττού ελέγχου (επιτόπιων ελέγχων) όσον αφορά καταλληλότητα κριτηρίου (πυκνότητα ζωικού κεφαλαίου) για μέτρο στηρίξεως που αφορά τα φυσικά μειονεκτήματα, δεν έλαβε υπόψη, αφενός, την διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, την οποία επιβεβαιώνουν οι διατάξεις αυτές, να επιλέγουν τα κριτήρια και τις μεθόδους για τη διεξαγωγή των ελέγχων και, αφετέρου, τα επιχειρήματα των λιθουανικών αρχών σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τη λυσιτέλεια των μεθόδων ελέγχου που επιλέχθηκαν.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/20053 και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθόσον, δεδομένου ότι δεν απέδειξε την ύπαρξη ουσιώδους κινδύνου για το Ταμείο, εφάρμοσε αδικαιολόγητα δημοσιονομική διόρθωση 5% λόγω προφανώς ακατάλληλου ελέγχου βάσει του κριτήριου της πυκνότητας ζωικού κεφαλαίου. Η Επιτροπή όφειλε, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005, να επιβάλει δημοσιονομικές διορθώσεις ανάλογες προς τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν και τον κίνδυνο για τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διορθώσεις που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση υπερβαίνουν το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την προστασία των δημοσιονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή, ενεργώντας βάσει εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1975/2006 και του άρθρου 48, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1974/2006 και κατά παράβαση του άρθρου 29 του κανονισμού (ΕΚ) 796/20044 , επέβαλε αδικαιολόγητα δημοσιονομική διόρθωση 2% επειδή, κατά τη διάρκεια επιτόπιας επισκέψεως για τον έλεγχο όλων των υποχρεώσεων, δεν ελέγχθηκε το 100% όλων των αγροτεμαχίων.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρέβη το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1975/2006, καθόσον, προτείνοντας τη διεξαγωγή αναποτελεσματικού ελέγχου ως προς τη χρήση λιπασμάτων (διοικητικός έλεγχος), δεν έλαβε υπόψη της τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, την οποία επιβεβαιώνει η διάταξη αυτή, να επιλέγουν τα κριτήρια και τις μεθόδους για τη διεξαγωγή των ελέγχων και, αφετέρου, τα επιχειρήματα των λιθουανικών αρχών σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τη λυσιτέλεια της μεθόδου ελέγχου που επιλέχθηκε (οπτική μέθοδος).Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον, δεδομένου ότι δεν απέδειξε την ύπαρξη ουσιώδους κινδύνου για το Ταμείο, εφάρμοσε αδικαιολόγητα δημοσιονομική διόρθωση 5% λόγω προφανώς ακατάλληλου ελέγχου βάσει του κριτήριου της χρήσεως λιπάσματος. Η Επιτροπή όφειλε, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005, να επιβάλει δημοσιονομικές διορθώσεις ανάλογες προς τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν και τον κίνδυνο για τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διορθώσεις που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση υπερβαίνουν το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την προστασία των δημοσιονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.